.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Η «Μαύρη Μαγεία» - Αντώνιος Φ. Χαλάς


Παράλληλα προς τους επιστημονικώς εργαζομένους και κατόχους της Αποκρύφου Γνώσεως για την προαγωγή της ευημερίας και πολιτισμού της ανθρωπότητος, υπάρχει και μια άλλη τάξις, απαισία και εγκληματική: η τάξις των Μαύρων Μάγων, που ήσαν γνωστοί στην αρχαίαν Ελλάδα με το όνομα: «Γόητες». Η απαισία αυτή τέχνη ονομάζεται «γοητεία» ή «Μαύρη Μαγεία». Την καταχθονίαν αυτήν «τέχνην» εξασκούσαν οι μάγοι και οι μάγισσες της Θεσσαλίας που ήταν γνωστοτάτη κατά την αρχαιότητα για την γοητεία της και που εφημίζετο πως είχε κληρονομήσει τα φοβερά μυστικά της Μαγείας της Καταραμένης Ηπείρου: της Ατλαντίδος, που καταδικάσθηκε στον καταποντισμό, γιατί στο τέλος είχε μεταβληθή σε απέραντον συνεργείον Μαύρης Μαγείας!
Αν οι Μαύροι Μάγοι απηνώς αφίστανται να εξασκούν την εγκληματική τους τέχνη, η Θεία εν τούτοις Δίκη τους παρακολουθεί και έρχεται στιγμή, που βαρειά καταπίπτει απάνω στο κεφάλι τους ο πέλεκυς της Νεμέσεως και της τιμωρίας. Η παράδοσις πράγματι αναφέρει πως οι Γόητες ή Μαύροι Μάγοι δεν μπορούν να πεθάνουν, αλλά ψυχομαχούν επί μέρες, εβδομάδες, μήνες, σε φοβερή αγωνία. Και μόνον όταν μεταδώσουν τα απαίσια και φοβερά μυστικά των σε άλλον άνθρωπο που είναι διατεθειμένος να παραλάβη την απαίσια κληρονομία μπορούν αν πεθάνουν! Άλλως εξακολουθεί το ψυχομάχημα και η οδυνηρή αγωνία!
Για να καταλάβη κανείς τι τραγικό τέλος συνήθως περιμένει τους παραστρατημένους αυτούς αναζητητάς της παντοδυναμίας και της γνώσεως, παραθέτουμε κατωτέρω τις τελευταίες στιγμές ενός Μαύρου Μάγου. Η ιστορία αυτή βρίσκεται στην τεσσαρακοστή Δευτέρα σελίδα του συνταρακτικού έργου της Ελένης Πετροβνα Μπλαβάτσκυ, που επιγράφεται: «Ίσις αποκαλυμμένη» (δεύτερος τόμος):
«Υπάρχει μα βαθειά ριζωμένη παράδοσις, κυρίως μεταξύ των Ρώσσων και των Σλαυικών Χωρών, δηλαδή πως ο μαύρος μάγος ή γόης δεν μπορεί να πεθάνη παρά αφού μεταδώση σε κάποιον άλλον, τη «μαγική λέξι» με την οποία κατορθώνει να πραγματοποιή τις άνομες επιθυμίες του. Και η παράδοσις αυτή είναι τόσο βαθειά ριζωμένη στην καρδιά του λαού, που δεν υπάρχει ένας στη Ρωσσία, που να μην την έχη ακούσει! Και με την παράδοσι αυτή είναι συνδεδεμένα μερικά από τα πιο συνταρακτικά μυστικά.
Κανείς λοιπόν δεν πρέπει να έχη την παραμικρή αμφιβολία πως ο μάγος ή η μάγισσα, ο γόης ή η γόησσα πράγματι δεν μπορούν να αποθάνουν παρά αφού μεταδώσουν σε κάποιον άλλον άνθρωπο, ο μάγος ή η μάγισσα θα περνά κατάκοιτος και υποφέροντας μαρτύρια, τις μέρες, τις βδομάδες, τους μήνες, τα χρόνια – χωρίς να βγη η ψυχή του! Και αν μάλιστα κατορθώση και αποθάνη, χωρίς να την μεταδώση εις τους ζώντας, θα εξακολοθή, μετά τον θάνατό του, να περιτριγυρίζη βρυκολακιασμένος απάνω στη γη, και δεν θα βρίσκη ησυχία, μέχρις ότου μεταδώση την τρομερή «μαγική λέξι» σε ζωντανό άνθρωπο!
Δεν ξέρουμε πως οι άλλοι μπορούν να εξακριβώσουν και να διαπιστώσουν μόνοι τους αν είναι αληθινή ή όχι η παράδοσις αυτή. Αλλά όσον μας αφορά, με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε μια περίπτωσι, που είχε τόσο τραγικό και μυστηριώδες τέλος, που θα άξιζε να τη διηγηθούμε, για να έχη κανείς ιδέα του πράγματος:
Ένας γέρος, εκατό χρονών κι απάνω, κτηματίας στην κυβερνητική περιφέρεια της Σεβαστουπόλεως, που φημιζότανε πως ήτανε μαύρος μάγος και γιατρός, είχε διαδοθή πως πολλές τώρα μέρες ψυχομαχούσε, χωρίς να μπορή να πεθάνη! Η είδησις ξαπλώθηκε σαν αστραπή γοργή, και ο δυστυχισμένος ο γέρος είχεν εγκαταληφθεί στην τύχη του, κατάμονος, γιατί και οι πιο στενοί συγγενείς του, κατατρομαγμένοι έφυγαν από κοντά του, για να μη δεχθούν την εξαιρετικά ανεπιθύμητη κληρονομία. Τέλος διαδόθηκε στο χωριό πως ο μαύρος μάγος έστειλε μήνυμα σ’ έναν συνάδελφό του, που ήτανε λιγώτερο έμπειρος στις μαγικές τέχνες, για να ‘ρθη και να του μεταδώσει τη «μαγική λέξι», με την οποία πραγματοποιούσε όλες του τις επιθυμίες. Ο άνθρωπος που είχε πάγει το μήνυμα, είπε πως ο συνάδελφος αυτός του μάγου, αν και ζούσε αρκετά μακρυά, θ’ αρχόταν ωρισμένως την άλλη μέρα το πρωί.
Συνέπεσε κατ’ εκείνη την εποχή να βρίσκεται στο χωριό κάποιος νέος γιατρός φρεσκοβγαλμένος από το «Πανεπιστήμιο». Είχε ερθή για να επισκεφθή και να μείνη μερικές μέρες με τον διοικητή του χωριού. Όταν λοιπόν άκουσε ο νεαρός γιατρός τα συμβαίνοντα με το μαύρο μάγο, άρχισε να γελά σαρκαστικά, και να οικτείρη, την «ευπιστία» και «αφέλεια» και «δεισιδαιμονία» των χωρικών. Ο διοικητής του χωριού που τον φιλοξενούσε, ήτανε καλός άνθρωπος και τον κατέστησε προσεκτικό, πως υπάρχουν και «αόρατα» πράγματα, όπως το «Πιστεύω» μας παραδέχεται. Ο σκεπτικιστής όμως νεαρός γιατρός γέλασε δυνατώτερα και για να ικανοποιήση την περιέργειά του, επισκέφθηκε το μαύρο μάγο, που ψυχομαχούσε, τον υπέβαλε σε «ιατρική εξέταση» και απεφάνθη πως δεν θα μπορούσε να βαστάξη ζωντανός περισσότερο από εικοσιτέσσερες ώρες. Και αποφασισμένος ν’ αποδείξη το αβάσιμον της «δεισιδαιμονίας», πήρε τα μέτρα του για να αργοπορήση και να κρατηθή όσο το δυνατό πιο πολύν καιρό στο γειτονικό χωριό ο άλλος μαύρος μάγος, που ο άρρωστος γέρος είχε προσκαλέσει.
Την άλλην την ημέρα, πρωί-πρωί τέσσερα πρόσωπα πήγαν στο σπίτι του γέρου μάγου, που ψυχομαχούσε για να διαπιστώσουν τον θρίαμβο του άπιστου και σκεπτικιστού νεαρού γιατρού: ο διοικητής του χωριού, η κόρη του, ο νεαρός γιατρός και εκείνη που γράφει τη διήγησι αυτή. Ο ψυχομαχών γέρος περίμενε από στιγμή σε στιγμή να ‘ρθη ο ελευθερωτής του και όσο παρατεινότανε η αργοπορία του ερχομού του, τόσο και η αγωνία του γινότανε και πιο μεγάλη. Προσπαθήσαμε να πείσουμε το γιατρό να δώση θάρρος στον άρρωστο, από χριστιανική υποχρέωσι και ανθρωπισμό. Ο νεαρός γιατρός όμως υποδέχτηκε με γέλια τη σύστασί μας. Κρατώντας με το ένα του το χέρι το σφυγμό του γέρου μάγου, έβγαλε με τ’ άλλο το ρολόγι του, και, λέγοντας (γαλλικά για να μην τον καταλάβη ο γέρος) πως σε λίγο όλα θα τελείωναν, παρέμεινε απορροφημένος στο επαγγελματικό του πείραμα. Η σκηνή ήταν επιβλητική και ανατριχιαστική. Ξάφνου η πόρτα άνοιξε! Ένα μικρό παιδί μπήκε μέσα και τρέχοντας στο γιατρό, που το είχε στείλει για το σκοπό αυτό, του είπε μεγαλοφώνως πως ο άλλος μάγος, που ανεμένετο ήτανε τύφλα στο μεθύσι στο γειτονικό χωριό και ότι, σύμφωνα με τις διαταγές που είχε δώσει ο νεαρός γιατρός μόνον αύριο θα μπορούσε ναρθή για να πάρη τη «μαγική λέξι» από το μαύρο μάγο!
Ο νεαρός γιατρός που δεν περίμενε μπροστά στο γέρο που ψυχομαχούσε ν’ ακούση τα αποτελέσματα του τεχνάσματος του, βρέθηκε σε ευκολοεξήγητη αμηχανία, και ετοιμαζότανε κάτι να πη στον ψυχορραγούντα γέρο, οπότε… ταχύς σαν την αστραπή ο μαύρος μάγος τράβηξε το χέρι του, που κρατούσε ο γιατρός και σηκώθηκε στο κρεββάτι του. Τα βαθουλωτά μάτια του έβγαζαν φωτιές. Τα κιτρινόασπρα γένεια του και οι τρίχες του, που πέφτανε γύρω στο κερωμένο πρόσωπό του, του προσέδιδαν μια σατανική έκφρασι. Ύστερα από ένα δευτερόλεπτο, τα μακρυά, γεμάτα από νεύρα μπράτσα του, σφίξανε γερά το λαιμό του νεαρού γιατρού, καθώς ο γέρο-μάγος, με υπερφυσική δύναμι, έσερνε πάντα και πιο κοντά στο πρόσωπό του το κεφάλι του επιστήμονος. Τον κρατούσε λες σε σιδερένιες τανάλιες ακίνητο και καθ’ όλον το διάστημα του εψιθύριζε στ’ αυτί! Τι τούλεγε, δεν μπορούσαμε ν’ ακούσουμε. Ο άπιστος και σκεπτικιστής γιατρός μάταια προσπαθούσε να ξεφύγη απ’ τα χέρια του ετοιμοθανάτου. Μα δεν ήτανε άλλως τε ανάγκη να προσπαθή πολύ, γιατί τα λόγια που είχε να μεταδώση ο γέρο-μάγος άρχισαν να κάνουν τη φοβερή τους ενέργεια. Και αμέσως τότε τα ατσάλινα χέρια του γέρου αφήσανε να ξεφύγη ο γιατρός και τότε ο μαύρος μάγος έπεσε σαν ένα βαρύ μολύβι απάνω στο κρεββάτι του, νεκρός! Απάνω στα απολιθωμένα χείλια του είχε απομείνει ένα παράδοξο και σατανικό γέλιο – γέλιο καταχθονίου θριάμβου και ικανοποιημένης εκδικήσεως! Αλλά ο γιατρός… φαινότανε πιο ωχρός και κερωμένος, πιο απαίσιος και απ’ αυτόν ακόμη τον μαύρο μάγο, τον πεθαμένο. Παράξενα ατένιζε γύρω του, με μιαν έκφρασι φρίκης και απογνώσεως, που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να περιγράψη. Χωρίς να δώση καμμίαν απολύτως απάντησι στις ερωτήσεις μας, ώρμησε σαν δαιμονισμένος έξω από το σπίτι και χάθηκε γρήγορα μέσα στα δάση. Αμέσως στείλαμε ανθρώπους για να τον αναζητήσουν. Ο διοικητής έστειλε χωροφύλακες. Όλο το χωριό ετέθηκε σε αναζήτησί του. Δεν μπόρεσαν πουθενά να τον βρουν. Όταν επλησίαζε να βασιλέψη ο ήλιος, ακούστηκε κάποια εκπυρσοκρότησις στο δάσος. Ύστερα από μια ώρα βρέθηκε το πτώμα του. Είχε αυτοκτονήσει. Μια σφαίρα είχε σφηνωθή στο κρανίο του.
Τι συνετέλεσε ώστε να αποφασίση ν’ αυτοκτονήση; Τι μαγική επίδρασι εξήσκησε στο πνεύμα του η φοβερή «λέξι» του ψυχορραγούντος μαύρου μάγου; Ποιος μπορεί να δώση την ικανοποιητική απάντησι;…».


ΑΝΤΩΝΙΟΣ Φ. ΧΑΛΑΣ
ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΦΑΚΙΡΩΝ ΤΩΝ ΙΝΔΙΩΝ, 
ΤΩΝ ΓΙΟΓΚΙ ΤΟΥ ΘΙΒΕΤ ΚΑΙ ΤΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ
ΑΘΗΝΑΙ 1940


Κυριακή 23 Απριλίου 2017

Η XPΥΣΗ ΦΙΑΛΗ – ΠΑΥΛΟΣ ΣΠ. ΚΥΡΑΓΓΕΛΟΣ


Για να συναντήσουμε, ετυμολογικά, την έννοια της πέλλας πρέπει να κάνουμε μια μικρή διαδρομή μέχρι την ιστορική Πέλλα και, για να γίνει αυτό, πρέπει να δούμε τι συμβαίνει στη Δωδώνη, που το ιερό του Δία το ιδρύουν δύο πελειάδες (μαυροπερίστερα) απ' την Αίγυπτο. Οι πελειάδες αυτές είναι αργότερα οι ιέρειες του Ναού, και κάθε ιέρεια ή ιερέας συνδέεται με την έννοια μιας προσφοράς ή θυσίας, που προσφέρεται (δίνεται) στην επικαλούμενη ή εξευμενιζόμενη θεότητα. Αυτές οι προσφορές τοποθετούνται σ' ένα δοχείο ή αγγείο, που, προφανώς, για να συγκρατεί το περιεχόμενο, έχει το σχήμα της κοιλότητος, κι έτσι φθάνουμε στην εικόνα του Κυπέλλου. Η λ. κύπελλον, με μια συγκοπή του αρκτικού ΚΥ6 μας δίνει τη λ. πέλλα, που σημαίνει, ακριβώς, ποτήρι ή κάδο [για μεγάλες προσφορές υγρών, ας πούμε γάλακτος13] ή λίθο (προφανώς θα ήταν κοιλώματα σε ιερούς βράχους, μενίρ ή κρόμλεχ, για τοποθέτηση προσφορών). Αλλά και ο αρσενικός τύπος της λ. πέλλα, ο τύπος πελλός, σημαίνει την φιάλη και, επιπλέον, τον μελανό ή μολυβδόχρωμο (ή και φαιό), το αμαύρωμα (στη Σικυώνα λεγόταν κιρρός), απ' όπου και η λ. πελιδνός (συνήθως χρησιμοποιείται σε φράσεις φόβου, φυσιολογικής κατάστασης για κάποιον που προορίζεται για ανθρωποθυσία), σε συσχέτιση και με τη λ. πελανός=πηκτόν αίμα, προφανώς θυσίας, σε συσχέτιση και με την αρχική σημασία της λ. πέλαινα=πόπανα, μειλίγματα, δηλ. πλακούς προσφερόμενος στους θεούς. Ετσι η λ. πέλλα, σαν έννοια του ποτηριού, μετατρέπεται στη λ. πελλός,σαν έννοια της φιάλης, κι αυτή η έννοια είναι μια πολύ γνωστή μας και τρομερή εικόνα, είναι "αι 7 χρυσαί φιάλαι" γεμάτες "με την οργή του Θεού" στην Αποκάλυψη του Ιωάννου (Αποκ.ΙΕ,7). Η έννοια της χρυσής φιάλης" (phiala στη Vulgata) είναι οικεία στον Ιωάννη, που γράφει και στέλνει (ίσως με περιστερές) τις 7 Επιστολές του στις 7 Εκκλησίες (Νήες ή Ναούς) της Ιωνίας (Μ.Ασίας): "χρυσή φιάλη"7 πράγματι (δηλ. πέλλα ή πελλός) προσφερόταν απ' τους έφηβους στην Αθήνα στη θεά Κυβέλη, κατά τη διάρκεια γιορτής, που γινόταν προς τιμήν της και λεγόταν Γαλαξία. Ο προσφερόμενος πολτός λεγόταν γαλαξία κι ήταν μίγμα κριθαριού και γάλακτος. Αποτρόπαια ή καννιβαλιστική λεπτομέρεια: εφόσον ξέρουμε πως ο εραστής της Κυβέλης, ο Αττις, της πρόσφερε, σα θυσία, τα γεννητικά του όργανα, προφανώς "εντός του γάλακτος", κι αφού στ' αρχαιοελληνικά το κριθάρι, δηλ. η λ. κριθή, σημαίνει πέος, ποια είναι η έννοια της προσφοράς της γαλαξίας (κριθάρι και γάλα) στη θεά Κυβέλη (=κυπέλη=κύπελλον); Προφανώς,κατά την άποψη μου, είναι η έννοια του ευνουχισμού, αφού κι οι ιερείς της, οι Γάλλοι (Galli) θυσίαζαν τον "ανδρισμό" τους (ευνουχίζονταν) προς χάριν της θεάς. Ετσι, ξέροντας πως η Κυβέλη λεγόταν στους Ρωμαίους Turrigera (Πυργοφόρος ή Πυργοστέφανος) απ' τη λατιν. λ. turris(-is)=πυργοειδής,αλλά και περιστερεών, αντιλαμβανόμαστε την έννοια του περιστερεώνος σαν κολουμβαρίου ή νεκροταφείου, όπως ακριβώς το κατήγγειλα στο προηγούμενο τεύχος (τ.93,Οκτ.91) κι όπως το εννοεί ο Ιωάννης, απευθυνόμενος στους αποδέκτες των επιστολών του στη Μ.Ασία, γνώστες της λατρείας αλλά και των οργίων της Κυβέλης, αφού εκεί επιχωρίαζε η λατρεία της, ιδιαίτερα στην περιοχή του Γάλλου ποταμού. Αυτά θα τα δούμε καθαρώτερα και αναλυτικώτερα, με την πρόοδο του κειμένου, κατά την εξέταση των δεδομένων του 666: εδώ απλώς θα σημειώσω πως ο gallus, δηλ. ο ευνούχος ιερέας της Κυβέλης, είναι μια λέξη που στα λατινικά σημαίνει επίσης αλέκτωρ (ο πετεινός), απ' όπου και το θηλυκό gallina (δηλ. κόττα): η κόττα, όμως, στ' αρχαία ελληνικά λέγεται αλεκτρίς, λέξη που γραμματαριθμικά βγάζει ακριβώς 666. Δηλαδή ο Αλέκτωρ-Ιερεύς, με τον ευνουχισμό του και την κατ' ανάγκην θηλυκοποίησή του, μεταβάλλεται σε Κόττα ή Αλεκτρίδα=666, διαδικασία στην οποία βασικά αποβλέπει (με την επέκταση της Ομοφυλοφιλίας) η Συνωμοσία της Περιστεράς.
Ας επανέλθουμε στη διαδρομή προς Πέλλαν, που την αφήσαμε σε εκκρεμότητα, μέχρι να ξεκαθαρίσουμε τα πιο πάνω στοιχεία. Η Δωδώνη, όπως την είδαμε, σαν Ιερό του Διός, βρίσκεται κάτω απ' την προστασία της βασιλικής ηπειρώτικης (δηλ ελληνικής) οικογένειας των Μολοσσών (ένα απ' τα 14 ηπειρωτικά γένη), που ονομάστηκαν έτσι απ' τον πρόγονο Μολοσσό ή κατ' εμέ, γιατί ήταν Μολόχες ή Μαλασσοί (χειροπράκτες. γιατροί) αφού κι ο πρόγονος Μολοσσός ήταν αγγόνι του (επίσης με ιατρικές γνώσεις) Αχιλλέα. Η κόρη της οικογένειας Μυρτάλη (ή, αριθμολογικα,879) μετονομάζεται15 σε Ολυμπιάδα (ή, αριθμολογικά,731), δηλ. Περιστέρα ή Περιστερογέννητη (όπως ακριβώς κι η Συρία Θεός) και παντρεύεται τον Φίλιππο Β', βασιλιά της Μακεδονίας, αδιόρθωτο γυναικά που οι σοβαροί φιλόλογοι ερμηνεύουν τ' όνομά του Φίλιππος=Αγαπάει τ' άλογα, ενώ η προσωπική μου ερμηνεία είναι Φίλιππος=αγαπάει τις γυναίκες αφού η λ. ίππος στ' αρχαιοελληνικά σημαίνει γενικά το αιδοίον, είναι δε γνωστή η έκλυτη ζωή του με έκφυλες τάσεις Φιλίππου Β'. Αμέσως μετά η πρωτεύουσα, που ήταν η πόλη Αιγαί (ή,αριθμολογικά,25) μεταφέρεται στην πόλη Πέλλα (ή,αριθμολογικά,146), που, τυπικά, σημαίνει Ποτήρι, όπως είδαμε,αλλά,ουσιαστικά, τα Μαυροπερίστερα (ή τις Ιέρειες=πρακτόρισσες) της Δωδώνης. Ετσι, η πρώην Μυρτάλη και νυν Ολυμπιάς, η υπεύθυνη για τη συνέχιση της παράδοσης (της γραμμής) της Δωδώνης, δηλ. του άξονα Αιγύπτου-Ηπείρου (κάτω απ' τη συνωμοτική κάλυψη των ιερατείων Αμμωνος Διός-Δωδωναίου Διός) βρίσκεται επικεφαλής της αιχμής του Ελληνικού Δόρατος, δηλ. των Μακεδόνων, σα βασίλισσα της Πέλλας. Και προκύπτει το -όχι μόνο ιστορικό- ερώτημα: τι κρατάει μέσα σ' αυτήν την πέλλα (-ποτήρι);
Ας δούμε λίγο ακόμη την έννοια της πέλλας=ποτηριού και του αριθμού της, του 146. Ξέρουμε πως το ύπατο ποτήρι είναι το Αγιο Δισκοπότηρο ή Γκράαλ17, όπου περιέχει το Σώμα και το Αίμα του Λόγου, εξελιγμένη μορφή, από πλευράς ιερατικής λειτουργικότητας, της Χρυσής Φιάλης με τη Γαλαξία. Είδαμε επίσης, παραπάνω, πως πέλαινα είναι πόπανα ή μειλίγματα, δηλ. πλακούς (αρτίδιο ή γλύκισμα, κάτι σαν τον Αρτο στις αρτοκλασίες) προσφερόμενος στους θεούς. Συμπεραίνουμε λοιπόν πως η πέλλα είναι λειτουργική, πολύ πιθανόν και σχηματική, μορφή του Αγιου Δισκοπότηρου. Καταφεύγοντας στην αριθμογραμματική εξίσωση του 146, βλέπουμε πως 146=ΠΕΛΛΑ=ΠΑΝΑΠΑ. Θεωρώντας όχι έτοιμη τη στιγμή, δεν προχωρώ, εδώ και τώρα, στην ανάλυση που δεν βλέπει, από μόνος του, ο αναγνώστης, αφίνοντάς την γι αργότερα. Θα σημειώσω μόνο πως η λ. "παναγία" μπορεί επίσης να σημαίνει "Αυτή, που οδηγεί-ή γεννάει-το ψωμί", κι είναι γνωστή η συσχέτιση Αρτου-Ιησού. Ομως η πόλη Πέλλα, παληά, ονομαζόταν Βουνομία, κι ή λέξη αυτή σημαίνει "τόπο -και τρόπο- μεγαλώματος κι ανατροφής βοδιών". Αν έτσι έχουν τα πράγματα, μπορούμε να προχωρήσουμε τις σκέψεις μας, διαλογιζόμενοι πάνω στη φράση "δάμαλις τον μόσχον η τεκούσα", με την οποία οι βυζαντινοί υμνογράφοι προσδιορίζουν -ή απλώς υμνούν-την Παναγία. Κι ύστερα, ο αριθμός 146 είναι ισόψηφος και με τις λέξεις ΔΙΑΝΟΙΑ και ΜΝΗΜΗ. Αν ο ιστός της Μνήμης είναι αναγκαίος για να διανοίξει το δρόμο της η διαδικασία της Διάνοιας, τότε καταλαβαίνουμε πως η Πέλλα, το Κύπελλο, είναι ακριβώς το βαθούλωμα του Κρανίου, που μέσα του, Μνήμη και Διάνοια, συνεργάζονται κι αγωνίζονται να κρατήσουν το Φώς σαν προσφορά (πέλαινα) του Ανθρώπου στο Θεό: δηλαδή στους Πλησίον του, για τώρα και για μετά (για τις επόμενες γενιές). Ναι, η χούφτα του Ανθρώπου, το Κύπελλο (Πέλλα) της Ζωής είναι το Κρανίο (Μνήμη και Διάνοια). Κι αν το Κύπελλο (πέλλα) της Ανθρωπότητος είναι ο Χριστός, που με τη θυσία Του σώθηκε, όμως το Κύπελλο ή Πέλλα (η μήτρα) που κράτησε τον Χριστό ήταν η Παναγία (πρβλ.Λουκ.ΙΑ,27: "μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε"). Αυτή είναι η βαθύτερη έννοια της Πέλλας ή Παναγίας ή Παρθένου. Και, ας το δούμε και λίγο αστρολογικά: η Παρθένος (σαν αστερισμός) κρατάει τον Στάχυν, απ' όπου προέρχεται ο Αρτος ή Ιησούς, δηλ. ο Γαλιλαίος, ενώ στο σώμα ελέγχει την περιοχή των εντέρων, που όμως λέγεται και γάλλια στ' αρχαιοελληνικά, όπως γαλέττα ο διπυρίτης άρτος. Νάναι λοιπόν εδώ η,περιοχή της Γαλιλαίος; Ποιος ξέρει...Ισως.  


Κυριακή 16 Απριλίου 2017

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΙΛΙΤΣ(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) – LEON TOLSTOI




Αργά τη νύχτα γύρισε η σύζυγος. Μπήκε στα δάχτυλα, μα ο Ιβάν Ιλιτς την άκουσε: άνοιξε τα μάτια και τα ξανάκλεισε γρήγορα γρήγορα. Η Πρόσκοβνα Φιόντοροβνα θέλησε να διώξει το Γεράσιμο και να καθήσει η ίδια να κάνει συντροφιά στον άντρα της. Κείνος άνοιξε τα μάτια του και είπε:
-Όχι. Να φύγεις εσύ.
-Πονάς πολύ;
-Λίγο μ’ ενδιαφέρει.
-Να πάρεις όπιο.
Δέχτηκε και ήπιε. Κείνη έφυγε.
Ως τις τρεις βρισκόταν σε μια βασανιστική χαύνωση. Του φαινόταν πως ήθελαν με το ζόρι να τον κλείσουν μέσα σ’ ένα μακρόστενο μαύρο τσουβάλι, και τον σπρώχνουν όλο και πιο βαθιά, και δε μπορούν βαθύτερα. Κι αυτή η τρομερή δουλειά τον κάνει να υποφέρει πολύ. Κι αυτός και φοβάται, και θέλει να κατρακυλήσει εκεί, και παλεύει και βοηθάει. Και ξαφνικά ξεκολλάει και πέφτει, και ανανοήθηκε. Ο ίδιος πάντα Γεράσιμος κάθεται πάνω στο κρεβάτι, στα πόδια, λαγοκοιμάται ήσυχα, υπομονετικά. Μισογερμένος πίσω, βαστάζει στους ώμους του τα κοκκαλιάρικα πόδια με τις κάλτσες τους. Το ίδιο φως με το αμπαζούρ, και ο ίδιος πόνος που δε λέει να σταματήσει ούτε στιγμή.
-Φεύγα, Γεράσιμε, ψιθύρισε.
-Όχι, θα καθήσω ακόμη.
-Όχι, να φύγεις.
Πήρε τα πόδια του, ξάπλωσε με το πλευρό πάνω στο μπράτσο του, και λυπήθηκε τον εαυτό του. Περίμενε να φύγει ο Γεράσιμος και να μπει στο διπλανό δωμάτιο. Και τότε δε μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο – άρχισε να κλαίει σαν παιδί. Έκλαιγε για την ανημποριά του, για τη φοβερή μοναξιά του, για τη σκληρότητα των ανθρώπων, για τη σκληρότητα του Θεού, για την απουσία του Θεού.
«Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί μ’ έφερες εδώ; Γιατί, γιατί με βασανίζεις τόσο φριχτά;…»
Δεν καρτερούσε απάντηση κι έκλαιγε γιατί δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει απάντηση. Ο πόνος δυνάμωσε ξανά, μα κείνος δεν σάλεψε, δε φώναξε – μόνο που μονολογούσε μέσα του: «Χτύπα με, λοιπόν, χτύπα με! Μα για ποιο λόγο; Τι σου έκανα, γιατί;»
Ύστερα ησύχασε, έπαψε όχι μόνο να κλαίει, μα και ν’ αναπνέει κι έγινε όλος αφτιά: σα ν’ αφουγκραζόταν όχι κάποια φωνή που μιλούσε, αλλά τη φωνή της ψυχής, το περπάτημα των σκέψεων που γεννιόντουσαν μέσα του.
-Τι θέλεις; Να μην υποφέρω. Να ζήσω, απάντησε.
Και ξανά προσήλωσε την προσοχή του τόσο εντατικά που ακόμη και ο πόνος του έπαψε να τον ενοχλεί.
-Να ζήσεις; Και πώς να ζήσεις; Ρώτησε η φωνή της ψυχής.
-Ναι, να ζήσω όπως ζούσα πριν. Ωραία, ευχάριστα.
-Πως ζούσες πρωτύτερα ωραία και ευχάριστα; ρώτησε η φωνή. Κι άρχισε ο Ιβάν Ιλιτς να φέρνει στην φαντασία του τις πιο ευχάριστες στιγμές της ζωής του. Μα περίεργο πράγμα, όλες αυτές οι καλύτερες στιγμές της ευχάριστης ζωής του φαινόντουσαν τώρα τελείως διαφορετικές από τότε. Όλες – εκτός από τις πρώτες παιδικές αναμνήσεις. Τότε, στην παιδική ηλικία, ήταν κάτι το πραγματικά ευχάριστο που μ’ αυτό θα μπορούσε κανείς να ζήσει, αν ξαναγύριζε. Μα κείνος ο άνθρωπος που είχε δοκιμάσει αυτή την ευχαρίστηση δεν υπήρχε πια: όλες οι αναμνήσεις του αφορούσαν κάποιον άλλον, όχι αυτόν.
Πάνω που πλησίαζε η περίοδος που κατάληξε στη σημερινή του κατάσταση όλες οι παλιές χαρές διαλυόντουσαν σαν το χιόνι στον ήλιο για να μεταβληθούν σε κάτι μηδαμινό και συχνά απαίσιο.
Κι όσο πιο μακριά από την παιδική ηλικία, όσο πιο κοντά στο παρόν, τόσο πιο μηδαμινές και αμφίβολες γινόντουσαν οι χαρές – με αρχή τη Σχολή νομικής. Εκεί κάτι ήταν ακόμη πραγματικά όμορφο: εκεί υπήρχε κέφι, εκεί υπήρχε φιλία, εκεί υπήρχε ελπίδα. Μα στις ανώτερες τάξεις ήταν πιο σπάνιες οι ωραίες αυτές στιγμές. Αργότερα, στη διάρκεια της πρώτης υπηρεσίας του κοντά στον διοικητή του κυβερνείου, ξαναφάνηκαν οι ωραίες στιγμές: ήταν οι αναμνήσεις από τον έρωτά του για μια γυναίκα. Ύστερα όλα μπερδεύτηκαν, και οι χαρές λιγόστεψαν ακόμη πιο πολύ. Αργότερα λιγόστεψαν περισσότερο.
Ο γάμος… τόσο αναπάντεχος και απογοητευτικός, το μικροβόλο στόμα της γυναίκας του, και η ηδονή, η προσποίηση! Κι αυτή η θανάσιμη μονοτονία της υπηρεσίας κι αυτές οι σκοτούρες για χρήματα, και τα ίδια ένα χρόνο, και δύο, και δέκα, και είκοσι – κι όλο τα ίδια. Κι όσο πιο κάτω, τόσο πιο λίγη ζωή. «Σα να είχα κατέβει ομαλά τη βουνοπλαγιά νομίζοντας πως ανεβαίνω στο βουνό. Αυτό γινόταν. Για την κοινή γνώμη ανέβαινα στο βουνό, μα παράλληλα έφευγε η ζωή μου κάτω από τα πόδια μου… Και να, ετοιμάσου να πεθάνεις», σκεφτόταν.
Τι σημαίνει αυτό; Για ποιο λόγο; Δεν είναι δυνατό. Δεν μπορεί! – να είναι παράλογη, τόσο απαίσια η ζωή! Μα αν, αλήθεια, είναι τόσο απαίσια και παράλογη η ζωή, τότε γιατί να πεθαίνει και να πεθαίνει υποφέροντας; Κάτι πηγαίνει στραβά εδώ.
«Να μην έζησα, τάχα, έτσι όπως έπρεπε να ζήσω;» του πέρασε ξαφνικά από το νου. «Μα πως μπορεί να έγινε αυτό, αφού όλα τα έκανα όπως πρέπει;» μονολογούσε και βιάστηκε ν’ απορρίψει αυτή τη μοναδική λύση του αινίγματος της ζωής και του θανάτου σαν κάτι τελείως αδύνατο.
«Τι θέλεις τώρα; Να ζήσεις; Πώς να ζήσεις; Να ζήσεις όπως ζεις στο δικαστήριο όπου ο κλητήρας ανακοινώνει: «Το δικαστήριο συνεχίζει!...» Το δικαστήριο συνεχίζει, συνεχίζει το δικαστήριο, έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. Να το δικαστήριο! Μα εγώ δεν είμαι ένοχος! φώναξε θυμωμένος. Τι σας έκανα; Και σταμάτησε να κλαίει και, γυρίζοντας με το πρόσωπο κατά τον τοίχο, άρχισε να σκέφτεται συνέχεια το ίδιο πράγμα: γιατί, για ποιο λόγο όλη αυτή η αγωνία;
Μα όσο και νάσπαγε το κεφάλι του, απάντηση δεν έβρισκε. Και κάθε φορά που του γεννιόταν η σκέψη, και του γεννιόταν συχνά, πως όλ’ αυτά συμβαίνουν γιατί είχε άσχημα ζήσει, αμέσως θυμόταν πόσο ορθά είχε ζήσει κι έδιωχνε αυτή την παράξενη σκέψη.

***

Πέρασαν ακόμη δύο βδομάδες. Ο Ιβάν Ιλιτς δεν σηκωνόταν από τον καναπέ. Δεν ήθελε να ξαπλώσει στο κρεβάτι – προτιμούσε τον καναπέ. Μόνος, κατάμονος, με το πρόσωπο γυρισμένο σχεδόν συνέχεια κατά τον τοίχο βασανιζόταν από τους ίδιους αξεδιάλυτους φόβους, και τον τυραννούσαν οι ίδιες, χωρίς διέξοδο σκέψεις. Τι είν’ αυτό; Αλήθεια, είναι ο θάνατος; Και η εσωτερική φωνή του απαντούσε: ναι, αλήθεια. Γιατί αυτό το μαρτύριο; Και η φωνή απαντούσε: έτσι, για τίποτα. Ως εδώ, και πάρα πέρα τίποτα.
Από την αρχή-αρχή της αρρώστιας του, από τη μέρα που ο Ιβάν Ιλίτς πρωτοπήγε στο γιατρό, η ζωή του μοιράστηκε σε δύο αντίθετα ρεύματα, και το ένα αντικαθιστούσε το άλλο, από τη μια μεριά ήταν η απελπισία και η προσμονή του ακατανόητου και τρομερού θανάτου, από την άλλη – η ελπίδα και η στενή παρακολούθηση της λειτουργίας του οργανισμού του. Άλλοτε έβλεπε τα νεφρά του ή την απόφυση που είχαν αρνηθεί να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, κι άλλοτε ήταν μόνο ο ακατανόητος τρομερός θάνατος που απ’ αυτόν δεν ήταν δυνατόν με τίποτα να γλυτώσει.
Αυτά τα δύο ρεύματα από την αρχή της αρρώστιας διαδεχόντουσαν το ένα το άλλο. Μα όσο πιο πολύ προχωρούσε η αρρώστια, τόσο πιο αμφίβολες και φανταστικές γινόντουσαν οι σκέψεις για το νεφρό και τόσο πραγματική η συναίσθηση του επερχόμενου θανάτου.
Και ήταν αρκετό να θυμηθεί τι ήταν πριν τρεις μήνες και τι είναι τώρα. Να θυμηθεί πόσο ομαλά κατέβαινε την πλαγιά – για να πάει περίπατο κάθε πιθανότητα ελπίδας.
Τον τελευταίο καιρό της μοναξιάς όπου βρισκόταν ξαπλωμένος με το πρόσωπο γυρισμένο στον τοίχο, στη μάχη του καναπέ, της μοναξιάς μέσα σε μια πολυάνθρωπη πόλη και σε πολυάριθμους γνωστούς του και μέσα στο σπίτι του, μιας μοναξιάς που πιο μεγάλη δε μπορούσε να υπάρχει πουθενά: ούτε στο βυθό της θάλασσας, ούτε πάνω στη γη – τον τελευταίο λοιπόν καιρό αυτής της φοβερής μοναξιάς, ο Ιβάν Ιλίτς ζούσε μόνο με τη φαντασία του στο παρελθόν. Οι εικόνες από το παρελθόν του ερχόντουσαν στο νου του η μια ύστερα από την άλλη. Άρχιζαν από το πιο κοντινό παρελθόν κι έφταναν ως το πιο μακρινό, ως την παιδική ηλικία, και κει σταματούσαν. Του πρόσφεραν ας πούμε σήμερα να φάει γλυκό δαμάσκηνο, κι αμέσως θυμήθηκε τα δαμάσκηνα της παιδικής του ηλικίας, μαύρα και ζαρωμένα, με μια ιδιαίτερη γεύση – γαλλικά δαμάσκηνα που σας γεμίζουν το στόμα σάλιο μόλις δε μένει παρά το κουκούτσι τους: ε, αυτή η ανάμνηση του έφερνε ένα σωρό αναμνήσεις κείνης της εποχής – την παραμάνα, τον αδερφό, τα παιχνίδια. «Δε χρειάζεται να τα σκέφτομαι αυτά… πονάω πιο πολύ», διαλογιζόταν ο Ιβάν Ιλίτς και ξαναγύριζε στο παρόν. Ένα κουμπί στη ράχη του καναπέ, το μαροκέν ζαρωμένο γύρω από το κουμπί. «Το μαροκέν στοιχίζει ακριβά, και δεν κρατάει πολύ. Ο καυγάς ήταν απ’ αυτό θυμάμαι. Μα το μαροκέν ήταν άλλο, και άλλος ο καυγάς, τότε που σκίσαμε το χαρτοφύλακα του μπαμπά που μας τιμώρησαν, και η μαμά μας έφερε γλυκά». Και ξανά σταμάτησε στην παιδική ηλικία, και ξανά ο Ιβάν Ιλίτς πονούσε, και προσπαθούσε να διώξει την οπτασία και να σκεφτεί άλλα πράγματα.
Κι αμέσως ξανά, παράλληλα με το ρεύμα αυτό των αναμνήσεων, γεννιόταν στην ψυχή του το άλλο ρεύμα – των αναμνήσεων – η αρρώστια του και η επιδείνωσή της. Όσο πιο πίσω, τόσο περισσότερη ζωή. Περισσότερα ήταν και τα καλά στη ζωή, και περισσότερη ήταν και η ίδια η ζωή. Και το ένα και το άλλο συμπίπτανε. «Όπως το μαρτύριο χειροτερεύει συνέχεια, έτσι κι όλη η ζωή πήγε από το κακό στο χειρότερο, σκεφτόταν. Μόνο ένα φωτεινό σημείο εκεί, στο μακρινό παρελθόν, στην αρχή της ζωής, κι ύστερα όλο και πιο πολύ σκοτάδι κι όλο πιο γρήγορα…». Αντιστρόφως ανάλογα, δηλαδή με το τετράγωνο της απόστασης ως το θάνατο», μονολογούσε ο Ιβάν Ιλίτς. Κι αυτή η εικόνα της πέτρας που κατεβαίνει από ψηλά μ’ επιτάχυνση έπεσε πάνω στην ψυχή του. Η ζωή δεν ήταν παρά μια αλυσίδα από αυξανόμενα βάσανα που τεντώνεται, που τρέχει ολοένα και πιο γρήγορα προς το τέρμα, προς τη μοναδική λύση την πιο οδυνηρή. «Τρέχω, πετώ…». Τρανταζόταν, κουνιόταν, ήθελε ν’ αντισταθεί και με μάτια ξανά κουρασμένα από το κοίταγμα, ανίκανα πια να κοιτάζουν κείνο που ήταν μπροστά του, κοίταζε τη ράχη του καναπέ και καρτερούσε – καρτερούσε αυτή την τρομερή πτώση, τη χαριστική βολή και την εξουθένωση. «Είναι αδύνατο ν’ αντισταθώ, έλεγε μέσα του. Μα να μπορούσα τουλάχιστο να καταλάβω γιατί γίνεται αυτό. Μα και τούτο είναι αδύνατο να γίνει. Θα ήταν δυνατό να δώσω μια εξήγηση, αν έλεγα πως έζησα όχι έτσι όπως έπρεπε. Μα ένα τέτοιο πράγμα δεν είναι δυνατό να το παραδεχτώ», μονολογούσε συνέχεια σαλεύοντας τα χείλη σ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο, λες και κάποιος μπορούσε να βλέπει αυτό το χαμόγελο του και να ξεγελαστεί απ’ αυτό. Δεν υπάρχει εξήγηση! Μαρτύριο, θάνατος… Γιατί;»


LEON TOLSTOI
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΙΛΙΤΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΤΡΕΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ Ο.Ε. - 1989


Κυριακή 9 Απριλίου 2017

Ο ΑΠΟΛΕΣΘΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ – ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ [ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ] – JOHN MILTON


...Άλλη μερίς δυνάμεων, σε μοίρες και σε σμήνη
στεριοσυμπυκνωμένα, γενναίως αποδύονται
σε περιπέτεια τολμηρή, κόσμο να εξερευνήσουν
φαρδύ-πλατύ και θλιβερό, μήπως τυχόν το κλίμα
κατοικήση ανετώτερη μπορεί να προσπορίσει.
Κλίνουν λοιπόν στα τέσσερα την αεροπορεία
στις όχθες κατά μήκος των τέσσαρων της Κόλασης
ρεμμάτων, που εκβάλλουν το μισητό φορτίο τους
στη φλογισμένη λίμνη: το πρώτο Στύξ η στυγερή,
θανάσιμο που πλημμυρίζει μίσος, το ποτάμι.
Δεύτερο, ο γοερός της λύπης, μαύρος και βαθύς.
Αχέρων το ποτάμι. Ο Κωκυτός ο ποταμός
με τ' όνομα των θρήνων, των ηχηρών των κοπετών,
που σέρνοντας το ρεύμα του ακούγονται ολούθε,
τρίτος. Και τέταρτος, δριμύς Πυριφλεγέθων, διότι
σα χείμαρρος κατάφλεκτα ξεσπά τα κύματά του,
το πυρ του με μανία. Μακρυά απ' αυτά αργοκυλά
ήσυχο ποταμάκι. Λήθη που ονομάζεται,
της λησμονιάς το ρεύμα, υδάτινο λαβύρινθο
που σέρνει κι όποιος πίει, την πρότερη κατάσταση
του είναι και του βίου του ταχιά απολησμονάει,
μαζί και θλίψη και χαρά, πόθο και πόνο αντάμα.
Μια παγωμένη ήπειρος εκτείνεται πιο πέρα
από την ακροποταμιά, αγρία και ζοφώδης.
Ανεμοδίνες την χτυπάν ολοένα και χαλάζι
με καταιγίδες διηνεκείς την πλήττουν την ρημάζουν -
χαλάζι, που σε στέρεα γη ουδέποτε θα λειώνει,
αλλά σωρεύεται ψηλά και μοιάζει με ερείπια
αρχαϊκά, με πατωσιές τριγύρω στοιβαγμένα.
Πάγος όλα τα υπόλοιπα, βαθειά στρωμένο χιόνι,
ένας σαν Σερβωνίτιδα βαθύκολπος βαλτώδης
στη Δαμιέττη ανάμεσα και το Κάσιον όρος,
όπου ολόκληροι στρατοί βυθίστηκαν πνιγήκαν.
Ο παγωμένος άνεμος φλέγεται, καψαλίζει -
είναι το κρύο δριμύτατο σαν της φωτιάς την άψα.
Εκείθε καταφθάνουνε όλοι οι καταραμένοι,
σε χρονικά διαστήματα και χρονοπεριόδους,
από Ερινύες συρόμενοι με γαμψά ποδονύχια
και δοκιμάζουν σε σειρά των δυό δριμέων άκρων
την πικροτάτη εναλλαγή και τόσο πιο δριμεία,
όσο πιο αποτόμως τα δύο μεταβάλλονται.
Κοίτες μαινόμενης φωτιάς και μούδιασμα στον πάγο
την απαλή θερμότητα του αιθερικού τους είναι
σκληρά τη δοκιμάζουν. Εκεί και αργολειώνουνε
καθηλωμένοι, ακίνητοι, τριγύρω παγωμένοι
σε χρονικά διαστήματα. Μετά γοργά στη λάβρα!
Μπρος-πίσω διαπορθμεύονται στης Λήθης τις ανάβρες
κι η λύπη τους αυξάνεται, εύχονται και πασχίζουν
το ρεύμα της το θελκτικό να φτάσουν ως διαβαίνουν,
να πιουν μια στάλα, να χαθούν οι πόνοι κι οι οδύνες
μεσ' στη γλυκειά τη λησμονιά, μονοστιγμής κι αχ! κρίμα,
τόσο κοντά στις όχθες. Η Μοίρα αντιστέκεται,
εντούτοις, την προσπάθεια για να παρεμποδίσει,
βάνει φρουρό τη Μέδουσα με τη Γοργόνεια φρίκη,
προς το ρηχό το έμπα μπρος και το νερό ξερνάει
από μόνο του κάθε γεύση ουσίας ζωτικής,
όπως παλιά το ξέκοβε στου Τάνταλου τα χείλη.
Έτσι περιπλανώμενα, χαμένα, συγχισμένα
τα σμήνη τ' ανιχνευτικά, χλωμά και φρικιασμένα,
με ρίγη τουρτουρίζοντας, μάτια αποσβολωμένα,
κάναν πρώτη κατόπτευση και άνεση δεν βρήκαν
σε κλήρο αξιοθρήνητο πούχαν κληρονομήσει.
Πήγαιναν κι όλοι διάβαιναν, πότε φρικτή κοιλάδα
και ζοφερή, πότε κλαυθμών πεδίο και πετούσαν
πάνω από παγόβουνα και άλλοτε ηφαίστεια,
βράχια, σπηλιές, λίμνες, όρνιων φωλιές, έλη, τέλματα,
βάλτους, λασπότοπους, άντρα θηρών, θανάτου σκιές -
θανατερό ένα σύμπαν, που καταράστηκε ο Θεός,
λες και το δημιούργησε για το κακό το ίδιο,
το ενυπόστατο κακό – 'κει που η ζωή πεθαίνει,
που ο θάνατος διαβιεί και η Φύση εγεννοβόλα
διεστραμμένα εκτρώματα, πράγματα τερατώδη,
υπερμεγέθη φάσματα, βδελύγματα ογκώδη,
ανέκφραστα, χειρότερα απ' ό,τι μύθοι πλάσαν
ή ο φόβος εσκαρφίσθη: Γοργόνες, Ύδρες, Χίμαιρες.
Στο μεταξύ ο Σατανάς – Θεού και του ανθρώπου
ο αντικείμενος εχθρός – με πυρετώδεις σκέψεις
επακριβούς σχεδιασμού, νάτον, γοργές φτερούγες
κινά, σιμά της Κόλασης, τις πύλες, διερευνά,
την πτήση τη μοναχική που έχει αναλάβει.
Πότε ανιχνεύει τη δεξιά και πότε τη ζερβή νε
ακτή. Πότε ξυριστά μ' ίσιο φτερό τα βαθουλά.
Πότε υπερίπταται, τη φλογισμένη οροφή
την πυργωμένη υψηλά εγγίζει. Σάμπως μακριά
στα πέλαγα ξεκρίνεις στόλο αρμενίζοντα – θαρρείς
και κρέμεται απ' τα σύννεφα, που άνεμοι τον φέρνουν
του ισημερινού και Βεγγάλη παραπλέει
ή τας Μολούκας νήσους, την Τερνάτε, την Τιντόρε,
όπου τα καρυκεύματα εμπόροι μεταφέρουν
και που τα εμπορεύονται στη ρότα τους διαμέσου
του Ινδικού Ωκεανού, μέχρι το Ακρωτήρι
της Καλής ως λένε Ελπίδος και πλώρη βάζουν νύκτωρ
κατά τον Νότιο πόλο – έτσι φαντάζει από μακριά
ο υψιπέτης Δαίμων. Εντέλει, εμφανίζονται
τα σύνορα της Κόλασης, ψηλάθε τανυσμένα
προς τη φρικτή την οροφή, και τρεις φορές τριπλάσιες
της Κόλασης οι πύλες. Οι πρώτες τρεις από χαλκό,
τρεις σιδηρές κι οι άλλες τρεις 'πο γρανιτώδη βράχο,
όλως αδιαπέραστες με πυρ καταναλίσκον
σφηνοειδείς κυκλοτερώς. Προ των πυλών, δωκείθε,
τρομακτικές δυο μορφές αμφίπλευρα καθόνταν.
Η μια γυναίκας όμορφης έμοιαζε ως τη μέση.
Κατέληγε ακάθαρτη, φολιδωτή, ογκώδης,
τεράστια και οφιωτή, όφις αρματωμένος
με θανάσιμο κεντρί. Στη μέση της ολόγυρα
μπουλούκι από σκύλους, της Κόλασης λαγωνικά
αδιάλειπτα γαβγίζαν πλατύστομα σαν Κέρβεροι
θορυβωδώς με κρότο κώδωνος εκκωφαντικού.
Όταν πλαγιάζαν, έρποντας στη μήτρα της γυναίκας
φώλιαζαν κι άμα τίποτα τη λύσσα τους δεν σκούσαν,
γάβγιζαν όμως κι ούρλιαζαν αθώρητα, από μέσα.
Πολλά πιο λίγο μισητή η ερεθισμένη Σκύλλα,
λουόμενη στη θάλασσα, Καλάβρια που χωρίζει
απ' την τραχειά Σικελική ακτή της Τρινακρίας.
Πολλά πιο λίγο άσχημη η μάγισσα του σκότους,
η Εκάτη η κακάσχημη, που σύντας την καλούνε
στα κρύφια με ξόρκια κι απ' την οσμή του αίματος
βρεφών που θυσιάζουν, δελεασμένη έρχεται
καβάλα μέσω αέρος και στο χορό των μαγισσών
της Λαπωνίας χορεύει και με τις μαγγανείες τους,
σ' έκλειψη η σελήνη όσο ανατέλλει, αλλάζει.
Η άλλη μορφή – αν μορφή μπορείς να ονοματίσεις
'κείνο το τέρας, που τίποτε απάνω του, μέλος,
κάποιο άρθρο ή άρθρωση μπορούσες να διακρίνεις -
φάσμα, ειδάλλως, να κληθεί, τι με σκιανό συμμοιάζει,
για τον καθένα χωριστά, άλλος με άλλο μοιάζει:
μαύρο σα νύχτα στέκεται, σε δέκα Ερινύες
αγριωπό, τρομαχτικό σαν Κόλαση, κραδαίνει
ένα μακάβριο βέλος. Και για κεφάλι, νόμιζες,
πως έφερε στη θέση του, δεσποτική κορώνα.
Ο Σατανάς πλησίασε κι έχοντάς τον στο χέρι
το τέρας απ' τη θέση του κινήθη κατ' εκείνου,
με φρικαλέες δρασκελιές γοργά κι από τα ζάλα
τρεμούλιαξε η Κόλαση. Απτόητος ο Δαίμων,
να το θαυμάσει έκαμε παρά 'χε σκιαχτεί το.
Πάρεξ Θεού Πατρός και Υιού, κανέν εκ των πλασμάτων
ν' αξίζει δεν λογάριαζε κι όλως απαξιούσε.
Με βλέμμα περιφρόνησης, πρώτος πήρε τον λόγο:
“Τι είσαι, πούθε έρχεσαι, εκτρώματος φιγούρα,
που τόλμησες – παρ' ό,τι φάσμα φρικτό και θλιβερό,
το μούτρο σου να προβάλλεις το δύσμορφο – τον δρόμο μου
θέλοντας ν' αντικόψεις πιο πέρα, στι πέρα πύλες;
Να τις διαβώ προτίθεμαι, καλά το εννοώ δε,
νάσαι για τούτο βέβαιος και δεν θα σου ζητήσω
την άδεια. Παραμέρισε! ειδάλλως θα εισπράξεις
τα τέλη της βλακείας σου κι απόδειξη θα πάρεις,
να μάθεις να σεμνύνεσαι, ποτέ να μην τα βάζεις
με πνεύματα του Ουρανού, εσύ, Κόλασης θρέμμα.
…............

JOHN MILTON
Ο ΑΠΟΛΕΣΘΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Δ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ 2010

Κυριακή 2 Απριλίου 2017

Ο καθηγητής Βλάκη περί της Νεοελληνικής - Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


Οι ξένοι παραγνωρίζουσι την γλώσσαν μας μεγάλως. Την χωρίζουσιν, ούτως ειπείν, από την αρχαίαν Ελληνικήν. Αρνούνται ή αγνοούσι την παράδοσιν της ενότητάς της. Δεν παραδέχονται την προφοράν μας.
Είναι όθεν ευχάριστον διαπρεπής ξένος φιλόλογος ως ο καθηγητής Βλάκη, ανήρ ευρωπαϊκής φήμης, να λαμβάνη εν χερσί την υπεράσπισιν της γλώσσης μας, και να δεικνύη αυτήν εις τους ξένους ως αληθώς έχει και όχι ως την φαντάζονται.
Η προσωπικότης του Ιωάννου Στίουαρτ Βλάκη, του περιφανούς Σκώτου φιλολόγου, είναι τόσον γνωστή, ώστε δεν είναι ανάγκη διά μακρών να τον συστήσω εις τον αναγνώστην. Εγεννήθη εν Γλασκώβη της Σκωτίας και νεόθεν έδειξε μεγαλοφυΐαν περί τα φιλολογικά. Διέτριψεν εν πολλαίς ηπειρωτικαίς χώραις. Εις Ελλάδα ήλθε το 1853. Εξέμαθε κατά βάθος την Νεοελληνικήν και συνέγραψε περί αυτής. Είναι είς των κρατίστων ελληνιστών της συγχρόνου Αγγλίας. Τω 1852 διωρίσθη καθηγητής της Ελληνικής εν τω Πανεπιστημίω του Εδιμβούργου. Εξέδωκε πολλά συγγράμματα περί της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. Περί των άλλων του σπουδαιοτάτων έργων (οία η μετάφρασις του Φάουστ, αι περί ανατροφής πραγματείαι του) δεν θέλω γράψη, όντων εκτός του προκειμένου.
Λαβών αφορμήν εκ της μεταφράσεως του «Αμλέτου», υπό του λογίου Κερκυραίου κ. Πολυλά, ο καθηγητής Βλάκη εδημοσίευσε κατ' αυτάς εν τω αγγλικώ περιοδικώ «19ος Αιών» άρθρον περί της μεταφράσεως ταύτης και της νεοελληνικής γλώσσης. Εκ των παρατηρήσεών του επί της γλώσσης μας θα παραθέσω ολίγας ενταύθα.
Κατά τον κ. Βλάκη ο Ελληνισμός ουδέποτε υπέστη τας ισχυράς εκείνας ξενικάς επιρροάς αίτινες σχηματίζουσι νέας γλώσσας. Οι τέσσαρες αιώνες ούς το ελληνικόν έθνος διετέλεσεν υπό ξενικόν ζυγόν ήτο μικρόν διάστημα χρόνου διά τον σχηματισμόν μιας γλώσσης. Η Νορμαννική κατάκτησις της Αγγλίας έλαβεν οκτώ αιώνας διά να μορφώση την μεταγενεστέραν αγγλικήν γλώσσαν. Οι δε Νορμαννοί με όλας τας καταπιέσεις των «έφεραν μετ' αυτών στοιχεία κοινωνικής υπεροχής άτινα... επί τέλους αντεκατέστησαν την εγχώριον σαξωνικήν διάλεκτον του αγγλικού λαού διά νέας γλώσσης... Εν Ελλάδι εγένετο το εναντίον. Υπό την έποψιν αναπτύξεως ή πολιτισμού η εν Κωνσταντινουπόλει Τουρκική κυβέρνησις ουδέν στοιχείον είχε κοινωνικής υπεροχής δυνάμενον να αντιπράξη προς το μίσος όπερ φυσικώς εμπνέει ξένη διοίκησις και εξ άλλου η ταυτότης θρησκευτικού φρονήματος ήτις υπό την δικαιοδοσίαν της Ρώμης, συνέτεινεν εις την μίξιν του Σαξωνικού και Νορμαννικού στοιχείου εν Αγγλία, έλλειπεν ολοτελώς εν Ελλάδι. Απέχθεια ζωηροτάτη, έμφυτος εις τε τον Μωαμεθανισμόν και τον Χριστιανισμόν, κατέστησεν αδύνατον την συγχώνευσιν μεταξύ κατακτητών και κατακτηθέντων». Περί της Ενετικής κυριαρχίας επί διαφόρων ελληνικών χωρών ο κ. Βλάκη λέγει ότι ήτο «πάρα πολύ μερική, και πάρα πολύ μακρυνή», ώστε να δυνηθή να επενεργήση επί της γλώσσης.
Ο καθηγητής μετά ταύτα λαμβάνει εν χωρίον μεταγενεστέρου Ελλ. συγγράμματος και εξετάζει αυτό. Το χωρίον είναι από μετάφρασιν της Χαλιμάς εκδοθείσαν εν Ενετία τω 1792. Το είδος της γλώσσης έχει ως εξής· «Ευρίσκετο εις τα μέρη της Περσίας ένας πλούσιος πραγματευτής. Και είχε τούτο το προτέρημα να καταλαμβάνη ταις γλώσσαις και την ομιλίαν των ζώων. Μίαν ημέραν περιδιαβάζωντας... Ήσαν δεμένα εις ένα παχνί ένας γάϊδαρος και ένα βόϊδι κ.λπ. κ.λπ.».
«Ας διατρέξωμεν τας γραμμάς ταύτας» λέγει ο κ. Βλάκη «και ας παρατηρήσωμεν κατά πόσον η δημώδης αύτη Ελληνική της 18ης εκατονταετηρίδος διαφέρει από την Αττικήν του Ξενοφώντος· διότι αναμφιβόλως είναι ελληνική κατά πάντα, και ουχί νέα γλώσσα έχουσα την αυτήν σχέσιν προς την αρχαίαν Ελληνικήν οίαν η Ιταλική προς την Λατινικήν. Γάϊδαρος αντί όνος, και σπίτι αντί οίκος, από το Λατινικόν hospitium, είναι αι μόναι δύο καθαρώς μη κλασσικαί λέξεις εν τω όλω παραγράφω... Βόϊδι μας διδάσκει δύο πράγματα· πρώτον, ότι εν τη μεταγενεστέρα Ελληνική, ως εν τη Ιταλική, υπάρχει ροπή εις το να σφετερίζεται το υποκοριστικόν την θέσιν του απλού ονόματος, και δεύτερον, ότι η τελευταία συλλαβή, μη τονιζομένη εν ταις τοιαύταις λέξεσι, παραλείπεται, ως παιδί διά παιδίον, και χωράφι διά χωράφιον, κ.λπ. Η δευτέρα λέξις εκ της περικοπής μας, εις, δεικνύει κυριώτατον ιδιωτισμόν της ομιλουμένης Ελληνικής, ό εστί την έλλειψιν της δοτικής πτώσεως και την αντικατάστασιν του εν διά του εις εν πάση περιπτώσει εν ή διαμονή εν μέρει τινί εμφαίνεται. Η κατάχρησις αύτη ευρίσκεται και παρά τοις Σκώτοις... Ο ιδιασμός ένας αντί είς δεν είναι κατά πάσαν πιθανότητα τόσον νεωτερισμός όσον είναι η αρχαία Δωρική αρσενική κατάληξις των ονομάτων εις ...ας, ήτις φαίνεται ήτο τόσο οικεία εις το ους του λαού ώστε συνήθως ευρίσκωμεν πατέρας αντί πατήρ, βασιλέας αντί βασιλεύς και περαιτέρω εν τη περικοπή μας μετοχάς εν αις η κλασσική πληθυντική αιτιατική σχηματίζει την αρσενικήν ενικήν ονομαστικήν διά της καταλήξεως ...ας. Το οποίος διά το ος είναι ιταλισμός, il quale. Εφύλαγε εκ του φυλάγω είναι φυσική αλλαγή του φυλάσσω το γ εν ταις τοιαύταις λέξεσιν είναι ριζικόν, ενώ το σσ περιορίζεται εις τον ενεστώτα και τον παρατατικόν. Το να καταλαμβάνη είναι επιμονώτατα χαρακτηριστικόν της μεταγενεστέρας ελληνικής συντάξεως, του οποίου έχωμεν παραδείγματα εν τη Καινή Διαθήκη, Ματθ. Ε' 29, και εν τοις Βυζαντινοίς ιστορικοίς. Προέρχεται εκ της απώλειας του απαρεμφάτου ού η φυσική αναπλήρωσις είναι η υποτακτική με το ίνα, όπερ συγκόπτεται εις να... Και ουκ... χάζω είναι κοινή Ρωμαϊκή (Romaic) «λέξις, ενεργητική μορφή του κλασσικού χάζομαι». Το «χάζω» αυτό του καθηγητού είναι το τόσον σύνηθες μας «χάνω». Περί αυτού παρατηρεί ότι μετεβλήθη η έννοια του ως μετεβλήθη επίσης η έννοια του ρήματος «κάμνω» όπερ ήτο ουδέτερον παρά τοις αρχαίοις. Ο καθηγητής σημειοί ότι εν διαφόροις περιστάσεσιν «εκείνο το οποίον φαίνεται μεταγενέστερα παραφθορά είναι απλώς ποικιλία τις της κοινής ελληνικής διαλέκτου, αρχαία όσον ο Όμηρος. Δεμένα είναι παράδειγμα της παραλείψεως του περιττού αναδιπλασιασμού του παρακειμένου της μετοχής... Παχνί είναι ή παραφθορά του υποκοριστικού φάτνιον ή νεώτερος σχηματισμός εκ του πήγνυμι. Εν τω ομιλούν... ευρίσκομεν μαλακόν σχηματισμόν του αρχαίου Δωρικού τρίτου πληθυντικού προσώπου εις ...οντί, όστις εν τη μεταγενέστερα ελληνική εξώρισεν ολοτελώς τον Αττικόν ...ουσι. Εν τω ρήματι καλοτυχίζω συναντώμεν ορθόν νέον σχηματισμόν όστις υπό πάσαν έποψιν είναι άξιος να κληθή επέκτασις και πλουτισμός της γλώσσης, ουχί παραφθορά. Τοιούτου είδους νέα ρήματα είναι πολύ κοινά εν τη μεταγενέστερα Ελληνική. Εκτός του ...ίζω, αι καταλήξεις ...όνω, και ...αίνω συνειθίζονται. Το όπου είναι αλλόκοτος κατάχρησις επιρρηματικού αντί αναφορικού σχηματισμού. Εν τω ενεστώτι στέκω (το στήκω της Καινής Διαθήκης) έχωμεν νέαν μορφήν της παλαιάς ρίζης στω, πηγάζουσαν εκ της χρήσεως του κλασσικού παρακειμένου έστηκα. Η μόνη άλλη σπουδαία παρατήρησις ήτις μας μένει να κάμωμεν είναι ότι το του μετά το λέγοντας (λέγοντάς του) αντικαθιστά το τω και ότι εν γένει η συγκοπή του αυτός εις τος απαντά ακαταπαύστως εν τω μεταγενεστέρω Ελληνικώ λόγω».
Ως βλέπομεν, την προσοχήν του καθηγητού επισύρει κυρίως η δημώδης γλώσσα. Περί της καθαρευούσης δεν έρχεται εις τας αυτάς λεπτομέρειας. Διηγείται πόθεν επήγασε, και αποδίδει κυρίως την ανάπτυξιν αυτής εις την φιλοτιμίαν του ελληνικού έθνους όπερ, αποκτήσαν την ελευθερίαν, ηθέλησε να καθαρίση και να ανύψωση την γλώσσαν του. Ο κ. Βλάκη φαίνεται φίλος της καθαρευούσης, λέγει δε ότι ο μόνος τρόπος υπάρξεως διά τε την δημώδη και την καθαρεύουσαν εν Ελλάδι, είναι το σύστημα των αγγλικών βουλών των Λόρδων και των Κοινοτήτων, ήτοι, συνεργασία δι' αμοιβαίων παραχωρήσεων. Τόσον ολίγον, κατ' αυτόν η καθαρεύουσα διαφέρει από την αρχαίαν ώστε «ο λόγιος όστις είναι οικείος με τα άριστα κλασσικά Ελληνικά δύναται να περάση από τον Πολύβιον και Διόδωρον εις τον Τρικούπην (ομιλεί περί του ιστορικού), Παπαρρηγόπουλον, και άλλους της αυτής σχολής, πολύ ευκολώτερον αφ' ό,τι δύναται» ο αναγνώστης του Βύρωνος να συνειθίση το ύφος του αρχαίου Άγγλου ποιητού Τσώσερ. Και ολίγον κατόπιν προσθέτει ότι «ο αδέκαστος φιλόλογος... δεν θα δυσκολευθή να αναγνώριση εν τη μεταγενέστερα Ελληνική, όχι βάρβαρον παραφθοράν... τείνουσαν εις νέαν γλώσσαν, αλλά απλώς μίαν διαλεκτικήν τροπολογίαν οία η αρχαία Δωρική και Αιολική». Αι απώλειαι και ελλείψεις της νέας αντισταθμίζονται διά χαρίτων τινών ιδιαζουσών εις αυτήν.
Σχολιάζων την γνώμην του κ. Πολυλά ότι η δημώδης είναι πολύ κατάλληλος εις την ποίησιν, ο κ. Βλάκη γράφει τα εξής:
«Είναι δυνατόν η μάλλον καλλιεργημένη γλώσσα να ποιή, χάριν ιδιαιτέρων εκφράσεων, χρήσιν διπλών τύπων, ως εποίουν οι Αθηναίοι οίτινες μετεχειρίζοντο κοινώς την Δωρικήν εν ταις χορωδίαις, ή ως δύνανται να ποιώσιν οι Σκώτοι μεταχειριζόμενοι την μελωδικήν γλώσσαν του Βουρνς ως την καταλληλοτέραν μορφήν της Αγγλικής διά τον λυρικόν λόγον».
Οι λόγοι ούτοι με ενθυμίζουσι μίαν παρατήρησιν του Αριστοτέλους Βαλαωρίτου:
«Κατ' εμέ δεν αμφιβάλλω από τούδε ότι η γλώσσα του λαού θέλει είναι η γλώσσα της ρωμαντικής, δημοτικής, ή λυρικής ποιήσεώς μας. Πρέπει μάλιστα επισήμως να καθιερωθή εις τον σκοπόν τούτον όπως οι δυνάμενοι εισέλθωσιν αδιστάκτως εις την πορείαν ταύτην πλουτίζοντες και μορφώνοντες αυτήν. Εις την ιστορίαν των γλωσσών είναι αναντίρρητον γεγονός ότι φράσεις και λέξεις και ιδιωτισμοί αφιερώθηκαν αποκλειστικώς εις την ποίησιν. Ημείς ευτυχέστεροι των άλλων δυνάμεθα ακεραίαν διάλεκτον να μεταχειρισθώμεν επί τούτω».
Ο μέγας Βρεττανός φιλόλογος περαίνει με τινας παρατηρήσεις περί της εσφαλμένης προφοράς της ελληνικής γλώσσης εν Αγγλία· ολόκληρον δε το άρθρον του εμφαίνει ζωηροτάτην συμπάθειαν προς τε το έθνος και την φιλολογίαν μας.
Δεν είμαι εις θέσιν να κρίνω πόσην εντύπωσιν τοιούτο άρθρον προξενεί επί του όλου αγγλικού κοινού. Ότι όμως οι κόποι των πεφωτισμένων ανδρών, οίτινες σπουδάζουσι την Ελληνικήν γλώσσαν ως πρέπει να σπουδάζηται, δηλαδή, ουχί ως γλώσσα νεκρά αλλά ως ζώσα και πλήρης ακμής, ότι οι κόποι αυτών, λέγω, δεν είναι μάταιοι, λαμβάνομεν ενίοτε τρανάς αποδείξεις οία η εσχάτως δηλωθείσα απόφασις της συγκλήτου της Πανεπιστημιακής Σχολής του Λίβερπουλ να συστήση τάξιν διά την διδασκαλίαν της Νεοελληνικής, και να προσλάβη διά την τάξιν ταύτην Έλληνα διδάσκαλον.


(Πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Τηλέγραφος» το 1891)