Στης
πλαγιάς την απαλή κατηφοριά οι άγγελοι
σύρνουν μάλλινους μανδύες σ' ένα χορτάρι
σμαραγδί κι ατσάλινο. Λιβάδια φλόγες
τινάζονται και φτάνουν ίσαμε την κορφή
του τρυφερού του λόφου. Αριστερά, δώθε
απ' τα στάχυα, θωρείς την ποδοβολημένη
απ' όλων των λογιώ τις μάχες και τα φονικά
κι όλα της συμφοράς τ' αχολογήματα –
που διαγράφουν λες ακόμα την τραχιά
τους – κοπριά. Κείθε απ' τα στάχυα πάλι,
δεξιά, μια γραμμή που σίγουρα θα φέρει
την ανατολή, την πρόοδο.
Κι
ενώ του πίνακα το πάνω μέρος άλλο τίποτε
δεν είναι παρά πλοκαμωτός κι ορμητικός
αχός από θαλασσινές κοχύλες και νυχτερινές
στιγμές ανθρώπων.
Η
ολάνθιστη των άστρων τ' ουρανού κι όλων
των άλλων γλύκα, να τηνε, σιγοπέφτει,
πανέρι αντίκρυ απ' την πλαγιά – και
καταπρόσωπό μας, να σχηματίσει άβυσσο
ανθούσα, κει από κάτου.
Όταν
οι άγγελοι περπατούν
Ανθολογία
πεζού ποιήματος
Στρατής
Πασχάλης εισαγωγή – επιλογή κειμένων
Εκδόσεις
Μετέχμιο 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου