.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Τὸ καλοκαίρι ἐπέρασε... - Νίκος Καββαδίας



Τώρα τὸ καλοκαίρι πάει ... ἐπέρασε ...
Κ ̓ εἶνε καιρὸς νὰ φύγουμε γιὰ πέρα.
Δυὸ μῆνες ἐπεράσαμε ἔτσι ἄσκοπα
ἂν κ ̓ εἴχαμε πολλὲς ἰδέες στὸ νοῦ μας.

Ἐκεῖνα ποὺ σκεφθήκαμε δὲν κάναμε
καὶ πάντα τ ̓ ἀναβάλαμε γιὰ τ ̓ αὔριο
γιὰ κάποιαν κάθε μέρα γράμμα ἐγράφαμε
ποὺ ὅμως αὐτὴ δὲν τόλαβεν ἀκόμα.

Σὲ ναυτικὲς ταβέρνες ἐκαθήσαμε
σὲ γέρους πλάϊ ποὺ λέγαν ἱστορίες
καὶ ποὺ συχνά, σιγὰ μᾶς ἐσυμβούλευαν
μὲ λόγια ποὺ πιὰ τἄχαμε ξεχάσει.

Σὲ πανηγύρια πήγαμε χωριάτικα
ψηλὰ σὲ ρημοκλήσια γκρεμισμένα
κι ἐπιάσαμε μαντήλι καὶ χορέψαμε
μὲ παληκάρια, καὶ παιδοῦλες νιές.

Πολλὲς φορὲς τ ̓ ἀγέρι μᾶς ἐκοίμισε
μέσα σὲ βάρκα ... κάτω ἀπ ̓ ἕνα δέντρο
κι ἐκάναμ ̓ ἕναν ὕπνο τόσον ἥσυχο
ἔτσι μακρὺ ... σὰ νἄχαμε πεθάνει ...

Καὶ τ ̓ αὔριο ποτὲ δὲν ἐσκεφθήκαμε
οὔτε καὶ τὴ ν ἡμέρα τῆς φυγῆς μας.
... Τώρα τὸ πλοῖο μᾶς παίρνει. Πέρα τὸ ἄγνωστο
ἢ τρικυμίες!, οἱ μπόρες! ...

ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ 13.09.1928

Δημοσιεύτηκε στὸ Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1928, ἀρ. φύλλου 153, σελίδα 3.

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019

Η έννοια της ανθρωπότητας - Claude Levi Strauss



Ξέρουμε πράγματι ότι η έννοια της ανθρωπότητας που περιλαμβάνει, χωρίς διάκριση φυλής ή πολιτισμού, όλες τις μορφές του ανθρωπίνου είδους, εμφανίσθηκε πολύ αργά και είχε περιορισμένη διάδοση. Ακόμη κι εκεί που φαίνεται να έχει φθάσει στο ψηλότερο σημείο της ανάπτυξής της, δεν είνια διόλου σίγουρο – όπως αποδεικνύει η σύγχρονη ιστορία – πως έχει ριζώσει και είναι προφυλαγμένη από τα διφορούμενα και τις επαναστροφές. Όμως για μεγάλα τμήματα του ανθρωπίνου είδους και για μια περίοδο δεκάδων χιλιετιών, η έννοια αυτή φαίνεται να είναι εντελώς ανύπαρκτη. Η ανθρωπότητα σταματά στα όρια της φυλής, της γλωσσικής ομάδας ή καμιά φορά και του χωριού. Σε τέτοιο μάλιστα σημείο προχωρεί η τάση αυτή, ώστε πολλοί από τους πληθυσμούς που ονομάζουμε πρωτόγονους αυτοπροσδιορίζονται μ’ ένα όνομα που σημαίνει τους «ανθρώπους» (ή καμιά φορά – να πούμε με περισσότερη διακριτικότητα; – τους «καλούς», τους «εξαιρετικούς», τους «πλήρεις»), υπονοώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι οι άλλες φυλές, ομάδες ή χωριά δεν μετέχουν σ’ αυτές τις ανθρώπινες ιδιότητες (ή ακόμη και στην ανθρώπινη φύση), αλλά αποτελούνται το πολύ πολύ από «κακούς», «πιθήκους της γης» ή «αυγά ψείρες»... Με το να εξοβελίζουμε από την ανθρωπότητα εκείνους που φαίνονται οι πιο «άγριοι» ή οι πιο «βάρβαροι» εκπρόσωποί της, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να δανειζόμαστε απ’ αυτούς έναν από τους τυπικούς τους τρόπους σκέψης. Βάρβαρος είναι πρώτα απ’ όλα όποιος πιστεύει στη βαρβαρότητα.
(Απόσπασμα από το Φυλή και Ιστορία. Περιλαμβάνεται στον πρόλογο του βιβλίου Άγρια Σκέψη)



Claude Levi Strauss
Άγρια Σκέψη
Μετάφραση Εύα Καλπουρτζή
Προλεγόμενα Άλκη Κυριακίδου – Νέστορος
Εκδόσεις Παπαζήση 1977

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

Ο σημαντικότερος διδάσκαλος για την εσωτερική μαθητεία και εξέλιξη – Στέργος Χρούσης



...Αγαπητέ υποψήφιε, θα έχεις ασφαλώς ακούσει πως όταν ο μαθητής είναι έτοιμος, τότε συναντά τον διδάσκαλό του, με σκοπό να τον μυήσει στον τρόπο σκέψης των ανώτερων επιπέδων και να τον οδηγήσει στην ουράνια φώτιση, με δεδομένο ότι κάθε επίπεδο αποτελεί μια συλλογική νοητική οντότητα.
Αυτό είναι αλήθεια, όπως αλήθεια είναι κι η υποχρέωση του μαθητή να συμπεριφερθεί στον διδάσκαλό του με σεβασμό.
Σύμφωνα με τις διδασκαλίες της αδελφότητάς μας, ο σημαντικότερος διδάσκαλος για την εσωτερική μαθητεία και εξέλιξη είναι η ίδια η ζωή και οι πλοκές που προκαλούνται από τις σχέσεις των ανθρώπων και των άλλων ζωντανών οργανισμών.
Είναι ανάγκη να δεχθούμε ότι συνυπάρχουμε με άλλους οργανισμούς, όπως κι αν εκφράζονται αυτές οι σχέσεις στη συνειδητότητα του καθενός μας. Γι’ αυτό, θεωρούμε αναγκαίο τον σεβασμό προς τη ζωή και τη δημιουργία.
Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων πρέπει να έχουν γερά θεμέλια γιατί μόνον έτσι θα οδηγηθούμε στη σωστή παρατήρηση του εξωτερικού κόσμου, τον οποίο αντιλαμβανόμαστε ως υλική δημιουργία. Ό,τι εμπλέκεται στη διαδικασία της ζωής, αποσκοπεί να μας διδάξει όσα δεν μπορεί από μόνη της να συλλάβει η φαντασία, χωρίς το κατάλληλο ερέθισμα. Στις πλοκές της ζωής από τις οποίες ο μαθητής αντλεί μεγάλο μέρος της μαθητείας του στον υλικό κόσμο, υπεισέρχονται άνθρωποι από όλα τα επίπεδα σκέψης και δράσης. Επομένως, καλός μαθητής θεωρείται εκείνος που αποδίδει τον κατάλληλο σεβασμό στα εμπλεκόμενα μέρη, στο μέτρο βέβαια των δυνατοτήτων και της κατανόησής του, αλλά και στο μέτρο που οι διεργασίες της σκέψης που τον πληροφορούν ότι ωφελήθηκε. Ο μαθητής σέβεται όλους τους συνανθρώπους του κι είναι κοντά τους όταν χρειάζονται την βοήθειά του εν ονόματι του εαυτού που κρύβουν μέσα τους και παρά τις πράξεις τους, τις οποίες μπορεί να καυτηριάζει. Ο μαθητής δεν ξεχνά ότι όλοι περάσαμε από διάφορα στάδια προετοιμασίας κι ούτε τον πτοεί η κοινωνική κατακραυγή που προέρχεται από ανώριμη σκέψη.
Ο μαθητής σέβεται την πόρνη για τον ίδιο λόγο που σέβεται και την ελεύθερη βούληση των συνανθρώπων του.
Σέβεται τον κλέφτη για τον ίδιο λόγο που σέβεται και τον ιδιοκτήτη, ακόμα κι αν διακηρύσσει ότι η κλοπή είναι αρνητικός παράγοντας στην ανθρώπινη συνύπαρξη.
Σέβεται τους πλούσιους και τους θεωρεί σαν το φυσιολογικό αποτέλεσμα της άγνοιας αυτών που νιώθουν φτωχοί, γιατί σέβεται την ανάγκη ύπαρξης αυτής της άγνοιας.
Ευγνωμονεί τους κόλακες γιατί του θυμίζουν συνεχώς τον δρόμο της απώλειας.
Ευχαριστεί τους μεμψίμοιρους, γιατί θυσιάζουν τον εαυτό τους για να του δείχνουν τον δρόμο προς την ευφορία.
Βλέπει με δέος τους προδότες, επειδή βάζουν την ύπαρξή τους σε αναμμένα κάρβουνα, για να του δείχνουν τους σκουπιδότοπους που πρέπει να αποφεύγει.
Αγαπητέ υποψήφιε μαθητή, κάθε βράδυ, λίγο πριν από τον ύπνο, τα μέλη της αδελφότητάς μας συνηθίζουν να κάνουν έναν απολογισμό της ημέρας που πέρασε. Συλλογίζονται τι απεκόμισαν οι ίδιοι από τη ζωή και τι προσέφεραν στους άλλους. Από την εμπειρία μας γνωρίζουμε ότι πρόκειται για σημαντική πρακτική, επειδή μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε τη συμπεριφορά μας έναντι των άλλων. Για τον μαθητή του εσωτερικού δρόμου είναι ουσιαστικής σημασίας η σωστή αξιολόγηση της σχέσης του με το περιβάλλον, που πρέπει άλλωστε να του γίνει τρόπος σκέψης. Όπως και η προσφορά προς τον πλησίον, όχι όμως ως ελεημοσύνη, αλλά ως έμπρακτη αδελφικότητα. Για να επιτύχουμε μια καλή σχέση με τους συνανθρώπους μας, οφείλουμε να πεισθούμε έμπρακτα ότι η ποιότητα της ζωής μας είναι άμεσα συνυφασμένη με το περιβάλλον μας.
Δύο ποτήρια για την ίδια χρήση είναι πολλά, όταν ο διπλανός πίνει νερό με τις χούφτες του. Σ’ αυτή την περίπτωση, σεβασμός προς την ζωή είναι να διευκολύνεις τον διπλανό σου προσφέροντας του το ένα από τα δύο ποτήρια που έχεις.
Δύο ζευγάρια παπούτσια είναι φόρτος, αν τα ξυπόλυτα πόδια του διπλανού είναι τρυπημένα από αγκάθια. Δεν προκαλεί τον ξυπόλυτο αυτός που φορά παπούτσια, αλλά τα ίδια τα παπούτσια. Αν ο ξυπόλυτος έχει πρόβλημα, τότε είναι βέβαιο πως αυτός που διαθέτει δύο ζευγάρια, θα υποστεί τις συνέπειες του προβλήματος, που θα είναι ανάλογες του υποδυμένου.
Στις δύο καλές σκέψεις που κάνουμε για τον εαυτό μας, η δεύτερη είναι περίσσευμα, αν ο διπλανός μας έχει ανάγκη από εκείνη που μας περισσεύει.
Για τον μαθητή είναι βασική αρχή η προσφορά προς τον πλησίον και γενικά προς όλους τους ζωντανούς οργανισμούς με τους οποίους πρέπει να συνυπάρξει αρμονικά, ώστε να ακούσει κάποτε τη φωνή του διδασκάλου. Από σεβασμό σε κάθε μορφής ζωή, τα μέλη του Τάγματός μας δεν καταστρέφουν ποτέ και για κανένα λόγο τροφή που μπορεί να θρέψει κάποιο ζωντανό οργανισμό. Σαν αρχή έχουν την οικονομία και όχι τη στέρηση. Οι παρατηρήσεις μας μάς έχουν διδάξει πως η οικονομία στα υλικά πράγματα επιβάλλεται σε όποιον έχει αποφασίσει σοβαρά να εναρμονιστεί με τον κόσμο της ύλης. Όσον αφορά τα νοητικά, εκεί η οικονομία δεν έχει έννοια, γιατί οι πηγές είναι ανεξάντλητες. Αυτό που του χρειάζεται εκεί είναι η τάξη.
Στον περισσότερο κόσμο επικρατεί η αντίληψη πως η προσφορά είναι ένας τρόπος για να σώσουμε την ψυχή μας από την τιμωρία μετά τον λεγόμενο «θάνατο» του υλικού σώματος. Σεβόμαστε όσους υποστηρίζουν αυτήν την άποψη, επειδή δεν μπορούν να κατανοήσουν την πραγματική αιτία της παρουσίας τους στον υλικό κόσμο. Νιώθουμε όμως και την υποχρέωση να εκφράσουμε ό,τι εμείς αποκομίσαμε από τις παρατηρήσεις μας, χωρίς ωστόσο να θέλουμε να υιοθετήσουν οι άλλοι τα λεγόμενά μας, αν δεν τα διασταυρώσουν με τις δικές τους προσωπικές εμπειρίες.
Για τον μαθητή, η προσφορά είναι ιδιότητα του ανώτερου εαυτού του κι όχι ιδιαιτερότητα. Αν κάποιος θεωρεί ευεργέτη όποιον προσφέρει, αυτό απορρέει από τη δική του αντίληψη για τη στέρηση και την ιδιοκτησία.
Γνωρίζουμε και κατανοούμε την τάση του ανθρώπου να επιθυμεί ό,τι αντιλαμβάνεται ως άξιο θαυμασμού.
Αντιλαμβανόμαστε τις τάσεις ορισμένων συνανθρώπων μας που μας κατηγορούν και βλέπουν την προσφορά σαν σπατάλη χρόνου ή υλικών αγαθών.
Κατανοούμε ακόμη κι αυτούς που αναφέρονται στη δικαιοσύνη που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτούς που μπορούν και σε όσους δεν μπορούν, σε εκείνους που προσπαθούν και στους άλλους που αδρανούν.
Κατανοούμε την αντίληψη ότι κάποιοι πρέπει να είναι από τη γέννησή τους εύποροι κι άλλοι στερημένοι.
Δεν κατανοούμε όμως με κανένα τρόπο τους άρπαγες, ούτε αυτούς που προσφέρουν και αποδέχονται οι άλλοι να τους αποκαλούν «αγίους» λόγω της προσφοράς τους, και πολύ περισσότερο εκείνους που σπαταλούν όσα στερούνται οι συνάνθρωποί τους, ισχυριζόμενοι ότι τους ανήκουν.
Ο μαθητής πρέπει να επαγρυπνεί συνεχώς για να παρατηρήσει μήπως η ανάγκη αυτών που ζουν γύρω του, δεν προκαλεί το αίσθημα προσφοράς μέσα του, και τότε να σκεφτεί σοβαρά πως θα βοηθήσει τον εαυτό του. Παράλληλα με την προσφορά προς τον συνάνθρωπο, η προσφορά προς τον ίδιο μας τον εαυτό είναι επιβεβλημένη, αφού μέσα από αυτήν περνά ο μαθητής, ώστε να μάθει να προσφέρει στους άλλους, κατανοώντας έτσι τη βαθύτερη πλευρά της ζωής του στον υλικό κόσμο.
Προσφορά επίσης είναι η και μη-κατάχρηση. Δεν χρειάζεται πολλές φορές να πάμε στην πόρτα κάποιου για να του προσφέρουμε κάτι, που ίσως και να μην του ανήκει. Για να προσφέρουμε, αρκεί να μην αποθηκεύουμε, να μην σπαταλούμε και να μην καταστρέφουμε άσκοπα αυτά που χρειάζονται οι άλλοι για να ανεβάσουν την ποιότητα της ζωής τους. Αν και η παρατήρηση των πλοκών της ζωής διδάσκει τον άνθρωπο σε όλα τα επίπεδα της αντίληψής του, πρέπει ταυτόχρονα να κατανοήσουμε ότι η επιτυχημένη διδασκαλία περνά μέσα από την πράξη κι όχι μέσα από την συνεχή και στείρα επανάληψη.


ΣΤΕΡΓΟΣ ΧΡΟΥΣΗΣ
ΜΥΣΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΑΞΗ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΕΤΡΑΚΤΥΣ 2000


Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

Περί Μυστικής Θεολογίας – Διονύσιος Αρεοπαγίτης




ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ι
Τριάδα υπερούσια και υπέρθεη και υπεράγαθη, εσύ που επιτροπεύεις από ψηλά τη γνώση των χριστιανών για τα θεϊκά πράγματα, οδήγησέ μας στους μυστικούς λόγους της υπεράγνωστης και υπέρλαμπρης και ακρότατης κορυφής, εκεί που ο υπέρφωτος γνόφος της μυστικής σιγής σκέπει τα απλά και απόλυτα και ανάλλαχτα θεολογικά μυστήρια, εκεί που το σκοτάδι του λάμπει πιότερο απ’ το φως και εντελώς άγνωστα και αόρατα γεμίζει με υπέρλαμπρη μεγαλοπρέπεια τις δυνάμεις των αγγέλων.
Αυτή ας είναι η προσευχή μου. Όσο για σένα αγαπητέ μου Τιμόθεε, εντρύφησε με ζήλο στα μυστικά θεάματα και παραιτήσου από τις αισθήσεις και τις ενέργειες του νου και απ’ όλα τα αισθητά και τα νοητά, τα μη όντα και τα όντα, και όσο είναι δυνατό ανυψώσου για να ενωθείς ακατάληπτα με Αυτόν που είναι πέρα από κάθε ουσία και κάθε γνώση· γιατί όταν βγεις από τον εαυτό σου και από ό,τι έχει σχέση μαζί του και τα εγκαταλείψεις όλα και αποδεσμευθείς από όλα, θα αναχθείς στην υπερούσια του θείου σκότους ακτίνα.
ΙΙ
Και πρόσεχε να μη μάθει κανείς από τους αμύητους γι’ αυτά· λέω δε τέτοιους αυτούς που είναι δυνατοί στη γνώση των όντων και που ούτε φαντάζονται πως υπάρχει κάτι υπερούσιο πάνω από τα όντα, αλλά νομίζουν πως θα γνωρίσουν με τη δική τους (ανθρώπινη) γνώση Αυτόν που έχει θέσει «σκότος αποκρυφήν αυτού» (Ψαλμ. 17,12). Και αν τόσο πάνω από αυτούς είναι οι θείες μυσταγωγίες, τι θα ‘λεγε κανείς για τους αλειτούργητους εκείνους που στην υπεράνω όλων Αιτία αποδίδουν γνωρίσματα που ταιριάζουν στα ευτελέστερα όντα και καθόλου δεν λένε ότι υπερέχει από τα άψυχα και πολύμορφα είδωλα που κατασκευάζουν.
Ανάγκη λοιπόν να ορίσουμε και να ονομάσουμε τα όντα (καταφατικά) σε σχέση με Αυτήν, αφού από αυτή την Αιτία προέρχονται και, ακόμη καλύτερα, να τα απαρνηθούμε (αποφατικά), αφού Αυτή τα υπερβαίνει, χωρίς να θεωρούμε πως αυτό αντιβαίνει στην κατάφασή τους (αποδοχή τους), αφού Αυτή, πολύ πριν γίνουν όλα, βρίσκεται πάνω από απαρνήσεις, πάνω από κάθε αφαίρεση και κάθε κατάφαση.
III
Γι’ αυτό το λόγο ο θείος Βαρθολομαίος λέει ότι η θεολογία και πολύ χώρο πιάνει και ελάχιστο· και ότι το Ευαγγέλιο και εκτενέστατο είναι και συντετμημένο. Εμένα, λοιπόν, που κατανόησα αυτά τα πράγματα με υπερφυσικό τρόπο, μου φαίνεται, ότι η των όλων αγαθή Αίτια και πρόξενος μακρυλογίας είναι αλλά και βραχυλογίας και ταυτόχρονα ακατάληπτη, αφού δεν έχει ούτε λόγο, ούτε νόηση, επειδή υπερούσια βρίσκεται πάνω απ’ όλα, και μόνο σε όσους και τα ακάθαρτα και τα καθαρά υπερβαίνουν αποκαλύπτεται και φανερώνεται αληθινά, σε όσους υψώνονται πάνω απ’ όλες τις άγιες κορυφές, αφήνοντας πίσω τους και θείους φωτισμούς και ήχους και ουράνιους λόγους, για να εισέλθουν στο γνόφο, όπου πραγματικά βρίσκεται, καθώς λέγουν οι Γραφές, Αυτός που τα πάντα υπερβαίνει.
Έτσι, λοιπόν, ο θείος Μωϋσής, όχι μόνο προστάζεται να καθαριστεί αυτός πρώτος, αλλά και από τους ακάθαρτους να αποχωριστεί και μόνο υστέρα από αυτά ακούει την πολυφωνία των σαλπίγγων και βλέπει τα πολλά φώτα και τις αστραφτερές δέσμες των ακτίνων· ύστερα αποχωρίζεται από τους πολλούς και μαζί με τους εκλεγμένους ιερείς φθάνει στην άκρη των θείων αναβάσεων. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, δεν συναντά το Θεό, ούτε τον βλέπει (γιατί είναι αόρατος) αλλά μόνο τον τόπο όπου στάθηκε Εκείνος.
Και τόπος εδώ νομίζω σημαίνει, πως τα θεία και ακρότατα οράματα και νοήματα είναι κάποιοι θεωρητικοί λόγοι εκείνων όσα είναι υποταγμένα στον Υπέρτατο όλων, και με τα όποια φανερώνεται η πάνω από κάθε σύλληψη παρουσία Του, που επιφέρεται στα νοερά πέρατα των πανάγιων τόπων Του· και τότε (ο Μωϋσής) λυτρώνεται και από τα οράματα και από τα νοήματα και εισέρχεται στον όντως μυστικό γνόφο της αγνωσίας, όπου απαρνείται όλες τις γνωστικές αντιλήψεις και γνωρίζει τον υπέρφωτο και αόρατο και σε Αυτόν που τα πάντα υπερβαίνει παραδίνεται ολόκληρος, εγκαταλείποντας τον εαυτό του και τους άλλους, και ενωμένος γερά με τον παντελώς Άγνωστο, παύοντας την ενέργεια κάθε γνώσης και μη γνωρίζοντας τίποτε, φθάνει στην υπέρνοη γνώση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
(Πως πρέπει να ενωθούμε και να υμνήσουμε την αίτια των όλων, τον υπερβαίνοντα πάντα.)
Και εμείς αυτόν τον υπέρφωτο γνόφο ευχόμαστε να γνωρίσουμε και να δούμε, χωρίς δράση και χωρίς γνώση, αυτόν πού είναι πάνω από θεάσεις και γνώσεις, αυτόν που δεν βλέπεται ούτε γνωρίζεται· γιατί αυτή είναι η πραγματική θέαση και η πραγματική γνώση, και έτσι υμνείται υπερούσια ο υπερούσιος με την αφαίρεση κάθε οντότητας, ενεργώντας όπως όταν φτιάχνουν ένα άγαλμα που είναι από φυσικού του τέτοιο, αφαιρώντας όλα όσα εμποδίζουν να φαίνεται καθαρά η κρυφή του όψη, και κάνοντας να φανεί με μόνη την αφαίρεση το κρυμμένο του κάλλος. Και νομίζω πως πρέπει να υμνήσουμε τις αναβάσεις (ανάβαση διά της αφαιρετικής ή αποφατικής οδού) αντίστροφα απ’ ότι την κατάβαση (καταφατική οδός)· αφού μάλιστα για εκείνη αρχίσαμε από τα υψηλότερα και περνώντας από τα μέσα κατεβήκαμε στα κατώτερα· εδώ όμως από τα κατώτερα θα ανέβουμε στα ανώτερα, αφαιρώντας τα πάντα, για να γνωρίσουμε ολοφάνερα την αγνωσία που από όλα τα γνωστά και τα όντα περικαλύπτεται, και να δούμε τον υπερούσιο εκείνο γνόφο, που κάθε ορατό φως τον αποκρύβει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
(Ποιες είναι οι καταφατικές και ποιες οι αποφατικές θεολογίες.)
Στις Θεολογικές Υποτυπώσεις υμνήσαμε τα κυριότερα σημεία της καταφατικής θεολογίας, δηλαδή πώς η θεία και αγαθή φύση αποκαλείται Ενική (ομοούσια) και πώς Τριαδική (τρισυπόστατη)· ποιες οι ιδιότητες του Πατρός, ποιες του Υιού· τι θέλει να δηλώσει η θεολογία που εκπορεύεται από το Άγιο Πνεύμα· πώς από τα βάθη του άυλου και αμέριστου Αγαθού (Πατρός) βλάστησαν τα φώτα της αγαθότητας και πώς ο Πατήρ και τα άλλα Πρόσωπα καθαυτά και μεταξύ τους παραμένουν παντοτινά αχώριστα και αμετάβλητα· πώς ο υπερούσιος Ιησούς ουσιώνεται κατά την αληθινή ανθρώπινη φύση· και όσα άλλα υμνούνται στις Θεολογικές Υποτυπώσεις σύμφωνα και με των Γραφών τους λόγους.
Στο Περί θείων ονομάτων περιλαμβάνεται πώς ο Θεός λέγεται αγαθός και ων και ζωή και σοφία και δύναμη και όσα άλλα ανήκουν στη νοητή τάξη των θείων ονομάτων· και στη Συμβολική Θεολογία πώς μεταβαίνουμε από τις ονομασίες των αισθητών σε αυτές των θείων· τι λέμε θείες μορφές, τι θεία σχήματα και μέρη και όργανα, τι θείους τόπους και κόσμους, τι θυμούς και λύπες, τι οργή, τι μέθη και τι κραιπάλη, τι όρκους και τι κατάρες, τι ύπνους και τι εγρηγόρσεις και όσα άλλα αναφέρονται στους συμβολικούς και ιερούς θείους τύπους.
Και νομίζω πως κι εσύ θα είδες, ότι αυτά τα τελευταία απαιτούν πολύ περισσότερα λόγια από τα πρώτα γιατί οι Θεολογικές Υποτυπώσεις και η ανάπτυξη των Θείων ονομάτων είναι συντομότερα από την Συμβολική θεολογία. Επειδή όσο ψηλότερα ανεβαίνουμε, τόσο οι λόγοι που συνοψίζουν τα νοητά περικόπτονται· όπως ακριβώς και τώρα, όσο εισδύουμε στον υπέρνοο γνόφο, όχι μόνο λιγόλογοι γινόμαστε, αλλά χάνουμε εντελώς τη μιλιά μας και το νου μας. Και ενώ εκεί —σε εκείνες τις συγγραφές— ο λόγος όσο κατερχόταν από τα υψηλά στα χαμηλότερα τόσο και πλήθαινε, τώρα, που από κάτω υψώνεται και ανέρχεται, όσο προχωρεί η άνοδος συστέλλεται και στο τέλος της ανόδου σιγά και ολόκληρος ενώνεται με τον Άλεκτο.
Γιατί όμως λέμε ότι στις καταβάσεις (καταφατική οδός) αρχίζουμε από τα πρώτα ενώ στις αφαιρέσεις (αποφατική οδός) αρχίζουμε από τα τελευταία;
Επειδή μιλώντας καταφατικά και με ορισμούς δεν μπορούμε να ορίσουμε Εκείνο που ξεπερνά κάθε ορισμό παρά μιλώντας για τα συγγενικά με αυτό και τα πλησιέστερα. Για παράδειγμα: η ζωή και η αγαθότητα δεν είναι πλησιέστερα απ’ ό,τι ο αέρας και το λιθάρι; Όταν πάλι μιλούμε αποφατικά, για να μιλήσουμε γι’ Αυτό που ξεπερνά κάθε αφαίρεση, αρχίζουμε τις αφαιρέσεις από τα πιο μάκρυνα και άσχετα. Για παράδειγμα: πιο μακρινό και άσχετο δεν είναι να πούμε ότι δεν μεθάει και δεν οργίζεται απ’ όσο να πούμε ότι δεν λέγεται και δεν νοείται;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
(Ότι δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα αισθητά ο για την υπεροχή του Αίτιος παντός αισθητού.)
Λέμε λοιπόν ότι η των πάντων Αιτία, που όλα τα υπερβαίνει, ούτε ουσία είναι, ούτε χωρίς ζωή, ούτε χωρίς λόγο, ούτε χωρίς νου, ούτε σώμα είναι· ούτε έχει σχήμα, ή είδος (μορφή) ή ποιότητα ή ποσότητα ή όγκο· ούτε βρίσκεται σε ορισμένο τόπο, ούτε βλέπεται ούτε έρχεται σε επαφή· ούτε αισθάνεται, ούτε γίνεται αισθητή, ούτε συγχύζεται, ούτε ταράζεται, ούτε ενοχλείται από υλικά πάθη· ούτε από αδυναμία υπόκειται σε πάθη των αισθήσεων, ούτε έχει ανάγκη από φως, ούτε παθαίνει αλλοίωση ή φθορά, ή μερισμό ή στέρηση ή ροή ούτε τίποτε άλλο απ’ όσα παθαίνουν τα αισθητά, ούτε είναι τίποτε από αυτά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
(Ότι δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα νοητά ο για την υπεροχή του Αίτιος παντός νοητού.)
Και ανερχόμενοι λέμε ότι, ούτε ψυχή είναι, ούτε νους· ούτε έχει φαντασία ή γνώμη ή λόγο ή νόηση· ούτε είναι λόγος, ούτε είναι νόηση· ούτε λέγεται, ούτε νοείται· ούτε είναι αριθμός ή τάξη ή μέγεθος ή σμικρότητα ή ισότητα ή ανισότητα ή ομοιότητα ή ανομοιότητα· ούτε στέκεται, ούτε κινείται, ούτε ησυχάζει, ούτε έχει δύναμη, ούτε είναι δύναμη, ούτε είναι φως· ούτε ζει, ούτε είναι ζωή ούτε είναι ουσία, ούτε είναι αιώνας, ούτε είναι χρόνος· ούτε νοητικά (γνωστικά) μπορεί να έχει κανείς επαφή μαζί της· ούτε είναι επιστήμη (γνώση) ούτε είναι αλήθεια ούτε είναι βασιλεία, ούτε είναι σοφία· ούτε είναι ένα ή ενότητα ή θεότητα ή αγαθότητα, ούτε είναι πνεύμα, όπως εμείς ξέρουμε· ούτε υιότητα, ούτε πατρότητα, ούτε τίποτα άλλο από όσα αφορούν εμάς ή κάποιο άλλο από τα γνωστά όντα· ούτε ανήκει στα μη όντα αλλά ούτε και στα όντα και ούτε τα όντα γνωρίζουν τί είναι (αυτή)· ούτε αυτή γνωρίζει με τη γνώση τι είναι τα όντα ούτε υπάρχει λόγος γι’ αυτήν, ούτε όνομα ούτε γνώση· ούτε είναι σκοτάδι, ούτε είναι φώς, ούτε πλάνη, ούτε αλήθεια’ ούτε μπορεί καθόλου να οριστεί με την κατάφαση ή την αφαίρεση· αλλά και όταν τα προερχόμενα από αυτήν προσθέτουμε (καταφατικά) ή αφαιρούμε (αποφατικά), σ’ αυτήν ούτε προσθέτουμε, ούτε αφαιρούμε τίποτε. Επειδή η τέλεια και ενιαία Αιτία των πάντων ξεπερνά κάθε ορισμό και κάθε πρόθεση και ξεπερνά κάθε αφαίρεση ή υπεροχή Εκείνου που απλά έχει αποδεσμευθεί από όλα και που τα πάντα υπερβαίνει.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ Ε’
(Στο λειτουργό του Θεού Δωρόθεο)
Ο θείος γνόφος είναι το απρόσιτο φως, εκεί που καθώς λέγουν κατοικεί ο Θεός. Και σε αυτό που από υπερβολική λάμψη είναι αόρατο και από υπερούσια φωτοχυσία απρόσιτο, εισέρχεται καθένας που αξιώνεται να γνωρίσει και να δει το Θεό, δηλαδή να μη βλέπει και να μη γνωρίζει και φτάνοντας πάνω από την όραση και τη γνώση, ακριβώς αυτό γνωρίζει, ότι είναι πέρα από τα αισθητά και από τα νοητά. Και θα μιλήσει προφητικά: Εθαυμαστώθη η γνώσις σου εξ εμού, εκραταιώθη, ου μη δύνωμαι προς αυτήν (Ψαλμ. 138,6).
Το ίδιο όπως και ο Απόστολος Παύλος λέγουν ότι γνώρισε το Θεό, να είναι πάνω από κάθε νόηση και κάθε γνώση. Γι’ αυτό και λέει ότι οι δρόμοι του είναι ανεξιχνίαστοι και ανεξερεύνητες οι κρίσεις του (Προς Ρωμ. 11,33) και ανεκδιήγητες οι δωρεές του (Προς Κορινθ. Β’ 9,15) και την ειρήνη του δεν μπορεί νους να την συλλάβει (Προς Φιλ. 4,7). Γιατί βρήκε αυτόν που είναι υπεράνω όλων και υπέρνοα γνώρισε τούτο ότι τα πάντα υπερβαίνει όντας των πάντων αιτία.

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
I
Τριὰς ὑπερούσιε καὶ ὑπέρθεε καὶ ὑπεράγαθε, τῆς Χριστιανῶν ἔφορε θεοσοφίας, ἴθυνον ἡμᾶς ἐπὶ τὴν τῶν μυστικῶν λογίων ὑπεράγνωστον καὶ ὑπερφαῆ καὶ ἀκροτάτην κορυφήν∙ ἔνθα τὰ ἁπλᾶ καὶ ἀπόλυτα καὶ ἄτρεπτα τῆς θεολογίας μυστήρια κατὰ τὸν ὑπέρφωτον ἐγκεκάλυπται τῆς κρυφιομύστου σιγῆς γνόφον, ἐν τῷ σκοτεινοτάτῳ τὸ ὑπερφανέστα τον ὑπερλάμποντα καὶ ἐν τῷ πάμπαν ἀναφεῖ καὶ ἀοράτῳ τῶν ὑπερκάλων ἀγλαϊῶν ὑπερπληροῦντα τοὺς ἀνομμάτους νόας.
Ἐμοὶ μὲν οὖν ταῦτα ηὔχθω∙ σὺ δέ, ὦ φίλε Τιμόθεε, τῇ περὶ τὰ μυστικὰ θεάματα συντόνῳ διατριβῇ καὶ τὰς αἰσθήσεις ἀπόλειπε καὶ τὰς νοερὰς ἐνεργείας καὶ πάντα αἰσθητὰ καὶ νοητὰ καὶ πάντα οὐκ ὄντα καὶ ὄντα καὶ πρὸς τὴν ἕνωσιν, ὡς ἐφικτόν, ἀγνώστως ἀνατάθητι τοῦ ὑπὲρ πᾶσαν οὐσίαν καὶ γνῶσιν∙ τῇ γὰρ ἑαυτοῦ καὶ πάντων ἀσχέτῳ καὶ ἀπολύτῳ καθαρῶς ἐκστάσει πρὸς τὸν ὑπερούσιον τοῦ θείου σκότους ἀκτῖνα, πάντα ἀφελὼν καὶ ἐκ πάντων ἀπολυθείς, ἀναχθήσῃ.
II
Τούτων δὲ ὅρα, ὅπως μηδεὶς τῶν ἀμυήτων ἐπακούσῃ∙ τούτους δέ φημι τοὺς ἐν τοῖς οὖσιν ἐνισχημένους καὶ οὐδὲν ὑπὲρ τὰ ὄντα ὑπερουσίως εἶναι φανταζομένους, ἀλλʹ οἰομένους εἰδέναι τῇ καθʹ αὑτοὺς γνώσει τὸν θέμενον «σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ». Eἰ δὲ ὑπὲρ τούτους εἰσὶν αἱ θεῖαι μυσταγωγίαι, τί ἄν τις φαίη περὶ τῶν μᾶλλον ἀμύστων, ὅσοι τὴν πάντων ὑπερκειμένην αἰτίαν καὶ ἐκ τῶν ἐν τοῖς οὖσιν ἐσχάτων χαρακτη ρίζουσιν καὶ οὐδὲν αὐτὴν ὑπερέχειν φασὶ τῶν πλαττομένων αὐτοῖς ἀθέων καὶ πολυειδῶν μορφωμάτων; Δέον ἐπʹ αὐτῇ καὶ πάσας τὰς τῶν ὄντων τιθέναι καὶ καταφάσκειν θέσεις, ὡς πάντων αἰτίᾳ, καὶ πάσας αὐτὰς κυριώτερον ἀποφάσκειν, ὡς ὑπὲρ πάντα ὑπερούσῃ, καὶ μὴ οἴεσθαι τὰς ἀποφάσεις ἀντικειμένας εἶναι ταῖς καταφάσεσιν, ἀλλὰ πολὺ πρότερον αὐτὴν ὑπὲρ τὰς στερήσεις εἶναι τὴν ὑπὲρ πᾶσαν καὶ ἀφαίρεσιν καὶ θέσιν.
III
Oὕτω γοῦν ὁ θεῖος Βαρθολομαῖός φησι καὶ πολλὴν τὴν θεολογίαν εἶναι καὶ ἐλαχίστην καὶ τὸ Eὐαγγέλιον πλατὺ καὶ μέγα καὶ αὖθις συν τετμημένον, ἐμοὶ δοκεῖν ἐκεῖνο ὑπερφυῶς ἐννοήσας, ὅτι καὶ πολύλογός ἐστιν ἡ ἀγαθὴ πάντων αἰτία καὶ βραχύλεκτος ἅμα καὶ ἄλογος, ὡς οὔτε λόγον οὔτε νόησιν ἔχουσα, διὰ τὸ πάντων αὐτὴν ὑπερουσίως ὑπερκει μένην εἶναι καὶ μόνοις ἀπερικαλύπτως καὶ ἀληθῶς ἐκφαινομένην τοῖς καὶ τὰ ἐναγῆ πάντα καὶ τὰ καθαρὰ διαβαίνουσι καὶ πᾶσαν πασῶν ἁγίων ἀκροτήτων ἀνάβασιν ὑπερβαίνουσι καὶ πάντα τὰ θεῖα φῶτα καὶ ἤχους καὶ λόγους οὐρανίους ἀπολιμπάνουσι καὶ «εἰς τὸν γνόφον» εἰσδυομένοις, «οὗ» ὄντως ἐστίν, ὡς τὰ λόγιά φησιν, ὁ πάντων ἐπέκεινα. Καὶ γὰρ οὐχ ἁπλῶς ὁ θεῖος Μωϋσῆς ἀποκαθαρθῆναι πρῶτον αὐτὸς κελεύεται καὶ αὖθις τῶν μὴ τοιούτων ἀφορισθῆναι καὶ μετὰ πᾶσαν ἀποκάθαρσιν ἀκούει τῶν πολυφώνων σαλπίγγων καὶ ὁρᾷ φῶτα πολλὰ καθαρὰς ἀπαστράπτοντα καὶ πολυχύτους ἀκτῖνας∙ εἶτα τῶν πολλῶν ἀφορίζεται καὶ μετὰ τῶν ἐκκρίτων ἱερέων ἐπὶ τὴν ἀκρότητα τῶν θείων ἀναβάσεων φθάνει. Κἀν τούτοις αὐτῷ μὲν οὐ συγγίνεται τῷ θεῷ, θεωρεῖ δὲ οὐκ αὐτόν (ἀθέατος γάρ), ἀλλὰ τὸν τόπον, οὗ ἔστη. (Τοῦτο δὲ οἶμαι σημαίνειν τὸ τὰ θειότατα καὶ ἀκρότατα τῶν ὁρωμένων καὶνοουμένων ὑποθετικούς τινας εἶναι λόγους τῶν ὑποβεβλημένων τῷ πάντα ὑπερέχοντι, διʹ ὧν ἡ ὑπὲρ πᾶσαν ἐπίνοιαν αὐτοῦ παρουσία δείκνυται ταῖς νοηταῖς ἀκρότησι τῶν ἁγιω τάτων αὐτοῦ τόπων ἐπιβατεύουσα). Καὶ τότε καὶ αὐτῶν ἀπολύεται τῶν ὁρωμένων καὶ τῶν ὁρώντων καὶ εἰς τὸν γνόφον τῆς ἀγνωσίας εἰσδύνει τὸν ὄντως μυστικόν, καθʹ ὃν ἀπομύει πάσας τὰς γνωστικὰς ἀντιλήψεις, καὶ ἐν τῷ πάμπαν ἀναφεῖ καὶ ἀοράτῳ γίγνεται, πᾶς ὢν τοῦ πάντων ἐπέκεινα καὶ οὐδενός, οὔτε ἑαυτοῦ οὔτε ἑτέρου, τῷ παντελῶς δὲ ἀγνώστῳ τῇ πάσης γνώσεως ἀνενεργησίᾳ κατὰ τὸ κρεῖττον ἑνούμενος καὶ τῷ μηδὲν γινώσκειν ὑπὲρ νοῦν γινώσκων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
Κατὰ τοῦτον ἡμεῖς γενέσθαι τὸν ὑπέρφωτον εὐχόμεθα γνόφον καὶ διʹ ἀβλεψίας καὶ ἀγνωσίας ἰδεῖν καὶ γνῶναι τὸν ὑπὲρ θέαν καὶ γνῶσιν αὐτῷ τῷ μὴ ἰδεῖν μηδὲ γνῶναι–τοῦτο γάρ ἐστι τὸ ὄντως ἰδεῖν καὶ γνῶναι –καὶ τὸν ὑπερούσιον ὑπερουσίως ὑμνῆσαι διὰ τῆς πάντων τῶν ὄντων ἀφαιρέσεως, ὥσπερ οἱ αὐτοφυὲς ἄγαλμα ποιοῦντες ἐξαιροῦντες πάντα τὰ ἐπιπροσθοῦντα τῇ καθαρᾷ τοῦ κρυφίου θέᾳ κωλύματα καὶ αὐτὸ ἐφʹ ἑαυτοῦ τῇ ἀφαιρέσει μόνῃ τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀναφαίνοντες κάλλος. Χρὴ δέ, ὡς οἶμαι, τὰς ἀφαιρέσεις ἐναντίως ταῖς θέσεσιν ὑμνῆσαι∙ καὶ γὰρ ἐκείνας μὲν ἀπὸ τῶν πρωτίστων ἀρχόμενοι καὶ διὰ μέσων ἐπὶ τὰ ἔσχατα κατιόντες ἐτίθεμεν∙ ἐνταῦθα δὲ ἀπὸ τῶν ἐσχάτων ἐπὶ τὰ ἀρχικώτατα τὰς γνῶμεν ἐκείνην τὴν ἀγνωσίαν τὴν ὑπὸ πάντων τῶν γνωστῶν ἐν πᾶσι τοῖς οὖσι περικεκαλυμμένην καὶ τὸν ὑπερούσιον ἐκεῖνον ἴδωμεν γνόφον τὸν ὑπὸ παντὸς τοῦ ἐν τοῖς οὖσι φωτὸς ἀποκρυπτόμενον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
Ἐν μὲν οὖν ταῖς Θεολογικαῖς Ὑποτυπώσεσι τὰ κυριώτατα τῆς καταφατικῆς θεολογίας ὑμνήσαμεν, πῶς ἡ θεία καὶ ἀγαθὴ φύσις ἑνικὴ λέγεται, πῶς τριαδική∙ τίς ἡ κατʹ αὐτὴν λεγομένη πατρότης τε καὶ υἱότης∙ τί βούλεται δηλοῦν ἡ τοῦ πνεύματος θεολογία∙ πῶς ἐκ τοῦ ἀΰλου καὶ ἀμεροῦς ἀγαθοῦ τὰ ἐγκάρδια τῆς ἀγαθότητος ἐξέφυ φῶτα καὶ τῆς ἐν αὐτῷ καὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐν ἀλλήλοις συναϊδίου τῇ ἀναβλαστήσει μονῆς ἀπομεμένηκεν ἀνεκφοίτητα∙ πῶς ὁ ὑπερούσιος Ἰησοῦς ἀνθρωποφυϊκαῖς ἀληθείαις οὐσίωται καὶ ὅσα ἄλλα πρὸς τῶν λογίων ἐκπεφασμένα κατὰ τὰς Θεολογικὰς Ὑποτυπώσεις ὕμνηται. Ἐν δὲ τῷ Περὶ Θείων Ὀνομάτων, πῶς ἀγαθὸς ὀνομάζεται, πῶς ὤν, πῶς ζωὴ καὶ σοφία καὶ δύναμις καὶ ὅσα ἄλλα τῆς νοητῆς ἐστι θεωνυμίας. Ἐν δὲ τῇ Συμβολικῇ Θεολογίᾳ, τίνες αἱ ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν ἐπὶ τὰ θεῖα μετωνυμίαι, τίνες αἱ θεῖαι μορφαί, τίνα τὰ θεῖα σχήματα καὶ μέρη καὶ ὄργανα, τίνες οἱ θεῖοι τόποι καὶ κόσμοι, τίνες οἱ θυμοί, τίνες αἱ λῦπαι καὶ αἱ μήνιδες, τίνες αἱ μέθαι καὶ αἱ κραιπάλαι, τίνες οἱ ὅρκοι καὶ τίνες αἱ ἀραί, τίνες οἱ ὕπνοι καὶ τίνες αἱ ἐγρηγόρσεις καὶ ὅσαι ἄλλαι τῆς συμβολικῆς εἰσι θεοτυπίας ἱερόπλαστοι μορφώσεις. Καί σε οἴομαι συνεωρακέναι, πῶς πολυλογώτερα μᾶλλόν ἐστι τὰ ἔσχατα τῶν πρώτων∙ καὶ γὰρ ἐχρῆν τὰς Θεολογικὰς Ὑποτυπώσεις καὶ τὴν τῶν Θείων Ὀνομάτων ἀνάπτυξιν βραχυλογώτερα εἶναι τῆς Συμβολικῆς Θεολογίας. Ἐπείπερ ὅσῳ πρὸς τὸ ἄναντες ἀνανεύομεν, τοσοῦτον οἱ λόγοι ταῖς συνόψεσι τῶν νοητῶν περιστέλλονται∙ καθάπερ καὶ νῦν εἰς τὸν ὑπὲρ νοῦν εἰσδύνοντες γνόφον οὐ βραχυλογίαν, ἀλλʹ ἀλογίαν παντελῆ καὶ ἀνοησίαν εὑρήσομεν. Κἀκεῖ μὲν ἀπὸ τοῦ ἄνω πρὸς τὰ ἔσχατα κατιὼν ὁ λόγος κατὰ τὸ ποσὸν τῆς καθόδου πρὸς ἀνάλογον πλῆθος ηὐρύνετο∙ νῦν δὲ ἀπὸ τῶν κάτω πρὸς τὸ ὑπερκείμενον ἀνιὼν κατὰ τὸ μέτρον τῆς ἀνόδου συστέλλεται καὶ μετὰ πᾶσαν ἄνοδον ὅλως ἄφωνος ἔσται καὶ ὅλως ἑνωθήσεται τῷ ἀφθέγκτῳ. ∆ιὰ τί δὲ ὅλως, φῄς,ἀπὸ τοῦ πρωτίστου θέμενοι τὰς θείας θέσεις ἀπὸ τῶν ἐσχάτων ἀρχόμεθα τῆς θείας ἀφαιρέσεως; Ὅτι τὸ ὑπὲρ πᾶσαν τιθέντας θέσιν ἀπὸ τοῦ μᾶλλον αὐτῷ συγγενεστέρου τὴν ὑποθετικὴν κατάφασιν ἐχρῆν τιθέναι∙ τὸ δὲ ὑπὲρ πᾶσαν ἀφαίρεσιν ἀφαιροῦντας ἀπὸ τῶν μᾶλλον αὐτοῦ διεστηκότων ἀφαιρεῖν. Ἢ οὐχὶ μᾶλλόν ἐστι ζωὴ καὶ ἀγαθότης ἢ ἀὴρ καὶ λίθος; Καὶ μᾶλλον οὐ κραιπαλᾷ καὶ οὐ μηνιᾷ ἢ οὐ λέγεται οὐδὲ νοεῖται;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
Λέγομεν οὖν, ὡς ἡ πάντων αἰτία καὶ ὑπὲρ πάντα οὖσα οὔτε ἀνούσιός ἐστιν οὔτε ἄζωος, οὔτε ἄλογος οὔτε ἄνους∙ οὐδὲ σῶμά ἐστιν οὔτε σχῆμα, οὔτε εἶδος οὔτε ποιότητα ἢ ποσότητα ἢ ὄγκον ἔχει∙ οὐδὲ ἐν τόπῳ ἐστὶν οὔτε ὁρᾶται οὔτε ἐπαφὴν αἰσθητὴν ἔχει∙ οὐδὲ αἰσθάνεται οὔτε αἰσθητή ἐστιν∙ οὐδὲ ἀταξίαν ἔχει καὶ ταραχήν, ὑπὸ παθῶν ὑλικῶν ἐνοχλουμένη, οὔτε ἀδύναμός ἐστιν, αἰσθητοῖς ὑποκειμένη συμπτώμασιν, οὔτε ἐν ἐνδείᾳ ἐστὶ φωτός∙ οὐδὲ ἀλλοίωσιν ἢ φθορὰν ἢ μερισμὸν ἢ στέρησιν ἢ ∙εῦσιν οὔτε ἄλλο τι τῶν αἰσθητῶν οὔτε ἐστὶν οὔτε ἔχει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'
Aὖθις δὲ ἀνιόντες λέγομεν, ὡς οὔτε ψυχή ἐστιν οὔτε νοῦς, οὔτε φαντασίαν ἢ δόξαν ἢ λόγον ἢ νόησιν ἔχει∙ οὐδὲ λόγος ἐστὶν οὔτε νόησις, οὔτε λέγεται οὔτε νοεῖται∙ οὔτε ἀριθμός ἐστιν οὔτε τάξις, οὔτε μέγεθος οὔτε σμικρότης, οὔτε ἰσότης οὔτε ἀνισότης, οὔτε ὁμοιότης ἢ ἀνομοιότης∙ οὔτε ἕστηκεν οὔτε κινεῖται οὔτε ἡσυχίαν ἄγει∙ οὐδὲ ἔχει δύναμιν οὔτε δύναμίς ἐστιν οὔτε φῶς∙ οὔτε ζῇ οὔτε ζωή ἐστιν∙ οὔτε οὐσία ἐστὶν οὔτε αἰὼν οὔτε χρόνος∙ οὐδὲ ἐπαφή ἐστιν αὐτῆς νοητὴ οὔτε ἐπιστήμη, οὔτε ἀλήθειά ἐστιν οὔτε βασιλεία οὔτε σοφία, οὔτε ἓν οὔτε ἑνότης, οὔτε θεότης ἢ ἀγαθότης∙ οὐδὲ πνεῦμά ἐστιν, ὡς ἡμᾶς εἰδέναι, οὔτε υἱότης οὔτε πατρότης οὔτε ἄλλο τι τῶν ἡμῖν ἢ ἄλλῳ τινὶ τῶν ὄντων συνεγνωσμένων∙ οὐδέ τι τῶν οὐκ ὄντων, οὐδέ τι τῶν ὄντων
ἐστίν, οὔτε τὰ ὄντα αὐτὴν γινώσκει, ᾗ αὐτή ἐστιν, οὔτε αὐτὴ γινώσκει τὰ ὄντα, ᾗ ὄντα ἐστίν∙ οὔτε λόγος αὐτῆς ἐστιν οὔτε ὄνομα οὔτε γνῶσις∙ οὔτε σκότος ἐστὶν οὔτε φῶς, οὔτε πλάνη οὔτε ἀλήθεια∙ οὔτε ἐστὶν αὐτῆς καθόλου θέσις οὔτε ἀφαίρεσις, ἀλλὰ τῶν μετʹ αὐτὴν τὰς θέσεις καὶ ἀφαιρέσεις ποιοῦντες αὐτὴν οὔτε τίθεμεν οὔτε ἀφαιροῦμεν, ἐπεὶ καὶ ὑπὲρ πᾶσαν θέσιν ἐστὶν ἡ παντελὴς καὶ ἑνιαία τῶν πάντων αἰτία καὶ ὑπὲρ πᾶσαν ἀφαίρεσιν ἡ ὑπεροχὴ τοῦ πάντων ἁπλῶς ἀπολελυμένου καὶ ἐπέκεινα τῶν ὅλων.


