Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Βγαίνοντας από
την πίσω πόρτα σ' εκείνο το σπίτι, υπήρχε
μια πέτρινη ποτίστρα μες στα αγριόχορτα.
Ένα γαλβανισμένο μπουρί κατέβαινε από
τη σκεπή κι έτσι η ποτίστρα ήταν τον
περισσότερο καιρό γεμάτη και θυμάμαι
μια μέρα που κοντοστάθηκα και γονάτισα
και την περιεργάστηκα και μ' έβαλε σε
σκέψεις. Ούτε που ξέρω πόσα χρόνια ήταν
εκεί. Εκατό, διακόσα; Φαίνονταν ακόμα
τα σημάδια από το πελέκημα στην πέτρα.
Ήταν φτιαγμένη από έναν μεγάλο βράχο
κι ήταν γύρω στα δύο μέτρα μήκος και κάν
μισό μέτρο φάρδος κι άλλο τόσο στο βάθος.
Πελεκημένη απλά από 'να βράχο. Και
σκεφτόμουν τον άνθρωπο που είχε κάτσει
να τη φτιάξει. Η χώρα αυτή δεν πέρασε
απ' όσο ξέρω και κάνα μεγάλο διάστημα
δίχως πόλεμο. Έκτοτε έχω διαβάσει και
λιγάκι και το ξέρω σίγουρα. Μα αυτός ο
άνθρωπος είχε κάτσει με το σφυρί και το
καλέμι κι είχε φτιάξει μια γούρνα που
θα κρατούσε δέκα χιλιάδες χρόνια. Για
ποιο λόγο; Τι ήταν αυτό που πίστευε;
Γιατί δεν ήταν πως τίποτα δεν θ' άλλαζε.
Που μπορεί αυτό να υποθέσει κανείς. Δεν
μπορεί να 'ταν τόσο αφελής. Το 'χω σκεφτεί
πολλές φορές από τότε. Το 'χα σκεφτεί κι
όταν έφυγα απ' το σπίτι, που είχε γίνει
κομματάκια. Νομίζω ότι η ποτίστρα ακόμα
εκεί θα 'ναι. Δεν είναι κι εύκολο να την
κουβαλήσεις, αυτό να λέγεται. Οπότε
κάθομαι και τον σκέφτομαι με το σφυρί
και το καλέμι του, μια δυο ώρες την ημέρα
μετά το βραδυνό, ποιος ξέρει; Κι αυτό
που ειλικρινά πιστεύω, που 'μαι σίγουρος,
είναι ότι αυτός ο άνθρωπος είχε μια σαν
υπόσχεση στην καρδιά του. Κι όχι ότι
σκοπεύω κι εγώ να πελεκήσω τα βράχια
για να φτιάξω γούρνες. Μα θα 'θελα να
μπορούσα να δώσω μια τέτοια υπόσχεση.
Νομίζω θα το 'θελα πιο πολύ απ' οτιδήποτε.
Το άλλο είναι
πως δεν έχω πει πολλά για τον πατέρα μου
και νομίζω ότι τον αδικώ. Είμαι πια
σχεδόν είκοσι χρόνια μεγαλύτερος απ'
όσο έφτασε ποτέ του εκείνος, οπότε κατά
κάποιον τρόπο τον βλέπω σαν μικρότερό
μου. Είχε βγει στη γύρα πουλώντας άλογα
όταν ήταν ακόμα πιτσιρίκι. Μου 'πε ότι
τις πρώτες φορές τον είχαν γδάρει, αλλά
έμαθε να φυλάγεται. Μου είχε πει μια
φορά ένας πωλητής τον είχε αρπάξει και
του είχε στρίψει το χέρι και τον κοίταξε
στα μάτια και του είπε: Μικρέ, θα το
παζαρέψουμε σαν να μην έχεις καν άλογο
δικό σου. Που πάει να πει ότι μερικοί
άνθρωποι θα σου πουν ακριβώς τι σκοπεύουν
να σου κάνουν, κι όταν τους συναντήσεις,
είναι καλό να πας με τα νερά τους. Αυτό
μου 'χε μείνει. Ήξερε από άλογα και τα
πήγαινε καλά μαζί τους. Τον έχω δει να
εξημερώνει κάνα δυο κι ήξερε τι έκανε.
Με το μαλακό τα είχε. Τους μίλαγε πολύ.
Εμένα ποτέ δεν προσπάθησε να με εξημερώσει
και του χρωστάω περισσότερα απ' όσα
φαντάζομαι. Όπως το βλέπει ο κόσμος,
μπορείς να πεις ότι εγώ υπήρξα πιο καλός
άνθρωπος. Κι ας ακούγεται άσχημο. Πρέπει
να 'ταν δύσκολο γι' αυτόν. Ιδίως με τον
δικό του το γέρο. Ποτέ δεν θα κατάφερνε
να γίνει αστυνόμος. Είχε πάει και
πανεπιστήμιο νομίζω μια δυο χρονιές,
αλλά τα παράτησε. Δεν τον σκέφτομαι πια
πολύ συχνά και ξέρω ότι κι αυτό είναι
λάθος μου. Τον είδα δυο φορές στον ύπνο
μου όταν πέθανε. Το πρώτο όνειρο δεν το
θυμάμαι και πολύ καλά αλλά είχα δει ότι
τον συναντούσα κάπου στην πόλη νομίζω,
κι αυτός μου είχε δώσει κάτι λεφτά που
εγώ τα έχασα. Μα στο δεύτερο όνειρο ήταν
σαν να 'χαμε γυρίσει στα παλιά και
πηγαίναμε μαζί καβάλα στ' άλογο μες στη
νύχτα. Μέσα από ένα διάσελο στα βουνά.
Έκανε κρύο και το χώμα ήταν χιονισμένο,
κι αυτός με πέρασε με τ' άλογό του και
συνέχισε να ξεμακραίνει. Χωρίς να πει
κουβέντα. Απλώς με προσπέρασε, κι ήταν
τυλιγμένος και με μια κουβέρτα κι είχε
το κεφάλι του σκυφτό, και καθώς περνούσε
είδα ότι κουβάλαγε ένα κέρατο, σαν αυτά
τα κυνηγετικά κι ότι μέσα από το κέρατο
έβγαινε ένα φως. Σαν το φεγγάρι ήταν το
χρώμα του. Και στ' όνειρο ήξερα ότι θα
συνέχιζε κι ότι κάπου θα σταμάταγε ν'
ανάψει φωτιά παρά το κρύο και το σκοτάδι
κι ήξερα ακόμα πως όποτε και να 'φτανα
θα με περίμενε εκεί. Κι έπειτα ξύπνησα.
1.Ο πολεμιστής
σκέφτεται το θάνατό του όταν τα πράγματα
γύρω του γίνονται ομιχλώδη. Το μόνο που
ταράζει την ψυχή μας είναι η ιδέα του
θανάτου.
2.Ο θάνατος είναι
παντού. Ο θάνατος μπορεί να είναι τα
φώτα ενός αυτοκινήτου στην κορυφή ενός
λόφου, πέρα μακριά. Μπορεί να παραμένουν
ορατά για λίγο και έπειτα να χαθούν στο
σκοτάδι λες και τα σάρωσε ένα φτυάρι –
μόνο για λίγο όμως, γιατί σύντομα θα
ξαναφανούν στην κορυφή ενός άλλου λόφου,
για να χαθούν και πάλι.
Αυτά είναι τα
φώτα πάνω στην κεφαλή του θανάτου. Ο
θάνατος τα φοράει σαν καπέλο και έπειτα
αρχίζει να καλπάζει, κερδίζοντας έδαφος,
πλησιάζοντάς μας όλο και περισσότερο.
Μερικές φορές σβήνει τα φώτα του. Όμως
ο θάνατος δεν σταματά ποτέ.
3.Κάθε ψήγμα
γνώσης που μετατρέπεται σε δύναμη
εκπορεύεται από το θάνατο. Ο θάνατος
συνεισφέρει με το έσχατο άγγιγμα. Και
ότι αγγίζει ο θάνατος πράγματι μετατρέπεται
σε δύναμη.
