.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

Νίκος Νικολαϊδης - Ο οργισμένος βαλκάνιος

Φίλους δεν είχε, κολλητούς δηλαδή. Καμιά φορά καθόταν στο στέκι, στη γωνιά της μάντρας δυό τετράγωνα πιο κάτω και τα ψιλολέγανε με τα παιδιά της γειτονιάς.
Ο Γιώργος ο Γιουγκοσλάβος, τον λέγαν έτσι γιατί φορούσε χειμώνα καλοκαίρι κόκκινες ελβιέλες, ο Κούλης, ο Αντώνης ο Κοκόνιεφ, ο βούδας, ο Γιωργέλης, ο Τάκης, ο Φασόλας που τράβαγε κάτι μανούλια απ' τα Πατήσια κι ένα σωρό πιτσιρικάδες της καρπαζιάς.
Ο Φάνης δεν τους άφηνε σε χλωρό κλαρί κι όποτε του δινότανε η ευκαιρία τους έβαζε μπροστά και τους τα 'λεγε έξω απ' τα δόντια, αλλά όταν τα πράγματα σκουραίνανε αυτοί βουρλιάζανε και κοίταζαν ψηλά, και να πεις ότι δεν ήτανε μαχητικοί, στα Ιουλιανά τους είχανε μαυρίσει οι μπάτσοι, πέφταν μες στα όλα, αλλά στο φινάλε κάπου χάνανε. Καλά παιδιά, τους έφτανε να τους χαρίσεις αυτό που τους έκλεψες, πρέφα δεν παίρνανε. Ερχόντουσαν τα βράδια μ' ανοιγμένα κεφάλια και σκισμένα ρούχα κι ήτανε ευτυχισμένοι απ' το παραμύθι.
Τους γαμήσαμε τους μπάτσους, του 'λεγαν.
Αρχίδια γαμήσατε, τους έλεγε κι αυτός.
Γιατί ρε Φάνη, του 'λεγε ο Γιωργέλης με παράπονο, αφού κατέβηκες κι εσύ.
Εγώ κατέβηκα για πάρτη μου ρε κορόιδα, τους απαντούσε κι εκεί τελείωνε η συζήτηση. Τι να τους πεις.
Από γυναίκες τίποτα, χρόνια στη δίαιτα. Οι ντόπιες μεγαλοπιανόντουσαν με κάτι Μερσεντές και τους σνομπάρανε, κάτι εικοσάρες με σπυριά ψάχνανε για γαμπρό, τουρίστριες δεν πατούσανε απο κει, τις αδελφές τους δεν τις πειράζανε, έπεφτε η μαλακία σύννεφο. Πήρανε και μια φορά τον Φασόλα από πίσω, όταν τους είπε ότι πάει να βρει τα μανούλια και τον πιάσανε στα κάτω Πατήσια αγκαλιά μ' ένα πούστη μες στο καλοκαιρινό σινεμά.
Κάποτε είχε χτυπήσει μια δεκαεξάρα απ' του Γκύζη, καλή κοπέλα και χαρούμενη. Ητανε καστανή χοντρούλα και γαλανομάτα. Ο,τι και να της έλεγε γελούσε. Κακάριζε με το τίποτα και τον είχε κάνει νούμερο μια φορά στο σινεμά, αλλά την έκανε μεγάλη πλάκα και δεν του πήγαινε να της μιλήσει άσχημα. Ασε, που τον τελευταίο καιρό είχε τραβηχτεί με κάτι λινάτσες και δεν γούσταρε να ξαναπέσει στο έτσι στυλ, την άφηνε λοιπόν να γελάει σα χάνος. Μια φορά που την στρίμωξε και πήγε να της βάλει χέρι, άρχισε να κακαρίζει σαν κότα, και του άρπαξε τα δάχτυλα. Γαργαλιότανε λέει όταν την ψαχούλευαν κι ο φάνης δεν της ξανακόλλησε. Ρόζα τη λέγανε.
Κάνανε παρέα καμιά εικοσαριά μέρες και ξαφνικά μια μέρα τον έστησε. Πήγε στο Φροντιστήριό της τ' άλλο αππόγευμα και της ζήτησε εξηγήσεις. Του δικαιολογήθηκε κάτι για τη μάνα της και του ξανάδωσε ραντεβού κι αυτός πήγε και τον ξαναέστησε. Αλλά ο Φάνης δεν το 'βαλε κάτω και ξαναπήγε και την βρήκε κι έγινε πάλι το ίδιο. Δικαιολογία, νέο ραντεβού και παραμύθι. Παραμύθι εσύ; Παραμύθι κι εγώ, είπε και τον έπιασε το μουρλό του. Πήγε και την άραξε λοιπόν στη γωνιά στο Φροντιστήριο και περίμενε. Βγήκαν τσούρμο που λες τα γκομενάκια κι ανάμεσά τους κι η “έτσι”. Φαίνεται είχε βγάλει παράρτημα, γιατί μόλις τον πήραν είδηση αρχίσανε κάτι κατινίστικα, κάτι πνιχτά ξεφωνητά και Ρόζα, “ο δικός σου”, και τέτοια, κατάλαβες, οι κουφάλες.
Θέλω να σου μιλήσω, της είπε όταν αυτή ήρθε κοντά.
Λέγε τι θέλεις, του 'πε κι αυτή και γύρισε και γέλασε στο τσούρμο.
Είναι σοβαρό, της είπε ο Φάνης και πήρε το θλιμμένο του, πάμε να κάτσουμε κάπου.
Δεν γίνεται, έκανε με νάζι και τσάκισε το γόνατό της, με περιμένουν τα κορίτσια να πάμε σινεμά 8 -10.
Τώρα θα σε πλακώσω να σε κάνω ίσαμ' ένα άλογο, σκέφτηκε.
Καλά, της είπε κι έσκυψε το κεφάλι του. Εσφιξε τα χείλη σκεφτικός, μετά πήρε μια βαθιά ανάσα σα να πνιγόταν και κοίταξε ψηλά σμίγοντας τα φρύδια του.
Τι 'ναι; τον ρώτησε η Ρόζα, ανήσυχα.
Να, σκέφτηκα για μας. Ρόζα, της είπε διστακτικά, δνε κάνει να 'μαστε έτσι... Οπως και να 'ναι έχεις δίκιο. Οχι άσε με να τελειώσω, έχεις απόλυτο δίκιο. Σε καταλαβαίνω... Που με ξέρεις; Σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε. Εγώ δεν θέλω να νομίσεις ότι είμαι σαν τους άλλους. Δεν ξέρω πόσους γνώρισες πριν από μένα και δεν μ' ενδιαφέρει να μάθω, αλήθεια στο λέω. Για μένα υπάρχεις από τότε που σε γνώρισα. Σκέφτηκα λοιπόν κάτι... να... έλα, χεσ' τα τώρα, δεν καταλαβαίνεις;
Ρόζα, θα 'ρθεις, ρώτησε μια ψηλή με σιδεράκια στα δόντια.
Καλησπέρα σας, της είπε ευγενικά ο Φάνης.
Καλησπέρα, του 'πε κι αυτή και μόνο που δεν τον πήρε με τα μάτια. Η Ρόζα την κοίταξε ενοχλημένη.
Πηγαίνετε εσείς και θα 'ρθω, της είπε απότομα.
Ξερεις, εγώ με τον πατέρα μου είμαστε πολύ φίλοι, συνέχισε ο Φάνης μόλις η άλλη απομακρύνθηκε, και με είδε στενοχωρημένο και γω του τα είπα όλα.
Τι του 'πες, ρώτησε η μικρή ξεψυχισμένα.
Να του 'πα για μας. Του μιλούσα ώρες και μου 'πε εντάξει. Αύριο θα πάμε να σε γνωρίσει και μετά θα 'ρθω να δω τους γονείς σου. Ελα ανέβα τώρα να πάμε κάπου ήσυχα οι δυό μας.
Η Ρόζα καβάλησε σαν υπνωτισμένη τη Machules.
Την πήγε στο δασάκι της Φιλοθέης και την ξέσκισε. Οταν βαρέθηκε και τον πιάσανε τα μελάτα του ξάπλωσε ανάσκελα, κοίταξε τ' αστέρια και της είπε:
Τωρα κάνε μου και τις πίπες μου.
Της έδωσε ραντεβού την άλλη μέρα στο Φροντιστήριο, για να πάνε στους γέρους. Την ώρα που την καληνύχτιζε έξω απ' το σπίτι της, σήκωσε το χέρι του κι έβγαλε ένα χορταράκι απ' τα μαλλιά της.
Τι 'ναι, του 'πε αυτή.
Είχες ένα χορταράκι, της είπε.
Δωσ' το μου είπε κι αυτή και του το πήρε. Θα το φυλάξω. Θα το κοιμήσω μαζί μου απόψε. Ξέρεις που... Φίλησέ το.
Το φίλησε αλλά στο ραντεβού δεν πήγε.
Λίγες μέρες αργότερα τον πέτυχε στο τηλέφωνο. “Κι άκουσε να σου πω – του είπε – μη νομίζεις ότι 'σαι και κανένας γόης, έτσι; Οσο καιρό είμαστε μαζί έβγαινα και με άλλον, έτσι για να ξέρεις, κι έχει κι αυτοκίνητο Φορντ Θάντερμπερντ”.
Αντε σκίσου, της είπε κι ο Φάνης και της βρόντηξε το τηλέφωνο.

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Ο ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ





ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΑ ΝΕΑ 06/09/2007
ΖΕΝΕΡΙΚ ΤΕΛΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ ΝΙΚΟ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ
«Τα κουρέλια θα πάρουν την εξουσία»
Του Παύλου Θ. Κάγιου
Εξέγερση και Νίκος Νικολαΐδης ταυτίστηκαν. Από χθες, η πρώτη και ο ελληνικός κινηματογράφος έμειναν ορφανοί
O «Οργισμένος Βαλκάνιος», ο πιο προκλητικός και ασυμβίβαστος ώς το τέλος, σκηνοθέτης του νέου ελληνικού κινηματογράφου, ο Νίκος Νικολαΐδης, δεν είναι πια κοντά μας. Είχε κερδίσει όλες τις μάχες που έδινε με τους «εχθρούς» της ελευθερίας του μυαλού, αλλά χθες το πρωί άφησε την τελευταία του πνοή από πνευμονικό οίδημα σε ηλικία 67 χρόνων στο Ιατρικό Κέντρο όπου νοσηλευόταν. Κι αυτό ενώ ετοιμαζόταν η έκδοση του νέου του μυθιστορήματος και σχεδίαζε να βάλει μπροστά τη νέα ταινία του! Σκηνοθέτης οκτώ ταινιών, οι περισσότερες εκ των οποίων ηλέκτριζαν τους θεατές σε σημείο που να είναι από τους πλέον αγαπημένους Έλληνες σκηνοθέτες μεταξύ των σινεφίλ, ο Νίκος Νικολαΐδης είχε κερδίσει πέντε φορές το βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Αλλά ποτέ αυτό της Καλύτερης Ταινίας. Κι αυτό όχι τυχαία, καθώς ήταν πάντα εκτός συνδικαλιστικών κυκλωμάτων, τα οποία για χρόνια μαίνονταν και μαγείρευαν τις βραβεύσεις...
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1940, σπούδασε σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου και σκηνογραφία στη Σχολή Βακαλό (1962). Ξεκίνησε την πορεία του στον κινηματογράφο ως βοηθός σκηνοθέτη του Βασίλη Γεωργιάδη, το 1960. Στη σκηνοθεσία πρωτοεμφανίστηκε το 1962 με τη μικρού μήκους ταινία «Lacrimae rerum» αποσπώντας το κρατικό βραβείο του υπουργείου Βιομηχανίας, στο οποίο υπαγόταν τότε ο ελληνικός κινηματογράφος. Ο Νίκος Νικολαΐδης, που έγραφε τα σενάρια όλων των ταινιών του και διακρίθηκε για τις λογοτεχνικές του αρετές και το μυθιστόρημά του «Οργισμένος Βαλκάνιος» (1977) έκανε αλλεπάλληλες εκδόσεις, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης έγινε το «Ευαγγέλιο» των ανυπότακτων συνειδήσεων μεγάλης μερίδας της νεολαίας. Το ΄64 εκδόθηκαν τα διηγηματά του «Τυμβωρύχοι» και το 1993 το μυθιστορημά του «Γουρούνια στον άνεμο».
Με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, την «Ευρυδίκη Β.Α. 2037» το 1975 κέρδισε το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη. Τέσσερα χρόνια μετά, το ΄79, έρχονται «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» (βραβείο Σκηνοθεσίας, Ανδρικής Ερμηνείας και Μοντάζ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τους Άλκη Παναγιωτίδη, Κωνσταντίνο Τζούμα, Χρήστο Βαλαβανίδη). Ένα φιλμ που χαρακτηρίστηκε η πιο «αναρχική» και «αντί» ταινία του νέου ελληνικού κινηματογράφου και λατρεύτηκε από τους νέους σε μια εποχή που ο αριστερός προσανατολισμός στην ελληνική κοινωνία έπαιρνε τον δρόμο της κομματικοποίησης.
Το 1983 είναι η χρονιά που μια «Γλυκιά συμμορία» με τους Τάκη Σπυριδάκη, Τάκη Μόσχο, Δώρα Μασκλαβάνου, Άλκη Παναγιωτίδη, Κωνσταντίνο Τζούμα. Μια ταινία που κάνει άνω- κάτω τις τακτοποιημένες συνειδήσεις πολλών δήθεν προοδευτικών και γίνεται σημείο αναφοράς κάθε εξεγερμένου νέου. Ακολουθεί η «Πρωινή περίπολος» ΄87, το «Singapore sling» το ΄89, «Το κορίτσι με τη βαλίτσα»- τηλεταινία με τον Λάκη Λαζόπουλο- το ΄93, «Θα σε δω στην κόλαση αγάπη μου» το ΄99, «Ο χαμένος τα παίρνει όλα» το 2002, «Τhe zero years» το 2006. Σε όλες σχεδόν τις παραπάνω τένιες του, τα σκηνικά-κοστούμια είχε κάνει η σύντροφός του Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου, η οποία είχε βραβευτεί και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης .
ΕΙΠΕ:
«Ζούμε τον θρίαμβο του κρατικού φασισμού»
«Επισημαίνω τον απόλυτο θρίαμβο του κρατικού φασισμού, την οριστική εγκατάσταση του "στερεοτύπου" και των μεταλλαγμένων, και την επιτυχή μεταμόσχευση του τηλεοπτικού κοντρόλσύστεμ στον κοινωνικό κορμό. Πάγος, σιωπή, σπασμένες επικοινωνίες».
«Πρέπει ν΄ αρχίσω να λαμβάνω στα σοβαρά τις διαθέσεις και τις ανάγκες των καταναλωτών για θέαμα; Για ένα θέαμα που τους έχουν επιβάλει και που η λειτουργία του έχει φτάσει να εξαντλείται στην έκδοση ενός εισιτηρίου και στην κατανάλωση μιας κούπας ποπ-κορν μέσα σε πλήρη αποκτήνωση;».
«Κάποτε βραχνά, κάποτε παράφωνα, στριγκά κι επίμονα όμως, τραγουδάνε ακόμα τα κουρέλια και υπάρχουν και οι κρυφοί δέκτες που συλλαμβάνουν και μεταφράζουν, και το κύμα μεγαλώνει και κατεβαίνουν συνεχώς και νέοι drivers αποκωδικοποίησης».
«Η ελληνική μυθολογία μάς διδάσκει ότι στο τέλος το κουρέλι θα σκοτώσει τον Βig Βrother, θα παντρευτεί την Βig Sister και θα γίνει βασιλιάς. Και τότε θα έρθουν στην εξουσία τα κουρέλια, όπου σύμφωνα με τους προφήτες- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, για να ακολουθήσει ένα μεγάλο τριήμερο ξέσκισμα των παρθένων, των υαλοπινάκων και των βιτρό».
«Ζούμε σε μια υπέροχη εποχή αναμπουμπούλας, όπου οι λύκοι χαίρονται κι ο ποντικός χορεύει, κι εκείνη η περίεργη γάτα όλο και κάτι μαγειρεύει».
«Ο εφιάλτης είναι εδώ, καθώς το "με παρακολουθούν, άρα υπάρχω" αποτελεί ένδειξη ζωής, ενώ με το αντίθετο δεν έχεις λόγο ύπαρξης, δεν υπάρχεις, είσαι ένα τίποτα».
«Θεωρώ τον εαυτό μου ιδιαίτερα ευνοημένο, γιατί συμμετέχω πλήρως σε μια εποχή όπου τα εφιαλτικότερα των εφηβικών οραμάτων μου έγιναν πραγματικότητα».

2 σχόλια:

Δημήτρης είπε...

τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα!!!

Παρείσακτος είπε...

ΚΑΙ ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ ΓΙΑ ΠΟΛΥ!!!