.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Η ΑΡΧΗ – JULIUS EVOLA



Δια την κατανόηση τόσο του παραδοσιακού πνεύματος, όσο και του σύγχρονου πολιτισμού ως άρνηση τούτου, πρέπει ν' αρχίσουμε από ένα θεμελιώδες σημείο: από την δοξασιά των δύο φύσεων αυτών. Υπάρχει μια φυσική και μια μεταφυσική τάξις. Υπάρχει η θνητή φύσις και η φύσις των αθανάτων. Υπάρχει η ανώτερη διανόηση του «υπάρχειν» και εκείνη η κατώτερη του «γίγνεσθαι». Πιο γενικά: υπάρχει ένας κόσμος ορατός και απτός και πριν, εκείθεν αυτού, υπάρχει και το αόρατο και μη απτό, ωσάν υπερκόσμος, αρχή και αληθής ζωή.
Πανταχού στον κόσμο της παράδοσης, σε Ανατολή και Δύση, με μια μορφή ή με άλλη, υπήρξε πάντα παρούσα αυτή η γνώσις ωσάν ένας άξονας πανσταθής, γύρω από τον οποίο όλα τα υπόλοιπα ήσαν οργανωμένα.
Λέμε γνώση και όχι «θεωρία». Παρ' όσον στους σύγχρονους είναι δύσκολο να κατανοηθή, πρέπει να ξεκινήσουμε από την ιδέα ότι ο παραδοσιακός άνθρωπος γνώριζε για την ύπαρξη ενός είδους του «υπάρχειν» πολύ πιο εκτεταμένο από εκείνο στο οποίο σήμερα αντιστοιχεί κατά κανόνα η λέξις «υπαρκτό». Σήμερα, σαν πραγματικότητα, κατά βάθος, δεν εννοείται τίποτε περισσότερο, που παν ξεπερνά τον κόσμο της ύλης στον χώρο και τον χρόνο. Βέβαια, υπάρχει ακόμη αυτός που παραδέχεται και κάτι πέρα από το αισθητό: Μα εφόσον βρίσκεται πάντα στον τίτλο μιας υπόθεσης ή ενός επιστημονικού νόμου, μιας θεωρητικής ιδέας ή ενός θρησκευτικού δόγματος, αυτό το κάτι που εκείνος παραδέχεται, πράγματι δεν ξεπερνά αυτόν τον περιορισμό: Πρακτικώς, δηλαδή σαν άμεση εμπειρία, όποια και να είναι η απόσταση των υλιστικών και πνευματικών πεποιθήσεών του, ο σύγχρονος κανονικός άνθρωπος σχηματίζει την εικόνα της πραγματικότητας μόνο σε σχέση με τον κόσμο της ύλης.
Ο πραγματικός υλισμός προς κατηγορία στους συγχρόνους είναι αυτός: οι άλλοι υλισμοί τους, εννοώντας ιδέες φιλοσοφικές ή επιστημονικές, συγκροτούν δευτερεύοντα φαινόμενα. Για τον πρώτο υλισμό, δεν γίνεται λοιπόν ζήτημα μιας ιδέας ή μιας θεωρίας, μα σ' αυτήν ειδικά τη φύση ενός ανθρώπινου τύπου, του οποίου η εμπειρία δεν δύναται παρά ν' αντιληφθή υλικά πράγματα. Δι' αυτό τον λόγο, μέγα μέρος από τις σύγχρονες διανοητικές επαναστάσεις εναντίον των υλιστικών απόψεων, ανήκει στις ανώφελες αντιδράσεις εναντίον τελικών και περιφερειακών αποτελεσμάτων μακρινών και βαθέων αιτίων που έχουν την θέση τους αλλού και όχι στις «θεωρίες».
Η εμπειρία του παραδοσιακού ανθρώπου, όπως ακόμη σήμερα, με τον τίτλο του κατάλοιπου, εκείνη (η εμπειρία) ορισμένων πληθυσμών καλούμενων «πρωτογόνων», ξεπερνούσε κατά πολύ ένα τέτοιο όριο. Το «αόρατο» παρουσιάζετο ως ένα στοιχείο το ίδιο αληθές, ή και περισσότερο, από τα δεδομένα των φυσικών αισθήσεων. Οπωσδήποτε λάμβανε υπόψιν κάθε τρόπο ζωής, είτε ατομική είτε συλλογική.
Εάν παραδοσιακά αυτό που σήμερα ονομάζεται πραγματικότης δεν ήταν λοιπόν παρά ένα είδος σ' ένα σύνολο πολύ πιο εκτεταμένο, παρά ταύτα δεν προσομοιάζετο το δίχως άλλο, το αόρατο με το «υπερφυσικό». Στην σημασία της «φύσης» παραδοσιακά δεν αντιστοιχούσε απλώς ο κόσμος της ύλης και των ορατών σχημάτων στον οποίο συγκεντρώθηκε η γερασμένη επιστήμη των συγχρόνων αλλά αντίθετα και ουσιαστικά, ένα μέρος αόρατο της ίδιας πραγματικότητας. Ήταν ζωντανή η αίσθηση ενός κόσμου «διαβολικού» κατοικούμενου από σκοτεινές και απροσδιόριστες δυνάμεις κάθε είδους – δαιμονική ψυχή της φύσης, ουσιαστικό υπόστρωμα όλων των μορφών και ενεργειών αυτής – στην οποία παρευρίσκετο αντιτιθέμενη η υπερδιανοητική και σκοτεινή καθαρότητα (των εννοιών) ενός ανωτέρου επιπέδου. Μα επιπλέον, στην «φύση» παραδοσιακά έπαιρνε μέρος επίσης ό,τι είναι μόνο ανθρώπινο, μη ξεφεύγοντας από το ίδιο πεπρωμένο της γέννησης και του θανάτου, της προσωρινότητας, της εξάρτησης και του εκφυλισμού, ιδίως στο χαμηλότερο επίπεδο.
Εξ ορισμού το είδος του «αυτό που είναι» δεν μπορεί να έχη να κάνη με καταστάσεις και συνθήκες ανθρώπινες και χρονικές: «άλλη είναι η φυλή των ανθρώπων και άλλη εκείνη των θεών» - καθ' όσον γίνεται αντιληπτό ότι η αναφορά στην ανώτερη τάξη – είδος υπεράνω του ανθρώπου θα μπορούσε να προσανατολίση εκείνη την υλοποίηση και κάθαρση του ανθρώπινου στο μη ανθρώπινο που – όπως θα δούμε – αυτή και μόνο καθιστούσε την ύπαρξη και το τέλος κάθε πολιτισμού αληθινά παραδοσιακού.
Κόσμος του υπάρχειν και κόσμος του γίγνεσθαι – των πραγμάτων, των δαιμόνων και των ανθρώπων. Εξ' άλλου, κάθε υποστατική παρουσίαση – αστρική, μυθολογική, θεολογική ή θρησκευτική – αυτών των δύο επιπέδων ξαναέστελνε τον παραδοσιακό άνθρωπο σε δύο καταστάσεις, άξιζε σαν ένα σύμβολο προς επίλυση σε μια εσωτερική εμπειρία, ή στο προαίσθημα μιας εσωτερικής εμπειρίας. Έτσι στην Ινδουιστική παράδοση και ειδικά στον Βουδισμό, η ιδέα του «samsara» - του «ρεύματος» που διοικεί και μεταφέρει κάθε μορφή του κατώτερου κόσμου – είναι στενά προσεταιρισμένη σε μια κατάσταση της ζωής ωσάν τυφλή αναζήτηση, παράλογη προσομοίωση. Εξ' ίσου, ο ελληνισμός της «φύσης» προσωποποίησε συχνά την αιώνια «στέρηση» αυτού που έχοντας έξω από τον εαυτό του την δική του αρχή και τις δικές του πράξεις, ρέει και φεύγει στον εαυτό του απροσδιόριστα – αεί ρέοντα – και εις το δικό του «γίγνεσθαι» αντιλαμβάνεται ακριβώς μια αρχική και ριζική εγκατάλειψη, ένα συνεχές οριακό ελάττωμα(1). «Ύλη» και γίγνεσθαι σε τέτοιες παραδόσεις καταδεικνύουν αυτό που σ' ένα ον ειναι απροσδιοριστία αναγκαστική ή σκοτεινή ανάγκη, ανικανότης προς ολοκλήρωση σε μαι τέλεια μορφή, να κατέχεται σ' ένα νόμο: «αναγκαίον» και «άπειρον» έλεγαν οι Έλληνες. «adharma» έλεγαν οι Ανατολικοί. Η διδασκαλία επίσης, δεν έσχε ιδέες πολύ διαφορετικές στονα αναγνωρίση ως cupiditas και appetitus innatus την ρίζα κάθε φύσης όχι καθαρής. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, ο άνθρωπος της παράδοσης ανακάλυψε λοιπόν την εμπειρία της ερευνητικής προσομοιώσεως, που σκοτεινιάζει και τραυματίζει το ον, το μυστικό εκείνης της κατάστασης, της οποίας το ασταμάτητο γίγνεσθαι και η συνεχής αστάθεια και ύπαρξη του χαμηλότερου επιπέδου, παρουσιάζονται σαν υλοποίηση κοσμικοσυμβολική.
Αντίθετα, στο να λάβη μέρος και να δώση στον εαυτό του μια μορφή, στο να έχει εις εαυτόν την αρχή μιας ζωής όχι πλέον διασπαρμένης, να μην εκκρεμή εδώ και εκεί σε αναζήτηση άλλων πραγμάτων ή άλλων για να ολοκληρωθή και να δικαιολογηθή, μιας ζωής όχι πλέον κατεστραμμένης από την ανάγκη και την παράλογη προσπάθεια προς το εξωτερικό και το διαφορετικό – με μια λέξη: στην εμπειρία της «ασκητικής» αισθάνθηκε την οδό δια να κατανοήση το άλλο επίπεδο, τον κόσμο της κατάστασης του «υπάρχειν», αυτού που δεν είναι πλέον φυσικό μα μεταφυσικό - «φύση διανοητική χωρίς ύπνο» και της οποίας ηλιακά σύμβολα, ουράνιες περιοχές, πηγές φωτός ή πυρός, νήση και ορεινά ύψη, παραδοσιακά υπήρξαν οι απεικονίσεις.
Αυτές είναι οι «δύο φύσεις» και κατενοήθη μια γέννηση κατά την μια ή κατά την άλλη, και ένα πέρασμα από την μία στην άλλη γέννηση διότι ελέχθη: «Ένας άνθρωπος είναι ένας θνητός θεός, και ο θεός ένας άνθρωπος αθάνατος»(2).
Ο παραδοσιακός κόσμος γνώρισε αυτούς τους δύο πόλους της ύπαρξης και τις οδούς που απ' τον ένα οδηγούν στον άλλο. Πέραν του κόσμου, στην ολότητα των μορφών του και ορατών και υποχθονίων, ανθρωπίνων και υπανθρωπίνων, δαιμονικών, γνώρισε λοιπόν έναν «υπερκόσμο» - υπερκοσμία – τον έναν «πτώση» του άλλου και τον άλλο «απελευθέρωση» από τον πρώτο. Γνώρισε την πνευματικότητα σαν αυτό που υπάρχει πέραν της ζωής και του θανάτου. Γνώρισε ότι η εξωτερική ύπαρξη, το «ζην» δεν είναι τίποτε, εάν δεν είναι μια προσέγγιση προς την υπερκόσμια, προς το «πλέον του ζην», εάν ο υψηλότερος της σκοπός δεν είναι η συμμετοχή σε αυτήν (την υπερκόσμια) και μια ενεργητική απελευθέρωση από τον ανθρώπινο περιορισμό. Γνώρισε ότι ψευδής είναι πάσα αρχή, άδικος και βίαιος κάθε νόμος, ανώφελος και περαστικός κάθε θεσμός, όταν δεν υπάρχουν αρχές, νόμοι και θεσμοί σύμφωνοι προς την αρχή του Υπάρχειν – εκ των άνω και προς τα κάτω.
Ο παραδοσιακός κόσμος γνώρισε την θεία Βασιλικότητα. Γνώρισε την πράξη της διεκπεραίωσης: την Έναρξη – τις δύο μεγάλες οδούς της προσέγγισης: την ηρωική δράση και τον συλλογισμό – τον μεσσιανισμό: την Τάξη και την Αφοσίωση – την μεγάλη στήριξη: τον παραδοσιακό Νόμο και την Κάστα – το γήινο σύμβολο: την Αυτοκρατορία.
Αυτές είναι οι βάσεις της ιεραρχίας και του παραδοσιακού πολιτισμού, σε όλα για όλα κατεστραμμένες από τον θριαμβεύοντα «ανθρώπινο» πολιτισμό των συγχρόνων.


_________________
1.Εκφράσεις χαρακτηριστικές στον Plotino, Ennadi, I, viii, 4-7; II, xxi, 5-8; VI, vi 18, 1, II, ix, 4 [ιταλ. Μτφρ.: Enneadi, 2 τομ., UTET, Torino, 1997]. Πρβλ. Plutarco, De Iside ed Osiride, 56, [Ιταλ. μτφρ.: Isidee e Osiride, Adelphi, Milano, 1985].
2.Πρβλ. Eraclito (εκδ. Diels, fr.62) [ιταλ.μτφρ.: Dell' origine, Gentrinelli, Milano, 1993]; Corpus Hermeticum, XII, 1.



ΙΟΥΛΙΟΣ ΕΒΟΛΑ
ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΙΤΣΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΟΓΧΗ 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: