Του 'χανε πει
για κάποιους που μακριά, πίσω απ' τα
σίδερα, περνάγανε τις μέρες τους
φυλακισμένοι, τις νύχτες τους σαν να
'ταν κάθε νύχτα η τελευταία. Όσο κι αν
προσπάθησε, τα πρόσωπά τους μένανε
δυσδιάκριτα (ίσως γιατί μεσολαβούσε η
θάλασσα, ίσως γιατί τα είχαν πια ξεπλύνει
οι βροχές) αχνό το κάθε πρόσωπο, ένα
περίγραμμα μονάχα, σαν τη σκιά του
κεφαλιού που πέφτει την αυγή στον τοίχο,
την ώρα που οι αχτίνες προχωράν βαριές
ακόμα, παράλληλα στα ηλεκτροφόρα σύρματα,
κάθετα στους όρθιους άντρες (ίσως και
γυναίκες) αχνοφωτίζοντας τους και
ξανθαίνοντάς τους τα μαλλιά.
Νήστεψε δύο
μέρες για να τους στείλει παξιμάδια και
γαλέτες, παρόλο που δεν είχανε ανάγκη,
έτσι κι αλλιώς θα βρίσκανε τη δύναμη να
περπατήσουν ως τον τοίχο, μα τα 'στειλε
σε δέμα προσεχτικά συσκευασμένο και το
όνομα του αγνώστου παραλήπτη του φάνταξε
σαν σύνθημα, να μπεις σ' ένα στρατόπεδο
πολιορκημένο, που ξέρεις (ή φαντάζεσαι
πως ξέρεις) τη σημαία του – σ' αυτούς
τους δύσκολους καιρούς την έχουν κρύψει
βέβαια και κάποιος πρέπει να την έχει
τυλιγμένη κάτω απ' τη φανέλατου, ή θα
την έχουν σκίσει και θα μοιράσαν τα
κομμάτια της και θα 'ναι τώρα τα κομμάτια,
δήθεν μπαλώματα στις φόδρες.
Και κει, την
ώρα που έγραφε τον τόπο προορισμού (ένα
σημείο τομής μεσημβρινού και παραλλήλου,
τυχαία συνάντηση δυό ποντοπόρων πλοίων)
την ώρα εκείνη μια σκιά απόχτησε ένα
πρόσωπο εντελώς συγκεκριμένο υπαρκτό
– όπως ένα πηγάδι με το μάγγανο, τον
κουβά και του σκοινιού τις αυλακιές στο
φιλιατρό.
Παρίσι, 1972 –
1974
ΑΡΗΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
(1941 – 1974)
ΤΡΙΤΗ
ΕΚΔΟΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΥΨΙΛΟΝ/ΒΙΒΛΙΑ 1991
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου