Στενή και μικρή λωρίδα γης, που αρδεύεται και λιπαίνεται άφθονα χάρις στις μεγάλες πλημμύρες του Νείλου, περιβάλλεται δε από εκτεταμένες ερήμους και προστατεύεται με ψηλούς απόκρημνους βράχους από τις εισβολές νομάδων φυλώ, η αρχαία Αίγυπτος ανέπτυξε ταχύτατα περίλαμπρο και υπέροχο πολιτισμό. Μια κοιλάδα, ένας ποταμός και μια φυλή ανθρώπων παρήγαγαν με μια συνδυασμένη προσπάθεια έναν κόσμο θαυμάτων σε εποχή, κατά την οποία, στην Ευρώπη, υπήρχαν ακόμη άνθρωποι που ζούσαν σχεδόν γυμνοί και έβαφαν το δέρμα τους (όπως π.χ. οι αρχαίοι Βρετόνοι). Οι Έλληνες συγγραφείς γέμισαν τα έργα τους με αναμνήσεις από αυτήν την πλήρη μυστηρίων χώρα. Μιλούν για τον Πατέρα Νείλον, για τις εκατοντάπυλες Θήβες, για το Λαβύρινθο, για τις Πυραμίδες, για τη Σφίγγα και τη Στήλη του Μέμνωνος που χαιρετά τον ανατέλοντα ήλιο.
Η αιγυπτιακή χρονολογία, το υπόδειγμα και πρότυπο όλων των άλλων χαράχθηκε πάνω και μέσα σε άφθαρτα μνημεία. Αλλά, για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτά έμεναν για μας μυστήρια, όπως π.χ. οι ιεροί οβελίσκοι, ο λαβύρινθος, τα ανθρωποκέφαλα πτηνά που παρίσταναν τη σκεπτόμενη ψυχή, οι ιεροί σκαραβαίοι (που συμβολίζουν την δημιουργική δύναμη), οι σφίγγες (αντιπροσωπευτικά σύμβολα της δυνάμεως), τα φίδια (που εικονίζουν τη ζωή και την αιωνιότητα), τα ιερογλυφικά και άλλα. Πιθανόν είναι, ότι όλα αυτά τα πράγματα έμεινα αιώνια μυστικά και για τον αιγυπτιακό ακόμη λαό, ο οποίος με φόβο και με σιωπή έχτισε τις πυραμίδες. Το σύνολο όλων αυτών των συμβόλων αποτελούσε την γλώσσα ενός μυστικού οργανισμού, που υπήρξε ο μεγαλύτερος και πλουσιώτερος σε περιεχόμενο από όσους γνωρίζομε ως σήμερα. Τον οργανισμόν αυτό τον αποτελούσαν οι ιεροφάντες μυσταγωγοί της αρχαίας Αιγύπτου.
Μακρυά από κάθε πειραματική βοήθεια, μέσα στη σιωπή και στη μοναξιά των γιγαντιαίων ναών, ανεκαλύφθησαν πολλές μεγάλες αλήθειες από μερικές εξέχουσες ανθρώπινες διάνοιες, από τους ανθρώπους δηλαδή, εκείνους, των οποίων τα πνεύματα ανήσυχα, ερευνούσαν μακρυά από τη βέβηλη τύρβη της ζωής, την αιτία, τη διάταξη και τον προορισμό των κόσμων. Και ό,τι τα πνεύματα αυτών των ερευνητών ανεκάλυπταν ή συνελάμβαναν, το προφύλασσαν κατόπιν με επιμέλεια από τις κοινές, μικρές και υποανάπτυκτες διάνοιες του πλήθους, το συνεκάλυπταν κάτω από συμβολικές παραστάσεις και αλληγορικές διδασκαλίες και το μετέδιδαν σ' εκείνους μόνον, που, έπειτα από πολλές και οδυνηρές δοκιμασίες αποδεικνύονταν ικανοί και άξιοι να το δεχθούν, να το καλλιεργήσουν και να το προάγουν.
Έτσι, με μια συνεχή και αδιάκοπη προσπάθεια, δημιουργήθηκε ο μυστικός οργανισμός των ιεροφαντών, που κυριαρχεί στην ιστορία της Αιγύπτου. Σ' αυτόν οφείλονται τα καλούμενα αιγυπτιακά μυστήρια, που καθιερώθηκαν πιθανώτατα γύρω στο έτος 2600 π.Χ.
Η καθιέρωση αυτών των μυστηρίων ανταποκρινόταν στην επιθυμία των ιεροφαντών να διαδώσουν τις γνώσεις τους μεταξύ μεγαλυτέρου αριθμού ανθρώπων, που θα ήταν σε θέση να τις δεχθούν και να τις κατανοήσουν. Αυτή η προπαρασκευή ήταν απαραίτητη και για άλλο λόγο. Οι γνώσεις που κατείχαν οι Αιγύπτιοι ιερείς παρείχαν στους κατόχους των τρομακτικές δυνάμεις. Έπρεπε, λοιπόν, ν' αποκλεισθή προσεκτικά το ενδεχόμενο κακής χρησιμοποιήσεώς των, από ανθρώπους που θα ήταν απαράσκευοι ψυχικά και πνευματικά, για να σηκώσουν στους ώμους των αυτό το βαρύτατο φορτίο. Η σταδιακή μύηση απομάκρυνε αυτό τον κίνδυνο.
Η τάξη των ιερέων κυριαρχούσε απόλυτα, γιατί μόνον τα μέλη της κατείχαν όλη τη γνώση. Αυτοί ωνόμαζαν τους βασιλείς και οτυς κατηύθυναν στις πράξεις και τις αποφάσεις τους, μέχρι και των ελαχίστων λεπτομερειών. Στους ιερείς είχαν δοθή τα ύψιστα αξιώματα. Ήταν οι σοφοί νομοθέτες, οι δικαστές, οι γιατροί των σωμάτων και των ψυχών. Οι σημαντικώτατες σχολές τους βρίσκονταν στις Θήβες, Μέμφιδα, Ηλιούπολη και Σαΐδα. Ήσαν κάτοχοι μεγάλου τμήματος του εδάφους, εισέπρατταν την δεκάτη και δεν επλήρωναν φόρους. Δεν συμμερίζονταν τις ειδωλολατρικές τάσεις του λαού. Από τ' άλλο μέρος, όμως, θεωρούσαν επικίνδυνο να το διαφωτίσουν μαζικά. Αυτή τη διαφώτιση την έκαναν μεμονωμένα, σε ελαχίστους εκλεκτούς, που με τη σειρά τους, γίνονταν ποιμένες και οδηγοί του λαού.
Κύματα κατακτητών πέρασαν κατόπιν από την Αίγυπτο και ξένοι βασιλείς ανέβηκαν στο θρόνο της. Οι ιερείς κατώρθωσαν, ωστόσο, να διατηρήσουν και κάτω από τις ξενικές δυναστείες τον οργανισμό και τις μυστικές τελετές τους.
Παρά τις προόδους των αρχαιολογικών ερευνών στην κοιλάδα του Νείλου, πολλά σημεία των αιγυπτιακών μυστηρίων παραμένουν ακόμη άγνωστα. Δεν ξέρομε γι' αυτά περισσότερα παρ' ό,τι για τα Ελευσίνια ή τα άλλα μυστήρια της αρχαιότητος. Τη μόνη θετική συμβολή στο ζήτημα αυτό παρέχει η «Βίβλος των νεκρών» που περικλείει, κάτω από αλληγορική μορφή, τις δοξασίες των αρχαίων Αιγυπτίων για το θάνατο και τις περιπλανήσεις της ψυχής έπειτα από την επίγεια ζωή. Αξιόλογες πηγές γι' αυτά τα μυστήρια αποτελούν επίσης ο Λούκιος Απουλήιος, που έζησε κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα και ο νεωπλατωνικός Ιάμβλιχος (κατά δύο αιώνες νεώτερος του πρώτου). Και οι δύο παρέχουν σημαντικές πληροφορίες, που είναι, όμως, αρκετά σκοτεινές, ώστε να μην είναι δυνατόν να αναπαραστήσωμε τα Μυστήρια, βασιζόμενοι μόνον σ' αυτές.
Η κύρια έδρα των μυστηρίων βρισκόταν στη Μέμφιδα, κοντά στη «Μεγάλη Πυραμίδα».
Τα μυστήρια αυτά ήσαν τριών ειδών:
1. Τα μυστήρια της Ίσιδος τα οποία εκαλούντο Μικρά ή Ελάσσονα και ετελούντο κατά την εραρινή ισημερία.
2. Τα μυστήρια του Σεράπιδος, που γίνονταν κατά το θερινό ηλιοστάσιο.
3. Τα μυστήρια του Οσίριδος, που γίνονταν κατά την φθινοπωρινή ισημερία.
Τα δύο τελευταία λέγονταν και Μεγάλα ή Μείζονα Μυστήρια.
ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΙΣΙΔΟΣ
Ο τρόπος διεξαγωγής, καθώς και η σημασία των μυστηρίων αυτών, που αποτελούν τρόπον τινά τον πρώτον βαθμόν της αιγυπτιακής μυήσεως, είναι άγνωστος.
Πολλά περί του τρόπου της μυήσεως στα μυστήρια αυτά γράφουν οι συγγραφείς Μάκευ, Συρέ και άλλοι. Εν τούτοις, οι περιγραφές αυτές δε βασίζονται πάνω σε κανένα θετικό ιστορικό γεγονός.
Τα μυστήρια της Ίσιδος διαδόθηκαν κατά την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σαν τελευταίο δώρο πολιτισμού της Αιγύπτου στον υπόλοιπο κόσμο, είχαν δε και τότε ως κεντρικό σημείο τη μεγάλη Ίσιδα (ο τελευταίος ναός της Ίσιδος, επί της νήσου των Φιλών, στο Νείλο, έκλεισε – κατά διαταγή του Ιουστινιανού – το 569 μ.Χ.).
Τα μυστήρια είχαν εκστατικό χαρακτήρα. Η σπουδαιοτάτη πηγή για τα μυστήρια της Ίσιδος, που ετελούντο στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, θεωρείται ο Απουλήιος, που, το 11ο βιβλίο των «Μεταμορφώσεων» του («ο Χρυσούς όνος») περιγράφει τη μύηση σ' αυτά («εις τα μυστικά της αγίας νυκτός») του ήρωός του Λουκίου.
Ο Απουλήιος γράφει τα εξής μεταξύ άλλων:
«Ο ιερεύς, αφού απεμάκρυνε τους βεβήλους, λαβών με εκ της χειρός με έφερεν εις τα ενδότερα του ιερού και με περιέβαλε με καινουργές εκ λινού ένδυμα. Ίσως, περίεργε αναγνώστα, αισθάνεσαι αγωνίαν να μάθης τι ελέχθη και τι επράχθη ακολούθως. Θα σου το έλεγα εάν μου επετρέπετο να σου το ειπώ. Θα το εγνώριζες, εάν σου επετρέπετο να το ακούσης. Αλλά τόσον τα ώτα τα οποία ήκουαν τα πράγματα αυτά, όσον και η γλώσσα, η οποία θα τα έλεγε, θα έδρεπαν τα κακά αποτελέσματα της αφροσύνης των. Δεν θα σε βασανίσω εν τούτοις περισσότερον εις την εκκρεμότητα εις την οποίαν ευρίσκεσαι εν θρησκευτική αναμονή. Άκουσον επομένως, αλλά πίστευσε, ότι είναι αληθές. Επλησίασα τα όρια του θανάτου, διέβην το κατώφλιον της Περσεφόνης, ωχήθην εφ' όλων των στοιχείων, και επέστρεψα επί της γης. Είδον τον ήλιον, λάμποντα με το απαστράπτον λευκόν φως του εν μέση νυκτί, και προσήγγισα εις τους κάτω και εις τους άνω θεούς και προσηυχήθην προς αυτούς πρόσωπον προς πρόσωπον. Ιδού, σου αφηγήθην πράγματα, περί των οποίων, καίτι τα ήκουσες, θα μείνεις αναγκαστικώς εις άγνοιαν».
«Επομένως – γράφουν οι Λεννόφ και Πόζνερ – και στα μυστήρια αυτά επρόκειτο περί θανάτου και αναγεννήσεως, περί θανάτου, όπως τον περίεγραψε ο Πλούταρχος: «εις τον θάνατον συμβαίνει εις την ψυχήν το ίδιον, όπως και εις τους εισαγομένους εις τα μεγάλα μυστήρια».
Ο Απουλήιος γράφει επίσης:
«Ιδέ, Λούκιε, παρακινουμένη από τις παρακλήσεις σου – εγώ, η οποία είναι η Φύσις, η αρχική πηγή όλων των πραγμάτων, η βασίλισσα όλων των αιώνων, η υψίστη των θεοτήτων, η κυρίαρχος των πνευμάτων των νεκρών, η πρώτη των ουρανίων υπάρξεων, η παγκόσμιος ύλη, η ενιαία και εν τούτοις πολύμορφος μορφή της αδημιουργήτου υπάρξεως, κυβερνώ με το βλέμμα μου τας φωτεινάς κορυφάς των ορέων, τους ανέμους των θαλασσών, την ηρεμία του κάτω βασιλείου. Όλη η γήινη σφαίρα λατρεύει τη θεότητά μου – κατά ποικίλους τρόπους, με διάφορα δόγματα. Οι Φρύγιοι με αποκαλούν Πεσσινουντίκα, μητέρα των θεών. Οι ιθαγενείς της Αττικής, Κεκρώπειον Αθηνάν. Οι Κύπριοι Αθηνάν της Πάφου. Οι βέλη φέροντες Κρήτες, Άρτεμιν Δίκτυναν, οι τρίγλωσσοι Σικελιανοί, στυγίαν Περσεφόνην, οι Ελευσίνιοι αρχαίαν θεάν Δήμητραν. Άλλοι ακόμη με ονομάζουν Ήραν ή θεάν των πολέμων. Ενώ ή Εκάτην ή Ταμνουσίαν. Οι Αιθιόπιοι, Άρειοι και Αιγύπτιοι, οι οποίοι είναι ειδήμονες της αρχαίας σοφίας, απονέμουν εις εμέ το αληθές όνομά μου, βασίλισσα Ίσις».
«Από τα ανωτέρω, γράφει ο Έκεθορν, γίνεται φανερόν, ότι η Ίσις για τους μυημένους, δεν είχε την αστρονομική (Σελήνη) ή την εκάστοτε επικρατούσα σημασία στους διαφόρους λαούς. Για τους μύστες, όλες οι πολύπτυχες μορφές αναφέρονταν σε μία, όλα τα πολυάριθμα είδωλα εξαφανίζονταν και τη θέση τους έπαιρνε μια θεότης – πρωταρχική δύναμη και πρωταρχικό πνεύμα».
Εκτός όμως του Απουλήιου και ο Πλούταρχος γράφει επίσης, ότι στη μετώπη του ναού της Ίσιδος υπήρχε η επιγραφή:
«Εγώ η Ίσις είμαι παν ό,τι υπήρξε, υπάρχει ή θα υπάρξη, ουδείς δε ποτέ θνητός με απεκάλυψε».
Από τις ανωτέρω πηγές και από όσα είναι γνωστά περί της Ίσιδος σαν θεάς του Αιγυπτιακού Πανθέου και περί της λατρείας της από τους βεβήλους, ο Μάκεϋ συμπεραίνει ότι τα Ισιακά Μυστήρια αποτελούσαν περιγραφή των αλληλοδιαδόχως φθινουσών και ανανεουμένων δυνάμεων της φύσεως. Ο Ίγγενς ισχυρίζεται ότι, κατά τα μυστήρια της Ίσιδος, αναπαρίσταντο με μορφή δράματος, οι περιπέτειες και ο τραγικός θάνατος του Οσίριδος, ο δε Απουλήιος βεβαιώνει, ότι η μύηση είχε στενή ομοιότητα με εθελούσιο θάνατο στον οποίον η ελπίς της αναστάσεως ήταν αβέβαιη. Ο Μάκεϋ, όμως, αντικρούει και τις δύο γνώμες και ισχυρίζεται ότι τα Ισιακά μυστήρια ήσαν απλώς προπαρασκευαστικά στα του Οσίριδος και ότι σ' αυτά εδιδάσκετο, με παραδείγματα από τους φυσικούς νόμους, η ανάγκη του ηθικού καθαρμού.
ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΣΕΡΑΠΙΔΟΣ
Αυτά κατά τους Μάκεϋ, Έκεθορν, κ.α., αποτελούσαν τον δεύτερο βαθμό της Αιγυπτιακής μυήσεως. Και γι' αυτά επίσης καμμία σαφής, θετική και εξακριβωμένη πληροφορία δεν υπάρχει. Όταν ο Θεοδόσιος διέταξε την κατεδάφιση του Σεραπείου, ανακαλύφθηκαν, γράφει ο Έκεθορν, κάτω απ'οτη γη διάδρομοι και υπόγειες αίθουσες, όπου γίνονταν οι μυήσεις.
Μερικοί υπαινιγμοί για τα μυστήρια του Σεράπιδος, βρίσκονται στον Απουλήιο και στον Πορφύριο. Ο Απουλήιος, που τα ονομάζει «νυκτερινά όργια του Σεράπιδος, θεού εκ των πρώτων», αναφέρει μόνον ότι ακολουθούσαν τα Ισιακά και προπαρασκεύαζαν για την τελική και μεγαλύτερη μύηση.
Ο Πορφύριος εξ άλλου γράφει:
«Ως ποτ' έτι και νυν, εν τη ανοίξει του αγίου Σεράπιδος η θεραπεία δια πυρός και ύδατος γίνεται, λείβοντος του υμνωδού το ύδωρ και το πυρ φαίνοντο, υπηνίκας εστώς επί του ουδού τω πατρίω των Αιγυπτίων φωνή εγείρει τον θεόν».
ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΡΙΔΟΣ
Τα μυστήρια αυτά που αποτελούσαν τον τρίτο βαθμό της Αιγυπτιακής μυήσεως, περιστρέφονταν γύρω στο μύθο για το θάνατο του Οσίριδος. Ο μύθος αυτός έχει στις γενικές γραμμές του ως εξής:
Ο καλός θεός, ο αγαθοποιός Όσιρις, βασιλιάς της Κάτω και Άνω Αιγύπτου, που διεδέχθη τους απογόνους του μεγάλου θεού Ρα, κατά Πλούταρχον υιός του γήινου θεού Σεμθ (γης) και της Ουρανίας βασιλίσσης Νουτ (ουρανού), έλαβε ως γυναίκα τη συνετή και στη μαγεία έμπειρη αδελφή του Ίσιδα. Η θεά αυτή, που κατήργησε στην Αίγυπτο τις ανθρωποθυσίες και εδίδαξε στους Αιγυπτίους την καλλιέργεια των δημητριακών και της αμπέλου, την υφαντουργίαν, την τέχνη της αμφιέσεως και τη μαγεία, είχε αδελφό, ονόματι Σημ (Τυφών). Αυτός, που ήταν το πνεύμα του κακού και της φθοράς, συνωμότησε κατά του Οσίριδος, όταν αυτός, αφού συμπλήρωσε το έργο του με την οργάνωση και τη θεσμοθέτηση της θρησκευτικής τελετουργίας, ανεχώρησε για να συνεχίση αυτή την προσπάθεια και σ' άλλες χώρες, αφήνοντας την αντιβασιλείαν στην Ίσιδα. Όταν επέστρεψε ο Όσιρις, ο Σημ τον συνέλαβε με δόλο, τον σκότωσε, τον ετεμάχισε, έβαλε τα κομμάτια του πτώματός τους σ' ένα κιβώτιο και τα έρριξε κατόπιν στο Νείλο. Η Ίσις κατέφυγε τότε, μαζί με τους πιστούς σ' αυτήν Θωβ και Ανούβιο, στα έλη του Δέλτα. Εκεί αναζήτησε το πτώμα και έπειτα από σκληρούς αγώνες και περιπέτειες, κατωρθωσε να βρη όλα τα κομμάτια του πλην του φαλλού, που έμεινε μέσα στο Νείλο.
Με τη δύναμη του σφοδρού έρωτός της και με μαγικές επικλήσεις, η Ίσις ανασυγκρότησε το σώμα και το επανέφερε θριαμβευτικά στην Αίγυπτο, όπου το εμπιστεύθηκε στις φροντίδες των ιερέων. Αυτοί διεκήρυξαν κατόπιν ότι ο Όσιρις ανεστήθη εκ νεκρών και έγινε θεός.
Το μέρος του σώματος του Οσίριδος που δεν βρέθηκε – το γεννητικό του μόριο – η Ίσις το αντικατέστησε με τεχνητή απομίμηση, την οποία καθιέρωσε και που βρίσκεται κατόπιν ως έμβλημα γονιμότητος, με το όνομα «φαλός». Αφού γονιμοποιήθηκε η Ίσις από τον ανασχηματισμένο Όσιριν, γέννησε τον Ώρο, που πολέμησε κατά του Σηθ και τον κατενίκησε. Χάρις δε στις νεκρικές του τελετουργίες και τις μαγικές επωδούς του, ο Ώρος κατώρθωσε να θεοποιήση τον πατέρα του, έτσι δε ο Όσιρις απήλαυσε την Νέαν Ζωή στις μονές των νεκρών, αφού έγινε και βασιλιάς του κάτω κόσμου.
Αυτός είναι ο μύθος του Οσίριδος στιε γενικές γραμμές, με μικρές, εννοείται, παραλλαγές λεπτομερειών στους διαφόρους συγγραφείς, που έγραψαν γι' αυτόν.
Το μύθο αυτό και την παράδοση για το θάνατο και την ανάσταση του Οσίριδος, καθώς και τη νικηφόρο εκδίκηση του υιού του ακολουθούσε κατά τους Λένοφ και Πόζνερ το τυπικό των μυστηρίων του Οσίριδος, για τα οποία τίποτα το θετικο δεν είναι γνωστό.
Νεώτερες ανασκαφές έφεραν εις φως εν «Οσίρειον» εκ της 19ης δυναστείας (1300 π.Χ.), που βρίσκεται βαθειά κάτω απ' τη γη και είναι πλούσιο σε παραστάσεις και επιγραφές από τη «Βίβλο των νεκρών». Δια κυκλικής τάφρου σχηματιζόταν μια πλατεία.
Όταν ο Νείλος πλημμύριζε και ερχόταν το «νέο ύδωρ», ανερχόταν επίσης και η στάθμη του εντός της τάφρου νερού και τότε η πλατεία μετατρεπόταν σε νήσο, που έπαιζε μεγάλο ρόλο στη λατρεία του Οσίριδος.
Μια παράσταση, που υπάρχει στο Λούβρον, και που ανήκει, κατά τους υπολογισμούς του Έρμαν Κες, στην 11η δυναστεία, δηλαδή, στην εποχή μετά την καταστροφή του αρχαίου βασιλείου (λίγο πριν ο Αμενεχμέτ Ι κυριαρχήσει πάλι περί το 2.000 π.Χ. σε όλη την Αίγυπτο), παριστάνει, κατά τη γνώμη των πλέον ονομαστών Αιγυπτιολόγων, το θάνατο και την αναζωογόνηση του Οσίριδος, καθώς και το χαιρετισμό των θεών προς τον αναστηθέντα. Ο Μορέ διακρίνει σ' αυτή, δύσκολα εξηγούμενη εικόνα, την παράσταση Οσιρείου μυστικής εορτής, κατά την οποία ο μυούμενος αποκτούσε τη βεβαιότητα της Αθανασίας και συνήθιζε να βλέπη το θάνατο σαν «λίκνο της ζωής».
Όσον αφορά την ερμηνεία του μύθου, πολλοί υποστηρίζουν ότι είχε αστρονομική μόνο σημασία.
Ο Όσιρις είναι ο Ήλιος και η Ίσις η Σελήνη. Ο Τυφών είναι το σύμβολο του χειμώνα, που προκαλεί την καταστροφή της γονιμοποιού και ευφοροποιού δυνάμεως του Ηλίου, και που στερεί αυτόν – τρόπο τινά – από τη ζωή του.
Την μετά την πάροδο του χειμώνα επιστροφή του αφθόνου ηλιακού φωτός και της θερμότητος, που αναζωογονούν και πάλι τη φύση, κατά την άνοιξη, συμβολίζει η ανάσταση και η θεοποίηση του Οσίριδος.
Η επικρατέστερη, όμως γνώμη αποδίδει στο μύθο του Οσίριδος άλλη βαθύτερη σημασία, πλην της καθαρώς αστρονομικής.
Κατά τον Μάκεϋ, ο Όσιρις και ο Σηθ είναι οι αντιπρόσωποι των δύο ανταγωνιζωμένων αρχών, του καλού και του κακού, του φωτός και του σκοτους, της ζωής και του θανάτου.
Κατά τον Έκεθορν, η διδασκαλία περί του ενός θεού αποτελούσε την κυριωτάτη από τις μυστικές αποκαλύψεις, που παρέχονταν στον τέλεια μυημένο.
Κατά τους Λένοφ – Πόζνερ, ο Όσιρις παριστάνει την άρρενα αρχή, εν αντιθέσει προς την Ίσιδα, που συμβολίζει την θήλεια αρχή.
Ο Βίκινσον έχει τη γνώμη, ότι τα Μυστήρια του Οσίριδος, αποτελούν αποκάλυψη μελλοντικής εκδηλώσεως της θεότητος.
«Κατά τας μυήσεις, γράφει ο Όλιβερ, ο υποψήφιος επληροφορείτο, ότι τα μυστήρια μεταδόθηκαν από τον Αδάμ, τον Σηθ και τον Ενώχ, ο δε τέλειος μύστης εκαλείτο «Αλ-ομ-γιαχ» ή «Αλ-ομ-τσακ» εκ του ονόματος της θεότητος. Απόλυτος μυστικότης επεβάλλετο, τα δε ιερά δόγματα γίνονταν γνωστά με σύμβολα.
Πολλά εξ αυτών διετηρήθησαν. Έτσι η στιγμή εντός κύκλου ήταν το σύμβολο της θεότητος, περιβαλλλομένης από την αιωνιότητα, η «σφαίρα» ήτο σύμβολο του υπερτάτου και αιωνίου θεού, ο «ουροβόρος όφις» συμβόλιζε την αιωνιότητα, «παιδίον καθήμερον επί λωτού», συμβόλιζε τον Ήλιο. Το δένδρο του φοίνικος εσήμαινε τη νίκη, η ράβδος την εξουσία, ο μύρμηξ τη γνώση, η αιξ τη γονιμότητα, η δεξιά χειρ με τους δακτύλους ανοικτούς την αφθονία και η αριστερά χειρ κλειστή την προστασία».
Στα Αιγυπτιακά μυστήρια είχαν μυηθεί ο Ηρόδοτος, ο Πλούταρχος και ο Πυθαγόρας.
Απ' αυτούς μόνον οι δύο πρώτοι αναφέρουν ελάχιστα πράγματα, ίσως γιατί και αυτοί οι ίδιοι τα αγνοούσαν, δεδομένου ότι τα μεγάλα μυστικά φανερώνονταν σ' ελάχιστους μόνον μύστες, που ήταν κυρίως Αιγύπτιοι ιερείς. Μπορούμε λοιπόν, να υποθέσουμε ότι οι Έλληνες συγγραφείς είχαν μυηθεί μόνον στα κατώτατα μυστήρια.
ΑΠΟΚΡΥΦΟΣ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΥ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΚΡΗ
*Δεν αναφέρεται ο συγγραφέας του κειμένου.
Στο τέλος του βιβλίου στην Γενική Βιβλιογραφία αναφέρονται 29 ονόματα αλλά δεν προσδιορίζεται ο συγγραφέας εκάστου κειμένου. (σημ. Δ.μ.Δ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου