.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

Ο Θάνατος του Λύκου – Alfred de Vigny

 

I

Στην πύρινη σελήνη απάνω διάβαινε η συννεφιά
Θυμίζοντας την κάπνα που αναδίνει η πυρκαγιά,
Ενώ, στον ορίζοντα, το δάσος απλωνόταν σκοτεινό.
Καθώς πορευόμασταν αμίλητοι στο χορτάρι το νωπό,
Μες στις φτέρες τις ψηλές και την ερείκη τη φουντωτή,
Ξάφνου, κάτω από έλατα που θυμίζουν μιαν άλλη γη,
Αντικρίσαμε ίχνη από νύχια που ’χαν αφήσει
Κάποιοι λύκοι ταξιδευτές που ’χαμε ιχνηλατήσει.
Αφουγκραστήκαμε, με κρατημένη την αναπνοή
Και με βήμα σ’ αναμονή. –Μήτε τα δάση μήτε η γη
Δεν σκόρπιζαν στους αγέρες τουλάχιστον μια πνοή·
Μόνο του πένθιμου ανεμοδείκτη η ουράνια κραυγή·
Σαν ο άνεμος πιο πάνω από τη γη υψωνόταν,
Μόνο πύργους μοναχικούς με τα πόδια αισθανόταν,
Και οι πέρα βελανιδιές, κόντρα στα βράχια γερμένες,
Στους αγκώνες φάνταζαν πως ξάπλωναν κοιμισμένες.
Μήτε ένα θρόισμα συνεπώς, ώσπου, ιχνεύοντας και πάλι,
Ο γηραιότερος κυνηγός, έσκυψε το κεφάλι,
Ξάπλωσε καταγής και έριξε στην άμμο μια ματιά·
Σύντομα, εκείνος που ως τώρα πάντα έκρινε ορθά,
Δήλωσε σιγανά πως τα χνάρια ετούτα τα νωπά
Προμήνυαν το βάδισμα και τα νύχια τα αιχμηρά
Δυο ενήλικων λύκων συντροφιά με τα δυο τους τα μικρά.
Συνεπώς κινήσαμε όλοι τα μαχαίρια μας μπροστά,
Και, κρύβοντας των τουφεκιών την ολόλευκή τους λάμψη,
Τ’ αργόσυρτό μας βήμα τις κλάρες έκανε στην άκρη.
Τρεις κοντοστάθηκαν, κι εγώ, ψάχνοντας τι αντικρίζουν,
Άξαφνα παρατηρώ δυο μάτια να λαμπυρίζουν,
Και, πέρα, διακρίνω τη σβελτάδα τεσσάρων μορφών
Να χορεύουν στη φεγγαράδα εν μέσω ερεικών,
Όπως κάνουν κάθε μέρα, με πάταγο μπροστά μας,
Σαν έρχεται ο αφέντης, τα όλο χαρά σκυλιά μας.
Όμοια ήταν η μορφή τους, όμοιος και ο χορός·
Όμως του Λύκου τα παιδιά παιχνίδιζαν σιωπηλώς,
Ξέροντας πως δυο βήματα πιο κει, κοιμούνται ελαφρά,
Εντός των τειχών, της ανθρώπινης έχθρας τα πυρά.
Ο πατέρας ήταν άγρυπνος, και πιο πέρα, σ’ ένα δεντρί,
Η λύκαινά του αναπαυόταν όπως η σμιλευτή
Των Ρωμαίων η λατρευτή, που με τον χνουδωτό κόρφο
Θήλασε δυο ημίθεους, τον Ρωμύλο και τον Ρώμο.
Ο Λύκος ήρθε κι έκατσε, με τα δυο πόδια τεντωμένα,
Από τα γαμψά τους νύχια μες στην άμμο βυθισμένα.
Έκρινε πως ηττήθηκε, μιας κι αιφνιδίως εγκλωβίστηκε,
Η φωλιά του εντοπίστηκε κι η φυγή του αποκλείστηκε·
Άρπαξε τότε με το μουσούδι του το φλογισμένο,
Απ’ τον ασθμαίνοντα λαιμό έναν σκύλο ξεθαρρεμένο,
Κι ούτε που χαλάρωσε τα ατσάλινα σαγόνια του,
Παρά τις τουφεκιές που διατρυπούσαν τα λαγόνια του,
Παρά τα, σαν τανάλια, μαχαίρια μας τα αιχμηρά,
Που βυθίζονταν σταυρωτά στα πλατιά του σωθικά,
Μέχρι που ήρθε η στιγμή το σκυλί το στραγγαλισμένο,
Στα πόδια του να πέσει, πριν απ’ αυτόν ξεψυχισμένο.
Ο Λύκος τότε το παρατά κι ύστερα προς εμάς κοιτά.
Τα μαχαίρια βρίσκονταν ακόμα στο στέρνο του βαθιά,
Καρφώνοντάς τον στη χλόη μες στα αίματα πνιγμένο,
Από τουφέκια μισοφέγγαρου θανάτου πλαισιωμένο.
Δεν σταματά να κοιτά μα στη συνέχεια ξαπλώνει,
Ενώ γλείφει το αίμα που στο μουσούδι του απλώνει,
Και, χωρίς καν ν’ αναρωτηθεί για τη βίαιη τροπή,
Κλείνοντας τα μεγάλα του μάτια, πεθαίνει δίχως κραυγή.