4.Μόνο η σκέψη
του θανάτου προσφέρει στον πολεμιστή
την ανεξαρτησία που θα του επιτρέψει
να εγκαταλείψει τον εαυτό του μπροστά
σε οτιδήποτε. Ξέρει ότι ο θάνατός του
τον παραμονεύει και δε θα του δώσει το
χρόνο να αγκιστρωθεί σε κάτι, κι έτσι
λοιπόν δοκιμάζει, χωρίς λαχτάρα, τα
πάντα.
5.«Ο θάνατος
είναι ένας στρόβιλος. Ο θάνατος είναι
ένα λαμπερό σύννεφο πέρα στον ορίζοντα.
Ο θάνατος είμαι εγώ που σου μιλάω. Ο
θάνατος είσαι εσύ και το σημειωματάριό
σου. Ο θάνατος είναι τίποτα. Τίποτα!
Είναι εδώ, κι ωστόσο δεν είναι».
6.Ο
θάνατος είναι ο μόνιμος σύντροφός μας.
Βρίσκεται πάντοτε στα αριστερά μας και
πίσω μας, σε απόσταση τόση όση ενός
τεντωμένου χεριού, και είναι ο μόνος
σοφός σύμβουλος του πολεμιστή. Όποτε
αισθάνεται ότι όλα πάνε στραβά και
πρόκειται να εκμηδενιστεί, μπορεί να
στραφεί προς το θάνατό του και να τον
ρωτήσει αν τα πράγματα έχουν έτσι στ'
αλήθεια. Ο θάνατός του θα του πει ότι
κάνει λάθος. Ότι τίποτα δεν έχει πραγματική
σημασία εκτός από το άγγιγμά του. Ο
θάνατός του θα του πει: «Δε σε έχω αγγίξει
ακόμα».
7.Σε
έναν κόσμο όπου ο θάνατος είναι κυνηγός
δεν υπάρχει χρόνος για τύψεις ή αμφιβολίες.
Υπάρχει μονάχα χρόνος για αποφάσεις.
Δεν έχει σημασία ποιες είναι αυτές οι
αποφάσεις. Τίποτα δεν μπορεί να είναι
περισσότερο ή λιγότερο σοβαρό από
οτιδήποτε άλλο. Σε έναν κόσμο όπου ο
θάνατος είναι ο κυνηγός δεν υπάρχουν
μικρές ή μεγάλες, σημαντικές ή ασήμαντες
αποφάσεις. Υπάρχουν μόνο αποφάσεις που
παίρνει ο πολεμιστής μπροστά στον
αναπόφευκτο θάνατό του.
8.Ο
πολεμιστής πρέπει να εστιάζει την
προσοχή του στον κρίκο που συνδέει τον
ίδιο με το θάνατό του. Χωρίς τύψεις, λύπη
ή ανησυχία, πρέπει να εστιάζει την
προσοχή του στο γεγονός ότι δεν έχει
αρκετό χρόνο και έτσι αφήνει τις πράξεις
του να ακολουθούν ανάλογη ροή. Πρέπει
να επιτρέπει σε καθεμία από τις πράξεις
του να είναι η τελευταία του μάχη πάνω
στη γη. Μόνο κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις
οι πράξεις του θα φέρουν μέσα τους την
ενάρετη δυναμή τους. Αλλιώς, για όσο
ζει, θα είναι οι πράξεις ενός ανόητου.
9.«Ο
θάνατός μας περιμένει, και αυτή η πράξη
που τελούμε τώρα μπορεί να είναι η
τελευταία μας μάχη πάνω στη γη. Την
ονομάζω μάχη
γιατί είναι ένας αγώνας. Οι περισσότεροι
άνθρωποι ακολουθούν μια διαδοχή πράξεων
χωρίς αγώνα ή σκέψη. Αντίθετα, ο
πολεμιστής-κυνηγός υπολογίζει καθετί
που κάνει. Και, εφόσον διαθέτει βαθιά
γνώση του θανάτου του, βαδίζει με σύνεση,
λες και κάθε πράξη του είναι η τελευταία
του μάχη. Μόνο ένας ανόητος θα αδυνατούσε
να συλλάβει το πλεονέκτημα του
πολεμιστή-κυνηγού έναντι των συνανθρώπων
του. Ο πολεμιστής-κυνηγός αντιμετωπίζει
την τελευταία του μάχη με το σεβασμό
που της αρμόζει. Είναι φυσικό λοιπόν,
κάνοντας την τελευταία του πράξη πάνω
στη γη, να δώσει τον καλύτερό του εαυτό.
Είναι πιο ευχάριστο έτσι. Αμβλύνει το
φόβο του».
10.Ο
πολεμιστής είναι μόνο ένας άνθρωπος,
ένας ταπεινός άνθρωπος. Δεν μπορεί να
αλλάξει το πεπρωμένο του θανάτου του.
Αλλά το άμεμπτο πνεύμα του, το οποίο
έχει αποθηκεύσει δύναμη έπειτα από
αφάνταστες δυσκολίες, μπορεί σίγουρα
να αναβάλει το θάνατό του για μια στιγμή,
και η στιγμή αυτή αρκεί για να του
επιτρέψει να αγαλλιάσει για τελευταία
φορά ανακαλώντας τη δύναμή του. Μπορούμε
να πούμε ότι αυτή είναι μια χειρονομία
που επιφυλάσσει ο θάνατος σε όσους έχουν
άμεμπτο πνεύμα.
11.Ο
πολεμιστής θεωρεί τον εαυτό του ήδη
νεκρό, κι έτσι δεν έχει τίποτα να χάσει.
Το χειρότερο του έχει ήδη συμβεί, άρα
είναι αγνός και νηφάλιος. Κρίνοντάς τον
από τις πράξεις του ή από τα λόγια του,
κανείς δε θα υποπτευόταν ότι έχει δει
τα πάντα.
12.Ο
πολεμιστής πεθαίνει δύσκολα. Ο θάνατός
του πρέπει να παλέψει για να τον πάρει.
Ο πολεμστής δεν παραδίδει τον εαυτό του
στο θάνατο τόσο εύκολα.
13.Ο
θάνατος είναι αναπόσπαστο στοιχείο της
υποχρέωσης
να πιστέψεις. Χωρίς την επίγνωση του
θανάτου, όλα είναι κοινά, τετριμμένα.
Μόνο και μόνο επειδή ο θάνατος τον
παραμονεύει, ο πολεμιστής οφείλει
να πιστέψει ότι ο κόσμος είναι ένα
ανεξιχνίαστο μυστήριο. Το γεγονός ότι
οφείλει να
πιστέψει κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις
εκφράζει την ενδόμυχη προτίμηση του
πολεμιστή.
14.Η
ολότητα της ύπαρξής μας είναι πολύ
παράξενη υπόθεση. Χρειαζόμαστε μόνο
έαν πολύ μικρό μέρος της για να εκπληρώσουμε
ακόμα και τους πιο περίπλοκους στόχους
της ζωής μας. Ωστόσο, όταν πεθαίνουμε,
πεθαίνουμε μαζί με την ολότητα της
ύπαρξής μας.
15.Όταν
ένας πολεμιστής αποφασίζει να αναλάβει
δράση, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος
να πεθάνει. Αν είναι προετοιμασμένος
να πεθάνει, δεν πρέπει να υπάρχουν
κακοτοπιές, ανεπιθύμητες εκπλήξεις ή
περιττές ενέργειες. Όλα θα πρέπει να
έρχονται σιγά σιγά στη θέση τους, επειδή
δεν προσδοκά τίποτα.
16.Η
δύναμη που κυβερνά το πεπρωμένο όλων
των ανθρώπινων όντων ονομάζεται Αετός,
όχι επειδή είναι αετός ή έχει σχέση με
τον αετό, αλλά επειδή εμφανίζεται στο
μάτι του ενορατικού σαν ένας πελώριος
κατάμαυρος αετός, που στέκεται ψηλά,
φτάνοντας στο άπειρο.
Ο
Αετός καταβροχθίζει την επίγνωση όλων
των πλασμάτων που, καθώς τη μια στιγμή
είναι ζωντανά πάνω στη γη και την άλλη
έχουν πεθάνει, έχουν γλιστρήσει στο
ράμφος του Αετού, σαν ένα σμήνος από
πυγολαμπίδες, για να συναντήσουν αυτό
απ' όπου εκπορεύτηκαν, το λόγου που είχαν
κάποτε ζωή. Ο Αετός αποσυνθέτει αυτές
τις μικροσκοπικές φλόγες, τις λειαίνει,
όπως ένας βυρσοδέψης τεντώνει ένα
κομμάτι δέρμα, κι έπειτα τις καταβροχθίζει.
Γιατί ο Αετός τρέφεται με την επίγνωση.
17.Το
να περάσεις στην ελευθερία δε σημαίνει
αιώνια ζωή με την κοινώς αποδεκτή έννοια
– δε σημαίνει, δηλαδή, ότι ζεις για
πάντα. Σημαίνει μάλλον ότι οι πολεμιστές
μπορούν να διατηρήσουν την επίγνωσή
τους, η οποία συνήθως μας εγκαταλείπει
τη στιγμή του θανάτου. Τη στιγμή της
μετάβασης, το σώμα στην ολότητά του
φλέγεται από γνώση. Κάθε κύτταρο αποκτά
την ίδια στιγμή επίγνωση του εαυτού του
και της ολότητας του σώματος.
18.Για
έναν ενορατικό η αλήθεια είναι ότι όλα
τα ανθρώπινα όντα αγωνίζονται για να
πεθάνουν. Αυτό που σταματάει το θάνατο
είναι η επίγνωση.
19.Το
χειρότερο που θα μπορούσε να μας συμβεί
είναι ότι πρέπει να πεθάνουμε, και από
τη στιγμή που αυτό είναι ήδη το αναπόφευκτο
πεπρωμένο μας, είμαστε ελεύθεροι. Αυτοί
που έχουν χάσει τα πάντα δεν έχουν πια
τίποτα να φοβηθούν.
20.Ο
πολεμιστής σκέφτεται μόνο τα μυστήρια
της επίγνωσης. Αυτό που έχει σημασία
είναι το μυστήριο. Είμαστε ζωντανά όντα.
Πρέπει να πεθάνουμε και να εγκαταλείψουμε
την επίγνωσή μας. Όμως, αν μπορούσαμε
να το αλλάξουμε αυτό, έστω και στο
ελάχιστο, τι μυστήρια θα μας περίμεναν...
Τι μυστήρια!
21.Ο
άνθρωπος κατέχει απροσμέτρητες δυνάμεις.
Ο θάνατος υπάρχει μόνο επειδή τον έχουμε
σκοπεύσει
από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Ο σκοπός
του θανάτου μπορεί να παραταθεί
μετατοπίζοντας το σημείο συναρμογής.
22.Στον
κόσμο της καθημερινότητας, οι αποφάσεις
ή τα λόγια κάποιου μπορούν πολύ εύκολα
να ανακληθούν. Το μόνο οριστικό πράγμα
του κόσμου της καθημερινότητας είναι
ο θάνατος. Στον κόσμο των σαμάνων, από
την άλλη, ο φυσιολογικός θάνατος μπορεί
να ανακληθεί, όχι όμως και τα λόγια των
σαμάνων. Στον κόσμο των σαμάνων οι
αποφάσεις δεν μπορούν να αλλάξουν ή να
αναθεωρηθούν. Από τη στιγμή που έχουν
ληφθεί, ισχύουν για πάντα.
Carlos
Castaneda
Ο
ΤΡΟΧΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (αποσπάσματα από τα
8 πρώτα βιβλία του)
Εφτά είναι τα κλειδιά για τη μεγάλη πύλη, οκτώ σε ένα και ένα σε οκτώ. Πρώτα, κράτησε το σώμα σου ακίνητο. Δεμένο απ' τα δεσμά της θέλησής σου, άκαμπτο σαν πτώμα. έτσι θα μπορέσεις να αποβάλλεις τ' ανήσυχα μωρά που ενοχλούν τη σκέψη σου. Ύστερα, ανέπνεε βαθιά ήρεμα, κανονικά και αργά. Ώστε η ύπαρξή σου να συντονιστεί με τη μεγάλη λιποθυμία της θάλασσας του Ειρηνικού. Τρίτο, ας είναι η ζωή σου ήρεμη κι αγνή, να ταλαντεύεται αργά σαν απάνεμος φοίνικας. Τέταρτο, άσε τη θέλησή σου για ζωή με τη μοναδική αγάπη του βάθους να δεθεί. Πέμπτο, άσε τη σκέψη σου ελεύθερη απ' τις αισθήσεις, να παρατηρεί τον εαυτό της. Πρόσεχε κάθε σκέψη που αναδύεται. Ώρα με την ώρα μεγάλωνε την προσοχή σου! Έντονα και διαπεραστικά, στραμμένος εσωτερικά μη χάσεις ούτε ίχνος ανάλυσης! Έκτο, σε μια μόνο σκέψη σταθερή στρέψε κάθε ψίθυρο του ανέμου!
Ώστε σαν φλόγα ίσια και ατάραχη να καίει την ύπαρξή σου με μια μόνο λέξη! Ύστερα εκστατικά, συνέχισε το διαλογισμό σου υπέρμετρα και δυναμικά, σκοτώνοντας και το Θεό, αν σου αποσπά την προσοχή σου από αυτό! Τέλος όταν αυτά ενωθούν ανθίζει το λουλούδι του μεσονυχτίου αυτό είναι το ένα. Όμως παιδί μου δε θα λαθέψεις ακόμη κι αν αυτό το απορρίψεις, στρέφοντας το βλέμμα στη σκοτεινή ρίζα της έκστασης. Ξεχνώντας δύναμη, όνομα, όψη και μορφή ακόμη κι αυτής της υψηλής συνείδησης. Διαπέρασε την καρδιά! Σε αφήνω όμως εδώ. Εσύ είσαι ο Δάσκαλος. Σέβομαι το φως σου που ακτινοβολεί ω Αδελφέ του Αργυρού Άστρου.
Aleister Crowley Βιβλίο 4 Μετάφραση Απόστολος Κοντός Εκδόσεις Ιάμβλιχος 1992
Άνοιξε με μια
κλωτσιά την ετοιμόρροπη πόρτα του
αποχωρητηρίου. Ας προσπαθήσουμε να
είμαστε προσεκτικοί και να μη λερώσουμε
το παντελόνι της κηδείας. Μπήκε σκύβοντας
το κεφάλι κάτω από το χαμηλό πανοκάσι.
Αφήνοντας μισάνοιχτη την πόρτα, άρχισε
να λύνει τις τιράντες του ανάμεσα στην
μπόχα του μουχλιασμένου ασβέστη και
στις πολυκαιρινές αράχνες. Πριν κάτσει
κοίταξε μέσα από μια χαραμάδα ψηλά το
διπλανό παράθυρο. Ο βασιλιάς μέτραγε
τα φλουριά του. Κανείς.
Βολεμένος στο
θρόνο ξεδίπλωσε το περιοδικό του,
γυρίζοντας τις σελίδες πάνωστα γυμνά
του γόνατα. Κάτι πρωτότυπο κι ευχάριστο.
Δεν υπάρχει λόγος να βιάζεσαι. Βάστα
λίγο. Το βραβευθέν διήγημα του περιοδικού
μας. Το αριστοτεχνικό τέχνασμα του
Μάτσαμ. Υπό κ. Φιλίπ
Μπιούφοϋ, μέλους της λέσχης των
θεατροφίλων, Λονδίνον. Αμοιβή μιας
γκινέας κατά στήλην κατεβλήθη εις τον
συγγραφέα. Τρεις και μισή στήλες. Τρεις
λίρες, δεκατρία σελλίνια και έξι πέννες.
Διάβασε
ήρεμα, αυτοσυγκρατούμενος, την πρώτη
στήλη και, ενδίδοντας αλλά και
αντιστεκόμενος, άρχισε τη δεύτερη. Στα
μισά, η τελευταία αντίστασή του κάμφθηκε
και επέτρεψε στα έντερά του να ανακουφιστούν
ήρεμα, καθώς διάβαζε και συνέχισε να
διαβάζει υπομονετικά, ενώ εκείνη η
ελαφρά χθεσινή δυσκοιλιότης είχε
παρέλθει. Ελπίζω να μην είναι καμιά
υπερμεγέθης και μου ερεθίσει τις
αιμορροΐδες. Όχι, το ακριβές μέγεθος.
Εντάξει. Αχά! Δυσκοίλιος; Πάρτε ένα χάπι
κάσκαρα σαγκράντα. Και η ζωή μπορούσε
να ήταν έτσι. Δεν τον συγκινούσε μήτε
τον άγγιζε, αλλά ήταν κάτι γρήγορο και
καθαρό. Τώρα ο καθένας τυπώνει ό,τι
θέλει. Καλοκαίρι. Συνέχισε το διάβασμα,
καθισμένος ήρεμα πάνω από τη δική του
ανερχόμενη μυρωδιά. Καθαρός βέβαια. Ο
Μάτσαμ συχνά εσκέπτετο το αριστοτεχνικόν
τέχνασμα με το οποίον επεκράτησε της
γελαστής μαγίσσης, ήτις.
Αρχίζει και τελειώνει ηθικά. Χέρι
με χέρι. Πανέξυπνο.
Έριξε ακόμα μια ματιά σε όσα είχε κιόλας
διαβάσει και, καθώς ένιωσε τα υγρά του
να του φεύγουν αθόρυβα, ζήλεψε χωρίς
κακία τον κύριο Μπιούφοϋ που το είχε
γράψει και είχε λάβει αμοιβή τριών
λιρών, δεκατριών σελλινίων και έξι
πεννών.
Θα
μπορούσα να σκαρώσω ένα ευθυμογράφημα.
Υπό κυρίας και κυρίου Λ. Μ. Μπλουμ. Να
βρω τον τρόπο μυθοπλασίας κάποιας
παροιμίας, αλλά ποιας; Τον καιρό που
έγραφα στις μανσέτες μου αυτά που έλεγε
την ώρα που ντυνόταν. Δεν μου αρέσει να
ντυνόμαστε μαζί. Κόπηκα καθώς ξυριζόμουνα.
Δαγκώνοντας το κάτω χείλος της, την ώρα
που έκλεινε την κόπιτσα του ανοίγματος
της φούστας της. Χρονομετρώντας την.
9.15'. Δεν σε πλήρωσε ακόμα ο Ρόμπερτς;
9.20'. Τι φόραγε η Γκρέττα Κόνροϋ; 9.23'. Τι
μ' έπιασε κι αγόρασα αυτή τη χτένα; 9.24'.
Πρήστηκα με αυτό το λάχανο που έφαγα.
Ένας κόκκος σκόνης πάνω στο γυαλισμένο
παπούτσι της.
Τρίβοντας
επιδέξια τα ψίδια των παπουτσιών της
πάνω στην κάλτσα της, το ένα μετά το
άλλο. Το επόμενο πρωί μετά τον φιλανθρωπικό
χορό, όπου η ορχήστρα Μέυ είχε παίξει
το Χορό των Ωρών, του Πονκιέλλι. Που
εξηγεί τις ώρες του πρωινού, του
μεσημεριού, ακολούθως κατά σειρά τις
εσπερινές ώρες και τις νυχτερινές ώρες.
Αυτή έπλενε τα δόντια της. Ήταν η πρώτη
νύχτα. Το κεφάλι της χόρευε ακόμα. Τα
πτερύγια της βεντάλιας της κροτάλιζαν.
Είναι ευκατάστατος αυτός ο Μπόυλαν;
έχει χρήματα. Και λοιπόν; Πρόσεξαπως η
αναπνοή του μύριζε όμορφα όταν χορεύαμε.
Λοιπόν ανώφελο να σιγοτραγουδάς. Να
υπαινίσσεσαι. Παράξενη μουσική χθες
βράδυ. Ο καθρέφτης μέσα στη σκιά. Έτριβε
με δύναμη το κυανοκιάλι της στη μάλλινη
ζακέτα της, πάνω στα πληθωρικά κουνιστά
βυζιά της. Κρυφοκοιταζότανε μόνη της.
Ρυτίδες στα μάτια της. Αδύνατο να είναι
κανείς βέβαιος.
Εσπερινές
ώρες, κορίτσια ντυμένα με γκρίζες
οργκάντζες. Νυχτερινές ώρες, ύστερα με
στιλέτα και μάσκες. Ποιητική ιδέα, αρχικά
ροζ, κατόπιν χρυσή, ύστερα γκρίζα, τελικά
μαύρη. Κι όμως αληθινή. Η ημέρα, ύστερα
η νύχτα.
Έσκισε
απότομα το μισό από το βραβευμένο διήγημα
και σκουπίστηκε. Ύστερα σήκωσε το
παντελόνι του, ταχτοποίησε τις τιράντες
του και κουμπώθηκε. Τράβηξε την
ξεχαρβαλωμένη πόρτα του αποχωρητηρίου
και βγήκε από τα σκοτάδια στο φως.
Στο
λαμπερό φως, ξαλαφρωμένος και
αναζωογομημένος, εξέτασε προσεκτικά
το μαύρο παντελόνι του, τα ρεβέρ, τα
γόνατα, τις άντζες. Τι ώρα είναι η κηδεία;
Καλύτερα να κοιτάξει την εφημερίδα.
Ένα
τρίξιμο ακούστηκε ψηλά στον αέρα κι
ύστερα ένας υπόκωφος κρότος. Οι καμπάνες
της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου.
Χτυπούσαν την ώρα. Δυνατό σκοτεινό
σίδερο.
Χεϊχό!
Χεϊχό!
Χεϊχό!
Χεϊχό!
Χεϊχό!
Χεϊχό!
Παρά
τέταρτο. Άλλη μια φορά. Η αρμονική
παρήχηση συνεχίστηκε στον αέρα. Τρίτη
φορά.
Πληροφορίες
για το βίο του Ιησού ανάμεσα στα
περιστατικά της γέννησής του και τη
βάπτισή του δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες
στα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Δεν
είναι δυνατόν να γίνει λόγος ούτε καν
για αποσπασματική περιγραφή της νεανικής
του ζωής. Μετά την περιτομή που έγινε
την όγδοη ημέρα (Λουκάς 2:21), τον καθαρισμό
του βρέφους στο Ναό (2:22) και τη φυγή στην
Αίγυπτο (Ματθ. 2:14-23), για μια περίοδο
τριάντα περίπου χρόνων έχουμε μία και
μοναδική εμφάνιστη του Ιησού δωδεκαετούς
στο Ναό (Λουκ.2:42-51). Η θρησκευτική παράδοση
(και η αγιογραφική που τη συνοδεύει)
έχει, κατά συνέπεια, αναζητήσει άλλες
πηγές, καθώς και περισσή φαντασία, για
να αναπλάσει και να παραστήσει το βίο
και τα έργα του.
Μέσα
σε αυτό το κλίμα της ευσεβούς μυθοπλασίας,
μια πληροφορία την οποία διασώζουν,
σχεδόν παρεμπιπτόντως, το Κατά Μάρκον
και το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο έχει
δώσει λαβή να πλαστεί ολόκληρη ιστορία
γύρω από το επάγγελμα του Ιωσήφ και τη
συνακόλουθη μαθητεία του Ιησού. Από
κοντά και η αγιογραφία παριστά το
μαραγκούδικο του Ιωσήφ και τον μικρό
Ιησού μέσα σε αυτό να διδάσκει ή να
πλανίζει.
Όλο κι
όλο που λένε τα δύο αυτά Ευαγγέλια είναι
ότι τη μοναδική φορά που ο Ιησούς δίδαξε
στην πατρίδα του (δηλαδή τη Ναζαρέτ),
πολλοί από αυτούς που τον άκουσαν
απορούσαν και έλεγαν: «Από που τα κατέχει
αυτά; Και ποια είναι η σοφία αυτή που
του δόθηκε; Πως κάνει τέτοια θαύματα με
τα χέρια του; Αυτός δεν είναι ο ξυλουργός
(τέκτων), ο γιος της Μαρίας και αδελφός
του Ιακώβου, του Ιωσή, του Ιούδα και του
Σίμωνος; Κι οι αδελφές του δεν μένουν
εδώ στον τόπο μας;» Κάνοντας τις σκέψεις
αυτές ολιγοπιστούσαν (Μάρκος 6:1-3).
Στην
αντίστοιχη περιγραφή του Ματθαίου, η
μόνη κάπως ουσιαστική διαφορά είναι
ότι ο Ιησούς δεν αποκαλείται τέκτων
αλλά γιος τέκτονα (Ματθαίος 13:54-7). Την
παραλλαγή αυτή μάλιστα τη διασώζουν
αρκετές παπυρικές και πατερικές
αναγνώσεις του Κατά Μάρκον ευαγγελίου.
Ο Ωριγένης, για παράδειγμα, υποστήριζε
ότι κανένα από τα ευαγγέλια που δεχόταν
η εκκλησία δεν αποκαλούσε τον Ιησού
τέκτονα. Πολλοί μελετητές βγάζουν έτσι
το συμπέρασμα ότι στο Κατά Ματθαίον
ευαγγέλιο έχουμε την αρχική διατύπωση,
τη μοναδική που γνώριζε ο Ωριγένης.
Τέκτων
βεβαίως ήταν ο μαραγκός, ο ξυλουργός
και, γενικότερα, ο κάθε είδους οικοδόμος
ή κτίστης. Ο αραμαϊκός όρος που κρύβεται
πίσω από την ελληνική μετάφραση είχε
μάλιστα μεγαλύτερο εννοιολογικό εύρος.
Στην Παλαιά Διαθήκη γίνεται έτσι λόγος
για τέκτονα σιδήρου και χαλκού. Η
χριστιανική παράδοση πάντως επέλεξε
από νωρίς τη σημασία του ξυλουργού,
διασταύρωσε τις δύο παράλληλες αναγνώσεις
και άρχισε να πλάθει τη μυθολογία της.
Εφόσον μάλιστα την εποχή εκείνη ο γιος
έπαιρνε συχνά το επάγγελμα του πατέρα
του, οι περισσότεροι αναγνώστες δεν
είδαν κανένα απολύτως πρόβλημα στις
παραλλαγές. Έως ότου αρχίσει τις δημόσιες
εμφανίσεις του, ο Ιησούς θα ήταν έτσι
μαραγκός στο εργαστήριο του πατέρα του,
βοηθώντας την οικογένειά του και ζώντας
ειρηνικά, ανάμεσα σε συγγενείς και
συγχωριανούς.
Ο
προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει
πάντως ότι, σύμφωνα με την περιγραφή,
οι ακροατές του Ιησού σκανδαλίζονταν
με όσα άκουγαν. Η περικοπή αρχίζει με
έναν τρόπου που υπονοεί ότι όλοι θαύμαζαν
και απορούσαν με τη σοφία του συμπατριώτη
τους, συνεχίζει όμως με το γνωστό
απόφθεγμα του Ιησού: «Δεν υπάρχει
προφήτης που να μην τον περιφρονούν οι
συμπατριώτες του (άτιμος ει μη εν τη
πατρίδι αυτού), οι συγγενείς του και η
οικογένειά του» (Μάρκος 6:4). Το επεισόδιο
ολοκληρώνεται με μια εντυπωσιακή
παρατήρηση: «Έτσι δεν μπορούσε [ο Ιησούς]
να κάνει εκεί [στην πατρίδα του] κανένα
θαύμα, παρά μόνο ακούμπησε τα χέρια του
σε λίγους αρρώστους και τους θεράπευσε».
Ήταν πλέον η σειρά του Ιησού να απορήσει
με την απιστία των συγχωριανών του
(6:5-6). Αλλά και η σειρά των αναγνωστών να
σκανδαλιστούν με την αφοπλιστική
ειλικρίνεια των δύο ευαγγελιστών. Η
δύναμη του Ιησού περιοριζόταν από τις
αρνητικές αντιδράσεις των παρισταμένων.
Σημαντικές
και σχετικώς πρόσφατες παπυρικές
ανακαλύψεις μας βοηθούν να φανταστούμε,
κάπως, τη λογική με την οποία πλάστηκε
το επεισόδιο αυτό. Τρία σπαράγματα ενός
απολεσθέντος ευαγγελίου είχαν βρεθεί
ήδη στο τέλος του 19ου και στην αρχή του
20ου αιώνα στην Αίγυπτο. Μισόν αιώνα
αργότερα, βρέθηκε σε κοπτική μετάφραση
ολόκληρο το σχετικό κείμενο με τον τίτλο
του (στο τέλος του χειρογράφου, όπως
συνηθιζόταν). Επρόκειτο για το Κατά
Θωμάν ευαγγέλιο, το οποίο η εκκλησία
είχε από νωρίς κατατάξει στα λεγόμενα
απόκρυφα. Έγκυροι μελετητές διαπίστωσαν
ωστόσο ότι το σύγγραμμα αυτό μας οδηγεί,
ενδεχομένως, σε μια παράδοση προγενέστερη
από αυτή των Ευαγγελίων της Καινής
Διαθήκης. Έτσι, ενώ περιλαμβάνει πολλές
από τις γνωστές ρήσεις του Ιησού, τις
καταγράφει, κατά κανόνα, δίχως το ιστορικό
τους πλαίσιο.
Το
εύλογο συμπέρασμα είναι ότι, σε πολλές
περιπτώσεις, η παράδοση διέσωζε στοιχεία
της διδασκαλίας του Ιησού σε μορφή
αποφθεγμάτων. Όταν κάποιοι θεώρησαν
ότι τα αποφθέγματα αυτά θα είχαν
περισσότερο νόημα ενταγμένα σε μια
βιογραφία, προσπάθησαν να τους προσδώσουν
κάποιο πλαίσιο αναφοράς, όπως θεωρούσαν
καλύτερα. Για το πλαίσιο αυτό, συχνά,
δεν υπήρχε άλλη πληροφορία, παρά μόνον
ό,τι προέκυπτε από τα ίδια τα λόγια του
Ιησού.
Το Κατά
Θωμάν ευαγγέλιο διασώζει, μετάξυ άλλων,
την ακόλουθη ρήση: «Δεν υπάρχει προφήτης
που να γίνεται δεκτός στην πατρίδα του,
ούτε ιατρός που να θεραπεύει τους
γνωστούς του». Επινοώντας ένα ιστορικό
πλαίσιο για τα λόγια αυτά, οι ευαγγελιστές
υπέθεσαν, καθώς φαίνεται, ότι ο Ιησούς
είχε πράγματι επισκεφθεί την ιδιαίτερη
πατρίδα του και ότι είχε διδάξει εκεί,
χωρίς να γίνει πιστευτός. Αποτέλεσμα
της απιστίας των συμπατριωτών θα ήταν
η αδυναμία του να θεραπεύσει πολλούς
αρρώστους. Οι ευαγγελιστές παρουσιάζουν
ανήμπορο τον Ιησού επειδή έτσι έδειχναν
να απαιτούν τα ίδια του τα λόγια.
Για
την υπόθεση αυτή υπάρχει και μια
επιβεβαίωση. Τα ίδια ακριβώς λόγια του
Ιησού οδήγησαν τον ευαγγελιστή Λουκά
να επινοήσει τελείως διαφορετικά
συμφαζόμενα. Στην εκδοχή του Λουκά, το
πλήθος εμφανίζεται ακόμα πιο εξοργισμένο.
Διώχνει τον Ιησού και θέλει να τον ρίξει
στον κρημνό (4:16-30). Ο ευαγγελιστής Ιωάννης
πάλι προτιμά να επαναλάβει τη ρήση χωρίς
να την εντάξει σε κάποια αφήγηση,
αφήνοντάς την όπως περίπου τη διαβάζουμε
και στο Κατά Θωμάν ευαγγέλιο (4:43-5).
*
Στις
εκδοχές του Μάρκου και του Ματθαίου, οι
παριστάμενοι εκπλήσσονται και απορούν.
Δεν μπορούν να καταλάβουν πως έλεγε
τέτοια πράγματα ένας τέκτων ή ένας γιος
τέκτονα. Η απορία τους έχει κάποια
λογική. Συγχωριανοί ήταν, ως τέκτονα
τον γνώριζαν. Εάν όμως πρόκειται για
σημάδι γνωριμίας, τότε ασφαλώς θα αρκούσε
η διαπίστωση ότι επρόκειτο για το τέκνο
της Μαρίας και για τον αδελφό γνωστών
προσώπων. Η επαγγελματική ιδιότητα του
Ιησού δεν φαίνεται απαραίτητη.
Η έρευνα
στο αραμαϊκό υπόβαθρο των λόγων του
Ιησού έχει πάντως δείξει ότι η έκφραση
«Δεν υπάρχει τέκτων/γιος τέκτονα που
να μπορεί να το εξηγήσει αυτό» είναι
συνήθης στο Ταλμούδ. Τέκτων, στα αραμαϊκά
ναγγάρ, σημαίνει, εκτός από ξυλουργός
ή οικοδόμος, και σοφός ή λόγιος. Άλλωστε
και στα ελληνικά δήλωνε επίσης κάποιον
που κατείχε τέλεια μια τέχνη, ακόμα και
τον ποιητή. Η ταλμουδική έκφραση
υπαινίσσεται την αδυναμία ακόμα και
ενός μορφωμένου να εξηγήσει κάτι
σκοτεινό. Έτσι η ευαγγελική περικοπή,
όπως θα γινόταν κατανοητή από τους
πρώτους δίγλωσσους αναγνώστες, εξέφραζε
την άρνηση των Ιουδαίων να δεχτούν από
έναν διαβασμένο, έναν σοφό, τέτοιου
είδους ερμηνείες των Γραφών. Αυτά που
έλεγε ο Ιησούς δεν ήταν λόγια ενός λογίου
ή ενός γιου λογίου. Στις αντιρρήσεις
αυτές ο Μάρκος και ο Ματθαίος βάζουν
τον Ιησού να απαντά ότι κανένας προφήτης
δεν γίνεται δεκτός στην πατρίδα του.
Το νήμα
αρχίζει έτσι, κάπως, να ξετυλίγεται.
Όταν ο αραμαϊσμός ξεχάστηκε, η λέξη
τέκτων κράτησε τη σημασία του μαραγκού
και έγινε σημάδι απλής γνωριμίας. Κάποιος
ευσεβής συμπλήρωσε και όλα τα σχετικά
που γνώριζε από την παράδοση: «Ο τέκτων,
ο γιος της Μαρίας και αδελφός του
Ιακώβου...» Πάνω στην πληροφορία αυτή,
όπως την παρέλαβαν οι ελληνόφωνοι
αναγνώστες των Ευαγγελίων, οικοδομήθηκε
η ευσεβής παράδοση του μαραγκού και του
μαραγκούδικου. Ο Ιωσήφ, για τον οποίο
τίποτα σχεδόν δεν ήταν γνωστό, άρχισε
να αποκτά επάγγελμα και υπόσταση. Κοντά
του, ο Ιησούς απέκτησε νεανικό βίο και
νεανική απασχόληση.
Στο
μέσον του δεύτερου αιώνα, η υπόθεση του
μαραγκού είχε εδραιωθεί για καλά. Στο
λεγόμενο Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου, ο
Ιωσήφ είναι ήδη μια ολοκληρωμένη
προσωπικότητα. Στην πρώτη του κιόλας
εμφάνιση κρατά σκεπάρνι. Απευθυνόμενος
στη Μαρία, της λέει, καθώς αναλαμβάνει
τη φροντίδα της: «Σε παρέλαβα από το Ναό
του Κυρίου. Τώρα σε αφήνω στο σπίτι μου
και βγαίνω να οικοδομήσω τις οικοδομές
μου. Θα έρθω και πάλι κοντά σου». Σε άλλο
σύγγραμμα, ίσως λίγο μεταγενέστερο, ο
Ιωσήφ κατασκευάζει άροτρα και ζυγούς.
Παίρνει μαζί του από πολύ μικρό τον
Ιησού ως βοηθό και μαθητευόμενο. Αλλά
το παιδί αποδεικνύεται πάντα ικανότερο.
Αντί να δέχεται οδηγίες, δίνει συμβουλές,
αποκαλύπτοντας εξαρχής τη θεϊκή του
ιδιότητα.
Η
απόκρυφη αυτή παράδοση γινόταν δεκτή
και από τους πλέον έγκυρους θεολόγους
της εποχής. Ο Ιουστίνος θεωρούσε δεδομένο
ότι ενόσω ο Ιησούς βρισκόταν ανάμεσα
στους ανθρώπους, εργαζόταν ως τέκτονας.
Κατασκεύαζε άροτρα και ζυγούς, καθιστώντας
τα σύμβολα της δικαιοσύνης. Ο εθνικός
φιλόσοφος Κέλσος χλεύασε την ταπεινή
τέχνη του Ιησού. Φαντάστηκε ότι οι
χριστιανοί ομιλούσαν τόσο πολύ για το
ξύλο της ζωής και για ανάσταση της σάρκας
από το ξύλο επειδή ο δάσκαλός τους είχε
πεθάνει πάνω σε σταυρό και επειδή ήταν
ο ίδιος τέκτονας. Έτσι, συμπλήρωνε, εάν
είχε ριχτεί σε κρημνό ή σε βάραθρο ή
είχε πνιγεί σε αγχόνη και εάν πάλι ήταν
σκυτοτόμος, λιθοξόος ή σιδεράς, θα υπήρχε
πάνω από τους ουρανούς κρημνός ζωής ή
βάραθρο αναστάσεως ή σχοινί αθανασίας
ή λίθος μακάριος ή σίδηρος αγάπης ή
σκύτος άγιον. Ο Ωριγένης εξανέστη με τη
χλεύη του Κέλσου. Με το δίκιο του. Αυτά
δεν ήταν θέματα για χοντρούς αστεϊσμούς.
Ο
Ωριγένης πάντως δείχνει να αγνοούσε
αυτό που μάλλον γνώριζε ο Κέλσος.
Παρόμοιους νοητικούς ακροβατισμούς
έκανε την ίδια εποχή και μια χριστιανική
ομάδα, γνωστικής κατεύθυνσης. Ένα
σύγγραμμά της έχει γίνει σήμερα γνωστό
σε κοπτική μετάφραση. Παραθέτω ολόκληρη
τη σχετική περικοπή επειδή δείχνει
καθαρά πως από μια μικρή και (καθώς
φαίνεται) παρεξηγημένη λεπτομέρεια
οικοδομήθηκε ένας ολοκληρωμένος
θεολογικός συλλογισμός.
Είπε
ο απόστολος Φίλιππος: «Ο Ιωσήφ ο μαραγκός
φύτεψε έναν παράδεισο [δηλαδή δενδρόκηπο]
διότι χρειαζόταν ξύλα για την τέχνη
του. Αυτός έκανε και το σταυρό από τα
δένδρα που φύτεψε. Και το σπέρμα του
κρεμάστηκε από αυτό που αυτός είχε
φυτέψει. Το σπέρμα του ήταν ο Ιησούς και
το φυτό ήταν ο σταυρός. Αλλά το δένδρο
της ζωής βρίσκεται στη μέση του κήπου
του παραδείσου, καθώς και το ελαιόδενδρο
από το οποίο γίνεται το χρίσμα, και από
αυτό η ανάσταση».
Αλλά ενδεχομένως δεν χρειάζεται να πάμε
τόσο μακριά. Ήδη στην Καινή Διαθήκη το
ξύλο του σταυρού έχει αρχίσει να
ταυτίζεται με το δένδρο της ζωής που
φύτεψε ο Θεός στον παράδεισο. Ο Ιωάννης
το υποδηλώνει αυτό καθαρά στην Αποκάλυψη:
Τω νικώντι δώσω αυτώ φαγείν εκ του
ξύλου της ζωής, ο εστίν εν τω παραδείσω
του Θεού (2:7). Η νεανική τέχνη του Ιησού
έδειχνε έτσι να παραπέμπει στη δημιουργία
του κόσμου από τον ουράνιο Πατέρα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Ο
Ωριγένης απαντά στις κατηγορίες του
εθνικού Κέλσου που χλεύασε την τέχνη
του Ιησού στο έκτο βιβλίο του Κατά
Κέλσου. Η ρήση του Ιησού από το Κατά
Θωμάν ευαγγέλιο είναι αριθμημένη στις
περισσότερες σημερινές εκδόσεις ως
31η. Για το ευαγγέλιο αυτό, εκτός από τις
εκδόσεις των αποκρύφων που μνημονεύω
στη Σημείωση του πρώτου κεφαλαίου,
συμβουλεύτηκα και την έκδοση του Bentley
Layton, The Gnostic Scriptures, Λονδίνο 1987. Πληροφορίες
για τη μαθητεία του Ιησού στην τέχνη
του μαραγκού, πέρα από το Πρωτευαγγέλιον
Ιακώβου, δίνει το σύγγραμμα Θωμά
Ισραηλίτου φιλοσόφου, ρητά εις τα παιδικά
του Κυρίου. Γιατην τεκτονική τέχνη του
Ιησού, ο Ιουστίνος κάνει λόγο στο
σύγγραμμά του Διάλογος προς Τρύφωνα
88. Το γνωστικό παράθεμα είναι από το
Κατά Φίλιππον ευαγγέλιο 80 (74). Αντιγράφω
από τη μετάφραση του Κωνσταντίνου
Μωραΐτη, Αθήνα 1997.
Την
αραμαϊκή υπόθεση γύρω από την έννοια
του τέκτονα την έχει προτείνει ο Geza
Vermes στη μελέτη του Jesus the Jew: A Historian's
Reading of the Gospels, Λονδίνο 1973. Τα υπόλοιπα
είναι δικές μου υποθέσεις.
Ως
είπομεν, η λέξις και μόνη «Θεογενία», η
οποία σημαίνει την Δημιουργίαν του
Παντος, εκ της Αγκάλης του Πατρός, έρχεται
εις πλήρη αντίθεσιν προς τας σημερινάς
υλιστικάς αντιλήψεις της «Επιστήμης».
Όπισθεν του ορατού Σύμπαντος, όπισθεν
του ηλιακού συστήματος, με το Ζώδιον
και τους επτά πλανήτας, οι αρχαίοι
Έλληνες αντιμετώπιζον και διέκριναν
τον νοητόν κόσμον, δι' έκαστον ορατόν
πλανήτην, μίαν πνευματικήν ενότητα, εις
την οποίαν και έδιδον το όνομα ενός
Θεού! Όπισθεν εκάστου αστερισμού των
12 Ζωδίων, τόσον οι αρχαίοι Έλληνες, όσον
και οι Ινδοί υπενόουν ως υπαρχούσας
και διευθυνούσας πνευματικάς οντότητας
ή θεούς. Και ούτε προς Θεού πρέπει να
φαντασθή τις, ότι εις την τοιαύτην
αντίληψιν – την θεμελιώδη άλλωστε και
βασικήν – είναι αντίθετος η Χριστιανική
Διδασκαλία, τόσον δηλαδή η Παλαιά
Διαθήκη, όσον και η Καινή! Εις τον στίχον
του Ομήρου:
«τοίσιν
δε μύθον ήρχε Πατήρ ανδρών τε Θεών τε»
(Και
μεταξύ των Θεών του Ολύμπου τον λόγον
επήρε
πρώτος
ο Ζευς, ο Πατήρ των Θεών και ανθρώπων)
περικλείεται
ολόκληρος η «Θεολογία» ή «Κοσμογονία»,
ως μία άλυσις Θεών, πνευματικών οντοτήτων,
διευθυνουσών μερικώς και συνολικώς τας
τύχας του παντός! Έναν κόσμον πλήρη
θεών, δαιμόνων, ηρώων, νηρηίδων, δρυάδων,
νυμφών, ορεστιάδων ή ορειάδων είχε
πάντοτε προ οφθαλμών της η αρχαία Ελλάς,
από Μουσαίου, Λίνου, Ορφέως, Ησιόδου και
Ομήρου μέχρι Συριανού, Πρόκλου Ολυμπιοδώρου
και Δαμασκίου (των τελευταίων «εθνικών»
φιλοσόφων)! Τον κόσμον «των πρώτων αιτίων
και αρχών» είχον ως στόχον οι αρχαίοι
Έλληνες. Οι σύγχρονοι επιστήμονες τον
κόσμον των φαινομένων, δηλαδή την μεγάλην
αυταπάτην και φαντασμαγορίαν όπως
ονομάζει το βιβλίον του Τζιάν το ορατόν
Σύμπαν!
Με τα
είδωλα, τα φαντάσματα, τας σκιάς,
ασχολείται η σημερινή «επιστήμη», μη
ούσα εις θέσιν να εκτιμήσή δεόντως και
να κατανοήση την σοφίαν, την εγκλειομένην
εις την ακόλουθον φράσιν του Αριστοτέλους,
περί την οποίαν περιστρέφεται ολόκληρος
η «Μεταφυσική» και ολόκληρος η ποίησις
και επιστήμη της αρχαίας Ελλάδος την
«ονομαζομένην σοφίαν περί τα πρώτα
αίτια και αρχάς υπολαμβάνουσι πάντες».
Το
Ανώτατον Ευαγγέλιον της αρχαίας Ελλάδος
είναι «Τα των Πυθαγορείων Έπη τα Χρυσά».
Ιδού πως αρχίζουν:
«Αθανάτους
μεν πρώτα Θεούς, νόμω ως διάκεινται
τίμα
και σέβου όρκον έπειθ' ήρωας αγαυούς.
Τους
τε καταχθονίους σέβε Δαίμονας, έννομα
ρέζων...»
(Τους
αθανάτους μεν πρώτα Θεούς, όπως υπό του
νόμου
έχουν
διαταχθή, να τιμάς και τον όρκον ομοίως
σέβου
καθώς και την τάξιν των πεφωτισμένων
ηρώων,
και
τους επί της χθονός κατοικούντας δαίμονας
σέβου...)
Εις δε
τα επ' αυτών σχόλια ο Ηρακλής δίδει
πολυτιμοτάτας πληροφορίας ως προς την
τάξιν των θεών, των «αγαυών» ηρώων, των
δαιμόνων ή δαημόνων.
Ευθύς
αμέσως ο Θαλής παρουσιάζεται ως πρεσβεύων,
ότι «ο κόσμος εμψυχός εστι και δαιμόνων
πλήρης». Δια της λέξεως «δαίμων» ηννόουν
οι πρόγονοί μας, «Θεός».
Ως
διευθύνοντας και παρακολουθούντας
πάσαν την εξέλιξιν και ανέλιξιν του
σύμπαντος τους θεούς επίστευεν η αρχαία
Ελλάς, μέχρι και των ελαχίστων λεπτομεριών.
Όπως η Χριστιανική μας θρησκεία έχει
τον «Μυστικόν Δείπνον» (τον ανώτατον
και αγιώτατον, εις ον συμμετέχουν οι
Δώδεκα Απόστολοι και Δέκατος Τρίτος ο
Κύριος), και η αρχαία Ελλάς έχει την
«Θεών Αγοράν» (εις το α' της Οδυσσείας)
και «το Συμπόσιον των Θεών», κατά το
οποίον η Έρις έρριψεν το Χρυσούν Μήλον.
Το «Συμπόσιον» δηλοί τας υπερκοσμίους
δυνάμεις των Θεών, και δια τούτον τον
λόγον παρουσιάζονται οι θεοί συγκεντρωμένοι
εις δείπνον. Το δε χρυσούν μήλον συμβοίζει
τον κόσμον, ο οποίος νόμον του ύπατον
έχει τα αντίθετα. Δι' ό και τόσον επιτυχώς
ονομάζεται ούτος «το μήλον της Έριδος».
Επειδή δε οι Θεοί άλλοι μεν άλλα δώρα
χαρίζουν εις το σύμπαν και εις τους
ανθρώπους, ο μυθος παρουσιάζει αυτούς
ως φιλονεικούντας περί το μήλον ή τον
κόσμον. Η δε τα φαινόμενα μόνον διώκουσα
ψυχή (διότι αυτό συμβολίζει ο Πάρις), μη
ούσα εις θέσιν να διακρίνη τας άλλας
δυνάμεις, τας υπαρχούσας εν τω κόσμω,
νομίζει ότι το μήλον μόνον δια το κάλλος
της Αφροδίτης είναι.
Αυτάς
τας τόσον ευστόχους εξηγήσεις περί του
«μήλου της Έριδος» δίδει ο φιλόσοφος
Σαλλούστιος εις το περισπούδαστόν του
σύγγραμμα: «Περί Θεών του Κόσμου». Αυτός
και μόνος ο τίτλος του πολυτιμοτάτου
αυτού βιβλίου αποδεικνύει την βαθυτάτην
αντίληψιν της αλληλοσυνδέσεως του
κόσμου με τους Θεούς, την οποίαν είχον
βαθύτατα οι Έλληνες ερριζωμένην εις
την ψυχήν των, εν αντιθέσεις προς την
νεωτέραν «Επιστήμην», την συγκεντρώνουσαν
την προσοχήν της, όχι εις τας «πρώτας
αιτίας και αρχάς» (τας οποίας απ' άκρου
εις άκρον αποκαλύπτει το βιβλίον του
Τζυάν) αλλά εις τα φαινόμενα, εις το
ορατόν Σύμπαν, την μεγάλην απάτην!
Είπομεν
προηγουμένως, ότι ο γράφων το παρών δεν
συνάντησε μεγαλοπρεπέστερον εισαγωγικόν
εμβατήριον από το πρώτον κεφάλαιον των
Σταντζών του βιβλίου του Τζυάν από το
πρώτον κεφάλαιον της «Μυστικής Θεολογίας»
Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Και από το
πρώτον κεφάλαιον των Σχολίων του Πρόκλου
εις τον «Παρμενίδην» του Πλάτωνος. Ας
δώσωμεν εν μεταφράσει την εισαγωγήν
ταύτην του Πρόκλου, εκ της οποίας και
καταφαίνεται εις ποίον κόσμον
πνευματικότητος έζη ο Ελληνισμός ακόμη
και κατά τον Ε' μ.Χ. αιώνα:
«Εύχομαι
εις πάντας τους θεούς και εις πάσας τας
θεάς να ποδηγετήσουν τον νουν μου εις
την προκειμένην θεωρίαν, και ανάψαντες
εν εμοί φως στιλπνόν της αληθείας, να
καθοδηγήσουν την διάνοιάν μου επ' αυτήν
ταύτην την επιστήμην των όντων, και να
ανοίξουν τας πύλας της ψυχής μου, ώστε
αύτη να υποδεχθή την ένθεον του Πλάτωνος
υφήγησιν. Και αγκυροβολήσαντές μου την
γνώσιν εις το φαεινότατον του όντος, να
καταπαύσουν την εν τη ψυχή μου πολλήν
δοξοσοφίαν (=αμφιταλαντευομένην γνώμην),
εκδιώκοντες εξ αυτής την περί τα μη όντα
πλάνην και υπεισάγοντες μόνιμον εις
την ψυχήν μου την ενασχόλησιν με τα
όντως όντα, δια των οποίων και μόνον
τρέφεται και ποτίζεται το όμμα της
ψυχής, όπως διακηρύσσει ο Σωκράτης εις
τον «Φαίδρον». Εύχομαι περαιτέρω, όπως
οι μεν νοητοί Θεοί μοι χαρίσουν τέλειον
νουν. Οι νοεροί Θεοί δύναμιν αναγωγόν.
Οι δε υπέρ τον Ουρανόν των όλων Ηγεμόνες
ενέργειαν άλυτον και απηλλαγμένην των
υλικών γνώσεων. Οι δε Θεοί, οι έχοντες
κλήρον τον κόσμον, να μοι χαρίσουν ζωήν
επτερωμένην (= μη ασχολουμένην με τα
πεζά και ταπεινά). Οι δε αγγελικοί χοροί
αληθή έμφασιν των θείων πραγμάτων. Οι
δε αγαθοί δαίμονες συμπλήρωσιν της παρά
των Θεών επιπνοίας. Οι δε ήρωες μεγαλόφρονα
και σεμνήν και υψηλήν κατάστασιν. Τέλος
εύχομαι, όπως πάντα γενικώς τα θεία γένη
θέσουν μέσα εις την ψυχήν μου τελείαν
προπαρασκευήν, ώστε να μεταλάβω της
εποπτικωτάτης του Πλάτωνος και
μυστικωτάτης θεωρίας...»
Εστραμμένη
η σκέψις των Ελλήνων συνεχώς και πάντοτε
προς τον κόσμον των αιτίων και πρώτων
αρχών ήτο. Ενώ η σύγχρονος εποχή προς
την «εξασφάλισιν του επιουσίου άρτου
μόνον», προς την «θηρευτικήν θέσεων,
διπλωμάτων εξασφαλιζόντων θέσιν» και
παν άλλο ή προς τον ουρανόν και την
αναζήτησιν της εν τω Παντί Αληθείας
ασχολείται Ανατολή και Δύσις, Βορράς
και Νότος! Κακά στοιχειά κρατούν ολόκληρον
τον κόσμον σε μια Βαβέλ δεμένον!
«Τα
είδωλα, τα φαντάσματα έχει ως στόχον
της ο σημερινός «Πολιτισμός». Και όμως
υπάρχουν Πανεπιστήμια, Ακαδημείαι,
Εκκλησίαι, Πνευματικοί Ηγέται! Και...
αποκαλούμεν τους αρχαίους Έλληνας
ειδωλολάτρας, μη όντες εις θέσιν – εν
τη διπλή αγνοία διατελούντες – να
ξεχωρίσωμεν ποία είναι η αλήθεια και
ποία η ειδωλολατρεία.
Κλείομεν
το παρόν κεφάλαιον με την ακόλουθον
εμπνευσμένην περικοπήν της θείας
γυναικός, Άννας Κηγξφορτ: «Αλλά τι λοιπόν
είναι ειδωλολατρεία και ποίοι είναι οι
ψευδείς θεοί; Όταν κανείς υλοποιή
πνευματικά μυστήρια μεταβάλλεται εις
ειδωλολάτρην. Οι διαδεχθέντες εις την
ιερατικήν καθέδραν τον Μωυσή αντικατέστησαν
τας πνευματικάς αρχάς και αληθείας δια
υλικών συμβόλων και έχυναν αθώον αίμα
επί των αγνών βωμών του Κυρίου. Ειδωλολάτραι
είναι εκείνοι, οι οποίοι εννοούν το
γράμμα και όχι το πνεύμα, που εκλαμβάνουν
τα είδωλα δια την ουσίαν, και οι οποίοι
καλύπτουν τα πραγματικά χαρακτηριστικά
των Θεών με υλικάς και νόθους παραστάσεις.
Ειδωλολατρεία είναι ο ματεριαλισμός,
η κοινή και αρχική αμαρτία των ανθρώπων,
η οποία αντικαθιστά το πνεύμα, με την
εμφάνισιν ή φαινόμενον, την ουσίαν με
την απάτην, και οδηγεί τόσον την ηθικήν,
όσον και διανοητικήν υπόστασιν του
ανθρώπου εις την πλάνην, ούτως ώστε το
κάτω η ψυχή να το νομίζη επάνω, και το
βάθος να το θεωρεί ύψος. Μέχρι της ημέρας
κατά την οποίαν ο μυστικός ανήρ και γυνή
εγεύθησαν τον πονηρόν καρπόν, ο οποίος
ελκύει τας αισθήσεις και ο οποίος υπήρξε
το δέλεαρ του όφεως, οι πρωτόπλαστοι
εγνώριζον τα πνευματικά, τα οποία ήσαν
εις αυτούς, αρκετά. Αλλά μετά την πτώσιν,
ήρχισαν να κατανοούν και υλικά πράγματα,
εις τα οποία έδωσαν και την προτίμησίν
των, και κατέστησαν ειδωλολάτραι. Και
η αμαρτία των και το δηλητήριον, που
επήγασεν από τον πονηρόν καρπόν, διέφθειρε
το αίμα ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους».
Η
σημερινή μας εποχή, είπερ ποτέ και
άλλοτε, οφείλει να εξασκηθή εις την
αντιδιαστολήν των ειδώλων και φαντασμάτων,
από την ουσίαν και αλήθειαν. Άλλως την
νύκτα, θα εκλαμβάνωμεν δια ημέραν, την
άγουσαν κατά κρημνών και βαράθρων, δια
«πρόοδον» και «πολιτισμόν», και την
ψευδοεπιστήμην, την καταγινομένην με
τα φαινόμενα, τα φαντάσματα και την
ανταύγειαν, δι' αλήθειαν και επιστήμην.