«Επειδή και Ιουδαίοι σημείον αιτούσι και Έλληνες σοφίαν ζητούσι, ημείς δε κηρύσσομεν Ιησούν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν».
Κατεστραμμένοι καιροί, κατεστραμμένες συνείδησες. Κανένας έμπειρου ανακτοβούλιου πολιτικός δε θα συμβούλευε την κάθοδο του Ιησού σε τούτους τους καιρούς, καταστραμμένους, σάπιους ως το κόκκαλο, παγιδεμένους. Κανείς δε θάνοιωθε την έννοια της θυσίας. Ούτε και συ, φτωχέ μου προκουράτορα, που, ιδρωμένος μπρος στο λυσσασμένο Σανχεδρίν, προσπαθείς να σβήσης τον πυρετό της τύψης σου μες στη λεκάνη το νερό:
Υμείς όψεσθε
Κι ο βρυχηθμός των πληγωμένων συμφερόντων τους να σ' απαντάη, μέσ' από τόσους εφήμερους ωμοσμένους στο χρυσάφι του Ναού, τέταρτη αντιμέτωπους με σε φορά, θωρακισμένους πίσω από τα φυλακτικά τους τα πλατιά και των χηρών την εκμετάλλευση, αιώνιο ιερατείο:
Το αίμα τούτου εφ' ημάς και επί τα τέκνα ημών
Καμμιά κραυγή δε φθάνει πέρα από το αίμα σου. Στο τέλμα των αιώνων, που διαγράφουν την προϊστορία της ψυχής σου, μόνο τα ίχνη απ το φως του Μαρτυρίου ποδηγετούν το μέλλον σου. Να ξαναγράψης τ' όνομά σου είν' ανώφελο: σ' ακούν χιλιάδες στόματα απ' τις σπηλιές της ενοχής σου. Θα καταθέσουνε κι αρκέσου:
Ο γέγραφα, γέγραφα
Τούτη τη νύχτα της αγρύπνιας φεγγοβολούν χιλιάδες κόχες σκελετών πάνω στα ρίγη της καρδιάς σου κι η δεισιδαιμονία σου μόνο το μακρυνό σου κύριο φοβάται. Θα θυσιάσεις τη μοναδική σου δυνατότητα να εκβιάσης το στενό πορτάκι του αρχοντικού Του: ο όχλος στο προαύλιο συγκρούεται μαζί σου τέταρτη φορά κι απόψε δεν υπάρχουν περιθώρια για πείσματα: το Σανχεδρίν ζητά τα κέρδη του κι οι διασκορπισμένοι αργυραμοιβοί βαστούν του Καίσαρα την πένα. Παρακοιμώμενοι βρυκόλακες στα άδυτα της μνήμης σου προσείουν το κατώφλι του πληβείου στο μέτωπο του αύριο. Βιάσου και δεν οφελούν οι σπάθες:
Τον βασιλέα υμών σταυρώσω;
Κι απόψε σ' άκουσα στον ύπνο σου να βασανίζεσαι και να ζητάς μι' απάντηση στο τι είναι αλήθεια. Εσύ, ρωμαίος δικαστής, ξέρεις πως τη διοίκηση οι νόμοι εξυπηρετούν κι όχι έννοιες αόριστες, σαν τη δικαιοσύνη, την αλήθεια. Όμως τα μάτια κείνα, π' όλα τ' ακρογιάλια καθρεφτίζουν μέσα τους τόλμησες ν' αντικρύσης μια στιγμή κι αυτό αρκούσε: γνωρίζεις πως ανάπαυση δεν είναι πια για σε και τόσοι αιώνες θα σε βρουν να βασανίζεσαι, όσοι ακριβώς από τα τρυπημένα χέρια Του πλαστήκαν;
Τι εστίν αλήθεια;
Αυτά τα πέλαγα δεν είναι πια εαρινά. Θυμάσαι πως κυττούσες του αφρού την κίνηση, ακουμπησμένος σε μιαν άκρη της γαλέρας, στις υπηρεσιακές μετακινήσεις σου; Τώρα στα εφιαλτικά σου όνειρα βουνά υγρά ορμάνε να σε πνίξουν και σου θυμίζουν τούτο τον όχλο των υπηρετών, που σε μισεί και που μισείς, καθώς ωρύονται, λακέδες κι ερπετά όλων των εποχών:
Άρον, άρον, στάυρωσον αυτόν
Καημένε μου καλοφαγά, δεν είναι μια απλή υπόθεση. Όσο κι αν είσαι ναρκωμένος απ' το κρασί και τη ρωμαϊκή κουλτούρα σου, τ' αντιλαμβάνεσαι: Κάτι βρωμάει: Ο Άννας είναι πίσω του και ο Τετράρχης ασχολίαστα το δώρο σου σου επιστρέφει. Φως φανερό πως δεν τολμάει κι η νύχτα του συμπόσιου είναι νωπή στο ματωμένο ορίζοντα του Βαπτιστή. Άλλον να καρτεράμε;
Πόθεν ει συ;
Κάτι πλανάται τούτο το εωθινό πάνω στα μνήματα και πάνω στο κρασί των λεγεωνάριων, που προσπαθούν να δραπετεύσουν απ' το φάσμα του στης κούπας τους τον άδειο πάτο. Κάτι πλανάται στην ατμόσφαιρα και μες στα όνειρα της δέσποινας, που παγωμένη σου μηνά: Φυλάξου, σπάσαν τις αλυσίδες τους οι λεγεώνες των δαιμόνων και τρύγησαν τον ύπνο μου απόψε. Κάτω τα χέρια απ' αυτόν:
Μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω.
Όμως δυστυχισμένε φίλε μου, τη φρίκης της γυναίκας σου στις πεταγμένες κόρες απ' τις κόχες της σαν αναμαλλιασμένη ξύπνησε, δεν ένοιωσες. Νωρίς νωρίς ν' ανοίγουνε οι τάφοι των κεκοιμημένων και να σηκώνωνται οι δίκαιοι δεν είδες και δεν πάγωσες, σαν χτύπαγαν τις πόρτες κι εμφανίζονταν στα δώματα, ούτε που αναθυμήθηκες πως σε μια νύχτα σφάγηκαν των αιγυπτίων όλοι οι πρωτότοκοι, κι αρκεστηκες, απελπισμένα ανεπαρκής:
Ο γέγραφα, γέγραφα.
Κι ο εκατόνταρχος, κυνηγημένος από τα φαντάσματα των σταυρωμένων, που διάκρινε εφιαλτικά μέσα στο τρίωρο σκοτάδι, σαν άλλο μάνα απ' την κόλαση σταλμένο, να βρυχιέται, καθώς καταδίωκαν.
Αληθώς Θεού Υιός.
Λίγο αργότερα τ' αναστημένο μήνυμα χτυπάει ματωμένο τα αυτιά σου: «Ημείς δε κηρύσσομεν Ιησούν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν». Την ώρα που το καταπέτασμα του Ναού σκιζότανε στη μέση, ο υπέροχος ελληνικός συλλογισμός αποφαινόταν παναιώνια: «Η γη απόλλυται ή Θεός πάσχει». Όμως του «ελληνισμού μας μολυσμένε εγκυκλοπαιδιστή», μέχρις εδώ δεν μπόρεσες να φτάσης:
Αληθός Θεού Υιός.
ΠΑΥΛΟΣ ΚΥΡΑΓΓΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου