ΨΗΛΑ ΠΑΝΩ ἀπ᾿ τὴν πόλη, σὲ μιὰ μεγάλη κολώνα, ὀρθώνεται τὸ
ἄγαλμα τοῦ εὐτυχισμένου πρίγκιπα. ὅλο τὸ ἄγαλμα εἶναι σκεπασμένο μὲ
λεπτὰ φύλλα ἀπὸ ὑπέροχο καθαρὸ χρυσάφι, ποὺ λάμπουν καὶ
ἀστράφτουν σὰν πορφυρένια λέπια. Στὴν θέση τῶν ματιῶν βρίσκονται
δυὸ λαμπερὰ ζαφείρια, ἐνῷ ἕνα μεγάλο κόκκινο ρουμπίνι γυαλίζει στὴ
λαβὴ τοῦ ξίφους του.
Τὸ ἄγαλμα αὐτὸ ὅλοι τὸ θαύμαζαν πάντοτε. «Εἶναι πιὸ ὡραῖο κι ἀπὸ ἕναν
τενεκεδένιο πετεινὸ ποὺ μᾶς δείχνει κατὰ ποῦ φυσάει ὁ ἄνεμος»,
παρατήρησε κάποτε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς πολιτείας, ποὺ ἤθελε νὰ
ἔχει τὴ φήμη φιλότεχνου· «ἔ, μόνο βέβαια ποὺ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο χρήσιμο μὲ
τὸν πετεινό», πρόσθεσε ὁ ἴδιος, ἔ, γιὰ μὴν νομίζουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι
πὼς δὲν εἶχε καὶ πρακτικὸ μυαλό.
«Ἄχ, γιατί νὰ μὴ μοιάζεις κι ἐσὺ παιδάκι μου μὲ τὸν εὐτυχισμένο
πρίγκιπα», ρώτησε μιὰ εὐαίσθητη μητέρα τὸ μικρό της τὸ παιδί, ποὺ
ἔκλαιγε ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ τῆς ζητοῦσε τὸ φεγγάρι. «Ὁ εὐτυχισμένος
πρίγκιπας δὲν κάνει ποτὲ τέτοια τρελλὰ ὄνειρα σὰν τὰ δικά σου· κι οὔτε
κλαίει ποτὲ γιὰ τὸ τίποτα».
«Χαίρομαι πολὺ ποὺ βλέπω νὰ ὑπάρχει κάποιος ἀπόλυτα εὐτυχισμένος σ᾿
αὐτὸν τὸν κόσμο», μουρμούριζε ἕνας ἀπογοητευμένος πολίτης,
θαυμάζοντας τὸ ὑπέροχο ἄγαλμα.
«Μοιάζει σὰν ἄγγελος», φώναζαν ὅλα μαζὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Σχολείου
τὴν ὥρα ποὺ βγαῖναν ἀπ᾿ τὴ Μητρόπολη, φορώντας τ᾿ ἄσπρα
καθαρά τους ροῦχα. «Πῶς τὸ ξέρετε αὐτό;» ρώτησε τὰ παιδιὰ ὁ
Καθηγητὴς τῶν Μαθηματικῶν, «ἔχετε ξαναδεῖ ἄγγελο;». «Πῶς δὲν
ἔχουμε ξαναδεῖ, στὰ ὄνειρά μας!», απάντησαν τὰ παιδιά. Κι ὁ κύριος
Καθηγητὴς τῶν Μαθηματικῶν σούφρωσε τὰ φρύδια του κι ἔγινε
σοβαρός, γιατί δὲν εἶχε σὲ ὑπόληψη τὰ παιδικὰ ὄνειρα.
Μιὰ νύχτα πάνω ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν πόλη, ὅπου βρισκόταν τὸ ἄγαλμα τοῦ
εὐτυχισμένου πρίγκιπα, πετοῦσε ἕνα Χελιδόνι. Οἱ φίλοι του εἴχανε φύγει
γιὰ τὴν Αἴγυπτο πρὶν ἀπὸ ἕξι βδομάδες καὶ κεῖνο εἶχε ξεμείνει, γιατί εἶχε
ἀγαπήσει μιὰ Σουσουράδα. Τὴν εἶχε συναντήσει τὴν ἀρχὴ τοῦ
καλοκαιριοῦ πίσω ἀπὸ μιὰ μεγάλη κίτρινη πέτρα, καθὼς πετοῦσε ἀπάνω
στὸ ποτάμι. Τόσο τὸν γοήτευσε ἡ λεπτή της μέση, ποὺ σταμάτησε κι
ἄρχισε νὰ τῆς κουβεντιάζει.
«Θές νὰ σ᾿ ἀγαπῶ;», ρώτησε τὸ Χελιδόνι, ποὺ τ᾿ ἄρεσε πάντα νὰ μιλάει
στὰ ἴσια. Κι ὅταν ἡ Σουσουράδα ἀπάντησε μὲ μιὰ βαθιὰ ὑπόκλιση σ᾿ αὐτὴ
τὴν πρόταση, τὸ Χελιδόνι ἄρχισε νὰ πετάει χαρούμενο γύρω της,
ἀγγίζοντας τὸ νερὸ μὲ τὰ φτερά του. Κι αὐτά του τὰ αἰσθήματα κράτησαν
ὁλόκληρο τὸ καλοκαίρι.
«Ἄ, πολύ ἀνόητη ἀφοσίωση», τιτίβιζαν τὰ ἄλλα Χελιδόνια· «ἡ νύφη εἶναι
ἀπένταρη κι ἔχει καὶ μεγάλο σόι. Καὶ πραγματικά, τὸ ποτάμι ἦταν γεμᾶτο
Σουσουράδες. Ὅταν ἦρθε τὸ φθινόπωρο, ὅλα τὰ Χελιδόνια πέταξαν
μακριά. Κι ἔτσι τὸ Χελιδόνι ποὺ ἀγαποῦσε τὴ Σουσουράδα ἔμεινε μόνο
του.
Νιώθοντας ἔρημο κι ἐγκαταλελειμένο ἀπὸ τοὺς δικούς του, ἄρχισε νὰ
στενοχωριέται μὲ τὴν ἀγαπημένη του καὶ στὸ τέλος τὴ βαρέθηκε. «Δὲν
μπορεῖς νὰ πεῖς μιὰ κουβέντα μαζί της», εἶπε κάποτε τὸ Χελιδόνι· «καὶ
πολύ φοβᾶμαι ὅτι εἶναι φοβερὰ φιλάρεσκη, γιατὶ πάντα τὴ βλέπω νὰ
χορεύει μὲ τὸν ἄνεμο». Κι ἀλήθεια, κάθε φορὰ ποὺ φυσοῦσε ὁ ἄνεμος, ἡ
Σουσουράδα ἔκανε τὶς καλύτερες φιγοῦρες της. «Δὲ λέω ὄχι» συνέχισε νὰ
σκέφτεται τὸ Χελιδόνι, «ἂς χορεύει, ὰλλὰ ὄχι κι ἔτσι». «Κι ἔπειτα, ἔχουμε
διαφορετικὲς προτιμήσεις, αὐτὴ εἶναι ντόπιο πουλί, ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι
ἀποδημητικό καὶ μ᾿ ἀρέσουν τὰ ταξίδια. Θὰ πρέπει, λοιπόν, νὰ ἀρέσουν
καὶ στὴ γυναίκα μου».
Στὸ τέλος, τὸ Χελιδόνι ρώτησε τὴ σουσουράδα: «Θὲς νά ῾ρθεις μαζί μου;»,
ἀλλὰ ἐκείνη κούνησε τὸ κέφαλι μ᾿ ἕναν τρόπο ποὺ σήμαινε ὅτι δὲν εἶχε
καμίαν ὄρεξη νὰ πάει στὰ ξένα.
«Ἄ, ὥστε ὅλον αὐτὸν τὸν καιρὸ μὲ κορόιδευες», φώναξε τὸ Χελιδόνι.
«Φεύγω κι ἐγὼ γιὰ τὶς πυραμίδες, γειά σου!» καὶ πέταξε μακριά.
Πετοῦσε ὅλη τὴν ἡμέρα, καὶ τὸ βράδυ ἔφτασε στὴν πολιτεία. «Πῦ νὰ πάω
νὰ κουρνιάσω;» ἀναρωτήθηκε· «ἐλπίζω αὐτὴ ἡ πόλη νὰ ἔχει ἐτοιμαστεῖ νὰ
μὲ δεχτεῖ».
Ὕστερα εἶδε τὸ ἄγαλμα πάνω στὴν ψηλὴ κολώνα καὶ εἶπε: «Ἄ, ἐδῶ θὰ
ξεκουραστῶ, εἶναι περίφημη θέση κι ἔχει καθαρὸ ἀέρα». Ἔτσι πήγαινε καὶ
κάθισε ἀνάμεσα στὰ πόδια τοῦ εὐτυχισμένου πρίγκιπα.
«Ἀπόψε τὸ κρεββάτι μου εἶναι χρυσό» σκέφτηκε, κοιτώντας πέρα τὸν
ὁρίζοντα· κι ἐτοιμάστηκε νὰ βολευτεῖ νὰ κοιμηθεῖ. Μὰ τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς
ποὺ ἔκρυβε τὸ κεφάλι του μὲσ᾿ στὰ φτερά του, ἔσταξε ἀπάνω του μιὰ
μεγάλη σταγόνα νερό. «Περίεργο πράγμα», φώναξε, «οὔτε ἕνα συννεφάκι
δὲν βλέπω στὸν οὐρανό, τ᾿ ἀστέρια εἶναι καθαρὰ καὶ λάμπουν, ἀλλὰ νὰ
ποὺ βρέχει. Τὸ κλίμα στὰ βορινὰ μέρη τῆς Εὐρώπης εἶναι φοβερό. Ἄραγε
τῆς σουσουράδας ποὺ δὲν ἤθελε νὰ ἔρθει μαζί μου τῆς ἀρέσει ἡ βροχή;»
Καί, νά, ποὺ μιὰ δεύτερη σταγόνα ἔπεσε πάλι.
«Τί τό ᾿θελαν καὶ τό ᾿στησαν αὐτὸ τὸ ἄγαλμα, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ
προφυλάξει ἀπ᾿ τὴ βροχὴ ἕνα πουλάκι;» εἶπε τὸ Χελιδόνι, «πρέπει νὰ βρῶ
καμιὰ καπνοδόχο», κι ἀποφάσισε νὰ πετάξει ἀλλοῦ.
Ἀλλὰ μόλις ἐτοιμάστηκε ν᾿ ἀνοίξει τὰ φτερά του, ἔπεσε καὶ τρίτη
σταγόνα. Καὶ τότε κοίταξε ψηλὰ καὶ εἶδε ‐ἄ! τί εἶδε;
Τὰ μάτια τοῦ εὐτυχισμένου πρίγκιπα ἤτανε γεμάτα δάκρυα, ποὺ
κυλούσανε στὰ χρυσαφένια μάγουλά του. Τὸ πρόσωπό του ἦταν τόσο
ὡραῖο στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, ποὺ τὸ μικρὸ Χελιδόνι πλημμύρισε ἀπὸ
λύπη καὶ συμπόνοια.
«Ποιός εἶσαι;» τὸν ρώτησε.
«Εἶμαι ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας» ἀπάντησε.
«Καὶ τότε γιατί κλαῖς; Μ᾿ ἔκανες μούσκεμα, τὸ ξέρεις;».
«Ὅταν ζοῦσα καὶ μέσα μου φώλιαζε ἀνθρώπινη καρδιά, δὲν ἤξερα τί εἶναι
τὰ δάκρυα, γιατὶ ἔμενα στὸ Παλάτι τῆς Ἀφροντισιᾶς, ὅπου δὲν εἶχε θέση
καμιὰ λύπη, κι οὔτε ποτὲ ἐπιτρέπουν σὲ καμιὰ λύπη νὰ μπεῖ. Τὶς ὧρες τῆς
ἡμέρας ἔπαιζα μὲ τοὺς φίλους μου στὸν κῆπο, καὶ τὸ βράδυ ἤμουνα ὁ
πρῶτος στὸ χορό. Γύρω ἀπ᾿ ὅλο τὸν κῆπο ὑψωνόταν ἕνας μεγάλος τοῖχος
καὶ ποτὲ δὲ ρώτησα νὰ μάθω τί βρισκότανε πίσω ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν τοῖχο ποὺ
ἦταν τόσο ψηλός· τόσο ὡραῖα ἦταν ὅλα ἐκεῖ μέσα! Οἱ αὐλικοί μου μὲ
φώναζαν Ευτυχισμένο Πρίγκιπα, καὶ πραγματικά, ἤμουν εὐτυχισμένος,
ἂν βέβαια λογαριάζεται γιὰ εὐτυχία τὸ νὰ διασκεδάζει κανεὶς συνέχεια.
Ἔτσι λοιπόν, ἔζησα, κι ἔτσι πέθανα, εὐτυχισμένος. Καὶ τώρα ποὺ δὲ ζῶ
πιά, μ᾿ ἔβαλαν τόσο ψηλὰ ἐδῶ πάνω, ποὺ μπορῶ καὶ βλέπω ὅλη τὴν
ἀσχήμια καὶ τὴ φτώχεια τῆς πολιτείας μου· καὶ παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ καρδιά μου
εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ μολύβι, δὲν μπορῶ νὰ κάνω ἄλλο, ἀπ᾿ τὸ νὰ κλαίω.»
«Μπά! Δὲν εἶναι ἡ καρδιά του ἀπὸ χρυσό» ἀναρωτήθηκε μέσα του τὸ
Χελιδόνι, ἀλλὰ ἦταν πολὺ εὐγενικὸ πουλάκι καὶ δὲν ἤθελε νὰ κάνει
στὸν εὐτυχισμένο πρίγκιπα μία τόσο προσωπικὴ ἐρώτηση. Τὴ
θεωροῦσε ἀδιάκριτη καὶ προσβλητικὴ γιὰ τὸ χρυσαφένιο ἄγαλμα.
Κι ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας συνέχισε μὲ τὴν μαλακὴ καὶ μελωδικὴ φωνή
του: «Πέρα μακριά, σ᾿ ἕνα στενὸ δρομάκι, βρίσκεται ἕνα φτωχόσπιτο. Τὸ
ἕνα του παράθυρο μένει ἀνοιχτό, κι ἔτσι ἀπὸ ἐκεῖ μπόρεσα νὰ δῶ μιὰ
γυναῖκα ποὺ κάθεται στὸ τραπέζι. Τὸ πρόσωπό της εἶναι στεγνὸ καὶ
θλιμμένο, καὶ τὰ τυραννισμένα κόκκινα δάχτυλά της εἶναι
κατατρυπημένα ἀπ᾿ τὴ βελόνα. Εἶναι ῥάπτρια ἡ καημένη καὶ δουλεύει
σκληρὰ χωρὶς σταματημό. Τώρα κεντάει σ᾿ ἕνα φόρεμα ἀπὸ ἀτλάζι,
πολύχρωμα μεταξωτὰ λουλούδια γιὰ τὴν πιὸ χαριτωμένη κοπέλλα τῆς
ἀκολουθίας τῆς βασίλισσας. Βιάζεται νὰ τὸ τελειώσει, γιατὶ ἡ εὐγενικὴ
πελάτισσά της θὰ τὸ φορέσει στὸν αὐριανὸ ἐπίσημο χορό. Σ᾿ ἕνα κρεββάτι
στὴν ἄκρη στὸ δωμάτιο, εἶναι ξαπλωμένο τὸ ἄρρωστο παιδί της. Ψήνεται
στὸν πυρετό, κι ὅλη τὴν ὥρα ζητάει πορτοκάλια. Ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ ἔχει
νὰ τοῦ δώσει ἡ μητέρα του, εἶναι νερὸ ἀπ᾿ τὸ ποτάμι καὶ τίποτ᾿ ἄλλο.
Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι, θέλεις νὰ τῆς πᾶς ἐσὺ τὸ
ῥουμπίνι ἀπ᾿ τὴ λαβὴ τοῦ σπαθιοῦ μου; Ἕμένα τὰ πόδια μου εἶναι
κολλημένα σ᾿ αὐτὸ τὸ βάθρο καὶ δὲν μπορῶ νὰ κουνηθῶ.»
«Μὲ περιμένουν οἱ φίλοι μου στὴν Αἴγυπτο», εἶπε τὸ Χελιδόνι. «Οἱ φίλοι
μου πετοῦν πάνω κάτω στὸν Νεῖλο, καὶ κουβεντιάζουν μὲ τὰ μεγάλα
νούφαρα. Σύντομα θὰ πᾶνε νὰ κοιμηθοῦν στὸν τάφο τοῦ μεγάλου
Βασιλιᾶ. Ὁ Βασιλιᾶς εἶναι ἐκεῖ αὐτοπροσώπως μέσ᾿ στὸ ζωγραφιστό του
φέρετρο. Εἶναι τυλιγμένος σὲ κίτρινο λινὸ ὕφασμα, καὶ ταριχευμένος μὲ
μπαχάρια. Γύρω στὸ λαιμό του ἔχει μία ἀλυσίδα ἀπὸ χλωμὸ πράσινο
νεφρίτη, καὶ τὰ χέρια του εἶναι σὰν μαραμένα φύλλα.»
«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι, δὲν γίνεται ν᾿ ἀναβάλεις γιἀ
μιὰ μέρα τὸ ταξίδι σου, καὶ νὰ σὲ στείλω ἐκεῖ ποὺ σοῦ εἶπα; Τὸ παιδάκι
εἶναι διψασμένο, κι ἡ μητέρα του θλιμμένη.»
«Νὰ σοῦ πῶ τὴν ἁμαρτία μου, πριγκιπά μου, δὲν τὰ χωνεύω τὰ παιδιά»
ἀπάντησε τὸ Χελιδόνι. «Τὸ τελευταῖο καλοκαίρι, ποὺ ἔκανα τὶς διακοπές
μου στὸ ποτάμι, δυὸ παλιόπαιδα, τῆς μυλωνοῦς τὰ παιδιά, μοῦ πετοῦσαν
ὅλη τὴν ἡμέρα πέτρες. Φυσικὰ δὲν μπόρεσαν νὰ μὲ χτυπήσουν, ἀλλὰ τί νὰ
τὸ κάνεις, μ᾿ ἀνάγκασαν νὰ κυνηγάω μύγες μακριὰ ἀπὸ ἐκεῖ.»
Ὁ Πρίγκιπας φαινόταν τόσο λυπημένος, ποὺ μετάδωσε τὴ λύπη του στὸ
Χελιδόνι καὶ στὸ τέλος τοῦ εἶπε: «Κάνει πολὺ κρύο ἐδῶ πάνω, ὡστόσο θὰ
μείνω μιὰ νύχτα μαζί σου καὶ θὰ γίνω ἀγγελιαφόρος σου.»
«Σ᾿ εὐχαριστῶ πολὺ μικρό μου Χελιδονάκι» εἶπε ὁ Πρἰγκιπας.
Ἔτσι τὸ Χελιδόνι ἔβγαλε μὲ τὸ ῥάμφος του τὸ μεγάλο ῥουμπίνι ἀπ᾿ τὸ
σπαθὶ τοῦ Πρίγκιπα, καὶ πέταξε μ᾿ αὐτὸ μακριὰ πάνω ἀπὸ τὶς στέγες τῶν
σπιτιῶν τῆς πολιτείας. Πέρασε ἀπ᾿ τὸ καμπαναριὸ τῆς Μητρόπολης μὲ
τοὺς σκαλισμένους ἀγγέλους στὸ μάρμαρο, πέρασε ἀπ᾿ τὸ παλάτι κι
ἄκουσε τοὺς ἤχους τοῦ χοροῦ. Μιὰ ὡραία κοπέλλα βγῆκε στὸ μπαλκόνι
μὲ τὸν ἀγαπημένο της, ποὺ τὸ Χελιδόνι τὸν ἄκουσε νὰ τῆς λέει: «Τί
ὄμορφα ποὖναι τ᾿ ἄστρα, καὶ πόσο ἐκπληκτικὴ εἶναι ἡ δύναμη τῆς
ἀγάπης!»
«Ἐλπίζω τὸ φόρεμά μου νὰ εἶναι ἔτοιμο γιὰ τὸν ἐπίσημο χορό»
παρατήρησε ἐκείνη· «εἶπα νὰ μοῦ κεντήσουν πάνω ὄμορφα λουλούδια
ἀπὸ μετάξι, μὰ ἡ μοδίστρα μου εἶναι πάρα πολὺ τεμπέλα!»
Τὸ πουλὶ πέρασε πάνω ἀπ᾿ τὸ μεγάλο ποτάμι κι εἶδε τὰ φανάρια νὰ
κρέμονται στὰ κατάρτια τῶν καραβιῶν. Πέρασε ἀπ᾿ τὸ Γκέττο, τὴ
συνοικία τῶν Ἑβραίων, κι εἶδε τοὺς γενάτους ἐμπόρους ποὺ ζύγιζαν τὰ
ἐμπορεύματά τους. Κι ἐπιτέλους, ἔφτασε στὸ φτωχόσπιτο καὶ κοίταξε
μέσα. Τὸ παιδάκι στριφογύριζε στὸ κρεββάτι του ἀπὸ τὸν πυρετό, κι ἡ
μητέρα του εἶχε ἀποκοιμηθεῖ, ἦταν πάρα πολὺ κουρασμένη. Ὅρμησε
μέσα τὸ Χελιδόνι, κι ἄφησε τὸ μεγάλο ῥουμπίνι πάνω στὸ τραπέζι καὶ
πλάι στὴ δαχτυλήθρα τῆς μητέρας. Ὕστερα, πέταξε μαλακὰ καὶ μὲ
συμπόνοια γύρω ἀπ᾿ τὸ κρεββάτι, κάνοντας ἀέρα στὸ μέτωπο τοῦ
ἄρρωστου παιδιοῦ μὲ τὰ φτερά του. «Δροσίστηκα, θὰ μοῦ ῾πεσε ὁ
πυρετός» εἶπε τὸ παιδάκι, καὶ βυθίστηκε σ᾿ ἕνα γλυκὸ ὕπνο.
Λίγο ἀργότερα τὸ Χελιδόνι πέταξε πίσω στὸν Εὐτυχισμένο Πρίγκιπα, καὶ
τοῦ διηγήθηκε τί ἔγινε. Στὸ τέλος εἶπε: «Περίεργο, ἂν καὶ κάνει κρύο,
τώρα πιὰ δὲν κρυώνω, ἀντίθετα ζεσταίνομαι.»
«Εἶναι γιατὶ ἔκανες μία καλὴ πράξη» εἶπε ὁ Πρίγκιπας. Τὸ μικρὸ Χελιδόνι
ἄρχισε νὰ σκέφτεται, κι ὕστερα τὸ πῆρε ὁ ὕπνος. Ἔτσι γινόταν πάντοτε, οἱ
σκέψεις φέρνουν ὕπνο.
Τὰ ξημερώματα, τὸ Χελιδόνι πέταξε κάτω στὸ ποτάμι καὶ λούστηκε.
«Μπά! ἕνα ἀξιόλογο φαινόμενο» ξεφώνησε ὁ Καθηγητὴς τῆς
Ὀρνιθολογίας καθὼς περνοῦσε τὴν γέφυρα πάνω ἀπ᾿ τὸ ποτάμι.
«Πραγματικὸ φαινόμενο» εἶπε. Ἕνα Χελιδόνι μέσα στὸ χειμῶνα. Κι ὁ
Καθηγητὴς ἔγραψε ἕνα μεγάλο γράμμα σχετικὰ μ᾿ αὐτὸ τὸ φαινόμενο σὲ
μιὰ τοπικὴ ἐφημερίδα. Ὅλοι σχολίασαν σοβαρὰ αὐτὸ τὸ γράμμα, γιατὶ
εἶχε πολλὲς λέξεις ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὶς καταλάβουν.
«Ἄ, ἀπόψε θὰ φύγω γιὰ τὴν Αἴγυπτο» εἶπε τὸ Χελιδόνι χαρούμενο.
Ὕστερα ἐπισκέφθηκε ὅλα τὰ μνημεῖα τῆς πόλης καὶ κάθησε ἀρκετὴ ὥρα
στὸ κωδωνοστάσιο μιᾶς ἐκκλησίας. Ὅπου κι ἂν πήγαινε, τὰ σπουργίτια
τιτίβιζαν, κι ἔλεγε τὸ ἕνα στὸ ἄλλο: «Ἄ! τί λαμπρὸς ἐπισκέπτης!»· κι αὐτὴ
ἡ παρατήρηση τῶν σπουργιτιῶν, κολάκευε πάρα πολὺ τὸ Χελιδόνι.
Ὅταν βγῆκε τὸ φεγγάρι, τὸ πουλὶ πέταξε πάλι στὸν Εὐτυχισμένο
Πρίγκιπα καὶ τὸν ῥώτησε: «Ἔχεις καμιὰ παραγγελία γιὰ τὴν Αἴγυπτο;
Φεύγω.»
«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «δὲν μένεις
ἀκόμη μιὰ νύχτα μαζί μου;»
«Ἄ, μὲ περιμένουν στὴν Αἵγυπτο» ἀπάντησε τὸ Χελιδόνι. «Αὕριο οἱ
φίλοι μου θὰ πετοῦν πάνω ἀπ᾿ τὸ δεύτερο καταρράχτη τοῦ Νείλου.
Ὁ ἱπποπόταμος κουρνιάζει ἐκεῖ ἀνάμεσα στὰ βοῦρλα,καὶ πάνω σ᾿
ἕνα μεγάλο γρανιτένιο θρόνο κάθεται ὁ θεὸς Μέμνονας. Ὅλη τὴ
νύχτα παρατηρεῖ τ᾿ ἄστρα, καὶ ὅταν τὸ ἄστρο τῆς αὐγῆς λάμψει,
βγάζει φωνὴ χαρᾶς, καὶ ὕστερα σωπαίνει. Τὸ μεσημέρι τὰ κίτρινα
λιοντάρια κατεβαίνουν στὴν ἄκρη τοῦ νεροῦ νὰ πιοῦν. Ἔχουν μάτια
σὰν πράσινα βηρύλλια, καὶ ὁ βρυχηθμός τους εἶναι ἠχηρότερος ἀπὸ
τὴ βοὴ τοῦ καταρράχτη.
«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «πέρα
μακριὰ στὴν πόλη βλέπω ἕνα νεαρὸ ἄνδρα σὲ μιὰ σοφίτα. Εἶναι
σκυμμένος πάνω σ᾿ ἕνα γραφεῖο γεμάτο χαρτιὰ καὶ πλάι του γέρνουν
μαραμένες λίγες βιολέττες. Τὰ μαλλιά του εἶναι γκρίζα καὶ σγουρὰ καὶ τὰ
χείλη του εἶναι κόκκινα σὰ ῥοδάκινο κι ἔχει μεγάλα ὀνειροπόλα μάτια.
Πασχίζει νὰ τελειώσει ἕνα θεατρικὸ ἔργο, ἀλλὰ κρυώνει καὶ δὲν μπορεῖ
νὰ συνεχίσει τὸ γράψιμο. Στὸ τζάκι του ἔχει σβήσει ἡ φωτιὰ καὶ ἡ πείνα
τὸν ἔχει ἀδυνατίσει.»
«Θὰ σοῦ κάνω τὴ χάρη νὰ μείνω ἀκόμη μιὰ βραδιά» εἶπε τὸ Χελιδόνι, ποὺ
ἦταν στ᾿ ἀλήθεια καλόκαρδο. «Θὲς νὰ τοῦ πάω αὐτοῦ τοῦ δυστυχισμένου
κανένα ἄλλο ῥουμπίνι;»
«Ἀλοίμονο! τώρα πιὰ δὲν ἔχω ἄλλο ῥουμπίνι» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «ὅτι μοῦ
ἀπομένει εἶναι τὰ μάτια μου. Εἶναι καμωμένα ἀπὸ σπάνια ζαφείρια, ποὺ
τὰ φέρανε ἀπὸ τὶς Ἱνδίες ἐδῶ καὶ χίλια χρόνια. Βγάλε τὸ ἕνα, καὶ πήγαινέ
το στὸ φτωχὸ καλλιτέχνη. Θὰ τὸ πουλήσει στὸν κοσμηματοπώλη, καὶ θ᾿
ἀγοράσει φαγητὸ καὶ καυσόξυλα, καὶ θὰ τελειώσει τὸ ἔργο του.»
«Καλέ μου Πρίγκιπα, αὐτὸ δὲν θὰ μπορέσω νὰ τὸ κάνω ποτέ!» εἶπε τὸ
Χελιδόνι.
«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι, κάνε ὅ,τι σοῦ λέω».
Ἔτσι τὸ Χελιδόνι ξεκόλλησε τὸ ἕνα ζαφειρένιο μάτι τοῦ Πρίγκιπα καὶ
πέταξε στὴ σοφίτα τοῦ καλλιτέχνη. Δὲ δυσκολεύτηκε νὰ μπεῖ μέσα γιατὶ
ὑπῆρχε μιὰ τρύπα στὸ ταβάνι. Ὅρμησε καὶ βρέθηκε στὸ δωμάτιο. Ὁ νέος
εἶχε χωμένο τὸ κεφάλι του μέσ᾿ στὰ χαρτιά του, κι ἔτσι δὲν ἄκουσε τὸ
θρόισμα τῶν φτερῶν τοῦ πουλιοῦ. Μὰ ὅταν σήκωσε τὸ κεφάλι του, βρῆκε
τὸ ὡραῖο ζαφείρι πάνω στὶς μαραμένες βιολέττες. Μόλις εἶδε τὴν
πολύτιμη πέτρα, τὴν πῆρε στὰ χέρια του καὶ εἶπε: «Ἄ, ἄ, ἀρχίζουν κι
ἐκτιμοῦν τὴ δουλειά μου, αὐτὸ θὰ μοῦ τὄστειλε κρυφὰ κανένας μεγάλος
θαυμαστής μου. Τώρα ἔχω τὸ κουράγιο νὰ τελειώσω τὸ ἔργο μου»καὶ
φαινόταν βαθιὰ εὐτυχισμένος.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ Χελιδόνι πέταξε κάτω στὸ λιμάνι. Κάθησε στὸ κατάρτι
ἑνὸς μεγάλου καραβιοῦ καὶ παρατηροῦσε τοὺς ναῦτες ποὺ τραβοῦσαν μὲ
χοντρὰ σχοινιὰ κάτι μεγάλες κάσες καὶ τοὺς φώναζε: «Φεύγω γιὰ τὴν
Αἴγυπτο!» μὰ κανένας δὲν τὸ πρόσεξε, κι ὅταν βγῆκε τὸ φεγγάρι, πέταξε
πίσω στὸν εὐτυχισμένο Πρίγκιπα.
«Ἦρθα νὰ σ᾿ ἀποχάιρετήσω» τοῦ φώναξε.
«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «θὰ μείνεις
μαζί μου ἀκόμα μιὰ νύχτα;»
«Χειμώνιασε» ἀπάντησε τὸ Χελιδόνι, «καὶ θὰ μὲ προλάβει τὸ χιόνι.
Στὴν Αἴγυπτο τώρα ὁ Ἥλιος εἶναι ζεστὸς πάνω στὰ πράσινα
φοινικόδεντρα, καὶ οἱ κροκόδειλοι κείτονται στὴ λάσπη καὶ κοιτᾶνε
τεμπέλικα γύρω τους. Οἱ σύντροφοί μου χτίζουνε φωλιὰ στὸ Ναὸ
τοῦ Μπάαλμπεκ, καὶ τὰ λευκορόδινα περιστέρια τοὺς κοιτοῦν, καὶ
γουργουρίζουν τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Πρέπει νὰ σ᾿ ἀφήσω καλέ μου
Πρίγκιπα, ἀλλὰ δὲ θὰ σὲ ξεχάσω ποτέ· καὶ τὸ ἄλλο καλοκαίρι ποὺ
θἄρθω, θὰ σοῦ φέρω δύο ὡραιότατα πετράδια νὰ τὰ βάλεις στὴ θέση
ἐκείνων ποὺ ἐδωσες. Τὸ ῥουμπίνι θὰ εἶναι πιὸ κόκκινο κι ἀπ᾿ τὸ πιὸ
κόκκινο τριαντάφυλλο, καὶ τὸ ζαφείρι θὰ εἶναι γαλάζιο σὰν τὴν
ἀπέραντη θάλασσα.
«Κάτω ἐδῶ στὸ δρόμο, στέκεται ἕνα κοριτσάκι ποὺ πουλάει σπίρτα
στοὺς περαστικούς» εἶπε ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας. «Τῆς ἔπεσαν ὅμως τὰ
σπίρτα μέσα στὰ νερὰ καὶ βράχηκαν καὶ καταστράφηκαν. Ἂν δὲν πάει
στὸ σπίτι του λεφτὰ θὰ τὸ δείρει ὁ πατέρας του· καὶ τώρα κλαίει τὸ
καημένο. Δὲ φοράει οὔτε κάλτσες, οὔτε παπούτσια, καὶ τὸ κεφάλι του
εἶναι γυμνό. Ξεκόλλησε τὸ ἄλλο μου μάτι, καὶ δῶσ᾿ το του, γιὰ νὰ μὴ τὸ
δείρει ὁ πατέρας του.»
«Θὰ μείνω μιὰ νύχτα ἀκόμα μαζί σου» εἶπε τὸ Χελιδόνι, «μὰ δὲν μπορῶ νὰ
ξεκολλήσω καὶ τὸ ἄλλο μάτι, θὰ μείνεις ὁλότελα τυφλός.»
«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι, κάνε ὅ,τι σοῦ λέω» εἶπε ὁ
Πρίγκιπας.
Καὶ τὸ Χελιδόνι ξεκόλλησε καὶ τὸ ἄλλο μάτι τοῦ Πρίγκιπα καὶ πέταξε γιὰ
νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ τὸν εἶχε παρακαλέσει. Πέρασε μπροστὰ ἀπ᾿ τὸ
κοριτσάκι, κι ἄφησε νὰ πέσει τὸ κόσμημα στὴν παλάμη του. «Ἄ! τί ὡραῖο
γυαλάκι» φώναξε τὸ κοριτσάκι, κι ἔτρεξε στὸ σπίτι του, γελαστὸ καὶ
χαρούμενο.
Ὕστερα τὸ Χελιδόνι γύρισε στὸν Πρίγκιπα καὶ τοῦ εἶπε: «Τώρα ποὺ
ἔμεινες τυφλός, θὰ μείνω γιὰ πάντα μαζί σου».
«Ὄχι μικρό μου Χελιδόνι» εἶπε ὁ τυφλὸς Πρίγκιπας, «πρέπει νὰ φύγεις γιὰ
τὴν Αἴγυπτο.»
«Θὰ μείνω γιὰ πάντα μαζί σου» ἐπέμενε τὸ Χελιδόνι, κι ἔπεσε καὶ
κοιμήθηκε στὰ πόδια τοῦ Πρίγκιπα.
Ὅλη τὴν ἄλλη μέρα, τὸ Χελιδόνι καθόταν στὸν ὦμο τοῦ Πρίγκιπα, καὶ τοῦ
῾λεγε ἱστορίες γιὰ ὅ,τι εἶχαν δεῖ τὰ μάτια του στὶς παράξενες χῶρες ποὺ
εἶχε πετάξει. Τοῦ μίλησε γιὰ τοὺς ἐρῳδιούς, ποὺ στέκουν σὲ μακριὲς
σειρὲς στὶς ὄχθες τοῦ Νείλου, καὶ πιάνουν χρυσόψαρα μὲ τὰ ράμφη τους·
γιὰ τὴ Σφίγγα, ποὺ εἶναι τόσο παλιὰ ὅσο καὶ ὁ κόσμος ὁ ἴδιος, καὶ ζεῖ στὴν
ἔρημο, καὶ ξέρει τὰ πάντα· γιὰ τοὺς ἐμπόρους, ποὺ περπατοῦν ἀργὰ δίπλα
στὶς καμῆλες τους, καὶ βαστοῦν κεχριμπαρένιες χάντρες στὰ χέρια τους·
γιὰ τὸν Βασιλιὰ τῶν Βουνῶν τοῦ Φεγγαριοῦ, ποὺ εἶναι μαῦρος σὰν τὸν
ἔβενο, καὶ λατρεύει ἕναν μεγάλο κρύσταλλο· γιὰ τὸ μεγάλο πράσινο φίδι
ποὺ κοιμᾶται σὲ ἕνα φοινικόδεντρο, καὶ ἔχει εἴκοσι ἱερεῖς νὰ τὸ ταΐζουν μὲ
μελόπιτες· καὶ γιὰ τοὺς πυγμαίους ποὺ ἀρμενίζουνε σὲ μία μεγάλη λίμνη
πάνω σὲ μεγάλα ἐπίπεδα φύλλα, καὶ εἶναι πάντοτε σὲ πόλεμο μὲ τὶς
πεταλοῦδες.
«Ἀγαπημένο μου Χελιδονάκι» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «μοῦ διηγήθηκες
θαυμάσια κι ἐνδιαφέροντα πράγματα, ἀλλὰ τὸ πιὸ θαυμάσιο κι
ἐνδιαφέρον πράγμα εἶναι ὁ πόνος τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὰ βάσανά τους.
Δὲν ὑπάρχει πιὸ τρομερὸ πράγμα ἀπὸ τὴ φτώχεια. Πέτα, λοιπόν, πάνω
ἀπ᾿ τὴν πολιτεία μου, κι ἄρχισε νὰ μοῦ πεῖς ὅ,τι βλέπεις.»
Τὸ Χελιδόνι τότε πέταξε πάνω ἀπ᾿ τὴ μεγάλη πόλη, καὶ εἶδε τοὺς
πλούσιους νὰ διασκεδάζουν μέσα στὰ ὡραιότατα καὶ πολυτελῆ μέγαρά
τους, ἐνῷ ἔξω ἀπ᾿ τὶς πόρτες τους κάθονταν ζητιάνοι. Πέταξε στὰ
σκοτεινὰ σοκάκια κι ἀντίκρισε τὰ ἀδύναμα πρόσωπα πεινασμένων
παιδιῶν νὰ κοιτοῦν ἀδιάφορα τοὺς μαύρους δρόμους. Κάτω ἀπὸ τὴν
ἀψίδα μιᾶς γέφυρας ἦσαν δύο παιδάκια, τὸ ἕνα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου,
καὶ προσπαθοῦσαν νὰ ζεσταθοῦν. «Θεέ μου, πῶς πεινᾶμε!» ἔλεγαν τὰ
παιδιά. «Μὴν κοιμᾶστε ῾δῶ, θὰ παγώσετε» τοὺς φώναξε ὁ Φύλακας, καὶ
τὰ παιδιὰ σηκώθηκαν καὶ συνέχισαν τὴν ἄσκοπη περιπλάνησή τους στὴ
βροχή.
Ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτά, τὸ Χελιδόνι γύρισε πίσω καὶ διηγήθηκε στὸν
Πρίγκιπα ὅ,τι εἶχε δεῖ.
«Ὅλο μου τὸ σῶμα εἶναι καλυμμένο μὲ καθαρὸ χρυσάφι» εἶπε ὁ
Πρίγκιπας, «φρόντισε νὰ τὸ βγάλεις φύλλο‐φύλλο, καὶ νὰ τὸ δώσεις στοὺς
φτωχούς μου (ὑπηκόους)· οἱ ζωντανοὶ πάντοτε πιστεύουν ὅτι ὁ χρυσὸς
μπορεῖ νὰ τοὺς κάνει εὐτυχισμένους.»
Καὶ τὸ Χελιδόνι τότε, ἄρχισε νὰ τραβάει ἕνα‐ἕνα φύλλο τὸ χρυσάφι,
ὥσπου ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας ἔμεινε γυμνὸς ἀπὸ τὴ χτυπητὴ ὀμορφιά
του καὶ παρουσίαζε πιὰ ἕνα ἄθλιο θέαμα. Κι ἕνα‐ἕνα φύλλο χρυσάφι, τὸ
Χελιδόνι τὸ πήγαινε στοὺς φτωχούς, καὶ ζωήρεψαν τὰ πρόσωπα τῶν
μικρῶν παιδιῶν, καὶ πῆραν ῥοδαλὸ χρῶμα, κι ἄρχισαν νὰ γελοῦν καὶ νὰ
παίζουν στοὺς δρόμους φωνάζοντας: «Τώρα ἔχουμε ψωμί!»
Ὕστερα ἦρθε τὸ χιόνι, καὶ μετὰ τὸ χιόνι ἦρθε ἡ παγωνιά. Οἱ δρόμοι
ἔμοιαζαν νὰ εἶχαν γίνει ἀπὸ ἀσήμι, τόσο γυάλιζαν καὶ γλιστροῦσαν. Ἄπὸ
τὶς ἄκρες τῶν σπιτιῶν κρέμονταν οἱ πάγοι σὰν μακριὰ γυάλινα σπαθιά.
Ὅλοι περπατοῦσαν τυλιγμένοι σὲ γοῦνες καὶ τὰ παιδάκια μὲ τὶς ζεστὲς
κουκοῦλες τους ἔτρεχαν μὲ τὰ πατίνια πάνω στὸν πάγο.
Τώρα τὸ φτωχὸ Χελιδονάκι κρύωνε ὅλο καὶ περισσότερο, ὡστόσο δὲν
ἐννοοῦσε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν Πρίγκιπα, γιατὶ τὸν ἀγαποῦσε πάρα πολύ.
Τσιμποῦσε τὰ ξίχουλα τοῦ ψωμιοῦ στὶς πόρτες τῶν φούρνων, ὅταν ὁ
φούρναρης κοιτοῦσε ἀλλοῦ, καὶ προσπαθοῦσε νὰ ζεσταθεῖ χτυπώντας τὰ
φτερά του.
Ὅ, τι καὶ νἄκανε, ἤξερε ὅτι θὰ πέθαινε γρήγορα. Μόλις εἶχε τὴ δύναμη νὰ
πετάξει ἀκόμη μιὰ φορὰ στὸν ὦμο τοῦ Πρίγκιπα. «Ἀντίο, ἀγαπημένε μου
Πρίγκιπα!» τοῦ μουρμούρισε, «Θὰ μ᾿ ἀφήσεις νὰ σοῦ φιλήσω τὸ χέρι;»
«Χαίρομαι πολὺ ἀγαπημένο μου Χελιδονάκι ποὺ φεύγεις γιὰ τὴν
Αἴγυπτο» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «ἔμεινες ἀρκετὰ ἐδῶ· ὅμως πρέπει νὰ μὲ
φιλήσεις στὰ χείλη γιατὶ σ᾿ ἀγαπάω.»
«Δὲν πρόκειται νὰ φύγω γιὰ τὴν Αἵγυπτο καλέ μου Πρίγκιπα» εἶπε τὸ
Χελιδόνι, ἀλλὰ γιὰ τὸν Οἶκο τοῦ Θανάτου. Ὁ Θάνατος εἶναι ἀδελφὸς τοῦ
Ὕπνου, ἔτσι δὲν εἶναι;»
Καὶ τὸ Χελιδόνι φίλησε τὸν Εὐτυχισμένο Πρίγκιπα στὰ χείλη, κι ἔπεσε
νεκρὸ στὰ πόδια του.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἕνα περίεργο ῥάγισμα, ἕνα κράκ, ἀντήσησε μέσα
στὸ ἄγαλμα, σὰν κάτι νἄσπασε. Ἦταν ἡ μολυβένια καρδιά του
ποὖχε κοπεῖ στὰ δυό. Ὁπωσδήποτε ἦταν ἕνας τρομακτικὰ δριμὺς
παγετὸς ἐκεῖνο τὸ βράδυ.
Πρωὶ‐πρωὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα, περνοῦσε κάτω ἀπ᾿ τὸ ἄγαλμα στὴν πλατεῖα,
ὁ Δήμαρχος· ἦταν μαζὶ μ᾿ ἕνα Σύμβουλό του. Καθὼς περνοῦσαν ἀπὸ τὸ
βάθρο, στάθηκαν καὶ κοίταξαν ψηλὰ τὸ ἄγαλμα. Ὁ Δήμαρχος εἶπε: «Τί
περίεργο! Ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας σήμερα φαίνεται ἄθλιος.»
«Πράγματι, ἔχει τὰ χάλια του» φώναξε καὶ ὁ Σύμβουλος, ποὺ πάντοτε
συμφωνοῦσε μὲ τὸν Δήμαρχο. Ὕστερα ἀνέβηκαν πάνω στὸ ψηλὸ βάθρο
γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν.
«Τὸ ῥουμπίνι ἔχει πέσει ἀπ᾿ τὸ σπαθί του, τὰ μάτια του χάθηκαν, κι εἶναι
πιὰ ξεπουπουλιασμένος ἀπὸ χρυσάφι· τώρα φαίνεται χειρότερος κι ἀπὸ
ζητιάνο» εἶπε ὁ Δήμαρχος.
«Χειρότερος κι ἀπὸ ζητιάνο» ἐπανέλαβε ὁ Σύμβουλος.
Καὶ συνέχισε: «Νὰ κι ἕνα πουλάκι, νεκρὸ στὰ πόδια του. Πρέπει νὰ
βγάλουμε ἕνα διάγγελμα νὰ μὴν ἐπιτρέπεται στὰ πουλιὰ νὰ πεθαίνουν
ἐδῶ.» Κι ὁ Κλητήρας ποὺ τοὺς συνόδευε κράτησε σημείωση γιὰ τὴν
πρόταση.
Ἔτσι, κατέβασαν ἀπὸ τὸ ψηλὸ βάθρο τὸν Εὐτυχισμένο Πρίγκιπα. «Μιὰ καὶ
δὲν εἶναι πιὰ ὡραῖος, δὲν εἶναι οὔτε χρήσιμος» εἶπε ὁ Καθηγητὴς τῶν
Καλῶν Τεχνῶν στὸ Πανεπιστήμιο.
Ὕστερα, ἔλιωσαν τὸ ἄγαλμα σὲ καμίνι, κι ὁ Δήμαρχος κάλεσε τὸ
Συμβούλιο ν᾿ ἀποφασίσει τὶ θὰ ἔκαναν τὸ μέταλλο. Καὶ εἶπε: «Φυσικά,
πρέπει νὰ κάνουμε ἕνα ἄλλο ἄγαλμα, κι αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ δικό μου
ἄγαλμα.»
«Ἄ, ἄ, ἄ, ὄχι, τὸ δικό μου», φώναζαν οἱ ἄλλοι Σύμβουλοι. Κι ἔτσι μάλωσαν,
κι ἐξακολουθοῦν ἀκόμη νὰ μαλώνουν.
Ὁ ἐπιστάτης τῶν ἐργατῶν στὸ καμίνι εἶπε τὴν ὥρα ποὺ ἔλιωναν τὸ
ἄγαλμα: «Τί περίεργο πράγμα, αὐτὴ ἡ σπασμένη καρδιὰ ἀπὸ μολύβι δὲν
λιώνει μὲ τὴ φωτιά. Πρέπει νὰ τὴν πετάξουμε. Καὶ τὴν πέταξε μέσα στὸν
τενεκὲ μὲ τὰ σκουπίδια, ἐκεῖ ὅπου κείτονταν ἐπίσης καὶ τὸ νεκρὸ Χελιδόνι.
«Φέρτε μου τὰ δυὸ πιὸ πολύτιμα πράγματα ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν πόλη» εἶπε ὁ
Θεὸς σὲ ἕναν ἀπ᾿ τοὺς Ἀγγέλους του· κι ὁ Ἄγγελος τοῦ ἔφερε τὴ
μολυβένια καρδιὰ καὶ τὸ νεκρὸ Χελιδόνι.
«Πέτυχες ἀπόλυτα στὴν ἐπιλογή σου» εἶπε ὁ Θεός, «διότι μέσα στὸν
κῆπο μου, στὸν Παράδεισο, αὐτὸ τὸ μικρὸ πουλὶ θὰ τραγουδάει
αἰώνια, καὶ μέσα στὴ χρυσαφένια πολιτεία μου ὁ Εὐτυχισμένος
Πρίγκιπας πάντα θὰ μὲ δοξάζει.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου