1. Η ΤΡΙΑΔΑ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
Η Άρτεμις είναι η Θεά της αδάμαστης φύσης. Στην Αρχαία Ελλάδα ήταν η δημοφιλέστερη Θεά ανάμεσα στους αγροτικούς πληθυσμούς. «Που δεν έχει χορέψει η Άρτεμις;» λέει μια ελληνική ρήση. Κεντρικό ρόλο στη λατρεία της κατέχουν οι εκστατικοί χοροί και ο ιερός κλώνος που κατάγεται πιθανότατα από την λατρεία του αρχαίου δέντρου της σελήνης, πηγής αθανασίας, μυστικής γνώσης και έμπνευσης. Η Άρτεμις βοηθάει τα θηλυκά όλων των ζωικών ειδών στη γέννηση, και έδωσε το όνομα αρτεμισία στο φαρμακευτικό βότανο που χρησιμοποιείται για να διευκολύνεται η εξώθηση.
Παρ' όλο που η Άρτεμις λατρευόταν σε ολόκληρη την Ελλάδα, έχαιρε ιδιαίτερου σεβασμού στην Αρκαδία. Εκεί ζούσε μόνη της μέσα σε άγρια, απάτητα δάση, και ήταν αγνότερη απ' όλες τις Θεές. Ο άλλος σημαντικός τόπος της λατρείας της ήταν η Έφεσος της Ανατολίας, όπου τονίζονταν περισσότερο οι ιδιότητες της Μητέρας Θεάς. Οι Εφέσιοι πίστευαν ότι μια εικόνα της Αρτέμιδος με πολλούς μαστούς είχε πέσει από τον ουρανό. (Τελικά το φαινόμενο αυτό πήρε τη μορφή ενός ειδικού προστηθίου στα αγάλματα).
Δύο πρώιμες μορφές αυτής της Θεάς ήταν η Βριτομάρτις στην ανατολική Κρήτη και η Δίκτυννα στη Δυτική Κρήτη.
Στην Ολύμπια μυθολογία η Άρτεμις παρουσιάζεται ως αδελφή του Απόλλωνος και θυγατέρα του Διός. Μητέρα της παρουσιάζεται άλλοτε η Δημήτηρ, άλλοτε η Περσεφόνη και άλλοτε -συνηθέστερα- η Λητώ. Η αρκαδική της φύση ως Δέσποινας των αγρίων ζώων (Πότνια θηρών) διασώζεται στον καινούριο της ρόλο ως προστάτιδας των κυνηγών. Πρώιμες εγχάρακτες αναπαραστάσεις της τη δείχνουν με δύο λιοντάρια στα πλευρά της ή να χορεύει εκστατικά με ένα αρσενικό ελάφι. Αργότερα εμφανίζεται πάνω σ' ένα λιοντάρι. Τελικά, να στέκεται με το τόξο της κρατώντας ένα σκοτωμένο ελάφι σε κάθε της χέρι. Στην Ιλιάδα, ο Όμηρος δίνει στην Άρτεμι «έναν ασήμαντο, έως και γελοίο ρόλο».
Η Σελήνη (που ονομαζόταν και Μήνη) είναι η Θεά της σελήνης, που διασχίζει τον ουρανό σέρνοντας την πανσέληνο με το άρμα της. Το άρμα το σέρνουν συχνά ταύροι ή ελάφια, μερικές φορές και άλογα. Στις πιο πρώιμες μορφές της, παρουσιάζεται ως αγελάδα με τα αρχαία «ιερά κέρατα», που έχουν το σχήμα της ημισελήνου. Η Σελήνη λέγεται πως είχε «μεγάλη σημασία για τη μαγεία», αλλά ελάχιστα ίχνη της λατρείας της έχουν διασωθεί.
Η Εκάτη είναι η Θεά της φθίνουσας και σκοτεινής σελήνης. Έχει χθόνιους συνειρμούς και κυβερνά τα φαντάσματα και τους δαίμονες. Της πρόσφεραν φαγητό προς εξιλασμό, τελετουργικά προετοιμασμένο, που ήταν γνωστό ως ο «της Εκάτης δείπνος», και την εικόνα της την τοποθετούσαν μπροστά στα σπίτια για να αποτρέπει το κακό. Ρέπει προς την μαγεία και είναι «η προμήτωρ πασών των μαγισσών». Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, περιέφεραν γύρω από τους φρεσκοσπαρμένους αγρούς τους δαυλούς της Εκάτης για να τονώσουν τη γονιμότητά τους.
Η Ολύμπια μυθολογία παρουσιάζει την Εκάτη ως θυγατέρα της Ήρας και του Διός. Σε μια από τις πατριαρχικές ιστορίες που της αποδίδονται, η Εκάτη εξοργίζει τη μητέρα της κλέβοντας της το κοκκινάδι για να το δώσει στην Ευρώπη. Η Εκάτη καταφεύγει στη γη και κρύβεται στο σπίτι μιας γυναίκας η οποία εργάζεται. Η επαφή της με τη γυναίκα αυτή λέγεται ότι έκανε τη Θεά «ακάθαρτη».
2. Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΑΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
Όταν η Σελήνη εμφανίστηκε σαν ωχρή ημισέληνος, κομψή και λεπτή αλλά ακλόνητη στην υπόσχεσή της ότι θα ξαναμεγαλώσει, η Άρτεμις διέσχισε τα απάτητα δάση της Αρκαδίας. Η Θεά ζούσε με τις νύμφες Της μέσα στην πυκνή, άγρια βλάστηση όπου τα ζώα έρχονταν ελεύθερα να σμίξουν στα παιχνίδια και στους χορούς Της. Αγαπούσε τη νέα ζωή. Ακόμη κι όταν έπαιζε ή όταν ξεκουραζόταν, ήταν με το αυτί τεντωμένο η Άρτεμις στους βόγκους κάποιας μητέρας που έδινε ζωή. Ο άνεμός Της έφερνε μακρόσυρτους, σιγανούς αναστεναγμούς και κοφτά τραγουδίσματα πόνου. Αν ήταν η μητέρα κάποιο ζώο, ξαπλωμένο μοναχό του σε μια απόμερη σπηλιά ή σ' ένα προστατευτικό στρώμα από φύλλα, η Άρτεμις διέσχιζε γρήγορα τα δάση για να έρθει στο πλευρό της. Έφερνε φύλλα από την άγρια αρτεμισία της για να φάει το ζώο και απαντούσε γλυκά στους στεναγμούς της μητέρας. Η Θεά χτυπούσε απαλά τη φουσκωμένη μήτρα μέχρι που τα υγρά σώματα έβγαιναν σιγά σιγά στο φως. Τα χάιδευε στοργικά και τα έπαιρνε υπό την προστασία Της: Τίποτε σε τούτα τα δάση δεν μπορεί να βλάψει τα παιδιά της Αρτέμιδος.
Εάν η μητέρα της ήταν άνθρωπος, η Θεά εμφανιζόταν αμέσως στο πλευρά της φέρνοντας της να πιει τονωτικό αφέψημα από αρτεμισία. Χάιδευε το μέτωπο της γυναίκας και μάλαζε τη μήτρα της με τρυφερότητα και υπομονή, ακόμη κι αν ήξερε πως θα ήταν ένας μικρός τοκετός, ενός ή δύο νεογνών. Η Άρτεμις εμφανιζόταν πάντα σε μια μητέρα που την καλούσε και πάντα χαιρόταν μαζί της τη στιγμή της γέννησης. Οι άλλοι θνητοί που ήταν εκεί πλησίαζαν να δουν και ρωτούσαν: «Πως είναι το μωρό; Τι μωρό είναι;» Η Άρτεμις χαμογελούσε τότε στο νεογέννητο και ψιθύριζε στη μητέρα: Θα μπείτε και οι δύο δίχως φόβο στα δάση Μου και θα Με συναντήσετε μια νύχτα στη χάση του φεγγαριού.
Οι γιορτές άρχιζαν με το καινούριο φεγγάρι και συνεχίζονταν κάθε νύχτα καθώς όλο και περισσότερα ζώα Της και άνθρωποι έρχονταν να χορέψουν με την Άρτεμη. Τη νύχτα πριν από την πανσέληνο το ιερό άλσος Της είχε γεμίσει από πλήθος που γιόρταζε. Έκαναν κύκλο γύρω από ένα μεγάλο δέντρο που στεκόταν ξέχωρα από τα άλλα, με το στιλπνό του φλοιό και τα φύλλα να ασημίζουν στο φεγγαρόφωτο. Η Άρτεμις πήγε προς το δέντρο και ακολούθησε σιωπή, εκτός από τα περιστέρια Της που γουργούριζαν απαλά στα φυλλώματα. Η Θεά κάθισε κατάχαμα σαν τη Μεγάλη Άρκτο Της και άγγιξε τη γη. Χάιδεψε με τα χέρια Της τις ρίζες, τον κορμό, τα κλαδιά. Ξανά. Και ξανά. Και κάθε φορά ερχόταν καινούρια ζωή από τα χέρια Της: ωχρά άνθη ξετυλίγονταν κι έπεφταν κάτω, μικρά τσαμπιά φρούτων άστραφταν ανάμεσα στα φυλλώματα, και τέλος ώριμοι, λαμπεροί καρποί κρέμονταν από τα ιερά κλαδιά. Η Άρτεμις μάζευε τα φρούτα, και έτρωγαν τα ζώα Της, οι θνητοί Της, οι νύμφες Της και η ίδια. Άρχιζε ύστερα ο χορός.
Έρχονταν τα ζώα στο δέντρο. Δρασκέλιζαν τις ρίζες του και περικύκλωναν τον κορμό. Σε ένα μεγαλύτερο κύκλο, οι χορευτές ύψωναν τα χέρια τους και άρχιζαν να περιστρέφονται στην αρχή αργά αργά, μετά όλο και πιο γρήγορα, νιώθοντας ρεύματα ενέργειας ν' ανεβαίνουν από τα κορμιά τους, να περιστρέφονται όλο και πιο γρήγορα και η ενέργεια ανέβαινε στα χέρια τους, και να περιστρέφονται, και να περιστρέφονται, και να τρέχουνε, και να πετούν. Σπίθες ενέργειας ξεπετιόνταν από τα ακροδάχτυλά τους και πλημμύριζαν τον αέρα με εκλάμψεις καθάριου γαλάζιου φωτός. Ένωναν τα χέρια τους, ένωναν τα μπράτσα, έσμιγαν τα σώματα σε έναν κύκλο αδιάκοπου ρεύματος, που τους έπαιρνε από μόνο του. Μπροστά τους εμφανίστηκε η Άρτεμις, μεγάλη, και στάθηκε ολόρθη στο δέντρο: η ραχοκοκαλιά Της ήταν ο κορμός του, τα χέρια Της τα κλαδιά του. Το σώμα Της έσφυζε από ζωή, οι παλμοί του αντηχούσαν στο ασημένιο δέντρο, στα ζώα κάτω στα πόδια Της, στους χορευτές, στο χορτάρι, στα φυτά, στο άλσος. Κάθε κομμάτι του δάσους παλλόταν με την ενέργειά Της. Άρτεμις, η τροφός, η προστάτιδα, η Θεά του φεγγαριού που γέμιζε. Άρτεμις! Γινόταν ένα με το ιερό δέντρο, καθώς ο κύκλος των χορευτών στροβιλιζόταν γύρω Της. Σήκωναν τα κεφάλια τους κι έβλεπαν να κατεβαίνουν τα λαμπερά κλαδιά. Όταν είχε πια γίνει ένα η Άρτεμις με το ιερό δέντρο, ο κύκλος έσπασε. Οι χορευτές έφυγαν στροβιλιζόμενοι, κι έπεσαν εξαντλημένοι στο μουσκλιασμένο πράσινο δάπεδο.
Ξαπλωμένοι εκεί πάνω στη γη, αναπνέοντας ακόμη στον ίδιο ρυθμό με τη γη, σήκωσαν τα μάτια τους στους ακούραστους χορευτές τ' ουρανού. Η Σελήνη άνοιγε δρόμο ανάμεσα στ' αστέρια με το άρμα Της. Η φτερωτή Θεά οδηγούσε ένα ζευγάρι βοδιών που τα κέρατά τους ήταν όμοια με την ημισέληνο πάνω στο στέμμα Της. Πίσω Της έσερνε την πανσέληνο. Σηκώθηκε από τον ωκεανό και ανέβηκε σταθερά με τον πελώριο δίσκο ως το ζενίθ Της, και ύστερα άρχισε πάλι να μικραίνει, έγειρε προς τα κάτω για να χαθεί και πάλι στον ωκεανό. Όταν διέσχιζε η Σελήνη τον ουρανό, το φως της πλημμύριζε τη γη, περνώντας μέσα από τις κρυμμένες ρωγμές και σχισμές στη φύση των θνητών πλασμάτων. Παρατηρούσαν το πέρασμά Της, ενώνονταν σε μικρές ομάδες για να γιορτάσουν, και ένιωθαν δέος και φόβο απέναντι σ' εκείνους που τους είχαν αγγίξει τα μάγια Της.
Αλλά όταν σιγά σιγά χανόταν τελείως το φεγγάρι, δεν υπήρχαν πλέον γιορτές. Οι νύχτες γίνονταν όλο και πιο σκοτεινές, και οι θνητοί έπαιρναν προφυλάξεις μήπως τους επισκεφθούν πνεύματα από τον κάτω κόσμο. Ορδές φαντασμάτων που τις οδηγούσε η Εκάτη, με τα σκυλιά Της να ουρλιάζουν, διέσχιζαν τη γη τις αφέγγαρες νύχτες. Όμως προστάτευε τους θνητούς εκείνους που εξαγνίζονταν στο όνομά Της. Αποστρέφοντας τα πρόσωπά τους Της πρόσφεραν τελετουργικά δείπνα σε μοναχικά τρίστρατα, που ήταν οι τόποι συνάθροισης των πνευμάτων. Όταν τηρούσαν τις τελετουργίες της Εκάτης, περνούσαν ήσυχα η μια μετά την άλλη οι σκοτεινές νύχτες. Αλλά όταν αψηφούσαν τη Θεά, άφηνε ελεύθερες Εκείνη τις δυνάμεις της οργής Της και σάρωναν τη γη, φέρνοντας θύελλες και καταστροφή. Τα ζώα ούρλιαζαν τρομαγμένα, καθώς τριγύριζαν ελεύθερα τα φαντάσματά Της.
Οι εκδικήσεις της Εκάτης ήταν τρομερές, όμως δεν Τη φοβούνταν όλοι οι θνητοί. Μερικοί ζητούσαν να σμίξουν μαζί Της. Στο σκοτάδι του φεγγαριού μικρές συνάξεις Την περίμεναν κοντά σε ιτιές. Εμφανίζονταν έξαφνα μπροστά τους με το δαυλό και με τα σκυλιά Της. Φίδια στριφογύριζαν μέσα στα μαλλιά Της, που άλλοτε έπεφταν κι άλλοτε ξαναφύτρωναν. Μέχρι να ξαναβγεί το καινούριο φεγγάρι στον ουρανό, η Εκάτη μοίραζε κλειδιά για τα μυστικά Της. Εκείνοι που πίστευαν καταλάβαιναν. Μάθαιναν πως οι μορφές δεν ήταν παγιωμένες, έβλεπαν τον άνθρωπο να γίνεται ζώο, δέντρο και ύστερα πάλι άνθρωπος. Έβλεπαν τη δύναμη των αγαπημένων Της βοτάνων: της μαύρης παπαρούνας, της σμίλακος, του μανδραγόρα, του ακόνιτου. Τρομερές και επίφοβες ήταν οι δυνάμεις Της, αλλά πάντα η Εκάτη δίδασκε το ίδιο μάθημα: Χωρίς το θάνατο δεν υπάρχει ζωή.
CHARLENE SPRETNAK
ΟΙ ΧΑΜΕΝΕΣ ΘΕΕΣ ΤΗΣ ΠΡΩΙΜΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
συλλογή προελληνικών μύθων
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου