Ξερά ήσαν τα φύλλα και μαραμένα -
Ωχρά ήσαν τα φύλλα και μαραμένα.
Ήτανε νύχτα ενός έρημου Οκτωβρίου
Του έτους του πιο μακρινού στη μνήμη.
Ήταν πολύ κοντά στη θολερή λίμνη του Όμπερ
Καταμεσής στις καταχνιές του Βέιρ -
Στο υγρό έλος κάτω εκεί του Όμπερ,
Στα δάση εκεί με τους βρυκόλακες του Βέιρ.
The skies they were ashen and sober;
The leaves they were crispéd and sere—
The leaves they were withering and sere;
It was night in the lonesome October
Of my most immemorial year;
It was hard by the dim lake of Auber,
In the misty mid region of Weir—
It was down by the dank tarn of Auber,
In the ghoul-haunted woodland of Weir.
Με την ψυχή μου εδώ κάποτε περιπλανήθηκα.
Σε μια αλέα γιγάντια κυπαρισσιών -
Κυπαρισσιών, με την Ψυχή, την Ψυχή μου.
Ημέρες τότε που η καρδιά μου ήταν ηφαίστειο
Ως ποταμοί σκουριάς που ρέουν -
Ως λάβες ακατάπαυστα που ρέουν
Τα ρεύματά τους τα θειώδη πλάι στο Γιάανεκ
Μέσα στα πιο απόμακρα μέρη του πόλου -
Που αφήνουν βογγητά διαβρέχοντας το Όρος Γιάανεκ
Στο βασίλειο μέσα του βόρειου πόλου.
Here once, through an alley Titanic,
Of cypress, I roamed with my Soul—
Of cypress, with Psyche, my Soul.
These were days when my heart was volcanic
As the scoriac rivers that roll—
As the lavas that restlessly roll
Their sulphurous currents down Yaanek
In the ultimate climes of the pole—
That groan as they roll down Mount Yaanek
In the realms of the boreal pole.
Τα λόγια μας ήτανε σοβαρά και ήρεμα,
Μα οι σκέψεις μας παράλυτες και σκυθρωπές -
Δολερές οι μνήμες μας και σκυθρωπές -
Διότι, δεν γνωρίζαμε πως ήτανε Οκτώβριος,
Και ποια η νύχτα αυτή του έτους
(Ω, νύχτα όλων των νυχτών του έτους!) -
Δεν είχαμε προσέξει τη σκιερή λίμνη του Όμπερ
(Κι ας είχαμε οδοιπορήσει εδώ κάποτε) -
Δε θυμηθήκαμε το υγρό έλος του Όμπερ,
Μήτε τα δάση εκεί με τους βρυκόλακες του Βέιρ.
Our talk had been serious and sober,
But our thoughts they were palsied and sere—
Our memories were treacherous and sere—
For we knew not the month was October,
And we marked not the night of the year—
(Ah, night of all nights in the year!)
We noted not the dim lake of Auber—
(Though once we had journeyed down here)—
We remembered not the dank tarn of Auber,
Nor the ghoul-haunted woodland of Weir.
Και τώρα καθώς εγέραζε η νύχτα
Και οι δείκτες των άστρων έδειχναν αυγή -
Και οι δείκτες των άστρων εσήμαιναν αυγή -
Ενώ τελείωνε η μικρή μας περιδιάβαση,
Μια σκιερή λάμψη εφάνη στάζοντας,
Κι από μέσα της θαυμαστή αναδύθηκε
Ημισέληνος με διπλό κέρας -
Της Αστάρτης διαμαντένια ημισέληνος
Ευδιάκριτη με το διπλό της κέρας.
And now, as the night was senescent
And star-dials pointed to morn—
As the star-dials hinted of morn—
At the end of our path a liquescent
And nebulous lustre was born,
Out of which a miraculous crescent
Arose with a duplicate horn—
Astarte's bediamonded crescent
Distinct with its duplicate horn.
Κι είπα: «Είναι θερμότερη από την Αρτέμιδα:
Περιστρέφεται μέσα ς’ αιθέρα αναστεναγμών -
Αγάλλεται μέσα σε τόπο αναστεναγμών:
Είδε να υγραίνουν ακόμη τα δάκρυα
Αυτά τα μάγουλα, όταν αθάνατο ζει το σκουλήκι.
Κι ήρθε σ’ εμάς από τ’ άστρα του Λέοντος
Να μας δείξει το δρόμο των ουρανών -
Την ειρήνη της Λήθης των ουρανών -
Ήρθε ως εδώ αψηφώντας τον Λέοντα,
Να μας θαμπώσει με τα λαμπερά της μάτια -
Ήρθε από τη μονιά του Λέοντος
Με την αγάπη μες στα φωτεινά της μάτια».
And I said—"She is warmer than Dian:
She rolls through an ether of sighs—
She revels in a region of sighs:
She has seen that the tears are not dry on
These cheeks, where the worm never dies,
And has come past the stars of the Lion
To point us the path to the skies—
To the Lethean peace of the skies—
Come up, in despite of the Lion,
To shine on us with her bright eyes—
Come up through the lair of the Lion,
With love in her luminous eyes."
Μα η Ψυχή ανασηκώνοντας το δάχτυλο,
Είπε: «Θλίβομαι, μα το άστρο αυτό δεν εμπιστεύομαι -
Παράξενο, μα τη χλωμάδα του δεν εμπιστεύομαι -
Ω, βιάσου! - ω, ας μην καθυστερούμε!
Ω, τρέξε! - ας τρέξουμε! - έτσι πρέπει».
Με τρόμο εμίλησε, αφήνοντας τα φτερά της
Να σωριαστούν ώσπου εσύρθηκαν στη σκόνη -
Με αγωνία εγόγγυξε, αφήνοντας τα φτερά της
Να σωριαστούν ώσπου εσύρθηκαν στη σκόνη -
Ώσπου θλιβερά εσύρθηκαν στη σκόνη.
But Psyche, uplifting her finger,
Said—"Sadly this star I mistrust—
Her pallor I strangely mistrust:—
Oh, hasten! oh, let us not linger!
Oh, fly!—let us fly!—for we must."
In terror she spoke, letting sink her
Wings till they trailed in the dust—
In agony sobbed, letting sink her
Plumes till they trailed in the dust—
Till they sorrowfully trailed in the dust.
Αποκρίθηκα: «Δεν είναι παρά ένα όνειρο:
Ας περπατήσουμε προς το τρεμάμενο φως!
Ας πλυθούμε μ’ αυτό το κρυστάλλινο φως!
Το θάμπος του αυτή τη νύχτα μ’ αχτίνες
Συβιλλικές στέλνει Ομορφιά κι Ελπίδα! -
Δες! - τρέμοντας ανεβαίνει τον ουρανό μέσα στη νύχτα!
Α, σίγουροι ας εμπιστευτούμε τη λάμψη του,
Κι ας είμαστε ήσυχοι, θα μας οδηγήσει σωστά -
Σίγουροι ας εμπιστευτούμε μια λάμψη,
Που ασφαλώς θα μας οδηγήσει σωστά,
Αφού τρέμοντας ανεβαίνει τα Ουράνια μέσα στη νύχτα».
I replied—"This is nothing but dreaming:
Let us on by this tremulous light!
Let us bathe in this crystalline light!
Its Sybilic splendor is beaming
With Hope and in Beauty to-night:—
See!—it flickers up the sky through the night!
Ah, we safely may trust to its gleaming,
And be sure it will lead us aright—
We safely may trust to a gleaming
That cannot but guide us aright,
Since it flickers up to Heaven through the night."
Γαλήνεψα έτσι την Ψυχή και την εφίλησα,
Και εξεγέλασα τη μαύρη της μελαγχολία -
Τους φόβους έσβησα και τη μαύρη της μελαγχολία.
Και περπατήσαμε ως το τέλος της αλέας,
Όμως μας εσταμάτησε η θύρα ενός τάφου -
Μια επιγραφή στη θύρα ενός τάφου.
Κι είπα: «Τι γράφει εκεί, γλυκιά αδελφή μου,
Η επιγραφή τι γράφει στη θύρα του τάφου;»
Κι εκείνη απάντησε: «Ουλαλούμ - Ουλαλούμ -
Είναι η κρύπτη της χαμένης Ουλαλούμ!»
Thus I pacified Psyche and kissed her,
And tempted her out of her gloom—
And conquered her scruples and gloom:
And we passed to the end of the vista,
But were stopped by the door of a tomb—
By the door of a legended tomb;
And I said—"What is written, sweet sister,
On the door of this legended tomb?"
She replied—"Ulalume—Ulalume—
'Tis the vault of thy lost Ulalume!"
Έγινε τότε σκυθρωπή η καρδιά μου μέσα στη στάχτη,
Όπως τα φύλλα που ήσαν ξερά και μαραμένα -
Όπως τα φύλλα που ήσαν ωχρά και μαραμένα,
Κι εφώναξα: «Οκτώβριος ήταν δίχως άλλο
Αυτή την ίδια νύχτα του άλλου χρόνου
Όταν οδοιπορούσα - εδώ οδοιπορούσα -
Φέρνοντας ένα φοβερό φορτίο εδώ -
Αυτή τη νύχτα όλων των νυχτών του χρόνου,
Α, ποιοι δαιμόνοι με παρέσυραν εδώ;
Τώρα αναγνωρίζω καθαρά τη θολερή λίμνη του Όμπερ -
Εδώ καταμεσής στις καταχνιές του Βέιρ -
Τώρα αναγνωρίζω, τώρα, αυτό το υγρό έλος του Όμπερ,
Αυτά τα δάση εκεί με τους βρυκόλακες του Βέιρ».
Then my heart it grew ashen and sober
As the leaves that were crispèd and sere—
As the leaves that were withering and sere,
And I cried—"It was surely October
On this very night of last year
That I journeyed—I journeyed down here—
That I brought a dread burden down here—
On this night of all nights in the year,
Oh, what demon has tempted me here?
Well I know, now, this dim lake of Auber—
This misty mid region of Weir—
Well I know, now, this dank tarn of Auber—
In the ghoul-haunted woodland of Weir."
Μετάφραση: Στέφανος Μπεκατώρος
Edgar Allan Poe
Πόε
Τόμος Α’
Ποιήματα – Κριτική – Επιστολές
Εκδόσεις Πλέθρον 1991
Πόε
Τόμος Α’
Ποιήματα – Κριτική – Επιστολές
Εκδόσεις Πλέθρον 1991
-:-
Εδώ τελειώνει η μετάφραση του Στέφανου Μπεκατώρου. Υπάρχει όμως μια στροφή ακόμη, την οποία παραθέτω κατωτέρω σε μετάφραση του Μπάμπη Ζαφειράτου.
Τα μακάβρια του βάλτου στοιχειά —
Σπλαχνικά πικραμένα στοιχειά —
Που να φράξουν το δρόμο μας πάνε
Στην απόκρυφη ετούτη ερημιά —
Σε ό,τι κρύβει ετούτη η ερημιά —
Κι έχουν σύρει ένα φάσμα-πλανήτη
Απ’ τη λίμπο θλιμμένων ψυχών —
Λαμπερό κολασμένο πλανήτη
Απ’ την Κόλαση πλανόδιων ψυχών;»
Said we, then—the two, then—"Ah, can it
Have been that the woodlandish ghouls—
The pitiful, the merciful ghouls—
To bar up our way and to ban it
From the secret that lies in these wolds—
From the thing that lies hidden in these wolds—
Had drawn up the spectre of a planet
From the limbo of lunary souls—
This sinfully scintillant planet
From the Hell of the planetary souls?"
Αντιγράφω από το άρθρο της ΚΑΤΙΟΥΣΑ, το οποίο περιέχει όλο το ποίημα μεταφρασμένο από τον Μπάμπη Ζαφειράτο (http://www.katiousa.gr/logotechnia/poiisi/ulalume-i-megalofyis-poiitiki-syllipsi-tou-poe-gia-mia-tragodia-dihos-telos/)
Εν αρχή η τελευταία στροφή
Το Ουλαλούμ με τις 10 στροφές πρωτοδημοσιεύτηκε στο American Review, 6 Δεκ. 1847, ανώνυμα, με τον πλήρη τίτλο του: To – – –. Ulalume: a Ballad.
Τα κενά στην αφιέρωση (Στον… ή Στην…), η οποία εμφανίζεται και στη συγκεντρωτική έκδοση Works (1850), πιθανόν να αντιπροσωπεύουνε τα: C.P. Bronson ή M.E. Bronson, παραγγελιοδόχους του ποιήματος (βλ. κάτω).
Το ποίημα είναι γνωστότερο ως Ουλαλούμ (Ulalume) ή Ουλαλούμ: Μπαλάντα (Ulalume: a Ballad), όπως είχε τιτλοφορηθεί σε άλλες δημοσιεύσεις.
Η τελευταία στροφή παραλείπεται σε κάποιες εκδόσεις των έργων του Πόε (π.χ. Works, 1850), αλλά και σε πολλές συγκεντρωτικές στο εξωτερικό (π.χ. The poems of Edgar Allan Poe, Λονδίνο, 1900), όπως και σε σημερινές εκδόσεις στα καθ’ ημάς.
Η ιδέα-πρόταση για την αφαίρεση αυτής της στροφής ανήκει στη Σάρα Ουίτμαν (Σάρα Έλεν Πάουερ Ουίτμαν, 19 Ιαν. 1803 – 27 Ιουν. 1878), ποιήτρια, δοκιμιογράφο, πνευματίστρια και ρομαντικό φλερτ του Πόε, αφού το συναίσθημα είναι προφανώς άχαρο για μια αρραβωνιαστικιά. Η Σάρα Ουίτμαν, αργότερα, αναγνώρισε το λάθος της. Και ο Πόε επίσης.
Αλλά δεν ήταν εύκολο να δημοσιεύσει ένα ποίημα «δυσνόητο», αφού έτσι βιοποριζόταν και το οποίο είχε ήδη απορριφθεί στην πρώτη του απόπειρα δημοσίευσης.
Η δυσκολία πρόσληψης διαφαίνεται σε σημείωμα του ίδιου του Πόε, τον Σεπ. του 1849 (ένα μήνα πριν πεθάνει), προς την κυρία Σούζαν Ίνγκραμ (Susan V. C. Ingram, 1831–1917), την επομένη μιας απαγγελίας του στο Νόρφολκ.
Σε αυτό το σημείωμα, που συνοδεύει χειρόγραφό του της Ουλαλούμ και περιλαμβάνει την επίμαχη στροφή, δεν κρύβει την ενόχλησή του, παρά την προσπάθειά του να το διασκεδάσει, για «μικροεπεισόδιο» που έλαβε χώρα κατά την απαγγελία του, πιθανόν εξαιτίας αυτής της τελευταίας στροφής:
Δευτέρα βράδυ [10 Σεπ. 1849]
Έχω μεταγράψει το Ulalume με μεγάλη χαρά, αγαπητή κυρία Ίνγκραμ –αφού είμαι βέβαιος πως θα έκανα οτιδήποτε μου ζητούσατε– αλλά φοβάμαι ότι θα βρείτε την έκδοση ελαφρώς πιο κατανοητή σήμερα στο χειρόγραφό μου από ό,τι χθες το βράδυ στην απαγγελία μου. Θα προσπαθούσα να σας εξηγήσω αυτό που πραγματικά εννοούσα –ή τι πραγματικά φαντάστηκα ότι εννοούσα με το ποίημα– αν δεν θυμόμουν τα πικρόχολα και μάλλον απλοϊκά σχόλια του Δρ Τζόνσον σχετικά με το αν άξιζε κάτι ερμηνείας που θα έπρεπε να ερμηνευτεί. Αφήνω το Ulalume στη μοίρα του, επομένως και σε καλά χέρια,
Ειλικρινά δικός σας
Έντγκαρ Α. Πόε
Ένας λόγος ακόμη για τον οποίον ο Πόε δεν την έδινε για δημοσίευση είναι πως φοβόταν, όπως έχει αφηγηθεί αργότερα η ίδια η Σούζαν Ίνγκραμ, ότι δεν θα ήταν τόσο ξεκάθαρο το νόημα, όσο ήταν για τον ίδιον.
Τελικά πόσο δίκιο είχε η Ουίτμαν και όσοι (π.χ. Άλντους Χάξλεϋ, Γ. Χ. Ώντεν) κατηγορήσανε τον Πόε, για «ασάφεια» ή κενούς νοήματος ήχους ή για το ότι δεν προσφέρει τίποτα παραπάνω στην όλη σύνθεση;
Η στροφή (10) προσδίδει μια ιδιαίτερη –μεγάλη θα έλεγα– γοητεία, παρά τη σχετική νοηματική δυσκολία της. Στο τέλος καταθέτω τη δική μου εκδοχή.
Η μεγαλοφυής σύλληψη της Ουλαλούμ σε μια τραγωδία δίχως τέλος
Και μπαίνουμε στην επίμαχη, «λογοκριμένη» από την κυρία Ουίτμαν, αυτολογοκριμένη από τον Πόε και λοιδωρημένη από ειδήμονες, τελευταία στροφή.
Λίγο πιο πριν (στρ. 6), η Ψυχή δυσπιστεί στον λαμπρό μισοφέγγαρο μηνίσκο της ερωτικής Αστάρτης, με τις δυο χρυσές άκρες του, φοβάται ότι κάτι κακό θα δούνε και σέρνεται στη σκόνη, μαζί με την όποια ελπίδα· μα στο μυαλό η ελπίδα ποτέ δεν πεθαίνει, ο καταραμένος ήρωας ηρεμεί την ψυχή του και την παρακαλεί να τραβήξουν το δρόμο τους, ώσπου θα βρεθούνε μπροστά στη σκληρή αλήθεια του τάφου της αγαπημένης του Ουλαλούμ (στρ. 8).
Κι ενώ στην προτελευταία στροφή (9) το ποίημα δείχνει να έχει ολοκληρωθεί με τον αμετάκλητο θάνατο, που είχε συμβεί ένα χρόνο πριν, έρχεται η ανατροπή:
Ο ήρωας αρνιέται να δεχτεί τη λογική της Ψυχής, που δεν είναι άλλη από τη φωνή της ψυχής του. Γιατί η ψυχή του πονάει έναν ολόκληρο χρόνο. Μα η «ψυχή» της λογικής του δεν αποδέχεται την απώλεια. Και δεν είναι πως δεν θυμάται. Άλλωστε, δεν τον έφεραν τυχαία τα βήματά του εκεί! «…Είχε έρθει κάποια άλλη φορά» (στρ. 3).
Γι’ αυτό και θέλει να συνεχίσει, παναπεί να περάσει στον κόσμο των νεκρών. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στο Χαλογουίν, όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν. Όπου οι ζωντανοί συναντάνε τους πεθαμένους και αντιστρόφως.
Μα δεν θα βρει ποτέ τη γιατρειά του θανάτου. Τα μακάβρια, αλλά «σπλαχνικά», προστατευτικά στοιχειά του δάσους, που ύψωσαν το φράγμα του πλανήτη της Αστάρτης-Αφροδίτης, της θεάς του έρωτα, για να τον εμποδίσουν να δει τον τάφο της Ουλαλούμ, αφού αυτός την κουβαλάει μες στο μυαλό του ολοζώντανη, θα γίνουν ταυτόχρονα οι αιώνιοι τιμωροί του: Θα κρατήσουν άσβηστη τη λαχτάρα του να βρεθεί ψυχή τε και σώματι στην άλλη όχθη, στο πλευρό της νεκρής του αγάπης.
Ο ήρωας του Πόε είναι ένας νεκρός που δεν ανήκει στον κόσμο των ζωντανών και ένας ζωντανός που δεν μπορεί να περάσει στον κόσμο των νεκρών εκεί που πραγματικά (θα ήθελε να) ανήκει.
Η τραγωδία της απώλειας στην Ουλαλούμ δεν έχει τέλος!
Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιαν. 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου