.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

ΜΥΗΤΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΣΑΜΟΓΕΤΗ ΣΑΜΑΝΟΥ – MIRCEA ELIADE


Σύμφωνα με τις Γιουράκ-Σαμογέτικες πηγές του Λετιζάλο, η καθεαυτό μύηση αρχίζει μετά την εκμάθηση του ταμπούρλου. Τότε είναι που κατορθώνουν να δουν τα πνεύματα. Ο σαμάνος Γκανύκκα του διηγήθηκε πως, μια μέρα, ενώ χτυπούσε το ταμπούρλο του, κατέβηκαν τα πνεύματα και τον έκοψαν κομματάκια, κόβοντάς του επίσης και τα χέρια του. Επτά μέρες και επτά νύχτες έμεινε ξαπλωμένος, αναίσθητος, στο χώμα. Σ' αυτό το διάστημα η ψυχή του βρισκόταν στον Ουρανό, περπατώντας με το πνεύμα του Κεραυνού και κάνοντας επισκέψεις στον θεό Μικκουλάι.
Ο Α.Α. Ποπώβ διηγείται τι συνέβη σ' έναν σαμάνο των Αβάμ-Σαμογετών. Άρρωστος από ευλογιά, έμεινε τρεις μέρες αναίσθητος, σχεδόν νεκρός, σε τέτοιο σημείο που κόντεψαν να τον θάψουν. Η μύησή του έγινε σ' αυτό το διάστημα. Θυμάται ότι οδηγήθηκε στο μέσο μιας θάλασσας. Εκεί, άκουσε τη φωνή της Αρρώστειας (δηλ. της ευλογιάς) που του έλεγε: «θα λάβεις το χάρισμα του σαμανισμού εκ μέρους των Αρχόντων του Νερού. Το σαμανικό σου όνομα θα είναι Χουοττάρι (Βουτηχτής). Μετά, η Αρρώστεια τάραξε τα νερά της θάλασσας. Βγήκε και σκαρφάλωσε σ' ένα βουνό. Εκεί, συνάντησε μια γυμνή γυναίκα και άρχισε να βυζαίνει το στήθος της. Η γυναίκα, που ήταν πιθανώς η Κυρά του Νερού, του είπε: «Είσαι το παιδί μου. Γι' αυτό σ' αφήνω να βυζαίνεις το στήθος μου. Θα συναντήσεις πολλές δυσκολίες και θα κουραστείς πολύ». Ο άντρας της Κυράς του Νερού, ο Άρχοντας της Κόλασης, του έδωσε μετά δύο οδηγούς, μια ερμίνα και ένα ποντίκ, για να τον οδηγήσουν στην Κόλαση. Αφού έφτασαν σ' ένα ύψωμα, οι οδηγοί του έδειξαν επτά σκηνές με σκισμένες σκεπές. Μπήκε μέσα στην πρώτη και συνάντησε τους κατοίκους της Κόλασης και τους άντρες της μεγάλης Αρρώστειας (ευλογιάς). Αυτοί του ξερρίζωσαν την καρδιά και την πέταξαν σε μια κατσαρόλα. Στις άλλες σκηνές γνώρισε τον Άρχοντα της Τρέλλας και τους Άρχοντες όλων των νευρικών ασθενειών. Εκεί συνάντησε και τους κακούς σαμάνους. Έμαθε να γνωρίζει τις διάφορες αρρώστειες που βασανίζουν τους ανθρώπους.
Ο υποψήφιος, με τους οδηγούς πάντα μπροστά, έφτασε έπειτα στη χώρα των γυναικών σαμάνων, που του δυνάμωσαν τον λαιμό και τη φωνή. Οδηγήθηκε έπειτα στις εννέα θάλασσες. Στο μέσον μιας απ' αυτές βρισκόταν ένα νησί, στο μέσο του νησιού υψωνόταν μια μικρή σημύδα μέχρι τον ουρανό. Ήταν το Δέντρο του Άρχοντα της Γης. Κοντά του φύτρωναν 9 χόρτα, πρόγονοι όλων των φυτών της γης. Το Δέντρο περιτριγυριζόταν από τις θάλασσες και μέσα σε κάθε μια κολυμπούσε ένα είδος πουλιού με τα μικρά του. Υπήρχαν πολλές ποικιλίες από πάπιες, ένας κύκνος και ένα γεράκι. Ο υποψήφιος επισκέφθηκε όλες αυτές τις θάλασσες. Μερικές ήταν αλμυρές, άλλες τόσο ζεστές που δεν μπορούσε να πλησιάσει την όχθη. Αφού έκανε το γύρο τους, ο υποψήφιος σήκωσε το κεφάλι και διέκρινε στην κορυφή του Δέντρου ανθρώπους πολλών εθνών: Ταβγί-Σαμογέτες, Ρώσσους, Ντολγκάν, Γιακούτες και Τουνγκούζ. Άκουσε φωνές: «Αποφασίστηκε ότι θα έχεις ένα στενόμακρο τύμπανο (δηλαδή το ραβδί ενός τυμπάνου) φτιαγμένο από τα κλαδιά αυτού του Δέντρου. Άρχισε να πετάει με τα πουλιά των θαλασσών. Όπως απομακρυνόταν από την όχθη, ο Άρχοντας του Δέντρου του φώναξε: «Το κλαδί μου μόλις έπεσε. Πάρτο και κάνε το ένα τύμπανο που θα σου χρησιμεύσει σ' όλη σου τη ζωή». Αυτό το κλαδί είχε τρεις άκριες και ο Άρχοντας του Δέντρου τον διέταξε να φτιάξει τρία τύμπανα που έπρεπε να φυλαχτούν από τρεις γυναίκες, ενώ το κάθε τύμπανο θα χρησιμοποιόταν για μια ειδική τελετή: ένα για να σαμανίζει λεχώνες, το δεύτερο για να θεραπεύει αρρώστους, το τελευταίο, για να ξαναβρίσκει ανθρώπους χαμένους στο χιόνι.

Ο Άρχοντας του Δέντρου έδωσε επίσης κλαδιά σ' όλους τους ανθρώπους που βρίσκονταν στην κορυφή του Δέντρου. Αλλά, παίρνοντας ανθρώπινη μορφή και βγαίνοντας μέχρι το στήθος από το Δέντρο, πρόσθεσε: «Δεν υπάρχει παρά ένα μόνο κλαδί που δεν το δίνω στους σαμάνους, γιατί το κρατάω για τους υπόλοιπους ανθρώπους. Θα μπορέσουν να κάνουν μ' αυτό κατοικίες και να το χρησιμοποιήσουν για τις ανάγκες τους. Είμαι το Δέντρο που δίνει ζωή σ' όλους τους ανθρώπους».
Σφίγγοντας δυνατά το κλαδί, ο υποψήφιος ήταν έτοιμος να ξαναπετάξει όταν άκουσε εκ νέου μια ανθρώπινη φωνή να του αποκαλύπτει τις ιατρικές αρετές των επτά φυτών και να του δίνει ορισμένες οδηγίες σχετικές με την τέχνη του σαμανισμού. Αλλά, πρόσθεσε η φωνή, έπρεπε να παντρευτεί τρεις γυναίκες (πράγμα που άλλωστε έκανε. Παντρεύτηκε τρεις ορφανές που θεράπευσε από ευλογιά).
Στη συνέχεια, έφτασε κοντά σε μια θάλασσα χωρίς τέλος και εκεί βρήκε δέντρα και επτά πέτρες. Αυτές οι τελευταίες του μίλησαν με τη σειρά. Η πρώτη είχε δόντια σαν της αρκούδας και μια κοιλότητα σαν καλάθι. Του αποκάλυψε πως ήταν η πέτρα της πίεσης της Γης: πίεζε μ' όλο το βάρος της τους αγρούς για να μη τους πάρει ο αέρας. Η δεύτερη χρησίμευε για να λειώνει σίδερο. Έμεινε επτά μέρες κοντά σ' αυτές τις πέτρες και έμαθε σε τι χρησιμεύουν στους ανθρώπους.
Οι δύο οδηγοί, το ποντίκι και η ερμίνα, τον οδήγησαν κατόπιν σ' ένα ψηλό και στρογγυλό βουνό. Διέκρινε ένα άνοιγμα μπροστά του και μπήκε σε μια σπηλιά πολύ φωτεινή, σκεπασμένη από πάγους, που στο κέντρο της υπήρχε κάτι που έμοιαζε με φωτιά. Παρατήρησε δύο γυναίκες γυμνές, αλλά σκεπασμένες από τρίχωμα σαν τους ταράνδους. Παρατήρησε έπειτα πως δεν έκαιγε καμία φωτιά, αλλά πως το φως ερχόταν από ψηλά, από ένα άνοιγμα. Μια από τις γυναίκες του ανάγγειλε πως ήταν έγγυος και πως θα γεννούσε 2 ταράνδους: ο ένας θα ήταν το ζώο για θυσία των Ντολγκάν και των Εβένκ, το άλλο των Ταβγί. Του έδωσε επίσης μια τρίχα που θα του ήταν πολύτιμη όταν θα τον φώναζαν να σαμανίσει ταράνδους.
Η άλλη γυναίκα γέννησε και αυτή δυό ταράνδους, σύμβολα των ζώων που θα βοηθούσαν τον άνθρωπο σ' όλες τις εργασίες του και θα του χρησίμευαν και για τροφή. Η σπηλιά είχε 2 ανοίγματα, ένα στο Βορρά και ένα στο Νότο. Απ' το καθένα απ' αυτά, οι γυναίκες έστειλαν ένα νέο τάρανδο για να υπηρετήσει τους ανθρώπους τους δάσους (Ντολγκάν και Εβένκ). Η δεύτερη γυναίκα του έδωσε και αυτή μια τρίχα, αν σαμανίζει να κατευθύνεται πνευματικά προς αυτή τη σπηλιά.
Έπειτα ο υποψήφιος έφτασε σε μια έρημο, και, σε μεγάλη απόσταση, διέκρινε μακρυά ένα βουνό. Μετά από τρεις μέρες πορείας, πλησίασε, μπήκε από ένα άνοιγμα και συνάντησε έναν γυμνό άνθρωπο που δούλευε μ' ένα φυσερό. Πάνω στη φωτιά βρισκόταν μια χύτρα «μεγάλη σαν το μισό της γης». Ο γυμνός άνθρωπος τον είδε και τον μάγκωσε με μια τεράστια τανάλια. «Είμαι νεκρός!» πρόλαβε να σκεφτεί ο αρχάριος. Ο άνθρωπος του έκοψε το κεφάλι, μοίρασε το σώμα του σε μικρά κομμάτια και τα έβαλε στη χύτρα. Του έψησε έτσι το σώμα επί 3 χρόνια. Υπήρχαν επίσης τρία αμόνια και ο γυμνός άνθρωπος σφυρηλάτησε το κεφάλι του πάνω στο τρίτο, αυτό που χρησιμοποιούσαν για να σφυρηλατούν τους καλύτερους σαμάνους. Πέταξε έπειτα το κεφάλι μέσα σε μια από τις τρεις κατσαρόλες που βρίσκονταν εκεί και που είχε το πιο κρύο νερό. Μ' αυτή την ευκαιρία του αποκάλυψε πως, όταν τον φώναζαν για να βοηθήσει κάποιον, αν το νερό ήταν πολύ ζεστό, ήταν ανώφελο να σαμανίσει γιατί ο άνθρωπος ήταν ήδη χαμένος. Αν το νερό ήταν χλιαρό, ήταν άρρωστος αλλά θα γινόταν καλά. Το κρύο νερό είναι χαρακτηριστικό του υγιούς ανθρώπου.
Ο σιδηρουργός ανέσυρε έπειτα τα κόκκαλά του που αρμένιζαν σ' ένα ποτάμι, τα ξαναταίριασε μαζύ και τα σκέπασε με σάρκες. Τα μέτρησε και του αποκάλυψε ότι είχε τρία κομμάτια παραπάνω: θα έπρεπε λοιπόν να προμηθευτεί τρία σαμανικά κοστούμια. Του σφυρηλάτησε το κεφάλι και του έδειξε πως να διαβάζει τα γράμματα που βρίσκονταν μέσα. Του άλλαξε τα μάτια και γι' αυτό, όταν σαμανίζει, δεν βλέπει με τα δικά του σαρκικά μάτια αλλά με αυτά τα μυστικά μάτια. Του τρύπησε τ' αυτιά, κάνοντάς τον ικανό να καταλαβαίνει την γλώσσα των φυτών. Έπειτα ο υποψήφιος ξαναβρέθηκε πάνω στην κορυφή ενός βουνού, και τελικά ξύπνησε μέσα στην καλύβα, κοντά στους δικούς του. Τώρα, μπορεί να τραγουδάει και να σαμανίζει ατέλειωτα, χωρίς ποτέ να κουραστεί.
Επαναλάβαμε αυτή τη διήγηση εξ αιτίας του καταπληκτικού μυθολογικού και θρησκευτικού της πλούτου. Αν είχαν συγκεντρώσει με την ίδια προσοχή, τις εξομολογήσεις και άλλων σιβηρών σαμάνων, πιθανόν να μην περιοριζόμαστε ποτέ στο συνηθισμένο τύπο: ο υποψήφιος έμεινε για έναν ορισμένο αριθμό ημερών σε αφασία, ονειρεύτηκε ότι τα πνεύματα τον έκοψαν κομμάτια και τον πήγαν στους ουρανούς, κλπ. Βλέπουμε πως η μυητική έκσταση ακολουθεί από πολύ κοντά ορισμένα υποδειγματικά θέματα: ο αρχάριος συναντά πολλά θεία πρόσωπα (την Κυρά των Νερών, τον Άρχοντα της Κόλασης, την Κυρά των Ζώων) πριν να οδηγηθεί από τους οδηγούς-ζώα στο Κέντρο του Κόσμου, πάνω στην κορυφή του κοσμικού βουνού, όπου βρίσκεται το Δέντρο του Κόσμου και ο παγκόσμιος Άρχοντας. Δέχεται εκ μέρους του κοσμικού Δέντρου και του ίδιου Άρχοντα τα ξύλα για να κατασκευάσει ένα τύμπανο. Ημι-δαιμονικά όντα του αποκαλύπτουν την φύση και την θεραπεία όλων των ασθενειών. Τέλος, άλλα δαιμονικά όντα του κόβουν το σώμα σε κομμάτια που ψήνουν και ανταλλάσσουν με καλύτερα όργανα.
Καθένα από τα στοιχεία της μυητικής διήγησης είναι συναφές και πλαισιώνεται μέσα σ' ένα σύστημα συμβολικό ή τυπολογικό πολύ γνωστό στην ιστορία των θρησκειών. Θα επανέλθουμε στο καθένα απ' αυτά. Το σύνολο συνθέτει μια καλά διαρθρωμένη παραλλαγή του παγκόσμιου θέματος του θανάτου και της μυστικής ανάστασης του υποψήφιου δια μέσου μιας καθόδου στην Κόλαση και μιας ανάληψης στον Ουρανό.



MIRCEA ELIADE
Ο ΣΑΜΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΑΪΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΚΣΤΑΣΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΜΠΟΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι. ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ 1978

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Αναφορά στη βουλητική αιτιότητα – Παύλος Σπ. Κυράγγελος



(Άρθρο του Π.Κ. στο περ. ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ, τ. 1, σ. 5-6)

Οι γενικά αναγνωρισμένοι για την παντοδύναμη σχεδόν ισχύ τους νόμοι: 1) της κληρονομικότητας, 2) των ροπών της διαπαιδαγώγησης 3) των ροπών του περιβάλλοντος και 4) των αποκεντρώσεων γεγονότων, που σ' αυτόν υπάγεται και ο της αποκέντρωσης των προσώπων μειώνουν στο ελάχιστο την ευθύνη της βούλησης για την πράξη. Μένει να εξεταστή αν αυτή η μείωση μεγιστοποιείται, αν δηλαδή ορίζει την πραγματική ευθύνη της βούλησης σαν μηδενική.
Ο νόμος της κληρονομικότητας δηλώνει ένα προκατασκευασμένο διευθυντήριο κάθε πνευματικής λειτουργίας της ανθρώπινης ύπαρξης, που δεσμεύει την ανθρώπινη εκδήλωση – πνευματική, ψυχική, εκτελεστική – μέχρι ένα ωρισμένο βαθμό, μέχρι και μέγιστο, μέχρι και παγκυρίαρχο, ποτέ όμως μηδενικό. Τα χρωμοσώματα ενεργούν πάντα στη διαμόρφωση αυτού του διευθυντηρίου, που προαναφέρθηκε, ποτέ δεν παρουσιάζουν μια έκλειψη της ενέργειάς τους και μόνο ο βαθμός της επιρροής τους διαφέρει, δηλαδή ο βαθμός της δύναμης του διευθυντηρίου πάνω στην ανθρώπινη εκδήλωση.
Ο νόμος των ροπών της διαπαιδαγώγησης υποδεικνύει το σωματικό, πνευματικό και ψυχικό εύπλαστο της νέας οντότητας, που γίνεται. Το εύπλαστο δεν είναι μια κατάσταση, αλλά μια ιδιότητα ανθρώπινη, που στη νέα ύπαρξη φανερώνεται στο μέγιστο του βαθμού της, και που ορίζει την αδυναμία της ύπαρξης να αντιδράση – κατά ένα βαθμό – σε μια γραμμή, που επιβάλλεται και που αναφέρεται στους τρόπους ανάπτυξης του νου, του κορμιού, της ψυχής. Αυτή η αδυναμία είναι, που αυτόματα με τη σειρά της, μειώνει στο ελάχιστο την ευθύνη της βούλησης της ύπαρξης πάνω στην τελική διαμόρφωση και παρουσίαση της πράξης.
Ο νόμος των ροπών του περιβάλλοντος είναι συγγενής με το νόμο των ροπών της διαπαιδαγώγησης. Το περιβάλλον, που κλείνει μέσα στο νόημά του το σύνολο των γνωστών – φίλων και συγγενών – το σχολείο, τη γειτονιά, την πόλη, τη χώρα, τη νοοτροπία της χώρας, τη νοοτροπία της κοινωνίας, την εκκλησία, τη θέση της πόλης, τη θέση της χώρας, έχει με τη διαπαιδαγώγηση τη σχέση, πως κι αυτό δεν είναι παρά μαι διαπαιδαγώγηση, έμμεση όμως και όχι επιβεβλημένη – τουλάχιστον επιφανειακά. Ο νόμος των ροπών του περιβάλλοντος φανερώνει τη φοβερή καταναγκαστική ψυχικά δύναμη, αναγνωρισμένη πια από την επιστήμη, που ασκούν τα χρώματα, οι ήχοι,οι επιβεβλημένες συνήθειες, οι πεζές ρουτινιασμένες, αλλά αναγκαστικές απασχολήσεις, καθώς και τα άλλα στοιχεία του περιβάλλοντος, που διαστρέφουν τη βούληση και μειώνουν επίσης στο ελάχιστο την ικανότητα αντίδρασης του αδρανημένου πνευματικού οργανισμού ενάντια στην εισβολή και επιβολή των «κακών στοιχείων», των σημείων δηλαδή, που δείχνουν μια ανθρώπινη φύση εκφαυλισμένη και υπεύθυνη για προσβολή ενάντια στην αρετή. Αυτή η μείωση της ικανότητας για αντίδραση, που μπορεί να φτάση ακόμα και μέχρι την ένδειξη «μηδέν», προσθέτει στο σωρό των στοιχείων, που σωρεύονται για να καταδείξουν τη μηδενοποίηση της ευθύνης της βούλησης για τη μορφή και για την εκδήλωση της πράξης.
Ο νόμος των αποκεντρώσεων των γεγονότων δείχνει την πίεση, ηθική και πραγματική, που ασκούν τα γεγονότα πάνω στη γραμμή της κατεύθυνσης της ανθρώπινης βούλησης. Αυτή η γραμμή της κατεύθυνσης ευθύνεται αν λοξεύει από δική της θέληση, αλλά η πραγματικότητα, καταπέλτης για τους κατασκευαστές και μύστες της αρχής της «διαιώνισης του φάσματος της ενοχής και τιμωρίας» και ανακούφιση για την κατάδειξη της μηδενοποίησης της ευθύνης της βούλησης, είναι πως η λόξωση και ο συχνός διαστρεβλωμός της γραμμής της ηθική ή πραγματική, των «κακής υφής», σχετικά με κατεύθυνσης της βούλησης οφείλεται στην πίεση, την αρετή, γεγονότων.

Η αποκέντρωση, που δημιουργούν τα πρόσωπα, και που υπάγεται ιεραρχικά στην αποκέντρωση, δηλώνει την ανώτερη πίεση, που ασκούν πρόσωπα ισχύος, ηθική ή πραγματική, πάνω στην ύπαρξη, με συνέπεια την ελάττωση της ηθικής αξίας της πράξης, μια και η βούληση συνυφάνθηκε με μια κατάσταση, που χαρακτηρίζεται σαν «ανώτερης βίας».
Έπειτα από αυτά, η αιτιότητα της ενοχής της ύπαρξης για την παρουσίαση και τη διαμόρφωση μιας πράξης, δηλαδή η ευθύνη της βούλησης για την παραγωγή της πράξης, παύει να ΚΑΤΑΛΟΓΙΖΕΤΑΙ και μόνο μπορεί να ΑΝΑΓΕΤΑΙ. Το άτομο, επειδή διέπεται από τους νόμους, που πάρα πάνω αναφερθήκανε και αναλυθήκανε, δεν έχει την ικανότητα να είναι ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ, αλλά μόνο ΜΕΣΟ ΑΝΑΓΩΓΗΣ της ευθύνης.
Απ' αυτούς τους νόμους, που προαναφέρθηκαν θα εξεταστή και πάλι ο νόμος της κληρονομικότητας, που στον τομέα της φιλοσοφικής έρευνας, παίρνει μαι διαφορετική χρώση και, προ παντός, έκταση, απ' όσο στη βιολογία. Και τούτο γιατί στην περίπτωση, που εξετάζεται, του καταμερισμού δηλαδή της ευθύνης, ο νομος αυτός, μόλις ανεβαίνει μια γενεά, αναλύεται ως προς τον απόγονο στους άλλους νόμους, που τους συμπληρώνει και τους ενισχύει, ενώ για τον πρόγονο συμπυκνώνεται πάλι σαν αυτούσιος και αυτοδύναμος νομος, έτοιμος πάλι ν' αναλυθή, μόλις μπη στα πλαίσια της αμέσως προηγούμενης γενιάς.
Η ευθύνη της βούλησης είναι το «μήλον της έριδος» για την κατάταξη κάθε ατόμου στην περιοχή του καταλογισμού ή της αναγωγής. Αν γίνη δεκτή η μηδενοποίηση της ευθύνης εξ αιτίας της ύπαρξης των νόμων, που προαναφέρθηκαν, αυτοματα παραλύει και εξαφανίζεται κάθε προσπάθεια, που θέλει να χαρακτηριστή ο άνθρωπος αντικείμενο καταλογισμού, και απομένει ο χαρακτηρισμός του σαν μέσου αναγωγής. Αν γίνει παραδεκτή η ευθύνη της βούλησης για την παρουσίαση και διαμόρφωση της πράξης, εξαλείφεται αυτοστιγμεί η ουδετεροποίηση του όντος με το χαρακτηρισμό του σα μέσου αναγωγής και ελέγχεται σαν αντικείμενο καταλογισμού. Αυτοί είναι οι δύο πόλοι στη συζήτηση για την ευθύνη της βούλησης. Οι σκοταδοφτιάχτες και σκοταδοσυντηρητές του πνεύματος και της αλήθειας, μπρος στα συγκεντρωμένα πυρά ερευνητών, μαχητών αλλά και απολογητών, που αυτούς τους τελευταίους δεν μπόρεσαν να μη τους χαρακτηρίσουν αδιάβλητους, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν κατά μια θέση και δέχτηκαν μια μέση λύση, που όμως στην πραγματικότητα δένει ακόμα περισσότερο και φιμώνει την αλήθεια, το πνεύμα, τον έλεγχο. Εφεύραν τη μέση κατάσταση, δηλαδή όχι ένα αντικείμενο καταλογισμού φτιαγμένο από μέσα αναγωγής, αλλά ένα μέσο αναγωγής φτιαγμένο από μέσα αναγωγής, θα κυριαρχούσε το υλικό της κατασκευής, το μέσο της αναγωγής, και θα ξανάπεφταν έτσι στην αποδοχή του χαρακτηρισμού της ύπαρξης σα μέσου αναγωγής, πράγμα, που θα αναποδογύριζε το κατασκεύασμα της αρχής της «διαιώνισης της ενοχής και τιμωρίας». Μπροστά στο φόβο αυτό δέχτηκαν την κατασκευή του ηθικού τραγέλαφου του μέσου της αναγωγής φτιαγμένου από αντικείμενα καταλογισμού. Έτσι πέφτουμε πάλι στην παραδοχή του χαρακτηρισμού της ύπαρξης σαν αντικείμενου καταλογισμού, όσο κι αν διατείνωνται οι κατασκευαστές του πως εισέρχεται και το στοιχείο της ελαστικής έλεγξης της βούλησης, επειδή δέχονται «κατά βάσιν» την ύπαρξη σα μέσο αναγωγής. Αλλ' αφού αυτό το μέσο είναι φτιαγμένο από αντικείμενα καταλογισμού, η ουδετερότητα της καθαρής ενέργειας της βούλησης παύει να υπάρχη, μ' όλο που καταδείχτηκε από τους νόμους της κληρονομικότητας, της ροπής της διαπαιδαγώγησης και του περιβάλλοντος και της αποκέντρωσης των γεγονότων.



ΠΑΥΛΟΣ ΣΠ. ΚΥΡΑΓΓΕΛΟΣ

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Το μυστήριον της μετενσαρκώσεως του Δαλαϊλάμα – Πως ανανεώνουν το σφρίγος τους οι γυμνοσοφισταί του Θιβέτ – Αντώνιος Φ.Χαλάς


Στο παρόν κεφάλαιο θ' αποκαλύψωμεν ένα από τα συνταρακτικώτερα μυστικά του Θιβέτ και του Λαμαϊσμού.
Μία από τις πολυτιμότατες δυνάμεις, που παραχωρεί εις τους μελετητάς τη η λεγομένη «Γιόγκα-Βίδυα», η επιστήμη δηλαδή του αποκρυφισμού, είνε και το μυστικό της διατηρήσεως της αιωνίας νεότητος, της ακμής και του σφρίγους! Μεταξύ των ιερών βιβλίων των Ινδιών, είνε και οι καλούμενες «Πουράνα». Ένα, λοιπόν, από τα βιβλία αυτά, γράφει: «Ο Γιαγιάτης, που ήταν γέρος και ανάπηρος, κουτσός και άσχημος, μπήκε μέσα στο σώμα του μικροτέρου γυιού του, αφού εγκατέλειψε το σώμα του!»
Εις το Θιβέτ, λοιπόν, πιστεύεται πως όταν ο ανώτατος Αρχηγός του Λαμαϊσμού, ο Δαλαϊλάμας, αισθανθή, πως το σώμα του έχει πια χάσει το σφρίγος και τη νεανική του ικμάδα και ζωτικότητα, αποφασίζει να εγκαταλείψη το άχρηστο και εξαρθρωμένο από την πολυκαιρία σώμα. Και αμέσως εκλέγει, το σώμα ενός μικρού παιδιού και βρέφους ακόμα, ώστε ν' αποκτήση όλη του την ζωτικότητα, που εμπεριέχεται στο τρυφερό εκείνο σώμα, που είνε γεμάτο από δύναμι και ζωή. Και «ενσαρκώνεται» στο σώμα εκείνο!

* * *

Για να μπορέση κανείς καλά να κατανοήση τις εκπληκτικές αυτές αποκαλύψεις, είνε ανάγκη να παραθέσουμε την μετάφρασι μιας από τις πιο περίεργες ιστορίες που έχουμε διαβάσει στη ζωή μας, και που βρίσκεται στο δεύτερο τόμο, σελίς 601 του έργου της μεγίστης αποκαλυπτρίας των μυστηρίων και της διδασκαλίας των Ινδιών, Ελένης Πετροβνας Μπλαβάτσκυ, που επιγράφεται «Ίσις αποκεκαλυμμένη»:
«Πριν από πολλά χρόνια – γράφει – μια μικρή παρέα είχαμε ξεκινήσει από την πόλι Κασιμίρ και μεταβαίναμε προς την κωμόπολι Λεχ, του Κεντρικού Θιβέτ. Μεταξύ των οδηγών μας ήταν και κάποιος Τάτταρος Σαμάν, ένα μυστηριώδες πρόσωπο , που μιλούσε λίγα ρούσσικα. Έτσι κατωρθώναμε να συνεννοούμαστε μαζύ του. Αυτός ο άνθρωπος μας προσέφερε σημαντικώτατες υπηρεσίες. Μαζί με την παρέα μας ήταν κάποιος Λουθηρανός παπάς, ο αιδεσιμώτατος Κέτσνερ. Αυτός είχε ακούσει, από κάποιον Ρώσσο ιερέα, την μυστηριώδη ιστορία της «ενσαρκώσεως» του γέρου Δαλαϊλάμα, στο σφριγηλό σώμα ενός βρέφους, και μη πιστεύοντας, επιχείρησε να μεταβή στο Θιβέτ για ν' αποκαλύψη, όπως νόμιζε, την «απάτην». Δεν άργησε, όμως να δεχθή σφοδρό πλήγμα η απιστία του.
»Ήταν η τέταρτη μέρα, που είχαμε αφήσει πίσω μας το Ισλαμαμπάντ, και είχαμε φθάσει σ' ενα ασήμαντο χωριουδάκι, που ήτανε χτισμένο στην όχθη μιας θαυμασίας λίμνης. Αποφασίσαμε να μείνουμε μερικές μέρες στο χωριό αυτό για να ξεκουραστούμε. Σ' αυτό λοιπόν το χωριό, καθώς μας πληροφόρησε ο Σαμάν, είχεν εγκατασταθή ένας μεγάλος όμιλος «Αγίων» του Λαμαϊσμού, που είχαν αναλάβει ένα μεγάλο προσκύνημα σ' όλους τους βωμούς και ναούς εκείνης της περιφέρειας του Θιβέτ. Ο όμιλος αυτός είχεν εγκατασταθή σ' έναν παλαιότατο ναό, με υπόγειο, σε μια σπηλιά. Ο Σαμάν προσέθεσε, πως, επειδή οι «Άγιοι» αυτοί είχαν απάνω τους την Θεία Χάρι, θα μπορούσαν να εκτελέσουν εκπληκτικά θαύματα. Ο Κέτσνερ, μόλις άκουσε αυτή την πληροφορία, στεκότανε στα καρφιά μέχρις ότου τους συναντήση και κατορθώση έτσι και αποκαλύψη την «απάτη των αιώνων», όπως εφαντάζετο. Έσπευσε, λοιπόν, να τους επισκεφθή. Οι Θιβετιανοί Λαμάδες τον εδέχθηκαν με μεγάλη ευγένεια και ευπροσηγορία και έτσι αρχίσανε φιλικώτατες σχέσεις μεταξύ των δύο «στρατοπεδεύσεων».

* * *

»Το διαμονητήριον των Λαμάδων ήταν σ' ένα απομονωμένο και ρωμαντικώτατο μέρος, εξασφαλισμένο από κάθε επιδρομή και αδιακρισία.
»Ο αρχηγός των Λαμάδων, ένας ασκητής, εξαιρετικής αγιότητος, παρ' όλες τις παρακλήσεις και διαμαρτυρίες του αιδεσιμωτάτου Κέτσνερ, και τα γενναιόδωρα ποσά, που του προσέφερε, με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να επιδείξη το θαύμα της «ενσαρκώσεως» μέχρι της στιγμής, που εκείνη, που γράφει τη διήγησι αυτή, του εφανέρωσε κάποιο μυστικό φυλαχτό, που φορεί πάντοτε απάνω της. Μόλις ο αρχηγός των Λαμάδων είδε το φυλαχτό αυτό, αμέσως διέταξε να γίνουν όλες οι προετοιμασίες. Σε λίγο έφεραν και ένα μικρό βρέφος, τριών ή τεσσάρων μηνών, από την αγκαλιά μιας φτωχής μάνας της γειτονιάς. Πριν όμως αρχίση την επίδειξι, ο αρχιλάμας ζήτησε από όλους να ορκισθούν να μη διηγηθούν σε κανένα το τι θα έβλεπαν, πριν περάσουν επτά χρόνια. Το φυλαχτό είνε καμωμένο «από αχάτην λίθον» (που τον περιγράφει ο Ορφεύς στα Λιθικά του) και είνε γνωστό στους Θιβετιανούς, και φυσικά έχει μέσα του πολύ μυστηριώδεις ιδιότητες μαγνητικής φύσεως.
»Απάνω του είνε χαραγμένο ένα ισόπλευρο τρίγωνο, μέσα στο οποίο είνε γραμμένες κάτι μυστικές λέξεις.
»Περάσανε αρκετές ημέρες, προτού τελειώσουν οι προετοιμασίες. Εν τω μεταξύ τίποτε το σπουδαίον δεν είχε συμβή, παρά μόνον η ανάδυσις, από τα βάθη της λίμνης, που υπάρχει εκεί κοντά (ευθύς ως το διέταξε ένας Λάμας) διαφόρων... «φαντασμάτων» που μας έβλεπαν με κερωμένα πρόσωπα. Ένα από τα φαντάσματα αυτά ήταν το είδωλον της αδελφής του Κέτσνερ, που την είχε αφήσει ζωντανή και γεμάτη υγεία, και που (όπως έμαθε αργότερα), απέθανε ξαφνικά, λίγες μέρες ύστερα από την αναχώρησί του από την Αγγλία. Το φάντασμα αυτό κατετρόμαζε τον αιδεσιμώτατο. Δεν άργησε, όμως, να παρηγορηθή, καταφεύγοντας στο σκεπτικισμό και αποδίδοντας το όραμα σε απάτη των αισθήσεών του, από τις σκιές των δένδρων.
»Το απόγευμα, λοιπόν της ημέρας, όπου επρόκειτο να γίνη η επίδειξις, έφεραν το μικρό και το άφησαν στην αίθουσα των επισκέψεων του μοναστηρίου, όου και θα ελάμβανε χώραν το θαύμα, επειδή δεν ήταν επιτετραμμένον στον Κέτσνερ να εισέλθη στα άδυτα του Ναού. Το βρέφος τοποθετήθηκε απάνω σ' ένα χαλί, στη μέση του εδάφους. Δύο «φακίραι» διετάχθησαν να φρουρούν στην είσοδο και να μην επιτρέψουν σε κανένα να εισχωρήση. Τότε όλοι οι Λαμάδες εκάθησαν κατά γης στηρίζοντας τη ράχη τους επάνω στον τοίχο από γρανίτη. Ο καθένας τους εχωρίζετο από το μωρό από απόστασι τουλάχιστον τεσσάρων μέτρων. Ο αρχιλάμας εκάθητο απάνω σ' ένα τετράγωνο δερμάτινο κομμάτι, που του είχε στρώσει ο διάκος, στην πιο μακρινή γωνία της αιθούσης. Μόνος ο Κέτσνερ επήγε και εκάθησε κοντά στο μωρό και παρακολουθούσε όλες του τις κινήσεις, με εξαιρετικό ενδιαφέρον.

* * *

»Ο μόνος περιορισμός για μας, που παρακολουθούσαμε το θαύμα της μετενσαρκώσεως, ήταν να περιμένουμε με υπομονή τα γεγονότα, και να κρατήσουμε απόλυτη σιγή. Από τα ανοικτά παράθυρα έμπαινε άφθονος ήλιος. Σιγά σιγά ο «Ηγούμενος» περιέπεσε σε μια κατάσταση βαθειάς προσευχής και διαλογισμού, ενώ οι άλλοι Λαμάδες, ύστερα από μια υπόκωφη επίκλησι, που υποτονθαρίζανε, σωπάσανε ξαφνικά και εφαίνοντο σαν να είχαν τελειωτικώς απολιθωθή! Μια καταθλιπτική σιγή επηκολούθησε. Ο μόνος ήχος, που ηκούετο, ήταν τα κλάμματα του μωρού. Αφού μείναμε έτσι λίγα λεπτά, άξαφνα σταματήσανε τα κουνήματα των ποδιών και των χεριών του μωρού και το σώμα του εφαίνετο σαν να γινότανε αλύγιστο. Ο Κέτσνερ παρακολουθούσε προσεκτικά κάθε του κίνησι και τόσον εγώ, όσον και ένας άλλος κύριος της παρέας μας, βλέποντας γύρω, πεισθήκαμε πως όλοι οι παρόντες εκάθηντο ακίνητοι.

»Ο Ηγούμενος έχοντας το μάτι του προσηλωμένο απάνω στο έδαφος, ούτε καν έβλεπε το παιδί, αλλά, κάτωχρος και ακίνητος, φαινόταν μάλλον σαν ένα ορειχάλκινο άγαλμα χαμένο, παρά ζωντανό πλάσμα. Ξάφνου είδαμε, με απερίγραπτη κατάπληξι, το παιδί, όχι να σηκώνεται, μα απότομα να πηδά και να στέκεται. Έκαμε ακόμα μερικούς τιναγμούς και ύστερα, όπως στα θέατρα οι κούκλες ή οι καραγκιόζηδες που μπαίνουν σε κίνησι από αόρατα σύρματα, έτσι και το μωρό των τεσσάρων μηνών, στάθηκε στα πόδια του! Μπορείτε να φαντασθήτε την κατάπληξί μας και το φόβο και τη φρίκη του αιδεσιμωτάτου Κέτσνερ. Ούτε ένα χέρι δεν είχε κουνηθή μέσα στην αίθουσα, όλοι ήσαν ήσυχοι και ακίνητοι, κανείς δεν είχε μιλήσει, και όμως! Μπροστά στα μάτια μας, βρισκόταν ένα μωρό της αγκαλιάς, που ήτανε όρθιο, τεντωμένο και αλύγιστο, όπως ένας άνδρας.

* * *

Και τώρα ακούστε τι συνέβηκε, όπως το ίδιο βράδυ ο Κέτσνερ – για να μη ξεχασθή τίποτα, έγραψε σ' ένα σημειωματάριο:
«Ύστερα από ενός ή δύο λεπτών δισταγμό – γράφει ο αιδεσιμώτατος – το μωρό γύρισε το κεφάλι του και κάρφωσε απάνω μου τα βλέμματα, με έκφρασι γεμάτη από συνείδησι και κατανόησι, που μ' έκανε να παγώση το αίμα στις φλέβες μου! Κατατρόμαξα και αισθάνθηκα ρίγος. Τσίμπησα το χέρι μου και δάγκασα τα χείλια μου τόσο δυνατά, που λίγο έλειψε να τρέξη αίμα, για να βεβαιωθώ πως ήμουνα ξυπνός και πως δεν έβλεπα όνειρο. Μα αυτά δεν ήταν τίποτα, μπροστά σε κείνα, που έγιναν ύστερα: το θαυματουργό εκείνο πλασματάκι, κάμνοντας, όπως τουλάχιστον φαντάστηκα, δύο βήματα προς το μέρος μου, ξαναπήρε την θέσι του, και χωρίς να βγάλη τα μάτια του από πάνω μου, επανέλαβε, φράσι προς φράσι, τις ίδιες εκείνες τις λέξεις, που, όπως είχα πολλές φορές πριν ακούσει, συνήθως λέγονται σε όλες τις ενσαρκώσεις του Δαλαϊλάμα και του Βούδδα, και που αρχίζουν ως εξής:
«Ειμαι ο Βούδδας. Είμαι ο γέρο Λάμας. Είμαι το πνεύμα του μέσα σε καινούργιο σώμα».
Και τότε πια με κατέλαβε πραγματική φρίκη. Οι τρίχες σηκωθήκανε στο κεφάλι και στο πετσί μου. Το αίμα μου πάγωσε. Πιάστηκε η λαλιά μου. Ούτε ίχνος τσαρλατανισμού ή τεχνάσματος. Δεν χωρούσε εδώ ούτε πονηρία, ούτε εγγαστριμυθία. Τα χείλια του παιδιού κινιούντανε, όταν μιλούσε, και τα μάτια του εφαίνοντο πως έψαχναν κάθε γωνιά της ψυχής μου, με μια τέτοια έκφρασι, που μ' έκανε να σκέπτωμαι πως ήταν το ίδιο πρόσωπο του Ηγουμένου, τα μάτια του, το βλέμμα του, που κύτταζα!
»Δεν χωρούσε καμμιά αμφιβολία: το πνεύμα του αρχιλάμα είχε μπει στο σώμα του μωρού, και με κύτταζε από μέσα από το απαλό του προσωπάκι! Αισθάνθηκα το νου μου να ιλιγγιά. Μ' έπιανε σκοτοδίνη.
«Το μωρό άρχισε να περπατά!
»Και νάρχεται προς το μέρος μου! Τέλος έβαλε το τρυφερό του χεράκι απάνω μου. Στόχο του είχε μοναχά εμένα, τον άπιστο, μέσα σ' όλους τους παρεβρισκομένους! Τινάχτηκα ταραγμένος, σαν να με άγγιζε αναμμένο κάρβουνο. Και μην μπορώντας ν' ανθέξω περισσότερο στην ανέλπιστη και καταπληκτική αυτή σκηνή, έκρυψα με τα χέρια μου το πρόσωπό μου για να μη βλέπω. Αυτό διήρκεσε ένα-δυό λεπτά. Όταν απέσυρα τα χέρια μου, ο «μικρός ηθοποιός» είχε ξαναγίνει το κλαψιάρικο παιδί, που ήταν και πριν. Και ύστερα από μερικές στιγμές, ξαπλώθηκε και πάλι ανήμπορο να βασταχθή στα πόδια του, απάνω στη ράχη του, και άρχισε να κλαίη. Ο Ηγούμενος είχε και πάλιν ανακτήσει τη συνηθισμένη του κατάστασι και φυσιογνωμία, καθώς και οι άλλοι Λαμάδες. Και επηκολούθησε συνομιλία.
»Δέκα μέρες επέρασαν έκτοτε και καθημερινώς παριστάμεθα μάρτυρες παρομοίων εκπληκτικών φαινομένων: και έτσι επείσθηκα πέρα για πέρα, πως το εκπληκτικό φαινόμενο της μεταβιβάσεως της ψυχής, από το σώμα ενός τελείου ανδρός στο γεμάτο από ζωή και σφρίγος σωματάκι ενός μικρού, που τόσοι περιηγηταί και επισκέπται του Θιβέτ, εβεβαίωναν, ήταν πράγματικότης και όχι απάτη και τσαρλατανισμός, όπως επίστευα. Άρχισα να ερωτώ τον Ηγούμενο για να μου εξηγήση χίλιες δύο απορίες. Ο αρχιλάμας όπως πάντοτε με υπεκφυγάς απαντούσε, χωρίς ποτέ του να προδώση τα φοβερά μυστήρια της Αποκρύφου Γνώσεως. Καθώς όμως ήταν εξαιρετικά φιλάνθρωπος, βλέποντας με μέσα στην αγωνία και δίψα για να μάθω την αλήθεια, μου έδωσε την ακόλουθη σπουδαιότατη πληροφορία:
»Τι θα συνέβαινε, τον ρώτησα χρησιμοποιώντας για διερμηνέα τον Σαμάν, αν, όταν το μωρό μιλούσε, σε μια στιγμή τρόμου, φρίκης και φρενίτιδος, νομίζοντας πως στο πρόσωπο του παιδιού είχα μπροστά μου το Διάβολο, σκότωνα το μωρό;
»Ο Ηγούμενος μου είπε τότε, πως μόνο το μωρό θα υπέκυπτε, αν το πλήγμα δεν προξενούσε αμέσως το θάνατο. «Αλλ' αν το κτύπημά μου, προσέθεσα, ήτανε τόσο γρήγορο και αποτελεσματικό, όσο η αστραπή, τότε τι θα επακολουθούσε;»
«Στην περίπτωση αυτή», απάντησε ο Ηγούμενος, «θα με σκότωνες και μένα!»

* * *

Οι ανώτεροι πνευματικοί αρχηγοί του Θιβέτ ονομάζονται Χόμπιλγκανς και Σαμπερόν. Ύστερα από τις εξηγήσεις αυτές, εύκολα ο αναγνώστης θα καταλάβη την ακόλουθη φοβερή αλήθεια. Το τρομερό μυστικό, που περιβάλλει το μυστήριον της διαρκούς και αδιακόπου μετενσαρκώσεως του ανωτάτου πνευματικού αρχηγού του Λαμαϊσμού, του Δαλαϊλάμα και των ανωτάτων Χόλμπιγκανς και Σαμπερόν, καθώς και των άλλων, που όπως και ο πρώτος, υποτίθεται πως, λίγες μέρες μετά την παραμέρισι του θνητού των σαρκίου (που λόγω της πολυχρονίας χρήσεως έχει χάσει την ζωτικότητα του και εξαρθρωμένο, έχει πάψει να είναι κατάλληλο όργανο), μετενσαρκώνονται μέσα σε τρυφερά και γεμάτα από ζωτικότητα, σφρίγος και νειάτα σώματα μωρών και παρ' όλη την απιστία των Ευρωπαίων «σοφών» είναι πραγματικότης. Τα μικρά αυτά παιδιά, μέσα στα σώματα των οποίων θα κατασκηνώση το πνεύμα του γέροντος Δαλαϊλάμα, προσλαμβάνουν αμέσως μετά την τελετήν, όλα τα χαρακτηριστικά, όλα τα ήθη και έθιμα, όλα τα φυσικά, όλες τις διαθέσεις και τις κλίσεις, καθώς και όλη τη σοφία, του «αποθανόντος» και ζουν μακρότατα έτη, αν δεν συμβή κανένα ατύχημα.


ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΧΑΛΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΠΟΚΡΥΦΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΦΑΚΙΡΩΝ ΤΩΝ ΙΝΔΙΩΝ
ΤΩΝ ΓΙΟΓΚΙ ΤΟΥ ΘΙΒΕΤ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΛΕΥΣΙΝΙΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ
ΚΕΝΤΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ:
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ Ι.Δ.ΚΟΛΛΑΡΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΣ Α.Ε. ΣΤΑΔΙΟΥ 46
ΑΘΗΝΑΙ 1940


Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

ΑΙΩΝΙΑ ΣΟΦΙΑ – Frithjof Schuon


Ως «Αιώνια Φιλοσοφία» νοούμε γενικά τη μεταφυσική αλήθεια που δεν έχει αρχή και παραμένει αναλλοίωτη σε κάθε έκφραση της Σοφίας. Ίσως εδώ είναι καλύτερο ή πιο συνετό να μιλήσουμε για «Αιώνια Σοφία», αφού δεν τίθεται ζήτημα τεχνητών νοητικών κατασκευών, όπως συχνά συμβαίνει με τη φιλοσοφία. Ή, επίσης, η πρωταρχική σοφία που πάντοτε παραμένει αμετάβλητη θα μπορούσε να ονομαστεί «Αιώνια Θρησκεία», δεδομένου ότι από τη φύση της συνεπάγεται, κατά μια έννοια, τη λατρεία και την πνευματική ολοκλήρωση. Ουσιαστικά δεν έχουμε τίποτα εναντίον του όρου «φιλοσοφία», αφού οι αρχαίοι νοούσαν με αυτόν όλες τις οδούς της σοφίας. Όμως στην πραγματικότητα ο ορθολογισμός, ο οποίος δεν έχει απολύτως καμμιά σχέση με την πνευματική ενατένιση, έχει προσδώσει στη λέξη «φιλοσοφία» μια περιοριστική απόχρωση, έτσι ώστε δεν μπορεί κανείς να ξέρει σε τι πραγματικά αναφέρεται αυτή η λέξη. Αν ο Καντ είναι φιλόσοφος, τότε ο Πλωτίνος δεν είναι, και αντιστρόφως.
Σχετικά με την Αιώνια Σοφία τίθεται το εξής ζήτημα: υπάρχουν αλήθειες έμφυτες στο ανθρώπινο πνεύμα, οι οποίες όμως είναι κατά μια έννοια θαμμένες στα βάθη της «καρδιάς» – στην καθαρή Διάνοια – και είναι προσιτές μόνο σε όποιον έχει φτάσει το επίπεδο της πνευματικής ενόρασης. Αυτές είναι οι θεμελιώδεις μεταφυσικές αλήθειες. Πρόσβαση σ' αυτές έχει ο «γνωστικός», ο «πνευματικός» ή ο ο «θεόσοφος» – με την πρωταρχική και όχι την αιρετική έννοια των όρων – όπως και οι «φιλόσοφοι», με την πραγματική και ακόμα αθώα σημασία της λέξης: για παράδειγμα, ο Πυθαγόρας, ο Πλάτωνας και, σε μεγάλο βαθμό, ο Αριστοτέλης.
Αν δεν υπήρχε Διάνοια, ενορατικό και άμεσα γιγνώσκον πνεύμα, «Γνώση της Καρδιάς», δεν θα υπήρχε και λογική. Τα ζώα δεν έχουν λογική, γιατί δεν είναι ικανά να γνωρίσουν τον Θεό. Με άλλα λόγια ο άνθρωπος έχει λογική ή νόηση – και, επίσης, γλώσσα – επειδή είναι από τη φύση του ικανός να φτάσει στην υπερβατική θέαση, και ως εκ τούτου στη μεταφυσική αλήθεια.

Το θεμελιώδες περιεχόμενο της Αλήθειας είναι το Αναιτιώδες, το Μεταφυσικό Απόλυτο. Το Έσχατο, που είναι επίσης το Απόλυτο Καλό, το Πλατωνικό «Αγαθόν». Όμως ενυπάρχει στη φύση του Απολύτου να είναι Άπειρο και Παντοδύνατο*, και μ' αυτή την έννοια ο Άγιος Αυγουστίνος είπε ότι είναι στη φύση του καλού να κοινωνεί τον εαυτό του. Αν υπάρχει ήλιος, τότε υπάρχει και ακτινοβολία. Και εκεί έγκειται η αναγκαιότητα του κόσμου που μαρτυρεί τον Θεό.
Ωστόσο, ακτινοβολία σημαίνει επίσης χωρισμός από την πηγή του φωτός. Αφού ο Θεός είναι το απόλυτο και άπειρο καλό, ο,τιδήποτε δεν είναι Θεός – δηλαδή ο κόσμος καθαυτός – δεν μπορεί να είναι απολύτως καλό: η μη-θειότητα του κόσμου συνεπιφέρει, με τους περιορισμούς της, το φαινόμενο του κακού και της κακότητας, το οποίο επειδή είναι μια αντίθεση, εξαίρει όλο και περισσότερο τη φύση του καλού. «Όσο πιο πολύ βλασφημεί», λέει ο Eckhart, «τοσο πιο πολύ δοξάζει τον Θεό».
Το ουσιώδες εδώ είναι η διάκριση μεταξύ Άτμα και Μάγυα, μεταξύ της Πραγματικότητας ως «Εαυτού» και της σχετικότητας ως «κοσμικού παιχνιδιού»: αφού το Απόλυτο είναι Άπειρο – ελλείψει του οποίου θα ήταν αδύνατο να είναι το Απόλυτο – πρέπει να δημιουργήσει τη Μάγυα, μία «κατώτερη πραγματικότητα», και κατά μία έννοια μια «ψευδαίσθηση». Το Άτμα είναι η Αρχή – η Πρωταρχική Αρχή θα έλεγε κανείς – και η Μάγυα είναι η εκδήλωση ή το αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα η Μάγυα είναι κατά μια έννοια και Άτμα, αφού σε τελευταία ανάλυση υπάρχει μόνο Άτμα. Κατά συνέπεια, και οι δύο πόλοι πρέπει να συναντώνται και να συνδέονται, με την έννοια ότι στο Άτμα, η Μάγυα κατά κάποιο τρόπο προεικονίζεται, ενώ αντίθετα η Μάγυα αντιπροσωπεύει ή αντανακλά με τον δικό της τρόπο το Άτμα. Στο Άτμα η Μάγυα είναι Ον, ο Δημιουργός του κόσμου, ο Προσωπικός Θεός, ο οποίος αποκαλύπτει τον Εαυτό Του στον κόσμο, σε όλες τις δυνατότητες Εκδήλωσής Του. Στη Μάγυα, το Άτμα είναι η κάθε αντανάκλαση του Θείου, όπως οι Αβατάρα, οι Ιερές Γραφές, το Θεοτικό σύμβολο.
Στο πεδίο της Μάγυα ή της σχετικότητας, δεν υπάρχει μόνο «χώρος», αλλά και «χρόνος». Μιλώντας συγκριτικά ή μεταφορικά, δεν υπάρχει μόνο ομοχρονία και κλιμάκωση, αλλά επίσης αλλαγή και διαδοχή. Δεν υπάρχουν μόνο κόσμοι, αλλά και «εποχές» και «κύκλοι». Όλα αυτά ανήκουν στο «παιχνίδι» της Μάγυα, στη σχεδόν «μαγικη» εκτύλιξη των δυνατοτήτων που είναι κρυμμένες στο Πρωταρχικό Ένα.

Όμως στο Παγκόσμιο Όλο δεν υπάρχει μόνο «αυτό που γιγνώσκεται», αλλά και «αυτό που γιγνώσκει». Στο Άτμα τα δυό τους είναι αδιαίρετα, το ένα είναι αξεδιάλυτα παρόν στο άλλο, ενώ στη Μάγυα το Ένα διασπάται σε δύο πόλους, δηλαδή σε αντικείμενο και υποκείμενο. Το Άτμα είναι ο «Εαυτός». Όμως μπορεί κανείς να το ονομάσει και «Ον» – όχι με την περιορισμένη έννοια – σε εξάρτηση με την υπό συζήτηση άποψη ή σχέση: γίνεται γνωστό ως Πραγματικότητα, όμως είναι επίσης η Γνώση, που κατοικεί μέσα μας, για ο,τιδήποτε πραγματικό.
Από αυτό συνάγεται ότι η γνώση του Ενός ή του Όλου απαιτεί, σύμφωνα με τη φύση της, την ενοποιητική και ολική γνώση. Απαιτεί, πέρα και πάνω από τη σκέψη μας, το είναι μας. Και εδώ ορίζεται ο σκοπός όλης της πνευματικής ζωής: όποιος γνωρίζει το Απόλυτο, ή όποιος «πιστεύει στον Θεό», δεν μπορεί να αρκεστεί σ' αυτή τη διανοητική γνώση ή σ' αυτή τη διανοητική πίστη, αλλά πρέπει να προχωρήσει και να συνδέσει όλο του το είναι μ' αυτή τη γνώση ή αυτή την πίστη. Η γνώση και η πίστη δεν είναι καθαρά διανοητικές, αλλά, σύμφωνα με την αληθινή τους φύση και το περιεχόμενό τους, απαιτούν περισσότερα και δίνουν περισσότερα από την απλή σκέψη. Ο άνθρωπος πρέπει «να γίνει αυτό που είναι» ακριβώς με το «να γίνεται ό,τι είναι». Αυτή η άμεση πνευματική αναγκαιότητα ισχύει τόσο για την απλούστερη θρησκεία, όσο και για τη βαθύτερη μεταφυσική, με τον τρόπο που ισχύει για την κάθε μια.
Και όλα αυτά πηγάζουν από το γεγονός ότι ο άνθρωπος όχι μόνο γνωρίζει, αλλά και θέλει. Στην ικανότητα της γνώσης του Απολύτου ανήκει και η ικανότητα της βούλησης γι' αυτό. Στην Ολότητα του Πνεύματος προσιδιάζει η ελευθερία της Θέλησης. Η ελευθερία της Θέλησης δεν θα είχε νόημα χωρίς τη γνώση του Θεού, δεν θα ήταν ούτε δυνατή, ούτε χρήσιμη.

Ο άνθρωπος αποτελείται από σκέψη, θέληση και αγάπη. Μπορεί να σκεφτεί το αληθινό ή το ψεύτικο, μπορεί να θελήσει το καλό ή το κακό, μπορεί να αγαπήσει το όμορφο ή το άσχημο. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι κάποιος αγαπά το καλό που είναι άσχημο για την εσωτερική του ομορφιά, η οποία είναι αθάνατη, ενώ η εξωτερική ασχήμια είναι εφήμερη. Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εξωτερική ομορφιά, παρά την τυχόν εσωτερική ασχήμια, μαρτυρεί την ομορφιά καθεαυτή, η οποία έχει ουράνια φύση, και δεν πρέπει να την περιφρονούμε σε καμμιά από τις εκδηλώσεις της.
Η σκέψη της αλήθειας – ή η γνώση του πραγματικού – απαιτεί από τη μια την επιθυμία του καλού και από την άλλη την αγάπη του όμορφου, και συνεπώς της αρετής, γιατί αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ομορφιά της ψυχής. Δεν είναι άνευ ουσίας ότι για τους Έλληνες η αρετή χαρακτήριζε την αληθινή φιλοσοφία. Χωρίς την ομορφιά της ψυχής κάθε επιθυμία είναι στείρα, είναι ασήμαντη, εγωιστική, μάταιη και υποκριτική. Και παρομοίως: χωρίς πνευματική εργασία, δηλαδή, χωρίς τη συνεργασία της θέλησης, η σκέψη παραμένει σε τελευταία ανάλυση επιφανειακή και ανώφελη. Γι' αυτό και ο σοφός υπερβαίνει τόσο τα πράγματα, όσο και τον εαυτό του. Σ' αυτό οφείλεται η ανιδιοτέλειά του, η μεγαλοσύνη της ψυχής του, η ευγένεια και η γενναιοδωρία του. Η μεταφυσική αλήθεια ως περιεχόμενο της συνείδησης ενός ανθρώπου δεν συμβαδίζει με την ασημαντότητα, τη σκοπιμότητα, τη φιλοδοξία και τα παρόμοια. Γι' αυτό «να 'σαι τέλειος, όπως είναι τέλειος ο Πατέρας σου στον Ουρανό».
Και περαιτέρω: δεν θα μπορούσε ν' αγαπήσει τις γήινες αρετές, αν αυτές δεν ήταν ριζωμένες στο Θείο. Στα επίγεια πράγματα αγαπά κανείς ασυνείδητα τον Θεό. Ο πνευματικός άνθρωπος το κάνει αυτό συνειδητά, το γήινο καλό τον επαναφέρει πάντοτε στο Θείο: από τη μια πλευρά δεν αγαπά τίποτε περισσότερο από τον Θεό, ή δεν αγαπά τίποτα όσο τον Θεό, και από την άλλη αγαπά τα πάντα που μπορούν να αγαπηθούν εν Θεώ.
Υπάρχει κάτι που ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει ή να σκέφτεται. Κάτι που πρέπει να θέλει ή να κάνει. Και κάτι που πρέπει να αγαπά ή να είναι. Πρέπει να γνωρίζει ότι ο Θεός είναι ένα αυτάρκες Ον, ότι είναι Αυτό που δεν μπορεί να μην είναι. Και πρέπει να γνωρίζει ότι ο κόσμος είναι μόνο το εν δυνάμει, δηλαδή αυτό που μπορεί είτε να είναι, είτε να μην είναι. Όλες οι άλλες διακρίσεις και ισχύουσες κρίσεις πηγάζουν απ' αυτή τη μεταφυσική διάκριση. Περαιτέρω, ο άνθρωπος πρέπει να επιθυμεί ο,τιδήποτε τον οδηγεί άμεσα ή έμμεσα στον Θεό, και έτσι να απέχει από ο,τιδήποτε τον απομακρύνει από τον Θεό. Το κύριο περιεχόμενο αυτής της επιθυμίας είναι η προσευχή, η απάντηση στον Θεό, και σ' αυτήν περιλαμβάνεται κάθε πνευματική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένου του μεταφυσικού στοχασμού. Και έπειτα, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο άνθρωπος πρέπει να αγαπά ο,τιδήποτε αντιστοιχεί στον Θεό. Πρέπει να αγαπά το καλό, και αφού το καλό υπερβαίνει αναγκαστικά τον εαυτό του, πρέπει να προσπαθήσει να υπερνικήσει αυτόν τον περιορισμένο και ασθενικό εαυτό. Πρέπει να αγαπά κανείς το καλό καθεαυτό περισσότερο από το εγω του, και αυτή η αυτογνωσία και ανιδιοτέλεια συνιστούν την ευγένια της ψυχής.

Το Θείο είναι Απολυτότητα, Απειρότητα και Τελειότητα. Η Μάγυα δεν είναι μόνο η ακτινοβολία που εκδηλώνει τον Θεό και που, μέσω αυτής της εκδήλωσης, αναγκαστικά απομακρύνεται απ' Αυτόν, αλλά είναι και η αρχή, ή το όργανο, της διάθλασης και του πολλαπλασιασμού: εκδηλώνει το Θείο, όχι μόνο μέσω μιας μοναδικής ύπαρξης, αλλά επίσης μέσω των αναρίθμητων μορφών και ποιοτήτων που λαμπυρίζουν στην ύπαρξη. Και αφού συλλαμβάνουμε αυτές τις αξίες και τις αναγνωρίζουμε ως αξίες, γνωρίζουμε ότι δεν αρκεί να ονομάσουμε τη Θεότητα ως το Απόλυτο και το Άπειρο. Γνωρίζουμε ότι στην Απολυτότητα και στην Απειρότητα της, είναι και το Τέλειο, από το οποίο πηγάζει κάθε κοσμική τελειότητα, και το οποίο μαρτυρούν χιλιάδες γλώσσες.

Πολλοί ίσως πουν ότι όλα αυτά είναι καθαρός «δογματισμός» και απλή «εικοτολογία». Αυτό στην πραγματικότητα είναι το πρόβλημα: η μεταφυσική ανάλυση φαίνεται σαν ένα καθαρά νοητικό φαινόμενο όταν δεν γνωρίζει κανείς ότι η αρχή της δεν είναι μια νοητική ανάπτυξη ή μια στάση της ψυχής αλλά μια θέαση εντελώς ανεξάρτητη από γνώμες, συμπεράσματα και πιστεύω, η οποία πραγματώνεται στην καθαρή Διάνοια – μέσω του «Οφθαλμού της Καρδιάς». Η μεταφυσική ανάλυση δεν είναι αληθής γιατί είναι λογική – όσον αφορά τη μορφή της, μπορεί και να μην συμβαίνει αυτό –, αλλά είναι λογική καθαυτή, δηλαδή, είναι σωστά θεμελιωμένη και έχει συνέχεια, επειδή είναι αληθής. Ο μεταφυσικός στοχασμός δεν είναι ένα τεχνητό στήριγμα μιας γνώμης που πρέπει να αποδειχθεί, αλλά απλώς είναι μια περιγραφή που έχει προσαρμοστεί στους κανόνες της ανθρώπινης σκέψης. Οι αποδείξεις του είναι βοηθήματα και όχι στόχοι.
Ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης είπε ότι είναι αδύνατο να αποδείξουμε την ύπαρξη του Θείου Όντος, όχι επειδή είναι ασαφής, αλλά, αντιθέτως επειδή «υπερβαίνει τη διαύγεια». Τίποτα δεν είναι πιο ανόητο από το ερώτημα αν μπορεί να αποδειχθεί το υπεραισθητό: γιατί, από τη μια, μπορούμε να αποδείξουμε τα πάντα σε κάποιον που είναι πνευματικά προικισμένος, ενώ από την άλλη, όποιος δεν φέρει μέσα του πνευματικά χαρίσματα μένει τυφλός απέναντι στις καλύτερες αποδείξεις. Η σκέψη δεν υπάρχει για να εξαντλεί την πραγματικότητα με λέξεις. Αν μπορούσε να το κάνει, θα ήταν η ίδια μια πραγματικότητα, υπόθεση που αντιφάσκει με τον εαυτό της. Απεναντίας, ο ρόλος της συνίσταται μόνο στο να παρέχει κλειδιά για την Πραγματικότητα. Το κλειδί δεν είναι Πραγματικότητα, ούτε και μπορεί να γίνει, αλλά είναι μια οδός προς αυτήν για όσους μπορούν και θέλουν να ακολουθήσουν αυτή την οδό. Και στην οδό υπάρχει ήδη ένα προανάκρουσμα του τέλους, όπως ακριβώς στο αποτέλεσμα υπάρχει κάτι από την αιτία.
Η σύγχρονη σκέψη, την οποία συνεχίζουν να αποκαλούν λανθασμένα «φιλοσοφική», απομακρύνεται όλο και περισσότερο από μια λογική που θεωρείται «σχολαστική», και επιζητεί όλο και πιο πολύ να είναι «ψυχολογικά», ακόμα και «βιολογικά» καθορισμένη. Αυτή η σκέψη δεν διαφεύγει της προσοχής μας, όμως αυτό δεν μπορεί σε καμμιά περίπτωση να μας εμποδίσει από το να σκεπτόμαστε ή να ζούμε με τον τρόπο που απαιτεί η θεομορφική φύση του ανθρώπου, και συνεπώς η επαρκής αιτία της ανθρώπινης κατάστασης. Μιλούν πολλοί σήμερα για τον «άνθρωπο του καρού μας», σαν ο άνθρωπος να είναι ένας «καιρός», και σαν να μην ισχύει η αλήθεια για τον άνθρωπο καθαυτόν. Αυτό που συνιστά το θαύμα του ανθρώπου δεν υπόκειται σε αλλαγές, γιατί στο κατ' εικόνα του Θεού δεν μπορεί να υπάρξει ούτε αύξηση ούτε μείωση, και το ότι ο άνθρωπος είναι αυτή η εικόνα, συνάγεται από το απλό γεγονός ότι κατέχει την έννοια του Απολύτου. Σ' αυτή την πρωταρχική έννοια βρίσκεται η ουσία του ανθρώπου και συνεπώς ο προορισμός του.

_______________________
*Σ.τ.Μ. Τη λέξη αυτή μας την παραδίδει ο Ιώσηπος


ΑΙΩΝΙΕΣ ΑΞΙΕΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΑΡΑΚΜΗ
(ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΟΥΛΤΑΝΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ 1992

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Οι τίγρεις και οι κατσίκες – Joseph Campbell


...επιτρέψτε μου να σας αφηγηθώ μια μικρή ινδική ιστορία με ζώα. Οι ιστορίες αυτές είναι υπέροχες και φωτίζουν αυτοστιγμεί πολλά πράγματα. Ο συγκεκριμένος αυτός μύθος ήταν και ο αγαπημένος του Ραμακρίσνα.
Ήταν κάποτε μια θηλυκή τίγρη που κυοφορούσε και λιμοκτονούσε. Κάποια στιγμή πετυχαίνει ένα μικρό κοπάδι κατσίκες και, από τη λαχτάρα της, όρμησε με πολύ μεγάλη δύναμη. Οι κατσίκες σκόρπισαν, αυτή προσγειώθηκε φαρδιά πλατιά στο χώμα, γέννησε το μικρό που είχε στην κοιλιά της και πέθανε. Οι κατσίκες, που είχαν πολύ έντονα γονεϊκά ένστικτα, επέστρεψαν εκεί όπου έβοσκαν πριν. Είδαν το μικρό νεογέννητο τιγράκι με τη μητέρα του δίπλα νεκρή και αμέσως το υιοθέτησαν.
Ο τίγρης μεγάλωσε αντιλαμβανόμενος τον εαυτό του ως κατσίκα. Έμαθε να βόσκει χορτάρι, έμαθε μέχρι και να βελάζει. Δεν μπορούσε να δει τον εαυτό του στον καθρέπτη, και συνεπώς δεν γνώριζε πως δεν ήταν κατσίκα. Βέβαια, ούτε το χορταράκι ούτε το βέλασμα είναι στη φύση ενός τίγρη. Έτσι, την εποχή της εφηβείας του ο καημένος αυτός τίγρης ήταν ένα πλήρως ανεπτυγμένο αξιοθρήνητο δείγμα του είδους του.
Μια μέρα, ένας μεγάλος αρσενικός τίγρης που είχε βγει για κυνήγι όρμησε στο μικρό τους κοπάδι και οι κατσίκες για μια ακόμα φορά κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν σκορπίζοντας εδώ κι εκεί. Το νεαρό ορφανό, όμως, που ήταν ουσιαστικά ένας τίγρης κι αυτό, στεκόταν εκεί αμήχανο κοιτώντας κατάματα τον εισβολέα.
Ο μεγάλος τίγρης τον κοίταξε κατάπληκτος και είπε: «Τι κάνεις εσύ εδώ ανάμεσα στις κατσίκες;»
«Μπεε!!!» του απάντησε ο μικρός τίγρης και μασούλησε μια τούφα χορτάρι.
Ο μεγάλος δεν ήξερε που να κρύψει την ντροπή του – τι κεραμίδα κι αυτή να ανακαλύπτει ένα μέλος του είδους του σ' αυτό το χάλι! Έδωσε στον μικρό μια-δυο μπάτσες μπας και συνέλθει, αλλά ο μικρός επέμενε με τα χαζο-βελάσματα. Πάνω στην απόγνωσή του, βούτηξε τον μικρό από το σβέρκο και τον πήγε σε μια ήσυχη λίμνη.
Τώρα όπως έχω ήδη πει, η βασική ιδέα της γιόγκα είναι ότι ο νους πρέπει να είναι σαν την ατάραχη επιφάνεια μιας λίμνης για να μπορεί κανείς εκεί να δει την τέλεια εικόνα. Έτσι, λοιπόν, και ο μικρός μας φίλος κοίταξε πάνω στην επιφάνεια της λίμνης. Ο μεγάλος, ο γκουρού, που στεκόταν δίπλα του, έσκυψε κοιτάζοντας κι αυτός και είπε: «Κοίτα το πρόσωπό μου. Κοίτα και το δικό σου. Και των δυο μας το κεφάλι μοιάζει με κούπα. Έχουμε το ίδιο σκαρί. Δεν είσαι κατσίκα. Είσαι σαν και μένα: εμπρός, λοιπόν, άντε, γίνε σαν κι εμένα».

Ο μικρός άφησε ένα ακόμα χαζό βέλασμα, αυτή τη φορά όμως κάτι ένιωσε να σαλεύει μέσα του. Ξανά ο μεγάλος τον άρπαξε από το σβέρκο, τούτη τη φορά, όμως, τον πήγε στη φωλιά του, όπου φύλαγε μια φρεσκοσκοτωμένη γαζέλα, ζουμερή με το αιματάκι της το φρέσκο, μπουκιά και συχώριο. Ο μεγάλος έκοψε μια κομματάρα και την πέταξε στον μικρό. Ο μικρός, όμως, υποχώρησε αηδιασμένος: «Μα εγώ είμαι χορτοφάγος».
«Μη μου κάνεις τον δύσκολο τώρα», του είπε ο μεγάλος και του έχωσε το κομμάτι με το κρέας στο στόμα. Ο μικρός αναγούλιασε, στραβοκατάπιε και παραλίγο να πνιγεί. «Λοιπόν», λέει ο Ραμακρίσνα στο σημείο αυτό, «όλα γίνονται όταν η αρχή είναι η αληθινή». Ο μικρός αναγούλιασε μεν, η εμπειρία όμως αυτή μίλησε στο αίμα του και άρχισε να νιώθει κάτι να βουίζει μέσα του, κάτι που δεν το είχε νιώσει ποτέ – το σωστό είδος τροφής.
Εντελώς αυθόρμητα, η ίδια η φύση του αφυπνίστηκε και χωρίς καν να το καταλάβει, τανύστηκε όπως τανύζονται οι τίγρεις και έβγαλε κάτι που δεν θα μπορούσε να το πει κανείς βρυχηθμό, αλλά τέλος πάντων, ήταν κάτι που ο μεγάλος ο οποίος ήξερε από βρυχυθμούς μπορούσε να το δεχθεί ως απόπειρα.
Ο μεγάλος γύρισε και είπε: «Ήρθαμε λοιπόν στα ίσα μας. Πάμε τώρα στο δάσος για να βρούμε τροφή για τίγρεις».
Μου αρέσει η ιστορία αυτή και τη λέω πάντα στους μαθητές μου. Και όταν τους ρωτάω ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα, μου λένε: «Βάλε μια τίγρη στη μηχανή σου». Αυτό λοιπόν είναι το δίδαγμα της ιστορίας: είμαστε όλοι τίγρεις που ζουν ανάμεσα σε αυτές τις κατσίκες. Άντε λοιπόν, εμπρός για το δάσος, για το δάσος της νύχτας, και βρείτε την τίγρη που λαμπυρίζει στα τρίσβαθα της δικής σας υπόστασης.


Joseph Campbell
Μύθοι του Φωτός
Αποκαλύπτοντας τις Μυστικές Διαστάσεις της Προαιώνιας Σοφίας
Μετάφραση Στέλιος Μεταξάς
Εκδόσεις ΑΡΧΕΤΥΠΟ 2006