Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Ότι οι διάφοροι τρόποι ενεργής ανάμιξης στα πράγματα τού κόσμου τούτου, από τη μια μεριά, και η καθαρή σκέψη, που αποκορυφώνεται στην ενατένιση, από την άλλη, μπορεί να αντιστοιχούν σε δύο εντελώς διαφορετικά κεντρικά ανθρώπινα ενδιαφέροντα, έχει γίνει κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο φανερό από τότε πού «οι άνθρωποι της σκέψης και οι άνθρωποι τής πράξης άρχισαν να παίρνουν διαφορετικούς δρόμους»,(16) δηλαδή από την εμφάνιση της πολιτικής σκέψης με την σωκρατική σχολή. Εντούτοις, όταν οι φιλόσοφοι ανακάλυψαν —και, μολονότι δεν μπορεί να αποδειχτεί, είναι πιθανόν ότι η ανακάλυψη αυτή έγινε από τον ίδιο τον Σωκράτη—, ότι η πολιτική σφαίρα δεν ικανοποιεί αυτονόητα όλες τις ανώτερες δραστηριότητες του ανθρώπου, υπέθεσαν αμέσως, όχι πώς ανακάλυψαν κάτι διαφορετικό πέρα από το ήδη γνωστό, άλλα πώς είχαν βρει μια ανώτερη αρχή για να αντικαταστήσουν την αρχή που διείπε την πόλιν. Ο συντομότερος, αν και κάπως πρόχειρος τρόπος να δείξει κανείς αυτές τις δύο διαφορετικές και ως ένα βαθμό συγκρουόμενες αρχές, είναι να ξαναφέρει στο νου του τη διαφορά μεταξύ αθανασίας και αιωνιότητας.
Η αθανασία σημαίνει αντοχή στον χρόνο, ζωή αθάνατη πάνω σ’ αυτή τη γη και σ’ αυτόν τον κόσμο όπως έχει δοθεί, σύμφωνα με την ελληνική αντίληψη, στη φύση και στους ολύμπιους θεούς. Πάνω σ’ αυτό το υπόβαθρο πού σχημάτιζε η αιώνια ανακυκλούμενη ζωή της φύσης και η αθάνατη και αγέραστη ζωή των θεών βρίσκονταν οι θνητοί άνθρωποι, οι μόνοι θνητοί μέσα σ’ έναν αθάνατο, αλλά όχι αιώνιο κόσμο, αντιμέτωποι με την αθάνατη ζωή των θεών τους, αλλά όχι κάτω από την εξουσία ενός αιώνιου Θεού. Αν πιστέψουμε τον 'Ηρόδοτο, η διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά φαίνεται να υπήρξε εντονότατη για την ελληνική αυτοσυνειδησία πριν από το εννοιολογικό εγχείρημα των φιλοσόφων και συνεπώς πριν από τις ειδικά ελληνικές εμπειρίες του αιωνίου που αποτελούν τη βάση αυτού του εγχειρήματος. Ο 'Ηρόδοτος, πραγματευόμενος τις ασιατικές μορφές λατρείας και πίστης σ’ έναν αόρατο Θεό, αναφέρει σαφώς ότι συγκρινόμενοι με αυτόν τον υπερβατικό Θεό (καθώς θα λέγαμε σήμερα) πού βρίσκεται πέραν του χρόνου, πέραν της ζωής και πέραν του κόσμου, οι ελληνικοί θεοί είναι ανθρωποφυείς, δηλ. έχουν την ίδια φύση, και όχι μόνο την ίδια μορφή, με τον άνθρωπο.(17) Το ενδιαφέρον των Ελλήνων για την αθανασία γεννήθηκε από την εμπειρία τους με την αθάνατη φύση και τούς αθάνατους θεούς πού περιέβαλλαν την ατομική ζωή των θνητών ανθρώπων. Βαλμένη μέσα σ’ έναν κόσμο όπου τα πάντα ήσαν αθάνατα, η θνητότητα έγινε η επίσημη σφραγίδα της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι άνθρωποι είναι «οι θνητοί», τα μόνα θνητά πράγματα στην επικράτεια του υπαρκτού, διότι αντίθετα προς τα ζώα δεν υπάρχουν απλώς και μόνο ως μέλη ενός είδους που εξασφαλίζει την αθανασία της ζωής του με την τεκνοποιία.(18) Η θνητότητα των ανθρώπων έγκειται στο γεγονός πώς η ατομική ζωή, διαθέτοντας ένα αναγνωρίσιμο ιστορικό από την ζωή μέχρι τον θάνατο, ξεπερνά την βιολογική. Η ατομική αυτή ζωή διακρίνεται απ’ όλα τα άλλα πράγματα χάρη στην ευθύγραμμη πορεία τής κίνησής της, η οποία, μπορούμε να πούμε, τέμνει πέρα για πέρα την κυκλική κίνηση της βιολογικής ζωής. Αυτό είναι η θνητότητα: η κίνηση πάνω σ’ ευθεία γραμμή μέσα σ’ έναν κόσμο όπου το κάθε τι κινείται, αν κινείται καθόλου, σε κυκλική φορά. Η αποστολή και το ενδεχόμενο μεγαλείο των θνητών έγκειται στην ικανότητά τους να παράγουν πράγματα —έργα, πράξεις και λόγους(19)—, τα οποία θα άξιζε να είναι και, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, είναι διατηρήσιμα αιωνίως, ούτως ώστε χάρη σε τούτα οι θνητοί να μπορούν να βρίσκουν θέση σ’ έναν κόσμο όπου το κάθε τι είναι αθάνατο έκτος από τούς ίδιους. Με την δυνατότητά τους να πραγματοποιούν αθάνατα έργα, με την ικανότητά τους να αφήνουν άφθαρτα ίχνη πίσω τους, οι άνθρωποι, παρά την ατομική τους θνητότητα, επιτυγχάνουν μια δική τους αθανασία και αποδείχνονται μέτοχοι μιας «θείας» φύσης. Η διάκριση μεταξύ ανθρώπου και ζώου διέπει ως και το ίδιο το ανθρώπινο είδος: μόνο οι άριστοι, αυτοί πού αναδεικνύονται σταθερά οι καλύτεροι (το αριστεύειν είναι ρήμα για το όποιο δεν υπάρχει ισοδύναμο σε καμμιά άλλη γλώσσα) και «προτιμούν αθάνατη φήμη και όχι θνητά πράγματα», είναι πραγματικά άνθρωποι. Οι άλλοι, αρκούμενοι σ’ όποιες απολαύσεις θα τούς προσφέρει η φύση, ζουν και πεθαίνουν όπως τα ζώα. Αυτή ήταν ακόμη η αντίληψη του Ηρακλείτου,(20) αντίληψη που δύσκολα θα συναντήσει κανείς σε φιλόσοφο μετά τον Σωκράτη. Για το πρόβλημα το δικό μας δεν έχει μεγάλη σημασία εάν ο ίδιος ο Σωκράτης ή ο ίδιος ο Πλάτων ανακάλυψαν ή όχι το αιώνιο ως αυθεντικό κέντρο μιας αυστηρά μεταφυσικής σκέψης. Βαρύνει πολύ υπέρ του Σωκράτη το γεγονός ότι μόνο αυτός μέσα στους μεγάλους στοχαστές —μοναδικός απ’ αυτή την άποψη, όπως κι από πολλές άλλες— δεν φρόντισε ποτέ να καταγράψει τις σκέψεις του. Διότι είναι φανερό πως, ανεξάρτητα από το πόσο μπορεί να γνοιάζεται ένας στοχαστής για την αιωνιότητα, τη στιγμή πού αποφασίζει να γράψει τούς στοχασμούς του παύει να τον απασχολεί κατά κύριο λόγο η αιωνιότητα και στρέφει την προσοχή του στο ν’ αφήσει μερικά ίχνη τους. Έχει μπει στον χώρο τής vita activa και έχει επιλέξει τον δικό της τρόπο διάρκειας και ενδεχόμενης αθανασίας. Ένα είναι βέβαιο: μόνο στον Πλάτωνα η μέριμνα για το αιώνιο και η ζωή του φιλοσόφου θεωρούνται ότι βρίσκονται σε εγγενή αντίφαση και σύγκρουση με την προσπάθεια για την κατάκτηση της αθανασίας με τον τρόπο ζωής του πολίτη, τον πολιτικόν βίον. Το φιλοσοφικό βίωμα του αιωνίου, το όποιο κατά τον Πλάτωνα ήταν άρρητον και κατά τον ’Αριστοτέλη άνευ λόγου, για να εννοιοποιηθεί αργότερα στο παράδοξο nunc stans, δεν μπορεί να εμφανιστεί παρά έξω από τον χώρο των ανθρώπινων υποθέσεων και έξω από το πλήθος των ανθρώπων, όπως ξέρουμε από τον μύθο του Σπηλαίου στην Πολιτεία του Πλάτωνα, όπου ο φιλόσοφος, έχοντας απελευθερωθεί από τα δεσμά πού τον έδεναν με τούς συνανθρώπους του, φεύγει από τη σπηλιά σε κατάσταση απόλυτης «ενικότητας», μπορούμε να πούμε, χωρίς να συνοδεύεται ούτε να ακολουθείται από άλλους. Αν σε πολιτική γλώσσα το να πεθαίνει κανείς σημαίνει ότι «παύει να βρίσκεται μεταξύ των ανθρώπων», η εμπειρία του αιωνίου είν’ ένα είδος θανάτου, και το μόνο πού την χωρίζει από τον πραγματικό θάνατο είναι πώς δεν μπορεί να είναι αιώνια διότι κανένα ζωντανό πλάσμα δεν μπορεί να την αντέξει για απεριόριστο χρόνο. Και αυτό ακριβώς χωρίζει την vita contemplativa από την vita activa στην μεσαιωνική σκέψη.(21) Έχει όμως αποφασιστική σημασία ότι η εμπειρία της αιωνιότητας, σε αντιδιαστολή με την εμπειρία τής αθανασίας, δεν αντιστοιχεί και δεν μπορεί να μετασχηματισθεί σε κανενός είδους δραστηριότητα, αφού ακόμη και η δραστηριότητα της σκέψης, που επιτελείται μέσα σ’ ένα υποκείμενο διαμέσου των λόγων, είναι ολοφάνερα όχι μόνο ανεπαρκής για να αποδώσει την αιωνιότητα, αλλά θα μπορούσε να διακόψει και να καταστρέψει την ίδια την εμπειρία της. Θεωρία ή «ενατένιση» είναι η λέξη που δόθηκε στην εμπειρία του αιωνίου, σε αντιδιαστολή προς όλες τις άλλες στάσεις, οι όποιες το πολύ-πολύ μπορεί να συμμετέχουν στην αθανασία. Η ανακάλυψη του αιωνίου από τούς φιλοσόφους ενδέχεται να βοηθήθηκε από την πολύ δικαιολογημένη αμφιβολία τους σχετικά με τις πιθανότητες αθανασίας ή ακόμη και διάρκειας που είχε ή πόλις. Και η δυσάρεστη έκπληξη αυτής της ανακάλυψης μπορεί να υπήρξε τόσο συγκλονιστική, ώστε να περιφρονήσουν κάθε προσπάθεια αθανασίας ως ματαιότητα και ματαιοδοξία, παίρνοντας έτσι βέβαια θέση ξεκάθαρης αντίθεσης προς την αρχαία πόλη-κράτος και την θρησκεία πού την ενέπνεε. Ωστόσο η τελική υπερίσχυση της μέριμνας για την αιωνιότητα πάνω σε όλα τα είδη επιθυμίας για αθανασία δεν οφείλεται στην φιλοσοφική σκέψη. Η πτώση της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας απέδειξε ολοκάθαρα πως κανένα έργο θνητών χειρών δεν μπορεί να είναι αθάνατο, και συνοδεύτηκε από την εμφάνιση του κηρύγματος για μιαν αιώνια ατομική ζωή που πήρε την θέση της ως η αποκλειστική θρησκεία του Δυτικού ανθρώπου. Και η μια και η άλλη έκαναν μάταιη και περιττή κάθε προσπάθεια γήινης αθανασίας. Και σε τέτοιο βαθμό τα κατάφεραν να κάνουν την vita activa και τον πολιτικόν βίον υπηρέτες τής ενατένισης, ώστε ακόμη και η εμφάνιση του κοσμικού στοιχείου στη νεότερη εποχή και η συνακόλουθη αντιστροφή της παραδοσιακής ιεραρχίας μεταξύ πράξης και ενατένισης δεν μπόρεσαν να διασώσουν από την λήθη την προσπάθεια εκείνη για αθανασία, η οποία υπήρξε η πηγή και το κέντρο τής Vila activa. ___________________________________ 16. Βλ. F. Μ. Cornford, 'Plato’s Commonwealth’, Unwritten philosophy (1950), σελ. 54 : «Ο θάνατος του Περικλή και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος σημαδεύουν την Ιστορική στιγμή οπού οι άνθρωποι της σκέψης και οι άνθρωποι της πράξης άρχισαν να παίρνουν διαφορετικούς δρόμους, προορισμένους ν’ αποκλίνουν ολοένα περισσότερο μεταξύ τους μέχρι του σημείου όπου ο στωικός σοφός παύει να είναι πολίτης τής χώρας του και γίνεται πολίτης του κόσμου». 17. Ο Ηρόδοτος (I, 131), έχοντας αναφέρει ότι οι ΙΙέρσες δεν είχαν «αγάλματα, ούτε ναούς, ούτε βωμούς, άλλα αυτά τα θεωρούσαν ανόητα καμώματα», συνεχίζει εξηγώντας πώς «δεν πιστεύουν, όπως οι Έλληνες, ότι οι θεοί είναι ανθρωποφυείς, ανθρώπινης φύσεως», ή, μπορούμε να προσθέσουμε, ότι θεοί και άνθρωποι έχουν την ίδια φύση. Βλ. επίσης Πινδάρου, Νέμεα, VI. 18. Βλ. Ψευδοαριστοτέλους, Οικονομικά, 1343 b 24: Η φύση εξασφαλίζει την διαιώνιση του είδους με την ανακύκληση [περίοδος), αλλά δεν μπορεί να εξασφαλίσει την ίδια διαιώνιση στο άτομο. Η ίδια σκέψη, ότι «για τα έμψυχα όντα, ζωή είναι η ύπαρξη», εμφανίζεται στο Περί Ψυχής, 415 b 13. 19. Ή ελληνική γλώσσα δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στις λέξεις «works» [έργα] και «deeds» [πράξεις], αλλά χρησιμοποιεί και στις δύο περιπτώσεις την λέξη έργα προκειμένου να δηλώσει κάτι αρκετά ανθεκτικό στον χρόνο ώστε να διαρκέσει και αρκετά σπουδαίο ώστε να το θυμόμαστε. Μόνο από την στιγμή πού οι φιλόσοφοι, ή μάλλον οι σοφιστές, άρχισαν να κάνουν τις «ατέρμονες διακρίσεις» τους και να διακρίνουν ανάμεσα στο ποιείν και στο πράττειν, άρχισαν να καθιερώνονται ευρύτερα τα ονόματα ποιήματα και πράγματα (βλ. Πλάτωνος, Χαρμίδης, 163). 'Ο Όμηρος δεν γνωρίζει ακόμη την λέξη πράγματα, ή όποια στον Πλάτωνα (τα των ανθρώπων πράγματα) αποδίδεται θαυμάσια με αυτό πού λέμε «ανθρώπινες υποθέσεις» και ενέχει τις συμπαραδηλώσεις της σκοτούρας και της ματαιότητας. Στον 'Ηρόδοτο τα πράγματα μπορεί να έχουν την ίδια εννοιακή απόχρωση (πρβλ. π.χ. I, 155). 20. 'Ηράκλειτος, άπόσπ. Β 29 (Diels, Fragmente der Vorsokraliker [4η εκδ., 1922]). 21. In vita activa fix i perm anere possum us; in contemplativa autem intenla menle m anere nullo modo valemus (Άκινάτης, Summa theologica, II,2,181,4).
Η νύχτα έχει δικές της κραυγές έχει κραυγές πολλές Τα πουλιά που ξεχύνονται από το στόμα σου είναι κι αυτά Κραυγές της διασχίζουν όλες τις σκάλες των ήχων Αρχινούν απ’ την καρδιά σου και καταλήγουν πάλι Στην καρδιά σου μπλέκονται με το ταπεινό τριζόνι Με το σφυγμό σου με τις πατημασιές του νυχτοφύλακα Με το τρίξιμο της σκάλας με το τι πρέπει Με το τι δεν πρέπει λουφάζουν και ξαναρχινούν Φτάνουν ψηλά σ’ ένα άστρο εκεί που τρεμοσβήνει η ελπίδα σου Βαθιά σ’ ένα πηγάδι που στο νερό του καθρεφτίζεται Το ίδιο πάλι άστρο κι ύστερα μάχονται μεταξύ τους Βραχνιάζουν σιγοσβήνουν άλλες κραυγές φυτρώνουν Βροντοκυλάνε μες στο αίμα σου ακροβατούν Σε τεντωμένα νεύρα στο τυφλό σκοτάδι παραπατούν Και τέλος πνίγονται στο κύμα της αυγής
Η νύχτα έχει πολλές κραυγές έχει κραυγές δικές της Αναρίθμητες κραυγές ο έρωτας έρχεται πιο συχνά Τη νύχτα ο θάνατος έρχεται ακόμα πιο συχνά Τη νύχτα έρχονται τα διάφορα όνειρα σε φυγαδεύουνε Τη νύχτα το μαχαίρι του φονιά η σάλπιγγα Της επανάστασης ακούγονται μόνο τη νύχτα
Σε πνίγουν οι κραυγές της νύχτας σε τρελαίνουν Οι κραυγές τής νύχτας φέρνουν χαρά οι κραυγές Της νύχτας φέρνουν οδύνη σε φέρνουν και σ’ απομακρύνουν Ανοίγουν τρύπες στο κορμί σου χύνονται στ’ αυτιά σου Σα λάδι καυτό φανερώνουν κόσμους ξεχασμένους Ένα δωμάτιο σκοτεινό πάνω στη βουή του δρόμου Ένα φεγγάρι με κλωστή στα πόδια σου δεμένο Το χώμα που πάνω του πλάγιασες στην καρδιά του καλοκαιριού Προσκαλώντας τα χέρια σου προσκαλώντας τα πόδια σου Να χωθούνε μέσα του να γίνουνε ρίζες
Η νύχτα έχει κραυγές δικές της δεν μπορείς Να ξεφύγεις τις κραυγές της μια μέρα θα σε μαρτυρήσουν Η νύχτα δεν ξεχνάει ποτέ είναι το άλφα Και το ωμέγα το φιλί κι ο στεναγμός
Οι ουρανοί ήτανε σκυθρωποί και μέσα στη στάχτη. Ξερά ήσαν τα φύλλα και μαραμένα - Ωχρά ήσαν τα φύλλα και μαραμένα. Ήτανε νύχτα ενός έρημου Οκτωβρίου Του έτους του πιο μακρινού στη μνήμη. Ήταν πολύ κοντά στη θολερή λίμνη του Όμπερ Καταμεσής στις καταχνιές του Βέιρ - Στο υγρό έλος κάτω εκεί του Όμπερ, Στα δάση εκεί με τους βρυκόλακες του Βέιρ.
The skies they were ashen and sober; The leaves they were crispéd and sere— The leaves they were withering and sere; It was night in the lonesome October Of my most immemorial year; It was hard by the dim lake of Auber, In the misty mid region of Weir— It was down by the dank tarn of Auber, In the ghoul-haunted woodland of Weir.
Με την ψυχή μου εδώ κάποτε περιπλανήθηκα. Σε μια αλέα γιγάντια κυπαρισσιών - Κυπαρισσιών, με την Ψυχή, την Ψυχή μου. Ημέρες τότε που η καρδιά μου ήταν ηφαίστειο Ως ποταμοί σκουριάς που ρέουν - Ως λάβες ακατάπαυστα που ρέουν Τα ρεύματά τους τα θειώδη πλάι στο Γιάανεκ Μέσα στα πιο απόμακρα μέρη του πόλου - Που αφήνουν βογγητά διαβρέχοντας το Όρος Γιάανεκ Στο βασίλειο μέσα του βόρειου πόλου.
Here once, through an alley Titanic, Of cypress, I roamed with my Soul— Of cypress, with Psyche, my Soul. These were days when my heart was volcanic As the scoriac rivers that roll— As the lavas that restlessly roll Their sulphurous currents down Yaanek In the ultimate climes of the pole— That groan as they roll down Mount Yaanek In the realms of the boreal pole.
Τα λόγια μας ήτανε σοβαρά και ήρεμα, Μα οι σκέψεις μας παράλυτες και σκυθρωπές - Δολερές οι μνήμες μας και σκυθρωπές - Διότι, δεν γνωρίζαμε πως ήτανε Οκτώβριος, Και ποια η νύχτα αυτή του έτους (Ω, νύχτα όλων των νυχτών του έτους!) - Δεν είχαμε προσέξει τη σκιερή λίμνη του Όμπερ (Κι ας είχαμε οδοιπορήσει εδώ κάποτε) - Δε θυμηθήκαμε το υγρό έλος του Όμπερ, Μήτε τα δάση εκεί με τους βρυκόλακες του Βέιρ.
Our talk had been serious and sober, But our thoughts they were palsied and sere— Our memories were treacherous and sere— For we knew not the month was October, And we marked not the night of the year— (Ah, night of all nights in the year!) We noted not the dim lake of Auber— (Though once we had journeyed down here)— We remembered not the dank tarn of Auber, Nor the ghoul-haunted woodland of Weir.
Και τώρα καθώς εγέραζε η νύχτα Και οι δείκτες των άστρων έδειχναν αυγή - Και οι δείκτες των άστρων εσήμαιναν αυγή - Ενώ τελείωνε η μικρή μας περιδιάβαση, Μια σκιερή λάμψη εφάνη στάζοντας, Κι από μέσα της θαυμαστή αναδύθηκε Ημισέληνος με διπλό κέρας - Της Αστάρτης διαμαντένια ημισέληνος Ευδιάκριτη με το διπλό της κέρας.
And now, as the night was senescent And star-dials pointed to morn— As the star-dials hinted of morn— At the end of our path a liquescent And nebulous lustre was born, Out of which a miraculous crescent Arose with a duplicate horn— Astarte's bediamonded crescent Distinct with its duplicate horn.
Κι είπα: «Είναι θερμότερη από την Αρτέμιδα: Περιστρέφεται μέσα ς’ αιθέρα αναστεναγμών - Αγάλλεται μέσα σε τόπο αναστεναγμών: Είδε να υγραίνουν ακόμη τα δάκρυα Αυτά τα μάγουλα, όταν αθάνατο ζει το σκουλήκι. Κι ήρθε σ’ εμάς από τ’ άστρα του Λέοντος Να μας δείξει το δρόμο των ουρανών - Την ειρήνη της Λήθης των ουρανών - Ήρθε ως εδώ αψηφώντας τον Λέοντα, Να μας θαμπώσει με τα λαμπερά της μάτια - Ήρθε από τη μονιά του Λέοντος Με την αγάπη μες στα φωτεινά της μάτια».
And I said—"She is warmer than Dian: She rolls through an ether of sighs— She revels in a region of sighs: She has seen that the tears are not dry on These cheeks, where the worm never dies, And has come past the stars of the Lion To point us the path to the skies— To the Lethean peace of the skies— Come up, in despite of the Lion, To shine on us with her bright eyes— Come up through the lair of the Lion, With love in her luminous eyes."
Μα η Ψυχή ανασηκώνοντας το δάχτυλο, Είπε: «Θλίβομαι, μα το άστρο αυτό δεν εμπιστεύομαι - Παράξενο, μα τη χλωμάδα του δεν εμπιστεύομαι - Ω, βιάσου! - ω, ας μην καθυστερούμε! Ω, τρέξε! - ας τρέξουμε! - έτσι πρέπει». Με τρόμο εμίλησε, αφήνοντας τα φτερά της Να σωριαστούν ώσπου εσύρθηκαν στη σκόνη - Με αγωνία εγόγγυξε, αφήνοντας τα φτερά της Να σωριαστούν ώσπου εσύρθηκαν στη σκόνη - Ώσπου θλιβερά εσύρθηκαν στη σκόνη.
But Psyche, uplifting her finger, Said—"Sadly this star I mistrust— Her pallor I strangely mistrust:— Oh, hasten! oh, let us not linger! Oh, fly!—let us fly!—for we must." In terror she spoke, letting sink her Wings till they trailed in the dust— In agony sobbed, letting sink her Plumes till they trailed in the dust— Till they sorrowfully trailed in the dust.
Αποκρίθηκα: «Δεν είναι παρά ένα όνειρο: Ας περπατήσουμε προς το τρεμάμενο φως! Ας πλυθούμε μ’ αυτό το κρυστάλλινο φως! Το θάμπος του αυτή τη νύχτα μ’ αχτίνες Συβιλλικές στέλνει Ομορφιά κι Ελπίδα! - Δες! - τρέμοντας ανεβαίνει τον ουρανό μέσα στη νύχτα! Α, σίγουροι ας εμπιστευτούμε τη λάμψη του, Κι ας είμαστε ήσυχοι, θα μας οδηγήσει σωστά - Σίγουροι ας εμπιστευτούμε μια λάμψη, Που ασφαλώς θα μας οδηγήσει σωστά, Αφού τρέμοντας ανεβαίνει τα Ουράνια μέσα στη νύχτα».
I replied—"This is nothing but dreaming: Let us on by this tremulous light! Let us bathe in this crystalline light! Its Sybilic splendor is beaming With Hope and in Beauty to-night:— See!—it flickers up the sky through the night! Ah, we safely may trust to its gleaming, And be sure it will lead us aright— We safely may trust to a gleaming That cannot but guide us aright, Since it flickers up to Heaven through the night."
Γαλήνεψα έτσι την Ψυχή και την εφίλησα, Και εξεγέλασα τη μαύρη της μελαγχολία - Τους φόβους έσβησα και τη μαύρη της μελαγχολία. Και περπατήσαμε ως το τέλος της αλέας, Όμως μας εσταμάτησε η θύρα ενός τάφου - Μια επιγραφή στη θύρα ενός τάφου. Κι είπα: «Τι γράφει εκεί, γλυκιά αδελφή μου, Η επιγραφή τι γράφει στη θύρα του τάφου;» Κι εκείνη απάντησε: «Ουλαλούμ - Ουλαλούμ - Είναι η κρύπτη της χαμένης Ουλαλούμ!»
Thus I pacified Psyche and kissed her, And tempted her out of her gloom— And conquered her scruples and gloom: And we passed to the end of the vista, But were stopped by the door of a tomb— By the door of a legended tomb; And I said—"What is written, sweet sister, On the door of this legended tomb?" She replied—"Ulalume—Ulalume— 'Tis the vault of thy lost Ulalume!"
Έγινε τότε σκυθρωπή η καρδιά μου μέσα στη στάχτη, Όπως τα φύλλα που ήσαν ξερά και μαραμένα - Όπως τα φύλλα που ήσαν ωχρά και μαραμένα, Κι εφώναξα: «Οκτώβριος ήταν δίχως άλλο Αυτή την ίδια νύχτα του άλλου χρόνου Όταν οδοιπορούσα - εδώ οδοιπορούσα - Φέρνοντας ένα φοβερό φορτίο εδώ - Αυτή τη νύχτα όλων των νυχτών του χρόνου, Α, ποιοι δαιμόνοι με παρέσυραν εδώ; Τώρα αναγνωρίζω καθαρά τη θολερή λίμνη του Όμπερ - Εδώ καταμεσής στις καταχνιές του Βέιρ - Τώρα αναγνωρίζω, τώρα, αυτό το υγρό έλος του Όμπερ, Αυτά τα δάση εκεί με τους βρυκόλακες του Βέιρ».
Then my heart it grew ashen and sober As the leaves that were crispèd and sere— As the leaves that were withering and sere, And I cried—"It was surely October On this very night of last year That I journeyed—I journeyed down here— That I brought a dread burden down here— On this night of all nights in the year, Oh, what demon has tempted me here? Well I know, now, this dim lake of Auber— This misty mid region of Weir— Well I know, now, this dank tarn of Auber— In the ghoul-haunted woodland of Weir." Μετάφραση: Στέφανος Μπεκατώρος
Edgar Allan Poe Πόε Τόμος Α’ Ποιήματα – Κριτική – Επιστολές Εκδόσεις Πλέθρον 1991
-:-
Εδώ τελειώνει η μετάφραση του Στέφανου Μπεκατώρου. Υπάρχει όμως μια στροφή ακόμη, την οποία παραθέτω κατωτέρω σε μετάφραση του Μπάμπη Ζαφειράτου.
Ε ί π α μ ε τότε — κι οι δ ύ ο — «Ω, να ’ναι Τα μακάβρια του βάλτου στοιχειά — Σπλαχνικά πικραμένα στοιχειά — Που να φράξουν το δρόμο μας πάνε Στην απόκρυφη ετούτη ερημιά — Σε ό,τι κρύβει ετούτη η ερημιά — Κι έχουν σύρει ένα φάσμα-πλανήτη Απ’ τη λίμπο θλιμμένων ψυχών — Λαμπερό κολασμένο πλανήτη Απ’ την Κόλαση πλανόδιων ψυχών;»
Said we, then—the two, then—"Ah, can it Have been that the woodlandish ghouls— The pitiful, the merciful ghouls— To bar up our way and to ban it From the secret that lies in these wolds— From the thing that lies hidden in these wolds— Had drawn up the spectre of a planet From the limbo of lunary souls— This sinfully scintillant planet From the Hell of the planetary souls?"
Αντιγράφω από το άρθρο της ΚΑΤΙΟΥΣΑ, το οποίο περιέχει όλο το ποίημα μεταφρασμένο από τον Μπάμπη Ζαφειράτο (http://www.katiousa.gr/logotechnia/poiisi/ulalume-i-megalofyis-poiitiki-syllipsi-tou-poe-gia-mia-tragodia-dihos-telos/)
Εν αρχή η τελευταία στροφή
Το Ουλαλούμ με τις 10 στροφές πρωτοδημοσιεύτηκε στο American Review, 6 Δεκ. 1847, ανώνυμα, με τον πλήρη τίτλο του: To – – –. Ulalume: a Ballad.
Τα κενά στην αφιέρωση (Στον… ή Στην…), η οποία εμφανίζεται και στη συγκεντρωτική έκδοση Works (1850), πιθανόν να αντιπροσωπεύουνε τα: C.P. Bronson ή M.E. Bronson, παραγγελιοδόχους του ποιήματος (βλ. κάτω).
Το ποίημα είναι γνωστότερο ως Ουλαλούμ (Ulalume) ή Ουλαλούμ: Μπαλάντα (Ulalume: a Ballad), όπως είχε τιτλοφορηθεί σε άλλες δημοσιεύσεις.
Η τελευταία στροφή παραλείπεται σε κάποιες εκδόσεις των έργων του Πόε (π.χ. Works, 1850), αλλά και σε πολλές συγκεντρωτικές στο εξωτερικό (π.χ. The poems of Edgar Allan Poe, Λονδίνο, 1900), όπως και σε σημερινές εκδόσεις στα καθ’ ημάς.
Η ιδέα-πρόταση για την αφαίρεση αυτής της στροφής ανήκει στη Σάρα Ουίτμαν (Σάρα Έλεν Πάουερ Ουίτμαν, 19 Ιαν. 1803 – 27 Ιουν. 1878), ποιήτρια, δοκιμιογράφο, πνευματίστρια και ρομαντικό φλερτ του Πόε, αφού το συναίσθημα είναι προφανώς άχαρο για μια αρραβωνιαστικιά. Η Σάρα Ουίτμαν, αργότερα, αναγνώρισε το λάθος της. Και ο Πόε επίσης.
Αλλά δεν ήταν εύκολο να δημοσιεύσει ένα ποίημα «δυσνόητο», αφού έτσι βιοποριζόταν και το οποίο είχε ήδη απορριφθεί στην πρώτη του απόπειρα δημοσίευσης.
Η δυσκολία πρόσληψης διαφαίνεται σε σημείωμα του ίδιου του Πόε, τον Σεπ. του 1849 (ένα μήνα πριν πεθάνει), προς την κυρία Σούζαν Ίνγκραμ (Susan V. C. Ingram, 1831–1917), την επομένη μιας απαγγελίας του στο Νόρφολκ.
Σε αυτό το σημείωμα, που συνοδεύει χειρόγραφό του της Ουλαλούμ και περιλαμβάνει την επίμαχη στροφή, δεν κρύβει την ενόχλησή του, παρά την προσπάθειά του να το διασκεδάσει, για «μικροεπεισόδιο» που έλαβε χώρα κατά την απαγγελία του, πιθανόν εξαιτίας αυτής της τελευταίας στροφής:
Δευτέρα βράδυ [10 Σεπ. 1849]
Έχω μεταγράψει το Ulalume με μεγάλη χαρά, αγαπητή κυρία Ίνγκραμ –αφού είμαι βέβαιος πως θα έκανα οτιδήποτε μου ζητούσατε– αλλά φοβάμαι ότι θα βρείτε την έκδοση ελαφρώς πιο κατανοητή σήμερα στο χειρόγραφό μου από ό,τι χθες το βράδυ στην απαγγελία μου. Θα προσπαθούσα να σας εξηγήσω αυτό που πραγματικά εννοούσα –ή τι πραγματικά φαντάστηκα ότι εννοούσα με το ποίημα– αν δεν θυμόμουν τα πικρόχολα και μάλλον απλοϊκά σχόλια του Δρ Τζόνσον σχετικά με το αν άξιζε κάτι ερμηνείας που θα έπρεπε να ερμηνευτεί. Αφήνω το Ulalume στη μοίρα του, επομένως και σε καλά χέρια,
Ειλικρινά δικός σας
Έντγκαρ Α. Πόε
Ένας λόγος ακόμη για τον οποίον ο Πόε δεν την έδινε για δημοσίευση είναι πως φοβόταν, όπως έχει αφηγηθεί αργότερα η ίδια η Σούζαν Ίνγκραμ, ότι δεν θα ήταν τόσο ξεκάθαρο το νόημα, όσο ήταν για τον ίδιον.
Τελικά πόσο δίκιο είχε η Ουίτμαν και όσοι (π.χ. Άλντους Χάξλεϋ, Γ. Χ. Ώντεν) κατηγορήσανε τον Πόε, για «ασάφεια» ή κενούς νοήματος ήχους ή για το ότι δεν προσφέρει τίποτα παραπάνω στην όλη σύνθεση;
Η στροφή (10) προσδίδει μια ιδιαίτερη –μεγάλη θα έλεγα– γοητεία, παρά τη σχετική νοηματική δυσκολία της. Στο τέλος καταθέτω τη δική μου εκδοχή.
Η μεγαλοφυής σύλληψη της Ουλαλούμ σε μια τραγωδία δίχως τέλος
Και μπαίνουμε στην επίμαχη, «λογοκριμένη» από την κυρία Ουίτμαν, αυτολογοκριμένη από τον Πόε και λοιδωρημένη από ειδήμονες, τελευταία στροφή.
Λίγο πιο πριν (στρ. 6), η Ψυχή δυσπιστεί στον λαμπρό μισοφέγγαρο μηνίσκο της ερωτικής Αστάρτης, με τις δυο χρυσές άκρες του, φοβάται ότι κάτι κακό θα δούνε και σέρνεται στη σκόνη, μαζί με την όποια ελπίδα· μα στο μυαλό η ελπίδα ποτέ δεν πεθαίνει, ο καταραμένος ήρωας ηρεμεί την ψυχή του και την παρακαλεί να τραβήξουν το δρόμο τους, ώσπου θα βρεθούνε μπροστά στη σκληρή αλήθεια του τάφου της αγαπημένης του Ουλαλούμ (στρ. 8).
Κι ενώ στην προτελευταία στροφή (9) το ποίημα δείχνει να έχει ολοκληρωθεί με τον αμετάκλητο θάνατο, που είχε συμβεί ένα χρόνο πριν, έρχεται η ανατροπή:
Ο ήρωας αρνιέται να δεχτεί τη λογική της Ψυχής, που δεν είναι άλλη από τη φωνή της ψυχής του. Γιατί η ψυχή του πονάει έναν ολόκληρο χρόνο. Μα η «ψυχή» της λογικής του δεν αποδέχεται την απώλεια. Και δεν είναι πως δεν θυμάται. Άλλωστε, δεν τον έφεραν τυχαία τα βήματά του εκεί! «…Είχε έρθει κάποια άλλη φορά» (στρ. 3).
Γι’ αυτό και θέλει να συνεχίσει, παναπεί να περάσει στον κόσμο των νεκρών. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στο Χαλογουίν, όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν. Όπου οι ζωντανοί συναντάνε τους πεθαμένους και αντιστρόφως.
Μα δεν θα βρει ποτέ τη γιατρειά του θανάτου. Τα μακάβρια, αλλά «σπλαχνικά», προστατευτικά στοιχειά του δάσους, που ύψωσαν το φράγμα του πλανήτη της Αστάρτης-Αφροδίτης, της θεάς του έρωτα, για να τον εμποδίσουν να δει τον τάφο της Ουλαλούμ, αφού αυτός την κουβαλάει μες στο μυαλό του ολοζώντανη, θα γίνουν ταυτόχρονα οι αιώνιοι τιμωροί του: Θα κρατήσουν άσβηστη τη λαχτάρα του να βρεθεί ψυχή τε και σώματι στην άλλη όχθη, στο πλευρό της νεκρής του αγάπης.
Ο ήρωας του Πόε είναι ένας νεκρός που δεν ανήκει στον κόσμο των ζωντανών και ένας ζωντανός που δεν μπορεί να περάσει στον κόσμο των νεκρών εκεί που πραγματικά (θα ήθελε να) ανήκει.
Η τραγωδία της απώλειας στην Ουλαλούμ δεν έχει τέλος!
Όλοι ξέρουν πια τα αποτελέσματα της δύναμης της σκέψης. Πολλά άτομα όχι μόνο αποφεύγουν προσεκτικά να κάνουν κακό στους άλλους με τις αρνητικές σκέψεις τους, αλλά επιζητούν ενεργητικά να κάνουν το καλό, με τις θετικές τους σκέψεις. Τίθεται όμως το ερώτημα, «δικαιολογείται κανείς να χρησιμοποιεί τη δύναμη της εστιασμένης σκέψης του έστω και για να βοηθήσει;»
Πολλοί θα θεωρήσουν το ερώτημα τούτο ανόητο, γιατί νομίζουν ότι είσαι πάντα δικαιολογημένος, εφόσον έχεις καλές προθέσεις. Το πρόβλημα, όμως δεν είναι τόσο απλό. Ας πάρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα που μπορεί να συμβεί στον καθένα μας. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος νομίζει ότι ακολουθείτε λαθεμένο τρόπο σκέψης και αποφασίζει να σώσει την ψυχή σας. Εστιάζεται, λοιπόν, επάνω σας και αρχίζει να σας δίνει τηλεπαθητικά οδηγίες, για να αλλάξετε νοοτροπία. Πως θα σας φαινόταν αυτή η παρεμβολή; Θα σας άρεσε; Δεν θα την βλέπατε σαν μια μάλλον απόλυτα κατακριτέα παρέμβαση στην ελευθερία της βούλησής σας και στην ακεραιότητα της ψυχής σας; Πως, λοιπόν, νομίζετε ότι θα φαινόταν αντίστοιχα και στους άλλους ανθρώπους, αν εσείς, ακόμα κι αν είχατε τις καλύτερες προθέσεις, στέλνατε νοητικά μηνύματα στο υποσυνείδητό τους, με σκοπό να αλλάξετε τον τρόπο της δικής τους σκέψης;
Στην πνευματική θεραπεία αποτελεί αξίωμα η αρχή «να μην εφαρμόζεται καμία νοητική θεραπεία σε άτομο που δεν έχει δώσει προηγούμενα την συγκατάθεσή του γι’ αυτό». Προτού ξεκινήσετε οποιαδήποτε θεραπεία, πρέπει να ρωτήσετε τον ασθενή αν δίνει τη συγκατάθεσή του για αυτά που σκοπεύετε να κάνετε. Κι αν έχετε κάποιο λόγο να πιστεύετε ότι μπορεί να μη σας δώσει αυτή τη συγκατάθεση, νομιμοποιείστε τάχα αν εφαρμόσετε τη θεραπεία κρυφά, χωρίς να έχει επίγνωση ο ενδιαφερόμενος; Πως θα νιώθατε αν κάποιος άλλος έκανε το ίδιο σε εσάς;
Ας υποθέσουμε ότι εκπαιδεύεστε ακολουθώντας μια λεπτή και δύσκολη μέθοδο εξάσκησης, με στόχο τη διεύρυνση της συνείδησής σας, και κάποιος διαφωνώντας με τις «ασχολίες» σας, αποφασίζει να σας στείλει εστιασμένα νοητικά μηνύματα, τα οποία ταράζουν τη συγκέντρωσή σας και καταστρέφουν την όλη εργασία. Δεν θα νιώθατε τότε, ότι θα είχατε δίκιο να παραπονεθείτε;
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι αναμφίβολα όλοι θα δέχονταν με ευχαρίστηση την ανακούφιση από τον πόνο. Όμως, τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι. Πολλά άτομα έχουν βαθιές θρησκευτικές πεποιθήσεις και ίσως θεωρούσαν βλάσφημη αυτή την παρέμβαση. Ακόμα κι αν δεν συμφωνείτε μαζί τους, οφείλετε να σεβαστείτε τη γνώμη τους.
Μην ξεχνάτε ότι η συγκέντρωσή σας πάνω σε κάποιο άτομο αναπτύσσει μια σχέση μαζί του, και αυτή η σχέση συνεχίζεται ακόμα κι όταν τελειώσει η θεραπεία. Την επόμενη φορά που θα συγκεντρωθείτε, θα «συνδεθείτε» μαζί του πιο εύκολα, γιατί θα έχει γίνει πια μια ανταλλαγή νοητικού «υλικού» μεταξύ σας. Αυτή η σχέση συνεχίζεται και ρέει σαν τα νερά της παλίρροιας, εκτός κι αν εφαρμοστεί σωστά η τεχνική που επιτρέπει το «κλείσιμο» του αγωγού επικοινωνίας μετά την αποπεράτωση της θεραπείας. Επιπλέον, έστω κι αν ο θεραπευτής είναι ικανός να «κλείσει» και να εμποδίσει να αγγίξουν τη συνείδησή του διάφορες επιδράσεις από το νου του ασθενή, ο θεραπευόμενος, συνήθως, δεν είναι σε θέση να κάνει το ίδιο σε σχέση με το θεραπευτή του. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν η θεραπεία εφαρμόζεται χωρίς να το ξέρει ο ασθενής.
Αυτός που δημιουργεί μια νοητική σχέση με κάποιον άλλο, προκαλεί ταυτόχρονα και μια αξιοσημείωτη αύξηση της τηλεπαθητικής ευαισθησίας του δεύτερου. Έτσι, είναι πολύ πιο εύκολο για κάποιον τρίτο να δημιουργήσει μια παρόμοια σχέση με το υποκείμενο. Έχουμε το δικαίωμα να προκαλέσουμε αυτή την ευαισθητοποίηση σε κάποιον χωρίς την συγκατάθεσή του;
Ας υποθέσουμε ότι έχει συμβεί μια ανταλλαγή νοητικού «υλικού», όπως αυτή που περιγράψαμε, ανάμεσα σε δύο άτομα που έχουν διαμετρικά αντίθετες απόψεις. Το αποτέλεσμα της ανταλλαγής θα είναι μια μεγάλη σύγχυση και διαμάχη μέσα στο μυαλό τόσο του ασθενή, όσο και του θεραπευτή.
Υπάρχει κανείς τόσο σοφός ώστε να γνωρίζει τις ανάγκες μιας άλλης ψυχής; Αυτές οι ανάγκες πρέπει να κρίνονται σύμφωνα με την εξελικτική ανάπτυξη της κάθε ψυχής. Η ανάπτυξη αυτή αφορά το ιδιαίτερο καρμικό χρέος που ξεπληρώνει αυτή η ψυχή στο παρόν και τη γενική καρμική της κατάσταση, που είναι αποτέλεσμα αμέτρητων ζωών του παρελθόντος, με εμπειρίες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ενισχύοντας και αντισταθμίζοντας η μια την άλλη. Ορισμένες από αυτές μπαίνουν σε λειτουργία τώρα και ορισμένες άλλοτε, ανάλογα με τις πλανητικές συνθήκες που επηρεάζουν το ατομικό ωροσκόπιο. Μέχρι να μπορέσετε να διαγνώσετε αυτές τις συνθήκες, καλά θα κάνατε να απέχετε από την προσπάθεια να τις επηρεάσετε. Αν διαθέτετε αρκετή νοητική δύναμη για να θεραπεύετε, να θυμάστε ότι η δύναμη αυτή είναι εξίσου ισχυρή και για να προκαλεί σοβαρή αναστάτωση όταν χρησιμοποιείται λαθεμένα.
Δεν υπάρχει παρά μόνο ένας σίγουρος τρόπος χρήσης των πνευματικών δυνάμεων. Κι αυτός είναι απρόσωπος, με την επίκληση της αγάπης του Θεού και με την παράδοση της ψυχής στα χέρια Του.