Τα πιο σπουδαία ερωτήματα όχι μονάχα δεν έχουν βρει απάντηση, αλλά φαίνεται να μην έχουν καν απάντηση. Είναι αδύνατο να συλλάβουμε έστω και την αφηρημένη σκιά μιας απάντησης στο ερώτημα “πότε άρχισε το σύμπαν;” ή “Που τελειώνει;”. Στη Γη το καθετί έχει μιαν αρχή κι ένα τέλος. Όμως ο χώρος και ο χρόνος δε φαίνεται να έχουν ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Το ίδιο αίνιγμα αντιμετωπίζω όταν αναλογίζομαι τον εαυτό μου. Το πιστοποιητικό της γέννησής μου με διαβεβαιώνει ότι έχω μια αρχή, αλλά η ιδέα αυτή έρχεται σε αντίθεση με την αίσθηση της λογικής μου. Έτσι τείνω φυσικά να φανταστώ κάτι που προϋπήρξε της γέννησής μου: ίσως κάποια ασώματη ύπαρξη σε κάποιο είδος ουρανού, ή μια ολόκληρη σειρά από προηγούμενες ενσαρκώσεις. Ξέρω επίσης εμπειρικά ότι θα πεθάνω κάποτε. Μπορώ να φανταστώ απλά ένα “σβήσιμο”, γιατί αυτό είναι κάτι που μου συμβαίνει κάθε βράδυ όταν κοιμάμαι αλλά, από την άλλη μεριά, η λογική μου απορρίπτει την ιδέα της εκμηδένισης. Απαιτεί κάποιο είδος συνέχισης.
Πως είναι δυνατό οι άνθρωποι να περνούν μια ζωή δίχως να προβληματίζονται σοβαρά μ' αυτά τα ερωτήματα; Η απάντηση είναι επίσης ανησυχητική. Είναι γιατί οι σκέψεις μας έχουν καθηλωθεί, δεσμευμένες από τα γνώριμα πράγματα. Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, ο ανθρώπινος νους δε φαίνεται να είναι στ' αλήθεια φτιαγμένος για να σκέπτεται. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς αν προσπαθήσει να σκεφτεί κάποιο σχετικά απλό αφηρημένο πρόβλημα, όπως λόγου χάρη, γιατί ένας καθρέφτης αντιστρέφει την αριστερή και την δεξιά σας πλευρά, αλλά όχι το κεφάλι και τα πόδια σας.
Ο νους προσπαθεί αρχικά να συλλάβει το πρόβλημα, και μετά ντεραπάρει, σαν αυτοκίνητο σε πάγο. Είναι σαν κάποια ισχυρή έλξη να τραβά τις σκέψεις σου πίσω στο εδώ και στο τώρα όπως σε τραβά η βαρύτητα στη γη όταν πηδάς. Προσπαθείς να συγκεντρωθείς σε μεγάλα, κοσμικά προβλήματα, και μια στιγμή αργότερα πιάνεις τον εαυτό σου ν' αναρωτιέται αν ταχυδρόμησε εκείνο το γράμμα. Οι φιλόσοφοι που έχουν συναίσθηση αυτών των προβλημάτων τείνουν να δουν την ανθρώπινη ζωή σαν κτηνώδη και δίχως νόημα. Είναι δύσκολο για ένα λογικό νου να διαφωνήσει.
Αυτό εξηγεί και γιατί οι περισσότεροι νοήμονες άνθρωποι αντιμετωπίζουν με καχυποψία την ιδέα της μετενσάρκωσης ή της ζωής μετά θάνατο. Βλέπουν τις αντιλήψεις αυτές σαν ένδειξη της αδυναμίας του ανθρώπου ν' αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Θεωρούν ότι είμαστε αθεράπευτα αφιονισμένοι από τη βιολογική αίσθηση ασφάλειας – σαν πρόβατα και μοσχάρια πριν φτάσουν στο σφαγείο και μυριστούν το αίμα. Πιστεύουν ότι μας αρέσει να εφησυχάζουμε αποδεχόμενοι σιωπηρά ότι τα πράγματα θα παραμένουν πάντοτε όπως έχουν τώρα. Και ότι γι' αυτό οι περισσότερες θρησκείες υπόσχονται στους πιστούς τους μια μέλλουσα ζωή, που έχει όλα τα γνωρίσματα ευσεβών πόθων και τίποτε άλλο – από τα Ηλύσια Πεδία των Ελλήνων έως τους Ευτυχισμένους Κυνηγότοπους των Αμερικανών Ινδιάνων.
Αλλά, αν οι φιλόσοφοι μπορεί να βλέπουν πίσω από τις ονειροπολήσεις μας, γεγονός είναι ότι δεν έχουν καμία πειστική εναλλακτική απάντηση να μας προσφέρουν.
Αν μπορέσουμε ν' αποσπάσουμε το μυαλό μας από τις καθημερινές ασημαντότητες και να συλλογιστούμε ειλικρινά αυτά τα προβλήματα, θ' αναγκαστούμε να παραδεχτούμε ότι τελικά οι πεσιμιστές δεν εμπνέουν περισσότερη εμπιστοσύνη από τους “αληθινούς πιστούς”. Οι πιο πολλοί από δαύτους χρησιμοποιούν την απαισιοδοξία τους σαν δικαιολογία για να μη σκέφτονται.
Εκ πρώτης όψεως, η στάση τους αυτή φαίνεται απολύτως λογική, εφόσον οι πεσιμιστές πιστεύουν ότι η σκέψη καταλήγει μονάχα πάλι στην αντίληψη ότι η ζωή δεν έχει κανένα νόημα. Αλλά, παρ' όλα αυτά, κάποιο βαθύτερο ένστικτο μας λέει ότι όταν ένας άνθρωπος πάψει να σκέφτεται έχει απαρνηθεί το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του. Οι περισσότεροι απόλυτοι πεσιμιστές γεννούν μέσα μας μια παράξενη εντύπωση ότι η ανάπτυξή τους έχει ανασταλεί. Θα έλεγε κανείς ότι σταμάτησαν να εξελίσσονται ως ανθρώπινα πλάσματα.
Πέρα απ' αυτό, - από τους πεσιμιστές σαν τον Σοπενχάουερ, τον Αντρέγιεφ, τον Αρτσυμπάσεφ, τον Μπέκετ ή τον Σαρτρ – δεν έχει αγγίξει πραγματικά το πλέον βασικό ερώτημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Σύμφωνοι, δεν έχω ιδέα από που έρχομαι ή που πηγαίνω, και τα περισσότερα νοήματα που βλέπω ολόγυρά μου είναι απλές συμβάσεις. Παραδέχομαι ότι είμαι ελάχιστα κάτι παραπάνω από ένα άλογο με παρωπίδες, που βαδίζει στωικά, κάνοντας λίγο πολύ ό,τι έκανε χτες ή προχτές, και βλέπω όλα τ' ανθρώπινα πλάσματα γύρω μου να συμπεριφέρονται το ίδιο με μένα.
Ωστόσο, φαίνεται να υπάρχει όντως κάποια λογική στην ανθρώπινη ύπαρξη, ιδίως όταν με διακατέχει η αίσθηση ενός σκοπού. Όταν με κυριεύει εκείνο το συναίσθημα έντασης, πιάνω κάποια φευγαλέα νοήματα που φαίνονται πολύ μεγαλύτερα από το “εγώ” που ξέρω. Αλλά τότε, διαισθάνομαι ότι το “εγώ” που ξέρω δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα είδος προσωρινού ημίμετρου.
Και πέρα απ' όλα αυτά, αρχίζω να πιστεύω ότι οι πεσιμιστές κάνουν ένα βασικό λάθος όσον αφορά στους κανόνες του παιχνιδιού. Το “νόημα” που υπάρχει σε κάτι αποκαλύπτεται από ένα είδος εσωτερικού μας προβολέα ο οποίος ψάχνει στο σκοτάδι. (Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος για να εκφράσουμε την άποψη του Χούσσερλ*. Η αντίληψη είναι σκόπιμη). Όσο μεγαλύτερη η ένταση της φωτεινής ακτίνας τόσο περισσότερο νόημα αποκαλύπτει στο διάβα της. Έτσι εκείνος που κοιτάζει τον κόσμο με την απαισιόδοξη βεβαιότητα της ήττας, θα δει σ' αυτόν τόσο ελάχιστο νόημα όσο θέλει να δει.
Τελικά, υπάρχει όντως κάτι το παράλογο στην ανθρώπινη ύπαρξη. Βρισκόμαστε περικυκλωμένοι από προφανή “στέρεα” νοήματα – που όλα τους είναι παρήγορα και βολικά ασήμαντα. Αλλά έτσι κι επιχειρήσεις να σηκώσεις τα μάτια σου πέρα απ' αυτά, η κάθε βεβαιότητα που τυχόν έχεις διαλύεται. Αυτό σε τρομάζει τόσο όσο και το να περάσεις από την είσοδο ενός μεγαλόπρεπου οικοδομήματος και ν' ανακαλύψεις ότι είναι μια σκέτη πρόσοψη, δίχως τίποτα πίσω της. Το παράξενο είναι ότι αυτή η ίδια η πρόσοψη φαίνεται αρκετά στερεή. Τούτος ο κόσμος γύρω μας σίγουρα φαίνεται να έχει συνέπεια και λογική. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι δεν είναι παρά μέρος μιας κακόγουστης φάρσας ή ενός εφιάλτη.
Και αυτό μας ξαναφέρνει πίσω στο πιο θεμελιώδες απ' όλα τα ερωτήματα: Μήπως τελικά αυτή η θεωρία, ότι υπάρχει μια ολόκληρη κλίμακα εαυτών, είναι το κλειδί όχι μόνο των “ψυχικών δυνάμεων”, αλλά και του ιδίου του βασικού προβλήματος της ανθρώπινης ύπαρξης, του αινίγματος το οποίο ανέκαθεν βασάνιζε φιλόσοφους, θεολόγους και “υπαρξιστές” στοχαστές;
COLIN WILSON
THE OCCULT
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ”
ΓΡΑΦΕΙ, ΑΝΘΟΛΟΓΕΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS 7
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου