.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Ο άγγελος του παράξενου – Edgar Allan Poe



Κρύο απομεσήμερο του Νοέμβρη. Μόλις τέλειωνα το δείπνο μου, λιγότερο απ' ό,τι συνήθως και του οποίου βασικό μέρος αποτελούσαν κάτι δύσπεπτα μανιτάρια. Καθόμουν μόνος στην τραπεζαρία με τα πόδια μπρος στο παραγώνι και τον αγκώνα σ' ένα τραπεζάκι, που είχα φέρει δίπλα στη φωτιά. Συντροφιά μου, κάτι μπουκάλες κρασί διαφόρων ειδών κι άλλα οινοπνευματώδη.
Το πρωί είχα διαβάσει τον Λεωνίδα του Γκλόβερς, την Επιγονιάδα του Ουίλκι, το Προσκύνημα του Λαμαρτίνου, την Κολομβιάδα του Μπάρλοου, τη Σικελία του Τάκερμαν και τα Περίεργα κι αξιοθέατα του Γκρίσουολντ. Για να πω την αλήθεια, αισθανόμουν ελαφρά αποβλακωμένος. Προσπαθούσα απεγνωσμένα να μην αποκοιμηθώ και μη μπορώντας κατέφυγα σε μια εφημερίδα εκεί δίπλα μου. Αφού διάβασα προσεκτικά τη στήλη Ενοικιάσεις σπιτιών κι ύστερα τη στήλη των Απολωλότων σκύλων κι ακόμα τις άλλες δύο των Αγνοουμένων γυναικών και παιδιών, αποφάσισα να πιέσω τον εαυτό μου να διαβάσω το κύριο άρθρο απ' την αρχή μέχρι το τέλος. Δεν κατάλαβα γρυ. Ξάφνου μου 'ρθε μαι ιδέα: ότι το άρθρο θα μπορούσε να έχει γραφεί κινέζικα. Άρχισα να το ξαναδιαβάζω, λοιπόν, απ' το τέλος προς την αρχή. Καμιά διαφορά. Ήμουν έτοιμος να το παρατήσω αηδιασμένος,

Αυτό το τετρασέλιδο, το συμπαθητικό,
Που κι η ίδια η κριτική αποαξιοί να κρίνει.

όταν την προσοχή μου τράβηξε η ακόλουθη παράγραφος: «Πολλοί και παράξενοι οι δρόμοι που οδηγούν στο θάνατο. Μια εφημερίδα του Λονδίνου αναφέρει το θάνατο ενός ανθρώπου που προκλήθηκε κατά εντελώς περίεργο τρόπο, ενώ έπαιζε puff the dart. Παίζεται με μια μακριά βελόνα ντυμένη με μαλλί, που τη φυσάς με δύναμη μέσα σ' ένα σωλήνα προς το στόχο που βρίσκεται απέναντι. Έβαλε λοιπόν τη βελόνα απ' την αντίθετη μεριά του σωλήνα και μαζεύοντας την αναπνοή του για να στείλει τη βελόνα απέναντι με ορμή, την έστειλε στο λαιμό του. Εκείνη διέσχισε τους πνεύμονες και σε λίγες μέρες ο επιπόλαιος αυτός βρήκε το θάνατο». Διαβάζοντας την είδηση εξοργίστηκα, κι εγώ δεν ξέρω γιατί ακριβώς.
Επαναστάτησα μέσα μου, αυτό το αρθρίδιο είπα, είναι τιποτένιο, μια ακόμη χυδαία ψευτοειδησούλα. Είναι η κακής ποιότητας φαντασία ενός ρυπαρογράφου κακομοίρη της δεκάρας, κάποιου άθλιου κατασκευαστή περιπετειών στη χώρα των θαυμάτων. Οι αναιδείς αυτοί, γνωρίζοντας τον κατεξοχήν μωρόπιστο αιώνα μας, δαπανούν όλη τους την ικμάδα στο να φαντάζονται απίθανα περιστατικά, περίεργα ατυχήματα όπως τα αποκαλούν, αλλά που για ένα σκεπτόμενο πνεύμα (σαν το δικό μου, πρόσθεσα σε παρένθεση, και στήριξα δίχως να το καταλάβω το δείκτη μου πάνω στη μύτη), για μια θεωρητική διάνοια σαν τη δική μου, γίνεται με την πρώτη ματιά σαφές πως η θαυμαστή αυτή, πρόσφατη πληθώρα περίεργων ατυχημάτων είναι, αυτή καθαυτή, το πιο περίεργο απ' όλα. Όσο για μένα, αποφάσισα πια, από τώρα και στο εξής, να μην πιστεύω τίποτε που να περιέχει κάτι το μοναδικό, το ιδιαίτερο, το απίθανο.
«Θεέ νου! Πλέπει σαν νείθαι σηλίτιος ζα να σάνεις κάθι θέτοιο!» -απάντησε μια απ' τις πιο περίεργες φωνές που άκουσα ποτέ μου».
Στην αρχή, την πήρα για βούισμα στ' αυτιά μου, όπως συβαίνει συχνά σ' αυτούς που πίνουνε και μεθάνε. Σαν το ξανασκέφτηκα, όμως, είδα πως ο θόρυβος έμοιαζε περισσότερο να βγαίνει από ένα άδειο βαρέλι που το χτυπάς με χοντρό μπαστούνι. Και θα επέμενα μάλιστα σ' αυτό μου το συμπέρασμα, αν δεν άκουγα σχηματισμένες συλλαβές και λέξεις. Από φύση μου δεν είμαι διόλου νευρικός και τα λίγα ποτηράκια λαφίτη που είχα πιει, μου 'χαν δώσει λίγο κουράγιο, έτσι που κατόρθωσα να μην τρομάξω. Σήκωσα μόνο αργά τα μάτια και κοίταξα γύρω γύρω στο δωμάτιο προσεκτικά, ν' ανακαλύψω τον παρείσακτο. Δεν είδα τίποτε και κανέναν.
«Χνν! Ξανακούστηκε η φωνή, καθώς συνέχιζα να ψάχνω, μάννον λείστε συφλός ζα να μη με βλέπεθε να' φου γκάσομαι ζίμπλα θας».
Ύστερα απ' αυτό, σκέφτηκα να κοιτάξω κατευθείαν μπροστά μου. Πράγματι εκεί, αδιαφορώντας σχεδόν για την παρουσία μου, ήταν καθισμένη κοντά στο τραπέζι μια φιγούρα που διέκρινες και δε διέκρινες. Το σώμα ήταν σαν μεγάλο μπουκάλι από κρασί ή ρούμι ή κάτι ανάλογο. Αληθινά φαλσταφική εικόνα. Στο κάτω μέρος ήταν κολλημένα δύο ρεγγοβάρελα σαν πόδια. Αντί για ώμοι, κρέμονταν, ταλαντευόμενες στο πάνω μέρος του σκελετού, δύο άλλες μπουκάλες αρκετά μακριές κι οι λαιμοί τους παρίσταναν τα χέρια.
Στη θέση του κεφαλιού, το μόνο που είχε αυτό το τερατόμορφο πλάσμα ήταν ένα κιβώτιο εκστρατείας, από κείνα που μοιάζουν με καπνοθήκες, με μια τρύπα στη μέση. Το κιβώτιο αυτό (μ' ένα χωνί στην κορυφή, σαν καπέλο αναβάτη χαμηλωμένο στα μάτια) ήταν τοποθετημένο επίπεδα κι η τρύπα έβλεπε προς εμένα. Απ' την τρύπα αυτή, που με τους μορφασμούς της και τις ζάρες της έμοιαζε με στόμα ευγενικής γεροντοκόρης, το πλάσμα αυτό έβγαζε υπόκωφους, βραχνούς θορύβους που σίγουρα νόμιζε ότι γίνονταν καταληπτοί.
«Θας λέω, συνέχισε η φωνή, μπωθ πλέπει να λείστε συφλός, ζα να γκάσεσθε χεγκεί χαι να μη με βλέπεθε μπου γκάσομαι ζενώ, χαι νεπίθης να μην μπιθτεύεντε λότι θείναι δωγκλαφισμένο μπάνω θτο Καρντί μπλοθτά θας. Χαυτή θείναι ζη χαλήσεια, ζη πλαγμαστική χαλήσεια!»
-Μα ποιος είστε, σας παρακαλώ; έκανα ευγενικά αλλά ταραγμένα. Πως μπήκατε εδώ μέσα; Τι λέτε; Δε σας καταλαβαίνω...
-Μπως ζμπήσκα; απάντησε το τέρας. Χαι όθο ζα αυθά μπου θας λέω, θας λέω χεγκείνα μπου μ' αρμπέθουν. Χαι όθο ζα ντο μποιόθ νείμαι, λήρθα νόνο χαι νόνο ζα να νε δλείτε νεθείς ζο μίδιοθ.
-Είστε ένας παλιομεθύστακας, είπα, θα χτυπήσω το κουδούνι και θα διατάξω τον υπηρέτη μου να σας πετάξει έξω με τις κλοτσιές.
-Χι, χι, χι, απάντησε, χου, χου, χου, ναυτό, Τσίλιε, ζεν μπολείτε να το γκάρνετε.
-Δεν μπορώ; πετάχτηκα. Τι θέλετε να πείτε; Δεν μπορώ, τι;
-Να με μπετάγκετε χέγκω.
Εκείνη την ώρα, κάνω κι εγώ μια προσπάθεια να σηκωθώ. Ήθελα πια να πραγματοποιήσω την απειλή μου. Αλλά με μιας ο λωποδύτης αυτός χύθηκε πάνω στο τραπέζι και μου 'δωσε μια στο μέτωπο με το λαιμό μιας απ' τις μακριές του μπουκάλες και με ξαναβύθισε στην πολυθρόνα, απ' όπου είχα μισοσηκωθεί. Ήμουνα ζαλισμένος σε τέτοιο βαθμό, που δεν ήξερα τι να κάνω. Αυτός, μολαταύτα, συνέχιζε την κουβέντα του:
«Βλέπεθε, μου λέει, μποθ το γκακλύτεκρο θείναι να γκάθεσθε νήσυφχος. Χαι νώρα να σμάθρεντε μποιόθ νείναι. Κλοιπόν, σκοιφτάχθε με. Νείμαι ζο Χάγγεκλος χτου Μπαρλάξενου!
-Αρκετά παράξενος, στ' αλήθεια, τόλμησα ν' αποκριθώ. Όμως νόμιζα πως οι άγγελοι έχουν φτερά.
-Ντι; Φθεκρά; φώναξε οργισμένος. Ντι ζα ντα γκάνω; Μπήμπωθ με μπήρατε ζα γκοθόκουλο;»

Μετάφραση από αγγλικά σε γαλλικά: Σαρλ Μποντλέρ
Μετάφραση: Γιάννης Βαρβέρης


ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ 1996

Δεν υπάρχουν σχόλια: