.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Η πόρνη με καρδιά από σιδηροπυρίτη ή που βρίσκει μια Maggie ο συγγραφέας – Harlan Ellison

Παίζανε λοιπόν ένα καινούργιο έργο του Κλιντ 'Ηστγουντ (που αποδείχτηκε τελικά πρώτης τάξεως υπνωτικό) και δεν γουστάριζα να το δω μόνος, έτσι τηλεφώνησα στη Λίντα και τη ρώτησα αν ήθελε να πάμε παρέα και μου είπε ναι και ξεκίνησα με το αυτοκίνητο για την Σιπαλβίντα (όπου ο κόσμος ήταν γεμάτος με διαφημιστικά του Γουάλλας πράγμα που μου την έδωσε αρκετά) για να την πάρω και στην πόρτα εμφανίστηκε ο ξάδερφος της ο Λέην που με έμπασε μέσα και μου είπε πως η Λίντα ετοιμαζόταν κι έτσι καθίσαμε και τα 'παμε λιγάκι. «Νομίζω, χμ, ότι γράφετε επιστημονική φαντασία» είπε. Του έγνεψα ναι.
«Πώς, δηλαδή, χμ, πώς φτάνει κανείς εκεί;»
Εντυπωσιακή ερώτηση. Φυσικά δεν υπάρχει τρόπος να δώσεις καμιά έξυπνη απάντηση πέρα από κοινότοπες ανοησίες. Κι αυτό γιατί η ερώτηση είναι ηλίθια. Είναι σαν να σε ρωτάει κάποιος: πώς φτάνεις στο σεξ; Προφανώς η απάντηση είναι: Αρχίζεις να το κάνεις, απλώς. Παραλλάζοντας ελαφρά την ερώτηση έτσι που να ταιριάζει με το γράψιμο - γιατί το σεξ μπορούν να το κάνουν ακόμη και οι άσχετοι - η καλύτερη απάντηση είναι: «Αν έχεις ταλέντο αρχίζεις απλώς να το κάνεις».
Για ν' αφήσουμε τ' αστεία όμως, θα μπορούσε να πει ίσως κανείς πως «φτάνει» στο γράψιμο όταν είναι απίστευτα ευαίσθητος στη συμπεριφορά των άλλων ανθρώπων, όταν παρατηρεί τα πάντα, ακόμη και τις παραμικρές λεπτομέρειες για το πώς μιλάνε, σκέφτονται, πώς περπατάνε, πώς ντύνονται, πώς συμβιβάζονται, τι πιστεύουν για τον εαυτό τους και τους άλλους, πως φέρονται με παρέα, πώς πολιορκούν τους στόχους τους, πώς τα κάνουν θάλασσα, τι κάνουν για να αισθανθούν καλά και με ποιους ειδικούς τρόπους φροντίζουν ασυνείδητα να αυτοκαταστρέφονται, τι επίδραση έχει πάνω τους η κριτική, πώς αντιδρούν στον έρωτα, πόσο κομμάτι της μέρας τους αφιερώνουν στην εκδίκηση και πόσο χρησιμοποιούν για να προσαρμοστούν στον κόσμο γύρω τους...
Με δυο λόγια βγες και γνώρισε τους ανθρώπους και από το απόθεμα της συσσωρευμένης γνώσης σου θα αναβλύσουν ιδέες για διηγήματα. Γιατί αυτή είναι η απάντηση στην άλλη ηλίθια ερώτηση που κάνουν στους συγγραφείς (συνήθως οι ακροατές διαλέξεων, οι νοικοκυρές των προαστίων και οι ορθοδοντικοί στα κοκτέηλ): «Από που αντλείς τις ιδέες σου;»
Αν έχεις λοιπόν σκοπό να γίνεις συγγραφέας πάρ' το απόφαση πως αυτές τις δυο ερωτήσεις θα στις κάνουν χιλιάδες φορές στον πολυκύμαντο βίο σου. Γιατί όλος ο κόσμος σχεδόν νομίζει ότι μπορεί να γίνει συγγραφέας. Οι περισσότεροι διστάζουν να ονειρευτούν ότι θα μπορούσαν να γίνουν πυρηνικοί φυσικοί ή βιρτουόζοι βιολιστές, όλοι όμως ανεξαιρέτως πιστεύουν πως κρύβουν μέσα τους ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, μόνο που δεν έχουν καιρό να κάτσουν να το γράψουν. Σαχλαμάρες φυσικά. Μα αν είσαστε απλώς μια μύγα στον τοίχο και ακούγατε πόσοι άσχετοι πλησιάζουν τους συγγραφείς για να τους πουν «Έχω ζήσει μια τρομερή ζωή, δεν υπάρχει τίποτε πιο ενδιαφέρον. Γιατί δεν κάθεσαι να γράψεις τη ζωή μου, τα κέρδη μισά μισά» θα καταλαβαίνατε πόση αλήθεια κρύβει αυτή η θλιβερή εμπειρία.
Γιατί τελικά, όσες συνταρακτικές ιδέες κι αν έχεις για διηγήματα, ποτέ δεν θα γίνεις συγγραφέας αν δεν γνωρίσεις ανθρώπους και δεν θα γίνεις ποτέ συγγραφέας αν δεν ζωντανέψουν οι άνθρωποι μέσα στις ιστορίες σου. Η καλύτερη πλοκή στον κόσμο δεν είναι παρά μια σειρά από αδιάφορα συμβάντα αν δεν βάλεις μέσα της ζωντανούς, ανθρώπους με σάρκα και οστά. Αντίστροφα όμως, μια ανιαρή ιστορία μπορεί να γίνει ενδιαφέρουσα αν τα πρόσωπα είναι συναρπαστικά.
Στην ιδανική περίπτωση ένας συγγραφέας με ταλέντο θα συνδυάσει και τα δυο σε μια ιστορία που θα σε κρατήσει, γιατί μιλάει για ανθρώπους πραγματικούς και ενδιαφέροντες που τους συμβαίνουν πράγματα ιδιαίτερα και συναρπαστικά. Αν όμως ήμουνα υποχρεωμένος να στερηθώ το ένα από τα δυο, θα προτιμούσα τους ανθρώπους από την πλοκή γιατί όπως είπε ο Γουίλιαμ Φόκνερ στον λόγο του όταν του απένειμαν το Νόμπελ (10 Δεκέμβρη 1950): «... τα προβλήματα της ανθρώπινης καρδιάς σε σύγκρουση με τον εαυτό της (είναι) τα μόνα που μπορούν να δώσουν καλό γράψιμο γιατί είναι τα μόνα που αξίζουν να γράψεις γι' αυτά, που αξίζουν την αγωνία και το μόχθο».
Αυτό που θα μπορούσα να πω στον Λέην είναι: Βγες έξω και ζήσε πολλές νύχτες και μέρες, μάθε να παρατηρείς τα πάντα, αποθήκευσε μια μεγάλη γνώση των ανθρώπων και μετά απλώς κάθισε κάτω και άρχισε να περνάς κι άλλες νύχτες και μέρες όμως τώρα μόνος με τη γραφομηχανή σου, προσπαθώντας να αποτυπώσεις αυτούς τους ανθρώπους στο χαρτί με καινούριους και γοητευτικούς τρόπους. Πώς όμως να το πεις αυτό σε κάποιον που σου έκανε την ερώτηση; Αυτός που ρωτάει έχει πολλές πιθανότητες να μη γίνει ποτέ συγγραφέας. Είναι ένα από τα πράγματα που ένας συγγραφέας τα γνωρίζει διαισθητικά. Όταν ρωτάς, σημαίνει πως δεν έχεις τη διαίσθηση.
Αν παρ' όλα αυτά απαντούσα στον Λέην με την παραπάνω μυστική συνταγή, δεν θα συνέχιζε με την επόμενη στερεότυπη ερώτηση:
«Πού βρίσκεις τα πρόσωπα που γράφεις;» Πράγμα που είναι το ίδιο απολύτως με το: «Από πού αντλείς τις ιδέες σου;"
Λοιπόν, θα χρειαζόταν ένα δοκίμιο ανάλογο με το προηγούμενο για να σχεδιάσω μια απάντηση στο δεύτερο ερώτημα του Λέην αλλά μια κι είμαστε εδώ και εγώ και εσείς, τι μας εμποδίζει να το τολμήσουμε;
Ας πούμε λοιπόν, η Μάγκι από πού ξεφύτρωσε; Ορισμένα μέρη της προέρχονται από μια γυναίκα που τη λένε Σων (η, οποία, όταν της έδωσα ένα αντίτυπο του δημοσιευμένου διηγήματος και της είπα ότι είχε αποτελέσει το μοντέλο της Μάγκι με κοίταξε σαν να είχα μόλις πέσει από μια καταπακτή κάτω από ένα μανιτάρι. Δεν έβρισκε τίποτε κοινό ανάμεσα σ' αυτήν και την ηρωίδα, πράγμα που ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα. Η Μάγκι γεννήθηκε από τη Σων, αλλά η Σων δεν είναι η Μάγκι. Ούτε και η Μάγκι είναι η Σων, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Υπάρχουν σημεία ομοιότητας και η γενική ατμόσφαιρα για μένα σαν δημιουργό, είναι η ίδια, αλλά ένα δικό μου δημιούργημα δεν θα μπορούσε να αντιγράφει βήμα προς βήμα τη ζωή).
Η ιστορία όμως για το πώς γεννήθηκε η Μάγκι, ίσως να απαντάει κατά κάποιο τρόπο στο ερώτημα από πού προέρχονται οι ιστορίες και οι ήρωες. Γι' αυτό θα σας διηγηθώ πώς έγινε.
Γνώρισα τη Σων το 1963 εδώ στο Λος Αντζελες. Ήταν και είναι πάντα μια απίστευτα ωραία και εντυπωσιακή γυναίκα με έναν αέρα που κάνει την παρουσία της αισθητή ακόμη κι όταν μπαίνει μέσα σ' ένα κατάμεστο δωμάτιο. Έχω δει ολόκληρες παρέες από ξέφρενους γλεντοκόπους να χάνουν τη μιλιά τους και να γυρίζουν να κοιτάξουν τη Σων καθώς μπαίνει μέσα στο δωμάτιο. Ντύνεται κομψά, είναι ψηλή, το πρόσωπό της είναι όπως το περιέγραψα στο διήγημα και με δυο λόγια είναι από τις γυναίκες που δεν συναντάς δεύτερη μέσα σε δέκα χρόνια.
Δεν έχω ιδέα πώς πραγματικά κερδίζει το ψωμί της η Σων. Είμαι βέβαιος πως δεν είναι ούτε κωλ γκερλ ούτε πόρνη, εξίσου σίγουρος όμως είμαι πως είναι το είδος ακριβώς της γυναίκας που θα χρησιμοποιούσε την ασυνήθιστη θηλυκότητα και τον αισθησιασμό της για να τυλίξει ένα πλούσιο άνδρα και να ζήσει πλάι του όσο χρειάζεται για να αποκομίσει καθαρά οφέλη. Είναι όμως φανερό ότι αξιολογεί τον εαυτό της πολύ ψηλά για να πουληθεί φτηνά. Είναι το είδος της γυναίκας - όπως τη βλέπω εγώ - για την οποία μιλούσε ο Λωτρέκ όταν έλεγε: «Οι γυναίκες ποτέ δεν χαρίζουν την αγάπη τους - τη δανείζουν και... με το μεγαλύτερο τόκο». Προσέξτε παρακαλώ τη διάκριση που κάνω εδώ: όχι μια πόρνη, μια φτηνιάρα, απλώς μια γυναίκα που χρησιμοποιεί το σεξ σαν άλλο ένα εργαλείο για να πετύχει τους στόχους της. Η διάκριση είναι σημαντική γιατί αγγίζει στην καρδιά το χαρακτήρα της Μάγκι. Στο διήγημα η Μάγκι βρίσκεται μαζί με το Νάνσιο, αλλά όπως του εξηγεί με φοβερή σαφήνεια, δεν του ανήκει. Εξακολουθεί να ανήκει μόνο στον εαυτό της. Αν την είχα κάνει μονοδιάστατα μια πόρνη, ένα κομμάτι κρέας, δεν νομίζω ότι το διήγημα θα πετύχαινε την καρδιά του θέματος όπως νομίζω ότι την πετυχαίνει τώρα. Από αυτές τις συχνά λεπτές και τονικές διακρίσεις στη διαγραφή ενός χαρακτήρα μπορεί τελικά να κριθεί το αν θα δημιουργήσεις ένα νέο χαρακτήρα ή απλώς θα στήσεις άλλη μια χάρτινη φιγούρα... Στην περίπτωσή μας θα είχα μια πόρνη με χρυσή καρδιά, αυτό το μπαγιάτικο κλισέ δακρύβρεχτων και φτηνών ρομάντζων του 1930, όπου οι συγγραφείς ενδιαφέρονταν περισσότερο να εδραιώσουν το φαλλοκρατισμό τους παρά να γυρίσουν τον καθρέφτη της ζωής σε μια νέα κατεύθυνση.
Όμως ξεφεύγω από την ιστορία μου. Για να ξαναγυρίσω...
Ένιωθα σωματική έλξη για τη Σων, την έλξη όμως αυτή την περιόριζε κάπως μια ασυνείδητη αντίδρασή μου απέναντί της, μια αντίδραση που γεννιέται πάντα μέσα μου όταν βρίσκομαι απέναντι σε αφρισμένα νερά, σε ρουφήχτρες, σε άγρια ρεύματα. Δεν ξαπλώσαμε ποτέ, όπως λένε στο δρόμο, Και με κάποιο περίεργο τρόπο γίναμε φίλοι. Η Σων ήταν για μένα ένα απ' αυτά τα εξωτικά τοτέμ που όλοι μας κρατάμε μέσα στη ζωή μας για να μας δείχνουν πόσο καλά προσαρμοσμένοι και «νορμάλ» είμαστε κι εγώ γι' αυτήν ένας πονηρός νάνος που άνοιγε έξυπνες συζητήσεις σε βαρετά δείπνα, κάποιος που ξυπνάει οποιαδήποτε ώρα της μέρας όταν του κάνουν απελπισμένα τηλεφωνήματα.
Ένα βράδυ γυρίζαμε στο μικρό της σπίτι και ήταν τύφλα στο μεθύσι. Την κουβάλησα στην κρεβατοκάμαρα, μια κρεβατοκάμαρα ακριβώς όπως την περιέγραψα στο διήγημα, μόνο που ποτέ δεν την περιέγραψα στο διήγημα.
(Τι στην οργή θέλει να πει τώρα; Ή την περιέγραψε μέσα στο διήγημα, ή δεν την περιέγραψε. Δεν μπορούν να γίνουν και τα δυο).
Λάθος. Μπορούν να γίνουν και τα δυο. Στην πραγματικότητα πρέπει να γίνουν και τα δυο αν θέλεις να είναι σωστός ο χαρακτήρας που έπλασες, αν θέλεις οι ήρωες σου να μοιάζουν ζωντανοί. Γιατί - κι εδώ είναι η ουσία - αυτό που πρέπει να επιδιώκει ο συγγραφέας δεν είναι η δημοσιογραφική αποτύπωση της ζωής, αλλά η αληθοφάνεια, μια μεταλλαγμένη και μετατονισμένη αντίληψη της ζωής που μοιάζει για αληθινή. Με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας μπορεί να επιλέξει τα στοιχεία που ταιριάζουν καλύτερα, που μοιάζουν πιο δυνατά, που είναι πιο καίρια. Για τον συγγραφέα η καλύτερη προσέγγιση σ' αυτή την αληθοφάνεια εξασφαλίζεται μέσα από την εξοικείωση με το πλαίσιο των χαρακτήρων.
Όλα τα σιωπηλά πράγματα, οι μικρές λεπτομέρειες που δεν χρειάζεται να εμφανιστούν ποτέ στην τυπωμένη σελίδα κι ωστόσο ζουν εκεί, μέσα στις σκιές, πίσω από τις λέξεις.
Η κρεβατοκάμαρα της Σων: οι τοίχοι καλυμμένοι με βελουτέ ταπετσαρία, σε χρώμα βαθύ κόκκινο και μαύρο. Ένα τεράστιο κρεβάτι με κεφαλή από δαντελωτό φερ φορζέ. Ένας αισθησιασμός ήταν διάχυτος παντού, σε κάθε αντικείμενο που είχε διαλέξει να βάλει μέσα στο δωμάτιο. Το μπάνιο ήταν προέκταση της κρεβατοκάμαρας, ως τα χρυσά δελφίνια που σχημάτιζαν τις βρύσες στο νιπτήρα και τη μπανιέρα. Από κάποια άποψη ήταν ένα εξευγενισμένο αντίγραφο αριστοκρατικού πορνείου της Νέας Ορλεάνης και παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσες να σταθείς σε κάτι συγκεκριμένο για να κάνεις τη σύγκριση, το σύνολο του ανέδινε έναν... ένα, πώς να το πω... έναν αέρα Μαγγκι-σμού. Το δωμάτιο ήταν προέκταση των αναγκών της, των πόθων της, του παρελθόντος της, των ελπίδων της για το μέλλον, ήταν το στυλ και η πρόσοψή της.
(Δεν συνέβη να γράψω κάποια σκηνή στην κρεβατοκάμαρα της Σων, όμως αυτή η κρεβατοκάμαρα ήταν εκεί, μπαίνοντας μέσα στην περιγραφή της Μάγκι. Για μένα, η υλική παρουσία της κρεβατοκάμαρας αυτής επιβεβαίωνε την αίσθηση που είχα για το ποια ήταν η Σων και η ανάμνησή της βρισκόταν γύρω μου όταν έγραφα την ιστορία. Έτσι, χωρίς να εγγράψω αυτό το στοιχείο μέσα στη συγκεκριμένη ιστορία της Μάγκι, βρισκόταν μέσα, όχι απλώς σαν δεδομένο αλλά σαν κεντρικό στοιχείο).
Θα μπορούσε να το 'χαμε κάνει εκείνο το βράδυ, η αντίδραση όμως που ανέφερα πρωτύτερα με έσπρωξε να τη σκεπάσω απλώς με μια κουβέρτα και να φύγω σιγανά από το σπίτι.
Έκανα δυο χρόνια να την ξαναδώ. Στις 7 Οκτωβρίου 1965, ημέρα Πέμπτη, βρισκόμουνα στο Λας Βέγκας και συναντηθήκαμε ξανά. Είχα γράψει το σενάριο (που αλλοιώθηκε όπως πάντα) μιας ταινίας που λεγόταν The Oscar, για την Embassy Pictures του Τζόζεφ Ε. Λιβάιν. Παρά το γεγονός ότι το είχα γράψει για τον Στηβ Μακ Κουήν και τον Πήτερ Φολκ, διάλεξαν τον Στέφεν Μπόυντ και τον Τόνυ Μπένετ και προκειμένου να προωθήσει το πρώτο (και όπως τελικά αποδείχτηκε και τελευταίο) έργο του Μπένετ, ο Λιβάιν μετέφερε αεροπορικά όλο το καστ και το συνεργείο, συμπεριλαμβανομένης και της διαφημιστικής ομάδας από το Χόλυγουντ στο Λας Βέγκας, για την πρεμιέρα του Μπένετ στο ξενοδοχείο Ριβιέρα.
Μια μικρή παρέκβαση τώρα που δεν είναι παρέκβαση. Οι άνθρωποι λειτουργούν σε συνάρτηση με το περιβάλλον τους. Είναι τόσο αυτονόητο αυτό που κανονικά δεν θα έπρεπε να το πω, συχνά όμως εκπλήττομαι τόσο πολύ από την αφέλεια εκείνων που θέλουν να γίνουν συγγραφείς και βάζουν ερωτήσεις όπως το «Πού αντλείτε τις ιδέες σας;» που αναγκάζομαι να λέω τέτοια πράγματα.
Αν καταλάβατε αυτή τη δήλωση, θα έχετε καταλάβει γιατί η διαγραφή ενός χαρακτήρα μπορεί να διατυπωθεί με όρους χώρου. Δηλαδή ένα άτομο βρίσκει συγκινησιακή ισορροπία στην ύπαιθρο κι ένα άλλο μόνο στις μεγαλουπόλεις. Ένας συγγραφέας μπορεί να πλάσει έναν ήρωα συνδέοντάς τον με το σκηνικό μέσα στο οποίο λειτουργεί. Προσωπικά πιστεύω ότι χρειάζεται να είσαι αρκετά ιδιαίτερο άτομο για να τριγυρίζεις άνετα στο Λας Βέγκας. Ένας τυφλοπόντικας των χωραφιών δεν θα τα κατάφερνε καθόλου ακόμη κι ένας αρουραίος της πόλης θα δυσκολευόταν. Γιατί το Βέγκας δεν είναι ούτε πόλη ούτε χωριό. Είναι ένα πολιτισμικό τεχνητό κατασκεύασμα, ένα αφύσικο εξόγκωμα στη μέση της ερήμου. Ένα πράγμα που ποτέ δεν θα είχε ευδοκιμήσει χωρίς την απληστία και τα ρηχά όνειρα και μια έλλειψη μέσα στον χαρακτήρα του Αμερικανού που απαιτεί εκπλήρωση σε κάθε είδους Ντίσνεϋλαντς.
Το κλίμα του Λας Βέγκας έχει για μένα κάτι από τον Λάβκραφτ: σκοτεινό και καταχθόνιο παραμονεύει μ' ένα χαμόγελο Βοργία κάτω από τον αθώο ήλιο της Νεβάδα, ώσπου να ρουφήξει κάθε χώρα και ελπίδα από τις ψυχές των χαμένων αυτού του κόσμου, των ανθρώπων σαν τον Κόστνερ - για παράδειγμα (Σαν παρένθεση παρενθέσεως θέλω να πω ότι ίσως χρειάζεται το μυαλό ενός μυθοπλάστη για να δει αυτές τις ιδιότητες στο Λας Βέγκας. Ξέρω δεκάδες ανθρώπων που ζουν στο Λας Βέγκας και μου μιλούν για τις εκκλησίες και τα σχολεία και την καλή ζωή, εμένα όμως μου σηκώνεται η τρίχα κάθε φορά που πλησιάζω σ' αυτό το μέρος και χρειάστηκε ένας άλλος μυθοπλάστης, ο Richard Matheson, για να συλλάβει αυτό που συνέλαβα κι εγώ γι' αυτό τον τόπο, όταν έγραψε το σενάριο για τον Night-Staltzer καθησυχάζοντάς με έτσι ότι δεν ήμουνα μια μοναχική ψυχή που έβλεπε εφιάλτες πίσω από το νέον)... Κι αυτό μου θυμίζει να σας πω σχετικά με το «πλάσιμο των χαρακτήρων» ότι για να γίνει αποτελεσματικό το στήσιμο των πρωτότυπων χαρακτήρων μέσα στο συγκεκριμένο σκηνικό τους, θα πρέπει να αντλεί κανείς υλικό από τους υπόγειους κραδασμούς που εκπέμπει ένας τόπος, είτε πρόκειται για τρώγλη του Χάρλεμ, ή για προπολεμικό ερείπιο σε μια ξεχασμένη περιοχή της Λουϊζιάνας, είτε ένα καζίνο του Λας Βέγκας. Κι εδώ πάλι θα πρέπει να μεσολαβήσει η διαίσθηση του συγγραφέα. Τελικά βλέπετε, δεν ήταν και τόσο παρέκβαση.
Λας Βέγκας λοιπόν. Ένα ειδικό μέρος με μια ειδική ατμόσφαιρα. Ένας ρυθμός παράνομου σεξ, ένα υπόγειο ρεύμα κινδύνου και έξαψης, ένας ειδικός ήχος στον αέρα. Παρακολούθησα την παράσταση του Μπένετ στο Ριβιέρα - μαύρη γραβάτα και σμόκιν, πολλές καλλονές, πολλή λάμψη - και μετά οι παραγωγοί μου κι όλη η υπόλοιπη συντροφιά από το The Oscar, σκόρπισαν ο καθένας στις προσωπικές του μανίες. Άλλοι να κυνηγήσουν χορεύτριες, άλλοι για ύπνο και άλλοι για τυχερά παιχνίδια. Δεν είχα διάθεση για ύπνο παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει μεσάνυχτα κι έτσι κάθισα σ' ένα τραπέζι του μπλακτζάκ κι άρχισα να παίζω.
Ίσως να είχε περάσει μισή ώρα όταν αισθάνθηκα ένα χέρι στον ώμο μου. Γύρισα τα μάτια μου από τον κρουπιέρη και είδα τη Σων, απίθανα γοητευτική και ξαφνικά - κλικ! - τόσο ταιριαστή με το σκηνικό που συνειδητοποίησα χωρίς καν να το σκεφτώ, πως η Σων είχε γεννηθεί για το Λας Βέγκας και το Λας Βέγκας για τη Σων. Σύμφωνα με το παλιό ρητό αν το Λας Βέγκας ή η Σων δεν υπήρχαν θα έπρεπε ο ένας να επινοήσει τον άλλον.
Εξαργύρωσα τις μάρκες μου (σαν προσωπική υποσημείωση εδώ θέλω να πω ότι ο χαρακτήρας του Κόστνερ δεν είναι ο Συγγραφέας. Πολλές φορές μια δυναμική συνισταμένη ενός χαρακτήρα ξεπηδάει από την προσωπικότητα του συγγραφέα, στην περίπτωση του Κόστνερ όμως που είναι ένας χαμένος με όλες τις βαθύτερες έννοιες αυτής της λέξης αντλούσα από άλλες πηγές. Στην ιστορία ο Κόστνερ χάνει και ξαναχάνει στα τραπέζια. Στην πραγματική ζωή εγώ κερδίζω συνεχώς. Αυτό σημαίνει, στο γράψιμο, να παίζεις κόντρα στο Σύνδρομο του Πορτνόυ). Κάναμε μια βόλτα έξω στο πάρκινγκ. Η Σων μου είπε ότι δούλευε σαν χορεύτρια σ' ένα από τα καζίνα. Αυτό μου φάνηκε παράξενο. Ποτέ δεν είχε αφήσει να εννοηθεί ότι ήξερε καν τα βασικά του χορού και για να μπεις στο μπαλέτο των μεγάλων ξενοδοχείων του Βέγκας, έπρεπε να είσαι πολύ καλή χορεύτρια. Φυσικά υπάρχουν κι αυτές που ονομάζουν «γυμνά αγάλματα», που στέκονται απλώς και δείχνουν την ομορφιά τους, κάτι όμως μέσα μου με προειδοποιούσε πως η Σων δεν μου έλεγε την αλήθεια. Ίσως είχε μπλέξει σε κάποια μπερδεμένη ιστορία και δεν ήθελε να τη μάθω. Στην πραγματικότητα δεν είχε σημασία. Μου είπε ότι ζούσε στο Βέγκας και με κάλεσε να γυρίσω σπίτι μαζί της.
Αυτή ήταν ίσως η μοναδική στιγμή στη σχέση μας που θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο κρεβάτι. Και οφείλω να ομολογήσω πως ήμουνα έτοιμος να πω ναι. Κάτι όμως με έτρωγε μέσα μου, κάτι για τη Σων και το Λας Βέγκας, για τη νύχτα και την ηλεκτρική της αμεσότητα. Είπα όχι κι εκείνη μπήκε στο αυτοκίνητό της και έφυγε αφού ανταλλάξαμε τις συνηθισμένες κενές υποσχέσεις «να μη χαθούμε».
Έμεινα όρθιος στο πάρκινγκ προσπαθώντας να φέρω αυτή την ιδέα από το πίσω μέρος του μυαλού μου ως το προσκήνιο. Πρέπει να καταλάβετε ότι τη στιγμή εκείνη άρχιζα να αποστασιοποιούμαι από την πραγματικότητά μου. Αν υπάρχει κάποια στιγμή που μπορεί ένας συγγραφέας να αναγνωρίσει σαν τη δημιουργική στιγμή που μια ιστορία παίρνει μορφή μέσα στο κεφάλι του, τη στιγμή που οι φιλόσοφοι προσπάθησαν να εντοπίσουν από τις πρώτες αρχές της γραπτής ιστορίας, πρέπει να είναι μια στιγμή σαν αυτή που έζησα στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου Ριβιέρα στο Λας Βέγκας. Γιατί κάτι άφριζε μέσα μου, όλες οι ασυνείδητες συνδέσεις ολοκληρώνονταν, οι καρτέλες των δεδομένων περνούσαν από επεξεργασία, όλο το μηχάνημα δούλευε στο φουλ.
Γύρισα στο καζίνο και κάθισα σ' ένα τραπέζι του μπλακτζάκ. Δεν έπαιξα όμως. Ήμουνα σκεφτικός και το μυαλό μου γύρισε από μόνο του στο μέρος όπου είχε γεννηθεί το όνειρο. Ο κρουπιέρης ενοχλήθηκε που έπιανα το χώρο, αλλά συνέχισε το μοίρασμα προσπερνώντας με.
Ήχοι. Ένα αμάλγαμα ήχων ήταν αυτό που τελικά πυροδότησε την επιστροφή του ονείρου στη συνείδησή μου. Ο ήχος από τις τυχερές μηχανές που κλικκλικ-κλικ γύριζαν και πλήρωναν... ήχοι των ανθρώπων που στοιχημάτιζαν το μέλλον τους ελπίζοντας ότι θα ξεφύγουν από το παρόν τους... ο τροχός της τύχης... οι φωνές των κρουπιέρηδων.
Όλα ταίριαζαν μαζί.
Η Σων. Το Λας Βέγκας. Η υπουλότητα των τυχερών μηχανών. Η λατρεία μιας μοντέρνας θεότητας που προσωποποιείται από την τύχη και η απελπισία που φέρνει ο θάνατος της τύχης.
Σηκώθηκα από το τραπέζι του μπλακτζάκ και όρμησα επάνω.
Μια από τις παραξενιές μου είναι ότι ταξιδεύω πάντα με τη γραφομηχανή μου. Όπου και να πάω, η μηχανή με ακολουθεί γιατί έχω διαπιστώσει πως δεν μπορώ να προβλέψω πότε θα κάνει την εισβολή του το όνειρο. Η γραφομηχανή με περίμενε. Πέταξα τα ρούχα μου κι άρχισα να γράφω (Για να καταλάβετε τα παρακάτω είναι απαραίτητο να σας πω ότι συχνά γράφω γυμνός. Δεν πρόκειται για υψηλή καλλιτεχνική απόλαυση, είναι απλώς θέμα βολής. Όταν γράφω συχνά περπατάω πάνω κάτω και συμμετέχω σωματικά καθώς ξετυλίγεται η ιστορία. Μερικές φορές παίζω μόνος μου ορισμένους ρόλους και συζητάω με τους ήρωες μου. Έτσι λοιπόν: ήμουνα γυμνός και έγραφα σ' ένα δωμάτιο ξενοδοχείου του Λας Βέγκας όπου η θερμοκρασία του κλιματισμού ήταν αρκτική).
Έχω διαπιστώσει ότι το πιο δύσκολο σε μια ιστορία είναι να στήσεις σωστά το χαρακτήρα. Συνήθως αυτό πρέπει να γίνει ξεκινώντας από τον πυρήνα. Και πυρήνας είναι η ιδιαίτερη λειτουργία που θα εξυπηρετήσει ο χαρακτήρας μέσα στην πλοκή. Αν είναι απαραίτητο ένας χαρακτήρας να έχει κάποια έντονη δράση π.χ., είναι σκέτη αυτοκτονία να τον περιγράψεις σαν σωματικά ανεπαρκή: ανάπηρο, φυματικό, πολύ κοντό, έφηβο... Αν είναι απαραίτητο ο χαρακτήρας να συλλάβει κάποια αφηρημένη ιδέα ή να φτάσει σε κάποια βαθιά φιλοσοφική ή ηθική απόφαση, τότε θα ήταν καταστροφικό να τον περιγράψεις σαν αλήτη, ή ανήθικο ή τόσο χαμηλά πεσμένο που οι αποφάσεις να είναι αταίριαστες με τη βασική του φύση. Φυσικά αυτοί είναι εμπειρικοί κανόνες. Μπορεί να φτιάξει κανείς μια θαυμάσια αντίστιξη φέρνοντας έναν ανάπηρο αντιμέτωπο με μια κατάσταση όπου θα πρέπει να ξεπεράσει την αναπηρία του για να φτάσει κάπου, ή ανάλογα μπορεί κανείς να δώσει μια λεπτή νότα ανθρωπιάς αν πάρει έναν ήρωα που ποτέ στη ζωή του δεν έκανε λεπτές ηθικές διακρίσεις, και τον δείξει να παλεύει μ' αυτή την ανάγκη. Σε γενικές όμως γραμμές, οι κανόνες ισχύουν. Μερικές φορές είναι δύσκολο να αποφασίσεις αν το κεντρικό πρόσωπο θα είναι άνδρας ή γυναίκα. Κατά παράδοση στη μυθιστοριογραφία οι άνδρες ήταν οι χαρακτήρες που διηγούνται την ιστορία, οι σωτήρες, οι ήρωες. Η γνώμη μου είναι πως πολλά απ' αυτά οφείλονται στον ανδρικό σωβινισμό. Ασυνείδητος σεξισμός.
Στην περίπτωση της «Όμορφης Μάγκι των Ασημένιων Νομισμάτων» το πρόβλημα ήταν ακόμη πιο περίπλοκο. Ο χαρακτήρας με τα μάτια του οποίου βλέπουμε την ιστορία δεν θα μπορούσε να είναι η Μάγκι εξαιτίας του στυλ και του σχήματος που είχα αποφασίσει να χρησιμοποιήσω, όμως η Μάγκι έπρεπε να είναι η πρωταγωνίστρια, το πιο δυνατό πρόσωπο στην ιστορία. Ο Κόστνερ για να κάνει αυτά που είχε να κάνει, έπρεπε να είναι από τους χαμένους, τους αδύνατους. Αυτοί οι άνθρωποι δεν φτιάχνουν συμπαθητικούς χαρακτήρες ταύτισης. Έτσι χώρισα στη μέση την οπτική γωνία εισάγοντας τον Κόστνερ σαν παρόν και τη Μάγκι σαν φλας μπακ (ενώνοντάς τους μόνο στο ονειρικό κομμάτι όπου η Μάγκι «παίρνει» τον ανδρισμό του Κόστνερ). Άφησα όμως κάποια συννεφάκια απ' το χαρακτήρα της Μάγκι, να περνούν φευγαλέα μέσα στις σκηνές του Κόστνερ, ώστε η παρουσία της να είναι πάντα κέντρο. Καθώς έγραφα την ιστορία ολόκληρη τη νύχτα ως το άλλο πρωί, η Μάγκι άρχισε να μου γίνεται έμμονη ιδέα. Ήταν ένας από τους πιο ζωντανούς χαρακτήρες που έχω δημιουργήσει ποτέ. Στην πραγματικότητα είναι αστείο: τη Μάγκι δεν τη δημιούργησα εγώ, μόνη της δημιούργησε τον εαυτό της. Γι' αυτό και θεωρώ πως είναι το καλύτερο διήγημά μου. Επειδή είναι τόσο σωστή, τόσο ζωντανή, ανταποκρίνεται στην προειδοποίηση του Φόκνερ για το μοναδικό πραγματικό ήρωα που αξίζει να γράψεις γι' αυτόν και βοηθάει την πραγματοποίηση της πιο ιερής συγγραφικής προσπάθειας: γίνεται πραγματικός άνθρωπος. Αν το σκεφτείτε θα δείτε πως τα σπουδαιότερα βιβλία είναι εκείνα όπου ένας κεντρικός ήρωας ξεπηδάει τυλιγμένος μέσα σε μια τέτοια αύρα αληθοφάνειας που ποτέ δεν τον ξεχνάς. Ο Πιπ, ο Χωκ Φιν, ο Κουασιμόδος, ο Καπετάνιος Αχααβ, ο Ρόμπερτ Τζορντον, ο Τζέηκ Γκάτσμπυ, ο Μπεν Ράιχ, η λαίδη Μάκβεθ, ο Πρίγκιπας Μόσκιν, ο Σέρλοκ Χολμς, o Γουίνστον Σμιθ, ο Τουάν Τζιμ, η Ρίμα το κορίτσι-πουλί, η Αδελφή Κάρυ, είναι χαραγμένοι στη μνήμη μας, συνεχίζουν να ζουν και αφού κλείσουμε το βιβλίο. Πολύ καιρό αφού ο αναγνώστης έχει ξεχάσει τα μπερδέματα της πλοκής ή της αισθητικές λεπτομέρειες του στυλ, ο χαρακτήρας μένει χαραγμένος στο μυαλό του. Είναι σαν να έχουν ζήσει, έχουν ζήσει πραγματικά κι αυτό το δώρο, ότι τον έφερε σ' επαφή μ' ένα τόσο σημαντικό πρόσωπο, ο αναγνώστης δεν μπορεί ούτε με ολόκληρες περιουσίες να το ξεπληρώσει στο συγγραφέα.
Πέρα όμως από τη ζωή που προσπάθησα να εμφυσήσω μέσα στη Μάγκι, υπάρχει μια ενέργεια που εμφύσησε εκείνη στο γράψιμο μου, αναγκάζοντάς με να την περιγράψω όπως εκείνη ήθελε. Έτσι για άλλη μια φορά, όπως πολλές στο παρελθόν, έβλεπα ένα χαρακτήρα να παίρνει στα χέρια του την ιστορία. Και νομίζω πως αν ένας συγγραφέας δουλεύει καλά, αν ελέγχει το υλικό του, ακόμη κι όταν δεν ξέρει ποια κατεύθυνση παίρνει η ιστορία, ο κεντρικός ήρωας θα αναλάβει τα πράγματα και θα βοηθήσει. Όσο πιο στέρεα ριζώνει ένας ήρωας στο μυαλό του αναγνώστη, τόσο πιο πολύ απαιτεί να ειπωθεί η ιστορία του σωστά, βγάζοντας τον συγγραφέα από μια περιοχή και βάζοντάς τον σε μιαν άλλη, οδηγώντας την πλοκή σε κατευθύνσεις που μπορεί να μην είχε υποψιαστεί ο συγγραφέας σαν δυνατές. Είναι μια εμπειρία θαυμαστή και τρομαχτική ταυτόχρονα.
Τόσο δυνατή ήταν μέσα μου η Μάγκι που έγραφα κι έγραφα χωρίς καμιά συναίσθηση του τόπου και του χρόνου, ούτε καν των αναγκών του σώματος. Και με τον τρόπο της η Μάγκι κόντεψε να με ξεκάνει όπως και τον Κόστνερ. Καθισμένος εκεί και γράφοντας μέσα στο παγωμένο δωμάτιο άρπαξα ένα κρυολόγημα που γύρισε σε οξεία πνευμονία πριν να καταλήξει σε πλευρίτιδα. Απ' όσο θυμάμαι, έπεσα λιπόθυμος τη δεύτερη μέρα του γραψίματος, με μετέφεραν άρον άρον στο Λος Άντζελες όπου μ' έβαλαν στο νοσοκομείο και ξύπνησα πολύ αργότερα φωνάζοντας να μου φέρουν τη γραφομηχανή μου για να τελειώσω την ιστορία μου.
Το πιο εντυπωσιακό αποτέλεσμα όλης αυτής της περιπέτειας είναι ότι δεν θυμάμαι ολόκληρα κομμάτια της ιστορίας. Τα δυο κομμάτια με διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία, αμέσως μετά την καρδιακή προσβολή και το θάνατο της Μάγκι, πρέπει να γράφτηκαν καθώς έπεφτα σε κώμα. Είναι πραγματικά πολύ περίεργα κομμάτια: το ένα φαίνεται να προσπαθεί να περιγράψει τη στιγμή του θανάτου της και το άλλο - στο αρχικό χειρόγραφο - ήταν γραμμένο στο χέρι με τόσο μικροσκοπικά και ακατανόητα γράμματα που χρειάστηκε να το ξαναχτυπήσω στη μηχανή πριν να το δώσω στον εκδότη. Νομίζω πως προσπαθούσα μέσα στην παραζάλη μου να περιγράψω πώς αισθάνεται μια ασώματη ψυχή παγιδευμένη μέσα σε μια μηχανή κερμάτων. Κι αν αυτό δεν είναι καθαρή τρέλα τότε ο Σπύρος Αγκνιου είναι η Δεύτερη Παρουσία.
Αυτό που αποδεικνύουν όλα αυτά, τουλάχιστον σε μένα, είναι πως η Μάγκι είναι μια προσωπικότητα τόσο δυναμική που κατά κάποιο μαγικό τρόπο έγραψε μόνη της την ιστορία της. Και μη νομίζετε ότι πρόκειται για μοναδικό γεγονός. Σχεδόν όλοι οι καλοί συγγραφείς με τους οποίους έχω μιλήσει μου έχουν διηγηθεί παρόμοιες ιστορίες: σε κάποιο σημείο της εξέλιξης μιας ιστορίας, ένας ήρωας βγήκε από την παθητικότητα και αρνήθηκε να κάνει αυτό που ήθελε ο συγγραφέας. Μερικοί αρνήθηκαν να ερωτευτούν όταν τους το διέταξαν, άλλοι αρνήθηκαν να πεθάνουν, κι άλλοι επέμειναν να γίνει η ζωή τους πιο σημαντική από τη ζωή των χαρακτήρων του είχε διαλέξει ο συγγραφέας σαν πρωταγωνιστές. Είναι πράγματα που συμβαίνουν.
Ο Αλέξις Μπάντρις, ένας συγγραφέας που έχει γράψει μερικά από τα καλύτερα έργα ε.φ. μου είπε κάποτε, όταν βρισκόμουνα στην αρχή της καριέρας μου, ότι δεν μπορείς να περιγράψεις ένα χαρακτήρα λέγοντας ότι έμοιαζε σαν τον Κάρυ Γκραντ με μεγαλύτερα αυτιά. Θυμάμαι μια ιστορία που έγραψε κάποτε ο Αλέξις, όπου ο κακός ήταν ένας γραφειοκράτης που μασούλαγε καραμέλες σ' όλη τη διάρκεια μιας δύσκολης συνομιλίας με τον πρωταγωνιστή. Αυτό απετέλεσε κλειδί για τη φύση του ήρωα... δεν θυμάμαι πώς... έχουν περάσει δεκάξι χρόνια από τότε που το πρωτοδιάβασα... όμως αυτό το χαρακτηριστικό του ήρωα έμεινε χαραγμένο στο μυαλό μου αν κι έχω ξεχάσει την ιστορία. Αυτό που εννοούσε ο Αλέξις για τα αυτιά του Κάρυ Γκραντ ήταν ότι δεν υπάρχουν ετοιματζίδικες συνταγές για το χτίσιμο ενός χαρακτήρα. Πρέπει να σκάψεις και να ψάξεις και να ζήσεις, για να βρεις τα στοιχεία της ανθρωπιάς που είναι απαραίτητα για να ταιριάξει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο σε μια συγκεκριμένη ιστορία.
Και πέρα απ' αυτό όμως δεν αρκεί να πεις πώς είναι ένας χαρακτήρας. Πρέπει να το δείξεις. Ο τρόπος που μιλάει ένας χαρακτήρας για τον εαυτό του και η αλήθεια ή το ψέμα που αποκαλύπτονται όταν συγκρίνονται με τις πράξεις του ήρωα, ο τρόπος που μιλούν οι άλλοι γι' αυτόν ο τρόπος που αντιδρούν οι άλλοι - μ' αυτούς τους τρόπους βλέπουμε την προσωπικότητα να αποκαλύπτεται μόνη της αντί να μας λέει ένας παντογνώστης συγγραφέας ότι είναι έτσι κι έτσι.
Ο ρυθμός ομιλίας του ήρωα, ο τρόπος που ντύνεται, οι συχνοί μανιερισμοί του, η μυρωδιά του, το βάδισμά του... αποτελούν μέρη ενός ολοκληρωμένου σχεδιάσματος, χωρίς να ξεχνάμε όμως ότι δεν θα 'πρεπε να λέει κανείς για ένα χαρακτήρα περισσότερα απ' όσα είναι απαραίτητα για μια κατανόηση και αναγνώριση ανάλογη με το βάρος του χαρακτήρα. Ο Τσέχοφ έχει πει κάποτε: «Αν στην πρώτη πράξη δείχνεις ένα πιστόλι κρεμασμένο στον τοίχο, πρέπει να φροντίσεις ως το τέλος της δεύτερης πράξης να έχει πυροβολήσει». Με άλλα λόγια μην παραγεμίζεις την ιστορία μ' ένα σωρό άχρηστες περιγραφές για ένα χαρακτήρα, αν δεν είναι απαραίτητες στην πλοκή ή στην πρόσδοση μεγαλύτερης ζωντάνιας στο χαρακτήρα.
Να θυμάσαι: οι χαρακτήρες δεν υπάρχουν εν κενώ. Ζούνε σε συνάρτηση με την εποχή τους, τον τόπο τους, το παρελθόν τους και τις αντιδράσεις που τους προκαλούν οι άλλοι χαρακτήρες. Πρέπει να έχουν μια εσωτερική συνέπεια. Η Κέητ Σμιθ δεν μπορεί ποτέ να συλληφθεί κάνοντας λαθρεμπόριο ναρκωτικών. Κάτι τέτοιο δεν θα λειτουργούσε. Κανείς δεν θα το πίστευε. Ο Αμπι Χόφμαν δεν θα εξέδιδε ποτέ ένα βιβλίο στο Stanyan Press του Rod McKuen. Φαίνεται παράλογο και δεδομένου ότι ο συγγραφέας δυσκολεύεται αρκετά να πείσει τους αναγνώστες τους να αναστείλουν τη φυσική τους δυσπιστία όσο χρειάζεται για να δεχτούν τις βασικές αρχές μιας ιστορίας - ιδιαίτερα μιας ιστορίας ε.φ. - δε σηκώνει να προσθέτει κι ένα παράλογο χαρακτήρα που λειτουργεί εκτός κειμένου.
Συνάντησα τη Σων πριν από δυο μήνες περίπου στο The Farmer's Μάρκετ. Ήταν πάντα υπέροχη. Λίγο πιο μεγάλη ίσως αλλά ηλιοκαμένη και λυγερή. Φορούσε ένα μεγάλο ανοιχτόγκριζο καπέλο που κατέβαινε χαμηλά πάνω από το ένα μάτι και μόλις είχε γυρίσει από τη Γουατεμάλα ή την Ουρουγουάη ή κάποιο παρόμοιο μέρος.
Της είπα ότι είχα σκοπό να γράψω αυτό το κείμενο. Γέλασε και με φίλησε στο μάγουλο. «Δεν πιστεύω να προσπαθείς ακόμη να πείσεις τον κόσμο ότι είμαι το μοντέλο γι' αυτή τη φοβερή ηρωίδα», είπε.
«Κανείς δεν θα σε πίστευε!»
Ίσως να είναι έτσι. Έχω όμως μια υποψία ότι κάπου στη Γουατεμάλα ή στην Ουρουγουάη ή κάπου αλλού, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, βρίσκεται ένας πλούσιος άντρας που έχει γίνει λίγο λιγότερο πλούσιος, επειδή έζησε δίπλα στη Μάγκι για λίγες βδομάδες, κι αυτός θα με πιστέψει.
Μετάφραση: Μαρίνα Λώμη


Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΙΣΥΦΟΥ – Albert Camus

Οι θεοί είχαν καταδικάσει τον Σίσυφο να κυλάει αδιάκοπα ένα βράχο ως την κορυφή ενός βουνού απ' όπου η πέτρα, με το βάρος της, ξανάπεφτε. Είχαν σκεφτεί, κάπως δικαιολογημένα, πως δεν υπάρχει πιο φοβερή τιμωρία απ' τη χωρίς όφελος κι ελπίδα εργασία.
Εάν πιστέψουμε τον Όμηρο, ο Σίσυφος ήταν ο πιο ήσυχος κι ο συνετότερος των θνητών. Μια άλλη, όμως, παράδοση τον παρουσιάζει σαν ληστή. Δε βλέπω εδώ καμιά διαφορά. Οι γνώμες διαφέρουν πάνω στα αίτια που τον ανάγκασαν να γίνει ο χωρίς κέρδος εργάτης του Άδη. Κατ' αρχάς του καταλογίζουν κάποια αστοχασιά με τους θεούς. Αποκάλυψε τα μυστικά τους. Η Αίγινα, κόρη του Ασωπού, αρπάχτηκε από τον Δία. Ο πατέρας ταράχτηκε απ' την απαγωγή και απευθύνθηκε στον Σίσυφο. Αυτός, που ήξερε για την αρπαγή, υποσχέθηκε στον Ασωπό να τον βοηθήσει, με τον όρο πως θα έδινε νερό στον Ακροκόρινθο. Για τους ουράνιους κεραυνούς, θα δεχτεί την ευλογία του νερού. Τιμωρήθηκε στον Άδη. Ο Όμηρος μας διηγείται επίσης ότι ο Σίσυφος αλυσόδεσε το Θάνατο. Ο Πλούτων δεν μπόρεσε να ανεχτεί το θέαμα της έρημης και σιωπηλής αυτοκρατορίας του. Έσπευσε να στείλει το θεό του πολέμου που ελευθέρωσε το Θάνατο από τα χέρια του νικητού του.
Λένε ακόμα πως όταν ο Σίσυφος ήταν ετοιμοθάνατος θέλησε να δοκιμάσει ανόητα την αγάπη της γυναίκας του. Τη διέταξε ν' αφήσει άταφο το πτώμα του στη μέση της δημόσιας πλατείας. Ο Σίσυφος ξαναβρέθηκε στον Άδη. Κι εκεί, θυμωμένος εξ αιτίας μιας υπακοής τόσο αντίθετης στην ανθρώπινη αγάπη, πήρε την άδεια από τον Πλούτωνα να επιστρέψει στη γη για να τιμωρήσει τη γυναίκα του. Μα όταν ξανάδε την όψη αυτού του κόσμου, γεύτηκε το νερό και τον ήλιο, τις ζεστές πέτρες και τη θάλασσα, δεν ήθελε να γυρίσει στην καταχθόνια σκιά. Οι προσκλήσεις, οι θυμοί κι οι συμβουλές δεν απέδωσαν τίποτα. Για πολλά χρόνια αφέθηκε στην καμπύλη του κόλπου, στη λάμψη της θάλασσας και στα χαμόγελα της γης.
Χρειαζόταν η επέμβαση των θεών. Ο Ερμής ήρθε να πιάσει τον θρασύ από το σβέρκο και, αποσπώντας τον απ' τις χαρές του, τον ξανάφερε με τη βία στον Άδη όπου ο βράχος του ήταν έτοιμος.
Έχουμε ήδη καταλάβει πως ο Σίσυφος είναι ο παράλογος ήρωας. Τα πάθη του τον συνιστούν περισσότερο απ' το μαρτύριο του. Η περιφρόνησή του για τους θεούς, το μίσος του για το θάνατο και το πάθος του για τη ζωή του στοίχισαν αυτό το ανείπωτο μαρτύριο, να δίνει όλο του το είναι χωρίς ανταμοιβή. Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για τα γήινα πάθη. Δε μας αφηγούνται τίποτα για τον Σίσυφο στον Άδη. Οι μύθοι φτιάχνονται για να τους ζωογονεί η φαντασία. Σ' αυτόν βλέπουμε μόνο όλη την προσπάθεια ενός τεντωμένου κορμιού ν' ανασηκώσει την πελώρια πέτρα, να τη γυρίσει και να την κάνει ν' αναρριχηθεί σε μια πλαγιά που έχει ανεβοκατέβει εκατό φορές. Βλέπουμε το συσπασμένο πρόσωπο, το κολλημένο πάνω στην πέτρα μάγουλο, τον ώμο που δέχεται το λασπωμένο όγκο, το πόδι που τον στηρίζει, τη διαστολή των μυώνων, την ανθρώπινη σιγουριά δυο χεριών γεμάτων γη. Στο έπακρο αυτής της τρομερής προσπάθειας, της μετρημένης με το χωρίς ουρανό διάστημα και το χωρίς βάθος χρόνο, ο σκοπός εκπληρώνεται. Ο Σίσυφος τότε, κοιτάζει την πέτρα να κατηφορίζει σε μερικές στιγμές προς αυτόν το χαμηλό κόσμο απ' όπου θα πρέπει να την ανεβάσει πάλι στην κορυφή. Ξανακατεβαίνει στην πεδιάδα.
Όσο διαρκεί αυτή η επιστροφή, αυτή η παύση, ο Σίσυφος μ' ενδιαφέρει. Ένα πρόσωπο που βασανίζεται τόσο κοντά στις πέτρες είναι ήδη πέτρα. Βλέπω αυτό τον άνθρωπο να ξαναπηγαίνει, βαδίζοντας βαριά μα σταθερά, προς το ατέλειωτο μαρτύριο. Αυτή η ώρα που είναι σαν μια αναπνοή και ξανάρχεται το ίδιο σίγουρα με τη δυστυχία του, αυτή η ώρα, είναι η ώρα της συνείδησης. Σε κάθε μια απ' τις στιγμές της, από τότε που αφήνει την κορυφή και κατευθύνεται σιγά - σιγά προς τις τρώγλες των θεών, είναι υπέροχος μέσα στη μοίρα του. Είναι πιο δυνατός από το βράχο του.
Εάν αυτός ο μύθος είναι τραγικός, είναι γιατί ο ήρωας του έχει συνείδηση. Πράγματι, που θα βρισκόταν ο πόνος του, εάν σε κάθε βήμα τον ενθάρρυνε η ελπίδα της επιτυχίας; Ο σύγχρονος εργάτης όλες τις μέρες της ζωής του κάνει την ίδια δουλειά κι αυτή η μοίρα δεν είναι λιγότερο παράλογη. Αλλά δεν είναι τραγικός παρά στις σπάνιες στιγμές που αποκτά συνείδηση. Ο Σίσυφος, προλετάριος των θεών, ανίσχυρος κι επαναστατημένος, ήξερε όλη την έκταση της άθλιας ύπαρξής τους: είναι εκείνη που σκέφτεται όσο διαρκή η κατάβαση του. Η σύνεση με την οποία δέχεται το μαρτύριο του συμπληρώνει την ίδια στιγμή τη νίκη του. Δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση.

Έτσι, αν η κατάβαση γίνεται για μερικές μέρες μέσα στον πόνο, μπορεί να γίνει επίσης μέσα στη χαρά. Αυτή η φράση δεν είναι υπερβολική. Φαντάζομαι ακόμα τον Σίσυφο να ξαναπηγαίνει προς το
βράχο του και τον πόνο ν' αρχίζει. Όταν οι εικόνες της γης μένουνε τόσο δυνατά στη μνήμη, όταν η επιθυμία της ευτυχίας γίνεται τόσο έντονη, στην καρδιά του ανθρώπου γεννιέται όλη η θλίψη: είναι η νίκη του βράχου, γίνεται βράχος ο ίδιος. Η αμέτρητη λύπη είναι ανυπόφορη. Είναι οι νύχτες μας στη Γεσθημανή. Μα οι αβάσταχτες αλήθειες καταστρέφουν όταν μαθαίνονται. Έτσι, στην αρχή, ο Οιδίπους υπακούει στο πεπρωμένο που αγνοεί. Η τραγωδία του αρχίζει από τη στιγμή που μαθαίνει. Αλλά τότε, τυφλός κι απελπισμένος, γνωρίζει ότι το μόνο που τον κρατάει δεμένο μ' αυτό τον κόσμο είναι το δροσερό χέρι ενός κοριτσιού και μια μεγαλόστομη φράση αντηχεί: "Παρά τις τόσες δοκιμασίες, τα γερατειά και το μεγαλείο της ψυχής μου, μου δίνουν το δικαίωμα να κρίνω πως όλα είναι καλά". Ο Οιδίπους του Σοφοκλή, σαν τον Κιρίλωφ του Ντοστογιέφσκι, δίνει έτσι τον τύπο της παράλογης νίκης. Η αρχαία σύνεση συναντιέται με το σύγχρονο ηρωισμό.
Δεν ανακαλύπτει κανείς το παράλογο αν δεν επιχειρήσει να γράψει κάποιο εγχειρίδιο ευτυχίας. "Ε, πώς, από τόσο στενούς δρόμους…;" Όμως, ένας κόσμος υπάρχει. Η ευτυχία και το παράλογο είναι δυο παιδιά της ίδιας γης. Είναι αχώριστα. Θα ήταν σφάλμα να πει κανείς πως η ευτυχία γεννιέται αναγκαστικά από την ανακάλυψη του παράλογου. Συμβαίνει το ίδιο συχνά, το συναίσθημα του παράλογου να γεννιέται από την ευτυχία. "Κρίνω πως όλα είναι καλά", λέει ο Οιδίπους, κι αυτή η φράση είναι ιερή. Αντηχεί στο βάρβαρο και περιορισμένο από τον ανθρώπινο κόσμο. Δείχνει πως τίποτα δεν είναι, δεν ήταν εξαντλημένο. Διώχνει απ' αυτό τον κόσμο ένα θεό που μπήκε μ' απληστία και με τη γεύση των ανώφελων πόνων. Από το πεπρωμένο δημιουργεί μια ανθρώπινη υπόθεση που πρέπει οπωσδήποτε να ρυθμιστεί ανάμεσα στους ανθρώπους.
Όλη η βουβή χαρά του Σίσυφου βρίσκεται εκεί. Το πεπρωμένο του του ανήκει. Ο βράχος είναι η πραγματικότητά του. Όμοια, ο παράλογος άνθρωπος όταν μελετάει το μαρτύριο του, κάνει όλα τα είδωλα να βουβαθούν. Στο ξαφνικά παραδομένο στη σιωπή του σύμπαν, υψώνονται οι χιλιάδες μικρές έκθαμβες φωνές της γης. Ασυνείδητες και μυστικές επικλήσεις, προσκλήσεις προς όλα τα πρόσωπα, αποτελούν την αναγκαία επιστροφή και το τίμημα της νίκης. Δεν υπάρχει ήλιος χωρίς σκιά και πρέπει να γνωρίσουμε τη νύχτα. Ο παράλογος άνθρωπος λέει ναι και ο αγώνας του θα είναι πια αδιάκοπος. Εάν υπάρχει ένα προσωπικό πεπρωμένο, δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή εξαιρετικής τύχης ή το πολύ να υπάρχει μια, εκείνη που κρίνεται σαν μοιραία κι αξιοκαταφρόνητη. Όσο για τις υπόλοιπες, ο άνθρωπος ξέρει πως είναι κύριος της ζωής του. Σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή που ο άνθρωπος ξαναγυρίζει στη ζωή του, ο Σίσυφος - πηγαίνοντας πάλι προς το βράχο του - μελετάει αυτή την ασύνδετη σειρά των πράξεων που γίνεται πεπρωμένο του, φτιαγμένο από τον ίδιο, απλό κάτω απ' το βλέμμα της μνήμης και σφραγισμένο σε λίγο με το θάνατό του. Έτσι, πεισμένος για την εντελώς ανθρώπινη προέλευση όλων των ανθρώπινων, τυφλός που ποθεί να δει και ξέρει πως η νύχτα είναι ατέλειωτη, βρίσκεται πάντα σε πορεία. Ο βράχος γυρίζει ακόμα.
Αφήνω τον Σίσυφο στους πρόποδες του βουνού. Πάντα ξαναβρίσκει κανείς το φορτίο του. Ο Σίσυφος όμως, συμβολίζει την ανώτερη πίστη που αρνιέται στους θεούς κι ανυψώνει τους βράχους. Κι εκείνος κρίνει πως όλα είναι καλά. Αυτό το σύμπαν, αδέσποτο στο εξής, δεν του φαίνεται άκαρπο ούτε μάταιο. Ο κάθε κόκκος της πέτρας, η κάθε λάμψη αυτού του γεμάτου νύχτα βουνού πλάθει, μονάχα γι' αυτόν, τη μορφή ενός κόσμου. Ακόμα κι ο ίδιος ο αγώνας προς την κορυφή φτάνει για να γεμίσει μια ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο.


Albert Camus
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΙΣΥΦΟΥ
δοκίμιο πάνω στο παράλογο

Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

Αύριο θα είναι πια πολύ αργά – JOHN GRIBBIN

Θα ήταν σφάλμα να μείνει κανείς με την εντύπωση ότι το μόνο πρόβλημα από την αφαίμαξη του όζοντος είναι η αύξη­ση των περιστατικών του καρκίνου του δέρματος στους αν­θρώπους με λευκή επιδερμίδα. Αυτή είναι μόνον μία από τις πολλές επιπτώσεις του προβλήματος. Ανέφερα ήδη προηγουμένως τις περιβαλλοντολογικές και κλιματολογικές συ­νέπειες. Σήμερα οι βιολόγοι, με το δεδομένο της τρύπας του όζοντος της Ανταρκτικής, προβληματίζονται γύρω από τους κινδύνους που αντιπροσωπεύει για το φυτοπλαγκτόν της επιφάνειας του ωκεανού η αυξημένη έκθεσή του στις υπεριώδεις ακτινοβολίες του Ήλιου στη νότια πολική ζώνη. Ο Σαϊέντ Ελ Σαϊέντ και οι συνάδελφοι του, από το πανεπιστή­μιο του Τέξας Α & Μ, ανακάλυψαν ότι η αυξημένη έκθεση στις υπεριώδεις ακτινοβολίες μειώνει τη δραστηριότητα του φυτοπλαγκτόν. Βέβαια, μια γνωστή φωνή θα μπορούσε
να παρατηρήσει πάνω σ' αυτό: «Άμα έχεις δει ένα φυτο­πλαγκτόν είναι σαν να τα έχεις δει όλα!». Αλλά το φυτοπλαγ­κτόν αντιπροσωπεύει τη βάση της αλυσίδας διατροφής, που από αυτήν εξαρτώνται τα ψάρια, τα μαλάκια και τα οστρακό­δερμα. Τι μας ενδιαφέρουν όμως τα ψάρια (και οι πιγκουί­νοι); Στην εφημερίδα Γκάρντιαν, στις 27 Νοεμβρίου 1987, διάβασα μιαν ανάλογη περίπτωση.
Πολλές αφρικάνικες χώρες, προκειμένου να καταπολε­μήσουν τη μύγα τσε-τσε, που προκαλεί ασθένεια του ύπνου, αποψίλωσαν ολόκληρες δασικές και ελώδεις περιοχές και τις παράδωσαν στις αγροκαλλιέργειες και την κτηνοτροφία. Με την ενέργεια αυτή. τα άγρια ζώα που δεν προσβάλλονται από την ασθένεια του ύπνου, όπως οι αντιλόπες, οι ζέβρες, οι βούβαλοι και πολλά άλλα, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν σε περιορισμένες δασικές εκτάσεις, ενώ οι ζώνες που αποψιλώθηκαν καταστρέφονται σήμερα από την υπερβολική βόσκηση και το σφυροκόπημα των οπλών των κατοικίδιων βοοειδών, και μεταμορφώνονται σε έρημους. «Αυτό είναι έ­να από τα χειρότερα πράγματα που συμβαίνουν σήμερα στην Αφρική», δήλωσε ο Ραούλ ντι Τουά, από το υπουργείο Δρυμών και Άγριων Ζώων της Ζιμπάμπουε. Βλέπουμε λοι­πόν, μια φοβερής έκτασης καταστροφή να πλήττει το κύριο σώμα της Γαίας, μακριά από τα πολικά της άκρα, εξαιτίας της καλοπροαίρετης πρόθεσης για την καταπολέμηση της μύγας τσε-τσε. Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να προβλέψει τις γενικότερες συνέπειες που θα έχει η προσβολή του φυτοπλαγκτόν της Ανταρκτικής από τις αυξημένες υπεριώδεις ακτινοβολίες, με το δεδομένο μάλιστα, ότι το φυτοπλαγκτόν, σαν βάση της ωκεάνιας αλυσίδας διατροφής, είναι πο­λύ πιο σημαντικό για τη Γαία από τις μύγες.
Η όλη υπόθεση της τρύπας του ουρανού και των συνε­πειών της για την ανθρωπότητα δεν τελειώνει εδώ. Αξίζει τον κόπο όμως να τελειώσουμε την αφήγηση αυτού του μέ­ρους της όλης ιστορίας με δυο αποσπάσματα από τα κείμενα των πρωτοπόρων ερευνητών του προβλήματος. Ο Τζο Φάρμαν που ανακάλυψε την τρύπα του όζοντος, γράφει στο άρ­θρο του που δημοσίευσε στο περιοδικό Νιου Σάιεντιστ, στις 12 Νοεμβρίου 1987, ότι «κανείς δεν μπόρεσε να προβλέψει στο παρελθόν τις αφαιμάξεις του όζοντος. Το μάθημα που μας διδάσκει το πάθημα είναι ολοφάνερο: η όλη πολιτική της παραγωγής των CFC βασίστηκε πάνω στη λανθασμένη αντίληψη ότι γνωρίζουμε απόλυτα τις διαδικασίες ελέγχου του στρώματος του όζοντος. Αλλά μέσα στα τελευταία χρό­νια αποδείχθηκε ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα». Και ο Σέρι Ρόουλαντ, μιλώντας στο Τσάπελ Χιλ, στις 11 Μαρτίου 1987, υπογράμμισε ότι, «δεν έχει κανένα νόημα μια διεθνής συμ­φωνία που να καλύπτει μόνο τη Βόρεια Αμερική, τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία, αν στον υπόλοιπο κόσμο συνεχι­στεί η αυξημένη παραγωγή και έκλυση προϊόντων CFC στην ατμόσφαιρα. Αν ο στόχος μας είναι να αποφύγουμε την αύ­ξηση της συγκέντρωσης των οργανοχλώριων στην ατμό­σφαιρα, που είναι ήδη υπεύθυνη για το άνοιγμα της τρύπας του όζοντος πάνω στην Ανταρκτική, τότε θα πρέπει να υιο­θετήσουμε μια γενική περικοπή όλων των χρήσεων κατά 95%, σε παγκόσμια κλίμακα και χωρίς καμίαν εξαίρεση».
Όπως παρατηρεί ακόμη ο Φάρμαν, η συνθήκη του Μόν­τρεαλ μας καταδίκασε σε μιαν αύξηση του χλωρίου της στρατόσφαιρας, που θα τριπλασιαστεί μέχρι το 2020, σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα — ή θα δεκαπλασιαστεί σε σύγκριση με την κατάσταση που επικρατούσε στη στρατόσφαιρα πριν αρχίσει να διαδίδεται η χρήση των CFC στον κόσμο. Και ο Ρόουλαντ συμπεραίνει ότι ακόμη κι αν γίνει κά­ποιο θαύμα και σταματήσουν αμέσως όλες οι εκλύσεις από σήμερα, η αφαίμαξη του όζοντος θα συνεχίσει να αυξάνεται κατά τα επόμενα είκοσι χρόνια, εξαιτίας της μεγάλης διάρ­κειας ζωής των CFC στην ατμόσφαιρα. Εφόσον η διάρκεια ζωής αυτών των προϊόντων φτάνει τα 120 χρόνια, αυτό ση­μαίνει από όλα τα μόρια των CFC που υπήρχαν κατά το 1987 στην ατμόσφαιρα, το 90% θα εξακολουθεί να υπάρχει κατά το έτος 2000, το 39% κατά το έτος 2100 και το 7% κατά το έτος 2300. Η βλάβη που έχουμε προκαλέσει ήδη στο στρώμα του όζοντος θα έχει συνέπειες για μας, για τα εγγόνια και τα δισέγγονα μας, κατά τους δυο επόμενους αιώνες.

JOHN GRIBBIN
TO ΟΖΟΝ ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΠΕΙΛΗ 
ΤΡΥΠΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Μετάφραση ΜΑΡΙΟΣ ΒΕΡΕΤΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΡΟΡΑ 1988

Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

Το σκαθάρι και ο θάνατος – Carlos Castaneda



...Την άλλη μέρα προχώρησα βαθύτερα στα ανατολικά βουνά. Αργά το απόγευμα, έφτασα σ’ ένα πιο ψηλό επίπεδο οροπέδιο. Για μια στιγμή νόμισα πως είχα ξανάρθει εκεί. Κοίταξα γύρω μου προσπαθώντας να προσανατολιστώ, αλλά δεν μπόρεσα ν’ αναγνωρίσω κανένα από τα γύρω βουνά. Αφού διάλεξα προσεχτικά ένα κατάλληλο μέρος στην άκρη μιας γυμνής βραχώδους περιοχής, κάθισα να ξεκουραστώ. Ένιωθα πολύ ζεστά και γαλήνια εκεί. Άνοιξα την νεροκολοκύθα μου για να φάω κάτι, αλλά ήταν αδειανή. Ήπια λίγο νερό. Ήταν ζεστό και μπαγιάτικο. Σκέφτηκα πως δεν μου έμενε τίποτε άλλο να κάνω από το να γυρίσω στο σπίτι του Δον Χουάν και άρχισα ν’ αναρωτιέμαι αν θα ‘πρεπε να πάρω το δρόμο της επιστροφής αμέσως. Ξάπλωσα μπρούμυτα κι ακούμπησα το κεφάλι στο μπράτσο μου. Δεν ένιωθα άνετα και χρειάστηκε ν’ αλλάξω θέση πολλές φορές ώσπου τέλος βρέθηκα να κοιτάζω τη δύση. Ο ήλιος είχε ήδη κατέβει χαμηλά. Τα μάτια μου ήταν κουρασμένα. Κοίταξα στο έδαφος μπροστά μου και είδα ένα μεγάλο μαύρο σκαθάρι. Είχε προβάλλει πίσω από μια πέτρα κι έσπρωχνε ένα βώλο κοπριάς δύο φορές μεγαλύτερο από τον δικό του όγκο. Παρακολούθησα τις κινήσεις του για πολλή ώρα. Το έντομο δεν φαινόταν να νοιάζεται για την παρουσία μου και συνέχισε να σπρώχνει το φορτίο του πάνω από πέτρες, ρίζες, ρωγμές κι ανωμαλίες του εδάφους. Απ’ ό,τι μπορούσα να ξέρω το έντομο δεν είχε επίγνωση της παρουσίας μου, αλλά ξαφνικά μου πέρασε η σκέψη ότι δεν μπορούσα να είμαι εντελώς βέβαιος γι’ αυτό. Η σκέψη αυτή προκάλεσε μια σειρά από λογικές εκτιμήσεις σχετικά με τη φύση του κόσμου των εντόμων σε αντίθεση με τον δικό μας. Το σκαθάρι κι εγώ βρισκόμαστε στον ίδιο κόσμο, αλλά ο κόσμος αυτός δεν ήταν προφανώς όμοιος και για τους δυό μας. Απορροφήθηκα να το  παρακολουθώ και θαύμαζα την τεράστια δύναμη που του ήταν αναγκαία για να σέρνει το φορτίο του πάνω απ’ τις πέτρες και τα κοιλώματα του εδάφους.
Παρακολούθησα το έντομο για πολλή ώρα και ξαφνικά αντιλήφθηκα τη σιωπή που βασίλευε γύρω μου. Μονάχα ο αέρας σφύριζε απαλά μέσα από τα φύλα και τα κλαδιά του θαμνότοπου. Σήκωσα το κεφάλι μου και γυρίζοντας προς τ’ αριστερά, μ’ ένα γρήγορο και ενστικτώδη τρόπο, το μάτι μου συνέλαβε μια αχνή σκιά, κάτι σαν κυμάτισμα πάνω σε μια πέτρα λίγα μέτρα μακρυά μου. Στην αρχή δεν έδωσα προσοχή, αλλά κατόπιν συνειδητοποίησα πως το κυμάτισμα βρισκόταν στ’ αριστερά μου. Γύρισα πάλι προς το μέρος του απότομα και διέκρινα καθαρά μια σκιά πάνω στην πέτρα. Είχα την παράξενη εντύπωση πως η σκιά γλίστρησε αμέσως προς τα κάτω και πως το χώμα την απορρόφησε όπως απορροφάει το στυπόχαρτο μια σταλαγματιά μελάνη. Ένα ρίγος διέτρεξε τη ράχη μου. Μου πέρασε η σκέψη ότι αυτός που παρακολουθούσε εμένα και το σκαθάρι ήταν ο θάνατος. 
Έστρεψα πάλι το βλέμμα προς το έντομο, αλλά δεν μπόρεσα να το βρω. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να είχε φτάσει στον προορισμό του και είχε αφήσει το φορτίο του να γλιστρήσει μέσα σε κάποια τρύπα του εδάφους που ήταν η φωλιά του. Ακούμπησα το σαγόνι μου πάνω σε μια λεία πέτρα.
Ξαφνικά το σκαθάρι πρόβαλε από μια βαθειά τρύπα και σταμάτησε λίγους πόντους μακρύτερα από το πρόσωπό μου. Φαινόταν να με κοιτάζει και για μια στιγμή ένιωσα ότι είχε αντιληφθεί την παρουσία μου, πιθανόν με τον τρόπου που είχα αντιληφθεί κι εγώ την παρουσία του θανάτου μου. Ανατρίχιασα. Το σκαθάρι κι εγώ δεν είμαστε και τόσο διαφορετικοί τελικά. Ο θάνατος, σαν σκιά μας παρακολουθούσε και τους δύο πίσω από ένα βράχο. Με κατέλαβε μια χαρούμενη έξαψη. Το σκαθάρι κι εγώ είμαστε ίδιοι. Κανένας μας δεν ήταν καλύτερος από τον άλλο. Ο θάνατός μας μάς εξίσωνε.
Ο ενθουσιασμός και η χαρά  με κατέκλυσαν τόσο πολύ που άρχισα να κλαίω. Ο Δον Χουάν είχε δίκιο. Είχε δίκιο σε όλα. Ζούσα σε ένα πολύ μυστηριώδη κόσμο κι όπως όλοι οι άνθρωποι ήμουν κι εγώ ένα μυστήριο ον· κι όμως δεν ήμουν σημαντικότερος από ένα σκαθάρι…

Carlos Castaneda
Ταξίδι στο Ιξτλάν
Μετάφραση Άγγελος Μαστοράκης
Εκδόσεις Καστανιώτη 1978  


Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

Το κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν – Κ. Π. Καβάφης



Η καλώς διωργανισμένη και πλουσία έκθεσις κοραλλίων κοκκινοχρόων, μελάνων και λευκών ήτις τω 1883 εφείλκυσε την προσοχήν των κατοίκων του Λονδίνου, παρεκίνησε τους ειδήμονας να δημοσιεύσωσι κριτικάς τής εκθέσεως περιγραφάς εν ταις εφημερίσιν – εν αις κυρίως επαινείτο η συλλογή τής Λαίδης Βραίσσεϊ – και εκτενείς διατριβάς επί της φύσεως του κοραλλίου. Ολίγιστοι όμως των ειδημόνων τούτων εφαίνοντο γιγνώσκοντες ότι το κοράλλιον εκτός τής αξίας αυτού ως λίθος σπάνιος και πολύτιμος, έχει και ετέραν αξίαν, μυθολογικήν· συμπέρασμα σαφώς αποδειχθέν υπό του γνωστού Γουσταύου Οππέρτ εν τω επί του Τευτονικού «Γράαλ» έργω αυτού, εις ο παραπέμπω τον αναγνώστην. 
Πρώτος ο Οβίδιος, εν ταις Μεταμορφώσεσι, διηγείται ότι του Περσέως φονεύσαντος την Μέδουσαν το επί της όχθης ρεύσαν αυτής αίμα εσχημάτισε κοράλλιον κατέχον αρετάς θεραπευτικάς. Θεραπευτικαί ιδιότητες επίσης αποδίδονται των κοραλλίω εν τω Ορφικώ ποιήματι των επιγραφομένω «Λιθική»· ως και εν μεταγενεστέρα «Λιθική», συνταχθείση περί τα 1100 μ.Χ. υπό Μαρβοδίου, επισκόπου Ρεννών, εν η φημίζεται ο πολύτιμος ούτος λίθος ως πανάκειον αποδεδειγμένης αξίας.
Ο μέγας άραψ φυσιολόγος Αβικέννης, ο περί τα 1000 μ.Χ. ακμάσας, μετεχειρίζετο το κοράλλιον εν ταις ιατρικαίς αυτού συνταγαις· και εν τω «Κατόπτρω της Φύσεως» (Speculum naturale), εκδοθέντι εν Στρασβούργω τω 1473, αφού επαναλαμβάνωνται τα υπό του Οβιδίου, Ορφικού ποιητού, και Μαρβοδίου λεγόμενα, μανθάνομεν ότι το κοράλλιον έχει την ιδιότητα τού αποδιώκειν τα απαίσια πνεύματα, διότι αι διακλαδώσεις αυτού σχηματίζουσι συχνάκις σταυρόν:

Quia fequenta parvoram ejus extensio modum crucis habet.

Δυτικός τις συγγραφεύς τού Μεσαιώνος – αγνοών, ως φαίνεται, την παραγωγήν τής λέξεως «κοράλλιον» εκ του ελληνικού ρήματος «κορέω» (στολίζω) και «αλς» (θάλασσα) – υποστηρίζει τας υπερφυσικάς αρετάς τού λίθου δι’ ιδιαιτέρας ετυμολογίας τής ονομασίας αυτού καθ’ ην πηγάζει εκ του λατινικού ουσιαστικού «cor» και του ρήματος «alere», άπερ δηλούσιν: η τροφή της καρδίας:

Qvaeritur, unde suum sint maeta coralia nomen!
Nempe quod his hominis cor aluisse datum.

Έτεροι ύμνουν την θεραπευτικήν επιρροήν ην ο λίθος ούτος εξήσκει επί των ασθενειών τού στομάχου, της αιμορραγίας, της οφθαλμίας, και του σεληνιασμού· αν και κατά τον αρχιεπίσκοπον Κύπρου Επιφάνιον τα τελευταία δύο νοσήματα ιατρεύοντο ου μόνον υπό του κοραλλίου, αλλά και υπό του τοπαζίου και ιάσπεως.
Παλαιός Γερμανός ποιητής περιορίζει την θεραπευτικήν ενέργειαν τού κοραλλίου εις τας εν παρθενία βιωσάσας γυναίκας· προσθέτει δε ότι έχει την ιδιότητα του αυξάνειν την ρώμην τών ανδρών. Τέλος, λατινικόν σύγγραμμα επιγραφόμενον «Μεταλλικόν Μουσείον» ρητώς λέγον ότι «το κοράλλιον αντιπροσωπεύει το αίμα του Χριστού» αποδίδει αυτώ πάσαν θεραπευτικήν και προφυλακτικήν δύναμιν.
Εν τη «Καταιγίδι» τού Σακεσπήρου το πνεύμα Αριήλ, εν στροφαίς πολλής λυρικής ωραιότητος, βεβαιοί τον Φερδινάνδον ότι ο πατήρ του επνίγη και ότι βυθισθέντος του σώματός του εις τα βάθη τής θαλάσσης τα οστά του μετατράπησαν εις κοράλλιον:

Of his bones is coral made

Παρά τισι μωαμεθανικοίς λαοίς τής μεσημβρινής Ρωσίας επικρατεί το έθος τού ενταφιάζειν τούς αποθανόντας συν ικανή ποσότητι κοραλλίου.

(Πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Κωνσταντινούπολις» το 1886)

Κ. Π. Καβάφη
Άπαντα Ποιήματα και Πεζά
Εκδόσεις Πάπυρος 1995


Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ∆ΥΟ ΖΩΕΣ - Ambrose Bierce

Αυτή είναι η αλλόκοτη ιστορία του Ντέιβιντ Ουίλιαµ Ντακ, όπως την διηγήθηκε ο ίδιος. Ο Ντακ είναι ένας γέρος που ζει στην Ορόρα, στο Ιλινόις, αλλά τον σέβονται σε όλη την χώρα. Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν σαν «Νεκρό Ντακ».
«Το Φθινόπωρο του 1866 ήµουν οπλίτης στο ∆έκατο Όγδοο Σύνταγµα Πεζικού. Ο Λόχος µου είχε έδρα το Οχυρό Φιλ Κέρνι, υπό τις διαταγές του Συνταγµατάρχη Κάρινγκτον. Η περιοχή συνδέθηκε λίγο ως πολύ µε την ιστορία του φρουρίου, ειδικά µετά την σφαγή από τους Σιου ογδόντα ενός οπλιτών και αξιωµατικών. ∆εν γλίτωσε κανείς. Έµειναν όλοι εκεί και πολέµησαν, παραβαίνοντας τις διαταγές του διοικητή τους, του γενναίου αλλά ριψοκίνδυνου Συνταγµατάρχη Φέτερµαν. Όταν έγινε αυτό, εγώ προσπαθούσα να παραδώσω σπουδαίες διαταγές στο Οχυρό Σ. Φ. Σµίθ, στο Μπιγκ Χορν. Το τόπος ήταν γεµάτος Ινδιάνους αγριεμένους. Μιλιούνια παντού. Γι’ αυτό ταξίδευα πάντα νύχτα και κρυβόµουν όσο καλύτερα µπορούσε πριν ξηµερώσει. Για να µην τραβάω την προσοχή τους, ταξίδευα πεζός, µε µιαν αυτόµατη καραµπίνα και προµήθειες για τρεις µέρες στο γυλιό µου.
»Την δεύτερη µέρα, ξεχώρισα ανάµεσα στα βράχια ένα στενό ένα στενό πέρασµα. Ήταν ακόµη σκοτεινά, και µου φάνηκε καλή κρυψώνα για την µέρα. Ήταν γεµάτο µεγάλα βράχια που είχαν κυλήσει από τις πλαγιές. Στην βάση ενός βράχου φύτρωναν κάτι θάµνα. Έστρωσα εκεί και το έριξα στον ύπνο. Μου φάνηκε πως δεν πρόλαβα καλά-καλά να κλείσω τα µάτια µου, παρόλο που είχε µεσηµεριάσει ήδη, όταν µε ξύπνησε µια τουφεκιά. Η σφαίρα χτύπησε στο βράχο, ακριβώς πάνω από το κεφάλι µου. Με ανακάλυψε µια οµάδα Ινδιάνων, και τώρα µε είχαν περικυκλώσει για τα καλά. Την τουφεκιά την είχε ρίξει ένας από αυτούς, αλλά δεν ήξερε σηµάδι. Βρισκόταν ψηλά πάνω στον λόφο. Ο καπνός του όπλου του τον πρόδωσε, κι έτσι πετάχτηκα όρθιος πριν προλάβει να κατέβει την πλαγιά. Έσκυψα κι άρχισα να τρέχω ανάµεσα στους θάµνους κάνοντας ελιγµούς, ενώ γύρω µου οι σφαίρες των αόρατων εχθρών έπεφταν βροχή. Τα τσακάλια δεν µε κυνήγησαν, πράγµα που µου φάνηκε παράξενο, γιατί από τα ίχνη µου θα είχαν ήδη καταλάβει πως ήµουν µόνος. ∆εν άργησα να καταλάβω τον λόγο της απραξίας τους. Καµιά κατοσταριά µέτρα πιο κάτω αναγκάστηκα να σταµατήσω το τρέξιµο. Το φαράγγι, που µου είχε φανεί για πέρασµα µέσα στην νύχτα, σταµατούσε στο κοίλωµα ενός σχεδόν οριζόντιου και εντελώς γυµνού βράχου. Είχα πιαστεί σαν τον ποντικό στην φάκα. ∆εν χρειαζόταν να µε κυνηγήσουν. Απλά να περιµένουν.
»Και περίµεναν. ∆υο µέρες και δυο νύχτες, καραδοκούσαν στην κορυφή του λόφου, πίσω από τα θεριεµένα δέντρα. ∆υο µέρες και δυο νύχτες, µε την πλάτη κολληµένη στον βράχο, περίµενα την πείνα, την δίψα, κι απελπιζόµουν πως κανείς δεν θα µε γλίτωνε, κι έριχνα καταπάνω τους, όπου έβλεπα καπνό από όπλο, και µου έριχναν κι αυτοί. Φυσικά, την νύχτα δεν τολµούσα να κλείσω τα µάτια. Η αγρύπνια ήταν το µεγαλύτερο µαρτύριο.
»Θυµάµαι το πρωί της τρίτης µέρας, που ήξερα πως θα ήταν η τελευταία µου. Θυµάµαι, κάπως ακαθόριστα, πως πάνω στην απελπισία µου άρχισα να παραληρώ. Πετάχτηκα ακάλυπτος κι άρχισα να ρίχνω στα τυφλά. ∆εν θυµάµαι τίποτε άλλο από εκείνη την µάχη.
»Το επόµενο πράγµα που κατάφερα να φέρω στο µυαλό µου ήταν ένα ποτάµι. Σύρθηκα από το νερό στην όχθη του, καθώς έπεφτε η νύχτα. Ήµουν ολόγυµνος και δεν ήξερα που βρισκόµουν. Ταξίδευα όλη-νύχτα νότια. Κρύωνα, τα πόδια µου µε πονούσαν. Χάραζε όταν βρέθηκα µπροστά στο Οχυρό Σ. Φ. Σµιθ, στον προορισµό µου, αλλά χωρίς τα έγγραφα που θα έπρεπε να τους φέρω. Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα ήταν ο Ουίλιαµ Μπρίσκο, ένας Λοχίας που τον γνώριζα καλά. Φαντάζεσαι την έκπληξή του όταν µε είδε σ’ αυτήν την κατάσταση; Την δική µου να δεις, όταν µε ρώτησε ποιος διάολος ήµουν.
‘Ο Ντέιβ Ντακ’ απάντησα. ‘Ποιος άλλος;’
»Με κοίταξε σαν νυχτοπούλι.
‘Θα ’θελες’ είπε, και παρατήρησα πως τραβήχτηκε λίγο. «Τι τρέχει;» πρόσθεσε.
»Του εξήγησα τι µου συνέβη την προηγουµένη. Με άκουσε προσεκτικά, συνεχίζοντας να µε καρφώνει µε το βλέµµα του. Ύστερα είπε: ‘Φιλαράκο µου, αν είσαι ο Ντέιβ Ντακ, τότε οφείλω να σε πληροφορήσω πως σε έθαψα πριν από δύο µήνες. Βγήκα µε µια µικρή περίπολο και βρήκαµε το πτώµα σου κόσκινο από τις σφαίρες, µε το κεφάλι φρεσκογδαρµένο, και ολίγον τι ακρωτηριασµένο, εκεί που λες πως σε πλάκωσαν οι Ινδιάνοι. Λυπάµαι. Έλα στην σκηνή µου να σου δείξω τα ρούχα σου και µερικά γράµµατα που κουβαλούσες. Τα έγγραφα τα έχει ο ∆ιοικητής’.
»Πραγµατικά, µε πήγε στην σκηνή του, µου έδειξε τα ρούχα που φορούσα και τα γράµµατα που είχα στην τσέπη µου. ∆εν έκανε κανένα σχόλιο. Ύστερα, µε πήγε στον ∆ιοικητή, ο οποίος άκουσε την ιστορία µου, και διέταξε ψυχρά τον Μπρίσκο να µε βάλει στο κρατητήριο. Καθώς µε πήγαινε εκεί, του είπα:
‘Μπιλ Μπρίσκο, είσαι σίγουρος πως έθαψες το πτώµα που φορούσε αυτά τα ρούχα;»
‘Σιγουρότατος’ απάντησε. ‘Ήταν ο Ντέιβ Ντακ, εντάξει; Όλοι τον γνωρίζαμε. Γι’ αυτό, το καλό που σου θέλω είναι ν’ αφήσεις τα παραμύθια, παλιοαπατεώνα, και να πεις ποιος είσαι’.
‘Και τι δεν θα ’δινα να μάθω’ είπα εγώ.
»Μια βδομάδα αργότερα, δραπέτευσα από το κρατητήριο, κι απομακρύνθηκα όσο περισσότερο μπορούσα. ∆υο φορές έψαξα να βρω εκείνο το μέρος που πέρασα τα πάνδεινα. ∆εν κατάφερα τίποτε».
Ambrose Bierce
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Για το Σύντομον του Βίου [Κεφάλαια 8 & 9] - Σενέκας


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 
Συχνά απορώ όταν βλέπω κάποιους να ζητούν το χρόνο των άλλων και αυτούς που οι άλλοι τους ζητούν το χρόνο τους να είναι επιεικείς. Και οι δυο καρφώνουν το βλέμμα στην αναζήτηση του χρόνου, και όχι σε αυτούς ή στον ίδιο το χρόνο. Σαν να είναι τίποτε αυτό που τους ζητούν και τίποτε αυτό που τους δίνεται. Οι άνθρωποι είναι επιπόλαιοι με το πολυτιμότερο αγαθό στον κόσμο, αλλά κάνουν σαν να μη το βλέπουν επειδή είναι κάτι άυλο, επειδή δεν το αντιλαμβάνεται η ματιά τους, και γι’ αυτόν το λόγο θεωρείται κάτι φτηνό - ούτε καν, θεωρείται κάτι που σχεδόν δεν έχει καθόλου αξία. Οι άνθρωποι συγκεντρώνουν μεγάλα αποθέματα από συντάξεις και επιδόματα, με αντάλλαγμα εργασία ή υπηρεσίες ή προσπάθεια. Αλλά κανείς δεν δίνει αξία στο χρόνο. Όλοι τον χρησιμοποιούν αφειδώλευτα, σαν να μην κοστίζει τίποτε. Αλλά κοιτάξτε πώς οι ίδιοι άνθρωποι πέφτουν στα πόδια των γιατρών αν αρρωστήσουν και δουν τον κίνδυνο του θανάτου να τους πλησιάζει, δείτε πόσο έτοιμοι είναι αν απειληθούν με θανατική ποινή να δαπανήσουν όλα τα υπάρχοντά τους προκειμένου να κρατηθούν στη ζωή! Τόσο ευμετάβλητα είναι τα συναισθήματά τους. Αλλά, αν ο καθένας γνώριζε τα χρόνια ζωής που του απομένουν, όπως γνωρίζει τα χρόνια που έζησε, πόσο θα αναστατώνονταν όσοι θα έβλεπαν ότι τους απομένουν λίγα χρόνια, με πόση οικονομία θα τα ζούσαν! Και πάλι όμως, είναι εύκολο να διαθέσουν ένα ποσό το οποίο είναι εξασφαλισμένο, όσο μικρό και αν είναι αυτό. Αλλά πρέπει κάποιος να δια-φυλάξει πιο προσεκτικά αυτό το οποίο δεν ξέρει πότε τελειώνει. Παρά ταύτα δεν υπάρχει λόγος να υποθέσεις ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν πόσο πολύτιμο αγαθό είναι ο χρόνος. Έτσι, όσοι αγαπούν με μεγάλη αφοσίωση, συνηθίζουν να λένε ότι είναι έτοιμοι να δώσουν κάποια από τα χρόνια τους στον αγαπημένο τους. Και όντως τα προσφέρουν, χωρίς να το αντιλαμβάνονται. Αλλά το αποτέλεσμα της προσφοράς τους είναι ότι και οι ίδιοι υποφέρουν από την απώλεια, χωρίς επιπλέον να αυξάνουν τα χρόνια ζωής των αγαπημένων τους. Αλλά το κυριότερο που αγνοούν είναι ότι υποφέρουν από αυτή την απώλεια. Έτσι, είναι αβάσταχτο να φεύγει κάτι που είναι χαμένο χωρίς να έχει κανείς αντιληφθεί κάτι τέτοιο. Και όμως κανείς δεν θα φέρει πίσω τα χρόνια, κανείς δεν θα παραχωρήσει περισσότερα. Η ζωή θα εξακολουθήσει το δρόμο της, και ούτε θα γυρίσει πίσω ούτε θα διορθώσει την πορεία της. Θα παραμείνει αθόρυβη, δεν θα σου θυμίσει πόσο γρήγορα περνά. Σιωπηλή θα συνεχίσει να γλιστρά. Δεν θα γίνει πιο μεγάλη, επειδή θα το προστάζει ένας βασιλιάς ή θα το χειροκροτήσει το κοινό. Όπως άρχισε την πρώτη μέρα, έτσι θα συνεχίσει. Δεν θα στρίψει πουθενά, δεν θα καθυστερήσει πουθενά. Και ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Είχες απορροφηθεί, η ζωή πέρναγε βιαστικά. Εν τω μεταξύ, ο θάνατος θα φτάσει στην πόρτα σου, και για αυτόν, εκών άκων, πρέπει να βρεις χρόνο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 
Δεν μπορεί να υπάρξει τίποτε πιο ανόητο από την άποψη αυτών που καυχώνται για την προνοητικότητα τους. Μένουν εξαντλητικά απασχολημένοι προκειμένου να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να ζήσουν καλύτερα. Περνούν τη ζωή τους με το να ετοιμάζονται να ζήσουν! Βρίσκουν το νόημα της ζωής με το βλέμμα σε ένα απώτατο μέλλον. Και όμως, η αναβολή είναι η μεγαλύτερη σπατάλη ζωής. Τους στερεί από την κάθε μέρα, τους στερεί το τώρα με την υπόσχεση ενός μετά. Το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη ζωή είναι η προσμονή, που εξαρτάται από το αύριο και σπαταλά το σήμερα. Τακτοποιείς ό,τι είναι στα χέρια της Τύχης και αφήνεις να περνά ό,τι βρίσκεται στο δικό σου χέρι. Πού κοιτάζεις άραγε; Πού αποσκοπείς; Όλα όσα πρόκειται να συμβούν, βρίσκονται στην αβεβαιότητα. Ζήσε τη ζωή σου αμέσως! Δες πώς κραυγάζουν οι μεγαλύτεροι ποιητές και, σαν από θεία έμπνευση, τραγουδούν το σωτήριο άσμα: 

Η ευτυχέστερη μέρα της ταπεινής 
ζωής των θνητών 
είναι πάντα αυτή που πρώτη 
γοργοδιαβαίνει. 

«Γιατί καθυστερείς;» λέει. «Γιατί είσαι νωθρός; Αν δεν αδράξεις τη μέρα, αυτή ξεγλιστρά». Ακόμη και αν την αδράξεις, συνεχίζει να ξεγλιστρά. Παρά ταύτα πρέπει να ανταγωνίζεσαι με τον ίδιο το χρόνο πόσο γρήγορα τον χρησιμοποιείς, όπως όταν πρέπει να πιεις γρήγορα από ένα χείμαρρο που ορμά χωρίς να ξεχειλίζει πάντα. Και επίσης, ο ποιητής το διατυπώνει αξιοθαύμαστα για να απορρίψει τη μομφή για την ατέρμονη καθυστέρηση, μιλώντας όχι «για την καλύτερη εποχή», αλλά «για την καλύτερη μέρα». Γιατί, όσο άπληστος και να είσαι, αφήνεις μπροστά σου μήνες και χρόνια να περνούν, ασυλλόγιστα και αργά, παρ’ ότι ο χρόνος περνά τόσο γρήγορα; Ο ποιητής σού μιλά για τη μέρα, γι’ αυτή τη μέρα που πετά και χάνεται. Υπάρχει, λοιπόν, καμία αμφιβολία ότι για τους άτυχους θνητούς, ήτοι για ανθρώπους που είναι απασχολημένοι σε διάφορα, η ευτυχής ημέρα δεν είναι η πρώτη που φεύγει; Τα γηρατειά τούς εκπλήσσουν, ενώ το μυαλό τους είναι ακόμη παιδιάστικο, και φτάνουν σε αυτά ανέτοιμοι και άοπλοι, αφού δεν έχουν προετοιμαστεί για αυτά. Πέφτουν πάνω τους ξαφνικά και αναπάντεχα, δεν παρατήρησαν ότι έρχονταν όλο και πιο κοντά μέρα με τη μέρα. Όπως η συζήτηση ή το διάβασμα ή η βαθιά ενασχόληση με κάποια ζητήματα σαγηνεύουν, αποσπούν την προσοχή του ταξιδιώτη, και διαπιστώνει ότι έχει φτάσει το τέλος του ταξιδιού του πριν καταλάβει ότι πλησίαζε, ακριβώς έτσι συμβαίνει και με το ατέρμονο και τόσο γρήγορο ταξίδι της ζωής, το οποίο κάνουμε με την ίδια μακαριότητα είτε κοιμόμαστε είτε είμαστε ξύπνιοι. Όσοι είναι αφηρημένοι, το αντιλαμβάνονται μόλις τελειώνει.

Σενέκας
Για το Σύντομον του Βίου
Μετάφραση Ελένη Παπαντωνίου
Εκδόσεις το Ποντίκι 2009

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025

Το Πλέγμα - Jorge Luis Borges

 

Στάζει κάθε τόσο
η βρύση στην αυλή
μοιραία σαν το θάνατο του Καίσαρα.
Και τα δυό είναι μέρη του πλέγματος
που αγκαλιάζει
τον ατέρμονα και άναρχο κύκλο,
της Φοινίκης την άγκυρα,
τον πρώτο λύκο και το πρώτο αρνί,
την ημερομηνία του θανάτου μου
και το χαμένο θεώρημα του Φερμά*.
Τούτο το σιδερένιο υφάδι
οι στωικοί το θεωρούσαν πύρινο
που πεθαίνει και ξαναγεννιέται σαν τον Φοίνικα.
Είναι το μέγα δέντρο των αιτίων
και των συνεπειών που διακλαδίζονται,
στα φύλλα του βρίσκεται η Ρώμη και η Χαλδαία
και όσα βλέπουν τα κεφάλια του Ιανού.
Το σύμπαν είναι ένα από τα ονόματα του.
Κανείς δεν το 'χει δει ποτέ
ούτε μπορεί όμως να δει και τίποτ' άλλο.

*Pierre Fermat: Γάλλος μαθηματικός (1601 – 1665)

Jorge Luis Borges
Ποιήματα [Ο Αριθμός (La Cifra) 1981]
Μετάφραση Δημήτρης Καλοκύρης
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2006

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025

Ο Σατανάς ινκόγνιτο Κεφάλαια Ι & XXVIII - Νίκος Τσιφόρος

Κεφάλαιο Ι
Είχε ένα δίπλωμα Νομικής και γαλάζια όνειρα. Είχε κι ένα παλιό παντελόνι γκρι, φαγωμένο στα καπούλια. Βοηθός ενός «παρ' άπασι τοις δικαστηρίοις» μαιτρ, μοίραζε τις μέ­ρες του στα «δημόσια καταστήματα» και σε μια πολυθρόνα με φαγωμένη ράχη. Τις νύχτες έπινε μπύρα και πήγαινε στις φτηνές γυναικούλες. Σε δυο χρόνια απόχτησε χρέη και τη βεβαιότητα πως δεν θα τα εξοφλήσει ποτέ. Κι έθαψε τα γαλάζια όνειρα.
-Δεν θα φτάσω ποτέ κάπου, λέει στον φίλο του. Απελπίστηκα.
-Γιατί δεν αυτοκτονείς;
-Θα το σκεφτώ. Καληνύχτα.
Δεν αυτοκτόνησε εξ αιτίας μιας μικρής μοδιστρούλας με μεγά­λο τακούνι. Έπρεπε να την παίρνει απ' το εργαστήρι της κάθε βρά­δυ και να την πηγαίνει σ' ένα πάρκο. Εκεί τη γέμιζε φιλιά και σκέδια. Εκείνη τα φόρτωνε όλα, στις εννιά ακριβώς, στο λεωφορείο και τα κουβαλούσε σ' ένα σπίτι φτωχικό, με μια λάμπα του πε­τρελαίου που φώτιζε τα κρεμασμένα μουστάκια κάποιου πα­τριάρχη. Τη ρωτούσανε πάντοτε.
-Τώρα σκόλασες;
Κι έλεγε «ναι» σε φυσικό χρωματισμό. Πριν μπει είχε αφήσει τα κραγιόνια στο μαντηλάκι της.
Τον σκεφτότανε πάντα ύστερα απ' τη σούπα και λογάριαζε τον καιρό που θα παντρευόντησαν. Μα σαν απελπίστηκε γι' αυτόν τον γάμο άκουσε κάποιον γέρο κύριο που την κάλεσε σε μια λιμουζί­να με καλοριφέρ. Εκείνος δεν έκλαψε. Όταν ο «μαιτρ» τον κάλε­ σε στο γραφείο του, πήγε βαρετά.
-Θ α πάτε στο Λιμεναρχείο.
-Δεν θα πάω πουθενά. Παραιτούμαι. Χαίρετε.
Βγήκε στον δρόμο έδωσ' ένα τάλληρο στον ζητιάνο της γωνιάς.
-Και τώρα τι θα κάνεις; είπε ο φίλος του. Θα δικηγορήσεις μο­ναχός σου;
-Όχι. Τη σιχαίνουμαι αυτή τη δουλειά. Κάθε δουλειά είναι βρω­μιά και ιδρώτας.
-Και τι θ' απογίνεις;
-Θα πάω περίπατο.
Για πείσμα έκανε περίπατο ένα μήνα. Ύστερα πήγε στο θέατρο να δει το έργο κάποιου ακαδημαϊκού. Χασμουρήθηκε στην πρώ­τη πράξη κι αποκοιμήθηκε στη δεύτερη. Ακούμπησε κιόλας το κε­φάλι του στον ώμο της διπλανής κυρίας. Εκείνη διαμαρτυρήθηκε.
-Τ ο παθαίνετε συχνά αυτό;
-Κάθε φορά που παρακολουθώ έργα ακαδημαϊκών.
Η κυρία γέλασε γιατί είχε πάει στο θέατρο με πρόγραμμα να γε­λάσει. Τον κάλεσε και στο σπίτι της.
-Χρειάζομαι έναν άνθρωπο έξυπνο για τις υποθέσεις μου, είπε. Θέλετε να γίνετε γραμματέας μου;
Και γίνηκε γραμματέας της. Κουβάλησε κιόλας τα ρούχα του. Δυο πουκάμισα, δυο γραβάτες και τρεις κάλτσες. Την τέταρτη την είχε χάσει. Πήρε και μισθό. Η δουλειά ήτανε κουραστική. Έγραφ' ένα γράμμα τη βδομάδα, τις άλλες ώρες πάχαινε και χασμουριότανε.
«Είμαι τεμπέλης», σκεφτότανε. «Είμαι τεμπέλης γιατί έτσι μ' αρέσει και γιατί οι άνθρωποι είναι ηλίθιοι. Πιστεύουνε πως τα ερ­τζιανά κύματα γίνανε για να παίζουνε τα ραδιόφωνα και πως ο Σαμψών σκότωσε τους Φιλισταίους μ' ένα σαγόνι γαϊδάρου. Ανοίγουνε μαγαζιά και πουλάνε ο ένας του άλλου κάτι, το βράδυ πάνε στα σπίτια τους σκοτωμένοι από την κούραση και απολαμβάνουν "της οικογενειακής θαλπωρής και γαλήνης" εξόν αν μαλώσουνε με τη γυναίκα τους γιατί το φαΐ ήτανε τσαγγό. Ευχαριστούνε κάποιον Ύψιστο ή βρίζουνε μια Τύχη ανάλογα με το περιεχόμενο της τσέ­πης τους. Πριν πεθάνουνε σκέφτουνται την αιωνιότητα. Είναι έντι­μοι, σιχαίνουνται τις πόρνες, μα τρέχουνε σ' αυτές. Λένε την αλή­θεια όταν δεν πρέπει να πουν ψέματα, οι συφιλιδικοί γεμίζουνε αρρώστια τους γερούς, οι γιατροί ζητάνε προκαταβολές για να εξασκήσουνε το "κοινωφελές έργο" τους. Οι παπάδες παίζουνε ρόλο μαστρωπού μεταξύ Θεού και πιστών. Όλοι κλέβουνε. Οι έμποροι στο ζύγι, τα γκαρσόνια στον λογαριασμό, οι δάσκαλοι κλέβουνε το Δημόσιο. Κάνανε όμως νόμους για τους κακούς. Κακός είναι όποιος δεν πάει με τα νερά των καλών. Άμα σκοτώσεις είσαι κακός. Ο Να­πολέοντας ήτανε καλός. Είναι κι οι σοφοί. Οι σοφοί βρήκανε τον ηλεκτρισμό, την έδρα της ψυχής και το ρετσινόλαδο. Έτσι σώθηκε η ανθρωπότητα. Αν ήμουνα άρχοντας θα τους κρέμαγα πρώτους. Την ανθρωπότητα τη φτιάχνουν οι γυναίκες. Καμαρώνουνε γι' αυ­τό. Σαν είναι μάλιστα και Κλεοπάτρες πίνουνε στο λικέρ τους μαργαριτάρια. Όσες δεν είναι Κλεοπάτρες πίνουνε μαργαριτάρια imitation. Κατά τη γνώμη μου, κάθε άνθρωπος μόλις γεννιέται πρέ­πει να πηγαίνει για ύπνο και να ξυπνάει τη μέρα που θα πεθάνει. Τα δικαστήρια να γίνουνε κοιτώνες. Τα σχολεία να γίνουνε κοι­τώνες. Να κάψουνε τα βιβλία κι εκείνους που γράφουνε βιβλία. Να κάψουνε τα φάρμακα, τα γραμματόσημα και τους μπακάληδες. Τα χαρτονομίσματα να γίνουνε χαρτιά της τουαλέτας. Όποιος μιλάει για "μελλοντική καλυτέρευση" να του κόβουνε τη γλώσσα. Όποιος πιστεύει στα "ιδανικά" να τον ζεύουνε στα κάρα. Να λειώσουνε τις καμπάνες γιατί δεν μας αφήνουνε να κοιμηθούμε τις Κυ­ριακές. Τους ποιητές να τους ξουρίσουνε στο κεφάλι. Άμα δεν έχουνε μαλλιά δεν είναι πια ποιητές. Τις παρθένες να τις βγάλου­νε στη λοταρία. Παρθένα λέγεται μια γυναίκα που επιτρέπεται να τα κάνει όλα, εξόν από κείνο για το οποίο πλάστηκε. Οι παρθένες διαφέρουνε απ' τις γυναίκες. Αν κλείσεις δέκα παρθένες σ' ένα σπί­τι, λέγεται "Παρθεναγωγείο". Αν κλείσεις δέκα γυναίκες, λέγεται "παλιόσπιτο"».
Και ξαπλωνότανε τ' ανάσκελα.
***
Κεφάλαιο  XXVIII
Ήτανε μια καλύβα από χοντρά κούτσουρα. Μπροστά απλω­νότανε το φιόρντ, πιο πάνω το βουνό γεμάτο σοβαρά δέ­ντρα. Σαν την αγόρασε, βάλθηκε να σκαρώσει ένα τζάκι, πήρε κι ένα σκύλο με κίτρινα μάτια και μια κοπέλα με μακριές πλε­ξούδες. Ήτανε κάποια Ίνγκριδ που φορούσε πόλκα με μπλε γύρο. Την αντάμωσε στο χωριό, μια ώρα δρόμο, και την παντρεύτηκε.
Στον θαμπό ήλιο άπλωνε τα δίχτυα του, να στεγνώσουνε. Τη βάρκα του, τη βάφτισε κι αυτή Ίνγκριδ, γιατί δεν έβρισκε άλλο πρόχειρο όνομα. Η Ίνγκριδ με τις πλεξούδες καμάρωνε γι' αυτό. Σαν δούλευε τραγουδούσε κάτι αλλιώτικους σκοπούς, γιομάτους γαλήνη, με μια φωνή συρτή και χαδιάρικη. Εκείνος ξεκουραζότανε να την ακούει, καθισμένος σε μια χοντρή πολυθρόνα και σκαλίζο­ντας τη φωτιά με μια βαρειά τσιμπίδα.
Σε βολικόν καιρό έμπαινε στην ξύλινη Ίνγκριδ και πήγαινε μα­κριά στα περάσματα, να βγάλει ασημένια ψάρια που σπαρταρούσανε. Τα έδινε στο μαγαζί του χωριού, το αφεντικό, που ήτανε καλός άνθρωπος, τα ζύγιζε προσεχτικά και του γέμιζ' ένα ζεμπίλι από άλλα φαγώσιμα. Του 'δινε και φτηνό καπνό και σαπούνι, χωρίς να τον κλέβει. Ύστερα πίνανε ένα ποτηράκι μαζί και χαιρετιόντουσαν.
-Αντίο Γιάνσεν.
-Η καλή ώρα μαζί σου, Μάνος.
Κι άραζε μπροστά στην πόρτα του την Ίνγκριδ, ακούγοντας το τραγούδι της Ίνγκριδ της άλλης, που τον περίμενε γιομάτη αγάπη κι υποταγή. Τότε χάιδευε το κεφάλι του σκύλου και καθότανε ξένοιαστος μπροστά σ' ένα πιάτο που άχνιζε. Ύστερα κάπνιζε σ' ένα μακρύ τσιμπούκι. Έλεγε:
«Είμαι μονάχος; Κανένας δεν με ξέρει, δεν σκορπάω ούτε αγά­πη ούτε μίσος. Τα μαλλιά μου γίνανε γκρίζα και τα καθρεφτίζω στα νερά του φιόρντ. Εκεί μέσα έσβησα τους φλογισμένους μου πόθους μακριά απ' τ' ανθρώπινα χνώτα. Γύρεψα την ευτυχία κο­ντά στους άλλους. Μα σαν κατάλαβα πως κανένας δεν μπορεί να μου τη δώσει, έφτιασα μια ξύλινη καλύβα για να στεγάσω τη σβη­σμένη μου ύπαρξη. Ο θάνατος θα 'ρθει, μια χειμωνιάτικη νύχτα και θα με βρει γελαστόν κι αμέριμνο. Δεν θα μείνω ούτε αναμνηστική επιγραφή τάφου, ούτε κάντρο οικογενειακής πινακοθήκης, έτσι θ' απολαύσω όλη τη μακαριότητα της μετριότητας».
Χάιδευε τα μαλλιά της Ίνγκριδ. Εκείνη κοκκίνιζε από ευχαρί­στηση, σαν την άφηνε τραγουδούσε με πιότερο κέφι. Ήτανε ένα ζώο καλόβολο κι ευγενικό, τα δόντια της άσπρα, τα μάτια της γα­λάζια και γελαστά. Ο σκύλος το ίδιο. Κι οι δυο μαζί δεν υποσχόντουσαν. Δίνανε όσο μπορούσαν. Ο αέρας της μοναξιάς τους είχε μάθει να δέχουνται κάθε κατάσταση με απάθεια, χωρίς έκπληξη, και να τρυγάνε τη χαρά όταν ερχότανε.
Μια φορά τόλμησε να του πει:
-Την Κυριακή έχει μπάλλο, κάτω στο χωριό.
Και την πήγε στον μπάλλο. Βρέθηκε τότε σ' έναν κύκλο από ανθρώπους σαν την Ίνγκριδ, όλοι τον υποδεχτήκανε με χαρά και του χαμογελούσανε κάθε φορά που περνούσανε μπροστά του, χορεύοντας.
Τότε ένοιωσε μέσα του μια συγκίνηση, μια βουρκωμένη και με­λαγχολική ευτυχία. Τράβηξε μόνος του σ' έναν περίπατο και κά­θισε σ' έναν βράχο.
«Αυτό λέγεται μακαριότητα», συλλογίστηκε. «Και βρίσκεται μακριά, πολύ μακριά, σ' ένα φιορντ ακίνητο που σε κάνει να ξε­χνάς το κάθε τι. Κι αν ακόμα σιχαινόμουνα τους ανθρώπους... δω πάνω ξέχασα πώς σιχαίνονται... τα ξέχασα όλα».
-Μείνε να χορέψεις, γέλασε στην Ίνγκριδ.
Ο Γιάνσεν τον κέρασε πάλι ένα ποτηράκι και τον χτύπησε στην πλάτη.
-Φεύγεις; Να σε πάω λίγο δρόμο.
Του μιλούσε για τα μικρά νέα δέντρα.
-Πρέπει να τα προσέξουμε. Αλλιώς θα φυτρώσουνε άσκημα. Γίνονται τόσο όμορφα αν τα προσέξεις.
Και τον άφησε στα μισά της καλύβας.
Ο Μάνος τράβηξε μόνος. Περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό. Η νύχτα ζύγωνε γκρίζα και μαβιά.
Γκρίζα σαν την ανάμνηση και μαβιά σαν την απογοήτευση...
                                                         Αθήνα, Ιούνιος 1957


Νίκος Τσιφόρος
Ο Σατανάς ινκόγνιτο
Εκδόσεις Ερμής 


Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

Τα δεκατρία ντόμινα - Ναπολέων Λαπαθιώτης

Ήταν περασμένα πια μεσάνυχτα –μπορεί και τρεις η ώρα, το πρωί– κι η τρέλα του χορού είχε φτάσει πια στο κατακόρυφο, όταν τα δεκατρία μαύρα ντόμινα παρουσιαστήκανε στη σάλα, και στάθηκαν μαζί, κάπως παράμερα, δίπλα στην τετράφυλλη τη θύρα που χώριζε την κεντρική, πλημμυρισμένη σάλα απ’ το μακρύν τεράστιο διάδρομο.
Φορούσαν εντελώς όμοιο κοστούμι –μαύρο, με πυκνές νταντέλες γύρω και με μεγάλη φουντωτή κουκούλα–, εξόν απ’ το μεσαίο, το ψηλότερο, που είχε, σα για διακριτικό του, στο πλευρό, στα χέρια και στα πόδια, πέντε μεγάλους φιόγκους ανοιχτούς, μ’ ένα χρώμα κόκκινο σαν αίμα.
Πώς μπήκαν, δεν κατάλαβε κανένας. Καθένας όμως απ’ τους καλεσμένους σχημάτισεν αμέσως την πεποίθηση, πως δεν μπορούσε παρά να ήταν, βέβαια, κάποιοι πολύ οικείοι του σπιτιού –πάρα πολύ οικείοι του σπιτιού– για να ’ρθουν με τόσο θάρρος, τέτοιαν ώρα.
Κι εξάλλου στο λαμπρόν αυτό χορό οι καλεσμένοι ήταν όλοι ένας κι ένας. Ο αμφιτρύων της βραδιάς εκείνης – ένας γέρος απ’ την Αίγυπτο, βαθύπλουτος αλλά και ξακουστός γλεντζές στα νιάτα του πασίγνωστος και κοσμογυρισμένος, είχε την πρόνοια, σ’ εκείνη τη συγκέντρωση –και είχε καταβάλει πολλή μέριμνα και προσοχή για να το κατορθώσει– να μη λείψει τη βραδιάν εκείνην απ’ το σπίτι του κανέν’ απ’ τα επίσημα ονόματα που φιγουράρουν στις εφημερίδες. Και τα είχε καταφέρει τόσο τέλεια, ώστε να μαζευτεί μες στα σαλόνια του όλο σχεδόν το άνθος κι η αφρόκρεμα της «ανωτάτης αριστοκρατίας»… Γι’ αυτό, καθένας είχε λόγους να πιστεύει ότι κι αυτά τα δεκατρία ντόμινα, δεν ήταν δυνατό παρά ν’ ανήκουν, άλλο τόσο βέβαια κι εκείνα, σ’ αυτή την περιζήτητην αφρόκρεμα – αν κανένας έκρινε, ιδίως, απ’ τις πολύ κομψές, λουσάτες κι ομοιόμορφες, τις υπερπολυτελείς περιβολές, με τις οποίες ήταν όλα τους ντυμένα.
Ο οικοδεσπότης, αρχοντάνθρωπος, φιλομειδής και φρακοφορεμένος, με μια μεγάλη και βαρύτιμη καμέλια στην ανθισμένη πάντα μπουτονιέρα του, έτυχεν εκείνη τη στιγμή να είναι κάπως απασχολημένος με το μαέστρο και τους μουσικούς, και δεν τους είδε όταν έμπαιναν στη σάλα, να τους προϋπαντήσει καθώς έπρεπε. Όταν ξαναγύρισε στη σάλα, το μαύρο ντόμινο που ήταν αρχηγός, προχώρησε με θάρρος προς το μέρος του κι έβαλε το δάχτυλο στα χείλη. Κι εκείνος χαμογέλασε συγκαταβατικά, κάνοντας ένα μορφασμό πολύ πολύ αστείο, σα να τον είχε τάχατες γνωρίσει – αν και δεν είχε καταλάβει τίποτε, ούτε κι έβαλε με το νου του ποιοι να ήταν.
Απόψε ήταν άλλωστε βραδιά του μυστηρίου. Δε θέλησε να μάθει πιο πολλά. Κι εξάλλου, ήταν βέβαιος κι ο ίδιος, πως η παρέα με τα μαύρα ντόμινα θα είχε δώσει δίχως άλλο τ’ όνομά της στον άνθρωπο με τη λευκή κορδέλα, που ήταν εξεπίτηδες βαλμένος να παίρνει τα ονόματα, στη σκάλα.
Κι όμως η σάλα, μ’ όλη της την κίνηση, απ’ τη στιγμή που είχαν μπει, κάπως περίεργα, τα σιωπηλά εκείνα ντόμινα, είχε πάρει μια καινούριαν όψη, χωρίς κανένας να μπορεί να πει γιατί: τα φώτα έλαμπαν πολύ πιο ζωηρά, η ατμοσφαίρα γιόμισεν αρώματα. Τα γέλια κι οι κουβέντες των ανθρώπων, είχαν πάρει κάποιον τόνο χαμηλότερο, σα μια συνεσταλμένην επιφύλαξη – κι ένας τρελός πιερότος, σκανταλιάρης, πιο τολμηρός από τις άλλες μάσκες, που θέλησε με τρόπο να πειράξει το ψηλότερο μεσαίο μαύρο ντόμινο και να του ρίξει χαρτοπόλεμο στο στόμα, σταμάτησε λιγάκι σαστισμένος…
Ως κι η μουσική, με το μαέστρο της, που σ’ αυτό το αναμεταξύ έκαν’ ένα σχετικό διάλειμμα, αντί ν’ αρχίσει τον πρεπούμενο χορό, καθώς αναφερότανε στο πρόγραμμα –άρχισε να παίζει απροσδόκητα ένα σκοπό πρωτάκουστο, βαρύ επίσημο και κατανυκτικό, μια σοβαρή, καινούρια μελωδία, που δεν την ήξερε κανένας απ’ τους γύρω, και θύμιζε σα νότες αρμονίου! Επειδή όμως όλ’ οι καλεσμένοι της ιστορικής βραδιάς εκείνης –κι ο ίδιος ίσως οικοδεσπότης– ήταν κάπως προετοιμασμένοι για κάθε είδους έκπληξη και ιδιοτροπία –η εφευρετικότητα του γερο-τραπεζίτη ήταν πολύ γνωστή και σεβαστή και δε χωρούσε καν αμφιβολία για το πετυχημένο της το γούστο– κανένας τους δε θέλησε να δώσει σ’ όλ’ αυτά άλλη σημασία σοβαρότερη…
Κι ακριβώς την εποχήν εκείνη όλος ο κόσμος έλειπε στον πόλεμο. Την ίδια μάλιστα βραδιά της εσπερίδος, είχ’ έρθει, κάπως μυστικά, η είδηση μιας αληθινής καταστροφής: δεν ξέρω πόσες μεραρχίες πεζικού είχαν υποστεί πανωλεθρία. Οι απώλειες δεν είχαν μαθευτεί, αλλά φαίνεται να ήταν τρομερές… Δώδεκα χωριά είχαν καεί.
Όλος ο τόπος ήταν βυθισμένος στην ταραχή, στη λύπη και στο πένθος… Το καρναβάλι, με την ευθυμία του, περνούσεν εντελώς απαρατήρητο, τα κέντρα, όλα, έμεναν κλειστά – κι αν δεν υπήρχαν μερικά μεγάλα πλουσιόσπιτα να εξακολουθούν, εδώ κι εκεί, την καλοπέρασή τους και τα γλέντια τους, υπήρχε φόβος τη χρονιά εκείνη όλ’ οι καημένοι αυτοί άνθρωποι, οι πλούσιοι, να μείνουν δίχως να διασκεδάσουν! Κι ο μόνος τρόπος να διασκεδάζουν, ήταν να δίνουν μεταξύ τους εσπερίδες, να διοργανώνουν συγκεντρώσεις μ’ όλη την παλιάν επισημότητα και ν’ ανοίγουν μια χαρμόσυνη παρένθεση –χαρμόσυνη για κείνους μοναχά– στη γενική κατήφεια και θλίψη!
Κι ίσως αυτή να ήταν η καλύτερη, από απόψεως και γούστου και σπατάλης, απ’ όλες τις επίσημες εκείνες συγκεντρώσεις. Όλο το μέγαρο, απ’ άκρη σ’ άκρη έλαμπε, παρ’ όλα τα κλειστά παράθυρά του. Ένα πλήθος αυτοκίνητα κι αμάξια (υπήρχαν βλέπετε ακόμα και τ’ αμάξια), ήταν παραταγμένα, δίχως φώτα και σε διπλή σειρά, μπροστά στην πόρτα – και μέσ’ απ’ τα διπλά τριπλά παράθυρα, μέσ’ απ’ τις κρυσταλλένιες μπαλκονόπορτες, παρ’ όλο το ερμητικό τους κλείσιμο, έφεγγαν οι μεγάλοι πολυέλαιοι γιατ’ οι παλιοί μεγάλοι πολυέλαιοι δεν είχαν τότε εντελώς καταργηθεί ακόμα. Ο μακρινός αντίλαλος της μουσικής στο δρόμο έφθανε κάπως εξασθενημένος, δίνοντας στους λιγοστούς ανήξερους διαβάτες, τους βιαστικούς, τους αργοπορημένους, τη στιγμιαία κι ακαθόριστην εντύπωση δεν ξέρω ποιου ονειρεμένου παραδείσου κλειστού για κείνους κι απαγορευμένου…
Κι εξάλλου, για να πούμε την αλήθεια, το μαντάτο της καταστροφής είχ’ έρθει τόσο ξαφνικά κι αργά που δεν πρόφταινε κανείς να κάνει τίποτε: οι προετοιμασίες είχαν γίνει, οι προσκλήσεις είχαν μοιραστεί, οι κυρίες είχαν βάλει τα κοστούμια τους – η πολυέξοδη εκείνη εσπερίδα δεν ήταν τρόπος για ν’ αναβληθεί! Δυο τρία πρόσωπα επίσημα, μονάχα –υπουργοί και πρέσβεις, δηλαδή– είχαν ειδοποιήσει, λίγο πριν, πως θα ’στελναν μονάχα τις κυρίες τους. Κι εξαιτίας ακριβώς εκείνης της εξαιρετικής ανωμαλίας, καθένας πίστευε και το σιγοψιθύριζε, πως και τα μαύρα ντόμινα εκείνα ήταν ενδεχόμενο να κρύβουν κάποιους απ’ τους μεγάλους επισήμους που οι δυσάρεστες εκείνες περιστάσεις τούς ανάγκαζαν να ’ρθουν κάπως «ινκόγκνιτο», ανώνυμα και διακριτικά, και να κρατήσουν μερικά προσχήματα για ν’ αποφύγουν σχόλια εις βάρος τους…
Και γι’ αυτό, δεν έβγαζαν τις μάσκες τους.
Είχαν σταθεί σιωπηλοί στην άκρη, και κατά σύμπτωση διαβολική, αλήθεια –γιατί κι εκείνοι ήταν δεκατρείς!– μπροστά σ’ έναν παλιό μεγάλο πίνακα, βαλμένον μέσα σε χρυσή κορνίζα με το Χριστό και με τους Αποστόλους –αντίγραφο, δεν ξέρω ποιου ζωγράφου, του «Μυστικού», του «Δείπνου» του ντα Βίντσι. Και κοίταζαν, ακίνητα, τη σάλα.
Σε λίγο όμως σιγά σιγά, ο χορός άρχισε ξανά να ζωηρεύει.
Τ’ άνθη κι οι χρωματιστές κορδέλες άρχισαν πάλι να διασταυρώνονται, ο χαρτοπόλεμος να δίνει και να παίρνει, και τα μπουκέτα με τους μενεξέδες να πέφτουν και να ρίχνονται βροχή!
Οι μπουκάλες της σαμπάνιας άδειαζαν – κι ο μπουφές, με τα λουσάτα του γκαρσόνια, δεν πρόφταινε να στέλνει παγωτά…
Κι ο μαέστρος με το χέρι σηκωμένο, έδινε τώρα, ξαφνικά, το σύνθημα του πιο τρελού, γνωστού, χορού της μόδας!
Τα ζευγάρια γλιστρούσαν στο παρκέτο με κινήσεις αφηνιασμένες – ο ίλιγγος βασίλευε και πάλι…
Ένας ιππότης μάλιστα κομψότατος, με μια χαριτωμένη κολομπίνα ήταν ανεβασμένοι στο τραπέζι –ένα μακρύ τραπέζι καρυδένιο που ακουμπούσαν τα ποτήρια της σαμπάνιας– και χόρευαν εκεί με τόση χάρη, που όλοι γύρω τούς χειροκροτούσαν και στο τέλος τούς σήκωσαν στα χέρια και τους έφεραν με «ζήτω» στο μπουφέ!
Η σάλα όλη έπαιρνε τον τόνο της κραιπάλης…
Πλησίαζε σχεδόν να ξημερώσει.
Σε λίγο στα παράθυρα, θαμπό και μακρινό, πρόβαλε μόλις αμυδρά το χρώμα της αυγής.
Τότε ξαφνικά το μαύρο ντόμινο –εκείνο με τους κόκκινους, μεγάλους πέντε φιόγκους– άφησε τη θέση που στεκόταν, προχώρησε στο μέρος του μαέστρου κι απότομα του κράτησε το χέρι… Η παγκέτα έπεσε στο πάτωμα.
Η μουσική σταμάτησε μεμιάς.
Τα ζευγάρια έμειναν ακίνητα.
Έπειτα προχώρησε στον τοίχο και σήκωσε τα μάτια του ψηλά.
Κι έγινε τότε κατιτίς απίστευτο, κάτι που έμοιαζε πραγματικά με θαύμα.
Όλα τα φώτα έσβησαν απότομα.
Ο τοίχος πήρε βάθος ξαφνικά, και μέσα στο μεγάλο του τετράγωνο –εκεί που ήταν η εικόνα του ντα Βίντσι– σα σε οθόνη κινηματογράφου, φάνηκ’ ένα τοπίο χιονισμένο, το κομμάτι μιας βουνοπλαγιάς μ’ ένα μουντό, σκοτεινιασμένον ουρανό. Στο μπροστινό του μέρος ακριβώς ήταν σωριασμένα πλήθος πτώματα πλαγιασμένα το ’ν’ απάνω στ’ άλλο, με τα κρανία κατατσακισμένα και με σπασμένες ραχοκοκαλιές…
Όπλα ματωμένα, λασπωμένα, μάτια, μυαλά, βγαλμένα και χυμένα, χέρια, πόδια, δάχτυλα κομμένα – όλα στοιβαγμένα, μπερδεμένα, σ’ έναν απερίγραπτο σωρό!...
Κι ένας βόγκος, ένας βόγκος μακρινός, μια φοβερή κι ανήκουστη κατάρα, ένα μεγάλο τραγικό ανάθεμα, έβγαινε μέσ’ απ’ τη μεγάλη μαύρη μάζα! Ένας μεγάλος βόγκος ατελεύτητος, σα μουγκρητό, μαζί και σα φοβέρα που ξεπερνούσε πέρα το διάστημα κι έφτανε ως τα βάθη τ’ ουρανού!...
Κι ένα κρύο, ένα κρύο σουβλερό –ένας αέρας βουερός και μολυσμένος– μια μεγάλη μπόρα δυνατή, φύσηξε και πάγωσε τη σάλα, κι ήρθε παντού, και ράντισε, πιτσίλισε με λύσσα, τα στήθη τα γυμνά των κυριών!...
Τ’ όραμα δε βάσταξε πολύ.
Τα φώτα άναψαν και πάλι ξαφνικά – κι η σάλα του χορού παρουσιάστηκε καλοβαλμένη καθώς ήταν πριν, σα να μην είχε τίποτε συμβεί! Κι η περίφημη εικόνα του ντα Βίντσι, μες στη χρυσή βαρύτιμη κορνίζα της, βρισκόταν πάλι απαράλλαχτα στη θέση της…
Μες στη φασαρία και τον τρόμο, μες στη γενικήν αλλοφροσύνη, όλοι γύρω βάλαν τις φωνές:
«Τι τρέχει;!... Τι συμβαίνει;! Τι συμβαίνει!;…».
Πολλές κυρίες με τα «ντεκολτέ» τους έπεφταν χάμω λιποθυμισμένες, άλλες έμπηχταν βαθιά ξεφωνητά.
Τώρα, όλοι τους, ποιος λίγο ποιος πολύ, ένιωθαν μες στην πρώτη τους χαμάρα, αλλά με τρόπον εντελώς συγκεχυμένο, πως το τραγικό εκείνο θαύμα, η τραγική εκείνη οπτασία, δεν είχε γίνει φυσικά κι ανθρώπινα – από κάποιον κατεργάρη ίσως, από κανέναν ίσως λωποδύτη, που θέλησε να φέρει αναστάτωση, να δημιουργήσει πανικό, για να κάμει τη δουλειά του πιο καλά (αν και, κι αυτό, πώς ήταν δυνατόν!;)… Ένιωθαν πως αυτό που τους συνέβη, δεν ήταν φάρσα του οικοδεσπότη, ούτε κι είχε όνομα στη γλώσσα των ανθρώπων – αλλά πως ήταν κάτι τερατώδες, ασύλληπτο και υπερφυσικό!...
Η παρέα με τα μαύρα ντόμινα ήρθε στο μυαλό του καθενός η παρέα με τα μαύρα ντόμινα κι εκείνη τώρα είχε γίνει άφαντη!
Όλοι τώρα τρέξανε παντού, ρίχνοντας κάτω βάζα, πολυθρόνες, αναποδογυρίζοντας καρέκλες, ψάχνοντας πίσω από έπιπλα και ρούχα, πίσω από μπουφέδες και καθρέφτες, να βρουν χωμένους σε καμιά γωνιά τους υπερφυσικούς αυτούς αγνώστους…
Ο οικοδεσπότης ήταν έξαλλος κι έτρεχε δώθε κείθε σαν τρελός… Έκαμαν το σπίτι άνω κάτω. Κατέβηκαν ως κάτω στις κουζίνες κι ως στις σκάλες της υπηρεσίας.
Όλες οι πόρτες ήταν κλειδωμένες.
Έφεραν γύρο σ’ όλα τα πατώματα, άνοιξαν κάσες, έσπασαν λουκέτα. Δε βρήκαν ίχνος ξένου, πουθενά.
Έτρεξαν τότε στις κρεβατοκάμαρες – και πρώτα πρώτα στου οικοδεσπότη.
Όλα τα πράματα βρισκόντουσαν στη θέση τους – οι καναπέδες, τα ντουλάπια, το κρεβάτι. Και μοναχά στον τοίχο, στη γωνιά, σκεπασμένος απ’ την κουνουπιέρα, στα σίδερα του πρώτου κρεβατιού –έργο παλιό, δεν ξέρω ποιου τεχνίτη– απόμερος, επίσημος και μόνος, φέγγοντας με μια λάμψην ασυνήθιστη, γαλήνιος και υπερφυσικός– ήταν ένας μικρός Εσταυρωμένος…


Ναπολέων Λαπαθιώτης
Διηγήματα και άλλα πεζά
Φιλολογική επιμέλεια: Τραϊανός Μάνος
Πρωτεύουσα μεταπτυχιακή εργασία
Κατατέθηκε στον τομέα Μ.Ν.Ε.Σ. της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. το 2012

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

Η ΣΦΙΓΓΑ - Edgar Allan Poe

Τον καιρό που βασίλευε στη Νέα Υόρκη η φρίκη της χολέρας, είχα δεχτεί την πρόσκληση ενός συγγενή μου να περάσω μαζί του δεκαπέντε μέρες στο αναχωρητήριό του, ένα εξοχικό σπίτι στις όχθες του Χούδσωνα. Εκεί είχαμε ολόγυρά μας όλα τα συνηθισμένα μέσα καλοκαιρινής ψυχαγωγίας - και με τους περιπάτους στο δάσος, την ιχνογραφία, την κωπηλασία, το ψάρεμα, το κολύμπι, τη μουσική και τα βιβλία θα περνούσαμε αρκετά ευχάριστα τον καιρό μας, αν δεν υπήρχαν οι φοβερές ειδήσεις που έφταναν κάθε πρωί απ' την πολυάνθρωπη πόλη. Δεν περνούσε ούτε μέρα που να μη μας φέρει το νέο για το θάνατο κάποιου γνωστού μας. Σιγά - σιγά, όσο απλωνόταν η συμφορά, μάθαμε να περιμένουμε καθημερινά το χαμό κάποιου φίλου. Στο τέλος τρέμαμε κάθε φορά που ζύγωνε κάποιος μαντατοφόρος. Ακόμα κι ο αέρας που ερχόταν απ' τα νότια μας φαινόταν ότι μύριζε θάνατο. Αυτή η φοβερή σκέψη κυρίεψε πέρα για πέρα την ψυχή μου. Δεν μπορούσα να μιλήσω ούτε να σκεφτώ ούτε να ονειρευτώ τίποτ' άλλο. Ο οικοδεσπότης μου είχε λιγότερο ευσυγκίνητη ιδιοσυγκρασία, και, παρόλο που το ηθικό του ήταν πολύ πεσμένο, προσπαθούσε ν' ανυψώσει το δικό μου. Η πλούσια φιλοσοφική του διάνοια δεν επηρεαζόταν ποτέ από φανταστικά γεγονότα. Έδειχνε αρκετή ευαισθησία στο χειροπιαστό τρόμο, αλλά τη σκιά του δεν τη φοβόταν.
Οι προσπάθειές του να με βγάλει από την αφύσικη κατάθλιψη, στην οποία είχα βυθιστεί, έμεναν άκαρπες, και σ' αυτό έφταιγαν σε μεγάλο βαθμό κάτι τόμοι που είχα βρει στη βιβλιοθήκη του. Οι τόμοι αυτοί ήταν ό,τι έπρεπε για να βλαστήσουν τα όποια σπέρματα κληρονομικής δεισιδαιμονίας υπήρχαν μέσα μου σε λανθάνουσα κατάσταση. Διάβαζα αυτά τα βιβλία χωρίς να το ξέρει ο οικοδεσπότης μου, κι έτσι αυτός αδυνατούσε συχνά να εξηγήσει τις ζωηρές εντυπώσεις που είχαν χαραχτεί στη φαντασία μου.
Ένα από τα προσφιλή μου θέματα ήταν η λαϊκή πίστη στους οιωνούς -μια πίστη που, εκείνη την περίοδο της ζωής μου, είχα την τάση να την υπερασπίζω. Πάνω σ' αυτό το ζήτημα κάναμε πολύωρες και ζωηρές συζητήσεις- εκείνος υποστήριζε ότι η πίστη σε τέτοια πράγματα είναι ολότελα αστήριχτη, ενώ εγώ ισχυριζόμουν ότι ένα λαϊκό αίσθημα που γεννιέται τόσο αυθόρμητα -δηλαδή χωρίς τα εξωτερικά σημάδια της υποβολής- έχει μέσα του οπωσδήποτε στοιχεία αλήθειας και δικαιούται ν' απαιτεί το σεβασμό μας.
Το γεγονός είναι πως, λίγο μετά την άφιξή μου στο εξοχικό, μου συνέβη ένα περιστατικό τόσο ανεξήγητο και, όπως έδειχνε, τόσο σημαδιακό, ώστε ίσως να δικαιολογούμαι που το πήρα για κακό οιωνό. Το περιστατικό αυτό με τρομοκρατούσε και ταυτόχρονα με σάστισε τόσο πολύ, που πέρασαν πολλές μέρες πριν αποφασίσω να μιλήσω στο φίλο μου γι' αυτό.
Κατά το γέρμα μιας πολύ ζεστής μέρας, καθόμουν, μ' ένα βιβλίο στο χέρι, πλάι σ' ένα ανοιχτό παράθυρο, με πανοραμική θέα προς τις όχθες του ποταμού, όταν πρόσεξα ένα μακρινό λόφο, που η πιο κοντινή πλευρά του είχε απογυμνωθεί από τα περισσότερα δέντρα της εξαιτίας μιας κατολίσθησης. Από ώρα οι σκέψεις μου πετούσαν από το βιβλίο που κρατούσα στα χέρια μου στο ζόφο και την ερήμωση της γειτονικής πόλης. Όταν σήκωσα τα μάτια μου από τη σελίδα, έπεσαν πάνω στη γυμνή πλαγιά του λόφου και πάνω σ' ένα αντικείμενο -σε κάποιο ζωντανό τέρας με φρικιαστική εμφάνιση, που κατέβαινε γρήγορα την πλαγιά, ώσπου τελικά εξαφανίσθηκε στο πυκνό δάσος που απλωνόταν πιο κάτω. Όταν πρωτοείδα αυτό το πλάσμα, ένιωσα αμφιβολίες για την πνευματική υγεία μου, ή τουλάχιστον για την αξιοπιστία των ματιών μου, και πέρασαν πολλά λεπτά πριν καταφέρω να πείσω τον εαυτό μου πως ούτε τρελός ήμουν ούτε ονειρευόμουν. Ωστόσο, αν περιγράψω το τέρας (που το είδα καθαρά και το παρακολούθησα ψύχραιμα σ' όλη του την πορεία), φοβάμαι πως οι αναγνώστες μου θα δυσκολευθούν να πεισθούν γι' αυτές τις λεπτομέρειες περισσότερο απ' όσο δυσκολεύτηκα εγώ ο ίδιος.
Υπολογίζοντας το μέγεθος του πλάσματος από τη διάμετρο των χοντρόκορμων δέντρων, πλάι στα οποία πέρασε -των λιγοστών γιγάντων του δάσους που είχαν γλιτώσει από τη μανία της κατολίσθησης- συμπέρανα ότι ήταν πολύ μεγαλύτερο από κάθε πλοίο της γραμμής που υπάρχει. Λέω πλοίο της γραμμής, γιατί αυτή την εντύπωση έδινε το σχήμα του τέρατος- το κύτος ενός δίκροτου των εβδομηντατεσσάρων πυροβόλων δίνει μια αρκετά πιστή εικόνα για το γενικό περίγραμμα αυτού του πλάσματος. Το στόμα του ζώου βρισκόταν στην άκρη μιας προβοσκίδας με μάκρος εξήντα ως εβδομήντα πόδια και με πάχος όσο περίπου το κορμί ενός συνηθισμένου ελέφαντα. Κοντά στη ρίζα αυτής της προβοσκίδας υπήρχε ένα τεράστιο πλήθος από μαύρες, ανάκατες τρίχες -περισσότερες απ' όσες θα έβγαιναν από είκοσι βουβάλια- και μέσα απ' αυτό το τρίχωμα πρόβαλλαν προς τα κάτω και τα πλάγια δυο γυαλιστεροί χαυλιόδοντες, όχι ανόμοιοι με τους χαυλιόδοντες ενός αγριογούρουνου, αλλά ασύγκριτα μεγαλύτεροι. Παράλληλα στην προβοσκίδα, και σε κάθε πλευρά της, εκτεινόταν από μια γιγαντιαία κεραία, με μάκρος τριάντα ως σαράντα πόδια, που έδειχνε ν' αποτελείται από καθαρό κρύσταλλο και σχημάτιζε ένα τέλειο πρίσμα -μάλιστα αντανακλούσε με λαμπρό τρόπο τις αχτίνες του ήλιου που βασίλευε. Ο κορμός του τέρατος είχε σχήμα σφήνας, με την αιχμή προς τα κάτω. Απ' αυτόν ξεφύτρωναν δυο ζευγάρια φτερά, που το καθένα τους είχε μήκος γύρω στις εκατό γιάρδες- το ένα ζευγάρι ήταν πάνω στο άλλο κι όλα τα φτερά ήταν σκεπασμένα με πυκνά μεταλλικά λέπια- κάθε λέπι φαινόταν να έχει διάμετρο δέκα με δώδεκα, πόδια. Πρόσεξα πως τα πάνω και τα κάτω φτερά, συνδέονταν με μια γερή αλυσίδα. Αλλά το πιο παράξενο πράγμα σ' αυτό το φρικιαστικό ον ήταν η εικόνα μιας Νεκροκεφαλής, που σκέπαζε σχεδόν ολόκληρη την επιφάνεια του στήθους του και ήταν τόσο πιστά χαραγμένη, με άσπρο αστραφτερό χρώμα, πάνω στο μαύρο φόντο του σώματος, που θα 'λεγε κανείς πως τη ζωγράφισε εκεί μ' επιμέλεια κάποιος καλλιτέχνης. Καθώς κοίταζα αυτό το φοβερό ζώο, και ιδιαίτερα τη μορφή που υπήρχε πάνω στο στήθος του, με αίσθημα δέους και φρίκης -μ' ένα αίσθημα επερχόμενης συμφοράς, που στάθηκε αδύνατο να το υπερνικήσω με το λογικό μου- είδα τα πελώρια σαγόνια που υπήρχαν στην άκρη της προβοσκίδας ν' ανοίγουν ξαφνικά, κι από μέσα τους βγήκε ένας ήχος τόσο δυνατός και θρηνητικός, που τάραξε τα νεύρα μου σαν πένθιμη κωδωνοκρουσία, κι όταν το τέρας εξαφανίσθηκε στα ριζά του λόφου σωριάστηκα μεμιάς λιπόθυμος στο πάτωμα.
Όταν συνήλθα, η πρώτη μου σκέψη ήταν φυσικά να πληροφορήσω το φίλο μου γι' αυτό που είχα δει κι ακούσει -και μου είναι σχεδόν αδύνατο να εξηγήσω ποιο αίσθημα απέχθειας μ' εμπόδισε τελικά να το κάνω.
Τελικά, ένα βράδυ, τρεις ή τέσσερις μέρες έπειτα απ' το περιστατικό, καθόμασταν μαζί στο ίδιο δωμάτιο όπου είχα δει εκείνο το πλάσμα. Εγώ καθόμουν στην ίδια θέση, πλάι στο ίδιο παράθυρο, ενώ ο φίλος μου ήταν ξαπλωμένος σ' ένα ντιβάνι εκεί κοντά. Η σύμπτωση του τόπου και του χρόνου μ' έκανε να του περιγράψω το φαινόμενο που είχα δει. Αυτός μ' άκουσε ως το τέλος. Στην αρχή γέλασε με την καρδιά του, ύστερα όμως το φέρσιμό του έγινε πολύ σοβαρό, σαν να μην αμφέβαλε καθόλου ότι ήμουν τρελός. Εκείνη τη στιγμή είδα και πάλι καθαρά το τέρας, στο οποίο και έστρεψα την προσοχή του φίλου μου με μια κραυγή απερίγραπτου τρόμου.
Αυτός κοίταξε καλά, αλλά ισχυρίσθηκε πως δεν έβλεπε τίποτα -αν και του περιέγραψα καταλεπτώς την πορεία εκείνου του εφιαλτικού πλάσματος, που ροβόλησε και πάλι τη γυμνή πλαγιά του λόφου.
Τώρα ήμουν αναστατωμένος όσο δεν λέγεται, γιατί θεώρησα ότι το όραμα αυτό ήταν ή σημάδι του θανάτου μου, ή, πράγμα ακόμα χειρότερο, προάγγελος μιας κρίσης μανίας. Σωριάστηκα απελπισμένος στην καρέκλα μου και για κάμποση ώρα κράτησα το πρόσωπό μου κρυμμένο στα χέρια μου. Όταν ξεσκέπασα τα μάτια μου, το τερατώδες ον δεν φαινόταν πια.
Ο οικοδεσπότης μου, όμως, είχε ξαναβρεί ως ένα βαθμό το ήρεμο φέρσιμό του και μου έκανε εξονυχιστικές ερωτήσεις για την εμφάνιση εκείνου του εξωπραγματικού πλάσματος. Όταν ικανοποίησα όλες τις απορίες του, αυτός αναστέναξε βαθιά, σαν να είχε ανακουφισθεί από κάποιο αβάσταχτο βάρος, και, με μια αταραξία που μου φάνηκε απάνθρωπη εξακολούθησε να μιλάει για διάφορα φιλοσοφικά ζητήματα, για τα οποία συζητούσαμε συχνά ως εκείνη τη στιγμή. Θυμάμαι ότι, ανάμεσα σ' άλλα πράγματα, επέμενε ιδιαίτερα στην ιδέα ότι η κύρια πηγή πλάνης σε κάθε ανθρώπινη έρευνα είναι η τάση του λογικού να υποτιμά ή να υπερτιμά τη σημασία ενός αντικειμένου, από κακό υπολογισμό της απόστασής του στο χώρο ή στο χρόνο. «Λόγου χάρη», είπε, «για να εκτιμήσουμε σωστά την επίδραση που θ' ασκήσει γενικά στην ανθρωπότητα η διάχυση της Δημοκρατίας, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας την απόσταση της εποχής, στην οποία θα έχει ίσως ολοκληρωθεί αυτή η διάχυση. Μπορείς να μου πεις ένα συγγραφέα, απ' όσους ασχολούνται με το ζήτημα της διακυβέρνησης των ανθρώπων, που να καταδέχτηκε ποτέ να εξετάσει αυτή την πτυχή του ζητήματος;»
Στο σημείο αυτό σταμάτησε για μια στιγμή, πήγε σ' ένα ράφι με βιβλία κι έβγαλε ένα από τα συνηθισμένα εγχειρίδια φυσικής ιστορίας. Κατόπιν, παρακαλώντας με ν' αλλάξω θέση μαζί του, για να μπορεί να διαβάσει καλύτερα τα ψιλά γράμματα του βιβλίου, τράβηξε την πολυθρόνα μου κοντά στο παράθυρο και, ανοίγοντας το βιβλίο, εξακολούθησε να μιλάει στον ίδιο τόνο όπως και πριν.
«Αν δεν μου περιέγραφες με τόσες λεπτομέρειες το τέρας», είπε, «ίσως να μη μπορούσα ποτέ να σου αποδείξω τι ήταν». Πρώτα απ' όλα, όμως, άφησέ με να σου διαβάσω μια σχολική περιγραφή για το γένος σφίγγα, της οικογένειας των νυκτιιδών, της τάξης των λεπιδόπτερων, της ομοταξίας τον εντόμων. Ιδού η περιγραφή:
«Τέσσερα μεμβρανώδη φτερά, σκεπασμένα με μικρά έγχρωμα λέπια που έχουν μεταλλική εμφάνιση - το στόμα σχηματίζει μια περιελιγμένη προβοσκίδα, που δημιουργείται από την επιμήκυνση των χειλέων - στα πλάγια της προβοσκίδας βρίσκονται υποτυπώδη σαγόνια και χνουδωτά εξαρτήματα- τα κατώτερα φτερά συνδέονται με τα ανώτερα χάρη σε μια σκληρή τρίχα, οι κεραίες έχουν τη μορφή επιμηκυσμένων ροπάλων και σχήμα πρίσματος- η κοιλιά είναι οξύληκτη. Η «σφίγγα - νεκροκεφαλή» σκορπίζει συχνά τον τρόμο στους αμαθείς, εξαιτίας της μελαγχολικής κραυγής που βγάζει και των συμβόλων του θανάτου που στολίζουν το θώρακά της».
Σ' αυτό το σημείο ο φίλος μου έκλεισε το βιβλίο κι έγειρε προς τα εμπρός, παίρνοντας τη στάση ακριβώς που είχα όταν αντίκρισα «το τέρας».
«Α, νάτο», φώναξε ξαφνικά. «Ξανανεβαίνει την πλαγιά του λόφου, κι ομολογώ πως έχει πολύ παράξενη εμφάνιση. Ωστόσο, με κανένα τρόπο δεν είναι τόσο μεγάλο ούτε τόσο μακρινό όσο φαντάστηκες - γιατί, καθώς σκαρφαλώνει τούτο δω το νήμα, που κάποια αράχνη ύφανε στο παράθυρο, διαπιστώνω πως το μήκος του είναι το πολύ γύρω στο ένα δέκατο έκτο της ίντσας, κι άλλο τόσο απέχει επίσης από την κόρη του ματιού μου».


Edgar Allan Poe 
Ο άγγελος του παράξενου και άλλες ιστορίες
Μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ
Εκδόσεις Αιγόκερως 2000