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
ΠΕΡΙ ΜΥΣΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΛΥΤΥΠΟ 1983
ΣΕΙΡΑ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΛΟΓΟΣ

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

ΔΑΚΡΥ ΣΤΟ ΦΙΔΙ - ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ



Πατώντας μες στ' αγκάθια, στ' άγρια χόρτα, προχωρούσανε σιωπηλοί, σκεφτικοί με κουρασμένο βήμα. Γύρω τους η φύση είχε στολιστεί, φορούσε τη φορεσιά τής εορτής και οι μυρουδιές των λουλουδιών, των άγριων λουλουδιών, γεμίζανε τον αέρα. Κάποτε κοράκι περνούσε με κρωγμό δυνατό από πάνω τους, και τότε σήκωναν το κεφάλι και το κοίταζαν που έφευγε με φτερουγιές μεγάλες, το κοίταζαν ώσπου χανότανε στου γαλάζιου ουρανού το βάθος.
Μέλισσες, σφήγκες, μύγες χρυσές, μαύρες μεγάλες, τρέχανε, γυρίζανε μέσα στα χαντάκια, μ΄ ένα αρμονικό βουητό, τρέχανε πάνω στα λουλούδια τα κίτρινα, τα τριανταφυλλιά, στις παπαρούνες, που πολλές, πλήθος, φύτρωναν εκεί, και κουνιόντουσαν στο σιγαλό αεράκι που φυσούσε.
Και κανένα σύννεφο στον ουρανό. Ο ήλιος λαμπερός εφώτιζε και ησυχία απλωνόταν, που μέσα σ΄ αυτή ανάδευε το βουητό τής μέλισσας, των εντόμων.
-Να το νταμάρι! το βλέπετε; είπε ο ένας και στάθηκε δείχνοντας ένα λόφο κοκκινωπό μακριά. Εκεί τον φύλαξα. Α, ρε, μανία που τον είχα!... Εκεί πίσω, εκεί τον βάρεσα!... Έγινε καλά όμως!... Το σκυλί!... Α, αν τον πετύχω τώρα, καμιά φορά, δεν πιστεύω να ξαναγίνει!...
-Διπλός ο κόπος γίνεται, Λούκαρή μου, όταν η δουλειά δε γίνει σωστή! του είπε ο δεύτερος με κούνημα του κεφαλιού και σταματώντας, για να δέσει το άσπρο μακρύ ζουνάρι του, που είχε λυθεί και κρεμόταν.
-Έχεις δίκαιο, έτσι είναι!... Μα δε μου λέτε, δεν καθόμαστε να ξαποστάσουμε λίγο σ΄ αυτή την ελιά;
-Ακούς λέει!...
Ο τρίτος άρχισε να βλαστημά κι έσκυψε πιάνοντας το πόδι του.
-Τι έπαθες, μωρέ Κούρη;
-Ένα αγκάθι, Σακίδα μου, εν΄ αγκάθι, τ΄ άτιμο, σα μαχαίρι!...
Και κάθισε κάτω, έβγαλε το παπούτσι του, ένα παλιό λαστιχένιο, κατατρύπιο.
Αυτοί προχωρήσανε για την ελιά, όπου σε λίγο έφτασε και ο Κούρης.
Κρότος σιδηρόδρομου ήρθε ίσαμε κει, έπειτα έφυγε, όπως, όταν φυσά άνεμος, φεύγει κουλουριαστά, στριφογυρίζοντας καπνός, που βγαίνει από καπνοδόχο εργοστασίου.
Πάλι είχανε μείνει σιωπηλοί.
Χελιδόνια περνούσανε γρήγορα, οι σφήγκες, οι μέλισσες βούιζαν... Ένας χτύπος ερχόταν από το λόφο, ένας χτύπος σίδερου, που κτυπά πέτρα.
-Είναι το νταμάρι! τους είχε πει ο Λούκαρης.
Ο Σακίδας έψαχνε την τσέπη του
-Τι γυρεύεις;
-Καπνό!... αν έχει τίποτα τρίμματα!... Μπα!... έκανε κοιτάζοντας την τσέπη του, που αναποδογύρισε.
-Ψίχουλα είναι τα περισσότερα!...
Έγινε σιωπή! Ο κρότος του λοστού, που χτυπούσε την πέτρα, ακουγόταν κανονικός.
Σε λίγο μίλησε ο Κούρης:
-Μωρέ, για βάλτε το και κείνο με το νου σας, που μας είπε κείνη η γυναικούλα στην παραγκούλα! Βάλτε με το νου σας!...
-Α, έκανε ο Σακίδας, για σπουδαίο το 'χεις; Αυτά γίνονται κάθε μέρα! Στο φτωχό δε δίνουνε καμιά αξία, καμιά!... Αν και ο φτωχός, να σας το πω, έχει πιο πιο πολύ αξία απ΄ τους πλούσιους! Αυτό μπορώ να σας τ΄ αποδείξω, τώρα δα, αν θέλετε!... Για σκεφτείτε λίγο το παιδί πώς γεννιέται! Για βάλτε το, ντε, με το νου σας! Πώς γεννιέται;... Γεννιέται άφκιαχτο ακόμα, δε μοιάζει με το κατσίκι, με το αρνί!... Αλλά το παιδί είναι ένα πράγμα άφκιαχτο και το πλάθει ύστερα η μάνα! Σα να ΄χω δίκαιο λίγο ε; Βάλτε λοιπόν με το νου σας τη φτωχειά!... Τι τυραννία τραβά!...Να ξενυχτά να το κουνά, να το σκουπίζει και να το πλένει και να πλένει και ολόκληρο το σπίτι!... Α, το μωρό δεν έχει ύπνο, α, το μωρό ξερνά, α, το σπουρίζει, και άλλα, άλλα!... Βάσανα και βάσανα! Αμ΄ ώσπου να πάρει τα πόδια του; Ασ΄τα!... Απ΄ την άλλη μεριά παρ΄ την πλούσια. Γεννά, ε; το παιδί θα το πάρει η παραμάνα! Θα της κοιτάξουνε και το γάλα!... Η πλούσια κοιμάται σα να την είχε πιάσει μόνο η κοιλιά της και της πέρασε! Το παιδί το σέρνει η παραμάνα. Αλλά μην κι αυτή τυραννιέται; Άμα μαγαριστεί το παιδί, πετά τα μαγαρισμένα!... Άλλη δούλα τα παίρνει και τα πλένει!... Βλέπετε λοιπόν, πως ο φτωχός είναι πιο ιερός από τον πλούσιο;
-Μα πού τα έμαθες αυτά, στο Θεό σου, μωρέ Σακίδα; ρώτησε ο Κούρης, άμα ο Σακίδας σταμάτησε να λέει.
Αυτός τον κοίταξε με χαμόγελο:
-Πού τα ΄μαθα, ρε Κούρη; Στο πανεπιστήμιο, που μας είχανε κλεισμένους!...
Ο Κούρης έσπρωξε το σκούφο του κι έξυσε το κεφάλι του.
-Εγώ δεν ξέρω ποιος είναι ιερός και ποιος δεν είναι, μουρμούρισε ο Λούκαρης, εγώ ξέρω πώς όλοι είναι κακοί!.. Για μένα είναι το ίδιο όλοι!... Αν δεν ήταν ο κόσμος κακός, δε θα ΄μπαινα στη φυλακή και δε θα ήμουνα ό,τι είμαι τώρα! που δε θα γλιτώσω και πάλι να χωθώ μέσα. Αυτό ξέρω γω! Όλοι είναι κακοί, κακοί!...
-Άλλο λέω γω! Έκανε να πει ο Σακίδας.
-Ξέρω τι λες εσύ, αλλά ξέρω και τι λέω γω!... Αν δεν ήταν ο κόσμος κακός, αν δε με πείραζε, δε θα ΄μπαινα στη φυλακή!... Θα ΄χα κι εγώ μια καλύβα, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου...
Έγινε σιωπή. Ο κρότος του λοστού είχε είχε πάψει. Το βουητό των εντόμων, που γυρίζανε στ΄ άγρια λουλούδια κει κοντά τους, ακουγόταν και φωνές σπουργιτιών.
-Μωρέ, διψώ! έκανε σε λίγο ο Σακίδας.
-Κι εγώ! είπε ο Κούρης.
-Μα πού στο διάολο να βρούμε νερό;
-Να, εκεί, τους είπε ο Λούκαρης, δείχνοντας το λόφο, εκεί στο νταμάρι κάτω έχει πηγάδι!
Αυτοί σηκωθήκανε:
-Δε θά ΄ρθεις;
-Δε διψώ!... Αντίστε!... Γρήγορα λιγάκι!... Ο Λούκαρης τους κοίταξε, που φεύγανε, έπειτα για λίγο έγειρε και ξαπλώθηκε.
Κοίταξε το γαλανό χρώμα τ΄ ουρανού, τα πουλιά, τα χελιδόνια, που περνούσαν όλο κελάδημα, και αργά και πού κανένα κοράκι. Και δε σκεφτόταν τίποτα, ή κάποτε κάποια σκέψη ελαφριά φαινότανε στο νου του κι έσβηνε αμέσως, όπως σε κατακάθαρο ουρανό λίγος καπνός.
Ξαφνικά πετάχτηκε και κάθισε.
Πέρα λίγο απ΄ αυτόν, σε μια μεριά μισοκυκλωμένη από χόρτα, ένα φίδι είχε κουλουριαστεί και λιαζότανε με το κεφάλι σα γάτα, ή σκυλί, βαλμένο κάτω...
Τινάχτηκε. Αλλά και το φίδι ορθώθηκε, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και ανοιγόκλεινε το στόμα του με τα μυτερά στριφτά δόντια...
Χωρίς να το σκεφτεί το χτύπημα με με το καυσόξυλο, που είχε για ραβδί, το χτύπησε με δύναμη... Το φίδι έμεινε ακίνητο.
Το τράβηξε έξω. Ήταν αστρίτης αρκετά μεγάλος.
-Γιατί να το σκοτώσω; είπε, αφού στάθηκε, για λίγο, και το κοίταξε. Τι μου έκανε;... Είχε καθίσει να λιαστεί, να ευχαριστηθεί τον ήλιο!... Όλος ο κόσμος το κυνηγά!...
Είδε το φίδι να κουνιέται και να φέρνει κοντά την ουρά του και να μένει πάλι ακίνητο.
Λύπη μεγάλη του ήρθε:
-Δεν έκανα καλά να το σκοτώσω, όχι!... είπε πάλι. Όλος ο κόσμος το κυνηγά!... Δεν έκανα καλά!... Και είχε καθίσει να λιαστεί, να ευχαριστηθεί τον ήλιο!...
Και δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και πέσανε πάνω στο σκοτωμένο φίδι.



Δημοσθένης Βουτυράς
Όνειρο που δεν τελειώνει και άλλα διηγήματα
Εκδόσεις Ελευθερουδάκη 1923

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

ΤΑ ΤΟΥΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ - William S. Burroughs



Ο αμαξάς τον άφησε στην πόρτα της βίλας κι έφυγε βιαστικά. Ήθελε να τον ρωτήσει αν μπορεί κάποιος ν’ αναλάβει το καθάρισμα και να μαγειρεύει μια φορά την ημέρα αλλά εκείνος έδειξε ότι βιάζεται να φύγει. Ήταν μόνο τρία μίλια απόσταση απ’ το χωριό. Μπορούσε να πάει με τα πόδια και να ψάξει μόνος του την άλλη μέρα. Η βίλα ήταν σ’ ένα δασάκι από πεύκα με θέα τη λίμνη. Έμοιαζε ιδανική γι’ αυτό που την ήθελε, δωμάτιο μελέτης στο δεύτερο πάτωμα με γραφείο από ξύλο βαλανιδιάς. Ήταν σίγουρος πως θα το τέλειωνε το μυθιστόρημα που έγραφε. Τον βασάνιζε το τέλος κι ήρθε εδώ πέρα για να μείνει λίγο μόνος του. Αφού εξέτασε τα δωμάτια στα γρήγορα κατηφόρισε σ’ ένα μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα και πήγε στη λίμνη. 250 μέτρα απ’ την ακτή ήταν ένα νησί με κλαίουσες ιτιές μισοβυθισμένες στο νερό και πεύκα στην κορφή. Θυμήθηκε τη «Νήσο των Νεκρών» του Ραχμάνινοφ… ίσως να ‘ταν αυτό το στοιχείο που γύρευε. Κόντευε έξι και ο ήλιος είχε ήδη κρυφτεί πίσω απ’ τα βουνά που ορθώνονταν ολόγυρα στη λίμνη. Έβγαλε τα ρούχα του υπακούοντας σε μια ξαφνική του παρόρμηση. Έλεγε να κολυμπήσει ως το νησί να ρίξει μια ματιά. Τα πάνινα παπούτσια του τα ‘δεσε στη μέση του. Μπήκε στο νερό που δεν ήταν τόσο κρύο όσο νόμιζε. Η όχθη κατηφόριζε απότομα και βρέθηκε στα βαθιά. Κολύμπησε νιώθοντας μεγάλη άνεση κι ελευθερία αλλά του φάνηκε πως έκανε πάρα πολύ για να φτάσει στο νησί. Νάτο τώρα εκεί μπροστά του καθώς σουρουπώνει όλο και πιο πολύ ξαφνικά πηχτό σκοτάδι και κακό προαίσθημα. Κι ένιωσε άκουσε κάποιον ήχο μια δόνηση σαν το χτύπο του τούμπανου. Και τότε σήκωσε τα μάτια του κι είδε μια ψηλή σκελετωμένη μορφή να διαγράφεται στο φόντο του σκοτεινού ουρανού. Τον κυρίεψε αρρωστημένος τρόμος κι ένιωσε να βυθίζεται κάτω βαθιά πιο κάτω να ρουφιέται και να χάνεται μέσα σε μια ρουφήχτρα. Όταν συνήλθε ήταν στη βίλα ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι. Σκυμμένοι από πάνω του ο αμαξάς κι ένας άλλος άντρας που δεν τον είχε ξαναδεί. Ο άλλος άντρας που ήταν ο γιατρός του χωριού του έκανε μια ένεση και κοιμήθηκε βαθιά. Παραμιλούσε ολόκληρη βδομάδα και παραλίγο να πεθάνει. Αργότερα όπως λένε κάποιος εχθρός μιμήθηκε το χτύπο των τούμπανων και παραλίγο να τον τρελάνει τελείως. Το βρήκε όμως το τούμπανο και μια νύχτα που ήρθε στο σπίτι του αυτός ο άντρας ο Ντάλφαρ κρύφτηκε στη σκιά και χτύπησε το τούμπανο. Ο εχθρός μουρλάθηκε απ’ τον τρόμο και πήδηξε από ‘να βράχο στη θάλασσα. Όποιος παίζει με το θάνατο πρέπει να κρατάει το τούμπανο. ΘΑΝΑΤΕ, ω ανόητε Στενογράφε, έλα κι ανάλαβε τώρα εσύ.


William S. Burroughs
ΑΠΟΛΥΜΑΝΤΗΣ
Μετάφραση Νίκος Μπαλής
Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος 1982

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019

ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗ - ANANDA K. COOMARASWAMY



Οι επονομαζόμενες αντιθέσεις μεταξύ θρησκείας και επιστήμης είναι, ως επί το πλείστον, αποτέλεσμα μιας αμοιβαίας παρεξήγησης των αντίστοιχων ορίων και της έκτασης της κάθε μιας. Όσον αφορά την έκταση: η μια (η θρησκεία) ασχολείται με το γιατί των πραγμάτων, η άλλη (η επιστήμη) με το πως των πραγμάτων: η πρώτη ασχολείται με μη-απτά πράγματα, η δεύτερη με πράγματα που μπορούν να μετρηθούν. Το ερώτημα των ορίων της κάθε μιας είναι σημαντικό. Με μια πρώτη ματιά, η σύλληψη μιας δημιουργίας ολοκληρωμένης «εν αρχή», μοιάζει να αντιφάσκει με την παρατηρούμενη καταγωγή των ειδών από μια σταδιακή εξέλιξη. Αλλά το «εν αρχή», δεν σημαίνει μόνο «κατ’ αρχάς» (που σχετίζεται με την έννοια του χρόνου), αλλά επίσης και «κατ’ Αρχήν». Αναφέρονται δηλαδή σε μια υπέρτατη πηγή η οποία προηγείται των δευτερευουσών αιτιών δημιουργίας, και δεν έχει καμιά σχέση με τη διαδοχή του χρόνου η οποία είναι επακόλουθο της υποτιθέμενης αρχής λειτουργίας της δημιουργίας. Έτσι, όπως λέει ο Δάντης, «ούτε πριν, ούτε μετά, ήταν η κίνηση του Θεού στο πρόσωπο των υδάτων». Και όπως αναφέρει ο Φίλων, «σε αυτόν τον χρόνο, πραγματικά, όλα τα πράγματα έλαβαν μέρος ταυτόχρονα… αλλά η σειρά διαδοχής τους ήταν αναγκαστικά γραμμένη στη Βίβλο λόγω της διαδοχικής τους γένεσης (στο χρόνο)». Και ο Boehme ακόμη, «ήταν μια αέναη αρχή».
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, «τα αιώνια όντα δεν υπάρχουν στο χρόνο». Η ύπαρξη του Θεού, κατά συνέπεια, είναι τώρα, το αιώνιο τώρα που διαχωρίζει παρελθούσες από μελλοντικές διάρκειες, αλλά αυτό καθαυτό δεν έχει διάρκεια, οσοδήποτε μικρή κι αν είναι αυτή. Ως εκ τούτου, όπως λέει ο Meister Eckhart, «ο Θεός δημιουργεί το σύμπαν τώρα, αυτή τη στιγμή». Μόλις περάσει λίγος χρόνος, οσοδήποτε λίγος κι αν είναι, το παν έχει αλλάξει. Τα πάντα ρει, και «δεν μπορείς να μπεις δύο φορές στον ίδιο ποταμό». Κατά τον Τζαλανουντίν Ρουμί, «κάθε στιγμή πεθαίνετε και επιστρέφετε. Ο Μωάμεθ έχει πει ότι τούτος ο κόσμος δεν είναι παρά μια στιγμή... κάθε στιγμή ο κόσμος ανανεώνεται, η ζωή αενάως ξαναρχίζει, σαν το ρυάκι... η αρχή, που είναι σκέψη, πραγματοποιείται στη δράση. Ας γνωρίζετε ότι έτσι πλάστηκε ο κόσμος στην αιωνιότητα».
Σε όλ’ αυτά δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο ο φυσικός επιστήμονας να μπορεί να αντιδράσει. Μπορεί βεβαίως να απαντήσει πως το δικό του ενδιαφέρον περιορίζεται στη λειτουργία των ενδιάμεσων αιτίων, και ότι δεν επεκτείνεται στις ερωτήσεις για την πρώτη αιτία, ή για το τι της ζωής. Αυτό όμως είναι απλώς ένας ορισμός του πεδίου που έχει διαλέξει να ασχοληθεί. Το Εγώ είναι το μόνο περιεχόμενο του Εαυτού που μπορεί να γνωσθεί αντικειμενικά, και συνεπώς το μόνο που, στην πραγματικότητα, θα επιθυμούσε να μελετήσει. Η ενασχόλησή του όμως σχετίζεται μόνο με τη συμπεριφορά.
Η εμπειρική παρατήρηση γίνεται πάντοτε πάνω σε πράγματα που μεταβάλλονται. Αυτό σημαίνει, και εδώ συμφωνούν όλοι οι φιλόσοφοι, ότι για τα ατομικά πράγματα ή για τις τάξεις των ατομικών πραγμάτων δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είναι, αλλά μόνον ότι γίνονται ή εξελίσσονται. Ο φυσιολόγος, για παράδειγμα, ερευνά το σώμα, και ο ψυχολόγος την ψυχή ή την ατομικότητα. Ο τελευταίος γνωρίζει τέλεια, ότι η συνεχής ύπαρξη των ατομικοτήτων είναι μόνο μια προϋπόθεση μελέτης του, βολική μεν και ακόμη απαραίτητη για πρακτικούς σκοπούς, αλλά νοητικά αβάσιμη. Και σε αυτό το σημείο βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τους Βουδιστές, που ακούραστα επιμένουν ότι σώμα και ψυχή – που είναι σύνθετα και μεταβλητά, και συνεπώς πλήρως θνητά – «δεν είναι ο Εαυτός μου», δεν είναι η Πραγματικότητα που πρέπει να γνωσθεί αν θέλουμε να «γίνουμε ό,τι είμαστε». Παρομοίως ο Άγιος Αυγουστίνος υποδεικνύει ότι αυτοί που αντιλήφθηκαν ότι σώμα και ψυχή είναι μεταβλητά, έχουν επιζητήσει το αμετάβλητο, και έτσι βρήκαν το Θεό – εκείνο το Ένα, για το οποίο οι Ουπανισάδες διακηρύσσουν ότι «Αυτό είσαι εσύ». Η θεολογία συνεπώς, σε συμφωνία με την οντολογία, προσπερνώντας όλα όσα είναι συναισθηματικά, ασχολείται με αυτό που δεν κινείται – «αλλαγή και σήψη βλέπω παντού γύρω μου, ω Συ που δεν μεταβάλλεσαι». Θεωρεί εκείνο που βρίσκεται στο αιώνιο τώρα, το οποίο διαχωρίζει πάντοτε το παρελθόν από το μέλλον και χωρίς το οποίο αυτό το ζεύγος των όρων δεν θα είχε κανένα νόημα, ακριβώς όπως ο χώρος δεν θα είχε κανένα νόημα χωρίς το σημείο που διακρίνει το εδώ από το εκεί. Στιγμή χωρίς διάρκεια, σημείο χωρίς έκταση, αυτό είναι το Χρυσό Μέσο και ο ασύλληπτος Στενός Δρόμος που οδηγεί έξω από τον χρόνο, στην αιωνιότητα, και τον θάνατο στην αθανασία.
Η εμπειρία μας για τη «ζωή» είναι εξελικτική: τι εξελίσσεται; Η εξέλιξη είναι μετενσάρκωση, ο θάνατος του ενός είναι η αναγέννηση του άλλου σε στιγμιαία συνέχεια. Ποιος μετενσαρκώνεται; Η μεταφυσική μας προϊδεάζει να πούμε, αντί για το cogito ergo sum (σκέπτομαι άρα υπάρχω) του Ντεκάρτ, cogito ergo est (σκέπτομαι άρα είμαι). Και στην ερώτηση ποιος είναι, απαντά ότι αυτή είναι μια ακατάλληλη ερώτηση, γιατί το θέμα δεν είναι το κάτι μεταξύ άλλων, αλλά ουσιαστικά το τι είναι και το τι δεν είναι μεταξύ όλων αυτών. Η μετενσάρκωση – όπως νοείται με την τρέχουσα έννοια, υπονοώντας δηλαδή την επιστροφή των ατομικών ψυχών σε άλλα σώματα εδώ στη γη, δεν είναι η ορθόδοξη Ινδική διδασκαλία, αλλά μόνο μια λαϊκή δοξασία. Όπως σημειώνει επί παραδείγματος ο B. C. Law, «είναι αυτονόητο ότι ο σκεπτόμενος Βουδιστής απορρίπτει την ιδέα του περάσματος κάποιου ατομικού «εγώ» από ένα σώμα σ’ ένα άλλο». Και εμείς συμπαρατασσόμαστε με τον Σρι Σανκαρατσάρυα, όταν λέει πως «αληθώς δεν υπάρχει άλλος μέτοικος εκτός από τον Κύριο». Αυτός λοιπόν που είναι και τα δύο, δηλαδή υπερβατικά ο εαυτός του και ταυτόχρονα ο έμφυτος εαυτός όλων των όντων, αλλά ποτέ ο ίδιος δεν γίνεται οποιοσδήποτε. Σχετικά με αυτό θα μπορούσαμε να παραθέσουμε διάφορα αποσπάσματα από τις Ουπανισάδες και τις Βέδες που να το προσδίδουν άφθονο κύρος. Εάν σε αυτές τώρα, βρίσκουμε τον Κρίσνα να λέει στον Αρτζούνα, και τον Βούδα στους μαθητές του, ότι «μακρύς είναι ο δρόμος που έχουμε διανύσει, και πολλές οι γεννήσεις που εσείς κι εγώ έχουμε γνωρίσει», αυτό δεν αναφέρεται στην πολλαπλότητα των υπάρξεων, αλλά στον Κοινό Εσωτερικό Άνθρωπο που υπάρχει μέσα στον καθένα μας, και που στους περισσότερους ανθρώπους έχει λησμονήσει τον εαυτό του, αλλά στους επαναφυπνισμένους έχει φθάσει στο τέρμα του δρόμου και έχοντας καθαρίσει απ’ όλα τα γίγνεσθαι δεν είναι μια προσωπικότητα στον χρόνο, δεν είναι ο οποιοσδήποτε, δεν είναι κάποιος με κοινό όνομα.

Ο Κύριος είναι ο μόνος μέτοικος. Αυτό είσαι εσύ – ο Άνθρωπος μέσα στον καθένα μας. Έτσι όπως λέει ο William Blake:

Ο άνθρωπος κοιτάει έξω, στο δέντρο, στο φυτό, στο ψάρι, στο θηρίο, συλλέγοντας τα διασκορπισμένα μέλη του αιώνιου σώματός του...
Οπουδήποτε φυτρώνει γρασίδι ή μπουμπουκιάζει ένα φύλλο, οράται ο Αιώνιος Άνθρωπος, ακροάται, αισθάνεται όλες του τις λύπες μέχρι να επανακτήσει την αρχαία του ευλογία.

ή ο Μαβίκκα Βασάγκαρ:

Χορτάρι, θάμνος ήμουν Εγώ, σκουλήκι, δέντρο, πληθώρα ζώων, πουλί, φίδι, πέτρα, άνθρωπος και δαίμονας...
Σε κάθε γεννημένο είδος, Μεγάλε Κύριε! Αυτή τη μέρα κέρδισα την απελευθέρωσή μου.

ή ο Οβίδιος:

Το πνεύμα περιπλανάται, πότε ‘δω πότε ‘κει, και καταλαμβάνει οποιαδήποτε μορφή επιθυμεί. Από τα κτήνη περνά στα ανθρώπινα σώματα και από τα σώματα μας στα κτήνη, αλλά ποτέ δεν εκμηδενίζεται

ή ο Taliesin:

Άλλαξα πολλές φορεσιές προτού αφυπνισθώ... ήμουν ο ήρωας σε μάχες... είμαι γέρος. Είμαι νέος...

ή ο Εμπεδοκλής:

Πριν από τώρα, είχα γεννηθεί νέος και νέα, θάμνος και πουλί, κι ένα βουβό ψάρι που πηδούσε έξω απ’ το νερό

ή ο Ταλαλουντίν Ρουμί:
Αυτός ήρθε πρώτα από το ανόργανο βασίλειο, πολλά χρόνια πριν περιπλανήθηκε στη φυτική κατάσταση, πέρασε στην κατάσταση του ζώου, και από ‘κει στην ανθρωπότητα, απ’ όπου και πάλι πρέπει να γίνει μια καινούργια μετοίκηση.

ή η Αϊταρέγια Αρανιάκα:

Αυτός που γνωρίζει τον Εαυτό του όλο και πιο καθαρά, όλο και περισσότερο εκδηλώνεται πλήρως. Σε οτιδήποτε υπάρχει, φυτά και δέντρα και ζώα, όλο και περισσότερο γνωρίζει τον Εαυτό του πλήρως εκδηλωμένο. Γιατί στα φυτά και στα δέντρα είναι ορατό το πλάσμα μόνο, ενώ στα ζώα η διάνοια. Σε αυτά ο Εαυτός γίνεται περισσότερο εμφανής. Γιατί αυτός είναι περισσότερο προικισμένος με Πρόνοια, αυτός λέει ό,τι έχει γνωρίσει, αυτός βλέπει ό,τι έχει γνωρίσει, γνωρίζει το αύριο, γνωρίζει τι είναι και τι δεν είναι εγκόσμιο, και δια μέσου του θνητού επιζητά το αθάνατο. Αλλά όσον αφορά τα άλλα, τα ζώα, η πείνα και η δίψα είναι ο βαθμός της διάκρισής τους.

ή συνοπτικά στα λόγια του Αττάρ:

Προσκυνητής, Προσκύνημα και Οδός, δεν ήταν παρά ο Εαυτός μου προς τον Εαυτό μου.

Αυτή είναι η παραδοσιακή διδασκαλία της μετοίκησης και εξέλιξης της «αενάου παραγωγικής Φύσεως», και όχι η λαϊκή και ανιμιστική δοξασία της μετενσάρκωσης. Είναι μια διδασκαλία που με κανέναν τρόπο δεν αντιτίθεται ή αποκλείει την πραγματικότητα της εξελικτικής επεξεργασίας, όπως αυτή εξετάζεται από τον σύγχρονο φυσιοδίφη. Αντιθέτως μάλιστα, αυτό ακριβώς είναι το συμπέρασμα στο οποίο οδηγείται και ο Erwin Schrodinger από την έρευνά του πάνω στην κληρονομικότητα, που περιέχεται στο βιβλίο του Τι είναι η Ζωή. Εκεί, στο τελευταίο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Ντετερμινισμός και ελεύθερη βούληση», καταλήγει ότι «το μόνο δυνατό συμπέρασμα είναι ότι Εγώ, στην πλατύτερη έννοια του όρου – εννοώντας κάθε συνειδητό ον που έχει ποτέ πει ή αισθανθεί Εγώ – είναι το πρόσωπο, εάν φυσικά υπάρχει κανείς, που ελέγχει την “κίνηση των ατόμων” σύμφωνα με τους Νόμους της Φύσης... Η συνείδηση είναι ένας ενικός του οποίου ο πληθυντικός είναι άγνωστος».
Ο Schrodinger λέγοντας αυτά διατελούσε εν πλήρη γνώσει του γεγονότος ότι αυτή η θέση εκφράζεται, και μάλιστα σαφέστερα και ευκρινέστερα, στις Ουπανισάδες, σε μορφές λόγου σαν κι αυτή: «Αυτό είσαι εσύ... έξω από το Οποίο δεν υπάρχει άλλος σοφός ακροατής, ή στοχαστής, ή άλλο αίτιο».
Αναφέρθηκα στον Schrodinger, όχι γιατί πιστεύω ότι η αλήθεια των παραδοσιακών διδασκαλιών μπορεί να αποδειχθεί με εργαστηριακές μεθόδους, αλλά γιατί παρουσιάζει πολύ καθαρό το κύριο σημείο του θέματός μας, που είναι ότι δεν υπάρχουν καθόλου αναγκαίες αντιθέσεις μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, παρά μόνο μια πιθανότητα σύγχυσης όσον αφορά τα αντίστοιχα πεδία τους. Και γιατί καταδεικνύει επίσης το γεγονός ότι για τον ολοκληρωμένο άνθρωπο, στον οποίον η ένωση του εγώ με τον Εαυτό έχει συντελεσθεί, δεν υπάρχει αξεπέραστο φράγμα μεταξύ των πεδίων της επιστήμης και της θρησκείας. Ο φυσικός επιστήμονας και ο μεταφυσικός – ένας άνθρωπος μπορεί να να είναι και τα δύο – δεν είναι καθόλου απαραίτητο να εγκαταλείψουν ούτε ο ένας την επιστημονική αντικειμενικότητα, ούτε ο άλλος τις αρχές της μεταφυσικής.


ANANDA K. COOMARASWAMY
[ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ]
ΜΕΤΟΙΚΗΣΗ ΜΕΤΕΜΨΥΧΩΣΗ ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΑ & ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΑΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ – ΝΑΣΙΑ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ 1993

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Μέσα στο πηγάδι - Haruki Murakami



Κατεβαίνω τη σιδερένια σκάλα που έχει στερεωθεί στο τοίχωμα του πηγαδιού και βυθίζομαι στο σκοτάδι του. Βρίσκω ψαχουλευτά το ρόπαλο που αφήνω πάντα όρθιο, στηριγμένο στον τοίχο – το ρόπαλο που σχεδόν ασυναίσθητα πήρα μαζί μου απ’ το σπίτι όπου είχε ακολουθήσει τον άνθρωπο με τη θήκη της κιθάρας. Η επαφή του πολυχρησιμοποιημένου παλιού ρόπαλου μες στο σκοτάδι στον πάτο του πηγαδιού με γεμίζει με μια περίεργη αίσθηση ηρεμίας. Επίσης, με βοηθάει να συγκεντρωθώ.
Όταν βρίσκω το ρόπαλο, το πιάνω γερά από τη λαβή, σαν παίκτης του μπέιζμπολ που παίρνει θέση στη βαλβίδα, διαβεβαιώνοντας τον εαυτό μου ότι αυτό είναι το δικό μου ρόπαλο. Μετά απ’ αυτό συνεχίζω προσπαθώντας να διαπιστώσω αν κάτι έχει αλλά ξει εδώ κάτω στο σκοτάδι, όπου δεν υπάρχει τίποτα να δεις. Ακούω προσεκτικά μήπως το αυτί μου πιάσει κάτι καινούργιο. «Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Ξύνω το έδαφος με τη σόλα του παπουτσιού μου. Ελέγχω τη σκληρότητα του τοιχώματος χτυπώντας το ελαφρά με την άκρη του ρόπαλου. Αυτές οι κινήσεις αποτελούν ένα τελετουργικό σχεδιασμένο για να με ηρεμεί. Ο πάτος του πηγαδιού είναι σαν τον πάτο της θάλασσας. Τα πράγματα εδώ κάτω μένουν ακίνητα, κρατώντας την αρχική τους μορφή, σαν να βρίσκονται κάτω από τεράστια πίεση, αναλλοίωτα μέρα με τη μέρα.
Μια στρογγυλή φέτα φως πλέει κάπου ψηλά: ο βραδινός ουρανός. Κοιτάζοντάς τον σκέφτομαι το βραδινό κόσμο του Οκτωβρίου, όπου οι «άνθρωποι» πρέπει να ζουν τη ζωή τους. Κάτω απ’ το χλομό φθινοπωρινό φως πρέπει να διασχίζουν τους δρόμους, να πηγαίνουν στα μαγαζιά για ψώνια, να μαγειρεύουν στις κουζίνες, να μπαίνουν σε τρένα και σε μετρό. Και σκέφτονται – αν σκέφτονται δηλαδή – ότι όλ’ αυτά τα πράγματα είναι τόσο προφανή, που δεν αξίζει να τα σκέφτεται κανείς, όπως ακριβώς έκανα (ή δεν έκανα) κι εγώ. Αυτοί είναι γενικά και αόριστα οι «άνθρωποι», και ήμουν κι εγώ κάποτε ανώνυμος ανάμεσά τους. Αποδεχόμενοι κι αποδεκτοί, ζουν ο ένας με τον άλλον κάτω απ’ αυτό το φως, κι όσο τους λούζει αυτό το φως, για πάντα ή για μια στιγμή, πρέπει να υπάρχει μια κάποια εγγύτητα μεταξύ τους. Εγώ πάντως δεν είμαι πια ένας απ’ αυτούς. Εκείνοι είναι εκεί πάνω, στην επιφάνεια της γης. Εγώ είμαι εδώ κάτω, στον πάτο ενός πηγαδιού. Εκείνοι έχουν στην κατοχή τους το φως, ενώ εγώ έχω αρχίσει να το χάνω. Μερικές φορές νιώθω ότι μπορεί να μην ξαναβρώ ποτέ το δρόμο που οδηγεί σ’ αυτό τον κόσμο, ότι μπορεί να μην καταφέρω ποτέ να νιώσω τη γαλήνη να με περιβάλλει αυτό το φως, ότι μπορεί να μην καταφέρω ποτέ να κρατήσω το μαλακό κορμί του γάτου στα χέρια μου. Και τότε νιώθω ένα μουντό πόνο στο στήθος, σαν κάτι εκεί μέσα μου να συνθλίβεται και να πεθαίνει.
Αλλά καθώς σκάβω το μαλακό χώμα στον πάτο του πηγαδιού με τη λαστιχένια σόλα του αθλητικού μου παπουτσιού, οι σκηνές απ’ την επιφάνεια της γης αδυνατίζουν και γίνονται όλο και πιο μακρινές. Η αίσθηση της πραγματικότητας υποχωρεί λίγο λίγο και στη θέση της με τυλίγει η εγγύτητα του πηγαδιού. Εδώ κάτω το πηγάδι είναι ζεστό και σιωπηλό κι η απαλότητα του χώματος χαϊδεύει το δέρμα μου. Ο πόνος μέσα μου γίνεται πιο αμυδρός, σαν κυματάκια στο νερό που απομακρύνονται. Ο χώρος με δέχεται και τον δέχομαι κι εγώ. Κρατάω το ρόπαλο πιο σφιχτά. Κλείνω τα μάτια μου, ύστερα τα ξανανοίγω και στρέφω το βλέμμα μου προς τα πάνω. Τραβάω το σκοινί για να κλείσω το καπάκι του πηγαδιού, χρησιμοποιώντας ένα σύστημα με τροχαλίες που εφεύρε για χάρη μου ο νεαρός Κάρι. Το σκοτάδι είναι τώρα απόλυτο. Το στόμιο του πηγαδιού είναι κλειστό και το φως έχει χαθεί εντελώς. Δεν μπορεί να ακουστεί ούτε καν η πνοή του αέρα. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στους «ανθρώπους» και σε μένα είναι τώρα απόλυτος. Δεν έχω μαζί μου ούτε καν φακό. Αυτό είναι κάτι σαν ομολογία πίστης. Θέλω να «τους» δείξω ότι προσπαθώ να δεχτώ το σκοτάδι στην ολότητά του.
Κάθομαι κατάχαμα, στηρίζω την πλάτη μου στον τσιμεντένιο τοίχο, κρατάω το ρόπαλο ανάμεσα στα γόνατά μου και κλείνω τα μάτια ακούγοντας τον ήχο της καρδιάς μου. Φυσικά δεν υπάρχει κανένας λόγος να κλείσω τα μάτια εδώ κάτω στο σκοτάδι, αλλά παρ’ όλ’ αυτά τα κλείνω. Το κλείσιμο των ματιών έχει τη δική του σημασία, είτε έχεις σκοτάδι γύρω σου είτε όχι. Παίρνω αρκετές βαθιές ανάσες, επιτρέποντας στο σώμα μου να συνηθίσει το βαθύ, σκοτεινό, κυλινδρικό χώρο. Η μυρωδιά είναι η ίδια όπως πάντα, η αίσθηση του αέρα στο δέρμα μου είναι κι εκείνη ίδια. Το πηγάδι είχε για ένα διάστημα μπαζωθεί, αλλά ο αέρας εδώ, κατά περίεργο τρόπο, παραμένει ο ίδιος με πριν. Με την ελαφριά μυρωδιά μούχλας και τη ελαφριά υγρασία, ο αέρας μυρίζει ακριβώς όπως μύριζε όταν πρωτοκατέβηκα εδώ. Εδώ κάτω δεν υπάρχουν εποχές. Δεν υπάρχει καν χρόνος.

Πάντα φοράω τα παλιά αθλητικά μου παπούτσια και το πλαστικό μου ρολόι, εκείνο που φορούσα την πρώτη φορά που κατέβηκα στο πηγάδι. Όπως και το ρόπαλο, με ηρεμούν. Μες στο σκοτάδι ελέγχω για να βεβαιωθώ ότι αυτά τα αντικείμενα είναι σε στενή επαφή με το σώμα μου. Ελέγχω για να βεβαιωθώ ότι δεν έχω διαχωριστεί απ’ τον εαυτό μου: ανοίγω τα μάτια μου κι ύστερα από λίγο τα ξανακλείνω. Αυτό για να εξισορροπήσω την πίεση του σκοταδιού μέσα μου μ’ εκείνη του σκοταδιού γύρω μου. Ο χρόνος περνάει. Σύντομα, όπως πάντα, χάνω την ικανότητα να διακρίνω τα δύο είδη σκοταδιού. Δεν μπορώ πια να διακρίνω αν τα μάτια μου είναι ανοιχτά ή κλειστά. Το σημάδι στο μάγουλό μου αρχίζει να ανεβάζει θερμοκρασία. Ξέρω ότι στην περίπτωση αυτή το χρώμα του γίνεται σχεδόν μωβ.
Σ’ αυτά τα δύο σκοτάδια, που μπλέκονται όλο και περισσότερο, συγκεντρώνω τη σκέψη μου στο σημάδι και σκέφτομαι το δωμάτιο. Προσπαθώ να διαχωριστώ απ’ τον εαυτό μου, όπως ακριβώς κάνω όταν είμαι με τις γυναίκες. Προσπαθώ να βγω απ’ αυτό το αδέξιο σαρκίο που κάθεται κουλουριασμένο εδώ κάτω στο σκοτάδι. Τώρα δεν είμαι παρά ένα ακατοίκητο σπίτι, ένα εγκαταλειμμένο πηγάδι. Προσπαθώ να βγω έξω, ν’ αλλάξω όχημα, να πηδήξω απ’ τη μια πραγματικότητα στην άλλη, η οποία κινείται με διαφορετική ταχύτητα, κι όλη αυτή την ώρα κρατάω γερά το ρόπαλο.
Τώρα ένας μοναδικός τοίχος είναι το μόνο που με χωρίζει απ’ το παράξενο δωμάτιο. Θα ‘πρεπε να μπορώ να το κάνω με τις δικές μου δυνάμεις και με τις δυνάμεις του απόλυτου σκοταδιού εδώ μέσα.
Αν κρατήσω την ανάσα μου και συγκεντρωθώ, μπορώ να δω τι υπάρχει μες στο δωμάτιο. Εγώ ο ίδιος δεν είμαι εκεί, αλλά κοιτάζω σαν να είμαι. Σουίτα 208 του ξενοδοχείου. Βαριές κουρτίνες καλύπτουν το παράθυρο. Το σκοτάδι είναι πυκνό. Σ’ ένα βάζο υπάρχει μια τεράστια ανθοδέσμη κι ο αέρας είναι βαρύς απ’ τη χαρακτηριστική μυρωδιά των λουλουδιών. Ένα μεγάλο φωτιστικό δαπέδου στέκεται δίπλα στην είσοδο, αλλά η λάμπα είναι λευκή και νεκρή σαν το πρωινό φεγγάρι. Κι όμως, αν κοιτάξω αρκετά επίμονα, μετά από λίγη ώρα μπορώ να ξεχωρίσω τα σχήματα των πραγμάτων μέσα στην αμυδρή ανταύγεια που καταφέρνει να περάσει απ’ τις κουρτίνες, όπως τα μάτια συνηθίζουν στο σκοτάδι του σινεμά. Στο μικρό τραπέζι στη μέση του δωματίου υπάρχει ένα μπουκάλι Κάτι Σαρκ, μόλις αρχινισμένο. Η παγωνιέρα περιέχει φρεσκοκομμένο πάγο (αν κρίνω απ’ τις καθαρές και κοφτερές μύτες του) και κάποιος έχει βάλει ένα ουίσκι με πάγο στο ποτήρι που βρίσκεται εκεί. Ένας ανοξείδωτος δίσκος χρωματίζει σαν μια ψυχρή, ακίνητη λίμνη την επιφάνεια του τραπεζιού. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να καταλάβω τι ώρα είναι. Θα μπορούσε να είναι πρωί, βράδυ ή άγρια μεσάνυχτα. Ή μπορεί αυτό το μέρος να μην έχει καν χρόνο. Στο κρεβάτι στο βάθος είναι ξαπλωμένη μια γυναίκα. Την ακούω να κινείται στα σεντόνια. Ο πάγος κουδουνίζει ευχάριστα στο ποτήρι της. Τα μικροσκοπικά μόρια της γύρης που αιωρούνται στον αέρα ανταποκρίνονται στον ήχο τρεμουλιάζοντας σαν ζωντανοί οργανισμοί. Ο κάθε απειροελάχιστος ηχητικούς παλμός που περνάει μέσα από τον αέρα ζωντανεύει όλο και περισσότερο απ’ αυτά. Το χλομό σκοτάδι ανοίγεται διάπλατα στη γύρη, και η γύρη, εξαπατημένη, αυξάνει την πυκνότητα του σκοταδιού. Η γυναίκα φέρνει το ποτήρι με το ουίσκι στα χείλη της, αφήνει μερικές σταγόνες του υγρού να κατέβουν στο λαιμό της κι ύστερα προσπαθεί να μου μιλήσει. Η κρεβατοκάμαρα είναι σκοτεινή. Δεν μπορώ να δω παρά μόνο τις ανεπαίσθητες κινήσεις των σκιών. Όμως εκείνη έχει να μου πει κάτι. Περιμένω να μου μιλήσει. Περιμένω ν’ ακούσω τα λόγια της.
Όμως εκείνοι έχουν φτάσει.

Σαν ψεύτικο πουλί αιωρούμενο σε ψεύτικο ουρανό, βλέπω τα δωμάτια από ψηλά. Μεγεθύνω τη θέα, τραβιέμαι πίσω κι επιθεωρώ το σύνολο, ύστερα ζουμάρω για να μεγαλώσω τις λεπτομέρειες. Η κάθε λεπτομέρεια έχει βαθύ νόημα, φυσικά. Τις εξετάζω μία-μία, ελέγχοντας το σχήμα τους, το χρώμα και την υφή τους. Απ’ τη μια λεπτομέρεια στην άλλη δεν υπάρχει καμιά επαφή, καμιά ζεστασιά. Το μόνο που κάνω σ’ αυτό το σημείο είναι ένας μηχανικός κατάλογος λεπτομερειών. Όμως αξίζει τον κόπο η προσπάθεια. Όπως ακριβώς μπορείς ν’ ανάψεις φωτιά τρίβοντας μεταξύ τους πέτρες ή ξυλαράκια, έτσι κι η πραγματικότητα της επαφής σχηματίζεται λίγο. Όπως ακριβώς η συσσώρευση τυχαίων ήχων παράγει τελικά μια μοναδική συλλαβή απ’ τη μονότονη επανάληψη συχνοτήτων, που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν να μην έχουν κανένα νόημα.
Αισθάνομαι να θεριεύει αυτή η ανεπαίσθητη επαφή κάπου στα βάθη του σκοταδιού. Ναι, έτσι πρέπει, πολύ σωστά. Είναι πολύ ήσυχα εδώ, κι «εκείνοι» δεν έχουν αντιληφθεί ακόμη την παρουσία μου. Αισθάνομαι τον τοίχο που με χωρίζει από κείνο το μέρος να λιώνει, να μετατρέπεται σε ζελέ. Κρατάω την ανάσα μου. Τώρα!
Όμως τη στιγμή που κάνω το πρώτο βήμα προς τον τοίχο, ακούγεται ένα κοφτό χτύπημα, σαν να καταλαβαίνουν τι πάω να κάνω. Κάποιος χτυπάει την πόρτα. Είναι το ίδιο χτύπημα που είχα ακούσει και πριν, ένα σκληρό, αποφασιστικό σφυροκόπημα, σαν να προσπαθεί κάποιος να καρφώσει ένα καρφί απ’ τη μια πλευρά του τοίχου, στην άλλη. Έχει πάντα τον ίδιο ρυθμό δύο χτυπήματα, μια παύση, δύο χτυπήματα. Η γυναίκα βγάζει μια κραυγή αγωνίας. Η γύρη του αέρα ανατριχιάζει, το σκοτάδι δονείται βάρβαρα. Ο παράταιρος ήχος κλείνει ερμητικά τη δίοδο που είχε αρχίσει επιτέλους να διαφαίνεται για μένα.
Συμβαίνει το ίδιο κάθε φορά.

Για μια ακόμη φορά είμαι ο εαυτός μου μέσα στο σώμα μου και κάθομαι στον πάτο του πηγαδιού με την πλάτη στον τοίχο και τα χέρια μου σφιγμένα γύρω από το ρόπαλο του μπέιζμπολ. Η επαφή του κόσμου «από τούτη την πλευρά» επιστρέφει ξανά στα χέρια μου αργά, με τον τρόπο που εστιάζεται και πάλι μια εικόνα. Νιώθω τον ιδρώτα να έχει υγράνει τις παλάμες μου. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά στο στήθος μου. Τ’ αυτιά μου διατηρούν το ρεαλιστικό ήχο εκείνου του σκληρού χτυπήματος, που είναι σαν να διαπερνάει τον κόσμο, κι ακούν ακόμη το πόμολο της πόρτας να γυρίζει αργά μες στο σκοτάδι. Κάποιος (ή κάτι) ανοίγει απ’ έξω την πόρτα κι ετοιμάζεται σιωπηλά να μπει μέσα, αλλά την ίδια στιγμή όλες οι εικόνες εξαφανίζονται. Ο τοίχος είναι όσο σκληρός ήταν και πριν κι εγώ επανέρχομαι απότομα σ’ αυτή την πλευρά.
Μες στο σκοτάδι χτυπάω τον τοίχο μπροστά μου με την άκρη του ρόπαλου – τον ίδιο σκληρό, ψυχρό, τσιμεντένιο τοίχο. Βρίσκομαι κλεισμένος μέσα σ’ έναν τσιμεντένιο κύλινδρο. Παραλίγο να τα καταφέρω αυτή τη φορά, λέω στον εαυτό μου. Που θα μου πάει, πλησιάζω. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Σε κάποιο σημείο θα σπάσω το φράγμα και θα μπω «μέσα». Θα μπω στο δωμάτιο και θα στέκομαι εκεί πανέτοιμος όταν θα έρθει ο χτύπος. Πόσος καιρός όμως θα χρειαστεί μέχρι να συμβεί αυτό; Και πόσος χρόνος μου μένει;
Ταυτόχρονα φοβάμαι ότι όντως πρόκειται να συμβεί. Γιατί τότε θα χρειαστεί να αντιμετωπίσω ό,τι κι αν είναι αυτό που ετοιμάζεται να μπει.
Παραμένω κουλουριασμένος στο σκοτάδι για αρκετή ώρα. Πρέπει ν’ αφήσω την καρδιά μου να ηρεμήσει. Πρέπει να μπορέσω ν’ αφήσω το ρόπαλο από τα χέρια μου. Ώσπου να μπορέσω να σηκωθώ όρθιος στο χωμάτινο δάπεδο του πηγαδιού και μετά να σκαρφαλώσω τη μεταλλική σκάλα μέχρι την επιφάνεια, θα χρειαστώ ακόμη περισσότερο χρόνο κι ακόμη περισσότερη δύναμη.


Haruki Murakami
ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΠΟΥΛΙ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΙΔΑ 2005

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Η Μαγεία του Ζωροάστρου – Eliphas Levi



Ζωροάστρης είναι κατά πάσαν πιθανότητα συμβολικόν όνομα, όπως και του Θωθ ή του Ερμού. Ο Εύδοξος και ο Αριστοτέλης ανάγουν την χρονολογίαν της δράσεώς του εις 6000 έτη προ της γεννήσεως του Πλάτωνος, άλλοι πάλι λέγουν ότι εγεννήθη 500 έτη προ της αλώσεως της Τροίας. Οι μεν τον θεωρούν ως βασιλέα της Βακτριανής, οι δε παραδέχονται την ύπαρξιν δύο ή τριών Ζωροαστρών. Νομίζομεν ότι οι δύο πρώτοι κατενόησαν μόνοι την μαγικήν φυσιογνωμίαν του Ζωροάστρου υπολογίζοντες την καββαλιστικήν ηλικίαν ενός κόσμου μεταξύ της γενέσεως του δόγματος αυτού και της θεουργικής βασιλείας της φιλοσοφίας του Πλάτωνος. Υπάρχουν πράγματι δύο Ζωροάστραι, δηλ. Δύο αποκαλυπταί των μυστηρίων, ο εις υιός του Ωρομάζδου και πατήρ φωτεινής διδασκαλίας, ο άλλος υιός του Αρειμάν και πρόξενος της βεβηλώσεως των μυητικών αληθειών. Ζωροάστρης είναι ο ενσαρκωμένος Λόγος των Χαλδαίων, των Μήδων και των Περσών. Η μυθική περί αυτού ιστορία, φαίνεται ως προφητεία περί της του Χριστού και είναι φυσικόν να είχε και εκείνος τον Αντίχριστόν του, συμφώνως προς τον μαγικόν νόμον της παγκοσμίου ισορροπίας.
Εις τον βέβηλον Ζωροάστρην πρέπει να αποδοθή η λατρεία του υλικού πυρός και το ασεβές δόγμα του θείου δυϊσμού, όστις έδωσεν αργότερον γένεσιν εις την φοβεράν γνώσιν του Μάνητος (Μανιχαίου) και εις τας σφαλεράς αρχάς του παρεξηγημένου Τεκτονισμού.
Ο βέβηλος Ζωροάστρης είναι ο πατήρ της υλόφρονος εκείνης μαγείας η οποία προεκάλεσε τας εκατόμβας των μάγων και συνέβαλες ώστε το αληθές μαγικόν δόγμα να περιπέση εις λησμοσύνην και προγραφήν. Η εκκλησία, εμπνεομένη πάντοτε υπό του πνεύματος της αληθείας, ηναγκάσθη να προγράψη υπό τα ονόματα μαγεία, μανιχαϊσμός, ιλλουμινισμός, τεκτονισμός, παν το σχετιζόμενον εκ του σύνεγγυς ή εξ αποστάσεως προς την πρωταρχικήν ταύτην βεβήλωσιν των μυστηρίων. Η ιστορία των Ναϊτών, μέχρι τούδε ακατάληπτος, είναι εν παράδειγμα της περιπτώσεως ταύτης.
Τα δόγματα του αληθούς Ζωροάστρου, είναι τα αυτά με εκείνα της αγνής Καββάλας, αι δε ιδέαι του περί θεότητος, είναι αι αυταί με τας των Πατέρων της Εκκλησίας. Μόνον τα ονόματα διαφέρουν: ούτω αποκαλεί τριτύν, εκείνο που ημείς αποκαλούμεν τριάδα και εις κάθε αριθμόν της τριάδος επί τον αριθμόν της, τον απόλυτον λόγον του αριθμού 9 και την οικουμενικήν κλείδα όλων των αριθμών και όλων των μορφών. Εκείνο το οποίον ημείς ονομάζομεν τα τρία πρόσωπα της τριάδος, εκείνος τα αποκαλεί τους τρεις βυθούς (PROFONDEURS). Ο πρώτος βυθός ή ο πατρικός είναι η πηγή της πίστεως, ο δεύτερος του υιού, είναι η πηγή της αληθείας, ο τρίτος ή η δημιουργική ενέργεια, είναι η πηγή του έρωτος. Προς επιβεβαίωσιν των όσων εδώ εκθέτομεν, δύνασθε να συμβουλευθήτε τας απόψεις του Ψελλού επί των δογμάτων των αρχαίων Ασσυρίων εις την MAGIE PHILOSOPHIQUE του FRANCOIS PATRICIUS, σελ. 24, Αμβούργον 1593.
Επί της ενναδικής ταύτης κλίμακος, ο Ζωροάστρης εγκαθιστά την ουράνιον ιεραρχίαν και όλας τας αρμονίας της φύσεως. Καταμετρά ανά τρία όλα τα όντα τα απορρέοντα εκ της ιδέας, ανά τέσσαρα ό,τι σχετίζεται με την μορφήν, οπότε λαμβάνει τον επτά ως τύπον της δημιουργίας. Εδώ σταματά η πρώτη μύησις και αρχίζουν αι υποθέσεις της σχολής, οι αριθμοί προσωποποιούνται, αι ιδέαι εκφράζονται με εμβλήματα τα οποία αργότερον θα καταστούν είδωλα. Ιδού καταφθάνουν πρώτον οι Συνοχείς (SYNOCHEES), οι Τελετάρχαι (TELETARQUES) και οι Πατέρες (PERES), υπηρέτες της τριπλής Εκάτης, μετά οι τρεις Αμείλικτοι (AMILICTES) και τα τρία πρόσωπα του Υπεζωκότος (HYPEZOCOS). Μετά οι άγγελοι, ύστερα οι δαίμονες και τέλος αι ανθρώπιναι ψυχαί. Οι αστέρες είναι εικόνες και ανταύγειαι των νοερών λάμψεων, ο δε ήλιος ημών είναι το σύμβολον του ηλίου της αληθείας, σκιάς και αυτού της πρώτης πηγής εξ ης απορρέουν όλαι αι αναλαμπαί. Δια τον λόγον τούτον οι οπαδοί του Ζωροάστρου εχαιρέτων την ανατολήν της ημέρας και εθεωρούντο υπό των βαρβάρων ως λατρεύοντες τον ήλιον.
Αυτά ήσαν τα δόγματα των μάγων, αλλ’ εκτός τούτων κατείχον και μυστικά δια των οποίων καθίσταντο κυρίαρχοι των μυχίων δυνάμεων της φύσεως. Τα μυστικά ταύτα τα οποία εν τω συνόλω των θα ηδύναντο να αποκληθούν «Υπερβατική πυροτεχνια» ήσαν συνυφασμένα με την βαθείαν γνώσιν και την διακυβέρνησιν του πυρός. Είναι βέβαιον ότι οι μάγοι είχαν γνώσιν του ηλεκτρισμού και εγνώριζον τα μέσα να τον παράγουν και να τον κατευθύνουν, τα οποία μας είναι τελείως άγνωστα.
Ο Νουμάς όστις εμελέτησε τους τύπους και εμυήθη εις τα μυστήρια των, κατείχε, κατά τα λεγόμενα του Λουκίου Πίσωνος, την τέχνην να σχηματίζη και να κατευθύνη τον κεραυνόν. Το ιερατικόν τούτο μυστικόν το οποίον ο Ρωμαίος μυσταγωγός ήθελε να μεταβιβάση εις τους ηγεμόνας της Ρώμης, εβεβηλώθη υπό του Τύλλου Οστιλίου, όστις κατηύθυνε κακώς την ηλεκτρικήν εκκένωσιν και κατεκεραυνώθη(1). Ο Πλίνιος αναφέρει τα περιστατικά ταύτα ως μίαν αρχαίαν ετρουσκικήν παράδοσιν(2) και διηγείται ότι ο Νουμάς εχρησιμοποίησεν επιτυχώς την κεραυνοβόλον συστοιχίαν του εναντίον ενός τέρατος καλουμένου VOLTA, το οποίον εμάστιζε τας πεδιάδας της Ρώμης. Θα ενόμιζε κανείς, αναγιγνώσκων την παράδοσιν ταύτην, ότι ο φυσικός Βόλτα είναι ένας μύθος και ότι το όνομα των βολταϊκών στηλών ανάγεται εις την εποχήν του Νουμά...
Όλα τα ασσυριακά σύμβολα, αναφέρονται εις την επιστήμην ταύτην του πυρός, ήτις ήτο το μέγα απόρρητον των μάγων, πανταχού βλέπομεν τον θαυματουργόν διαπερώντα τον λέοντα και χειριζόμενον τους όφεις. Ο Λέων είναι το ουράνιον πυρ, οι όφεις τα ηλεκτρικά και μαγνητικά ρεύματα της γης. Εις το μέγα τούτο μυστικόν των μάγων πρέπει να αποδώσωμεν όλα τα θαυμάσια της ερμητικής μαγείας περί της οποίας όλαι αι παραδόσεις λέγουν ότι το μέγιστον απόρρητον του Μεγάλου Έργου συνίσταται εις τον χειρισμόν του πυρός.
Ο σοφός FR. PATRICIUS εδημοσίευσεν εις το προαναφερθέν βιβλίον του, τα Λόγια του Ζωροάστρου, (Χαλδαϊκά Λόγια), τα οποία συνεκέντρωσεν από τα πλατωνικά έργα, από την θεουργίαν του Πρόκλου εις τα σχόλια του επί του Τιμαίου, εις τα σχόλια του Ερμείου επί του Φαίδρου και εις τα υπομνήματα του Ολυμπιοδώρου επί του Φιλήβου και του Φαίδωνος. Τα Λόγια ταύτα είναι η σαφής και ακριβής διατύπωσις του δόγματος το οποίον ανωτέρω εξεθέσαμεν, μετά ακολουθούν αι προδιαγραφαί του μαγικού τυπικού...

___________________
1. Το περιστατικόν αναφέρεται εν εκτάσει υπό του Πλουτάρχου εις τον βίον του Νουμά (Σ.τ.Μ.)
2. PLINIUS, βιβλ.ΙΙ, κεφ. 53.

Eliphas Levi
Ιστορία της Μαγείας (Τόμος 1ος)
Βιβλιοθήκη της Σφιγγός Νο 018
Μετάφραση Πέτρος Γραβιγγερ
Εκδόσεις Διμελή