.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Το σαλπάρισμα – Jose Emilio Pacheco



Δέσποτα, ο Θεός ξέρει τι πράγματα θα έχετε ακούσει στο εξομολογητήριο κι εδώ, στο ιερό... Είσαστε νέος βέβαια, είσαστε άντρας και θα σας είναι δύσκολο να καταλάβετε. Αληθινά, θέλω να με πιστέψετε, δεν ξέρετε πόσο λυπάμαι που σας τρώω την ώρα με τα προβλήματά μου, αλλά σε ποιον μπορώ να τα εμπιστευθώ έξω από εσάς, δεν είν' έτσι;
Δεν ξέρω πως ν' αρχίσω. Δηλαδή πως ονομάζεται η αμαρτία να χαίρεται κανείς για τη συμφορά του άλλου; Όλοι μας πέφτουμε σε αυτή την αμαρτία, δεν είν' έτσι; Για σκεφτείτε: όταν γίνεται ένα ατύχημα, ένα έγκλημα, μια πυρκαγιά, για σκεφτείται πόση χαρά νιώθουν οι άλλοι, βλέποντας πως είναι άσχετοι με αυτές τις αναποδιές που βρίσκουν τον κόσμο κατακέφαλα...
Λοιπόν, Δέσποτα, θα δείτε, εσείς δεν είσαστε από ετούτα τα μέρη, εσείς δε γνωρίσατε την Πόλη του Μεξικού τον καιρό που ήταν μια μικρή πολιτεία, ομορφούλα, πολύ άνετη, όχι το φοβερό τερατούργημα που είναι σήμερα. Τότε μια γυναίκα γεννιόταν και πέθαινε στην ίδια μεριά και ποτέ δεν άλλαζε γειτονιά. Μια γυναίκα ήταν από το Σαν Ραφαέλ, από τη Σάντα Μαρία, από τη Ρόμα. Ήταν πράγματα που ποτέ πια δεν θα ξαναγίνουν...
Με συγχωρείτε, σας τρώω την ώρα. Δεν ξέρω με ποιον να μιλήσω. Κι όταν μιλάω... Αχ, Δέσποτα, αν ξέρατε τι βάρος στην καρδιά, ποτέ δεν είχα τολμήσει να πω λέξη σε κανέναν, ούτε να σας κάμω κουβέντα. Να όμως που βρέθηκα εδώ. Θα τα πω κι ύστερα θα νιώσω πιο ήρεμη.
Ακούστε με! Η Ροσάλμπα κι εγώ γεννηθήκαμε σε δύο σπίτια στον ίδιο δρόμο, με μερικούς μήνες διαφορά. Οι μανάδες μας ήταν πολύ φίλες. Μας πήγαιναν και τις δύο στις Λεύκες, μαζί μας έμαθαν να μιλάμε και να περπατάμε. Η πρώτη μου ανάμνηση από τη Ροσάλμπα είναι όταν μας έβαλαν στο νηπιαγωγείο. Από τότε αυτή ήταν η ομορφότερη, η πιο χαριτωμένη, η εξυπνότερη. Όλη την έβρισκαν καλή κι ήταν καλή με όλους. Το ίδιο στο δημοτικό και στο γυμνάσιο: η καλύτερη μαθήτρια, εκείνη που καρατούσε τη σημαία, εκείνη που έβγαινε να χορέψει, να κρατήσει ένα ρόλο ή να πει ποιήματα στις γιορτές του σχολείου. Και τίποτα δεν της στοίχιζε να μελετάει, της έφτανε ν' ακούσει μια φορά κάτι για να το αποστηθίσει.
Αχ, Δέσποτα, γιατί τα πράγματα είναι τόσο άσχημα μοιρασμένα, γιατί έπεσαν όλα τα καλά κι όμορφα στη Ροσάλμπα κι όλα τα κακά σ' εμένα; Άσχημη, απλάνιστη, χοντρή, βαριά, αντιπαθητική, απότομη στους τρόπους, στραβόμυαλη, κοντολογίς...
Καταλαβαίνετε βέβαια τι νιώσαμε εμείς οι δύο, όταν μπήκαμε στο Προπαρασκευαστικό, τον καιρό που καμιά γυναίκα σχεδόν δεν έφτανε να κάμει τέτοιες σπουδές. Όλοι ήθελαν να συνοδεύουν τη Ροσάλμπα. Εμένα, δεν υπήρχε κανείς να μου κάμει κόρτε. Κανείς δε γύριζε να προσέξει την άσχημη φίλη της όμορφης κοπέλας.
Σ' ένα φοιτητικό περιοδικάκι, κάποιος δημοσίευσε – ανυπόγραφα, αλλά ξέρω ποιος ήταν και δεν πρόκειται να του το συγχωρήσω ποτέ, αν και τώρα πια είναι πολύ γνωστός και πολύ σπουδαίος -: «Οι κακές γλώσσες στο Προπαρασκευαστικό λένε πως η Ροσάλμπα πάει διαρκώς με τη Ζηνοβία, ώστε με την αντίθεση να λάμψει ακόμα περισσότερο η εκπληκτική, μοναδική, ασύγκριτη ομορφιά της».
Τι αδικία, δε νομίζετε; Ο καθένας δεν κοιτάζει τα μούτρα του. Κι αν μια γυναίκα γεννηθεί άσχημη εξωτερικά, ο κόσμος τα καταφέρνει να γίνει άσχημη κι από μέσα.
Στα δεκαπέντε μου, Δέσποτα, η ψυχή μου ήταν μαύρη, μισούσα την καλύτερη φίλη μου και δεν μπορούσα να το δείξω, γιατί εκείνη ήταν πάντα φιλική, καλή, χαδιάρα κι όταν παραπονιόμουν για την ασχήμια μου, μου έλεγε: «Μα τι ανόητη που είσαι! Πως μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου άσχημο με αυτά τα μάτια κι αυτό το χαριτωμένο χαμόγελο που έχεις!»
Τίποτα δεν είχα Δέσποτα, τα νιάτα μου ήταν! Σε αυτή την ηλικία, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει κάποια χάρη. Η μητέρα μου το είχε αντιληφτεί εδώ και καιρό και προσπαθούσε να με παρηγορήσει, λέγοντας πόσο υποφέρουν οι όμορφες γυναίκες και πόσο εύκολα πάνε χαμένες...
Στο μεταξύ δεν τελειώσαμε το Προπαρασκευαστικό – κι εγώ που ήθελα να σπουδάσω νομικά, να γίνω δικηγορίνα, αν και τότε ο κόσμος γελούσε, που μια γυναίκα καταπιανόταν με αντρικές δουλειές – κι η Ροσάλμπα παντρεύτηκε ένα παιδί καθώς πρέπει από τη συνοικία Χουάρες. Το είχε γνωρίσει σε κάποια γιορτή.
Ενώ εκείνη πήγε να ζήσει στη λεωφόρο Τσαπουλτεπέκ σ' ένα ωραιότατο σπίτι, που εδώ και χρόνια το γκρέμισαν, εγώ απόμεινα στο ράφι, στο ίδιο διαμέρισμα όπου είχα γεννηθεί, κατά τις μεριές του Πίνο. Τότε η μητέρα μου είχε πεθάνει προ πολλού, ο πατέρας μου ήταν τυφλός από τις νευρικές του αμαρτίες, κι ο αδερφός μου ήταν ένας μεθύστακας, που έπαιζε κιθάρα, έφτιαχνε τραγούδια κι ήθελε να γίνει πλούσιος και να κερδίσει φήμη και δόξα, σαν τον Αγκουστίν Λάρα...
είχα τόσες ψευδαισθήσεις. Και σήμερα το βλέπω! Αναγκάστηκα λοιπόν να πάω να δουλέψω από πολύ νέα στο «Σιδερένιο Παλάτι» αρχικά κι ύστερα πήγα γραμματέας στο Υπουργείο Οικισμού και Δημόσιας Πίστης, οπότε πέθανε ο πατέρας μου και λίγο αργότερα σκότωσαν τον αδερφό μου σ' έναν καυγά σε κάποιο καπηλειό...
Η Ροσάλμπα, για να λέμε την αλήθεια, με κάλεσε στο σπίτι της, αλλά δεν πήγα ποτέ. Πέρασε πολύς καιρός και μια μέρα έκαμε την εμφάνισή της στο μαγαζί όπου δούλευα, στο τμήμα γυναικείων εσωρρούχων και με χαιρέτησε σαν να μη συνέβαινε τίποτα, σαν να μην είχαμε ποτέ πάψει να βλεπόμαστε και μου σύστησε τον καινούριο της σύζυγο, έναν ξένο που ίσα-ίσα καταλάβαινε τα ισπανικά.
Ήταν – κι ας μην το πίστευε – ομορφότερη και κομψη, στο άνθος της, όπως λέμε. Ένιωσα τόσο άσχημα, Δέσποτα, που μου ερχόταν να την δω να πέφτει νεκρή στα πόδια μου. Και το χειρότερο, εκείνο που πονούσε περισσότερο, ήταν πως η Ροσάλμπα συνέχιζε να φέρεται τόσο φιλικά, τόσο ειλικρινά, όπως πάντα.
Της είπα ότι θα της έκανα επίσκεψη στο καινούριο της σπίτι, τότε έμενε στα Λοφάκια. Δεν πήγα βέβαια ποτέ μου. Τίς νύχτες παρακαλούσα τον Ύψιστο να μην την ξαναφέρει στο δρόμο μου. Όλες οι φίλες μου είχαν παντρευτεί κι είχαν αρχίσει να φεύγουν από τη Σάντα Μαρία. Όσες είχαν μείνει πίσω, ήταν χοντρές, είχαν ένα σωρό πιτσιρίκια, είχαν άντρες που τις έβαζαν τις φωνές και τις έδερναν και πήγαιναν να βγάλουν τα μάτια τους με γυναίκες από εκείνες τις έτσι...
Αν είναι να ζήσει κανείς έτσι, Δέσποτα, καλύτερα να μην παντρευτεί. Κι εγώ δεν παντρεύτηκα, αν και δεν μου έλειψαν οι ευκαιρίες, όμως υπάρχουν λογής και λογής γούστα. Και πάντα, όσο κι αν κάνουμε τους έξυπνους, ό άλλος περιμένει πίσω από την πλάτη μας να δει που το πάμε, για να βγάλει απόφαση, δεν είναι έτσι;
Πέρασαν τα χρόνια, ήταν τότε η εποχή του Αλεμάν και του Ρουίς Κορτίνες, όταν μια νύχτα που περίμενα το λεωφορείο μου στο κέντρο κι έβρεχε καλαπόδια, την είδα στο μεγάλο της αυτοκίνητο, με οδηγό με στολή και λοιπά και λοιπά. Έτυχε και το αυτοκίνητο σταμάτησε, η Ροσάλμπα με ανακάλυψε ανάμεσα στο πλήθος και μου άνοιξε την πόρτα να μπω.
Η Ροσάλμπα είχε παντρευτεί για τέταρτη φορά κι όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, ενώ είχε περάσει τόσος καιρός, χάρη στις φροντίδες της, εξακολουθούσε να είναι η ίδια: δροσερό κοριτσίστικο πρόσωπο, μάτια πράσινα, λακάκια στα μάγουλα, δόντια άψογα...
Μου παραπονέθηκε που δεν πήγαινα ποτέ να την βρω, ενώ εκείνη μου έστελνε κάθε χρόνο χριστουγεννιάτικες κάρτες και μου είπε πως την άλλη Κυριακή δε θα της την έσκαγα, θα έστελνε το σωφέρ να με πάρει να φάμε στο σπίτι της.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι μου, από ευγένεια την κάλεσα να περάσει. Και δέχτηκε, Δέσποτα, το φανταζόσαστε, δέχτηκε. Καταλαβαίνετε τι κόπο μου έκαμε να της δείξω το διαμέρισμά μου, να δείξω αυτό το πράγμα σε αυτή που ζούσε μέσα σε τέτοιες πολυτέλειες και ανέσεις. Όσο καθαρό και τακτοποιημένο κι αν ήταν, δεν έπαυε να είναι το κοτέτσι που η Ροσάλμπα είχε υπ' όψη της, τότε που κι εκείνη ήταν φτωχοκακομοίρα. Όλα εκεί μέσα ήταν τόσο παλιά και μίζερα, που μου ερχόταν να βάλω τα κλάματα από ταπείνωση, ζήλεια και λύσσα.
Η Ροσάλμπα πήρε ύφος θλιμμένο. Αναθυμηθήκαμε τα παλιά τα χρόνια, τότε που είμαστε πιτσιρίκες. Γι' αυτό, Δέσποτα, - κι έχετε το νου σας τι σας λέω – δε θα έπρεπε να ζηλεύουμε κανέναν, γιατί κανείς δεν ξεφεύγει από τίποτα, από κανένα κακό. Η Ροσάλμπα δεν μπορούσε να κάμει παιδιά κι οι άντρες της γυαλίζαν μια στάλα κι ύστερα την απογοήτευαν και την έκαναν να ψάχνει να βρει άλλον καινούριο. Για σκεφτείτε, πόσοι και πόσοι την έφερναν βόλτα, την πολιορκούσαν διαρκώς, όχι μόνο στη Σάντα Μαρία, αλλά και σ' εκείνα τα πλούσια και κομψά μέρη που γνώρισε αργότερα...
Έμεινε λίγη ώρα, ήταν καλεσμένη σε κάποια γιορτή κι έπρεπε να πάει να ντυθεί. Την Κυριακή παρουσιάστηκε ο σωφέρ. Τον παρακολουθούσα από το παράθυρο και δεν του άνοιξα. Τι δουλειά είχα εγώ η άσχημη, η παρατημένη, η γεροντοκόρη, το υπαλληλάκι της πεντάρας με αυτό το πλούσιο περιβάλλον. Γιατί να εκτεθώ και να με συγκρίνουν ξανά με τη Ροσάλμπα. Δε θα γίνω ποτέ τίποτα, όμως έχω κι εγώ την περηφάνεια μου, Δέσποτα.
Αχ, εκείνη η συνάντηση μου είχε σταθεί εδώ, να, στην καρδιά. Δεν μπορούσα να πάω στον κινηματογράφο, να δω τηλεόραση, να ξεφυλλίσω περιοδικά, γιατί πάντα έβλεπα όμορφες γυναίκες, με τα ίδια χαρακτηριστικά της Ροσάλμπα. Έτσι, όταν στη δουλειά μου τύχαινε να πέσω σε καμιά κοπέλα που της έμοιαζε σε κάτι, της φερόμουν άσχημα, έβρισκα δυσκολίες, αναζητούσα τρόπους να την ταπεινώσω μπροστά στους άλλους υπαλλήλους, για να νιώσω ότι εκδικιόμουν τη Ροσάλμπα.
Θα με ρωτήσετε, Δέσποτα, τι μου έκαμε η Ροσάλμπα. Τίποτα, αυτό που λέμε «τίποτα». Αυτό ήταν το χειρότερο και που μ' έβγαζε από τα ρούχα μου. Πάει να πει πως πάντα ήταν καλή και γεμάτη από όμορφα συναισθήματα για μένα. Όμως με βούλιαξε, μου κατέστρεψε τη ζωή, από το γεγονός και μόνο ότι βρισκόταν, ότι υπήρχε, ότι ήταν τόσο καλή, τόσο πλούσια, τόσο σπουδαία στο κάθε τι...
Ξέρω τι πάει να πει να είσαι στην Κόλαση, Δέσποτα. Κι οπωσδήποτε, δεν υπάρχει προφητεία που να μην εκπληρώνεται και χρέος που να μην πληρώνεται. Αυτό το τελευταίο που σας διηγήθηκα, αυτή η συνάντηση, έγινε εδώ και είκοσι χρόνια, ίσως και περισσότερα, δεν μπορω να θυμηθώ...
Όμως σήμερα, Δέσποτα, σήμερα το πρωί, την είδα στη γωνία των δρόμων Μαδέρο και Πάλμα, από μακριά πρώτα, από πολύ κοντά ύστερα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε, Δέσποτα: εκείνο το θαυμάσιο κορμί, εκείνο το πρόσωπο, εκείνες οι γάμπες, εκείνα τα μάτια, εκείνο το σταρένιο χρώμα του μαλλιού της, όλα χάθηκαν για πάντα σ' ένα πιθάρι λίπος, σακκούλες, ρυτίδες, διπλοσάγονα, λεκέδες, κιρσούς, άσπρα μαλλιά, λογιών μακιγιάζ, βαφές, ρίμελ, ψεύτικες βλεφαρίδες...
Βιάστηκα να την φιλήσω, να την σφίξω στην αγκαλιά μου, Δέσποτα. Είχε πεθάνει πια ό,τι μας χώριζε. Καμιά σημασία δεν είχε το παρελθόν και ποτέ πια δε θα είμαστε η μια άσχημη κι η άλλη όμορφη. Τώρα επιτέλους η Ροσάλμπα κι εγώ είμαστε ίδιες. Τώρα, τα γερατειά μας είχαν κάμει ίδιες.



ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΛΑΤΙΝΙΚΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ- ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ 1983

Δεν υπάρχουν σχόλια: