.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΓΕΡΟΣ – H. P. LOVECRAFT


Ήταν στα σχέδια του Άντζελο Ρίτσι, του Τζο Τσάνεκ και του Μανουέλ Σίλβα να κάνουν μια βίζιτα στον Τρομερό Γέρο. Ο τελευταίος αυτός είναι ένας γεράκος που ζει ολομόναχος σ' ένα παμπάλαιο σπίτι της οδού Ουώτερ κοντά στη θάλασσα, και φημολογείται ότι είναι τόσο πάμπλουτος όσο και αδύναμος – ιδιότητες που προστιθέμενες συνθέτουν μια ιδιαιτέρως ελκυστική περίπτωση για ανθρώπους του επαγγέλματος των κ.κ. Ρίτσι, Τσάνεκ και Σίλβα. Γιατί το επάγγελμα αυτό δεν ήταν τίποτα λιγότερο αξιοπρεπές από εκείνο του ληστή.
Οι κάτοικοι του Κίνγκσπορτ λένε και σκέφτονται τέτοια σκοτεινά πράγματα για τον Τρομερό Γέρο, που γενικά τον προστατεύουν από επισκέψεις επαγγελματιών του είδους του κυρίου Ρίτσι και των συναδέλφων του. Και αυτό παρά το σχεδόν σίγουρο γεγονός ότι κρύβει μια περιουσία απροσδιορίστου μεγέθους κάπου μέσα σ' εκείνη τη σεβάσμια κατοικία του που μυρίζει μούχλα. Ο γέρος είναι, πραγματικά, ένας πολύ παράξενος άνθρωπος, και πιστεύεται ότι στα νιάτα του ήταν καπετάνιος στα μεγάλα ιστιοφόρα που έφταναν ως τις Ανατολικές Ινδίες, αλλά είναι πια τόσο ηλικιωμένος που κανένας δεν τον θυμάται νέο, και παράλληλα, τόσο λιγομίλητος που ελάχιστοι ξέρουν έστω καν το όνομά του.
Ανάμεσα στα στραβοχυμένα δέντρα της μπροστινής αυλής του παμπάλαιου και παραμελημένου σπιτιού του, ο γέρος διατηρεί μαι παράξενη συλλογή από μεγάλες πέτρες, περίεργα τοποθετημένες και βαμμένες έτσι που μοιάζουν με τα είδωλα κάποιου ακαθόριστου ανατολίτικου ναού. Αυτή η συλλογή τρομάζει και κρατάει μακριά τα πιο πολλά από τα πιτσιρίκια που τους αρέσει να πειράζουν τον Τρομερό Γέρο σχετικά με τα μακριά άσπρα μαλλιά του και τη γενειάδα του, ή να σπάζουν τα μικρά τζάμια στα παράθυρά του με κάποια καλοζυγιασμένα βλήματα. Αλλά υπάρχουν και μερικά άλλα πράγματα που τρομάζουν και τους μεγαλύτερους, εκείνους που η περιέργεια τους σπρώχνει κατά καιρούς να κοντοζυγώνουν στα κλεφτά το σπίτι για να κρυφοκοιτάξουν μέσα από τα σκονισμένα του παράθυρα. Οι άνθρωποι αυτοί λένε ότι πάνω σ' ένα τραπέζι σ' ένα γυμνό δωμάτιο του ισογείου υπάρχουν πολλά περίεργα μπουκάλια, κι ότι μέσα στο καθένα απ' αυτά κρέμεται από μια κλωστή ένα μικρό κομμάτι μολυβιού, σαν εκκρεμές. Και λένε ακόμη ότι ο Τρομερός Γέρος μιλάει σ' αυτά τα μπουκάλια, αποκαλώντας τα με ονόματα όπως Τζακ, Σημαδεμένο, Ψηλολέλεκα Τομ, Σπανιόλο Τζο, Πήτερ και ύπαρχο Έλλις, και ότι κάθε φορά που απευθύνεται σ' ένα μπουκάλι το μικρό μολύβι μέσα του βγάζει ορισμένες δονήσεις σαν να του απαντά.
Εκείνοι που έχουν κατασκοπεύσει τον ψηλό, λιπόσαρκο Τρομερό Γέρο σ' αυτές τις περίεργες στιχομυθίες του δεν αποτολμούν να το ξανακάνουν ποτέ πια. Αλλά ο Άντζελο Ρίτσι, ο Τζο Τσάνεκ κι ο Μανουέλ Σίλβα δεν ήταν γέννημα θρέμμα του Κίνγκσπορτ. Αυτοί ήταν από εκείνη την καινούρια κι ετερόκλητη ξενόφερτη φάρα που βρίσκεται έξω από το μαγικό κύκλο της ζωής και των παραδόσεων της Νέας Αγγλίας. Έτσι, ελόγου τους, έβλεπαν τον Τρομερό Γέρο απλώς σαν έναν ετοιμόρροπο και σχεδόν ανήμπορο ψαρογένη άντρα, που δεν μπορούσε καν να περπατήσει δίχως τη βοήθεια του ροζιασμένου μπαστουνιού του, και του οποίου τα ισχνά, αδύναμα χέρια έτρεμαν αξιολύπητα.
Οι τρεις τους, με τον τρόπο τους, λυπόντουσαν πραγματικά το μοναχικό γεράκο, που δεν τον συμπαθούσε κανείς, που τον απέφευγαν οι πάντες και στον οποίο γαύγιζαν περίεργα όλα τα σκυλιά όταν τον έβλεπαν. Αλλά η δουλειά είναι δουλειά, και για ένα ληστή ο οποίος έχει αφιερώσει την ψυχή του στο επάγγελμα, υπάρχει μαι σαγήνη και μια πρόκληση στην ιδέα ενός πολύ γέρου και πολύ αδύναμου άντρα που δεν έχει λογαριασμό στην τράπεζα, αλλά πληρώνει τα λιγοστά του ψώνια στο μαγαζί του χωριού με χρυσά κι ασημένια σπανιόλικα νομίσματα που είχαν κοπεί πριν διακόσια χρόνια.
Οι κ.κ. Ρίτσι, Τσάνεκ και Σίλβα επέλεξαν τη νύχτα της 11ης του Απρίλη για την επίσκεψή τους. Ο κ. Ρίτσι και ο κ. Σίλβα θα αναλάμβαναν αυτή καθεαυτή την επίσκεψη στο δύστυχο γεράκο, ενώ ο κος Τσάνεκ θα περίμενε, τους συντρόφους του, καθώς και το εικαζόμενο μεταλλικό φορτίο τους, σ' ένα σκεπαστό αυτοκίνητο στην οδό Σιπ, δίπλα στην αυλόπορτα της ψηλής πίσω μάντρας του σπιτιού του οικοδεσπότη τους. Η επιθυμία τους ν' αποφύγουν τις περιττές εξηγήσεις σε περίπτωση κάποιας απρόσμενης παρενόχλησης από την αστυνομία επέβαλε αυτά τα μέτρα προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα μιας αθόρυβης και διακριτικής αναχώρησης.
Όπως είχε προσυμφωνηθεί, οι τρεις τολμηροί κύριοι ξεκίνησαν ξεχωριστά προκειμένου ν' αποφύγουν τις τυχόν κακόβουλες υποψίες που θα γεννιόντουσαν αργότερα. Οι κ.κ. Ρίτσι και Σίλβα συναντήθηκαν στην οδό Ουώτερ δίπλα στην μπροστινή αυλόπορτα του γέρου, και μόλο που δεν τους πολυάρεσε ο τρόπος που το φεγγάρι έλαμπε πάνω στις βαμμένες πέτρες ανάμεσα στα μπουμπουκιασμένα κλαδιά των στραβοχυμένων δέντρων, είχαν πολύ πιο σπουδαία πράγματα να σκεφτούν από κάποιες απλές κι ανόητες δεισιδαιμονίες. Εκείνο που τους απασχολούσε κυρίως ήταν η σκέψη ότι το να πείσουν τον Τρομερό γέρο να γίνει λαλίστερος αναφορικά με το κομπόδεμά του σε χρυσάφι κι ασήμι μπορεί ν' αποδεικνυόταν μάλλον δυσάρεστη δουλειά, γιατί οι γερο-καπεταναίοι φημίζονται ως ιδιαίτερα πεισματάρηδες και ξεροκέφαλοι άνθρωποι.
Παρ' όλα αυτά, ο άλλος ήταν πολύ γέρος και σκέτο ερείπιο, και οι επισκέπτες του θα ήταν δύο. Χώρια απ αυτό, οι κ.κ. Ρίτσι και Σίλβα ήταν πολύ έμπειροι στην τέχνη του να κάνουν και τα πλέον απρόθυμα άτομα λαλίστατα, και ήταν εύκολο να πνίξει κανείς τις τυχόν κραυγές ενός αδύναμου και ιδιαίτερα ευάλωτου γέρου. Έτσι πλησίασαν στο μοναδικό φωτισμένο παράθυρο, κι εκεί άκουσαν τον Τρομερό Γέρο να μιλά σαν ξεμωραμένος προς τα μπουκάλια του με τα εκκρεμή. Ύστερα φόρεσαν τις μάσκες τους και χτύπησαν ευγενικά στην πολυκαιρισμένη δρύινη πόρτα.

Η αναμονή φαινόταν ατελείωτη στον κ. Τσάνεκ καθώς καθόταν ανασαλεύοντας νευρικά μέσα στο σκεπαστό αμάξι τους στην οδό Σιπ, δίπλα στην πίσω αυλόπορτα του Τρομερού Γέρου. Ήταν πιο πονόψυχος από το σύνηθες, και δεν του άρεσαν οι αποτρόπαιες κραυγές που άκουσε να βγαίνουν από το αρχαίο σπίτι λίγο μετά την ώρα που είχαν καθορίσει για την επίσκεψη. Μα αφού είχε πει στους συναδέλφους του να είναι όσο το δυνατόν πιο ευγενικοί με το δύστυχο γερο-καπετάνιο.
Κάθε τόσο, όλο νευρικότητα, έριχνε ματιές προς τη στενή δρύινη πόρτα στον ψηλό και πνιγμένο στους κισσούς πέτρινο τοίχο. Κάθε λίγο και λιγάκι κοιτούσε το ρολόι του και αναρωτιόταν για την καθυστέρηση. Μήπως ο γέρος τα είχε τινάξει πριν αποκαλύψει που ήταν κρυμμένος ο θησαυρός του, κι έτσι είχαν αναγκαστεί να κάνουν μια πλήρη έρευνα;
Στον κ. Τσάνεκ δεν του άρεσε να περιμένει τόση πολλή ώρα στο σκοτάδι σ' ένα τέτοιο μέρος. Μετά άκουσε κάτι σαν σιγανά βήματα ή ρυθμικά χτυπήματα στο δρομάκι από την άλλη μεριά της πόρτας, άκουσε κάποιον να πασπατεύει το μάνταλο, και είδε τη στενή, βαριά πόρτα ν' ανοίγει προς τα μέσα. Και στο λιγοστό φως από τη μοναδική μικρή κι αδύναμη λάμπα του δρόμου ζόρισε τα μάτια του για να δει τι είχαν καταφέρει ν' αποκομίσουν οι συνάδελφοί του από εκείνο το αγριωπό σπίτι που ορθωνόταν τόσο κοντά πίσω τους. Αλλά κοιτάζοντας, δεν είδε αυτό που περίμενε. Διότι δεν αντίκρυσε κανέναν από τους συναδέλφους του εκεί, παρά μόνον τον Τρομερό Γέρο, ο οποίος στεκόταν σιωπηλός και στηριγμένος στο ροζιασμένο μπαστούνι του, και χαμογελούσε απαίσια. Ο κ. Τσάνεκ ποτέ άλλοτε δεν είχε προσέξει το χρώμα των ματιών του γέρου, αλλά τώρα έβλεπε ότι ήταν κίτρινα.

Και τα πιο ασήμαντα πράγματα γίνονται μεγάλο θέμα σ' ένα μικρό τόπο, κι αυτός είναι ο λόγος που οι κάτοικοι του Κίνγκσπορτ δεν έπαψαν να μιλούν όλη εκείνη την άνοιξη και το καλοκαίρι για τα τρία μη αναγνωρίσιμα πτώματα που είχε ξεβράσει η παλίρροια. Ήταν φρικτά διαμελισμένα σαν από πολλές ναυτικές σπάθες, και αποτρόπαια καταλιανισμένα σαν να είχαν τσαλαπατηθεί από πολλές ανελέητες μπότες. Μερικοί, μάλιστα, έφτασαν ως το σημείο να κάνουν λόγο και για ακόμη πιο ασήμαντα πράγματα, όπως για εκείνο το αυτοκίνητο που είχε βρεθεί εγκατελειμμένο στην οδό Σιπ, ή για τις ιδιαίτερα απόκοσμες κραυγές, μάλλον από κάποιο ξεστρατισμένο αγρίμι ή αποδημητικό πουλί, που είχαν ακουστεί τη νύχτα από κάποιους ντόπιους οι οποίοι έτυχε να είναι ξυπνητοί.
Αλλά ο Τρομερός Γέρος δε φάνηκε να δείχνει απολύτως κανένα ενδιαφέρον γι' αυτά τα ανεύθυνα κουτσομπολιά του χωριού. Ήταν από τη φύση του κλειστός τύπος, κι όταν κανείς είναι τόσο γέρος και αδύναμος γίνεται δύο φορές πιο κλειστός. Εξάλλου, τα μάτια ενός τόσο παλιού καπετάνιου της θάλασσας θα πρέπει να είχαν δει δεκάδες πιο συναρπαστικά πράγματα σ' εκείνες τις πολύ μακρινές και ξεχασμένες μέρες της νιότης του.

Ο Γιώργος Μπαλάνος προτείνει και μεταφράζει:
Οι Εκπληκτικοί Κόσμοι του H. P. Lovecraft – 5
Το Χρώμα από το Διάστημα και Άλλες Ιστορίες
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS 7

2 σχόλια:

Ο Αλχημιστης είπε...

Καταπληκτικος, υπεροχος αξεπεραστος ο H.P. Lovecraft. Απο τους αγαπημενους μου συγγραφεις τρομου. Νομιζω ισως απο τους μεγαλυτερους συγγραφεις ολων των εποχων ανεξαρτητος ειδους!

Σε ευχαριστω που εβαλες αυτη την μικρη ιστορια στα ελληνικα γτ ενω την ειχα βρει στα αγγλικα βαριομουν να την διαβασω.
Να σαι καλα!

Δημήτρης είπε...

Ευχαριστούμε για άλλο ένα εξαιρετικό ποστ σχετικά με το έργο του μεγάλου Χ.Φ. Λάβκραφτ.