Απίθανα υψωμένοι βράχοι
εχτίσανε την αποξένωση.
Γύπες πτωματοφάγοι
δεν αποτόλμησαν τη Βυθομέτρηση της.
Το σκοτάδι, πού τη χρωμάτισε,
εκαρατόμησε τα μάτια
και δεν επέτρεψε δικαιοδοσία
ούτε στο Χώρο.
Ό χρόνος την ετύλιξε σιωπηλά
και τόνοι πένθιμοι φυτρώσανε στην άκρη της.
Η σιωπή την έντυσε
με την απουσία της ζέστης.
Κάθε χρόνος, που κύλαγε,
επρόσθετε στο βάθος της.
Τραγούδι δεν ακούστηκε κοντά της,σκιά δεν την πλησίασε.
Βράχοι απόκρημνοι, απλησίαστοι,
στα έγκατα χωμένοι,
άγνωστοι στ' άνθη,
χωρίς καν ξεράγκαθα στις ρωγμές τους,
ψυχροί, γυμνοί, ανώνυμοι,
φτιάξανε μέσα τους την απομόνωση,
την κατευθύνανε στο βάθος
και δεν την είδε ουτε ή νύχτα.
Οι χρόνοι, πού κυλήσανε,
προσθέσανε στο βάθος της.
Νεκρή από την κύηση,
βγήκε χωρίς φωνή.
'Όρνεα νεκροφόρα
αηδίασαν τη γεύση της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου