Άρχισε μια
σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ.
Στις πολιτείες
ο ουρανός φαίνεται μια απέραντη
λασπωμένη
πεδιάδα
και η βροχή
είναι μια καλοσύνη – όσο να πεις δε
μοιάζει
διόλου με το
θάνατο.
Μπορείς να
βαδίσεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό
ή με σκοπό
σου είναι αδιάφορο.
Μιαν εποχή
μακρυνή και νεκρή, σα μια βίαιη σκισμένη
πολυτέλεια.
Εγώ συλλογίζομαι,
πως και γιατί άραγε μια βροχή
μπορεί να
σου θυμίζει τόσα πράγματα;
- Χωρίς
αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα
στοχάζεσαι
όλα αυτά μια
τέτοιαν ώρα -
Συλλογίζομαι
όμως τις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες
μιαν αλλιώτικη
μυρουδιά:
Ύστερα από
τις 6, με τα κλειστά παραθυρόφυλλα
και τ' αναμένο
φως.
ή μια γωνιά
δίπλα στο τζάμι, σ' ένα μεγάλο καφενείο,
με τις
αδιάφορες φωνές...
Τα συλλογίζομαι
όλα αυτά, με τον απλούστερο τρόπο,
όλως διόλου
παιδιάστικα.
Μπορείς να
λησμονείς το κάθε τι, τι τάχα να γυρεύεις
εδώ μια
τέτοιαν ώρα,
εσύ, ο διπλανός
σου, όλος αυτός ο κόσμος,
που πορεύεται
δίπλα σου μες στο σκοτάδι,
αυτή η ανήσυχη
σιωπή, που πληγώνει περισσότερο
κι από κοφτερό
λεπίδι.
Να λησμονείς,
για μιαν ελάχιστη στιγμή, πως ίσως
δεν τέλειωσε
ούτε κι απόψε για σένανε το κάθε τι.
Τόσο π' αν
τρίξει κάτι αναπάντεχο, είναι να σου
ξυπνήσει την
ακριβήν υπόθεση μιας επιστροφής:
τη χειμωνιάτικη
ζεστή κάμαρα, το καφενείο με τις
πολύχρωμες
φωνές.
… Έτσι βρέχει,
λοιπόν, μια κίτρινη βροχή, χωρίς τέλος.
Χανόμαστε
όλοι αργά-αργά, πνιχτά μες στο σκοτάδι.
Μανόλης
Αναγνωστάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου