...Ο δον Χουάν
έμεινε πολύ ώρα σιωπηλός.
«Θα κάνω κάτι
καλύτερο απ' το να σου δώσω ένα παράδειγμα
αξιομνημόνευτου περιστατικού του δικού
μου λευκώματος», είπε τελικά. «Θα σου
δώσω ένα αξιομνημόνευτο περιστατικό
από τη δική σου ζωή, ένα περιστατικό που
θα άξιζε σίγουρα να μπει στη συλλογή
σου. Ή, αν προτιμάς, εγώ θα το έβαζα
οπωσδήποτε στη δική μου συλλογή αν ήμουν
στη θέση σου».
Νόμισα πως
αστειευόταν κι έβαλα ανόητα τα γέλια.
«Δεν είναι καμιά
αστεία ιστορία», παρατήρησε κοφτά.
«Σοβαρολογώ. Κάποτε μου διηγήθηκες μια
ιστορία που ανταποκρίνεται στις
προϋποθέσεις».
«Για ποια ιστορία
μιλάς;»
«Εκείνη για τις
Φιγούρες Μπροστά στον Καθρέφτη»,
απάντησε. «Ξαναπές μου αυτή την ιστορία.
Πες τη μου όμως με όσο πιο πολλές
λεπτομέρειες μπορείς να θυμηθείς».
Άρχισα να
διηγούμαι βιαστικά την ιστορία. Ο δον
Χουάν με διέκοψε και μου ζήτησε να τη
διηγηθώ όσο πιο προσεκτικά και λεπτομερώς
μπορούσα, ξεκινώντας από την αρχή.
Υπάκουσα, αλλά η αφήγησή μου δεν τον
ικανοποίησε.
«Ας κάνουμε
έναν περίπατο», πρότεινε. «Είσαι πολύ
πιο σαφής όταν βαδίζεις παρά όταν
κάθεσαι. Δεν θα ήταν παράλογη ιδέα το
να βαδίζεις πάνω κάτω όταν προσπαθείς
να διηγηθείς κάτι».
Καθόμασταν στην
βεράντα, όπως συνηθίζαμε να κάνουμε στη
διάρκεια της μέρας. Είχα υιοθετήσει μια
ρουτίνα που δεν αποχωριζόμουν: καθόμουν
πάντα στο ίδιο σημείο, με την πλάτη να
ακουμπά στην πρόσοψη του σπιτιού. Ο δον
Χουάν πάλι, καθόταν σε διάφορα σημεία,
ποτέ στο ίδιο.
Διαλέξαμε τη
χειρότερη ώρα για την πεζοπορία μας.
Ήταν καταμεσήμερο. Ο δον Χουάν μου είχε
δώσει ένα παλιό ψαθάκι, όπως έκανε πάντα
όταν βγαίναμε να περπατήσουμε για ώρα
κάτω από τον ήλιο. Περπατήσαμε πολύ ώρα
χωρίς να πούμε λέξη. Έβαλα τα δυνατά μου
να θυμηθώ με κάθε λεπτομέρεια την ιστορία
για τις Φιγούρες Μπροστά στον Καθρέφτη.
Το απόγευμα είχε προχωρήσει αρκετά όταν
καθίσαμε στη σκιά μιας συστάδας ψηλών
θάμνων και επανέλαβα την ιστορία στον
δον Χουάν.
Χρόνια πριν,
όταν σπούδαζα γλυπτική σε μια σχολή
Καλών Τεχνών στην Ιταλία, είχα γίνει
στενός φίλος μ' ένα Σκοτσέζο συμφοιτητή
μου που ήθελε να γίνει τεχνοκριτικός.
Εκείνο που θυμόμουν πιο ζωηρά γι' αυτό
τον άνθρωπο, το στοιχείο που σχετιζόταν
με την ιστορία που διηγούμουν στο δον
Χουάν, ήταν η μεγάλη ιδέα που είχε για
τον εαυτό του. Πίστευε πως ήταν ο πιο
ακόλαστος, λάγνος και κοσμογυρισμένος
λόγιος και καλλιτέχνης: ένας άνθρωπος
της Αναγέννησης. Ακόλαστος ήταν σίγουρα,
αλλά η λαγνεία ήταν κάτι που βρισκόταν
σε πλήρη αντίθεση με την αποστεωμένη,
στεγνή και σοβαρή προσωπικότητά του.
Ήταν ένθερμος οπαδός του Μπέρτραντ
Ράσελ και ονειρευόταν να εφαρμόσει τις
αρχές του λογικού θετικισμού στην
τεχνοκριτική. Όσο για την ιδιότητα του
κοσμογυρισμένου λογίου και καλλιτέχνη,
δεν υπήρχε μεγαλύτερη φαντασίωση, αφού
ήταν ο πιο αναβλητικός άνθρωπος του
κόσμου. Η δουλειά ήταν η θεία δίκη του.
Η διφορούμενη
ειδικότητά του δεν ήταν η τεχνοκριτική,
αλλά η προσωπική γνωριμία του με όλες
τις πόρνες των πάμπολλων οίκων ανοχής
που λειτουργούσαν στην πόλη. Οι ολοζώντανες
και εκτενείς περιγραφές που συνήθιζε
να μου κάνει – ώστε να με κρατά, κατά τα
λεγόμενά του, ενήμερο για όσα θαυμαστά
πράγματα υποτίθεται ότι διαδραματίζονταν
στον κόσμο αυτής του της ειδικότητας –
ήταν απολαυστικές. Δεν παραξενεύτηκα
επομένως όταν εμφανίστηκε μαι μέρα στο
διαμέρισμά μου, ξέπνοος σχεδόν από την
έξαψη, για να μου πει ότι του είχε συμβεί
κάτι εξαίσιο, κάτι που ανυπομονούσε να
μοιραστεί μαζί μου.
«Λοιπόν παλιόφιλε,
είναι κάτι που πρέπει να το δεις με τα
ίδια σου τα μάτια!» μου είπε ξαναμμένος,
με την οξφορδιανή προφορά που υιοθετούσε
όποτε απευθυνόταν σ' εμένα. Βημάτιζε
νευρικά στο δωμάτιο. «Είναι δύσκολο να
σ' το περιγράψω, μα είμαι βέβαιος πως
είναι κάτι που θα εκτιμήσεις. Κάτι που
η εντύπωσή του θα σ' ακολουθεί σε όλη
σου τη ζωή! Πρόκειται να σου χαρίσω ένα
θαυμαστό δώρο ζωής. Καταλαβαίνεις;»
Εκείνο που
καταλάβαινα ήταν πως είχα μπλέξει μ'
έναν υστερικό Σκοτσέζο. Προτιμούσα
πάντα να τον καλοπιάνω και να πηγαίνω
με τα νερά του. Ποτέ μου δεν είχα μετανιώσει
γι' αυτό.
«Ηρέμησε, Έντι»,
του είπα. «Ησύχασε. Τι προσπαθείς να μου
πεις;»
Μου διηγήθηκε
πως είχε βρεθεί σ' έναν οίκο ανοχής, όπου
ξετρύπωσε μια απίστευτη γυναίκα που
του έκανε ένα καταπληκτικό νούμερο, τις
Φιγούρες Μπροστά στον Καθρέφτη. Με
διαβεβαίωσε άπειρες φορές, τραυλίζοντας
σχεδόν από την αναστάτωση, πως όφειλα
να προσφέρω στον εαυτό μου αυτή την
απίστευτη εμπειρία.
«Και μην ανησυχείς
αν δεν έχεις λεφτά!» έσπευσε να με
καθησυχάσει, ξέροντας ότι τα έφερνα
δύσκολα βόλτα. «Πλήρωσα ήδη για την
επίσκεψη. Το μόνο που έχεις να κάνεις
εσύ είναι να έρθεις μαζί μου. Η μαντάμ
Λουντμίλα θα χαρεί να σου δείξει τις
Φιγούρες Μπροστά στον Καθρέφτη. Είναι
περίπτωση!».
Σε μια κρίση
ανεξέλεγκτης αγαλλίασης, ο Έντι ξέσπασε
σε βροντερά γέλια, ξεχνώντας τα κακάσχημα
δόντια του, τα οποία έκρυβε συνήθως πίσω
από μειδιάματα ή συγκρατημένα μισόγελα
με σφιχτοκλεισμένα χείλη. «Άκουσέ με,
είναι καταπληκτική!»
Η περιέργειά
μου φούντωνε όσο περνούσε η ώρα. Ένιωθα
όλο και πιο πρόθυμος να μοιραστώ την
καινούρια του απόλαυση. Ο Έντι με πήγε
με τ' αμάξι του στα περίχωρα της πόλης.
Σταματήσαμε μπροστά σ' ένα μουντό,
κακοδιατηρημένο κτίριο. Η μπογιά στην
πρόσοψη είχε ξεθωριάσει και ξεφλουδίσει.
Θύμιζε παλιό ξενοδοχείο, ένα ξενοδοχείο
που τώρα ήταν πολυκατοικία. Διέκρινα
τα απομεινάρια μιας παλιάς πινακίδας
ξενοδοχείου, σκεβρωμένης από την υγρασία
και την πολυκαιρία. Πολλά από τα βρόμικα
στενά μπαλκόνια ήταν γεμάτα γλάστρες
με λουλούδια, ενώ στα κάγκελα άλλων
κρέμονταν χαλιά αφημένα να στεγνώσουν
στον ήλιο.
Στην είσοδο
έστεκαν δύο μελαψοί, ύποπτοι άντρες με
μυτερά μαύρα παπούτσια που έδειχναν
πολύ στενά για τα πόδια τους. Χαιρέτησαν
διαχυτικά τον Έντι.
Είχαν κατάμαυρα
αεικίνητα μάτια, απειλητικά. Φορούσαν
γυαλιστερά αχνογάλαζα κοστούμια, πολύ
στενά για τα ογκώδη κορμιά τους. Ο ένας
άνοιξε την πόρτα για τον Έντι. Εμένα
ούτε που καταδέχτηκαν να με κοιτάξουν.
Ανεβήκαμε στο
πάνω πάτωμααπό μια ετοιμόρροπη σκάλα
που έδειχνε πως κάποτε είχε περάσει
εποχές μεγαλείου. Ο Έντι προχώρησε
πρώτος σ' έναν άδειο διάδρομο που θύμιζε
έντονα ξενοδοχείο με τις διαδοχικές
πόρτες και στις δύο πλευρές. Όλες ήταν
βαμμένες στην ίδια μουντή λαδιά απόχρωση
και σε καθεμιά ένας μπρούτζινος αριθμός
, θαμπωμένος από τα χρόνια, μόλις που
διακρινόταν.
Ο Έντι στάθηκε
σε μια πόρτα. Πρόσεξα ότι είχε τον αριθμό
112. Ο φίλος μου χτύπησε επίμονα. Μας
άνοιξε μια κοντή στρουμπουλή γυναίκα
με οξυζεναρισμένα μαλλιά και μας κάλεσε
αμίλητη να περάσουμε μέσα. Φορούσε μια
κατακόκκινη μεταξωτή ρόμπα με φουσκωτά
μανίκια στολισμένα με φτερά και ένα
ζευγάρι κατακόκκινες παντόφλες με
γούνινες φούντες. Η γυναίκα έκλεισε την
πόρτα πίσω μας όταν προχωρήσαμε λίγο
στο μικρό χολάκι, κι έπειτα χαιρέτησε
τον Έντι με τα φριχτά της αγγλικά.
«Γεια, Έντι.
Έφερες φίλο, ε;»
Ο Έντι έσφιξε
το χέρι της και μετά έσκυψε όλο αβρότητα
και το φίλησε. Φερόταν σαν να ήταν απόλυτα
ήρεμος, όμως εγώ πρόσεξα κάποιες μικρές
ασυνείδητες κινήσεις του που μόνο ηρεμία
δεν πρόδιδαν.
«Πως είστε
σήμερα, μαντάμ Λουντμίλα;» ρώτησε,
προσπαθώντας να ακουστεί σαν Αμερικανός.
Ποτέ δεν κατάλαβα
γιατί ο Έντι παρίστανε τον Αμερικανό
όποτε είχε δοσοληψίες με κάποιο κακόφημο
σπίτι. Υποπτεύομαι ότι το έκανε επειδή
γενικά οι Αμερικανοί θεωρούνταν εύποροι
και ήθελε να έχει εκεί τη φήμη του
πλουσίου, άρα και αξιόπιστου.
Ο Έντι στράφηκε
σε μένα και είπε με την ψεύτικη αμερικάνικη
προφορά του: «Σ' αφήνω σε καλά χέρια,
νεαρέ μου».
Ακούστηκε τόσο
απαίσιος, τόσο ανοίκειος, που έβαλα τα
γέλια. Αυτό το ξέσπασμα ιλαρότητας δε
φάνηκε να ενοχλεί τη μαντάμ Λουντμίλα.
Ο Έντι της φίλησε πάλι το χέρι κι έφυγε
αφήνοντάς μας μόνους.
«Μιλάει αγγλικά,
αγοράκι;» τσίριξε υστερικά η γυναίκα,
λες και μιλούσε σε κουφό. «Αιγκύπτιος
είσαι για Τούρκος;»
Διαβεβαίωσα τη
μαντάμ Λουντμίλα ότι δεν ήμουν τίποτα
απ' τα δύο κι ότι μιλούσα αγγλικά. Εκείνη
με ρώτησε τότε αν μου 'καναν κέφι οι
Φιγούρες Μπροστά στον Καθρέφτη. Δεν
ήξερα τι να πω, έγνεψα μονάχα καταφατικά.
«Θα δεις νούμερο
καλό» με διαβεβαίωσε. «Οι Φιγούρες
Μπροστα στον Καθρέφτη είναι μόνο η αρχή.
Πες μου να σταματήσω όταν φτιαχτείς».
Από το χολάκι
όπου στεκόμασταν περάσαμε σ' ένα
μισοσκότεινο κι απόκοσμο δωμάτιο με
βαριές κουρτίνες. Ασθενικές λάμπες
έφεγγαν μέσα σε απλίκες στέλνοντας το
φως ίσια στο πάτωμα. Παράταιρα αντικείμενα
γέμιζαν το δωμάτιο: μικρές σιφονιέρες,
τραπεζάκια αντίκες και καρέκλες. Ένα
σεκρετέρ φορτωμένο χαρτιά, μολύβια,
χάρακες και τουλάχιστον καμιά δεκαριά
ψαλίδια διαφόρων μεγεθών στηρίζονταν
στον τοίχο. Η μαντάμ Λουντμίλα μ' έβαλε
να καθίσω σε μια παλιά μπερζέρα.
«Το κρεβάτι
είναι στ' άλλο δωμάτιο, γλύκα», με
πληροφόρησε, δείχνοντας στο βάθος του
δωματίου. «Τούτη δω είναι η αντισάλα
μου. Εδώ κάνω το νούμερό μου για να
φτιαχτείς και να 'σαι ορεξάτος».
Την
επομένη στιγμή, πέταξε πέρα την κόκκινη
ρόμπα της, κλότσησε στην άκρη τις
φανταχτερές της παντόφλες κι άνοιξε με
μια αεράτη κίνηση τις δίφυλλες ντουλάπες
που έστεκαν πλάι πλάι σ' έναν τοίχο. Στο
εσωτερικό του κάθε φύλλου βρισκόταν
ένας ολόσωμος καθρέφτης.
«Και
τώρα μουσική, αγοράκι», ανήγγειλε η
μαντάμ Λουντμίλα, κι άρχισε να γυρνά τη
μανιβέλα ενός φωνογράφου που έδειχνε
να είναι σε θαυμάσια κατάσταση, γυαλιστερός
σαν καινούριος. Έβαλε ένα δίσκο γραμμοφώνου
στο πλατό της συσκευής. Η στριγκή,
βασανιστική μελωδία μου θύμισε τα
εμβατήρια που παίζουν στο τσίρκο.
«Και
τώρα το νούμερό μου», φώναξε κι άρχισε
να στριφογυρνά στο ρυθμό της μελωδίας.
Η επιδερμίδα της ήταν σφιχτή – στα
περισσότερα σημεία, τουλάχιστον – κι
εκπληκτικά λευκή, αν και δεν ήταν πια
νέα. Θα πρέπει να πλησίαζε τα πενήντα.
Η κοιλιά της ήταν χαλαρή – όχι πολύ,
αλλά αρκετά -, όπως και τα πλούσια στήθη
της. Είχε μικρή μύτη κι έντονα βαμμένα
κόκκινα χείλη. Μια γερή στρώση μαύρης
μάσκαρα είχε πετρώσει στα βλέφαρά της.
Έφερνε στο νου το αρχέτυπο της γερασμένης
πόρνης. Ανέδιδε ωστόσο κάτι παιδικό,
μια κοριτσίστικη εγκατάλειψη και
εμπιστοσύνη, μια γλύκα που με τάραξε.
«Και
τώρα, οι Φιγούρες Μπροστά στον Καθρέφτη»,
ανήγγειλε η μαντάμ Λουντμίλα, ενώ η
μουσική συνεχιζόταν.
«Πόδι,
πόδι, πόδι!» φώναξε, τινάζοντας ψηλά
πρώτα το ένα πόδι και μετά το άλλο στο
ρυθμό της μουσικής. Το δεξί της χέρι
ακουμπούσε την κορυφή του κεφαλιού της
– θύμιζε κοριτσάκι που δεν είναι σίγουρο
αν μπορεί να εκτελέσει τις χορευτικές
φιγούρες.
«Γύρω,
γύρω, γύρω!» κραύγασε στριφογυρνώντας
σαν σβούρα.
«Ποπός,
ποπός, ποπός!» τσίριξε μετά, δείχνοντάς
μου τον πισινό της σαν χορεύτρια του
καν καν.
Επανέλαβε
ξανά και ξανά την ίδια σειρά κινήσεων,
ώσπου άρχισε να σβήνει η μουσική όπως
ξεκουρδιζόταν ο φωνογράφος. Είχα την
αίσθηση ότι χανόταν η μαντάμ Λουντμίλα,
έτσι όπως στροβιλιζόταν κατευθυνόμενη
στο βάθος του δωματίου, έτσι όπως μίκραινε
και μίκραινε ολοένα καθώς έσβηνε η
μουσική. Ένα αίσθημα απόγνωσης και
μοναξιάς που αγνοούσα πως έτρεφα μέσα
μου αναδύθηκε απ' τα κατάβαθα της ύπαρξής
μου, και μ' έσπρωξε να πεταχτώ από την
μπερζέρα και να βγω τρέχοντας από το
δωμάτιο, να κατέβω κουτρουβαλώντας τη
σκάλα και να ορμήσω έξω, στο δρόμο.
Ο
Έντι και οι δύο άντρες με τα αχνογάλαζα
γυαλιστερά κοστούμια στέκονταν εκεί
κουβεντιάζοντας. Όταν ο φίλος μου με
είδε να πετάγομαι σαν τρελός από το
κτίριο, ξέσπασε σε δυνατά γέλια.
«Δεν
ήταν φοβερή περίπτωση;» μου φώναξε,
πασχίζοντας ακόμη ν' ακουστεί σαν
Αμερικανός. «Οι Φιγούρες Μπροστά στον
Καθρέφτη είναι μόνο η αρχή». Τι φάση! Τι
φάση, στ' αλήθεια!»
Την
πρώτη φορά που ανέφερα αυτή την ιστορία
στο δον Χουάν, του είπα ότι είχα επηρεαστεί
βαθιά από τη βασανιστική μελωδία και
το τρελό στροβίλισμα της γριάς πόρνης
στο άκουσμά της. Εξίσου βαθιά με είχε
επηρεάσει και η αποκάλυψη της αναισθησίας
του φίλου μου.
Αυτή
τη φορά, όταν ολοκλήρωσα την ιστορία
μου στο δον Χουάν, στη σκιά των ψηλών
θάμνων όπου καθόμασταν σ' εκείνα τα
βουνά της Σονόρα, έτρεμα σύγκορμος. Με
είχε μυστηριωδώς επηρεάσει κάτι εντελώς
απροσδιόριστο.
«Αυτή
η ιστορία», είπε ο δον Χουάν, «πρέπει να
μπει οπωσδήποτε στο λεύκωμά σου με τα
αξιομνημόνευτα περιστατικά. Ο φίλος
σου, αν και δεν υποψιάστηκε καν τι έκανε,
σου πρόσφερε, όπως είπε κι ο ίδιος, ένα
θαυμαστό δώρο, κάτι που πράγματι η
εντύπωσή του θα διατηρηθεί μέσα σου και
θα σε ακολουθεί για όλη σου τη ζωή».
«Προσωπικά
θεωρώ πολύ θλιβερή αυτή την ιστορία,
δον Χουάν, θλιβερή, μα τίποτ' άλλο»,
μουρμούρισα.
«Είναι
πράγματι μια θλιβερή ιστορία, όπως κι
όλες οι άλλες ιστορίες σου», μου απάντησε,
«αλλά αυτό που την κάνει ξεχωριστή για
μένα και αξιομνημόνευτη είναι ότι μας
αγγίζει όλους, κάθε ανθρώπινο πλάσμα,
όχι μόνο εσένα, όπως συνέβαινε με τις
υπόλοιπες ιστορίες σου. Βλέπεις, όπως
η μαντάμ Λουντμίλα, έτσι και ο καθένας
από μας, είτε νέος είτε γέρος, κάνει
φιγούρες μπρόστά σε κάποιο καθρέφτη με
τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Λογάριασε
πρώτα τι γνωρίζεις για τους ανθρώπους.
Σκέψου κάθε ανθρώπινο πλάσμα σε τούτη
τη γη, και θα καταλάβεις, χωρίς αμφιβολία,
πως όποιοι κι αν είναι αυτοί οι άνθρωποι
ή ό,τι κι αν πιστεύουν για τον εαυτό
τους, ό,τι κι αν κάνουν, το αποτέλεσμα
των πράξεών τους είναι πάντα το ίδιο:
παράλογες φιγούρες μπροστά σ' έναν
καθρέφτη».
Carlos
Castaneda
Η
Ενεργός Πλευρά του Απείρου
Μετάφραση
από τα Αγγλικά Αλέκος Μανωλίδης
Εκδόσεις
«Το Κλειδί» Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη
2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου