Οι λόφοι που
κύκλωναν ολόγυρα την κοιλάδα έμοιαζαν
να ξεδιπλώνονται ο ένας μετά τον άλλο.
Πυρπολημένοι απ' την κάψα είχαν πάρει
το χρώμα του ψημένου κάστανου ανακατωμένο
με πορφύρα. Κάτω απλώνονταν απέραντα
λιβάδια με χορτάρι, που το ύψος του
έφτανε μέχρι το γόνατο, γεμάτα λουλούδια
που αργοκουνούσαν καταφατικά τα κεφάλια
τους. Ανάμεσά τους κυλούσε ο ποταμός
Όξους. Το απόγευμα ήταν χρυσαφένιο, όπως
μόνο ένα απόγευμα μπορεί να είναι. Είχε
αυτή την άχρονη, ακίνητη κλασική ποιότητα,
που βεβαίωνε ότι ο κόσμος έτσι ήταν και
έτσι θα 'ναι για πάντα.
Οι τσοπάνηδες,
που κατέβαζαν τα κοπάδια τους στις
χαμηλότερες πλαγιές να βοσκήσουν, τώρα
βρίσκονταν μαζεμένοι κάτω απ' τη μεγάλη
και πυκνή σκιά ενός κέδρου. Απ' τον
κοκκινωπό κορμό του ανάβλυζε αργά αργά
και σαν να χυνόταν μες στην μαυροπράσινη
σκιά ένα μικρό ρυάκι παχύρρευστο
μπρούτζινο υγρό. Κανένας ήχος δεν τάραζε
τη βαθιά σιωπή της σκιάς του κέδρου
εκτός απ' το γλυκό, εύθραυστο τραγούδι
του τζίτζικα, που έμοιαζε να βυθίζεται
μέσα σ' αυτή την αιώνια θαρρείς σιωπή,
χωρίς όμως να την καταστρέφει.
Οι βοσκοί δεν
μιλούσαν. Κοίταζαν κάτω στην κοιλάδα
το ατέλειωτο μονοπάτι που πήγαινε μεσ'
απ' τους λόφους προς τη δύση. Κάπου
μακριά, στο βάθος του μονοπατιού, φάνηκε
η σιλουέτα ενός άντρα. Σε λίγο είχε
κιόλας μεγαλώσει απ' το μέγεθος μύγας
στο μέγεθος ερωδιού. Τώρα ζύγωνε το ρηχό
πέρασμα του ποταμού. Ο άνθρωπος ερχόταν
μόνος, ποδαρόδρομο, και δεν φαινόταν να
έχει τίποτε πάνω του που να προκαλεί
φόβο. Εκείνοι, όμως, εξακολουθούσαν να
τον κοιτάζουν βουβοί.
Γρήγορα πέρασε
το ποτάμι απ' τα ρηχά κι άρχισε ν'
ανηφορίζει το μονοπάτι του λόφου που
περνούσε κοντά απ' το δέντρο κάτω απ' το
οποίο ήταν καθισμένοι. Καθώς πλησίαζε,
διαπίστωσαν ότι δεν ήταν ντυμένος όπως
αυτοί. Φορούσε ένα κεφαλόδεμα από άσπρο
ύφασμα που σκέπαζε το μέτωπό του σχεδόν
μέχρι τα φρύδια και πίσω στην πλάτη του
έφτανε σχεδόν ως κάτω στις φτέρνες του.
Η ηλικία του ήταν ακαθόριστη. Αδύνατο
να τη μαντέψεις.
Είδε τους βοσκούς
κι ήρθε κατευθείαν προς το δέντρο τους.
«Αδέρφια», είπε,
«έχω κάνει πολύ δρόμο. Αφήστε με να
ξεκουραστώ μαζί σας».
Αυτό, την εποχή
εκείνη, υπονοούσε ότι ζητούσες κάτι να
δροσιστείς. Του έδωσαν, λοιπόν, αμέσως
μια κούπα γάλα κι ένα κομμάτι ψωμί απ'
το καρβέλι τους που ήταν το κύριο φαγητό
των βοσκών.
«Έρχεσαι από
πολύ μακριά;» τον ρώτησε ο μεγαλύτερος
απ' αυτούς.
«Οι μερες που
έχω ταξιδέψει», απάντησε, «είναι
περισσότερες απ' όσα ζωντανά έχετε στα
κοπάδια σας. Κι έχετε πολλά ζωντανά».
«Η μιλιά σου
ακούγεται παράξενη στ' αυτιά μας», είπε
ο άλλος. «Έρχεσαι πέρα απ' τον τόπο που
βουλιάζει ο ήλιος, από κει που δεν υπάρχει
τίποτα παρά μόνο σκοτάδι;»
«Αυτή», είπε
ένα από τ' αγόρια φοβισμένο», «είναι η
χώρα των πεθαμένων».
«Όχι αδερφέ»,
είπε ο ξένος. «Η χώρα που λες είναι πολύ
πιο μακριά απ' όσο νομίζεις. Πριν απ'
αυτήν, εκεί πέρα υπάρχουν κι άλλες χώρες
ακόμη που ο ήλιος τους λάμπει. Κι εκεί
ο άνθρωπος θαρρεί ότι μπορεί να ταξιδεύει
για πάντα».
«Η δική σου χώρα
είναι αυτή που οι θεοί της έχουν κεφάλια
σαν των γερακιών και των σκυλιών και
περπατούν ανάμεσα στους ανθρώπους;»
ρώτησε το άλλο αγόρι.
«Όχι, αλλά έχω
ακούσει γι' αυτήν τη χώρα», είπε ο ξένος.
«Όμως δεν την έχω δει ποτέ».
«Έχεις ακούσει
για τον κλειστό κήπο», ρώτησε ένας άλλος
«όπου το φίδι φυλάει το χρυσό καρπό;»
«Αυτό το άκουσα,
αδερφέ», είπε ο ταξιδιώτης.
Βαθιά σιωπή
έπεσε ξαφνικά ανάμεσά τους.
Για λίγο ακουγόταν
μόνο το τζιτζίκι και μετά μίλησε ο
γεροντότερος ποιμένας:
«Το πνεύμα σου
είναι κουρασμένο ξένε! Τι ψάχνεις να
βρεις ταξιδεύοντας τόσο μακριά χωρίς
να ξεκουράζεσαι καθόλου;»
«Πάω για τα μέρη
της Ανατολής, αδελφέ», απάντησε ο άντρας.
«Άκουσα για μια μακρινή χώρα, όπου οι
δυνατοί άντρες εκεί δεν χρειάζεται να
δουλεύουν, μα κρατούν όπλα για χάρη του
βασιλιά».
«Έχει πολλούς
λύκους κι άλλα άγρια κτήνη αυτή η χώρα,
που ν' αφανίζουν τα ζωντανά στα κοπάδια;»
ρώτησε ένα από τα αγόρια.
«Όχι», είπε ο
ξένος, «έχει λιβάδια. Πολλά. Και πρέπει
ν' αγωνιστείς για να τα πάρεις απ' αυτούς
που τα έχουν. Υπάρχουν χώρες με τέτοια
πλούτη, που ούτε στο όνειρό στου δεν τα
έχεις δει. Και όλ' αυτά μπορούν να τ'
αποκτήσουν εκείνοι που κρατούν όπλα
για το βασιλιά».
«Εδώ σ' εμάς
κανένας δεν κρατά όπλα για το βασιλιά»,
είπε ένας απ' τους βοσκούς. «Αυτός κάνει
τη θυσία για όλους μας. Και ξέρει τα
σημάδια που του λένε πότε να κατεβούν
τα κοπάδια απ' τις πλαγιές των λόφων στα
λιβάδια. Για όλα τ' άλλα είναι σαν κι
εμάς. Οπότε, γιατί να κρατούμε όπλα γι'
αυτόν;»
«Για να ζείτε
καλά», απάντησε ο ξένος. «Δεν είναι,
όμως, καλύτερο όταν μια ομάδα δυνατοί
άντρες, σαν αδέρφια ενωμένοι, ξεκινούν
να γίνουν μεγάλοι πάνω στη γη; Τότε
αποκτούν απέραντες εκτάσεις. Και τότε
σ' αυτές φτιάχνουν χωράφια και βολεύουν
τα μεγάλα ζωντανά τους, τα κοπάδια τους
και τα πουλερικά τους».
«Για να το κάνουν
αυτό», είπε ο γεροντότερος, «θα πρέπει
να σταματήσουν να φροντίζουν τα κοπάδια
που έχουν».
«Και τι μ' αυτό,
αδερφέ», είπε ο ξένος, «και τι μ' αυτό,
όσο έχουν όπλα στα χέρια τους; Πάντα θα
υπάρχουν κι άλλα κομμάτια γης, για ν'
αποκτήσει κανείς περισσότερα».
«Αλήθεια λέει»,
γύρισε και είπε το ένα αγόρι στο άλλο.
«Μα... αν ένας
λαός είναι μικρός;» είπε ένας απ' τους
άντρες.
«Μπορεί εδώ,
στα μέρη μας, ένας λαός να 'ναι μικρός,
και πιο πέρα ένας άλλος λαός μεγαλύτερος.
Τότε τι γίνεται; Τα πράγματα δεν θα είναι
καλά για το μικρό λαό. Έτσι φαίνεται».
«Θα 'ναι, αν ο
μικρός υποταχθεί στον μεγαλύτερο», είπε
ο ξένος. «Κι αυτό πρέπει να κάμει. Ν'
ακουμπήσει πάνω του, να ενωθεί μαζί του
και να εκτελέσει τις επιθυμίες του».
«Την επιθυμία
ενός ξένου;» είπε ο γεροντότερος.
«Γιατί όχι
αδερφέ;» είπε ο ξένος. «Δεν είναι άτιμη
πράξη για ένα μικρό λαό ν' ακουμπήσει
πάνω σ' ένα δυνατότερο αδερφό».
«Τη λέξη “αδερφός”
τη χρησιμοποιείς πολύ συχνά», είπε ο
γέρος. «Μας ονομάζεις έτσι, παρόλο που
δεν είσαι απ' το λαό μας».
«Γιατί όχι;»
είπε ο ξένος. «Όλοι οι άνθρωποι είναι
αδέρφια».
«Και τότε», είπε
ο γέρος «γιατί δεν είμαστε συνηθισμένοι
να μιλάμε μ' αυτό τον τρόπο; Πες μας το
όνομα που έχεις στη χώρα που γεννήθηκες».
«Κάιν», είπε ο
ξένος.
Μετάφραση:
Γιώργος Ντούμας
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
Η
ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ
ΕΠΙΛΟΓΗ
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΑΙΟΛΟΣ 2001
1 σχόλιο:
K εμείς, οι γιοί του Κάιν!
Δημοσίευση σχολίου