II

Στ’ αδειανό μου τουφέκι το μέτωπό μου απόθεσα,
Κι άρχισα να συλλογιέμαι, μα να με πείσω δεν μπόρεσα
Τη Λύκαινα και τα λυκόπουλά του να καταδιώξω·
Κι, ενώ τον ανέμεναν, τη σκέψη δεν έλεγα να διώξω
Πως χωρίς τους δυο γιους, η όμορφη και σκυθρωπή χήρα
Θα τον συντρόφευε στη μεγάλη του δοκιμασία·
Μα το καθήκον τής μάνας ήταν να τα σώσει, ώστε
Την αντοχή ενάντια στην πείνα να μεταδώσει, ώστε
Ποτέ να μην καταπατήσουν της πόλης τη συμφωνία,
Που συνήψε ο άνθρωπος με τα ζώα σε δουλεία
Που κυνηγούν υπό έλεγχο, για να ’χουν μιαν εστία,
Κείνα που στο δάσος και στον βράχο έχουν εξουσία.

III

Αχ! σκέφτηκα, παρά το σπουδαίο μας τίτλο, Άνθρωποι,
Ντρέπομαι τόσο για ’μάς, που είμαστε τόσο άτολμοι!
Πώς ν’ αποχωρούμε απ’ τη ζωή κι όλα της τα δεινά,
Μόνον εσείς το γνωρίζετε καλά, ζώα θαυμαστά!
Αν δεις τι υπήρξες στη γη και ποια η κληροδοσία,
Η σιωπή έχει ουσία· τα υπόλοιπα, είν’ όλα αδυναμία.
-Ω! σ’ ένιωσα στο πετσί μου, σένα άγριε ταξιδευτή,
Το ύστατο βλέμμα σου στην καρδιά μου μπήχτηκε καρφί!
Έλεγε: «Αν μπορείς, προσπάθησε ν’ ανέλθει η ψυχή,
Παραμένοντας, μ’ επιμονή, φιλομαθής και λογική,
Στην ύψιστη κορφή τής περηφάνιας της στωικής,
Που, στα δάση γεννημένος, ήμουν ο πρώτος αλπινιστής.
Στεναγμός, κλάμα, προσευχή, φαντάζουν όλα τους οκνά.
Τέλεσε το μακρύ και βαρύ σου έργο δυναμικά
Στον δρόμο που η μοίρα θέλησε να σε προσκαλέσει,
Κι όπως εγώ, υπέφερε, πέθανε δίχως να πεις λέξη».

Μετάφραση: Βίκυ Βασιλάτου

πηγή: https://frear.gr/?p=15436

La mort du loup - Alfred de Vigny
I

Les nuages couraient sur la lune enflammée
Comme sur l'incendie on voit fuir la fumée,
Et les bois étaient noirs jusques à l'horizon.
Nous marchions sans parler, dans l'humide gazon,
Dans la bruyère épaisse et dans les hautes brandes,
Lorsque, sous des sapins pareils à ceux des Landes,
Nous avons aperçu les grands ongles marqués
Par les loups voyageurs que nous avions traqués.
Nous avons écouté, retenant notre haleine
Et le pas suspendu. -- Ni le bois, ni la plaine
Ne poussait un soupir dans les airs ; Seulement
La girouette en deuil criait au firmament ;
Car le vent élevé bien au dessus des terres,
N'effleurait de ses pieds que les tours solitaires,
Et les chênes d'en-bas, contre les rocs penchés,
Sur leurs coudes semblaient endormis et couchés.
Rien ne bruissait donc, lorsque baissant la tête,
Le plus vieux des chasseurs qui s'étaient mis en quête
A regardé le sable en s'y couchant ; Bientôt,
Lui que jamais ici on ne vit en défaut,
A déclaré tout bas que ces marques récentes
Annonçaient la démarche et les griffes puissantes
De deux grands loups-cerviers et de deux louveteaux.
Nous avons tous alors préparé nos couteaux,
Et, cachant nos fusils et leurs lueurs trop blanches,
Nous allions pas à pas en écartant les branches.
Trois s'arrêtent, et moi, cherchant ce qu'ils voyaient,
J'aperçois tout à coup deux yeux qui flamboyaient,
Et je vois au delà quatre formes légères
Qui dansaient sous la lune au milieu des bruyères,
Comme font chaque jour, à grand bruit sous nos yeux,
Quand le maître revient, les lévriers joyeux.
Leur forme était semblable et semblable la danse ;
Mais les enfants du loup se jouaient en silence,
Sachant bien qu'à deux pas, ne dormant qu'à demi,
Se couche dans ses murs l'homme, leur ennemi.
Le père était debout, et plus loin, contre un arbre,
Sa louve reposait comme celle de marbre
Qu'adoraient les romains, et dont les flancs velus
Couvaient les demi-dieux Rémus et Romulus.
Le Loup vient et s'assied, les deux jambes dressées
Par leurs ongles crochus dans le sable enfoncées.
Il s'est jugé perdu, puisqu'il était surpris,
Sa retraite coupée et tous ses chemins pris ;
Alors il a saisi, dans sa gueule brûlante,
Du chien le plus hardi la gorge pantelante
Et n'a pas desserré ses mâchoires de fer,
Malgré nos coups de feu qui traversaient sa chair
Et nos couteaux aigus qui, comme des tenailles,
Se croisaient en plongeant dans ses larges entrailles,
Jusqu'au dernier moment où le chien étranglé,
Mort longtemps avant lui, sous ses pieds a roulé.
Le Loup le quitte alors et puis il nous regarde.
Les couteaux lui restaient au flanc jusqu'à la garde,
Le clouaient au gazon tout baigné dans son sang ;
Nos fusils l'entouraient en sinistre croissant.
Il nous regarde encore, ensuite il se recouche,
Tout en léchant le sang répandu sur sa bouche,
Et, sans daigner savoir comment il a péri,
Refermant ses grands yeux, meurt sans jeter un cri.

II

J'ai reposé mon front sur mon fusil sans poudre,
Me prenant à penser, et n'ai pu me résoudre
A poursuivre sa Louve et ses fils qui, tous trois,
Avaient voulu l'attendre, et, comme je le crois,
Sans ses deux louveteaux la belle et sombre veuve
Ne l'eût pas laissé seul subir la grande épreuve ;
Mais son devoir était de les sauver, afin
De pouvoir leur apprendre à bien souffrir la faim,
A ne jamais entrer dans le pacte des villes
Que l'homme a fait avec les animaux serviles
Qui chassent devant lui, pour avoir le coucher,
Les premiers possesseurs du bois et du rocher.

III

Hélas ! ai-je pensé, malgré ce grand nom d'Hommes,
Que j'ai honte de nous, débiles que nous sommes !
Comment on doit quitter la vie et tous ses maux,
C'est vous qui le savez, sublimes animaux !
A voir ce que l'on fut sur terre et ce qu'on laisse
Seul le silence est grand ; tout le reste est faiblesse.
- Ah ! je t'ai bien compris, sauvage voyageur,
Et ton dernier regard m'est allé jusqu'au coeur !
Il disait : " Si tu peux, fais que ton âme arrive,
A force de rester studieuse et pensive,
Jusqu'à ce haut degré de stoïque fierté
Où, naissant dans les bois, j'ai tout d'abord monté.
Gémir, pleurer, prier est également lâche.
Fais énergiquement ta longue et lourde tâche
Dans la voie où le Sort a voulu t'appeler,
Puis après, comme moi, souffre et meurs sans parler.

Δεν υπάρχουν σχόλια: