Υπήρχε κάτι που προκαλούσε ανατριχίλα στην όλη όψη του μικρού χωριού των Εσκιμώων που απλωνόταν μπροστά του, και ο κυνηγός Τζο Λαμπέλλ το ένιωσε αυτό καθώς σταματούσε για να επιθεωρήσει την περιοχή. Ο παγερός άνεμος που φυσούσε από τη μεριά της λίμνης Αντζικούνι έκανε να πλαταγίζουν οι προβιές που κρέμονταν μπροστά από τις ορθάνοιχτες πόρτες των καλυβιών. Λίγα σαραβαλιασμένα καγιάκ είχαν πεταχτεί από τον άνεμο στην όχθη. Ούτε ένας σκύλος δε γάβγιζε, ούτε καν μια φωνή δεν έσπαζε τη σιωπή. Ο Τζο έκανε στον εαυτό του το λογικό ερώτημα – που είναι οι κάτοικοι;
Ήταν ένα πολύ εύλογο ερώτημα εκείνη την παγερή κι υγρή μέρα του Νοέμβρη του 1930, και παραμένει χωρίς απάντηση μέχρι και σήμερα.
Εδώ και πολλά χρόνια ο Τζο γνώριζε τούτο το φιλικό χωριουδάκι των Εσκιμώων πεντακόσια μίλια βόρεια της βάσης της Έφιππης Καναδικής Αστυνομίας στο Τσέρτσιλλ. Εκείνη τη μοιραία ημέρα είχε διασχίσει μίλια έξω από το συνηθισμένο δρόμο του πάνω στην παγωμένη τούντρα για να περάσει λίγες ώρες με τους φίλους του... μόνο και μόνο για να συναντήσει μια δυσοίωνη σιωπη.
Σύμφωνα με την αναφορά του προς τη Βορειοδυτική Έφιππη Αστυνομία, ο Τζο σταμάτησε στην άκρη του χωριού και φώναξε ένα χαιρετισμό. Δεν πήρε καμία απάντηση, μια πολύ ασυνήθιστη αντίδραση γι' αυτή τη μικρή φιλική κοινότητα. Ανασηκώνοντας το σκέπασμα από δέρμα κάριμπου μιας από τις καλύβες, φώναξε πάλι. Ακόμη πιο βαθιά σιωπή. Μια ανάλογη εμπειρία τον περίμενε σε κάθε καλύβα του χωριού. Πολύ μυστηριώδες, είπε προς τον εαυτό του – γιατί δεν υπήρχε και κανείς άλλος να του το πει. Μυστηριώδες; Πραγματικά ήταν! Κι έτσι παραμένει.
Ο Τζο ανάλωσε κάπου μια ώρα στο χωριό, ερευνώντας σε μια προσπάθεια να βρει κάποια ένδειξη για το τι θα μπορούσε να έχει συμβεί στους χαμένους κατοίκους του. Βρήκε τσουκάλια με φαγητό να κρέμονται απείραχτα πάνω από φωτιές που θα πρέπει να ήταν σβηστές από μήνες. Σε μια καλύβα υπήρχαν κάτι ρούχα από δέρμα φώκιας για μικρό παιδί, και η κοκάλινη βελόνα ήταν ακόμη καρφωμένη στο ρούχο, εκεί που η μητέρα είχε σταματήσει ξαφνικά το μπάλωμά της.
Στην όχθη υπήρχαν τρία καγιάκ, συμπεριλαμβανομένου κι ενός που ανήκε στον αρχηγό του χωριού. Αυτά τα εύθραυστα σκάφη ήταν κατατσακισμένα και σκισμένα από τα χτυπήματα των κυμάτων που έσπαζαν στην ακτή, απόδειξη ότι είχαν παραμείνει για πολύ καιρό παραπεταμένα.
Τόσο ο Τζο Λαμπέλλ όσο και οι αστυνομικοί που το ερεύνησαν μετά την αναφορά του, ανακάλυψαν τις πιο αινιγματικές ενδείξεις όταν έψαξαν στις άδειες καλύβες και σκηνές. Τα πολύτιμα για τους Εσκιμώους όπλα στέκονταν ακουμπισμένα και θλιβερά δίπλα στις πόρτες, περιμένοντας τους ιδιοκτήτες που ποτέ δεν γύρισαν. Στο μακρινό βορρά, υπόψη, το όπλο είναι κάτι περισσότερο από ένα πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο. Ουσιαστικά είναι ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής. Κανένας Εσκιμώος που είναι στα καλά του δε θα αναχωρούσε ποτέ για μακρινό ταξίδι χωρίς το όπλο του – και όμως, να που τα όπλα ήταν αφημένα εδώ... και οι Εσκιμώοι είχαν εξαφανιστεί.
Και τα σκυλιά – τα μεγαλόσωμα δυνατά ζώα που ήταν σχεδόν το ίδιο σημαντικά σ' εκείνη την παγερή χώρα όσο και τα όπλα;
Γύρω στα εκατό μέτρα από το χωριό, ο Λαμπέλλ και οι αστυνομικοί ανακάλυψαν επτά σκυλιά. Ήταν δεμένα στους κορμούς μερικών καχεκτικών δέντρων και όλα είχαν ψοφήσει από την πείνα, όπως επιβεβαίωσαν αργότερα και οι Καναδοί παθολόγοι.
Αλλά η πιο μυστηριώδης όψη του όλου αινίγματος ήταν κάτι που βρέθηκε στην πλευρά του καταυλισμού αντίκρυ από το σημείο όπου ήταν τα κουφάρια των σκυλιών. Οι Εσκιμώοι είχαν θάψει εκεί μερικά μέλη της φυλής τους κάτω από το συνηθισμένο ταφικό τύμβο από πέτρες. Αλλά ο τάφος αυτός είχε ανοιχτεί, το σώμα είχε αφαιρεθεί – και οι πέτρες είχαν στοιβαχτεί προσεκτικά σε δύο τακτοποιημένους σωρούς. Η τυμβωρυχία είναι κάτι το αδιανόητο για τους Εσκιμώους – και τα ζώα δε θα μπορούσαν να έχουν στοιβάξει έτσι τις πέτρες.
Οι ειδικοί οι οποίοι κλήθηκαν από την αστυνομία αφιέρωσαν δύο εβδομάδες εξετάζοντας το κάθε στοιχείο που μπόρεσαν να βρουν στο ερημωμένο χωριό. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι Εσκιμώοι είχαν πάψει να βρίσκονται εκεί κάπου δύο μήνες πριν φτάσει ο Τζο Λαμπέλλ. Το συμπέρασμα τους αυτό βασίστηκε στο είδος των μούρων που βρέθηκαν σε μερικά από τα τσουκάλια.
Φαίνεται ότι το χωριό των τριάντα περίπου κατοίκων ζούσε φυσιολογικά όταν, για κάποιο λόγο, όρμησαν όλοι έξω από τις καλύβες τους και κανένας δεν ξαναγύρισε ποτέ πίσω απ' ό,τι κι αν ήταν εκείνο που είχε τραβήξει την προσοχή τους. Για άγνωστους λόγους οι κάτοικοι του χωριού – άντρες, γυναίκες και παιδιά – το είχαν εγκαταλείψει, ηθελημένα ή άθελά τους, καταμεσής των αρχών του χειμώνα. Είχαν φύγει τόσο βιαστικά ώστε είχαν παρατήσει το φαγητό τους στη φωτιά, τα πολύτιμα όπλα τους, τα σκυλιά τους, τα ρούχα τους. Έμπειροι ιχνηλάτες δεν κατάφεραν να βρουν κανένα χνάρι που να δείχνει ότι είχαν πάει προς την τούντρα. Η παρουσία των σαραβαλιασμένων τους καγιάκ ήταν βουβή απόδειξη ότι δεν είχαν σαλπάρει στη λίμνη. Και ο λεηλατημένος τάφος ήταν άλλο ένα μέρος του ανεξήγητου μυστηρίου.
Μήνες υπομονετικών κι εκτεταμένων ερευνών δεν μπόρεσαν να φέρουν σε φως ούτε καν ένα και μοναδικό ίχνος οποιουδήποτε ατόμου από εκείνα που είχαν ζήσει στο ερημωμένο χωριό της λίμνης Αντζικούνι. Η Έφιππη Αστυνομία καταχώρισε το γεγονός στα αρχεία ως ένα άλυτο μυστήριο... και τέτοιο εξακολουθεί να παραμένει.
Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΡΟΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS 7
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου