.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Η κηδεία της Λίμπι Μανρό – Nick Cave



Μια απλή τελετή για τη Λίμπι Μανρό γίνεται στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Πόρτσντεϊλ. Ο Μπάνι και ο Μπάνι Τζούνιορ στέκονται στην εκκλησία με το κεφάλι σκυμένο. Φοράνε τα ολοκαίνουρια μαύρα κοστούμια που ο Μπάνι βρήκε κρεμασμένα δίπλα δίπλα στην κατά τ' άλλα άδεια ντουλάπα στην κρεβατοκάμαρά του. Η απόδειξη που ανακάλυψε στην τσέπη του σακακιού μαρτυρούσε ότι η Λίμπι είχε αγοράσει τα κοστούμια από το Τοπ Σοπ στην πλατεία Τσόρτσιλ δύο μέρες πριν από την αυτοκτονία. Άραγε τι σήμαινε αυτό;
Κάθε μέρα αποκαλύπτεται και κάποιο νέο, πιο περίεργο και πιο θλιβερό στοιχείο σχετικά με τον θάνατο της Λίμπι. Μια γειτόνισσα είπε ότι είχε δει τη Λίμπι να καίει κάποια χαρτιά και να τα πετά απ' το μπαλκόνι δύο μέρες πριν πεθάνει. Αποδείχτηκε ότι ήταν τα ερωτικά γράμματα που της είχε στείλει ο Μπάνι προτού παντρευτούν. Βρήκε μερικά αποκαΐδια κάτω από τη σκάλα μαζί με σύριγγες και προφυλακτικά. Τι την είχε πιάσει; Μάλλον είχε αποτρελαθεί.
Ο ασπρουλιάρης, θηλυπρεπής πατέρας Μάιλς, μ' ένα σύννεφο άσπρων μαλλιών να περιβάλλει το κρανίο του, εκφωνεί τον επικήδειο λόγο σιγοψιθυρίζοντας και ο Μπάνι αναγκάζεται να τεντώσει τον λαιμό του για να τον ακούσει. Αναφέρεται στη Λίμπι ως «μια γυναίκα γεμάτη ζωή και αγαπητή σε όλους» και αργότερα ως «ανιδιοτελή και υπέρμετρα γενναιόδωρη», χωρίς να θίξει ούτε μια φορά την πάθησή της και τον επακόλουθο τρόπο που επέλεξε για να φύγει, όπως προσέχει ο Μπάνι, αλλά λέγοντας απλώς ότι «πήγε πρόωρα να συναντήσει τους αγγέλους».
Ο Μπάνι κοιτά στα πεταχτά τους παρευρισκόμενους και σε μια σειρά στην άλλη άκρη της εκκλησίας βλέπει στιμωγμένες κάποιες λιγοστές φίλες της Λίμπι.
Η Πάτσι «Αρνητική Ενέργεια» Πάρκερ ρίχνει κάθε τόσο ενοχοποιητικά βλέμματα στον Μπάνι. Όχι ότι περίμενε τίποτα καλύτερο. Η Πάτσι Πάρκερ δεν συμπάθησε ποτέ τον Μπάνι και δεν χάνει ευκαιρία να του το υπενθυμίζει. Η Πάτσι είναι κοντή, με υπερανεπτυγμένα οπίσθια και, προκειμένου να αντισταθμίσει το μικρό της ανάστημα, συνήθως φορά ψηλά τακούνια στα μικροσκοπικά της πόδια. Ότνα ερχόταν να επισκεφτεί τη Λίμπι, διέσχιζε τον διάδρομο με πρόστυχα και αποφασιστικά βηματάκια, θυμίζοντας στον Μπάνι ένα απ' τα τρία γουρουνάκια, μάλλον εκείνο που έχτισε το σπιτάκι του με τούβλα. Πρόκειται για ιδιαίτερα πετυχημένο χαρακτηρισμό, καθώς κάποτε, σε έξαλλη κατάσταση εξαιτίας κάποιου χυδαίου σχολίου που τον άκουσε τυχαία να κάνει για την κινούμενη ψωλαρπάχτρα Σόνια Μπερνς από το διαμέρισμα 12, είχε αποκαλέσει τον Μπάνι λύκο. Ο Μπάνι υπέθεσε ότι αναφερόταν στον λύκο των κινουμένων σχεδίων, εκείνον με τη γλώσσα ως το πάτωμα και τα γουρλωμένα μάτια, και η αλήθεια είναι ότι το είχε εκλάβει ως κοπλιμέντο. Κάθε φορά που την έβλεπε έπαιζε όλη τη σκηνή «θα φυσήξω δυνατά μέχρι να γκρεμίσω την καλύβα σου». Ο Μπάνι σκέφτεται να βγάλει τη γλώσσα και να γουρλώσει τα μάτια, αλλά συνειδητοποιεί, μάλλον με ικανοποίηση, ότι στ' αρχίδια του.
Δίπλα στην Πάτσι Πάρκερ, απ' ό,τι βλέπει ο Μπάνι, στέκεται η Ρεμπέκα Μπέρεσφορντ, στην οποία η Λίμπι αναφερόταν διαρκώς ως «η μεγαλύτερη αδερφή που δεν είχα ποτέ», «η αδερφή ψυχή» και «η καλύτερη φίλη στον κόσμο». Η Ρεμπέκα Μπέρεσφορντ έπαψε να μιλά στον Μπάνι πριν από χρόνια, ύστερα από ένα περιστατικό κατά τη διάρκεια ενός μπάρμπεκιου στην παραλία του Ρότιντιν στο οποίο εμπλέκονταν ένα μισογεμάτο μπουκάλι μπλε Σμιρνόφ, ένα άψητο λουκάνικο, η δεκαπεντάχρονη κόρη της και μια σοβαρή παρερμηνεία ορισμένων ενδείξεων. Αυτό οδήγησε σε έναν σάλο που ακομα κι ένας ολόκληρος χρόνος μεταμέλειας δεν μπόρεσε να εκτονώσει. Τελικά κατέληξαν στη σιωπηλή συμφωνία ότι η αμοιβαία απαξία ήταν η μόνη λύση. Τέλος πάντων. Η Ρεμπέκα Μπέρεσφορντ αγριοκοιτάζει λοξά τον Μπάνι απ'την άλλη άκρη της εκκλησίας.
Δίπλα της βρίσκεται η πραγματικά σέξι Έλεν Κλέιμορ, που επίσης ρίχνει απειλητικές ματιές στον Μπάνι, αλλά ο Μπάνι καταλαβαίνει ότι δεν το κάνει με την καρδιά της αφού είναι φανερό ότι ψάχνεται. Δεν πρόκειται για εντύπωση, αλλά για πραγματικό γεγονός. Η Έλεν Κλέιμορ φορά στενό, μαύρο τουίντ ταγέρ που κάνει κάτι παλαβό στα βυζιά της, τους δίνει έναν αέρα μιλιταριστικό, τα κάνει να μοιάζουν με τορπίλες, ενώ τονίζει εξωπραγματικά τα εκρηκτικά κωλομέρια της. Η Έλεν Κλέιμορ στέλνει τέτοιου είδους σήματα στον Μπάνι εδώ και χρόνια και ο Μπάνι παίρνει βαθιά ανάσα κι επιτρέπει στον εαυτό του να δεχτεί την αύρα της σαν μέντιουμ ή πνευματιστής ή κάτι τέτοιο. Αφήνει τη φαντασία του να οργιάσει και για εκατομμυριαστή φορά διαπιστώνει ότι δεν έχει φαντασία, οπότε σκέφτεται το αιδοίο της. Το θαυμάζει για απροσδιόριστο διάστημα. Το βλέπει να αιωρείται μπροστά στα μάτια του σαν θείο όραμα, διαισθάνεται πόσο θαυμαστο είναι και νιώθει τον πούτσο του να σκληραίνει σαν λυγισμένο πηρούνι ή σαν ραβδί ραβδοσκόπου ή μοχλό από καζανάκι – δεν μπορεί ν' αποφασίσει τι απ' όλα.
Κατόπιν ακούει έναν συριστικό ήχο πίσω του και γυρίζοντας βλέπει τη μητέρα της Λίμπι, την κυρία Πένιγκτον, να τον κοιτά κατάματα μ' ένα βλέμμα όλο φρίκη και φανερό μίσος. Μάλιστα, φτάνει στο σημείο να του δείξει τα δόντια της. Μ' έπιασε επ' αυτοφώρω – σκέφτεται ο Μπάνι – και κατεβάζει το κεφάλι για να προσευχηθεί.
Το αγόρι σηκώνει τα μάτια στον πατέρα του κι έπειτα κοιτά την κυρία Πέτινγκτον και της χαμογελά και σηκώνει το χέρι γνέφοντας ελαφρά και θλιμμένα. Η γιαγιά του τον κοτά και κουνά το κεφάλι της όλο οργή και θλίψη, κι ένας μεγάλος λυγμός εγκαταλείπει το στήθος της. Ο σύζυγός της, ένας εμφανίσιμος άντρας που πριν από ένα χρόνο έπαθε εγκεφαλικό και τώρα βρίσκεται καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, ανασηκώνει το χέρι του που συσπάται και το ακουμπά στο χέρι της απελπισμένης συζύγου του.
Ξαφνικά, ο πατέρας Μάιλς μιλάει «για όσους έμειναν πίσω» και όταν αναφέρει τον «στοργικό σύζυγό» της Λίμπι, ο Μπάνι νομίζει ότι ακούει καθαρά ένα βογκητό απ' το εκκλησίασμα – μια αποδοκιμασία κι ένα σφύριγμα για τον κακό της υπόθεσης. Σκέφτεται ότι ίσως και να το φαντάζεται, αλλά για κάθε ενδεχόμενο αλλάζει στάση, γυρνώντας τους την πλάτη σε μια προσπάθεια να προστατευτεί απ' τη συλλογική περιφρόνηση, και κοιτάζει τον τοίχο.
Όταν ανοίγει τα μάτια, την προσοχή του τραβάει μια αγιογραφία της Παρθένου με το Θείο Βρέφος αγκαλιά. Από κάτω υπάρχει μια λακαρισμένη ταμπέλα που γράφει Μαντόνα και Βρέφος, πράγμα που τον κάνει να κλείσει τα μάτια, να σκύψει ξανά το κεφάλι και να σκεφτεί τη Μαντόνα και το ξυρισμένο (κατά πάσα πιθανότητα) μουνί της κι ότι σε μια συνέντευξή της είχε διαβάσει ότι της άρεσε να σκαμπιλίζουν τον γυμνασμένο απ' τη γιόγκα πισινό της.
Πίσω απ' όλες αυτές τις φαντασιώσεις ακούει το σιγανό μουρμουρητό του επικήδειου λόγου για τη γυναίκα του και ξαφνικά διαισθάνεται έντονα ότι επίκειται η παρουσία της και, εντελώς αλλόκοτα, η προσωπική του καταδίκη. Δεν αντέχει άλλο.
«Περίμενε εδώ», ψιθυρίζει στον γιό του.
Ο Μπάνι κινείται πλάγια φεύγοντας απ' το στασίδι και, με το κεφάλι σκυμμένο, γλιστράει εκτός εκκλησίας. Διασχίζει τον περίβολο με το γρασίδι και φτάνει στις δημόσιες τουαλέτες, σε ένα μικρό κτίσμα από τούβλο, στη σκιά ενός απίστευτου φοίνικα. Ακουμπά το κεφάλι στον τοίχο του διαχωριστικού, που είναι γεμάτος γκράφιτι, και τραβάει μαλακία. Παραμένει στην ίδια θέση για κάποιο διάστημα, έπειτα κοπανάει συνοφρυωμένος το αυτόματο μηχάνημα χαρτιού, σκουπίζεται και βγαίνει.
Με το βλέμμα στραμμένο κάτω, στέκεται μπροστά στο ανακλαστικό τετράγωνο από ανοξείδωτο ατσάλι που είναι βιδωμένοστον τοίχο πάνω απ' τον νιπτήρα. Ύστερα από λίγο βρίσκει το κουράγιο να σηκώσει το κεφάλι και να κοιταχτεί. Περιμένει ότι στον βρόμικο καθρέφτη θα αντικρίσει κανέναν αγριάνθρωπο με χαλαρό σαγόνι που του τρέχουν τα σάλια και εκπλήσσεται ευχάριστα όταν διαπιστώνει πως αναγνωρίζει το πρόσωπο που τον κοιτά – ζεστό, τρυφερό, με τα λακκάκια του. Χαϊδεύει την κερωμένη μπούκλα του και χαμογελά στον εαυτό του. Πλησιάζει στον καθρέφτη. Ναι, εδώ είναι – η ακαταμάχητη και απροσδιόριστη γοητεία. Ολίγον τι στραπατσαρισμένη και τσακισμένη, αυτό είναι σίγουρο, αλλά ποιος θα περίμενε κάτι διαφορετικό;
Έπειτα, κοιτάζοντας προσεχτικότερα, βλέπει και κάτι άλλο να τον κοιτά μέσα απ' τον καθρέφτη. Πλησιάζει ακόμα περισσότερο. Κάτι θλιμένο έχει εγκατασταθεί στο πρόσωπό του το οποίο, όπως παρατηρεί έκπληκτος, προσθέτει στον γενικό μαγνητισμό του. Στο βλέμμα του υπάρχει μια ένταση που δεν υπήρχε πριν – ένα τραγικό φως -, η οποία νιώθει ι του παρέχει ανείπωτη δυναμική, και χαρίζει στον καθρέφτη ένα θλιμμένο χαμόγελο όλο συναίσθημα, μένοντας έκπληκτος μπροστά στη νεόκοπη έλξη που ασκεί. Προσπαθεί να θυμηθεί κανέναν διάσημο που να δέχτηκε κάποιο τραγικό χτύπημα της μοίρας και να βγήκε απ' την όλη περιπέτεια πιο γοητευτικός, αλλά δεν του 'ρχεται κανείς. Αυτό τον κάνει να αισθάνεται σούπερ δυνατός, έξτρα ικανός και υπεράνθρωπος, όλα μαζί ταυτόχρονα.
Όμως πάνω απ' όλα ο Μπάνι νιώθει δικαιωμένος. Παρά τα όσα έχουν συμβεί, το άστρο του λάμπει. Νιώθει έτοιμος να αντιμετωπίσει την άγρια περιφρόνηση της εκκλησίας που είναι γεμάτη εξοργισμένες γυναίκες. Μάλιστα, σκέφτεται μήπως τραβήξει άλλη μια μαλακία επιτόπου στον νιπτήρα. Χώνει ένα Λάμπερτ & Μπάτλερ στο στόμα, το ανάβει και σαν τρομπέτα ξεφυσά ένα σύννεφο καπνού στην αντανάκλασή του.
Αμέσως μετά προσέχει ότι οι σκιές πίσω του έχουν αρχίσει να αιμορραγούν και να θολώνουν και να αλλάζουν θέση. Μοιάζουν να μεγαλώνουν και να προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν τους αποδίδονται, λες και τον πλησιάζουν απ' τον κόσμο των πνευμάτων. Ο Μπάνι έχιε την απρόσμενη αίσθηση ότι πρόκειται να πεθάνει – όχι απαραίτητα σήμερα, αλλά σύντομα – και προβληματίζεται συνειδητοποιώντας ότι, κατά κάποιο τρόπο, αυτό τον ανακουφίζει. Νιώθει ενστικτωδώς ότι οι σκιές ανήκουν στους νεκρούς που αναδιατάσσονται, παραμερίζοντας για να του κάνουν χώρο.
Νιώθει να του κόβονται τα γόνατα και γέρνει πίσω το κεφάλι κοιτώντας το ταβάνι. Παρατηρεί έναν λευκό όγκο πορώδους λάσπης στην πέρα γωνία με τα διαχωριστικά, με όγκο και σχήμα ανθρώπινης καρδιάς. Έπειτα από λίγο ο Μπάνι συνειδητοποιεί ότι κοιτά μια σφηκοφωλιά, που είναι ζωντανή και βουΐζει δυσοίωνα. Οι σφήκες ετοιμάζονται – σκέφτεται. Θυμάται τη φλεγόμενη Δυτική Προβλήτα και το αίμα του παγώνει και σκέφτεται – τα μαυροπούλια κάνουν κύκλους. Κλείνει τα μάτια και για κλάσματα του δευτερολέπτου φαντάζεται μαι σειρά από επικίνδυνες και ζοφερές εικόνες – αεροπλάνα πέφτουν απ' τον ουρανό. Μια αγελάδα γεννάει ένα φίδι. Κόκκινο χιόνι. Μια χιονοστιβάδα σιδηρών παρθένων. Ένα αιδίο με την τρύπα σφραγισμένη. Έναν φαλλό σε σχήμα μανιταριού βόμβας – και ο Μπάνι ανατριχιάζει, τσεκάρει τα δόντια του στον καθρέφτη και σκέφτεται – ρε φίλε, πως μου 'ρθε τώρα αυτό;
Στρώνει τα μαλλια'του, χτυπώντας ελαφρά με τα χέρια, έπειτα εκσφενδονίζει το τσιγάρο στη σφηκοφωλιά και βγαίνει απ' τις τουαλέτες σε μια βροχή από σπίθες.
Καθώς διασχίζει το γρασίδι με τις πικραλίδες, βλέπει τον Μπάνι Τζούνιορ καθισμένο στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Το αγόρι έχει βγάλει το σακάκι του και το έχει ρίξει πάνω στο κεφάλι του.
«Εσύ είσαι Μπάνι Αλάνι;» λέει ο Μπάνι κοιτώντας δεξιά κι αριστερά.
«Ναι», λέει το αγόρι κοφτά.
«Γιατί δεν είσαι μέσα;», ρωτάει ο Μπάνι.
«Όλοι έχουν φύγει εδώ και ώρες. Πήγαν στο νεκροταφείο. Εσύ που ήσουν;»
Ο Μπάνι κοιτά το ρολόι του και, νιώθοντας να του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, αναρωτιέται πόση ώρα ήταν στην τουαλέτα.
«Το κάλεσμα της φύσης», λέει ο Μπάνι. «Έλα. Πάμε».
«Τι;» λέει το αγόρι.
«Διάολε αν έβγαζες το σακάκι απ' το κεφάλι σου θα μπορούσες να μ' ακούσεις», λέει ο Μπάνι. «Νιώθω σαν να μιλάω σε μανιτάρι».
Ο Μπάνι Τζούνιορ βγάζει το σακάκι από πάνω του και κοιτά συνοφρυωμένος τον πατέρα του. Τα μάτια του είναι κατακόκκινα, με μια ροζ κρούστα γύρω τους.
Μπαμπά, με πονάνε τα μάτια μου απ' τον ήλιο».
«Έλα, μια χαρά θα 'σαι. Μπες στο αμάξι. Έχουμε αργήσει», λέει ο Μπάνι διασχίζοντας ήδη το γρασίδι κατευθυνόμενος προς το Πούντο. Ο Μπάνι τζούνιορ ακολουθεί τον πατέρα του.
Μπαίνουν σ' ένα εκτυφλωτικό κίτρινο Πούντο, που είναι γεμάτο πιτσιλιές από τις κουτσουλιές των γλάρων, και ο Μπάνι βάζει μπρος και βγαίνει στην κίνηση του απομεσήμερου.
«Θεέ μου, κάνει ζέστη», λέει ο Μπάνι, και πατέρας και γιός κατεβάζουν τα τζάμια τους.
Ο Μπάνι κοπανά το ραδιόφωνο και ακούγεται μια έξτρα αυταρχική γυναικεία φωνή.
«Σούπερ», λέει εκείνος.
«Τι;» ρωτά το αγόρι.
«Η ώρα της γυναίκας».
«Αλήθεια, μπαμπά;»
«Είναι εκπαιδευτικό», λέει ο Μπάνι αυξάνοντας την ένταση.
Το αγόρι επιτρέπει στον αέρα που μπουκάρει απ' το παράθυρο να του χαϊδέψει το πρόσωπο.
«Δεν αισθάνομαι πολύ καλά», λέει και κλείνει τα μάτια.
Ο Μπάνι Τζούνιορ ακούει τον μπαμπά του να λέει «Μια χαρά είσαι, Μπάνι Αλάνι», κι αυτο τον κάνει να αισθανθεί καλύτερα, αφού όλοι γνωρίζουν πως το να μην ξέρεις αν θα είσαι εντάξει συχνά είναι ό,τι χειρότερο όταν δεν αισθάνεσαι καλά. Κρατά τα μάτια κλειστά και ακούει ραδιόφωνο. Ακούει μια κυρία να μιλά για τη σεξουαλικοποίηση ή κάτι παρόμοιο των παιδιών μέσω της διαφήμησης. Αρχίζει να μιλά για τις κούκλες τύπου Μπάρμπι, και ειδικά για μια καινούρια ονόματι Μπρατζ που μοιάζει λες και μόλις έκανε σεξ ή πήρε ένα σωρό ναρκωτικά ή κάτι τέτοιο. Όταν η φωνή λέει «Κλέβουν την παιδική ηλικία των παιδιών μας», ακούει τον πατέρα του να επαναλαμβάνει τη φράση κι έπειτα να τη λέει ξανά λες και την αποθηκεύει στη μνήμη του. Νιώθει το αυτοκίνητο να κόβει ταχύτητα, να τρίζει και να στριγκλίζει ώσπου σταματά.
«Φτάσαμε», λέει ο Μπάνι. «Είσαι εντάξει;» Ακούει ένα τρέμουλο εκνευρισμού στη φωνή του πατέρα του – όχι απέναντί του, μάλλον αλλά απέναντι σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Μπάνι Τζούνιορ ανοίγει τα μάτια και χαρίζει στον μπαμπά του ένα σφιγμένο χαμόγελο. Βγαίνουν μαζί από το Πούντο και κατεβαίνουν το χαλικόστρωτο μονοπάτι ως τη μικρή ομάδα ανθρώπων που έχει συγκεντρωθεί γύρω απ' το σημείο που θα αποτελέσει τον τελικό τόπο ανάπαυσης της μητέρας του. Ο Μπάνι και ο Μπάνι Τζούνιορ χώνονται ανάμεσα στον κόσμο και, μουρμουρίζοντας δικαιολογίες, καταλήγουν δίπλα στον τάφο.


Nick Cave
Ο Θάνατος του Μπάνι Μανρό
Μετάφραση Αντώνης Καλοκύρης
Εκδόσεις Τόπος 2009




















Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Γνώση και πράξη (ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ) – RENEE GUENON



Ας εξετάσουμε τώρα ειδικότερα μια από τις κύριες όψεις της αντίθεσης που υπάρχει σήμερα μεταξύ του ανατολικού πνεύματος και του δυτικού, και που είναι, γενικότερα, η αντίθεση του παραδοσιακού πνεύματος και του αντιπαραδοσιακού, καθώς το έχουμε εξηγήσει. Κατά μια ορισμένη άποψη, που είναι άλλωστε μια από τις βασικότερες, αυτή η αντίθεση προβάλλει ως η αντίθεση του στοχασμού και της δράσης, ή, για να μιλήσουμε ακριβέστερα, ως η αντίθεση που αναφέρεται στις αντίστοιχες θέσεις που ταιριάζει να αποδώσουμε στον καθεα από τους δύο όρους. Αυτοί εδώ μπορούν, μέσα στη σχέση τους, να αντιμετωπιστούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους: είναι άραγε αληθινά δύο αντίθετα όπως φαίνεται να σκεφτόμαστε πιο συχνά, ή θα ήταν μάλλον δύο συμπληρώματα, ή ακόμη περισσότερο θα υπήρχε μεταξύ τους μια σχέση, όχι συνδετική, αλλά υποτακτική; Αυτές είναι οι διαφορετικές όψεις του ζητήματος, και αυτές οι όψεις αναφέρονται σε αντίστοιχες απόψεις, που έχουν άλλωστε αρκετά άνιση σημασία, αλλά που η καθεμιά τους μπορεί κατά κάποιο τρόπο να δικαιολογηθεί και αντιστοιχεί σε μια ορισμένη τάξη της πραγματικότητας.
Κατ' αρχήν, η πιο επιφανειακή άποψη, η πιο εξωτερική από όλες, είναι εκείνη που συνίσταται στο να αντιπαραθέτει καθαρά και απλά την μια στην άλλη, τον στοχασμό και τη δράση, σαν δύο αντίθετα με την πραγματική έννοια της λέξης. Η αντίθεση, πραγματικά, υπάρχει φαινομενικά, αυτό είναι αναμφισβήτητο. Και ωστόσο, αν ήταν απόλυτα αδιόρθωτη, θα είχαμε ένα πλήρες ασυμβίβαστο μεταξύ στοχασμού και δράσης, που έτσι δεν θα μπορούσαν ποτέ να βρεθούν ενωμένα. Στην πραγματικότητα, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Δεν υπάρχει, τουλάχιστο στις κανονικές περιπτώσεις, λαός μα ούτε και άτομο, που να μπορεί να είναι αποκλειστικά στοχαστικο ή αποκλειστικά ενεργητικό. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν εδώ δύο τάσεις από τις οποίες είτε η μια είτε η άλλη κυριαρχει σχεδόν αναγκαία, με τρόπο που η ανάπτυξη της μιας φαίνεται να πραγματοποιείται εις βάρος της άλλης, για τον απλούστατο λόγο ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα, εννοημένη με την ευρύτερη έννοια, δεν μπορεί να ασκηθεί εξ ίσου και ταυτόχρονα σε όλους τους τομείς και προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτό είναι που δίνει την εντύπωση μιας αντίθεσης αλλά πρέπει να υπάρχει μια δυνατότητα συμφιλίωσης μεταξύ αυτών των αντιθέτων η των υποτιθέμενων αντιθέτων και, εξ άλλου, θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για όλα τα αντίθετα, που παύουν να είναι τέτοια από τη στιγμή που, για να τα αντικρύσουμε, υψωνόμαστε πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο, από αυτό (δηλαδή) στο οποίο πραγματοποιείται η αντίθεσή τους. Όποιος λέει αντίθεση ή εναντίωση λέει, από αυτό και μόνο, δυσαρμονία και ανισορροπία, δηλαδή κάτι που, το έχουμε ήδη αρκετά υποδείξει, δεν μπορεί να υπάρξει παρά από μια σχετική άποψη, ιδιαίτερη και περιορισμένη.
Θεωρώντας τον στοχασμό και τη δράση ως συμπληρωματικές, τοποθετούμαστε λοιπόν σε μια άποψη ήδη πιο βαθειά και πιο αληθινή από την προηγούμενη, γιατί η αντίθεση έτσι συμφιλιώνεται και αίρεται, καθώς αυτοί οι δύο όροι ισορροπούν κατά τέτοιο τρόπο, ο ένας δια του άλλου. Θα επρόκειτο λοιπόν, φαίνεται, για δυό στοιχεία εξ ίσου αναγκαία, που συμπληρώνονται και στηρίζονται αμοιβαία, και που συνιστούν τη διπλή δραστηριότητα, εσωτερική και εξωτερική, ενος και του αυτού όντος, είτε πρόκειται για κάθε άνθρωπο χωριστά είτε για την ανθρωπότητα ολόκληρη. Αυτή η αντίληψη είναι ασφαλώς πιο αρμονική και πιο ικανοποιητική από την πρώτη. Παρ' όλα αυτά, αν μέναμε σε αυτήν αποκλειστικά, θα πέφταμε στον πειρασμό, λόγω της συσχέτισης που έχει καθιερωθεί με αυτό τον τρόπο, να θέσουμε στο ίδιο επίπεδο το στοχασμό και τη δράση, έτσι που δεν θα είχαμε παρά να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε, όσο είναι αυτό δυνατό, την πλάστιγγα σε ισορροπία, χωρίς ποτέ να διερωτηθούμε για μια οποιαδήποτε ανωτερότητα της μιας απέναντι στην άλλη. Και αυτό που καταδείχνει ότι μια τέτοια άποψη είναι ακόμη ανεπαρκής, είναι ότι αντίθετα αυτό το ζήτημα της ανωτερότητας τίθεται πραγματικά και πάντοτε, όποια και αν είναι η κατεύθυνση προς την οποία θέλησαν (κατά καιρούς) να το λύσουν.

