.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΡΟΒΙΝΣΩΝΑ ΚΡΟΥΣΟΥ – MICHEL TOURNIER



Εκεί ήταν! Να εκεί, βλέπετε, στ' ανοιχτά του Τρινιτά(1), σε βόρειο γεωγραφικό πλάτος 9 μοίρες & 22'. Δεν γίνεται να κάνω λάθος!
Ο μεθυσμένος χτυπούσε με το μαυριδερό του δάχτυλο ένα κουρελιασμένο κομμάτι γεωγραφικού χάρτη, γεμάτο λαδιές και κάθε μια από τις γεμάτες πάθος διαβεβαιώσεις του ξεσήκωνε το γέλιο των ψαράδων και των λιμενεργατών που κάθονταν γύρω από το τραπέζι μας.
Τον ήξεραν. Έχαιρε μιας ιδιαίτερης εκτίμησεως. Ήταν μέρος του ντόπιου φολκλόρ. Τον είχαμε καλέσει να πιεί μαζί μας για ν' ακούσουμε από τη βραχνή φωνή του μερικές απ' τις ιστορίες του. Όσο για την περιπέτειά του, ήταν συγκλονιστική και συγχρόνως ένα τυπικό δείγμα του είδους, όπως συμβαίνει συνήθως.
Σαράντα χρόνια πριν είχε χαθεί στη θάλασσα ακολουθώντας τόσους και τόσους άλλους. Είχαν γράψει το όνομά του στο εσωτερικό της εκκλησίας, μαζί με τα ονόματα των άλλων μελών του πληρώματος στο οποίο ανήκε. Έπειτα τον είχαν ξεχάσει.
Όχι όμως σε σημείο να μην τον αναγνωρίσουν όταν εμφανίστηκε πάλι ύστερα από είκοσι δύο χρόνια, ορμητικός κι αναμαλλιασμένος παρέα μ' ένα νέγρο. Η ιστορία που ξεφούρνιζε σε κάθε ευκαιρία ήταν καταπληκτική. Μοναδικός επιζήσας από το ναυάγιο του πλοίου του, θα είχε μείνει μόνος σ' ένα νησί γεμάτο κατσίκες και παπαγάλους, χωρίς αυτόν το νέγρο που τον είχε σώσει, όπως έλεγε, από μια ορδή κανιβάλων. Τελικά τους είχε περιμαζέψει μια αγγλική γολέτα κι είχε γυρίσει αφού εν τω μεταξύ είχε αποκτήσει μια μικρή περιουσία χάρη σε διάφορα εμπόρια, αρκετά εύκολα στη θάλασσα της Καραϊβικής εκείνη την εποχή.
Όλος ο κόσμος είχε γιορτάσει το γυρισμό του. Είχε παντρευτεί μια μικρή που θα μπορούσε να ήταν κόρη του και η καθημερινή ζωή είχε φαινομενικά σκεπάσει αυτή την παρένθεση, που ένα καπρίτσιο της μοίρας είχε ανοίξει στο παρελθόν του και έχασκε αλλόκοτη, γεμάτη από τροπική βλάστηση και κραυγές πουλιών.
Ναι, φαινομενικά, γιατί στην πραγματικότητα από χρόνο σε χρόνο, μια αδυσώπητη δύναμη έμοιαζε να κατατρώει από μέσα την οικογενειακή ζωή του Ροβινσώνα. Ο Παρασκευάς, ο μαύρος υπηρέτης, είχε υποκύψει πρώτος. Μετά από ένα διάστημα – μηνών – άμεμπτης συμπεριφοράς, άρχισε να πίνει, διακριτικά στην αρχή, αργότερα με όλο και πιο προκλητικότερο τρόπο. Κοντά σ' αυτό ήρθε να προστεθεί κι η υπόθεση των δύο ανύπαντρων κοριτσιών που γέννησαν σχεδόν ταυτόχρονα δύο μιγαδάκια μιας απροκάλυπτης ομοιότητας και των οποίων την περίθαλψη ανέλαβε το ίδρυμα του Αγίου Πνεύματος. Το διπλό έγκλημα δεν ήταν κιόλας υπογεγραμμένο;
Ο Ροβινσώνας όμως είχε υπερασπιστεί τον Παρασκευά με μια περίεργη λύσσα. Γιατί δεν τον έστελνε πίσω; Ποιο – ανομολόγητο ίσως – μυστικό τον έδενε με το νέγρο;
Τέλος, σημαντικά ποσά είχαν κλαπεί από το σπίτι του γείτονά του και πριν ακόμα υποψιαστούν τον ένοχο, ο Παρασκευάς είχε εξαφανιστεί.
-Τον ηλίθιο! είχε σχολιάσει ο Ροβινσώνας. Αν ήθελε λεφτά για να φύγει, δεν είχε παρά να μου το ζητήσει!
Και είχε προσθέσει ασυλλόγιστα:
-Εξάλλου, ξέρω καλά για που έφυγε!
Το θύμα της κλοπής αρπάχτηκε από αυτή την κουβέντα και απαίτησε από τον Ροβινσώνα ή να του επιστρέψει τα χρήματά του ή διαφορετικά να του παραδώσει τον κλέφτη. Ο Ροβινσώνας, μετά από χαλαρή αντίσταση, είχε πληρώσει.
Αλλά από εκείνη την ημέρα τον έβλεπαν να σέρνεται στις αποβάθρες και τα καπηλειά του λιμανιού, όλο και πιο σκυθρωπός, επαναλαμβάνοντας κάπου κάπου:
-Γύρισε πίσω! Ναι, είμαι βέβαιος, εκεί 'ναι ο αλήτης τούτη τη στιγμή!
Γιατί ήταν αλήθεια ότι ένα ανείπωτο μυστικό τον έδενε με τον Παρασκευά, κι αυτό το μυστικό ήταν κάποιο πράσινο σημάδι που προστέθηκε μετά την επιστροφή τους από έναν χαρτογράφο του λιμανιού στην μπλε θάλασσα της Καραϊβικής. Αυτό το νησί ήταν στο κάτω κάτω η νιότη του, η ωραία περιπέτειά του, ο υπέροχος και μοναχικός κήπος του! Τι περίμενε κάτω απ αυτόν το βροχερό ουρανό, σ' αυτή τη βαλτωμένη πόλη, ανάμεσα σ' αυτούς τους μεγαλέμπορους και τους συνταξιούχους;
Η νεαρή γυναίκα του, με την εξυπνάδα που διαθέτει μόνο η καρδιά, μάντεψε πρώτη την παράξενη και θανάσιμη λύπη του.
-Στενοχωριέσαι, το βλέπω καλά. Έλα, ομολόγησε ότι το νοσταλγείς!
-Εγώ; Τρελή θα είσαι. Ποιον, τι νοσταλγώ;
-Το ερημονήσι σου, βέβαια! Και ξέρω τι σε κρατάει και δεν φεύγεις από αύριο κιόλας. Το ξέρω, πήγαινε! Εγώ σε κρατώ!
Διαμαρτυρόταν έντονα, αλλά όσο δυνατότερα φώναζε εκείνος, τόσο πιο βέβαιη ήταν ότι είχε δίκιο.
Τον αγαπούσε τρυφερά και δεν είχε ποτέ τη δύναμη να του αρνηθεί τίποτα. Πέθανε. Αμέσως πούλησε το σπίτι και το χωράφι του και ναύλωσε ένα ιστιοφόρο για την Καραϊβική.
Πέρασαν χρόνια κι άρχισαν πάλι να τον ξεχνούν. Όταν όμως ξαναγύρισε, ήταν ακόμα πιο αλλαγμένος απ' ό,τι μετά το πρώτο του ταξίδι.
Είχε ταξιδέψει ως βοηθός μαγείρου σ' ένα παλιό φορτηγό. Ένας άντρας γερασμένος, τσακισμένος, μισοπνιγμένος στο αλκοόλ.
Τα λεγόμενά του ξεσήκωναν τη γενική θυμηδία. Ά-φα-ντο! Παρ' όλες τις μανιώδεις αναζητήσεις, μήνες και μήνες, το νησί του είχε παραμείνει άφαντο. Είχε εξαντληθεί σ' αυτή τη μάταιη εξερεύνηση με μια απελπισμένη λύσσα, ξοδεύοντας τις δυνάμεις του και τα λεφτά του, για να ξαναβρεί αυτή τη γη της ευτυχίας και της ελευθερίας που έμοιαζε καταποντισμένη για πάντα.
-Κι όμως εκεί ήταν! Επαναλάμβανε για άλλη μια φορά απόψε, χτυπώντας το δάχτυλο πάνω στο χάρτη του.
Τότε ένας γέρος τιμονιέρης ξέκοψε από τους άλλους κι ήρθε και τον έπιασε από τον ώμο.
-Ροβινσώνα, να σου πω κάτι; Το έρημο νησί σου, και βέβαια βρίσκεται πάντα εκεί. Και μάλιστα μπορώ να σε βεβαιώσω ότι στην πραγματικότητα το ξαναβρήκες!
-Το ξαναβρήκα; Ο Ροβινσώνας πνίγηκε απο συγκίνηση. Μα αφού σου λέω...
-Το ξαναβρήκες. Κι ίσως πέρασες και δέκα φορές από μπροστά του. Αλλά δεν το αναγνώρισες.
-Δεν το αναγνώρισα;
-Όχι, γιατί το νησί σου έγινε σαν και σένα: γέρασε! Ε βέβαια, το λουλούδι, βλέπεις, γίνεται καρπός κι ο καρπός καινούριο δέντρο, και το καινούριο δέντρο ξεραίνεται. Όλα αλλάζουν πολύ γρήγορα στους τροπικούς. Κι εσύ; Κοιτάξου σ' έναν καθρέφτη ανόητε! Και πες μου, σ' αναγνώρισε το νησί σου, όταν πέρασες από μπροστά του;
Ο Ροβινσώνας δεν κοιτάχτηκε σε καθρέφτη, η συμβουλή ήταν περιττή. Γύρισε μόνο και κοίταξε όλους αυτούς τους άντρες μ' ένα πρόσωπο τόσο θλιμμένο και βλοσυρό, ώστε το κύμα του γέλιου που πήγε να ξεσπάσει πιο δυνατό κόπηκε απότομα και μια μεγάλη σιωπή απλώθηκε στο καφενείο.

_____________
1.Τρινιτά: Το νοτιότερο νησί των μικρών Αντιλλών, στον Ατλαντικό. (σ.τ.μ.)


MICHEL TOURNIER
Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΑΝΤΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: