Όταν μου λένε:
«Ξέρετε ότι ο Ζακ Παράν πέθανε τρελός
σε κάποιο ψυχιατρείο», μια οδυνηρή
ανατριχίλα, μια ανατριχίλα από φόβο και
αγωνία μου διαπερνά τα κόκαλα. Και
ξαναβλέπω ξαφνικά, αυτόν το μεγαλόσωμο
περίεργο άνθρωπο, που ίσως ήταν τρελός
από καιρό, ένας μανιακός, επικίνδυνος,
απειλητικός μάλιστα.
Ήταν ένας άντρας
σαράντα χρονών, ψηλός, ξερακιανός, λίγο
κυρτωμένος, με μάτια αλλοπαρμένα, μάτια
μαύρα, τόσο μαύρα που δεν ξεχώριζες την
κόρη τους, μάτια αεικίνητα, πλάνα,
άρρωστα, στοιχειωμένα. Τι πλάσμα μοναδικό,
συνταρακτικό, που έφερνε, που σκορπούσε
μια αμηχανία γύρω του, μια αμηχανία
αόριστη, στην ψυχή, στο κορμί, ένα απ'
αυτούς τους ακατανόητους εκνευρισμούς,
που σε κάνουν να πιστεύεις σε υπερφυσικές
επιδράσεις.
Είχε μια συνήθεια
ενοχλητική: τη μανία να κρύβει τα χέρια
του. Δεν τ' άφηνε σχεδόν ποτέ να
περιφέρονται, όπως κάνουμε όλοι, πάνω
στα αντικείμενα, πάνω στα τραπέζια. Ποτέ
δεν ψηλαφούσε τα πράγματα που 'βρισκε
μπροστά του, μ' εκείνη την οικεία κίνηση
που έχουν σχεδόν όλοι οι άνθρωποι. Ποτέ
δεν τ' άφηνε γυμνά, τα μακριά, κοκαλιάρικα,
φίνα και λίγο πυρετώδη χέρια του.
Τα 'χωνε στις
τσέπες του, κάτω από τις μασχάλες,
σταυρώνοντάς τα. Θά ' λεγες πως φοβόταν
μήπως πραγματοποιήσουν, παρά τη θέλησή
του, κάποια απαγορευμένη εργασία, μήπως
κάνουν κάποια ντροπιασμένη ή γελοία
πράξη, αν τ' άφηνε ελεύθερα και κυρίαρχα
των κινήσεών τους.
Όταν ήταν
αναγκασμένος να τα χρησιμοποιήσει για
τις καθημερινές ζωτικές κινήσεις, το
'κανε με βίαια τινάγματα, με γρήγορες
κινήσεις του μπράτσου, σαν να μην ήθελε
ν' αφήσει τα χέρια του τον καιρό να
δράσουν από μόνα τους, να φέρουν αντίρρηση
στη θέλησή του, να κάνουν κάτι άλλο. Στο
τραπέζι άρπαζε το ποτήρι του, το πιρούνι
του ή το μαχαίρι του τόσο ζωηρά, που δεν
είχε κανείς ποτέ τον καιρό να προβλέψει
τι ήθελε να κάνει ακόμα κι όταν το 'χε
κιόλας τελειώσει. Ένα βράδυ, λοιπόν,
βρήκα την εξήγηση για την εκπληκτική
ψυχική του αρρώστια.
Ερχόταν και
περνούσε που και που μερικές μέρες σπίτι
μου, στην εξοχή, κι εκείνο το βράδυ μου
φαινόταν ιδιαίτερα ανήσυχος!
Μια θύελλα
ανέβαινε στον ουρανό που ήταν αποπνικτικός
και μαύρος, έπειτα από μια φοβερά ζεστή
μέρα. Κανένα φύσημα δεν κουνούσε τα
φύλλα. Ένας ατμός ζεστός, σαν να 'βγαινε
από φούρνο, ακουμπούσε τα πρόσωπα, έκανε
τα στήθη να λαχανιάζουν. Ένιωθα δυσάρεστα
και ήθελα να πάω στο κρεβάτι μου.
Όταν με είδε
που σηκώθηκα για να φύγω, ο Ζακ Παράν με
άρπαξε από το μπράτσο με μια άγρια
κίνηση.
-Α, όχι! Μείνε
λίγο ακομα, μου είπε. Τον κοίταξα με
έκπληξη μουρμουρίζοντας:
-Αυτή η θύελλα
με χτύπησε στα νεύρα.
Αναστέναξε ή,
μάλλον, φώναξε:
-Μήπως εμένα;
Αχ, μείνε, σε παρακαλώ. Δε θέλω να είμαι
μόνος.
Είχε ύφος
αλαφιασμένο.
Είπα:
-Τι έχεις; Σου
'στριψε;
Και ψέλλισε:
-Ναι, μερικές
φορές, κάποιες βραδιές, όπως η αποψινή,
βραδιές ηλεκτισμένες... να, φοβάμαι...
φοβάμαι τον εαυτό μου... με καταλαβαίνεις;
Είναι επειδή έχω μια δύναμη... Όχι... μια
ικανότητα... όχι... ένα χάρισμα... Τέλος
πάντων, δεν ξέρω να σου πω τι είναι, όμως
έχω μέσα μου έναν μαγνητισμό τόσο
τεράστιο που φοβάμαι, ναι, φοβάμαι τον
εαυτό μου, όπως σου 'λεγα προηγουμένως!
Κι έκρυβε, μ'
έντονες ανατριχιλες, τα χέρια του, που
τρέμανε κάτω από τα ρεβέρ της ζακέτας
του. Κι εγώ ένιωσα ξαφνικά να τρέμω από
ένα φόβο συγκεχυμένο, δυνατό, φοβερό.
Ήθελα να φύγω, να το σκάσω να μην τον
ξαναδώ, να μην ξαναδώ το χαμένο βλέμμα
του να πέφτει επάνω μου, μετά να φεύγει,
να γυρίζει γύρω από το ταβάνι, να ψάχνει
να βρει κάποια σκοτεινή γωνιά στο δωμάτιο
για να καρφωθεί, σα να 'θελε να κρύψει
κι αυτό το επικίνδυνο βλέμμα του.
Μουρμούρισα:
-Αυτό δεν μου
το 'χες πει ποτέ!
Μου απάντησε:
-Μήπως το 'χω
πει ποτέ σε κανέναν; Άκουσέ με, απόψε
δεν μπορώ να σωπάσω. Και προτιμώ να τα
μάθεις όλα. Άλλωστε, ίσως μπορέσεις να
με βοηθήσεις.
Ο μαγνητισμός!
Ξέρεις τι είναι; Όχι. Κανείς δεν ξέρει.
Κι όμως, τον διαπιστώνουμε. Τον
αναγνωρίζουμε, οι ίδιοι οι γιατροί τον
χρησιμοποιούν. Ένας από τους πιο
διάσημους, ο Σαρκό, τον διδάσκει. Άρα,
χωρίς αμφιβολία, υπάρχει.
Ένας άνθρωπος,
ένα ον, έχει τη δυνατότητα, την τρομακτική
και ακατανόητη δυνατότητα να κοιμίζει,
με τη δύναμη της θέλησής του, ένα άλλο
ον, και όσο κοιμάται να του κλέψει τη
σκέψη του όπως θα 'κλεβε κάποιος άλλος
ένα πορτοφόλι. Του κλέβει τη σκέψη του,
δηλαδή την ψυχή του. Την ψυχή, αυτόν το
ναό, αυτό το μυστικό του Εγώ. Την ψυχη,
το βάθος του ανθρώπου που πίστευαν πως
ήταν αδιαπέραστο. Την ψυχή, το άσυλο των
ανομολόγητων σκέψεων, όλων όσα κρύβουμε,
όλων όσους αγαπάμε. Όλων όσα θέλουμε να
κρύψουμε από τους ανθρώπους. Την ανοίγει,
τη βιάζει, την εκθέτει, την πετάει στο
κοινό. Δεν είναι τρομερό, εγκληματικό,
άτιμο;
Γιατί; Πως
γίνεται αυτό; Το ξέρουμε; Μα τι ξέρουμε;
Τα πάντα είναι
ένα μυστήριο. Δεν επικοινωνούμε με τα
πράγματα, παρά με τις άθλιες, ατελείς,
ασθενικές αισθήσεις μας, τις τόσο
αδύναμες, που μόλις τα καταφέρνουν να
διαπιστώσουν ό,τι μας περιτριγυρίζει.
Τα πάντα είναι ένα μυστήριο. Σκέψου τη
μουσική, αυτήν τη θεία τέχνη, αυτή την
τέχνη που αναστατώνει την ψυχή, την
παρασύρει, τη μεθάει, την ξετρελαίνει,
τι είναι λοιπόν; Τίποτα.
Δε με καταλαβαίνεις;
Άκου. Δύο σώματα συγκρούονται. Ο αέρας
πάλλεται. Αυτοί οι παλμοί είναι λίγοι
ή περισσότεροι, γρήγοροι ή όχι, δυνατοί
ή αδύναμοι, ανάλογα με τη φύση του
χτυπήματος. Έχουμε, λοιπόν, μέσα στ' αφτί
μια μικρή μεμβράνη, που δέχεται τις
δονήσεις του αέρα και τις μεταδίδει
στον εγκέφαλο, με τη μορφή του ήχου.
Φαντάσου ένα ποτήρι νερό ν' αλλάζει στο
στόμα και να γίνεται κρασί. Το τύμπανο
εκτελεί αυτή την απίστευτη μεταμόρφωση,
αυτό το εκπληκτικό θαύμα και αλλάζει
την κίνηση σε ήχο. Ορίστε.
Η μουσική, αυτή
η σύνθετη και μυστηριώδης τέχνη, που
έχει ακρίβεια όπως η άλγεβρα, που είναι
αόριστη σαν τ' όνειρο, αυτή η τέχνη που
έχει γίνει από μαθηματικά κι από αύρα,
δεν προέρχεται, λοιπόν, παρά από την
περίεργη ιδιότητα μαις μικρής μεμβράνης.
Αν δεν υπήρχε αυτή η μεμβράνη, ούτε κι
ο ήχος θα υπήρχε, αφού ο ίδιος δεν είναι
παρά ένας παλμός. Χωρίς τ' αφτί, θα
μαντεύαμε τη μουσική; Όχι. Ε, λοιπόν! Μας
περιτριγυρίζουν πράγματα, που δε θα τα
υποπτευθούμε ποτέ, γιατί μας λείπουν
τα όργανα που θα μας τ' αποκάλυπταν.
Ο μαγνητισμός
είναι ίσως μέσα σ' αυτά. Δεν μπορούμε
παρά να διαισθανθούμε αυτήν τη δύναμη,
μόνο να πασχίζουμε τρέμοντας αυτό το
γειτόνεμα των πνευμάτων, μόνο να
μισοβλέπουμε αυτό το καινούργιο μυστικό
της φύσης γιατί δεν έχουμε καθόλου το
όργανο που θα μας τ' αποκαλύψει.
Όσο για μένα...
Όσο για μένα, είμαι προικισμένος με μια
φρικτή δύναμη. Λες και μέσα μου είναι
κλεισμένος κάποιος άλλος που θέλει
συνέχεια να ξεφύγει, να δράσει, παρά τη
θέλησή μου, που κινείται, που τρώει, μ'
εξαντλεί. Ποιος είναι; Δεν ξέρω, όμως
στο φτωχό μου κορμί είμαστε δύο και
συχνά, όπως απόψε, ο άλλος είναι ο πιο
δυνατός.
Φτάνει να κοιτάξω
τους ανθρώπους για να τους ζαλίσω, λες
και τους πότισα όπιο. Φτάνει ν' απλώσω
τα χέρια μου και κάνω πράγματα...
πράγματα... τρομερά. Αν ήξερες... Ναι. Αν
ήξερες... Η δύναμή μου δεν επιδρά μόνο
πάνω στους ανθρώπους, αλλά και πάνω στα
ζώα κι ακόμα... πάνω στ' αντικείμενα.
Αυτό με βασανίζει
και με τρομοκρατεί πολλές φορές.
Μου 'ρθε η
επιθυμία να βγάλω τα μάτια μου και να
κόψω τις φλέβες μου.
Όμως θα... θέλω
να τα ξέρεις όλα. Κοίταξε. Θα στο δείξω...
όχι πάνω σε ανθρώπους, αυτό το κάνουν
παντού, αλλά πάνω... πάνω... σε ζώα.
Φώναξε τη Μίρζα.
Περπατούσε με
μεγάλα βήματα, σαν να 'χε παραισθήσεις
κι έβγαλε τα χέρια του, που τα 'χε κρυμμένα
στο στήθος του. Μου φάνηκαν τρομακτικά,
σαν να 'χε ξεγυμνώσει δύο σπαθιά.
Και τον υπάκουσα
μηχανικά, υποταγμένος, τρέμοντας από
φρίκη, ενώ με κατέτρωγε ένα είδος σφοδρής
επιθυμίας να δω. Άνοιξα την πόρτα και
σφύριξα στη σκύλα μου, που πλάγιαζε στο
διάδρομο. Άκουσα αμέσως το γρήγορο
θόρυβο των νυχιών της στα σκαλοπάτια
και εμφανίστηκε χαρούμενη, κουνώντας
την ουρά της.
Μετά της έκανα
νόημα να πλαγιάσει σε μια πολυθρόνα.
Πήδηξε επάνω και ο Ζακ άρχισε να τη
χαϊδεύει, κοιτάζοντάς την.
Στην αρχή, φάνηκε
ανήσυχη. Ανατρίχιαζε, στριφογύριζε το
κεφάλι, για ν' αποφύγει το σταθερό βλέμμα
του ανθρώπου, έδειχνε ταραγμένη από ένα
φόβο που όλο μεγάλωνε. Ξαφνικά, άρχισε
να τρέμει, όπως τρέμουν τα σκυλιά. Όλο
το κορμί της παλλόταν, ταραζόταν από
ανατριχίλες και ήθελε να φύγει. Όμως,
εκείνος ακούμπησε το χέρι του πάνω στο
κεφάλι του ζώου, που άφησε, σε αυτό το
άγγιγμα, ένα απ' αυτά τα μακρόσυρτα
ουρλιαχτά που ακούμε τη νύχτα, στην
εξοχή.
Ένιωθα κι εγώ
ο ίδιος μουδιασμένος, ζαλισμένος, όπως
όταν ανεβαίνει κανείς σε βάρκα. Έβλεπα
τα έπιπλα να γέρνουν, τους τοίχους να
κουνιούνται. Μουρμούρισα: «Φτάνει, Ζακ,
αρκετά». Αλλά δε μ' άκουγε πια, κοίταζε
τη Μίρζα συνέχεια, μ' ένα ύφος τρομακτικό.
Εκείνη τώρα έκλεινε τα μάτια κι άφηνε
το κεφάλι της να πέσει όπως κάνουμε όταν
κοιμόμαστε. Αυτός γύρισε προς το μέρος
μου.
«Έγινε», είπε,
«κοίταξε τώρα».
Και πετώντας
ένα μαντήλι παό την άλλη μεριά του
διαμερίσματος, φώναξε: «Φερ' το!»
Τότε το ζώο
σηκώθηκε παραπατώντας, σκοντάφτοντας
σαν να ήταν τυφλό, κουνώντας τα πόδια
του, όπως οι παράλυτοι κουνάνε τα δικά
τους και πήγε κοντά στο ρούχο που
σχημάτιζε μια άσπρη κηλίδα στον τοίχο.
Προσπάθησε πολλές φορές να το πιάσει
με τη μουσούδα του, όμως δάγκωνε παραδίπλα,
σαν να μην το είχε δει. Τέλος, το άρπαξε
κι επέστρεψε παραδέρνοντας σαν υπνοβάτης.
Ήταν φοβερό να
το βλέπεις. Εκείνος διέταξε: «Πλάγιασε».
Κι εκείνη πλάγιασε. Τότε, αγγίζοντας
της το μέτωπο, είπε: «Ένας λαγός, άρπα
τον, άρπα τον». Και το ζώο, πεσμένο στο
πλευρό, προσπάθησε να τρέξει, άρχισε να
κουνιέται όπως κάνουν οι σκύλοι που
ονειρεύονται κι έβγαλε, χωρίς ν' ανοίξει
το στόμα του, περίεργα μικρά γαυγίσματα,
γαυγίσματα εγγαστρίμυθου.
Ο Ζακ έμοιαζε
σαν τρελός. Ο ιδρώτας έτρεχε από το
μέτωπό του. Φώναξε: «Δάγκωσέ τον, δάγκωσε
τον αφέντη σου». Η σκύλα τινάχτηκε από
δυο τρεις φοβερούς σπασμούς. Θα 'παιρνες
όρκο πως αντιστεκόταν, πως πάλευε.
Επανέλαβε: «Δάγκωσέ τον». Τότε, η σκύλα
μου σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος μου
κι εγώ οπισθοχώρησα προς τον τοίχο,
τρέμοντας από το φόβο μου, με σηκωμένο
το πόδι, έτοιμος να τη χτυπήσω, να τη
διώξω.
Όμως, ο Ζακ
διέταξε: «Εδώ, αμέσως». Εκείνη γύρισε
προς το μέρος του. Τότε με τα δύο μεγάλα
του χέρια άρχισε να της τρίβει το κεφάλι
σαν να την έλυνε από αόρατα δεσμά.
Η Μίρζα ξανάνοιξε
τα μάτια της. «Τελείωσε», της είπε.
Δεν τολμούσα
να την αγγίξω κι έσπρωξα την πόρτα για
να φύγει. Έφυγε αργά, τρέμοντας, κατάκοπη
κι άκουσα πάλι τα νύχια της να χτυπούν
τα σκαλιά.
Ο Ζακ ήρθε προς
το μέρος μου. «Δεν τέλειωσα. Αυτό που με
τρομάζει περισσότερο είναι... πρόσεξε...
Τα πράγματα με υπακούουν».
Πάνω στο τραπέζι
μου υπήρχε ένα εγχειρίδιο που το
χρησιμοποιούσα για να κόβω τα φύλλα των
βιβλίων. Άπλωσε το χέρι του σ' αυτό. Το
μαχαίρι έμοιαζε σαν να σέρνεται, πλησίαζε
αργά. Και ξαφνικά είδα, ναι, είδα το
μαχαίρι το ίδιο, να ανατινάζεται, μετά
κουνήθηκε, μετά γλύστρισε αργά, μόνο
του, πάνω στο ξύλο, προς το ακίνητο χέρι
που το περίμενε, ήρθε και στάθηκε ανάμεσα
στα δάχτυλά του.
Άρχισα να φωνάζω
από την τρομάρα μου. Νόμιζα πως τρελάθηκα
εγώ ο ίδιος, όμως ο οξύς ήχος της φωνής
μου με ηρέμησε ξαφνικά.
Ο Ζακ ξανάπε:
-Όλα τα αντικείμενα
έρχονται έτσι προς το μέρος μου. Γι' αυτό
κρύβω τα χέρια μου. Τι είν' αυτό;
Μαγνητισμός, ηλεκτρισμός, μαγνήτης; Δεν
ξέρω, όμως είναι φοβερό.
Και καταλαβαίνεις
γιατί είναι φοβερό; Όταν είμαι μόνος,
μόλις μείνω μόνος, δεν μπορώ ν' αντισταθώ
στον πειρασμό να μην τραβήξω προς το
μέρος μου ό,τι είναι γύρω μου.
Και περνώ μέρες
ολόκληρες, αλλάζοντας θέσεις στ'
αντικείμενα και δεν κουράζομαι ποτέ να
δοκιμάζω αυτή την αποτρόπαια δύναμη,
λες και θέλω να δω αν μ' εγκατέλειψε.
Είχε χώσει τα
μεγάλα του χέρια, μες τις τσέπες του και
κοίταζε μες τη νύχτα. Ένας μικρός θόρυβος,
μια ελαφριά δόνηση έμοιαζε να διαπερνά
τα δέντρα.
Είχε αρχίσει
να πέφτει βροχή.
Μουρμούρισα:
«Είναι τρομακτικο!»
Επανέλαβε:
«Είναι φρικτό».
Μια βοή πέρασε
τα φυλλώματα, σαν ανεμοστρόβιλος. Ήταν
η μπόρα, μια πυκνή βροχή, καταρρακτώδης.
Ο Ζακ έπαιρνε
βαθιές ανάσες που ανασήκωναν το στήθος
του.
-Άσε με, είπε. Η
βροχή θα με ηρεμήσει. Τώρα θέλω να μείνω
μόνος.
ΓΚΙ
ΝΤΕ ΜΟΠΑΣΑΝ (Guy de Maupassant)
ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ ΜΠΡΑΟΥΔΑΚΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 1980
1 σχόλιο:
http://www.youtube.com/watch?v=05dmi3ycftc
Δημοσίευση σχολίου