Άλλωστε το ζήτημα που ενδιαφέρει εδώ, δεν αφορά μια πραγματική (de fair) επικράτηση, που είναι, τελικά, ζήτημα ιδιοσυγκρασίας ή φυλής, αλλά αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μια δικαιωματική (de droit) επικράτηση. Τα δύο αυτά δεν συνδέονται παρά μέχρις ενός σημείου. Αναμφίβολα, η αναγνώριση της ανωτερότητας της μιας από τις δύο τάσεις θα παροτρύνει στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη ανάπτυξή της, προτιμώντας την από την άλλη. Αλλά στην εφαρμογή, δεν είναι λιγότερο αληθινό ότι η θέση που θα καταλάβουν ο στοχασμός και η δράση για το σύνολο της ζωής ενός ανθρώπου ή ενός λαού θα προκύψει πάντα σε μεγάλο βαθμό από την ιδιαίτερη φύση του επειδή πρέπει για τούτο να ληφθούν υπ' όψη οι ιδιαίτερες δυνατότητες του καθενός. Είναι πρόδηλο ότι η έφεση για τον στοχασμό (contemplation) είναι πιο διαδεδομένη και ευρύτερα αναπτυγμένη στους Ανατολικούς. Δεν υπάρχει πιθανόν σε καμμιά χώρα τόσο όσο στην Ινδία, και γι' αυτό αυτή εδώ μπορεί να θεωρηθεί ως η κατ' εξοχήν αντιπροσωπευτική αυτού που ονομάσαμε ανατολικό πνεύμα. Αντίθετα, είναι αναμφισβήτητο ότι, κατά γενικό τρόπο, η έφεση για την πράξη, ή η τάση που απορρέει από αυτή την έφεση, επικρατεί στους δυτικούς λαούς, όσον αφορά τη μεγάλη πλειοψηφία των ατόμων, και ότι, ακόμη και αν αυτή η τάση δεν ήταν υπερτονισμένη και παραστρατημένη όπως είναι σήμερα, θα ίσχυε ωστόσο, με τρόπο που ο στοχασμός δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι (στην περίπτωση των δυτικών) παρά η ασχολία μιας ομάδας εκλεκτών πολύ πιο περιορισμένης. Γι' αυτό σπεύδουν να πουν στην Ινδία πως, αν η Δύση επέστρεφε σε μια κανονική κατάσταση και διέθετε μια κανονική κοινωνική οργάνωση, θα βρίσκαμε αναμφίβολα πολλούς Kshatriyas, αλλα λιγοστούς Brahmanes(1). Αυτό θα αρκούσε ωστόσο, αν η διανοητική ομάδα των εκλεκτών είχε πραγματικά συγκροτηθεί και αν η υπεροχή της είχε αναγνωριστεί, για να μπουν όλα στη θέση τους, γιατί η πνευματική δύναμη δεν βασίζεται καθόλου στον αριθμό (δηλαδή στην ποσότητα), του οποίου ο νόμος είναι ο νόμος της ύλης. Και άλλωστε, ας το αναλογιστούμε σοβαρά, στην αρχαιότητα και κυρίως στον μεσαίωνα, η φυσική προδιάθεση για την πράξη που υπήρχε στους Δυτικούς, δεν τους εμπόδιζε παρ' όλα αυτά καθόλου να αναγνωρίζουν την ανωτερότητα του στοχασμού, δηλαδή της καθαρής διάνοιας. Γιατί πρέπει να είναι διαφορετικά στη σύγχρονη εποχή; Είναι μήπως γιατί οι Δυτικοί, αναπτύσσοντας υπέρμετρα τις πρακτικές τους ικανότητες, κατάντησαν να χάσουν τη διανοητικότητά τους, (είναι γιατί) έχουν επινοήσει για παρηγοριά θεωρίες που τοποθετούν την πράξη πάνω από όλα και φτάνουν μάλιστα, όπως ο «πραγματισμός» («pragmatisme»), μέχρι του σημείου να αρνούνται ότι υπάρχει ό,τιδήποτε που να αξίζει έξω από αυτήν, ή μήπως είναι αντίθετα αυτός ο τρόπος αντίληψης που, αφού κατ' αρχήν υπερίσχυσε, οδήγησε στη διανοητική ατροφία που διαπιστώνουμε σήμερα; Και στις δύο υποθέσεις, και ακόμη στην αρκετά πιθανή περίπτωση που η αλήθεια θα βρισκόταν σ' ένα συνδυασμό των δύο, τα αποτελέσματα είναι ακριβώς τα ίδια. Στο σημείο που έφτασαν τα πράγματα, είναι μεγάλη ανάγκη να αντιδράσουμε και είναι εδώ, ας το επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά, που η Ανατολή μπορεί να έλθει σε βοήθεια της Δύσης, αν βέβαια αυτή εδώ το επιθυμεί, όχι για να της επιβάλλει αντιλήψεις που της είναι ξένες, όπως ορισμένοι μοιάζουν να το φοβούνται, αλλά κυρίως για να τη βοηθήσει να ξαναβρεί τη δική της παράδοση, της οποίας έχασε τη σημασία.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αντίθεση Ανατολής και Δύσης, στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων, έγκειται στο ότι η Ανατολή διατηρεί την ανωτερότητα του στοχασμού απέναντι στην πράξη, ενώ η σύγχρονη Δύση αξιώνει αντίθετα την ανωτερότητα της πράξης απέναντι στη θεωρία. Εδώ δεν πρόκειται πια, όπως όταν μιλούσαμε μόνο για αντίθεση ή για συμπλήρωματικότητα, επομένως για μια σχέση συνδετική ανάμεσα στους δύο υπάρχοντες όρους, δεν πρόκειται πια, λέμε, για απόψεις που η καθεμιά τους μπορεί να έχει το δικό της λόγο ύπαρξης και να είναι αποδεκτή τουλάχιστον ως η έκφραση μιας κάποιας σχετικής αλήθειας. Επειδή μια σχέση υποτακτική δεν είναι δυνατόν να ανατραπεί από την ίδια της τη φύση, οι δύο αντιλήψεις καθίστανται πραγματικά αντιφατικές, επομένως αλληλοαναιρούνται, έτσι που αναγκαστικά, μόλις αποδεχτούμε ότι υπάρχει πραγματικά υποταχτική σχέση, η μια (άποψη) είναι η αληθινή και η άλλη ψευδής. Προτού εισέλθουμε στο βάθος του ζητήματος, ας σημειώσουμε ακόμη και τούτο: ενώ το πνεύμα που διατηρήθηκε στην Ανατολή, είναι αληθινά παντοτινό, όπως είπαμε παραπάνω, το άλλο πνεύμα δεν εμφανίστηκε παρά σε μια πολύ πρόσφατη περίοδο, πράγμα που, πέρα από κάθε άλλη θεώρηση, μπορεί ήδη να μας κάνει να συλλογιστούμε πως είναι κάτι ανώμαλο. Αυτή η εντύπωση ενισχύεται από την ίδια την υπερβολή μέσα στην οποία καταφεύγει, ακολουθώντας την τάση που του είναι οικεία, το σύγχρονο δυτικό πνεύμα, που, χωρίς να αρκείται στο να διακηρύσσει σε κάθε ευκαιρία την ανωτερότητα της πράξης, φτάνει να την καθιστά αποκλειστική του ασχολία και να αρνειται κάθε αξία στο στοχασμό, του οποίου αγνοεί ή παραγνωρίζει άλλωστε εντελώς την αληθινή φύση. Αντίθετα, οι ανατολικές διδασκαλίες, βεβαιώνοντας όσο το δυνατό πιο καθαρά την ανωτερότητα και μάλιστα την υπερβατικότητα του στοχασμού απέναντι στην πράξη, δεν προσδίδουν λιγότερο σε αυτήν (την πράξη) τη νόμιμη θέση της και αναγνωρίζουν πρόθυμα όλη τη σημασία της μέσα στην τάξη των ανθρώπινων συγκυριών(2).
Οι ανατολικές διδασκαλίες, και ακόμη οι αρχαίες δυτικές διδασκαλίες, ομόφωνα βεβαιώνουν ότι ο στοχασμός είναι ανώτερος από την πράξη, όπως το αμετάβλητο είναι ανώτερο από την αλλαγή(3). Η πράξη, μη όντας παρά μια μεταβατική και στιγμιαία μεταβολή του όντος, δεν θα μπορούσε να έχει μέσα της την αρχή της και τον επαρκή λόγο (ύπαρξής της). Αν δεν συνδέεται με μια αρχή που βρίσκεται επέκεινα του συμβατικού της πεδίου, δεν είναι παρά μια καθαρή απάτη. Και αυτή η αρχή από την οποία αντλεί όλη την πραγματικότητά της οποίας είναι επιδεκτική, και ακόμη την ύπαρξή της και τη δυνατότητά της, δεν μπορεί να βρίσκεται παρά μέσα στο στοχασμό, ή, αν προτιμάτε, στη γνώση, γιατί, στο βάθος, αυτοί οι δύο όροι είναι συνώνυμοι ή τουλάχιστον συμπίπτουν, καθώς η γνώση καθαυτή και η διαδικασία δια της οποίας φτάνουμε σε αυτή δεν μπορούν κατά κανέναν τρόπο να είναι χωρισμένες(4). Παρόμοια, η αλλαγή, κατά τη γενικοτερη παραδοχή, είναι ακατάληπτη και αντιφατική, δηλαδή αδύνατη χωρίς μια αρχή εκ της οποίας να προέρχεται και που, εξ αιτίας μάλιστα του ότι είναι η αρχή της, δεν μπορεί να της είναι υποταγμένη, άρα είναι αναγκαστικά ακίνητη. Και γι' αυτό, στη δυτική αρχαιότητα, ο Αριστοτέλης είχε βεβαιώσει την αναγκαιότητα του «κινούντος ακινήτου» όλων των πραγμάτων. Αυτόν τον ρόλο του «κινούντος ακινήτου», η γνώση τον παίζει ακριβώς σε σχέση με την πράξη. Είναι αυτονόητο πως αυτή εδώ ανήκει καθ' ολοκληρίαν στον κόσμο της αλλαγής, του «γίγνεσθαι». Μόνο η γνώση επιτρέπει να εξέλθουμε από αυτον τον κόσμο και από τους περιορισμούς που του είναι συμφυτοι, και, όταν αγγίζει το ακίνητο, πράγμα που αφορά την αρχική (δηλαδή των αρχών) μεταφυσική γνώση που είναι η κατ' εξοχήν γνώση, αποκτά αυτή η ίδια την ακινησία, γιατί κάθε αληθινή γνώση είναι ουσιαστικά ταύτιση με το αντικείμενό της. Είναι ακριβώς αυτό που αγνοούν οι σύγχρονοι Δυτικοί, που, αναφορικά με τη γνώση, δεν αποσκοπούν πια παρά σε μια γνώση λογική και δια-λεκτική (discursive), επομένως έμμεση και ατελή, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κατ' αντανάκλαση γνώση, και που μάλιστα, όλο και περισσότερο δεν επιδοκιμάζουν αυτή την κατώτερη γνώση παρά στο βαθμό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί άμεσα για πρακτικούς σκοπούς. Αφοσιωμένοι στην πράξη σε σημείο που να αρνούνται ό,τι την υπερβαίνει, δεν αντιλαμβάνονται ότι κι αυτή ακόμη η πράξη εκφυλίζεται έτσι, ελλείψει αρχής, σε μια ταραχή τόσο μάταιη όσο και στείρα.
Εδώ βρίσκεται, στην πραγματικότητα, το πιο εμφανές γνώρισμα της σύγχρονης εποχής: ανάγκη για αδιάκοπη ταραχή, συνεχή αλλαγή, ταχύτητα διαρκώς αυξανόμενη όπως αυτή με την οποία ξετυλίγονται τα ίδια τα γεγονότα. Είναι η διασπορά μέσα στην πολλαπλότητα, και μάλιστα μια πολλαπλότητα από την οποία λείπει η συνείδηση κάποιας ανώτερης αρχής για να της δώσει ενότητα. Πρόκειται, μέσα στην καθημερινή ζωή όπως και μέσα στις επιστημονικές θεωρήσεις, για μια ανάλυση σπρωγμένη στα άκρα, για έναν απεριόριστο κατακερματισμό, μια αληθινή αποσύνθεση της ανθρώπινης δραστηριότητας μέσα σε όλες τις βαθμίδες όπου μπορεί ακόμη να ασκηθεί. Εξ ου και η ανικανότητα σύνθεσης, η αδυναμία για κάθε συγκέντρωση, τόσο έντονη στα μάτια των Ανατολικών. Είναι τα φυσικά και αναπόφευκτα επακόλουθα μιας διαδικασίας προς τον υλισμό όλο και πιο έντονης, γιατί η ύλη είναι ουσιαστικά πολλαπλότητα και διαίρεση, και γι' αυτό, ας το πούμε επί τροχάδην, όλα όσα προέρχονται από αυτήν δεν μπορούν να γεννήσουν παρά συμπλοκές και συγκρούσεις κάθε λογής, ανάμεσα στους λαούς όπως και ανάμεσα στα άτομα. Όσο βυθιζόμαστε μέσα στην ύλη, τόσο εντείνονται και διευρύνονται τα στοιχεία της διαίρεσης και της αντίθεσης. Αντίστροφα, όσο υψωνόμαστε προς την καθαρή πνευματικότητα, τόσο πλησιάζουμε στην ενότητα, που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πλήρως παρά με την απόκτηση συνείδησης των οικουμενικών αρχών.
Ακόμη πιο παράδοξο, είναι ότι η κίνηση και η αλλαγή επιδιώκονται αυτές καθαυτές, και όχι εν όψει κάποιου στόχου προς τον οποίο να οδηγούν. Και αυτό το γεγονός απορρέει άμεσα από την απορρόφηση όλων των ανθρωπίνων ικανοτήτων μέσα στην εξωτερική δράση, της οποίας σημειώσαμε μόλις πριν τον στιγμιαίο χαρακτήρα. Είναι ακόμη η διασπορά ιδωμένη από άλλη πλευρά, και σε ένα πιο προχωρημένο στάδιο: είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, σε μια τάση για το στιγμιαίο, που έχει ως όριο μια κατάσταση καθαρής ανισορροπίας, η οποία, αν ήταν δυνατό να το φτάσει, θα συνέπιπτε με την τελική διάλυση αυτού του κόσμου. Και είναι ακόμη ένα από τα πιο φανερά σημάδια της τελευταίας περιόδου της Kali – Yuga.
Αντίστοιχα, το ίδιο πράγμα συμβαίνει στην περιοχή της επιστήμης: είναι η έρευνα για την έρευνα, πολύ περισσότερο παρ' όσο για τα μερικά και αποσπασματικά αποτελέσματα στα οποία καταλήγει. Είναι η όλο και πιο γοργή διαδοχή θεωριών και υποθέσεων χωρίς θεμελίωση, που μόλις οικοδομηθούν, καταρρέουν για να αντικατασταθούν από άλλες που θα διαρκέσουν ακόμη λιγότερο, αληθινό χάος εν μέσω του οποίου θα ήταν μάταιο να αναζητήσουμε κάποια στοιχεία που αποκτήθηκαν οριστικά, για ναμην πούμε μια τερατώδης συσσώρευση γεγονότων και λεπτομερειών που δεν μπορούν τίποτε να αποδείξουν ούτε τίποτε να σημαίνουν. Μιλούμε εδώ, εννοείται, για ό,τι αφορά την θεωρητική (speculatif) άποψη, στο ποσοστό που επιβιώνει ακόμη. Όσον αφορά τις πρακτικές εφαρμογές, υπάρχουν αντίθετα αποτελέσματα αναμφισβήτητα, και τούτο κατανοείται χωρίς κόπο, επειδή αυτές οι εφαρμογές αναφέρονται άμεσα στο χώρο της ύλης, και επειδή αυτός ο χώρος είναι ακριβώς ο μόνος όπου ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να καυχηθεί για μια πραγματική ανωτερότητα. Δεν μένει λοιπόν παρά να περιμένουμε οι ανακαλύψεις ή μάλλον οι μηχανικές και βιομηχανικές εφευρέσεις να συνεχίσουν να αναπτύσσονται και να πολλαπλασιάζονται κι αυτές με όλο και πιο γοργό ρυθμό, μέχρι το τέλος του σημερινού αιώνα. Και ποιος ξέρει αν, με τους κινδύνους καταστροφής που εγκυμονούν, δεν θα είναι ένας από τους κυριότερους παράγοντες της ύστατης καταστροφής, αν τα πράγματα φτάσουν σε τέτοιο σημείο που να μη μπορεί να αποφευχθεί;
Όπως και νάναι, έχουμε γενικά την εντύπωση, πως δεν υπάρχει πια, στη σημερινή κατάσταση, καμμιά σταθερότητα. Αλλά ενώ μερικοί αισθάνονται τον κίνδυνο και προσπαθούν να αντιδράσουν, οι περισσότεροι από τους συγχρόνους μας αρέσκονται σε αυτή την αταξία μέσα στην οποία βλέπουν κάτι σαν μια εξωτερικευμένη εικόνα της ίδιας τους της νοοτροπίας. Υπάρχει πραγματικά μια ακριβής αντιστοιχία ανάμεσα σε έναν κόσμο όπου όλα μοιάζουν να βρίσκονται σε καθαρό «γίγνεσθαι», όπου δεν υπάρχει καμμιά θέση για το αμετάβλητο και το διαρκές, και στο πνεύμα των ανθρώπων που συντελούν ώστε κάθε πραγματικότητα να συνίσταται μέσα σε αυτό το ίδιο «γίγνεσθαι», πράγμα που συνεπάγεται την άρνηση της αληθινής γνώσης, όσο και του αντικειμένου αυτής της γνώσης, δηλαδή, τις μεταφυσικές και οικουμενικές αρχές. Μπορούμε μάλιστα να πάμε και πιο μακρυά: πρόκειται για την άρνηση κάθε πραγματικής γνώσης, όποιας τάξης και αν είναι, ακόμη και μέσα στο σχετικό, επειδή, όπως υποδειξαμε πιο πάνω, το σχετικό είναι ακατάληπτο και αδύνατο χωρίς το απόλυτο, το τυχαίο χωρίς το αναγκαίο, η αλλαγή χωρίς το αμετάβλητο, η πολλαπλότητα χωρίς την ενότητα. Ο «σχετικισμός» («relativisme») εμπεριέχει μια αντίφαση, και όταν θέλουμε όλα να τα υποβιβάσουμε στην αλλαγή, οφείλουμε να καταλήξουμε λογικά στην άρνηση της ίδιας της ύπαρξης της αλλαγής. Στο βάθος, τα περίφημα επιχειρήματα («παράδοξα») του Ζήνωνα του Ελεάτη δεν είχαν άλλη έννοια. Πρέπει να πούμε, πραγματικά, ότι οι θεωρίες του είδους για το οποίο μιλάμε δεν είναι αποκλειστικά των σύγχρονων καιρών, γιατί δεν πρέπει να μεγαλοποιούμε τίποτα. Μπορούμε να βρούμε μερικά παραδείγματα στην ελληνική φιλοσοφία, και η περίπτωση του Ηράκλειτου με τη ρήση του «τα πάντα ρει», είναι το πιο γνωστό από αυτή την αποψη. Είναι μάλιστα αυτό που ώθησε τους Ελεάτες να πολεμήσουν τις αντιλήψεις αυτές, καθώς και εκείνες των ατομιστών, δια μιας εις άτοπον απαγωγής. Στην Ινδία μάλιστα απαντάται κάτι παρόμοιο, αλλά, εννοείται από μια άλλη άποψη μη φιλοσοφική. Ορισμένες βουδδιστικές σχολές, πραγματικά, παρουσίασαν κι αυτές τον ίδιο χαρακτήρα, γιατί μια από τις κυριότερες θέσεις τους (theses) ήταν αυτή της «διαλυτότητας όλων των πραγμάτων»(5). Μόνο που αυτές οι θεωρίες, δεν αποτελούσαν τότε παρά εξαιρέσεις και τέτοιες εξαιρέσεις ενάντια στο παραδοσιακό πνεύμα, που μπόρεσαν να γίνουν καθ' όλη τη διάρκεια της Kali – Yuga, δεν είχαν τελικά παρά αρκετά περιορισμένη έκταση. Αυτό που είναι καινούργιο, είναι η γενίκευση παρόμοιων αντιλήψεων, όπως το διαπιστώνουμε στη σημερινή Δύση.
Πρέπει να σημειώσουμε ακόμη ότι οι «φιλοσοφίες του γίγνεσθαι», υπό την επίδραση της πολύ πρόσφατης ιδέας της «προόδου», πήραν στους σύγχρονους μια ειδική μορφή, που οι παρόμοιες θεωρίες δεν είχαν ποτέ στους αρχαίους: αυτή η μορφή, που άλλωστε απαντάται σε πολλές ποικιλίες, είναι αυτή που μπορούμε, γενικά, να ονομάσουμε «εξελικτισμό» («evolutionnisme»). Δεν θα επανέλθουμε σε αυτά που έχουμε ήδη πει αλλού σχετικά με αυτό το θέμα. Θα υπενθυμίσουμε μόνο ότι κάθε αντίληψη που δεν παραδέχεται τίποτε άλλο από το «γίγνεσθαι» είναι αναγκαία, από αυτό και μόνο, μια αντίληψη «φυσιοκρατική», που ως τέτοια συνεπάγεται μαι κατηγορηματική άρνηση αυτού που βρίσκεται πέρα από τη φύση, δηλαδή του μεταφυσικού χώρου, που είναι ο χώρος των αμετάβλητων και αιωνίων αρχών. Θα σημειώσουμε ακόμη, αναφορικά με αυτές τις αντιμεταφυσικές θεωρίες, ότι η μπερξονική ιδέα της «καθαρής διάρκειας» αντιστοιχεί ακριβώς σε αυτή τη διασπορά μέσα στο στιγμιαίο για την οποία μιλήσαμε παραπάνω. Η υποτιθέμενη ενόραση που συμμορφώνεται στην αδιάκοπη ροή των αισθητών πραγμάτων, όχι μόνο δεν μπορεί να είναι το μέσο για μια αληθινή γνώση, αλλά στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει τη διάλυση κάθε δυνατής γνώσης.
Αυτό μας κάνει να επαναλάβουμε ακόμη μια φορά, επειδή αυτό είναι ένα πολύ ουσιαστικό σημείο για το οποίο είναι απαραίτητο να μην αφήσουμε να απομείνει καμμιά αμφιβολία, ότι η διανοητική ενόραση, δια της οποίας και μόνο αποκτάται η αληθινή μεταφυσική γνώση, δεν έχει απολύτως τίποτε το κοινό με αυτή την άλλη ενόραση περί της οποίας μιλούν ορισμένοι σύγχρονοι φιλόσοφοι: αυτή εδώ είναι της τάξεως των αισθητών, είναι καθαυτό υπο – λογική, ενώ η άλλη, που είναι η καθαρή διάνοια, είναι αντίθετα υπερ – λογική. Μα οι σύγχρονοι, που δεν γνωρίζουν τίποτε ανώτερο από τη λογική μέσα στην τάξη της διάνοιας, ούτε καν συλλαμβάνουν τι μπορεί να είναι η διανοητική ενόραση, ενώ οι διδασκαλίες της αρχαιότητας και του μεσαίωνα, ακόμη και όταν δεν είχαν παρά έναν απλά φιλοσοφικό χαρακτήρα και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσαν πραγματικά να επικαλεστούν αυτή την ενόραση, δεν αναγνώριζαν λιγότερο ρητά την ύπαρξή της και την υπεροχή της απέναντι σε όλες τις άλλες ικανότητες. Γι' αυτό δεν υπήρξε «ορθολογισμός» πριν από τον Descartes. Είναι και αυτό ένα πράγμα κατ' εξοχήν σύγχρονο, άλλωστε στενά αλληλέγγυο με τον «ατομικισμό», επειδή δεν είναι τίποτε άλλο από την άρνηση κάθε ικανότητας υπερ – ατομικής τάξης. Όσο οι Δυτικοί θα επιμένουν (πεισματικά) να παραγνωρίζουν ή να αρνούνται τη διανοητική ενόραση, δεν θα μπορέσουν να έχουν καμμιά παράδοση με την πραγματική έννοια αυτής της λέξης, και ούτε θα μπορέσουν να συνεννοηθούν με τους αυθεντικούς εκπροσώπους των ανατολικών πολιτισμών, στους οποίους όλα μοιάζουν να κρέμονται από αυτή την ενόραση, την αμετάβλητη και αλάνθαστη καθαυτήν, μοναδικό σημείο αφετηρίας κάθε εξέλιξης προσαρμοσμένης στους παραδοσιακούς τύπους.



_________________
1.Ο στοχασμός και η πράξη, πραγματικά είναι αντίστοιχα τα ιδιαίτερα λειτουργήματα στις δύο πρώτες κάστες, των Brahmanes και των Kshatriyas ακόμη οι σχέσεις τους είναι ταυτόχρονα οι σχέσεις της πνευματικής αρχής και της κοσμικής εξουσίας. Αλλά δεν σκοπεύουμε να ασχοληθούμε εδώ ειδικά με αυτή την πλευρά του ζητήματος, που θα άξιζε ξεχωριστή διαπραγμάτευση.
2.Αυτοί που θα αμφέβαλλαν για τούτη την τόσο πραγματική σημασία, αν και σχετική, που οι παραδοσιακές διδασκαλίες της Ανατολής και κυρίως αυτή της Ινδίας, δίνουν στην πράξη, τους παραπέμπουμε για να πειστούν, στην Bhagavad – Gita που είναι άλλωστε, δεν πρέπει να το ξεχνούμε, αν θέλουμε να κατανοήσουμεκαλά το νόημα της, ένα βιβλίο που απευθύνεται ειδικά στους Kshatriyas.
3.Λόγω της έτσι καθιερωμένης σχέσης λέγεται ότι ο Brahmane είναι το πρότυπο των αμετάβλητων όντων, και ότι ο Kshatriya είναι το πρότυπο των κινητών και μεταβαλλόμενων όντων. Έτσι όλα τα όντα αυτού του κόσμου, σύμφωνα με τη φύση τους, βρίσκονται πρωτίστως σε σχεση με το ένα ή το άλλο, γιατί υπάρχει μια άριστη αντιστοιχία ανάμεσα στην κοσμική και την ανθρώπινη τάξη (Σ.τ.μ. Οι δύο τύποι αποτελούν αρχέτυπα που απορρέουν από τον υπερβατικό χώρο.)
4.Πρέπει να σημειώσουμε, πραγματικά, ως συνέπεια του ουσιαστικά στιγμιαίου χαρακτήρα της πράξης, ότι, στην περιοχή της, τα αποτελέσματα είναι πάντα αποκομμένα από αυτό που τα προξενεί, ενώ αντίθετα, η γνώση φέρει τους καρπούς της μέσα της.
5.Λίγο καιρό μετά τη γέννησή του, ο Βούδδισμός στην Ινδία συνδέθηκε με μια από τις κύριες εκδηλώσεις της εξέγερσης των Kshatriyas ενάντια στην εξουσία των Brahmanes και όπως είναι εύκολο να καταλάβουμε σύμφωνα με τις υποδείξεις που προηγήθηκαν υπάρχει, γενικά, ένας πολύ άμεσος δεσμός ανάμεσα στην άρνηση κάθε αμετάβλητης αρχής και στην άρνηση της πνευματικής αρχής, ανάμεσα στον υποβιβασμό κάθε πραγματικότητας στο «γίγνεσθαι» και στην κατάφαση για την υπεροχή της κοσμικής εξουσίας, της οποίας το πεδίο είναι ο κόσμος της δράσης. Και θα μπορουσαμε να διαπιστώσουμε ότι η εμφάνιση διδασκαλιών «φυσιοκρατικών» ή αντιμεταφυσικών προκαλείται πάντοτε όταν το στοιχείο που αντιπροσωπεύει την κοσμική εξουσία μέσα σε ένα πολιτισμό, επικρατεί του στοιχείου που αντιπροσωπεύει την πνευματική εξουσία.




RENEE GUENON
Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (1927)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΩΤΗΡΗΣ Π. ΓΟΥΝΕΛΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ 1980

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Ο άγγελος του παράξενου – Edgar Allan Poe



Κρύο απομεσήμερο του Νοέμβρη. Μόλις τέλειωνα το δείπνο μου, λιγότερο απ' ό,τι συνήθως και του οποίου βασικό μέρος αποτελούσαν κάτι δύσπεπτα μανιτάρια. Καθόμουν μόνος στην τραπεζαρία με τα πόδια μπρος στο παραγώνι και τον αγκώνα σ' ένα τραπεζάκι, που είχα φέρει δίπλα στη φωτιά. Συντροφιά μου, κάτι μπουκάλες κρασί διαφόρων ειδών κι άλλα οινοπνευματώδη.
Το πρωί είχα διαβάσει τον Λεωνίδα του Γκλόβερς, την Επιγονιάδα του Ουίλκι, το Προσκύνημα του Λαμαρτίνου, την Κολομβιάδα του Μπάρλοου, τη Σικελία του Τάκερμαν και τα Περίεργα κι αξιοθέατα του Γκρίσουολντ. Για να πω την αλήθεια, αισθανόμουν ελαφρά αποβλακωμένος. Προσπαθούσα απεγνωσμένα να μην αποκοιμηθώ και μη μπορώντας κατέφυγα σε μια εφημερίδα εκεί δίπλα μου. Αφού διάβασα προσεκτικά τη στήλη Ενοικιάσεις σπιτιών κι ύστερα τη στήλη των Απολωλότων σκύλων κι ακόμα τις άλλες δύο των Αγνοουμένων γυναικών και παιδιών, αποφάσισα να πιέσω τον εαυτό μου να διαβάσω το κύριο άρθρο απ' την αρχή μέχρι το τέλος. Δεν κατάλαβα γρυ. Ξάφνου μου 'ρθε μαι ιδέα: ότι το άρθρο θα μπορούσε να έχει γραφεί κινέζικα. Άρχισα να το ξαναδιαβάζω, λοιπόν, απ' το τέλος προς την αρχή. Καμιά διαφορά. Ήμουν έτοιμος να το παρατήσω αηδιασμένος,

Αυτό το τετρασέλιδο, το συμπαθητικό,
Που κι η ίδια η κριτική αποαξιοί να κρίνει.

όταν την προσοχή μου τράβηξε η ακόλουθη παράγραφος: «Πολλοί και παράξενοι οι δρόμοι που οδηγούν στο θάνατο. Μια εφημερίδα του Λονδίνου αναφέρει το θάνατο ενός ανθρώπου που προκλήθηκε κατά εντελώς περίεργο τρόπο, ενώ έπαιζε puff the dart. Παίζεται με μια μακριά βελόνα ντυμένη με μαλλί, που τη φυσάς με δύναμη μέσα σ' ένα σωλήνα προς το στόχο που βρίσκεται απέναντι. Έβαλε λοιπόν τη βελόνα απ' την αντίθετη μεριά του σωλήνα και μαζεύοντας την αναπνοή του για να στείλει τη βελόνα απέναντι με ορμή, την έστειλε στο λαιμό του. Εκείνη διέσχισε τους πνεύμονες και σε λίγες μέρες ο επιπόλαιος αυτός βρήκε το θάνατο». Διαβάζοντας την είδηση εξοργίστηκα, κι εγώ δεν ξέρω γιατί ακριβώς.
Επαναστάτησα μέσα μου, αυτό το αρθρίδιο είπα, είναι τιποτένιο, μια ακόμη χυδαία ψευτοειδησούλα. Είναι η κακής ποιότητας φαντασία ενός ρυπαρογράφου κακομοίρη της δεκάρας, κάποιου άθλιου κατασκευαστή περιπετειών στη χώρα των θαυμάτων. Οι αναιδείς αυτοί, γνωρίζοντας τον κατεξοχήν μωρόπιστο αιώνα μας, δαπανούν όλη τους την ικμάδα στο να φαντάζονται απίθανα περιστατικά, περίεργα ατυχήματα όπως τα αποκαλούν, αλλά που για ένα σκεπτόμενο πνεύμα (σαν το δικό μου, πρόσθεσα σε παρένθεση, και στήριξα δίχως να το καταλάβω το δείκτη μου πάνω στη μύτη), για μια θεωρητική διάνοια σαν τη δική μου, γίνεται με την πρώτη ματιά σαφές πως η θαυμαστή αυτή, πρόσφατη πληθώρα περίεργων ατυχημάτων είναι, αυτή καθαυτή, το πιο περίεργο απ' όλα. Όσο για μένα, αποφάσισα πια, από τώρα και στο εξής, να μην πιστεύω τίποτε που να περιέχει κάτι το μοναδικό, το ιδιαίτερο, το απίθανο.
«Θεέ νου! Πλέπει σαν νείθαι σηλίτιος ζα να σάνεις κάθι θέτοιο!» -απάντησε μια απ' τις πιο περίεργες φωνές που άκουσα ποτέ μου».
Στην αρχή, την πήρα για βούισμα στ' αυτιά μου, όπως συβαίνει συχνά σ' αυτούς που πίνουνε και μεθάνε. Σαν το ξανασκέφτηκα, όμως, είδα πως ο θόρυβος έμοιαζε περισσότερο να βγαίνει από ένα άδειο βαρέλι που το χτυπάς με χοντρό μπαστούνι. Και θα επέμενα μάλιστα σ' αυτό μου το συμπέρασμα, αν δεν άκουγα σχηματισμένες συλλαβές και λέξεις. Από φύση μου δεν είμαι διόλου νευρικός και τα λίγα ποτηράκια λαφίτη που είχα πιει, μου 'χαν δώσει λίγο κουράγιο, έτσι που κατόρθωσα να μην τρομάξω. Σήκωσα μόνο αργά τα μάτια και κοίταξα γύρω γύρω στο δωμάτιο προσεκτικά, ν' ανακαλύψω τον παρείσακτο. Δεν είδα τίποτε και κανέναν.
«Χνν! Ξανακούστηκε η φωνή, καθώς συνέχιζα να ψάχνω, μάννον λείστε συφλός ζα να μη με βλέπεθε να' φου γκάσομαι ζίμπλα θας».
Ύστερα απ' αυτό, σκέφτηκα να κοιτάξω κατευθείαν μπροστά μου. Πράγματι εκεί, αδιαφορώντας σχεδόν για την παρουσία μου, ήταν καθισμένη κοντά στο τραπέζι μια φιγούρα που διέκρινες και δε διέκρινες. Το σώμα ήταν σαν μεγάλο μπουκάλι από κρασί ή ρούμι ή κάτι ανάλογο. Αληθινά φαλσταφική εικόνα. Στο κάτω μέρος ήταν κολλημένα δύο ρεγγοβάρελα σαν πόδια. Αντί για ώμοι, κρέμονταν, ταλαντευόμενες στο πάνω μέρος του σκελετού, δύο άλλες μπουκάλες αρκετά μακριές κι οι λαιμοί τους παρίσταναν τα χέρια.
Στη θέση του κεφαλιού, το μόνο που είχε αυτό το τερατόμορφο πλάσμα ήταν ένα κιβώτιο εκστρατείας, από κείνα που μοιάζουν με καπνοθήκες, με μια τρύπα στη μέση. Το κιβώτιο αυτό (μ' ένα χωνί στην κορυφή, σαν καπέλο αναβάτη χαμηλωμένο στα μάτια) ήταν τοποθετημένο επίπεδα κι η τρύπα έβλεπε προς εμένα. Απ' την τρύπα αυτή, που με τους μορφασμούς της και τις ζάρες της έμοιαζε με στόμα ευγενικής γεροντοκόρης, το πλάσμα αυτό έβγαζε υπόκωφους, βραχνούς θορύβους που σίγουρα νόμιζε ότι γίνονταν καταληπτοί.
«Θας λέω, συνέχισε η φωνή, μπωθ πλέπει να λείστε συφλός, ζα να γκάσεσθε χεγκεί χαι να μη με βλέπεθε μπου γκάσομαι ζενώ, χαι νεπίθης να μην μπιθτεύεντε λότι θείναι δωγκλαφισμένο μπάνω θτο Καρντί μπλοθτά θας. Χαυτή θείναι ζη χαλήσεια, ζη πλαγμαστική χαλήσεια!»
-Μα ποιος είστε, σας παρακαλώ; έκανα ευγενικά αλλά ταραγμένα. Πως μπήκατε εδώ μέσα; Τι λέτε; Δε σας καταλαβαίνω...
-Μπως ζμπήσκα; απάντησε το τέρας. Χαι όθο ζα αυθά μπου θας λέω, θας λέω χεγκείνα μπου μ' αρμπέθουν. Χαι όθο ζα ντο μποιόθ νείμαι, λήρθα νόνο χαι νόνο ζα να νε δλείτε νεθείς ζο μίδιοθ.
-Είστε ένας παλιομεθύστακας, είπα, θα χτυπήσω το κουδούνι και θα διατάξω τον υπηρέτη μου να σας πετάξει έξω με τις κλοτσιές.
-Χι, χι, χι, απάντησε, χου, χου, χου, ναυτό, Τσίλιε, ζεν μπολείτε να το γκάρνετε.
-Δεν μπορώ; πετάχτηκα. Τι θέλετε να πείτε; Δεν μπορώ, τι;
-Να με μπετάγκετε χέγκω.
Εκείνη την ώρα, κάνω κι εγώ μια προσπάθεια να σηκωθώ. Ήθελα πια να πραγματοποιήσω την απειλή μου. Αλλά με μιας ο λωποδύτης αυτός χύθηκε πάνω στο τραπέζι και μου 'δωσε μια στο μέτωπο με το λαιμό μιας απ' τις μακριές του μπουκάλες και με ξαναβύθισε στην πολυθρόνα, απ' όπου είχα μισοσηκωθεί. Ήμουνα ζαλισμένος σε τέτοιο βαθμό, που δεν ήξερα τι να κάνω. Αυτός, μολαταύτα, συνέχιζε την κουβέντα του:
«Βλέπεθε, μου λέει, μποθ το γκακλύτεκρο θείναι να γκάθεσθε νήσυφχος. Χαι νώρα να σμάθρεντε μποιόθ νείναι. Κλοιπόν, σκοιφτάχθε με. Νείμαι ζο Χάγγεκλος χτου Μπαρλάξενου!
-Αρκετά παράξενος, στ' αλήθεια, τόλμησα ν' αποκριθώ. Όμως νόμιζα πως οι άγγελοι έχουν φτερά.
-Ντι; Φθεκρά; φώναξε οργισμένος. Ντι ζα ντα γκάνω; Μπήμπωθ με μπήρατε ζα γκοθόκουλο;»

Μετάφραση από αγγλικά σε γαλλικά: Σαρλ Μποντλέρ
Μετάφραση: Γιάννης Βαρβέρης


ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ 1996

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Σε τρυγημένους αμπελώνες - ΠΑΥΛΟΣ ΣΠ. ΚΥΡΑΓΓΕΛΟΣ




Βρεθήκαμε σε μια στείρα εποχή•
με τα χωράφια της από καιρό ωργωμένα,
τους αμπελώνες τρυγημένους
και τα κυνήγια θηρεμένα όλα —
πλήθος οί σαύρες μέσα στους αμέτρητους τους λάκκους.
Ανασκαμμένη η συνείδηση μας,
με προκαθωρισμένους τους ορίζοντες,
εγκαταλειμμένη σ' ένα τοπίο απροσδόκητο
— με της φιλίας όλα τα δέντρα ξερριζωμένα,
όλα τα καταλύματα κατοικημένα,
όλα τα κορφοτόπια βιασμένα.
Με οδηγό μια παρατήρηση απελπισμένη
ρυμοτομήσαμε ένα απελπιστικά στείρο κύκλο,
δίπλα σε μία θάλασσα χωρίς καράβια,
κάτω, απ ένα ουρανό χωρίς μια στέγη.
Ψάχνοντας στα χαλάσματα του παλαιού αλφάβητου,
να συναρμολογήσουμε μια νέα γλώσσα αποτύχαμε,
βουβά ένας βλέποντας τον άλλον,
με δίχως υλικά για μια, υποτυπώδη έστω, οικοδόμηση.
βρεθήκαμε απροετοίμαστοι σ ένα νεκρό τοπίο, •
χωρίς το όνομα του κυβερνήτη μας του Παρελθόντος
ή την εικόνα του δημιουργού μας του Παρόντος,
με το Μέλλον φυλακισμένο στων χεριών μας τα δεσμά,
Βρισκόμαστε έπειτα από μια ξηρασία απομακρυσμένη•
αποσυντίθενται στους λάκκους τους, μαύρα στοιβάγματα,
οι γυρίνοι,
ακαταδίωκτο οί σαύρες πλήθος δίπλα τους κινούνται,
τρέχουν αόρατες μέσα στις αγκαθιές,
σωρούς από βούρλα,
πυκνοκατοικημένα από σαλιγκάρια.
Της μοίρας μας τον απροσδιόριστο αέρα αναπνέουμε,
φερμένον από ενα πέλαγος ανώνυμο, ανέκφραστο.
Του Παρελθόντος τελευταία θύματα και του Παρόντος
πρώτα,
με το Μέλλον παγιδευμένο στων χεριών μας τα δεσμά,
παγιδευτήκαμε μαζί του σε μια εποχή χωρίς καρπούς,
σε μια τόσο τρυγημένη περίοδο,
πού να της δώση όνομα δεν τόλμησε κανείς.

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Μιμήσου τον Ουράνιο Πατέρα μας – MARK TWAIN

Θα σας διηγηθώ μια χαριτωμένη ιστορία που χαρακτηρίζεται από κάποιο πάθος. Ένας άνθρωπος έγινε χριστιανός και ρώτησε τον παπά τι πρέπει να κάνει για να 'ναι άξιος της νέας του ιδιότητας. Ο παπάς του είπε: «Μιμήσου τον Ουράνιο Πατέρα μας, προσπάθησε να γίνεις όπως εκείνος». Ο άνθρωπος μελέτησε τη Βίβλο του μ' επιμέλεια απ' άκρη σ' άκρη, την κατάλαβε και, αφού προσευχήθηκε ζητώντας την ουράνια φώτιση, άρχισε το θεάρεστο έργο του. Κατάφερε μ' ένα τέχνασμα να κάνει τη γυναίκα του να πέσει από τη σκάλα του πάνω πατώματος, να σπάσει τη σπονδυλική της στήλη και να μείνει παράλυτη εφ' όρου ζωής. Παρέδωσε τον αδερφό του στα χέρια ενός χαρτοκλέφτη ο οποίος τον έγδυσε απ' όλα του τα υπάρχοντα, με αποτέλεσμα να καταντήσει στο φτωχοκομείο. Μόλυνε τον ένα γιό του με αγκυλόστομο, τον άλλο με ασθένεια ύπνου και τον τρίτο με γονόρροια. Έκανε τη μια του κόρη να κολλήσει οστρακιά και να μείνει κουφή, μουγκή και τυφλή για όλη της τη ζωή. Τέλος, αφού βοήθησε έναν παλιάνθρωπο να διαφθείρει την κόρη που του απόμενε, της έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα και την έστειλε σ' έναν οίκο ανοχής όπου και πέθανε βλαστημώντας τον. Μετά, ανέφερε τα έργα του στον παπά, ο οποίος του είπε πως δεν ήταν αυτός ο τρόπος να μιμηθεί τον Ουράνιο Πατέρα του. Όταν ο νεοφώτιστος τον ρώτησε που είχε υστερήσει, ο παπάς άλλαξε κουβέντα κι άρχισε να μιλάει για τον καιρό...



MARK TWAIN
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠ' ΤΗ ΓΗ
(Ε Κ Λ Ο Γ Η)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΛΟΥΚΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ 2000

Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

ΣΗΜΕΙΟ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΥ – ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ


Του 'χανε πει για κάποιους που μακριά, πίσω απ' τα σίδερα, περνάγανε τις μέρες τους φυλακισμένοι, τις νύχτες τους σαν να 'ταν κάθε νύχτα η τελευταία. Όσο κι αν προσπάθησε, τα πρόσωπά τους μένανε δυσδιάκριτα (ίσως γιατί μεσολαβούσε η θάλασσα, ίσως γιατί τα είχαν πια ξεπλύνει οι βροχές) αχνό το κάθε πρόσωπο, ένα περίγραμμα μονάχα, σαν τη σκιά του κεφαλιού που πέφτει την αυγή στον τοίχο, την ώρα που οι αχτίνες προχωράν βαριές ακόμα, παράλληλα στα ηλεκτροφόρα σύρματα, κάθετα στους όρθιους άντρες (ίσως και γυναίκες) αχνοφωτίζοντας τους και ξανθαίνοντάς τους τα μαλλιά.
Νήστεψε δύο μέρες για να τους στείλει παξιμάδια και γαλέτες, παρόλο που δεν είχανε ανάγκη, έτσι κι αλλιώς θα βρίσκανε τη δύναμη να περπατήσουν ως τον τοίχο, μα τα 'στειλε σε δέμα προσεχτικά συσκευασμένο και το όνομα του αγνώστου παραλήπτη του φάνταξε σαν σύνθημα, να μπεις σ' ένα στρατόπεδο πολιορκημένο, που ξέρεις (ή φαντάζεσαι πως ξέρεις) τη σημαία του – σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς την έχουν κρύψει βέβαια και κάποιος πρέπει να την έχει τυλιγμένη κάτω απ' τη φανέλατου, ή θα την έχουν σκίσει και θα μοιράσαν τα κομμάτια της και θα 'ναι τώρα τα κομμάτια, δήθεν μπαλώματα στις φόδρες.
Και κει, την ώρα που έγραφε τον τόπο προορισμού (ένα σημείο τομής μεσημβρινού και παραλλήλου, τυχαία συνάντηση δυό ποντοπόρων πλοίων) την ώρα εκείνη μια σκιά απόχτησε ένα πρόσωπο εντελώς συγκεκριμένο υπαρκτό – όπως ένα πηγάδι με το μάγγανο, τον κουβά και του σκοινιού τις αυλακιές στο φιλιατρό.

Παρίσι, 1972 – 1974


ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1941 – 1974)
ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΨΙΛΟΝ/ΒΙΒΛΙΑ 1991

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Παραιτήσου! – Franz Kafka




Ήταν νωρίς το πρωί, οι δρόμοι καθαροί και άδειοι, πήγαινα στο σταθμό. Καθώς σύγκρινα την ώρα του ρολογιού μου με την ώρα του ρολογιού ενός καμπαναριού, είδα πως ήταν πολύ πιο αργά απ' όσο πίστευα, έπρεπε να βιαστώ πολύ, ο τρόμος απ' αυτή την ανακάλυψη με έκανε να μην είμαι σίγουρος για το δρόμο, δεν γνώριζα ακόμα πολύ καλά αυτή την πόλη, ευτυχώς που εκεί κοντά ήταν ένας πολισμάνος, έτρεξα προς το μέρος του και τον ρώτησα χωρίς ανάσα για το δρόμο.
Χαμογέλασε και είπε: «Από μένα περιμένεις να μάθεις το δρόμο;» «Ναι», του απάντησα, «αφού δεν μπορώ να τον βρω μόνος μου». «Παραιτήσου, παραιτήσου», μου είπε, και μ' ένα μεγάλο άλμα μου γύρισε την πλάτη, όπως οι άνθρωποι που θέλουν νάναι μόνοι με το γέλιο τους.


Franz Kafka
Το Σινικό Τείχος
και άλλα διηγήματα
Μετάφραση Γιώργος Βαμβαλής
Εκδόσεις Επίκουρος 1981

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

ΟΙ ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΜΑΖΕΣ - GUSTAVE LE BON


Οι εκλογικές μάζες, δηλαδή, οι ομάδες που καλούνται να εκλέξουν τους τιτλούχους ορισμένων λειτουργημάτων, αποτελούν πλήθη ετερογενή. Μα, καθώς δε δρουν παρά σ' ένα μόνο καθορισμένο σημείο: να διαλέξουν ανάμεσα σε διάφορους υποψήφιους, δεν μπορεί κανείς να παρατηρήσει σ' αυτές παρά κάποια από τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε προηγουμένως. Αυτά που εκδηλώνουν κυρίως είναι η ισχνή ικανότητα για συλλογισμό η απουσία κριτικού πνεύματος, η οξυθυμία και η απλοϊκότητα. Ανακαλύπτουμε επίσης στις αποφάσεις του την επιρροή των οχλαγωγών και το ρόλο των παραγόντων που απαριθμήσαμε προηγουμένως: τη διαβεβαίωση, την επανάληψη, το γόητρο και τη μεταδοτικότητα.
Ας αναζητήσουμε πως τις γοητεύει κανείς. Από τις μεθόδους που πετυχαίνουν καλύτερα, η ψυχολογία τους θα εξαχθεί καθαρά.
Η πρώτη από τις ιδιότητες που πρέπει να έχει ο υποψήφιος είναι το γόητρο. Το προσωπικό γόητρο δεν μπορεί ν' αντικατασταθεί παρά μ' εκείνο της περιουσίας. Το ταλέντο η ίδια η ευφυία δεν είναι στοιχεία επιτυχίας.
Αυτή η αναγκαιότητα να περιβάλλεται ο υποψήφιος με γόητρο, να μπορεί συνεπώς να επιβάλλεται ασυζητητί, είναι κεφαλαιώδης. Αν οι εκλογείς, που αποτελούνται κυρίως από εργάτες και αγρότες, εκλέγουν τόσο σπάνια έναν από τους δικούς τους για να τους αντιπροσωπεύει, είναι επειδή οι προσωπικότητες που βγαίνουν από τις τάξεις τους δεν έχουν γι' αυτές κανένα γόητρο. Δε βάζουν ποτέ κάποιον ίσο τους, παρά μόνο για βοηθητικούς λόγους, για ν' αντιδράσουν για παράδειγμα σ' ένα άντρα εξέχοντα, ένα δυναμικό αφεντικό στην εξάρτηση του οποίου βρίσκεται κάθε μέρα ο εκλογέας και που έχει την ψευδαίσθηση ότι θα γίνει έτσι μια στιγμή ο κύριός του.
Αλλά η κατοχή του γοήτρου δεν αρκεί για να εξασφαλίσει την επιτυχία του υποψηφίου. Ο εκλογέας τείνει να δει να κολακεύονται οι επιθυμίες του και οι ματαιοδοξίες του. Ο υποψήφιος πρέπει να τον φορτώσει με υπερβολικές κολακείες, να μη διστάζει να του δίνει τις πιο φανταστικές υποσχέσεις. Μπροστά σε εργάτες δε θα σταματά να βρίζει και να καυτηριάζει τα αφεντικά τους. Όσο για τον αντίπαλο υποψήφιο, θα προσπαθήσει να τον εξουδετερώσει χρησιμοποιώντας τη διαβεβαίωση, την επανάληψη και τη μεταδοτικότητα, ότι είναι ο τελευταίος αλήτης και ότι κανείς δεν αγνοεί πως έχει διαπράξει πολλά εγκλήματα. Ανώφελο εξυπακούεται, ν' αναζητήσουμε γι' αυτά και την παραμικρότερη απόδειξη. Αν ο αντίπαλος δε γνωρίζει καλά την ψυχολογία των μαζών, θα προσπαθήσει να δικαιολογηθεί με επιχειρήματα, αντί να απαντήσει απλά στις συκοφαντίες με άλλες συκοφαντίες. Έτσι δε θα έχει καμιά ελπίδα να θριαμβεύσει.
Το γραπτό πρόγραμμα του υποψηφίου δεν πρέπει να είναι πολύ κατηγορηματικό, γιατί οι αντίπαλοι του θα μπορούν να του το αντιτάξουν κατόπιν: αλλά ούτε το προφορικό του πρόγραμμα δε θα έπρεπε να είναι πολύ υπερβολικό. Οι πιο αξιόλογες μεταρρυθμίσεις μπορούν να υποσχεθούν άφοβα. Στη σωστή στιγμή, αυτές οι υπερβολές προξενούν μεγάλη εντύπωση, και για το μέλλον δε σε δεσμεύουν σε τίποτα. Ο εκλογέας δεν καταγίνεται καθόλου στη συνέχεια να μάθει αν ο εκλεγμένος έχει ακολουθήσει τις διακυρήξεις του για τις οποίες υποτίθεται ότι έγινε η εκλογή του.
Αναγνωρίζουμε εδώ όλους τους παράγοντες της πειθούς που περιγράφονται πιο πάνω. Θα τους ξαναβρούμε στην επίδραση των λέξεων και των τύπων των οποίων έχουμε κιόλας δείξει τη δυναμική τους κυριαρχία. Ο ρήτορας που ξέρει να τους χειρίζεται καθοδηγεί τα πλήθη με τη θέλησή του. Εκφράσεις όπως: το άτιμο κεφάλαιο, οι αχρείοι εκμεταλλευτές, ο θαυμαστός εργάτης, η κοινωνικοποίηση του πλούτου κλπ., προκαλούν πάντα το ίδιο αποτέλεσμα, αν και είναι κιόλας κάπως φθαρμένες. Αλλά ο υποψήφιος που μπορεί ν' ανακαλύψει μια νέα συνταγή, απαλλαγμένη από πολύ σαφές νόημα, και συνεπώς προσαρμόσιμη στους πιο διαφορετικούς πόθους, επιτυγχάνει μια αλάνθαστη επιτυχία. Η αιματηρή ισπανική επανάσταση του 1873 έγινε μια απ' αυτές τις μαγικές λέξεις, με το πολύπλοκο νόημα, που ο καθένας μπορεί να ερμηνεύσει ανάλογα με τις ελπίδες του. Ένας σύγχρονος συγγραφέας διηγήθηκε τη γένεση όρων που αξίζει να την αναφέρουμε:
«Οι ριζοσπάστες είχαν ανακαλύψει ότι μια ενωτική Δημοκρατία είναι μια μεταμφιεσμένη μοναρχία, και για να τους ευχαριστήσουν, τον Κορτές ανακήρυξαν ομόφωνα την ομοσπονδιακή Δημοκρατία δίχως κανένας από τους ψηφοφόρους να μπορεί να πει τι ήταν αυτό που ψηφίστηκε. Αλλά αυτή η συνταγή γοήτευε όλο τον κόσμο, ήταν ένα παραλήρημα, μια μέθη. Μόλις είχαν εγκαινιάσει στη γη τη βασιλεία της αρετής και της ευτυχίας. Ένας δημοκρατικός που ο αντίπαλός του αρνιόταν τον τίτλο του ομοσπονδιακού, θιγόταν θανάσιμα απ' αυτό. Έβγαιναν στους δρόμους λέγοντας: «Ζήτω η ομοσπονδιακή δημοκρατία!» Μετά από λίγο τραγουδούσαν ύμνους στην άγια απειθαρχία και στην αυτονομία του στρατιώτη. Τι ήταν αυτή η «ομοσπονδιακή δημοκρατία»; Άλλοι την θεωρούσαν σαν χειραφέτηση των επαρχιών, θεσμών όμοιων μ' εκείνους των Ηνωμένων Πολιτειών ή σαν διοικητική αποκέντρωση. Άλλοι απέβλεπαν στην εκμηδένιση κάθε αρχής, στην προσεχή έναρξη της μεγάλης κοινωνικής διάλυσης. Οι σοσιαλιστές της Βαρκελώνης και της Ανδαλουσίας διακήρυχναν την απόλυτη κυριαρχία της κομμούνας, προτίθενταν να δώσουν στην Ισπανία δέκα χιλιάδες ανεξάρτητες κοινότητες μη δεχόμενοι νόμους παρά φτιάχνοντας οι ίδιοι, καταργώντας αμέσως το στρατό και τη χωροφυλακή. Είδαν σε λίγο στις επαρχίες του νότου την εξέγερση να μεταδίδεται από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό. Μόλις μια κοινότητα έκανε το «pronunciamento» της, η πρώτη της φροντίδα ήταν να καταστρέψει τον τηλέγραφο και τους σιδηροδρόμους για να κόψει όλες τις συγκοινωνίες με τους γείτονές της και τη Μαδρίτη. Δεν υπήρχε ούτε μικρό χωριό που να μη θέλει το μερίδιό του σ' αυτό. Η Ομοσπονδία είχε δώσει τη θέση της σ' ένα άγριο, εμπρηστικο και φονικό σύστημα, και παντού πανηγύριζαν αιματηρά».
Όσο για την επιρροή των συλλογισμών που θα μπορούσαν να εξασκήσουν στο πνεύμα των εκλογέων, έπρεπε να μην έχει κανείς ποτέ υπόψη του μια εκλογική συγκέντρωση για να μην είναι ενήμερος σ' αυτό το θέμα. Εκεί ανταλλάσουν διαβεβαιώσεις, βρισιές, καμιά φορά ξυλοδαρμοί, ποτέ λογικές συζητήσεις. Αν η σιωπή επικρατήσει κάποια στιγμή, είναι όταν κάποιος δύσκολος χαρακτήρας ανακοινώσει ότι θέλει να ρωτήσει τον υποψήφιο ένα από εκείνα τα ενοχλητικά ερωτήματα που πάντα ελκύουν το ακροατήριο. Αλλά η ικανοποίηση των αντιθέτων δε διαρκεί πολύ, γιατί η φωνή του πρώτου σκεπάζεται σε λίγο από τα ουρλιαχτά των αντιπάλων. Μπορούμε να θεωρήσουμε σαν πρότυπο δημόσιας συγκέντρωσης του τα ακόλουθα, ανάμεσα σε μερικά άλλα, που δανείζομαι από τις ημερήσιες εφημερίδες:
«Ένας οργανωτής έχοντας ζητήσει από τους παρευρισκόμενους να ονομάσουν ένα πρόεδρο, κάνει να ξεσπάσει η θύελλα. Οι αναρχικοί πήδηξαν πάνω στη σκηνή για να καταλάβουν με έφοδο το γραφείο. Οι σοσιαλιστές το υπερσπίζουν δραστήρια. Βρίζονται, χαρακτηρίζει ο ένας τον άλλο χαφιέ, πουλημένο κλπ., ένας πολίτης αποσύρεται με πρησμένο μάτι.
Τέλος το γραφείο τοποθετείται όπως-όπως στη μέση του σάλου, και το βήμα παραμένει στο σύντροφο Χ...
Ο ομιλητής κάνει μια βίαιη επίθεση στους σοσιαλιστές που τον διακόπτουν φωνάζοντας: «Κρετίνε! Λωποδύτη! Αλήτη!» κλπ., επίθετα στα οποία ο σύντροφος Χ... απαντά εκθέτοντας μια θεωρία σύμφωνα με την οποία οι σοσιαλιστές είναι «βλάκες» ή «φαρσέρ».
Το γερμανόφωνο κόμμα είχε οργανώσει, χτες βράδυ, στην αίθουσα του Εμπορίου, στην οδό Φωμπούργκ ντυ Ταμπλ, μια μεγάλη προπαρασκευαστική συγκέντρωση για την Εργατική Γιορτή της πρωτομαγιάς. Η λέξη συνθήματος ήταν «Γαλήνη και ησυχία».
Ο σύντροφος G... χαρακτηρίζει τους σοσιαλιστές ως «ηλίθιους» και «αερολόγους».
Σ' αυτά τα λόγια, ομιλητές και ακροατές αρχίζουν να βρίζονται και έρχονται στα χέρια. Οι καρέκλες, οι μπάγκοι, τα τραπέζια μπαίνουν στη σκηνή κλπ...»
Ας μη φανταζόμαστε ότι αυτό το είδος συζήτησης είναι ειδικό μιας καθορισμένης τάξης εκλογέων και προκύπτει από την κοινωνική τους κατάσταση. Σε όλες τις ανώνυμες συνελεύσεις που αποτελούνται αποκλειστικά από εγγράμματους, η συζήτηση παίρνει εύκολα τις ίδιες μορφές. Έχω δείξει ότι οι άνθρωποι στο πλήθος τείνουν προς τη νοητική τους εξίσωση και κάθε στιγμή βρίσκουμε την απόδειξη. Να, για παράδειγμα, ένα απόσπασμα από πρακτικά μιας συγκέντρωσης σπουδαστών:
«Η φασαρία μεγάλωνε καθώς το βράδυ προχωρούσε. Δεν πιστεύω ότι ένας έστω ομιλητής μπόρεσε να πει δέκα φράσεις δίχως να τον διακόψουν. Κάθε στιγμή οι φωνές ακούγονταν από την μια ως την άλλη άκρη ή κι απ' όλες μαζί. Χειροκροτούσαν, σφύριζαν, βίαιες συζητήσεις ανοίγονταν από διάφορους ακροατές. Τα μπαστούνια κουνιόνταν απειλητικά. Χτυπούσαν με ρυθμό το πάτωμα. Όλο κραυγές ακολουθούσαν εκείνους που διέκοπταν: «Έξω! Στο βήμα!»
Ο M. C. Ρίχνει κατηγορίες στη συνέλευση ότι είναι δειλή, πουλημένη κι εκδικητική, και δηλώνει ότι θέλει να την καταστρέψει κλπ.»
Αναρωτιόμαστε πως, μέσα σε τέτοιες συνθήκες, μπορεί να σχηματιστεί η γνώμη ενός εκλογέα; Αλλά το να θέσουμε ένα παρόμοιο ζήτημα θα ήταν αυταπάτη παράδοξη ανάλογα με το βαθμό ελευθερίας που απολαμβάνει μια ομάδα. Τα πλήθη έχουν αντίγνωμες επιβαλλόμενες, ποτέ γνώμες λογικές. Αυτές οι γνώμες και οι ψήφοι των εκλογέων μένουν ανάμεσα στα χέρια των εκλογικών επιτροπών, των οποίων οι καθοδηγητές είναι συχνότατα, έμποροι κρασιών, εξασκώντας μεγάλη επιρροή στους εργάτες στους οποίους κάνουν πίστωση. «Ξέρετε τι είναι μια εκλογική επιτροπή, γράφει ένας από τους πιο ανδρείους υπερασπιστές της δημοκρατίας, ο Μ. Σερέ; Πολύ απλά το κλειδί των θεσμών μας, το κύριο κομμάτι της πολιτικής μηχανής. Η Γαλλία σήμερα κυβερνάται από τις επιτροπές*.»
Έτσι δεν είναι πολύ δύσκολο να επιδράσουμε πάνω τους, αρκεί ο υποψήφιος να γίνει δεκτός και να διαθέσει αρκετά μέσα. Σύμφωνα με τις ομολογίες των χρηματοδοτών, τρία εκατομμύρια αρκούν για να επιτύχουν οι πολλαπλές εκλογές του στρατηγού Μπουλανζέ.
Αυτή είναι η ψυχολογία των εκλογικών μαζών. Είναι ταυτόσημη μ' εκείνη των άλλων μαζών, ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη.
Δε θα εξάγω λοιπόν από τα παραπάνω κανένα συμπέρασμα ενάντια στην καθολική ψηφοφορία. Αν έπρεπε ν' αποφασίσω γι' αυτήν, θα την διατηρούσα όπως είναι για λόγους πρακτικούς που απορρέουν ακριβώς από τη μελέτη μας στην ψυχολογία των μαζών, και που θέλω να εκθέσω, αφού έχω από την αρχή υπενθυμίσει τα ελαττώματά της.
Οι ελλείψεις της καθολικής ψηφοφορίας είναι προφανώς πολύ εξόφθαλμες για να παραγνωριστούν. Δε θα μπορούσε κανείς ν' αμφισβητήσει ότι οι πολιτισμοί ήταν το έργο μιας μικρής μειοψηφίας ανώτερων πνευμάτων που αποτελούν την κορυφή μιας πυραμίδας των οποίων τα διαζώματα, ευρυνόμενα όσο μειώνεται η πνευματική αξία, αντιπροσωπεύουν τα βαθιά στρώματα ενός έθνους. Το μεγαλείο ενός πολιτισμού δεν μπορεί βέβαια να εξαρτάται από την ψήφο κατωτέρων στοιχείων που αντιπροσωπεύουν μόνο αριθμητική δύναμη. Αναμφίβολα, ακόμα οι ψήφοι των μαζών είναι συχνά πολύ επικίνδυνοι. Μας έχουν κιόλας προξενήσει πολλές εισβολές και με το θρίαμβο του σοσιαλισμού, οι φαντασιώσεις της λαϊκής κυριαρχίας θα μας στοιχίσουν σίγουρα, πολύ ακριβά ακόμα.
Αλλά αυτές οι αντιρρήσεις, θεωρητικά εξαιρετικές, χάνουν πρακτικά όλη τους τη δύναμη, αν θέλει κανείς να θυμηθεί την ακατανίκητη δύναμη των ιδεών που μεταβλήθηκαν σε δόγματα. Το δόγμα της κυριαρχίας των μαζών είναι, από άποψη φιλοσοφική, τόσο άξιο για υπεράσπιση όσο τα θρησκευτικά δόγματα του Μεσαίωνα αλλά έχει σήμερα απόλυτη ισχύ. Είναι λοιπόν το ίδιο απρόσβλητο όσο ήταν άλλοτε οι θρησκευτικές μας ιδέες. Υποθέστε ένα σύγχρονο ελεύθερο στοχαστή μεταφερμένο από μια μαγική δύναμη στην καρδιά του Μεσαίωνα. Πιστεύετε ότι απέναντι στην κυρίαρχη δύναμη των θρησκευτικών ιδεών που βασίλευαν τότε, θα τολμούσε να τις καταπολεμήσει; Αν έπεφτε στα χέρια ενός δικαστή που θα ήθελε να τον κάψει με την κατηγορία ότι είχε συνάψει συμφωνίες με το διάβολο, ή ότι έκανε συντροφιά με μάγους; Δε συζητούμε με τις δοξασίες των μαζών όπως δεν συζητούμε με τους κυκλώνες. Το δόγμα της καθολικής ψηφοφορίας έχει σήμερα τη δύναμη που είχαν άλλοτε τα χριστιανικά δόγματα. Ομιλητές και συγγραφείς μιλούν με σεβασμό γι' αυτό και με τόσες κολακίες όσες δε γνώρισε ούτε ο Λουδοβίκος ο 14ος. Πρέπει λοιπόν να του φερόμαστε όπως φερόμαστε σ' όλα τα θρησκευτικά δόγματα. Μόνο ο χρόνος επιδρά πάνω σ' αυτά.
Το να προσπαθήσουμε να κλονίσουμε αυτό το δόγμα θα ήταν τόσο πιο ανώφελο όσο οι φαινομενικοί λόγοι που υπάρχουν γι' αυτό: «Στην επόχη της ισότητας, λέει ορθά ο Tocqueville, οι άνθρωποι δεν έχουν καμιά πίστη οι μεν στους δε, εξαιτίας της ομοιότητάς τους. Αλλά αυτή η ίδια ομοιότητα τους δίνει μια σχεδόν απεριόριστη εμπιστοσύνη στην κρίση του κοινού. Γιατί δεν τους φαίνεται πιθανό, έχοντας όλοι τόσες φωτισμένες γνώμες, να μη συναντούν αλήθεια στην πλευρά του πιο μεγάλου αριθμού».
Πρέπει να υποθέσουμε ότι ένας περιορισμός στην ψήφο – περιορισμός στις ικανότητες αν θέλετε – θα βελτίωνε την ψήφο των μαζών; Δεν μπορώ ούτε για μια στιγμή να το παραδεχτώ αυτό για λόγους που σημειώσαμε πιο πάνω σχετικά με τη διανοητική κατωτερότητα όλων των ομάδων, όποια κι αν είναι η σύνθεσή τους. Στον όχλο, το επαναλαμβάνω, οι άνθρωποι πάντα εξισώνονται και στα γενικά ζητήματα, η ψήφος σαράντα ακαδημαϊκών δεν είναι καλύτερη από εκείνη σαράντα νεροκουβαλητών. Δεν πιστεύω ότι καμιά από τις ψήφους για τις οποίες κατηγορείται η ολική ψηφοφορία, η παλινόρθωση της Αυτοκρατορίας, για παράδειγμα, θα διέφερε με ψηφοφόρους που θα προέρχονταν από σοφούς και μορφωμένους. Το γεγονός για ένα άτομο, ότι ξέρει ελληνικά ή μαθηματικά, ότι είναι αρχιτέκτονας, κτηνίατρος, γιατρός ή δικηγόρος, δεν το προικίζει σχετικά με συναισθηματικά ζητήματα, με ιδιαίτερη οξυδέρκεια. Όλοι μας οι οικονομολόγοι είναι άνθρωποι μορφωμένοι, καθηγητές και ακαδημαϊκοί στην πλειοψηφία τους. Υπάρχει ένα γενικό ζήτημα, ο προστατευτισμός για παράδειγμα, που να τους βρήκε σύμφωνους; Μπροστά σε κοινωνικά προβλήματα γεμάτα από πολλαπλούς αγνώστους και κυριαρχούμενα από τη μυστικιστική λογική ή τη συναισθυματική λογική, όλες οι άγνοιες εξισώνονται.
Αν λοιπόν άνθρωποι φορτωμένοι από επιστήμη, αποτελούσαν από μόνοι τους το εκλογικό σώμα, οι ψήφοι τους δεν θα ήταν καλύτεροι από τους σημερινούς. Θα καθοδηγούντο κυρίως από τα συναισθήματά τους και απο το πνεύμα του κόμματός τους. Δε θα είχαμε καμιά λιγότερη από τις σημερινές δυσκολίες και σίγουρα θα είχαμε επιπλέον τη βαριά τυραννία της κάστας.
Περιορισμένη η γενική, χρησιμοποιούμενη σε χώρα δημοκρατική ή μοναρχική, εφαρμοζόμενη στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία, στην Ισπανία, η ψηφοφορία των μαζών είναι παντού όμοια, και εκφράζει συχνά τους πόθους και τις ασύνειδες ανάγκες της φυλής. Ο μέσος όρος των εκλεγμένων αντιπροσωπεύει για κάθε έθνος το μέσο όρο της ψυχής της φυλής. Από τη μια γενιά στην άλλη την συναντούμε σχεδόν όμοια.
Κι είναι έτσι που μια φορά ακόμα ξαναπέφτουμε σ' αυτή τη θεμελιώδη έννοια της φυλής, που συναντήσαμε κιόλας τόσο συχνά, ,και σ' εκείνη την άλλη που προέρχεται από την πρώτη, όπου θεσμοί και κυβερνήσεις παίζουν ένα ρόλο πολύ αδύναμο στη ζωή των λαών. Γιατί αυτοί οι τελευταίοι κατευθύνονται κυρίως από την ψυχή της φυλής τους, δηλαδή, από τα προγονικά απομεινάρια των οποίων αυτή η ψυχή είναι το άθροισμα. Η φυλή και το σύνολο των καθημερινών αναγκών, αυτοί είναι οι μυστηριακοί αφέντες που εξουσιάζουν τα πεπρωμένα μας.


________________
*Οι επιτροπές, όποια κι αν είναι τα ονόματά τους: λέσχες, συνδικάτα κλπ., αποτελούν έναν από τους φοβερότερους κινδύνους της δύναμης των όχλων.
Αντιπροσωπεύουν, πράγματι, την πιο απρόσωπη μορφή, και συνεπώς, την πιο καταπιεστική τυραννία. Οι οχλαγωγοί που κατευθύνουν τις επιτροπές όντας διορισμένοι να μιλούν και να ενεργούν στο όνομα μιας ομάδας απαλλάσσονται απο κάθε ευθύνη και μπορούν να τα επιτρέψουν όλα. Ο πιο άγριος τύραννος δε θα τολμούσε ποτέ να ονειρευτεί τις προγραφές των επαναστατικών επιτροπών. Είχαν, λέει ο Μπαρά, αποδεκατίσει τη Συμβατική. Ο Ροβεσπιέρος ήταν απόλυτος κύριος όσο μπορούσε να μιλάει εξ ονόματός της. Τη μέρα που ο φοβερός δικτάτορας χωρίστηκε απ' αυτούς για λόγους φιλαυτίας, σήμανε η ώρα της καταστροφής του. Η βασιλεία των όχλων είναι η βασιλεία των επιτροπών, συνεπώς των οχλαγογών. Δε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ποτέ πιο ωμό δεσποτισμό.


GOUSTAVE LE BON
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΟΧΛΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΛΕΝΗ ΚΑΛΚΑΝΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΑΜΙΑΝΟΣ (ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ)

Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΡΟΒΙΝΣΩΝΑ ΚΡΟΥΣΟΥ – MICHEL TOURNIER



Εκεί ήταν! Να εκεί, βλέπετε, στ' ανοιχτά του Τρινιτά(1), σε βόρειο γεωγραφικό πλάτος 9 μοίρες & 22'. Δεν γίνεται να κάνω λάθος!
Ο μεθυσμένος χτυπούσε με το μαυριδερό του δάχτυλο ένα κουρελιασμένο κομμάτι γεωγραφικού χάρτη, γεμάτο λαδιές και κάθε μια από τις γεμάτες πάθος διαβεβαιώσεις του ξεσήκωνε το γέλιο των ψαράδων και των λιμενεργατών που κάθονταν γύρω από το τραπέζι μας.
Τον ήξεραν. Έχαιρε μιας ιδιαίτερης εκτίμησεως. Ήταν μέρος του ντόπιου φολκλόρ. Τον είχαμε καλέσει να πιεί μαζί μας για ν' ακούσουμε από τη βραχνή φωνή του μερικές απ' τις ιστορίες του. Όσο για την περιπέτειά του, ήταν συγκλονιστική και συγχρόνως ένα τυπικό δείγμα του είδους, όπως συμβαίνει συνήθως.
Σαράντα χρόνια πριν είχε χαθεί στη θάλασσα ακολουθώντας τόσους και τόσους άλλους. Είχαν γράψει το όνομά του στο εσωτερικό της εκκλησίας, μαζί με τα ονόματα των άλλων μελών του πληρώματος στο οποίο ανήκε. Έπειτα τον είχαν ξεχάσει.
Όχι όμως σε σημείο να μην τον αναγνωρίσουν όταν εμφανίστηκε πάλι ύστερα από είκοσι δύο χρόνια, ορμητικός κι αναμαλλιασμένος παρέα μ' ένα νέγρο. Η ιστορία που ξεφούρνιζε σε κάθε ευκαιρία ήταν καταπληκτική. Μοναδικός επιζήσας από το ναυάγιο του πλοίου του, θα είχε μείνει μόνος σ' ένα νησί γεμάτο κατσίκες και παπαγάλους, χωρίς αυτόν το νέγρο που τον είχε σώσει, όπως έλεγε, από μια ορδή κανιβάλων. Τελικά τους είχε περιμαζέψει μια αγγλική γολέτα κι είχε γυρίσει αφού εν τω μεταξύ είχε αποκτήσει μια μικρή περιουσία χάρη σε διάφορα εμπόρια, αρκετά εύκολα στη θάλασσα της Καραϊβικής εκείνη την εποχή.
Όλος ο κόσμος είχε γιορτάσει το γυρισμό του. Είχε παντρευτεί μια μικρή που θα μπορούσε να ήταν κόρη του και η καθημερινή ζωή είχε φαινομενικά σκεπάσει αυτή την παρένθεση, που ένα καπρίτσιο της μοίρας είχε ανοίξει στο παρελθόν του και έχασκε αλλόκοτη, γεμάτη από τροπική βλάστηση και κραυγές πουλιών.
Ναι, φαινομενικά, γιατί στην πραγματικότητα από χρόνο σε χρόνο, μια αδυσώπητη δύναμη έμοιαζε να κατατρώει από μέσα την οικογενειακή ζωή του Ροβινσώνα. Ο Παρασκευάς, ο μαύρος υπηρέτης, είχε υποκύψει πρώτος. Μετά από ένα διάστημα – μηνών – άμεμπτης συμπεριφοράς, άρχισε να πίνει, διακριτικά στην αρχή, αργότερα με όλο και πιο προκλητικότερο τρόπο. Κοντά σ' αυτό ήρθε να προστεθεί κι η υπόθεση των δύο ανύπαντρων κοριτσιών που γέννησαν σχεδόν ταυτόχρονα δύο μιγαδάκια μιας απροκάλυπτης ομοιότητας και των οποίων την περίθαλψη ανέλαβε το ίδρυμα του Αγίου Πνεύματος. Το διπλό έγκλημα δεν ήταν κιόλας υπογεγραμμένο;
Ο Ροβινσώνας όμως είχε υπερασπιστεί τον Παρασκευά με μια περίεργη λύσσα. Γιατί δεν τον έστελνε πίσω; Ποιο – ανομολόγητο ίσως – μυστικό τον έδενε με το νέγρο;
Τέλος, σημαντικά ποσά είχαν κλαπεί από το σπίτι του γείτονά του και πριν ακόμα υποψιαστούν τον ένοχο, ο Παρασκευάς είχε εξαφανιστεί.
-Τον ηλίθιο! είχε σχολιάσει ο Ροβινσώνας. Αν ήθελε λεφτά για να φύγει, δεν είχε παρά να μου το ζητήσει!
Και είχε προσθέσει ασυλλόγιστα:
-Εξάλλου, ξέρω καλά για που έφυγε!
Το θύμα της κλοπής αρπάχτηκε από αυτή την κουβέντα και απαίτησε από τον Ροβινσώνα ή να του επιστρέψει τα χρήματά του ή διαφορετικά να του παραδώσει τον κλέφτη. Ο Ροβινσώνας, μετά από χαλαρή αντίσταση, είχε πληρώσει.
Αλλά από εκείνη την ημέρα τον έβλεπαν να σέρνεται στις αποβάθρες και τα καπηλειά του λιμανιού, όλο και πιο σκυθρωπός, επαναλαμβάνοντας κάπου κάπου:
-Γύρισε πίσω! Ναι, είμαι βέβαιος, εκεί 'ναι ο αλήτης τούτη τη στιγμή!
Γιατί ήταν αλήθεια ότι ένα ανείπωτο μυστικό τον έδενε με τον Παρασκευά, κι αυτό το μυστικό ήταν κάποιο πράσινο σημάδι που προστέθηκε μετά την επιστροφή τους από έναν χαρτογράφο του λιμανιού στην μπλε θάλασσα της Καραϊβικής. Αυτό το νησί ήταν στο κάτω κάτω η νιότη του, η ωραία περιπέτειά του, ο υπέροχος και μοναχικός κήπος του! Τι περίμενε κάτω απ αυτόν το βροχερό ουρανό, σ' αυτή τη βαλτωμένη πόλη, ανάμεσα σ' αυτούς τους μεγαλέμπορους και τους συνταξιούχους;
Η νεαρή γυναίκα του, με την εξυπνάδα που διαθέτει μόνο η καρδιά, μάντεψε πρώτη την παράξενη και θανάσιμη λύπη του.
-Στενοχωριέσαι, το βλέπω καλά. Έλα, ομολόγησε ότι το νοσταλγείς!
-Εγώ; Τρελή θα είσαι. Ποιον, τι νοσταλγώ;
-Το ερημονήσι σου, βέβαια! Και ξέρω τι σε κρατάει και δεν φεύγεις από αύριο κιόλας. Το ξέρω, πήγαινε! Εγώ σε κρατώ!
Διαμαρτυρόταν έντονα, αλλά όσο δυνατότερα φώναζε εκείνος, τόσο πιο βέβαιη ήταν ότι είχε δίκιο.
Τον αγαπούσε τρυφερά και δεν είχε ποτέ τη δύναμη να του αρνηθεί τίποτα. Πέθανε. Αμέσως πούλησε το σπίτι και το χωράφι του και ναύλωσε ένα ιστιοφόρο για την Καραϊβική.
Πέρασαν χρόνια κι άρχισαν πάλι να τον ξεχνούν. Όταν όμως ξαναγύρισε, ήταν ακόμα πιο αλλαγμένος απ' ό,τι μετά το πρώτο του ταξίδι.
Είχε ταξιδέψει ως βοηθός μαγείρου σ' ένα παλιό φορτηγό. Ένας άντρας γερασμένος, τσακισμένος, μισοπνιγμένος στο αλκοόλ.
Τα λεγόμενά του ξεσήκωναν τη γενική θυμηδία. Ά-φα-ντο! Παρ' όλες τις μανιώδεις αναζητήσεις, μήνες και μήνες, το νησί του είχε παραμείνει άφαντο. Είχε εξαντληθεί σ' αυτή τη μάταιη εξερεύνηση με μια απελπισμένη λύσσα, ξοδεύοντας τις δυνάμεις του και τα λεφτά του, για να ξαναβρεί αυτή τη γη της ευτυχίας και της ελευθερίας που έμοιαζε καταποντισμένη για πάντα.
-Κι όμως εκεί ήταν! Επαναλάμβανε για άλλη μια φορά απόψε, χτυπώντας το δάχτυλο πάνω στο χάρτη του.
Τότε ένας γέρος τιμονιέρης ξέκοψε από τους άλλους κι ήρθε και τον έπιασε από τον ώμο.
-Ροβινσώνα, να σου πω κάτι; Το έρημο νησί σου, και βέβαια βρίσκεται πάντα εκεί. Και μάλιστα μπορώ να σε βεβαιώσω ότι στην πραγματικότητα το ξαναβρήκες!
-Το ξαναβρήκα; Ο Ροβινσώνας πνίγηκε απο συγκίνηση. Μα αφού σου λέω...
-Το ξαναβρήκες. Κι ίσως πέρασες και δέκα φορές από μπροστά του. Αλλά δεν το αναγνώρισες.
-Δεν το αναγνώρισα;
-Όχι, γιατί το νησί σου έγινε σαν και σένα: γέρασε! Ε βέβαια, το λουλούδι, βλέπεις, γίνεται καρπός κι ο καρπός καινούριο δέντρο, και το καινούριο δέντρο ξεραίνεται. Όλα αλλάζουν πολύ γρήγορα στους τροπικούς. Κι εσύ; Κοιτάξου σ' έναν καθρέφτη ανόητε! Και πες μου, σ' αναγνώρισε το νησί σου, όταν πέρασες από μπροστά του;
Ο Ροβινσώνας δεν κοιτάχτηκε σε καθρέφτη, η συμβουλή ήταν περιττή. Γύρισε μόνο και κοίταξε όλους αυτούς τους άντρες μ' ένα πρόσωπο τόσο θλιμμένο και βλοσυρό, ώστε το κύμα του γέλιου που πήγε να ξεσπάσει πιο δυνατό κόπηκε απότομα και μια μεγάλη σιωπή απλώθηκε στο καφενείο.

_____________
1.Τρινιτά: Το νοτιότερο νησί των μικρών Αντιλλών, στον Ατλαντικό. (σ.τ.μ.)


MICHEL TOURNIER
Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΑΝΤΑΣ

Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Η ΑΡΧΗ – JULIUS EVOLA



Δια την κατανόηση τόσο του παραδοσιακού πνεύματος, όσο και του σύγχρονου πολιτισμού ως άρνηση τούτου, πρέπει ν' αρχίσουμε από ένα θεμελιώδες σημείο: από την δοξασιά των δύο φύσεων αυτών. Υπάρχει μια φυσική και μια μεταφυσική τάξις. Υπάρχει η θνητή φύσις και η φύσις των αθανάτων. Υπάρχει η ανώτερη διανόηση του «υπάρχειν» και εκείνη η κατώτερη του «γίγνεσθαι». Πιο γενικά: υπάρχει ένας κόσμος ορατός και απτός και πριν, εκείθεν αυτού, υπάρχει και το αόρατο και μη απτό, ωσάν υπερκόσμος, αρχή και αληθής ζωή.
Πανταχού στον κόσμο της παράδοσης, σε Ανατολή και Δύση, με μια μορφή ή με άλλη, υπήρξε πάντα παρούσα αυτή η γνώσις ωσάν ένας άξονας πανσταθής, γύρω από τον οποίο όλα τα υπόλοιπα ήσαν οργανωμένα.
Λέμε γνώση και όχι «θεωρία». Παρ' όσον στους σύγχρονους είναι δύσκολο να κατανοηθή, πρέπει να ξεκινήσουμε από την ιδέα ότι ο παραδοσιακός άνθρωπος γνώριζε για την ύπαρξη ενός είδους του «υπάρχειν» πολύ πιο εκτεταμένο από εκείνο στο οποίο σήμερα αντιστοιχεί κατά κανόνα η λέξις «υπαρκτό». Σήμερα, σαν πραγματικότητα, κατά βάθος, δεν εννοείται τίποτε περισσότερο, που παν ξεπερνά τον κόσμο της ύλης στον χώρο και τον χρόνο. Βέβαια, υπάρχει ακόμη αυτός που παραδέχεται και κάτι πέρα από το αισθητό: Μα εφόσον βρίσκεται πάντα στον τίτλο μιας υπόθεσης ή ενός επιστημονικού νόμου, μιας θεωρητικής ιδέας ή ενός θρησκευτικού δόγματος, αυτό το κάτι που εκείνος παραδέχεται, πράγματι δεν ξεπερνά αυτόν τον περιορισμό: Πρακτικώς, δηλαδή σαν άμεση εμπειρία, όποια και να είναι η απόσταση των υλιστικών και πνευματικών πεποιθήσεών του, ο σύγχρονος κανονικός άνθρωπος σχηματίζει την εικόνα της πραγματικότητας μόνο σε σχέση με τον κόσμο της ύλης.
Ο πραγματικός υλισμός προς κατηγορία στους συγχρόνους είναι αυτός: οι άλλοι υλισμοί τους, εννοώντας ιδέες φιλοσοφικές ή επιστημονικές, συγκροτούν δευτερεύοντα φαινόμενα. Για τον πρώτο υλισμό, δεν γίνεται λοιπόν ζήτημα μιας ιδέας ή μιας θεωρίας, μα σ' αυτήν ειδικά τη φύση ενός ανθρώπινου τύπου, του οποίου η εμπειρία δεν δύναται παρά ν' αντιληφθή υλικά πράγματα. Δι' αυτό τον λόγο, μέγα μέρος από τις σύγχρονες διανοητικές επαναστάσεις εναντίον των υλιστικών απόψεων, ανήκει στις ανώφελες αντιδράσεις εναντίον τελικών και περιφερειακών αποτελεσμάτων μακρινών και βαθέων αιτίων που έχουν την θέση τους αλλού και όχι στις «θεωρίες».
Η εμπειρία του παραδοσιακού ανθρώπου, όπως ακόμη σήμερα, με τον τίτλο του κατάλοιπου, εκείνη (η εμπειρία) ορισμένων πληθυσμών καλούμενων «πρωτογόνων», ξεπερνούσε κατά πολύ ένα τέτοιο όριο. Το «αόρατο» παρουσιάζετο ως ένα στοιχείο το ίδιο αληθές, ή και περισσότερο, από τα δεδομένα των φυσικών αισθήσεων. Οπωσδήποτε λάμβανε υπόψιν κάθε τρόπο ζωής, είτε ατομική είτε συλλογική.
Εάν παραδοσιακά αυτό που σήμερα ονομάζεται πραγματικότης δεν ήταν λοιπόν παρά ένα είδος σ' ένα σύνολο πολύ πιο εκτεταμένο, παρά ταύτα δεν προσομοιάζετο το δίχως άλλο, το αόρατο με το «υπερφυσικό». Στην σημασία της «φύσης» παραδοσιακά δεν αντιστοιχούσε απλώς ο κόσμος της ύλης και των ορατών σχημάτων στον οποίο συγκεντρώθηκε η γερασμένη επιστήμη των συγχρόνων αλλά αντίθετα και ουσιαστικά, ένα μέρος αόρατο της ίδιας πραγματικότητας. Ήταν ζωντανή η αίσθηση ενός κόσμου «διαβολικού» κατοικούμενου από σκοτεινές και απροσδιόριστες δυνάμεις κάθε είδους – δαιμονική ψυχή της φύσης, ουσιαστικό υπόστρωμα όλων των μορφών και ενεργειών αυτής – στην οποία παρευρίσκετο αντιτιθέμενη η υπερδιανοητική και σκοτεινή καθαρότητα (των εννοιών) ενός ανωτέρου επιπέδου. Μα επιπλέον, στην «φύση» παραδοσιακά έπαιρνε μέρος επίσης ό,τι είναι μόνο ανθρώπινο, μη ξεφεύγοντας από το ίδιο πεπρωμένο της γέννησης και του θανάτου, της προσωρινότητας, της εξάρτησης και του εκφυλισμού, ιδίως στο χαμηλότερο επίπεδο.
Εξ ορισμού το είδος του «αυτό που είναι» δεν μπορεί να έχη να κάνη με καταστάσεις και συνθήκες ανθρώπινες και χρονικές: «άλλη είναι η φυλή των ανθρώπων και άλλη εκείνη των θεών» - καθ' όσον γίνεται αντιληπτό ότι η αναφορά στην ανώτερη τάξη – είδος υπεράνω του ανθρώπου θα μπορούσε να προσανατολίση εκείνη την υλοποίηση και κάθαρση του ανθρώπινου στο μη ανθρώπινο που – όπως θα δούμε – αυτή και μόνο καθιστούσε την ύπαρξη και το τέλος κάθε πολιτισμού αληθινά παραδοσιακού.
Κόσμος του υπάρχειν και κόσμος του γίγνεσθαι – των πραγμάτων, των δαιμόνων και των ανθρώπων. Εξ' άλλου, κάθε υποστατική παρουσίαση – αστρική, μυθολογική, θεολογική ή θρησκευτική – αυτών των δύο επιπέδων ξαναέστελνε τον παραδοσιακό άνθρωπο σε δύο καταστάσεις, άξιζε σαν ένα σύμβολο προς επίλυση σε μια εσωτερική εμπειρία, ή στο προαίσθημα μιας εσωτερικής εμπειρίας. Έτσι στην Ινδουιστική παράδοση και ειδικά στον Βουδισμό, η ιδέα του «samsara» - του «ρεύματος» που διοικεί και μεταφέρει κάθε μορφή του κατώτερου κόσμου – είναι στενά προσεταιρισμένη σε μια κατάσταση της ζωής ωσάν τυφλή αναζήτηση, παράλογη προσομοίωση. Εξ' ίσου, ο ελληνισμός της «φύσης» προσωποποίησε συχνά την αιώνια «στέρηση» αυτού που έχοντας έξω από τον εαυτό του την δική του αρχή και τις δικές του πράξεις, ρέει και φεύγει στον εαυτό του απροσδιόριστα – αεί ρέοντα – και εις το δικό του «γίγνεσθαι» αντιλαμβάνεται ακριβώς μια αρχική και ριζική εγκατάλειψη, ένα συνεχές οριακό ελάττωμα(1). «Ύλη» και γίγνεσθαι σε τέτοιες παραδόσεις καταδεικνύουν αυτό που σ' ένα ον ειναι απροσδιοριστία αναγκαστική ή σκοτεινή ανάγκη, ανικανότης προς ολοκλήρωση σε μαι τέλεια μορφή, να κατέχεται σ' ένα νόμο: «αναγκαίον» και «άπειρον» έλεγαν οι Έλληνες. «adharma» έλεγαν οι Ανατολικοί. Η διδασκαλία επίσης, δεν έσχε ιδέες πολύ διαφορετικές στονα αναγνωρίση ως cupiditas και appetitus innatus την ρίζα κάθε φύσης όχι καθαρής. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, ο άνθρωπος της παράδοσης ανακάλυψε λοιπόν την εμπειρία της ερευνητικής προσομοιώσεως, που σκοτεινιάζει και τραυματίζει το ον, το μυστικό εκείνης της κατάστασης, της οποίας το ασταμάτητο γίγνεσθαι και η συνεχής αστάθεια και ύπαρξη του χαμηλότερου επιπέδου, παρουσιάζονται σαν υλοποίηση κοσμικοσυμβολική.
Αντίθετα, στο να λάβη μέρος και να δώση στον εαυτό του μια μορφή, στο να έχει εις εαυτόν την αρχή μιας ζωής όχι πλέον διασπαρμένης, να μην εκκρεμή εδώ και εκεί σε αναζήτηση άλλων πραγμάτων ή άλλων για να ολοκληρωθή και να δικαιολογηθή, μιας ζωής όχι πλέον κατεστραμμένης από την ανάγκη και την παράλογη προσπάθεια προς το εξωτερικό και το διαφορετικό – με μια λέξη: στην εμπειρία της «ασκητικής» αισθάνθηκε την οδό δια να κατανοήση το άλλο επίπεδο, τον κόσμο της κατάστασης του «υπάρχειν», αυτού που δεν είναι πλέον φυσικό μα μεταφυσικό - «φύση διανοητική χωρίς ύπνο» και της οποίας ηλιακά σύμβολα, ουράνιες περιοχές, πηγές φωτός ή πυρός, νήση και ορεινά ύψη, παραδοσιακά υπήρξαν οι απεικονίσεις.
Αυτές είναι οι «δύο φύσεις» και κατενοήθη μια γέννηση κατά την μια ή κατά την άλλη, και ένα πέρασμα από την μία στην άλλη γέννηση διότι ελέχθη: «Ένας άνθρωπος είναι ένας θνητός θεός, και ο θεός ένας άνθρωπος αθάνατος»(2).
Ο παραδοσιακός κόσμος γνώρισε αυτούς τους δύο πόλους της ύπαρξης και τις οδούς που απ' τον ένα οδηγούν στον άλλο. Πέραν του κόσμου, στην ολότητα των μορφών του και ορατών και υποχθονίων, ανθρωπίνων και υπανθρωπίνων, δαιμονικών, γνώρισε λοιπόν έναν «υπερκόσμο» - υπερκοσμία – τον έναν «πτώση» του άλλου και τον άλλο «απελευθέρωση» από τον πρώτο. Γνώρισε την πνευματικότητα σαν αυτό που υπάρχει πέραν της ζωής και του θανάτου. Γνώρισε ότι η εξωτερική ύπαρξη, το «ζην» δεν είναι τίποτε, εάν δεν είναι μια προσέγγιση προς την υπερκόσμια, προς το «πλέον του ζην», εάν ο υψηλότερος της σκοπός δεν είναι η συμμετοχή σε αυτήν (την υπερκόσμια) και μια ενεργητική απελευθέρωση από τον ανθρώπινο περιορισμό. Γνώρισε ότι ψευδής είναι πάσα αρχή, άδικος και βίαιος κάθε νόμος, ανώφελος και περαστικός κάθε θεσμός, όταν δεν υπάρχουν αρχές, νόμοι και θεσμοί σύμφωνοι προς την αρχή του Υπάρχειν – εκ των άνω και προς τα κάτω.
Ο παραδοσιακός κόσμος γνώρισε την θεία Βασιλικότητα. Γνώρισε την πράξη της διεκπεραίωσης: την Έναρξη – τις δύο μεγάλες οδούς της προσέγγισης: την ηρωική δράση και τον συλλογισμό – τον μεσσιανισμό: την Τάξη και την Αφοσίωση – την μεγάλη στήριξη: τον παραδοσιακό Νόμο και την Κάστα – το γήινο σύμβολο: την Αυτοκρατορία.
Αυτές είναι οι βάσεις της ιεραρχίας και του παραδοσιακού πολιτισμού, σε όλα για όλα κατεστραμμένες από τον θριαμβεύοντα «ανθρώπινο» πολιτισμό των συγχρόνων.


_________________
1.Εκφράσεις χαρακτηριστικές στον Plotino, Ennadi, I, viii, 4-7; II, xxi, 5-8; VI, vi 18, 1, II, ix, 4 [ιταλ. Μτφρ.: Enneadi, 2 τομ., UTET, Torino, 1997]. Πρβλ. Plutarco, De Iside ed Osiride, 56, [Ιταλ. μτφρ.: Isidee e Osiride, Adelphi, Milano, 1985].
2.Πρβλ. Eraclito (εκδ. Diels, fr.62) [ιταλ.μτφρ.: Dell' origine, Gentrinelli, Milano, 1993]; Corpus Hermeticum, XII, 1.



ΙΟΥΛΙΟΣ ΕΒΟΛΑ
ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΙΤΣΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΟΓΧΗ 2009