Περπατούσε
στο μέσο του ουρανού με τα μάτια χαμηλωμένα
κι οι άλλοι διαβατικοί τον κοίταξαν.
Λίγο πιο κάτω στα παράθυρα, τα κεφάλια
κρέμονταν. Και τα λευκά σχήματα που η
σελήνη είχε αφήσει την περασμένη νύχτα
ζωήρεψαν. Το πλήθος φώναζε – τουλάχιστον
όλοι εκείνοι που είχαν μεταξύ τους
αναγνωριστεί – κουβαλούσαν τη μέρα
κομμάτια κομμάτια, σ' όλους τους δρόμους
της πόλης. Και τα μαλλιά του ανέμου
ανακατωμένα με το κύμα των ανθρώπων και
των αμαξιών, εισχωρούσαν ανάμεσα απ'
τους τοίχους και κομποδένονταν. Όλοι
τους τρέχαν δίχως να ξέρουν προς τα που.
Τα λιθόστρωτα συγκρατούσαν τα βλέμματα.
Τη γη. Η μέρα έμπαινε κάποτε χωρίς να
ξαναβγαίνει. Η κίνηση απλωνόταν ως τους
λάκκους που τριγύριζαν τα τελευταία
σπίτια. Και πέρα απ' αυτά ξανάβρισκε
κανείς το επίπεδο έδαφος. Τη γαλήνη.
Σκιές ακίνητες. Και ο ήλιος ξανάπαιρνε
παντού τη θέση του χωρίς να μπορεί κανείς
να τον αγγίξει, ούτε να τον πάρει, αν του
'κανε γούστο.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ
ΜΑΡΙΑ
ΛΑΪΝΑ
ΞΕΝΗ
ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ
ΕΠΙΛΟΓΗ
ΑΠΟ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου