Με πιάσανε... Αύριο θα καθήσω στην ηλεκτρική καρέκλα. Θα τα γράψω ωστόσο, θα ήθελα να εξηγήσω. Οι ένορκοι δεν κατάλαβαν. Κι εξάλλου η Σλάκς πέθανε τώρα και μου ήταν δύσκολο να μιλήσω ξέροντας ότι δε θα με πίστευαν. Αν η Σλάκς είχε καταφέρει να βγει από τ’ αμάξι. Αν μπορούσε να ‘ρθει να τα διηγηθεί. Δε βαριέσαι, άσ’ το, δε γίνεται τίποτα. Τίποτα σ’ αυτό τον κόσμο.
Η δυσκολία όταν είσαι ταξιτζής, είναι οι συνήθειες που αποκτάς. Είσαι όλη μέρα μέσα στ’ αμάξι, και σιγά σιγά μαθαίνεις όλες τις γειτονιές. Υπάρχουν μερικές που τις προτιμάς από άλλες. Ξέρω τύπους, για παράδειγμα, που θα προτιμούσαν να τους κάνουν κομματάκια παρά να πάνε πελάτη στο Μπρούκλιν. Εγώ το κάνω ευχαρίστως. Το έκανα ευχαρίστως, δηλαδή, γιατί τώρα δεν πρόκειται να το ξανακάνω πια. Είναι μια συνήθεια που απόχτησα, περνούσα σχεδόν κάθε βράδι γύρω στη μια από τα «Τρία Δυάρια». Μια φορά, είχα πάει έναν πελάτη σκνίπα κι ήθελε να μπω μέσα μαζί του. Όταν ξαναβγήκα ήξερα τι σόι κοπέλες έβρισκες εκεί μέσα. Από τότε, είναι ηλίθιο, θα το πείτε και μόνοι σας...
Κάθε βράδι, στη μια παρά πέντε, μια και πέντε, περνούσα από κει. Έβγαινε εκείνη την ώρα. Είχαν συχνά τραγουδίστριες στα «Δυάρια»κι ήξερα ποια ήταν αυτή. Σλακς, τη φώναζαν, γιατί πιο συχνά φορούσε παντελόνια παρά φουστάνια. Στις εφημερίδες έγραψαν πως ήτανε λεσβία. Σχεδόν πάντα, έβγαινε με τους ίδιους δυο τύπους, τον πιανίστα της και τον μπασίστα της κι έφευγαν με το αμάξι του πιανίστα. Πήγαιναν αλλού να τραγουδήσουν και ξαναγύριζαν στα «Δυάρια» για να κλείσουν τη βραδιά. Αυτό το έμαθα μετά.
Δεν έμενα ποτέ εκεί για πολλή ώρα. Δε μπορούσα να κρατάω τη σημαία μου κατεβασμένη συνέχεια, ούτε και να σταθμεύω και για πολλή ώρα, κι υπήρχαν πάντα περισσότεροι πελάτες σ’ εκείνη τη γειτονιά απ’ οπουδήποτε αλλού.
Αλλά, τη βραδιά για την οποία μιλάω, τσακώθηκαν άσκημα. Η Σλακς έριξε μια γροθιά στα μούτρα του πιανίστα. Αυτή η κοπέλα είχε πολύ βαρύ χέρι. Τον πέταξε κάτω με τη μία σα να ‘ταν μπάτσος. Ήταν μεθυσμένος, αλλά, ακόμα και νηστικός, νομίζω ότι θα έπεφτε. Μόνο που έτσι σκνίπ που ήταν, έμεινε ξαπλωμένος κι ο άλλος προσπαθούσε να τον συνεφέρει δίνοντάς του κάτι χαστούκια που θα πρέπει να του έκαναν το κεφάλι σβούρα. Δεν είδα το τέλος γιατί ήρθε, άνοιξε την πόρτα του ταξί, και κάθησε δίπλα μου. Έπειτα, άναψε έναν αναπτήρα και με κοίταξε κάτω από τη μύτη.
-Θες ν’ ανάψω το φως του αυτοκινήτου;
Είπε όχι, κι έσβησε τον αναπτήρα της και ξεκίνησα. Τη ρώτησα που πήγαινε λίγο πιο πέρα, αφού έστριψα στη λωφόρο Γιορκ, γιατί αντιλήφθηκα επιτέλους ότι δεν είχε πει τίποτα.
-Ίσια μπροστά.
Εμένα το ίδιο μου έκανε, το κοντέρ έγραφε. Όρμησα λοιπόν ίσια μπροστά. Εκείνη την ώρα έχει κόσμο στις γειτονιές με τα κέντρα, αλλά, μόλις βγεις από το κέντρο, είναι νέκρα. Οι δρόμοι είναι άδειοι. Δε θα το πιστέψετε, όμως είναι χειρότερα κι από τα προάστια, μετά τις μία. Μερικά αμάξια και κάνας άνθρωπος που και που.
Μετά απ’ αυτή την ιδέα να καθίσει δίπλα μου, δε μπορούσα να περιμένω και τίποτα φυσιολογικό από μέρους αυτής της κοπέλας. Την έβλεπα από το πλάι. Είχε μαύρα μαλλιά μέχρι τους ώμους, κι ήταν τόσο άσπρο το δέρμα της που έμοιαζε σα να ‘ταν άρρωστη. Έβαφε τα χείλια της μ’ ένα κοκκινάδι σκούρο, σχεδόν μαύρο και το στόμα της έμοιαζε με σκοτεινή τρύπα. Το αμάξι εξακολουθούσε να προχωράει. Αποφάσισε να μιλήσει.
-Δώσε μου τη θέση σου.
Σταμάτησα το αυτοκίνητο. Είχα αποφασίσει να μη διαμαρτυρηθώ. Είχα δει με ποιο τρόπο είχε περιποιηθεί το συνέταιρό της, κα δεν είχα καμιά όρεξη να τσακωθώ με τέτοιο θηλυκό. Ετοιμαζόμουν να κατέβω, αλλά με γάντζωσε από το μπράτσο.
-Μην κάνεις τον κόπο. Θα περάσω από πάνω σου. Κουνήσου.
Κάθισε στα γόνατά μου και γλίστρησε αριστερά μου. Ήταν σφιχτή σαν ένα κομμάτι κατεψυγμένο κρέας, αλλά με διαφορετική θερμοκρασία.
Αντιλήφθηκε ότι η μανούβρα μου προκάλεσε κάποια αντίδραση, κι άρχισε να γελάει, αλλά δίχως κακία. Φαινόταν σχεδόν ευχαριστημένη. Όταν έβαλε μπροστά μου φάνηκε ότι το δύστυχο κιβώτιο ταχυτήτων θα τιναζόταν στον αέρα, και πεταχτήκαμε είκοσι πόντους από τα καθίσματά μας, τόσο απότομα ξεκινούσε.
Ερχόμαστε από τη μεριά του Μπρονξ, έχοντας περάσει τον ποταμό Χάρλεμ και πάταγε το γκάζι τέρμα. Όταν ήμουν στο στρατό, είχα δει μερικούς να οδηγούν στη Γαλλία, κι ήξεραν πως να γρατζουνάνε ένα αμάξι, αλλά δεν το κατακρεουργούσαν όπως έκανε αυτό το θηλυκό με τα παντελόνια. Οι γάλλοι είναι μόνο επικίνδυνοι. Αυτή, ήταν καταστροφή. Εξακολουθούσα να μη μιλάω.
Α, τ’ ακούτε και γελάτε! Γιατί νομίζετε ότι με το μπόι μου και τα ποντίκια μου θα μπορούσα να κάνω καλά ένα θηλυκό. Δε θα το κάνατε ούτε κι εσείς αν βλέπατε το στόμα αυτής της κοπέλας και την όψη που είχε το πρόσωπό της μέσα σε κείνο το αυτοκίνητο. Άσπρη σαν πτώμα, κι εκείνη η μαύρη τρύπα... Την κοίταζα από το πλάι και δεν έλεγα τίποτα, και ταυτόχρονα παρακολουθούσα. Δε θα ήθελα να μας πιάσει κάνας μπάτσος να καθόμαστε κι οι δυό μπροστά.
Δε θα το πιστέψετε, σας λέω σεμια πόλη σαν τη Νέα Υόρκη, πόσο λίγος κόσμος κυκλοφορεί μετά από μια κάποια ώρα. Έστριβε συνέχεια σ’ όποιο δρόμο τύχαινε. Περνούσαμε τετράγωνα ολόκληρα δίχως να βλέπουμε ούτε γάτα κι έπειτα βλέπαμε ένα δυό τύπους. Έναν αλήτη, μια γυναικα, καμιά φορά, ανθρώπους που γύριζαν από τις δουλειές τους. Υπάρχουν μαγαζιά που δεν κλείνουν πριν από τις μια ή δύο το πρωί, ή ακόμα και καθόλου. Κάθε φορά που έβλεπε κάποιον στο δεξί πεζοδρόμιο, γύριζε το βολάν κι ερχόταν να περάσει ξυστά στο πεζοδρόμιο, όσο το δυνατό πιο κοντά στον άνθρωπο και έκοβε λίγο ταχύτητα, κι έπειτα έδινε μια στο γκάζι, ακριβώς τη στιγμή που περνούσε μπροστά του. Εξακολουθούσα να μη λέω τίποτα, αλλά την τέταρτη φορά που το έκανε τη ρώτησα:
-Γιατί το κάνεις αυτό;
-Υποθέτω ότι με διασκεδάζει, είπε.
Δεν απάντησα τίποτα. Με κοίταξε. Δε μ’ άρεσε να με κοιτάζει την ώρα που οδηγούσε και άθελά μου το χέρι μου πήγε να συγκρατήσει το τιμόνι. Μου έδωσε μια στο χέρι με τη δεξιά γροθιά της, δίχως να το δείξει. Χτυπούσε σαν άλογο. Βλαστήμησα και γέλασε πάλι.
-Είναι τόσο αστείοι όταν πηδάνε στον αέρα τη στιγμή που ακούνε το θόρυβο της μηχανής...
Είχε δει σίγουρα το σκύλο που περνούσε κι ετοιμαζόμουν ν’ αρπαχτώ από κάτι για ν’ απορροφήσω το σοκ του φρεναρίσματος, αλλά αντί να κόψει ταχύτητα επιτάχυνε κι άκουσα το μουντό κρότο στο μπροστινό μέρος του αμαξιού κι ένιωσα το χτύπημα.
-Διάβολε! είπα. Δε σε σταματάει τίποτα! Ένας τέτοιος σκύλος θα μου έκανε το αμάξι χάλια...
-Σκασμός!
Έμοιαζε να της έχει στρίψει. Τα μάτια της ήταν σα χαμένα κα το αυτοκίνητο δεν πήγαινε πια ίσια μπροστά. Δυο τετράγωνα παρά πέρα σταμάτησε πλάι στο πεζοδρόμιο.
Ήθελα να κατέβω να δω αν είχε πάθει τίποτα ο προφυλακτήρας και μ’ άρπαξε από το μπράτσο. Ανάσαινε ξεφυσώντας σαν άλογο.
Το πρόσωπό της εκείνη τη στιγμή... Δε μπορώ να ξεχάσω το πρόσωπό της. Να βλέπεις μια γυναίκα σ’ αυτή την κατάσταση, όταν την έχεις φέρει εσύ ο ίδιος σ’ αυτή την κατάσταση, εντάξει, δε λέω... αλλά ούτε να σου περνάει από το μυαλό κάτι τέτοιο και να τη βλέπεις έτσι ξαφνικά... Δε σάλευε πια και μου έσφιγγε τον καρπό με όλη της τη δύναμη και της έτρεχαν λίγο τα σάλια. Οι γωνίες του στόματός της ήταν υγρές.
Κοίταξα έξω. Δεν ξέρω που βρισκόμαστε. Δεν υπήρχε κανένας. Το φόρεμά της άνοιγε αμέσως μ’ ένα τίναγμα του φερμουάρ. Σ’ ένα αμάξι, συνήθως, δε μπορείς α το γλεντήσεις και πολύ. Αλλά παρόλα αυτά, δεν θα ξεχάσω εκείνη τη φορά. Ακόμα και όταν θα μου ΄χουν ξυρίσει το κεφάλι αύριο το πρωί.
...........................................................................................................................................
Λίγο αργότερα, την έβαλα να ξαναπεράσει δεξιά και ξαναπήρα το τιμόνι και μ΄έβαλε να σταματήσω το αυτοκίνητο σχεδόν αμέσως. Είχε σιάξει τα ρούχα της λίγο πολύ βλαστημώντας σα χαμάλης, και κατέβηκε για να μπει από πίσω. Έπειτα μου έδωσε τη διεύθυνση ενός νυχτερινού κέντρου όπου έπρεπε να πάει να τραγουδήσει και προσπάθησα να καταλάβω που βρισκόμαστε. Τα ΄χα χαμένα όπως όταν πρωτοβγαίνεις μετά από ένα μήνα στην κλινική. Αλλά κατάφερα να σταθώ όρθιος καθώς κατέβηκα κι εγώ. Ήθελα να δω το μπροστινό μέρος του αμαξιού. Δεν είχε τίποτα. Μόνο ένας λεκές αίμα που είχε μακρύνει από τον αέρα της ταχύτητας στο δεξί φτερό. Θα μπορούσε να ήταν οτιδήποτε.
Το πιο γρήγορο, ήταν να κάνω στροφή επιτόπου και να ξαναγυρίσω από τον ίδιο δρομο.
Την έβλεπα στο καθρεφτάκι, παραμόνευε από το τζάμι, κι όταν είδα το μαύρο σωρό του πτώματος στο πεζοδρόμιο την άκουσα. Πάλι ανάσαινε πιο δυνατά. Ο σκύλος σάλευε ακόμα λιγάκι, το αμάξι θα πρέπει να του είχε σπάσει τη ραχοκοκαλιά κι είχε συρθεί μέχρι την άκρη του πεζοδρομίου. Μου ΄ρχόταν να κάνω εμετό, κι ένιωθα λιποθυμία, κι εκείνη άρχισε να γελάει από πίσω μου, έβλεπε ότι ήμουν άρρωστος και βάλθηκε να με βρίζει χαμηλόφωνα. Μου έλεγε τρομερά πράγματα, και θα μπορούσα να την πάρω και να ξαναρχίσουμε εκεί, μέσα στο δρόμο.
Εσείς οι άλλοι, παιδιά, δεν ξέρω από τι είστε φτιαγμένοι, αλλά όταν την ξαναγύρισα σ’ εκείνο το κέντρο όπου έπρεπε να τραγουδήσει, δε μπόρεσα να μείνω απέξω και να την περιμένω. Έφυγα αμέσως. Έπρεπε να γυρίσω σπίτι μου. Έπρεπε να ξαπλώσω. Το να ζει κανείς μόνος του, δεν είναι και τόσο διασκεδαστικό πάντα, αλλά, διάβολε, ευτυχώς που ήμουν μόνος εκείνο το βράδι. Ούτε καν γδύθηκα κι ήπια κάτι που είχα, κι έπεσα ξερός. Ημουν στ’ αλήθεια σε πολύ κακή κατάσταση...
Κι έπειτα την άλλη μέρα το βράδι, ήμουν πάλι εκεί και την περίμενα ακριβώς απέξω. Κατέβασα τη σημαία και βγήκα να κάνω μια βόλτα στο πεζοδρόμιο. Έχει κίνηση σ’ εκείνη τη γειτονιά. Δε μπορούσα να μείνω. Ωστόσο την περίμενα. Βγήκε, πάντα την ίδια ώρα. Στην ώρα της, σα ρολόι αυτή η κοπέλα. Με είδε αμέσως. Με αναγνώρισε. Οι δύο τύποι της τη συνόδευαν όπως συνήθως. Γέλασε με τον τρόπο που συνήθιζε. Δεν ξέρω πως να σας το πω. Εμένα, το να την βλέπω έτσι, μ’ έκανε να νομίζω πως πετάω. Άνοιξε την πόρτα του ταξί και μπήκαν μέσα κι οι τρεις. Αυτό μου ΄φερε ασφυξία. Δεν το περίμενα. Ηλίθιε, είπα. Δεν καταλαβαίνεις πως μια τέτοια κοπέλα θα ΄ναι όλο καπρίτσια. Το ένα βράδι, της κάνεις, κι έπειτα την άλλη μέρα δεν είσαι γι’ αυτήν παρά ένας ταξιτζής. Είσαι ο πρώτος τυχών.
Εμένα μου λες!... Ο πρώτος τυχών!... Οδηγούσα σαν ατζαμής και παραλίγο να πέσω πάνω σ’ ένα αμάξι μπροστά μου. Ήμουν έξαλλος.
Είχα τα χάλια μου. Πίσω μου, ήταν ξεκαρδισμένοι κι οι τρεις. Έλεγε ιστορίες με την αντρική της φωνή, μ’ εκείνη τη φωνή, Χριστέ μου, που νόμιζες ότι της έξυνε το λαρύγγι βγαίνοντας κι ένιωθες σα να’ χες γίνει τύφλα στο μεθύσι.
Μόλις έφτασε, κατέβηκε πρώτη. Οι δύο τύποι ούτε καν επέμεναν για να πληρώσουν. Την ήξεραν κι εκείνοι... Μπήκαν μέσα κι εκείνη έσκυψε στην πόρτα για να μου χαϊδέψει το μάγουλο σα να ΄μουνα μωρό. Και πήρα τα λεφτά της. Δεν είχα όρεξη ν’ αρχίσω ιστορίες μαζί της. Ετοιμαζόμουνα να της το πω. Έψαχνα να βρω. Μίλησε πρώτη εκείνη.
-Θα με περιμένεις; ρώτησε.
-Που;
-Εδώ. Θα βγω σ’ ένα τέταρτο.
-Μόνη;
Διάβολε! Το είχα παρακάνει. Θα ήθελα να το πάρω πίσω αυτό, και δε μπόρεσα να πάρω πίσω τίποτα και μ’ άρπαξε από το μάγουλο με τα νύχια της.
-Το βλέπεις αυτό; είπε.
Εξακολουθούσε να γελάει. Εγώ δεν καταλαβαινα. Με άφησε σχεδόν αμέσως. Άγγιξα το μάγουλό μου, αιμορραγούσα.
-Δεν είναι τίποτα! είπε. Θα ΄χει σταματήσει να τρέχει μέχρι να ξαναβγώ. Θα με περιμένεις έτσι; Εδώ.
Μπήκε στο κέντρο. Προσπάθησα να δω στο καθρεφτάκι. Είχα τρία σημάδια στο μάγουλο, κι ένα τέταρτο πιο μεγάλο μπροστά. Από τον αντίχειρά της. Δεν έτρεχε και πολύ αίμα. Δεν ένιωθα τίποτα.
Κι έτσι, περίμενα. Εκείνο το βράδι δεν σκοτώσαμε τίποτα. ούτε κι εγώ κέρδισα τίποτα.
............................................................................................................................................
Δεν το ΄κανε καιπολύ καιρό το κόλπο, νομίζω. Δε μιλούσε πολύ και δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτήν. Εγώ, τώρα, ζούσα σαν υπνοβάτης όλη τη μέρα και το βράδι έπαιρνα το ταξί μου και πήγαινα να τη βρω. Δεν καθόταν πια δίπλα μου, θα ήταν πολύ ηλίθιο να μας πιάσουν γι’ αυτό το λόγο. Κατέβαινα κι έπαιρνε τη θέση μου και τουλάχιστον δυό τρεις φορές τη βδομάδα, καταφέρναμε να σκοτώσουμε κάνα σκύλο ή καμιά γάτα.
Νομίζω ότι άρχισε να θέλει κάτι άλλο γύρω στο δεύτερο μήνα που βλεπόμαστε. Δεν της έκανε πια την ίδια εντύπωση με τις πρώτες φορές και νομίζω ότι της ήρθε ιδέα να ψάξει για πιο χοντρό θήραμα. Δε μπορώ να σας πω τίποτα άλλο, εμένα, αυτό μου φαινόταν πολύ φυσικό... δεν αντιδρούσε πια όπως πριν κι εγώ ήθελα να ξαναγίνει όπως πριν. Ξέρω, μπορείτε να πείτε ότι είμαι τέρας. Δε γνωρίσατε αυτή την κοπέλα. Ή σκύλο μου ζήταγε να σκοτώσω ή μικρό παιδί, θα τα ΄κανα και τα δύο για χάρη της. Έτσι σκοτώσαμε ένα κορίτσι δεκαπέντε χρονών. Είχε βγει βόλτα με το φίλο της, ένα ναυτικό. Γύριζαν από το λούνα παρκ. Αλλα θα σας τα πω με τη σειρά.
Η Σλακς ήταν τρομερή εκείνο το βράδι. Μόλις μπήκε μέσα, κατάλαβα ότι κάτι ήθελε. Κατάλαβα ότι θα τριγυρίζαμε όλη τη νύχτα, αν χρειαζόταν, αλλα θα έπρεπε κάτι να βρούμε.
Διάβολε! Δε μου πολυάρεσαν όλα αυτά. Τράβηξε κατευθείαν για τη Γέφυρα Κουήνσμπορω, κι από κει, πήρα τους περιφερειακούς αυτοκινητόδρομους, και ποτέ δεν είχα ξαναδεί τόσα πολλά αυτοκίνητα και τόσο λίγους πεζούς. Είναι φυσικό, θα μου πείτε, σ΄έναν αυτοκινητόδρομο. Εμένα όμως δεν μου φαινόταν φυσικό, εκείνο το βράδι. Δεν ήμουν στα καλά μου. Πηγαίναμε χιλιόμετρα ολόκληρα. Κάναμε όλο το γύρο και βρεθήκαμε στο Κόνυ Άιλαντ. Η Σλακς είχε κάτσει στο βολάν εδώ και λίγη ώρα. Εγώ καθόμουν πίσω και αρπαζόμουν από το κάθισμα στις στροφές. Είχε ένα ύφος σα να της είχε στρίψει. Εγώ περίμενα. Όπως συνήθως. Ήμουν σαν υπνοβάτης σας λέω. Ξυπνούσα τη στιγμή που ερχόταν να με βρει στο πίσω κάθισμα. Διάβολε! Δεν θέλω να το σκέφτομαι.
Ήταν απλό. Άρχισε να κάνει ζιγκ ζαγκ από την 24η Δυτική Οδό προς την 23η και τους είδε. Διασκέδαζαν, εκείνος να περπατάει πάνω στο πεζοδρόμιο κι εκείνη δίπλα του, στο δρόμο, για να φαίνεται ακόμα πιο κοντή. Ήταν ψηλό παιδί, όμορφο. Η κοπέλα, από πίσω, ήταν πολύ νέα, με ξανθά μαλλιά κι ένα φουστανάκι. Δεν είχε και πολύ φως. Είδα τα χέρια της Σλακς πάνω στο βολάν. Η βρώμα. Ήταν άσσος στην οδήγηση. Όρμησε μπροστά και χτύπησε τη μικρή στο γοφό. Τότε μου φάνηκε ότι πέθαινα. Μπόρεσα να γυρίσω, την είδα κάτω, έναν ασάλευτο σωρό, κι ο τύπος έτρεχε πίσω μας ουρλιάζοντας. Κι έπειτα είδα να ξεπροβάλλει ένα πράσινο αμάξι, ένα από τα παλιά περιπολικά.
-Πιο γρήγορα, της ούρλιαξα.
Με κοίταξε για μια στιγμή κα παραλίγο να πέσουμε πάνω στο πεζοδρόμιο.
-Πάτα γκάζι!... Πάτα γκάζι!...
Ξέρω τι έχανα εκείνη τη στιγμή. Ξέρω. Δεν έβλεπα παρά μόνο την πλάτη της, αλλά ξέρω πως θα ήταν. Γι’ αυτό και δε μου καίγεται καρφί, καταλαβαίνετε. Γι’ αυτό δε με νοιάζει που θα μου ξυρίσουν το κεφάλι αύριο το πρωί. Κι έπειτα ό,τι άλλη πλάκα και να μου κάνανε, να με βάφανε πράσινο, σαν το περιπολικό, ας πούμε, και πάλι δε θα ΄δινα δεκάρα, καταλαβαίνετε.
Η Σλακς όρμησε μπροστά. Τα κατάφερε και βρεθήκαμε στη λεωφόρο Σερφ. Το ταξί ούρλιαζε. Από πίσω, το περιπολικό θα πρέπει να μας είχε στρώσει στο κυνήγι.
Κι έπειτα μπήκαμε σε μια ράμπα που οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο. Τέρμα τα κόκκινα. Διάβολε! Δεν καταλάβαινα πια τίποτα, σαν να μην ήμουν εγώ. Μου φαίνονταν όλα μπερδεμένα. Και τ’ άλλο που σερνόταν πίσω μας. Σαν αγώνας δρόμου σαλιγκαριών. Σου ΄ρχόταν να σκίζεις τις σάρκες σου με τα δόντια σου.
Η Σλακς το πάταγε τέρμα. Κι έβλεπα ακόμα την πλάτη της και καταλάβαινα τι ήθελε, και μου την έδινε όσο κι εκείνης. Μούγκρισα άλλη μια φορα: «Πάτα το τέρμα!»... και συνέχισε, κι έπειτα γύρισε για ένα δευτερόλεπτο κι ερχόταν κάποιος άλλος από μια ράμπα. Δεν τον είδε. Ερχόταν από δεξιά μας. Πήγαινε τουλάχιστον με εβδομήνταπέντε την ώρα. Είδα το δέντρο και κουλουριάστηκα σαν τόπι αλλά εκείνη δεν σάλεψε, κι όταν μ’ έβγαλαν από κει, μούγκριζα σαν ζώο, αλλά η Σλακς και πάλι δεν σάλευε. Το βολάν της είχε λιώσει το στήθος. Δυσκολεύτηκαν να τη βγάλουν από κει τραβώντας την από τα κάτασπρα χέρια της. Κάτασπρά σαν το πρόσωπό της. Της έτρεχαν ακόμα λίγα σάλια. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά. Ούτε κι εγώ μπορούσα να κουνηθώ γιατί το ποδάρι μου είχε λυγίσει στραβά και τους ζήτησα να την φέρουν κοντά μου. Τότε, είδα τα μάτια της. Κι έπειτα την είδα κι αυτήν. Είχε αίμα παντού. Έσταζε αίμα. Εκτός από το πρόσωπό της.
Άνοιξαν το γούνινο παλτό της κι είδαν ότι δε φορούσε τίποτα από μέσα εκτός από το παντελόνι της. Η λευκή σάρκα των γοφών της έμοιαζε ουδέτερη και νεκρή στη λάμψη των φαναριών που φώτιζαν το δρόμο. Το φερμουάρ της ήταν κιόλας ανοιχτό όταν πέσαμε πάνω στο δέντρο.
BORIS VIAN
ΟΛΑ ΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΙΔΙΟ ΧΡΩΜΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ε.Δ.Π.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου