.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Γνώση και πράξη (ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ) – RENEE GUENON



Ας εξετάσουμε τώρα ειδικότερα μια από τις κύριες όψεις της αντίθεσης που υπάρχει σήμερα μεταξύ του ανατολικού πνεύματος και του δυτικού, και που είναι, γενικότερα, η αντίθεση του παραδοσιακού πνεύματος και του αντιπαραδοσιακού, καθώς το έχουμε εξηγήσει. Κατά μια ορισμένη άποψη, που είναι άλλωστε μια από τις βασικότερες, αυτή η αντίθεση προβάλλει ως η αντίθεση του στοχασμού και της δράσης, ή, για να μιλήσουμε ακριβέστερα, ως η αντίθεση που αναφέρεται στις αντίστοιχες θέσεις που ταιριάζει να αποδώσουμε στον καθεα από τους δύο όρους. Αυτοί εδώ μπορούν, μέσα στη σχέση τους, να αντιμετωπιστούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους: είναι άραγε αληθινά δύο αντίθετα όπως φαίνεται να σκεφτόμαστε πιο συχνά, ή θα ήταν μάλλον δύο συμπληρώματα, ή ακόμη περισσότερο θα υπήρχε μεταξύ τους μια σχέση, όχι συνδετική, αλλά υποτακτική; Αυτές είναι οι διαφορετικές όψεις του ζητήματος, και αυτές οι όψεις αναφέρονται σε αντίστοιχες απόψεις, που έχουν άλλωστε αρκετά άνιση σημασία, αλλά που η καθεμιά τους μπορεί κατά κάποιο τρόπο να δικαιολογηθεί και αντιστοιχεί σε μια ορισμένη τάξη της πραγματικότητας.
Κατ' αρχήν, η πιο επιφανειακή άποψη, η πιο εξωτερική από όλες, είναι εκείνη που συνίσταται στο να αντιπαραθέτει καθαρά και απλά την μια στην άλλη, τον στοχασμό και τη δράση, σαν δύο αντίθετα με την πραγματική έννοια της λέξης. Η αντίθεση, πραγματικά, υπάρχει φαινομενικά, αυτό είναι αναμφισβήτητο. Και ωστόσο, αν ήταν απόλυτα αδιόρθωτη, θα είχαμε ένα πλήρες ασυμβίβαστο μεταξύ στοχασμού και δράσης, που έτσι δεν θα μπορούσαν ποτέ να βρεθούν ενωμένα. Στην πραγματικότητα, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Δεν υπάρχει, τουλάχιστο στις κανονικές περιπτώσεις, λαός μα ούτε και άτομο, που να μπορεί να είναι αποκλειστικά στοχαστικο ή αποκλειστικά ενεργητικό. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν εδώ δύο τάσεις από τις οποίες είτε η μια είτε η άλλη κυριαρχει σχεδόν αναγκαία, με τρόπο που η ανάπτυξη της μιας φαίνεται να πραγματοποιείται εις βάρος της άλλης, για τον απλούστατο λόγο ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα, εννοημένη με την ευρύτερη έννοια, δεν μπορεί να ασκηθεί εξ ίσου και ταυτόχρονα σε όλους τους τομείς και προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτό είναι που δίνει την εντύπωση μιας αντίθεσης αλλά πρέπει να υπάρχει μια δυνατότητα συμφιλίωσης μεταξύ αυτών των αντιθέτων η των υποτιθέμενων αντιθέτων και, εξ άλλου, θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για όλα τα αντίθετα, που παύουν να είναι τέτοια από τη στιγμή που, για να τα αντικρύσουμε, υψωνόμαστε πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο, από αυτό (δηλαδή) στο οποίο πραγματοποιείται η αντίθεσή τους. Όποιος λέει αντίθεση ή εναντίωση λέει, από αυτό και μόνο, δυσαρμονία και ανισορροπία, δηλαδή κάτι που, το έχουμε ήδη αρκετά υποδείξει, δεν μπορεί να υπάρξει παρά από μια σχετική άποψη, ιδιαίτερη και περιορισμένη.
Θεωρώντας τον στοχασμό και τη δράση ως συμπληρωματικές, τοποθετούμαστε λοιπόν σε μια άποψη ήδη πιο βαθειά και πιο αληθινή από την προηγούμενη, γιατί η αντίθεση έτσι συμφιλιώνεται και αίρεται, καθώς αυτοί οι δύο όροι ισορροπούν κατά τέτοιο τρόπο, ο ένας δια του άλλου. Θα επρόκειτο λοιπόν, φαίνεται, για δυό στοιχεία εξ ίσου αναγκαία, που συμπληρώνονται και στηρίζονται αμοιβαία, και που συνιστούν τη διπλή δραστηριότητα, εσωτερική και εξωτερική, ενος και του αυτού όντος, είτε πρόκειται για κάθε άνθρωπο χωριστά είτε για την ανθρωπότητα ολόκληρη. Αυτή η αντίληψη είναι ασφαλώς πιο αρμονική και πιο ικανοποιητική από την πρώτη. Παρ' όλα αυτά, αν μέναμε σε αυτήν αποκλειστικά, θα πέφταμε στον πειρασμό, λόγω της συσχέτισης που έχει καθιερωθεί με αυτό τον τρόπο, να θέσουμε στο ίδιο επίπεδο το στοχασμό και τη δράση, έτσι που δεν θα είχαμε παρά να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε, όσο είναι αυτό δυνατό, την πλάστιγγα σε ισορροπία, χωρίς ποτέ να διερωτηθούμε για μια οποιαδήποτε ανωτερότητα της μιας απέναντι στην άλλη. Και αυτό που καταδείχνει ότι μια τέτοια άποψη είναι ακόμη ανεπαρκής, είναι ότι αντίθετα αυτό το ζήτημα της ανωτερότητας τίθεται πραγματικά και πάντοτε, όποια και αν είναι η κατεύθυνση προς την οποία θέλησαν (κατά καιρούς) να το λύσουν.

Άλλωστε το ζήτημα που ενδιαφέρει εδώ, δεν αφορά μια πραγματική (de fair) επικράτηση, που είναι, τελικά, ζήτημα ιδιοσυγκρασίας ή φυλής, αλλά αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μια δικαιωματική (de droit) επικράτηση. Τα δύο αυτά δεν συνδέονται παρά μέχρις ενός σημείου. Αναμφίβολα, η αναγνώριση της ανωτερότητας της μιας από τις δύο τάσεις θα παροτρύνει στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη ανάπτυξή της, προτιμώντας την από την άλλη. Αλλά στην εφαρμογή, δεν είναι λιγότερο αληθινό ότι η θέση που θα καταλάβουν ο στοχασμός και η δράση για το σύνολο της ζωής ενός ανθρώπου ή ενός λαού θα προκύψει πάντα σε μεγάλο βαθμό από την ιδιαίτερη φύση του επειδή πρέπει για τούτο να ληφθούν υπ' όψη οι ιδιαίτερες δυνατότητες του καθενός. Είναι πρόδηλο ότι η έφεση για τον στοχασμό (contemplation) είναι πιο διαδεδομένη και ευρύτερα αναπτυγμένη στους Ανατολικούς. Δεν υπάρχει πιθανόν σε καμμιά χώρα τόσο όσο στην Ινδία, και γι' αυτό αυτή εδώ μπορεί να θεωρηθεί ως η κατ' εξοχήν αντιπροσωπευτική αυτού που ονομάσαμε ανατολικό πνεύμα. Αντίθετα, είναι αναμφισβήτητο ότι, κατά γενικό τρόπο, η έφεση για την πράξη, ή η τάση που απορρέει από αυτή την έφεση, επικρατεί στους δυτικούς λαούς, όσον αφορά τη μεγάλη πλειοψηφία των ατόμων, και ότι, ακόμη και αν αυτή η τάση δεν ήταν υπερτονισμένη και παραστρατημένη όπως είναι σήμερα, θα ίσχυε ωστόσο, με τρόπο που ο στοχασμός δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι (στην περίπτωση των δυτικών) παρά η ασχολία μιας ομάδας εκλεκτών πολύ πιο περιορισμένης. Γι' αυτό σπεύδουν να πουν στην Ινδία πως, αν η Δύση επέστρεφε σε μια κανονική κατάσταση και διέθετε μια κανονική κοινωνική οργάνωση, θα βρίσκαμε αναμφίβολα πολλούς Kshatriyas, αλλα λιγοστούς Brahmanes(1). Αυτό θα αρκούσε ωστόσο, αν η διανοητική ομάδα των εκλεκτών είχε πραγματικά συγκροτηθεί και αν η υπεροχή της είχε αναγνωριστεί, για να μπουν όλα στη θέση τους, γιατί η πνευματική δύναμη δεν βασίζεται καθόλου στον αριθμό (δηλαδή στην ποσότητα), του οποίου ο νόμος είναι ο νόμος της ύλης. Και άλλωστε, ας το αναλογιστούμε σοβαρά, στην αρχαιότητα και κυρίως στον μεσαίωνα, η φυσική προδιάθεση για την πράξη που υπήρχε στους Δυτικούς, δεν τους εμπόδιζε παρ' όλα αυτά καθόλου να αναγνωρίζουν την ανωτερότητα του στοχασμού, δηλαδή της καθαρής διάνοιας. Γιατί πρέπει να είναι διαφορετικά στη σύγχρονη εποχή; Είναι μήπως γιατί οι Δυτικοί, αναπτύσσοντας υπέρμετρα τις πρακτικές τους ικανότητες, κατάντησαν να χάσουν τη διανοητικότητά τους, (είναι γιατί) έχουν επινοήσει για παρηγοριά θεωρίες που τοποθετούν την πράξη πάνω από όλα και φτάνουν μάλιστα, όπως ο «πραγματισμός» («pragmatisme»), μέχρι του σημείου να αρνούνται ότι υπάρχει ό,τιδήποτε που να αξίζει έξω από αυτήν, ή μήπως είναι αντίθετα αυτός ο τρόπος αντίληψης που, αφού κατ' αρχήν υπερίσχυσε, οδήγησε στη διανοητική ατροφία που διαπιστώνουμε σήμερα; Και στις δύο υποθέσεις, και ακόμη στην αρκετά πιθανή περίπτωση που η αλήθεια θα βρισκόταν σ' ένα συνδυασμό των δύο, τα αποτελέσματα είναι ακριβώς τα ίδια. Στο σημείο που έφτασαν τα πράγματα, είναι μεγάλη ανάγκη να αντιδράσουμε και είναι εδώ, ας το επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά, που η Ανατολή μπορεί να έλθει σε βοήθεια της Δύσης, αν βέβαια αυτή εδώ το επιθυμεί, όχι για να της επιβάλλει αντιλήψεις που της είναι ξένες, όπως ορισμένοι μοιάζουν να το φοβούνται, αλλά κυρίως για να τη βοηθήσει να ξαναβρεί τη δική της παράδοση, της οποίας έχασε τη σημασία.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αντίθεση Ανατολής και Δύσης, στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων, έγκειται στο ότι η Ανατολή διατηρεί την ανωτερότητα του στοχασμού απέναντι στην πράξη, ενώ η σύγχρονη Δύση αξιώνει αντίθετα την ανωτερότητα της πράξης απέναντι στη θεωρία. Εδώ δεν πρόκειται πια, όπως όταν μιλούσαμε μόνο για αντίθεση ή για συμπλήρωματικότητα, επομένως για μια σχέση συνδετική ανάμεσα στους δύο υπάρχοντες όρους, δεν πρόκειται πια, λέμε, για απόψεις που η καθεμιά τους μπορεί να έχει το δικό της λόγο ύπαρξης και να είναι αποδεκτή τουλάχιστον ως η έκφραση μιας κάποιας σχετικής αλήθειας. Επειδή μια σχέση υποτακτική δεν είναι δυνατόν να ανατραπεί από την ίδια της τη φύση, οι δύο αντιλήψεις καθίστανται πραγματικά αντιφατικές, επομένως αλληλοαναιρούνται, έτσι που αναγκαστικά, μόλις αποδεχτούμε ότι υπάρχει πραγματικά υποταχτική σχέση, η μια (άποψη) είναι η αληθινή και η άλλη ψευδής. Προτού εισέλθουμε στο βάθος του ζητήματος, ας σημειώσουμε ακόμη και τούτο: ενώ το πνεύμα που διατηρήθηκε στην Ανατολή, είναι αληθινά παντοτινό, όπως είπαμε παραπάνω, το άλλο πνεύμα δεν εμφανίστηκε παρά σε μια πολύ πρόσφατη περίοδο, πράγμα που, πέρα από κάθε άλλη θεώρηση, μπορεί ήδη να μας κάνει να συλλογιστούμε πως είναι κάτι ανώμαλο. Αυτή η εντύπωση ενισχύεται από την ίδια την υπερβολή μέσα στην οποία καταφεύγει, ακολουθώντας την τάση που του είναι οικεία, το σύγχρονο δυτικό πνεύμα, που, χωρίς να αρκείται στο να διακηρύσσει σε κάθε ευκαιρία την ανωτερότητα της πράξης, φτάνει να την καθιστά αποκλειστική του ασχολία και να αρνειται κάθε αξία στο στοχασμό, του οποίου αγνοεί ή παραγνωρίζει άλλωστε εντελώς την αληθινή φύση. Αντίθετα, οι ανατολικές διδασκαλίες, βεβαιώνοντας όσο το δυνατό πιο καθαρά την ανωτερότητα και μάλιστα την υπερβατικότητα του στοχασμού απέναντι στην πράξη, δεν προσδίδουν λιγότερο σε αυτήν (την πράξη) τη νόμιμη θέση της και αναγνωρίζουν πρόθυμα όλη τη σημασία της μέσα στην τάξη των ανθρώπινων συγκυριών(2).
Οι ανατολικές διδασκαλίες, και ακόμη οι αρχαίες δυτικές διδασκαλίες, ομόφωνα βεβαιώνουν ότι ο στοχασμός είναι ανώτερος από την πράξη, όπως το αμετάβλητο είναι ανώτερο από την αλλαγή(3). Η πράξη, μη όντας παρά μια μεταβατική και στιγμιαία μεταβολή του όντος, δεν θα μπορούσε να έχει μέσα της την αρχή της και τον επαρκή λόγο (ύπαρξής της). Αν δεν συνδέεται με μια αρχή που βρίσκεται επέκεινα του συμβατικού της πεδίου, δεν είναι παρά μια καθαρή απάτη. Και αυτή η αρχή από την οποία αντλεί όλη την πραγματικότητά της οποίας είναι επιδεκτική, και ακόμη την ύπαρξή της και τη δυνατότητά της, δεν μπορεί να βρίσκεται παρά μέσα στο στοχασμό, ή, αν προτιμάτε, στη γνώση, γιατί, στο βάθος, αυτοί οι δύο όροι είναι συνώνυμοι ή τουλάχιστον συμπίπτουν, καθώς η γνώση καθαυτή και η διαδικασία δια της οποίας φτάνουμε σε αυτή δεν μπορούν κατά κανέναν τρόπο να είναι χωρισμένες(4). Παρόμοια, η αλλαγή, κατά τη γενικοτερη παραδοχή, είναι ακατάληπτη και αντιφατική, δηλαδή αδύνατη χωρίς μια αρχή εκ της οποίας να προέρχεται και που, εξ αιτίας μάλιστα του ότι είναι η αρχή της, δεν μπορεί να της είναι υποταγμένη, άρα είναι αναγκαστικά ακίνητη. Και γι' αυτό, στη δυτική αρχαιότητα, ο Αριστοτέλης είχε βεβαιώσει την αναγκαιότητα του «κινούντος ακινήτου» όλων των πραγμάτων. Αυτόν τον ρόλο του «κινούντος ακινήτου», η γνώση τον παίζει ακριβώς σε σχέση με την πράξη. Είναι αυτονόητο πως αυτή εδώ ανήκει καθ' ολοκληρίαν στον κόσμο της αλλαγής, του «γίγνεσθαι». Μόνο η γνώση επιτρέπει να εξέλθουμε από αυτον τον κόσμο και από τους περιορισμούς που του είναι συμφυτοι, και, όταν αγγίζει το ακίνητο, πράγμα που αφορά την αρχική (δηλαδή των αρχών) μεταφυσική γνώση που είναι η κατ' εξοχήν γνώση, αποκτά αυτή η ίδια την ακινησία, γιατί κάθε αληθινή γνώση είναι ουσιαστικά ταύτιση με το αντικείμενό της. Είναι ακριβώς αυτό που αγνοούν οι σύγχρονοι Δυτικοί, που, αναφορικά με τη γνώση, δεν αποσκοπούν πια παρά σε μια γνώση λογική και δια-λεκτική (discursive), επομένως έμμεση και ατελή, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κατ' αντανάκλαση γνώση, και που μάλιστα, όλο και περισσότερο δεν επιδοκιμάζουν αυτή την κατώτερη γνώση παρά στο βαθμό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί άμεσα για πρακτικούς σκοπούς. Αφοσιωμένοι στην πράξη σε σημείο που να αρνούνται ό,τι την υπερβαίνει, δεν αντιλαμβάνονται ότι κι αυτή ακόμη η πράξη εκφυλίζεται έτσι, ελλείψει αρχής, σε μια ταραχή τόσο μάταιη όσο και στείρα.
Εδώ βρίσκεται, στην πραγματικότητα, το πιο εμφανές γνώρισμα της σύγχρονης εποχής: ανάγκη για αδιάκοπη ταραχή, συνεχή αλλαγή, ταχύτητα διαρκώς αυξανόμενη όπως αυτή με την οποία ξετυλίγονται τα ίδια τα γεγονότα. Είναι η διασπορά μέσα στην πολλαπλότητα, και μάλιστα μια πολλαπλότητα από την οποία λείπει η συνείδηση κάποιας ανώτερης αρχής για να της δώσει ενότητα. Πρόκειται, μέσα στην καθημερινή ζωή όπως και μέσα στις επιστημονικές θεωρήσεις, για μια ανάλυση σπρωγμένη στα άκρα, για έναν απεριόριστο κατακερματισμό, μια αληθινή αποσύνθεση της ανθρώπινης δραστηριότητας μέσα σε όλες τις βαθμίδες όπου μπορεί ακόμη να ασκηθεί. Εξ ου και η ανικανότητα σύνθεσης, η αδυναμία για κάθε συγκέντρωση, τόσο έντονη στα μάτια των Ανατολικών. Είναι τα φυσικά και αναπόφευκτα επακόλουθα μιας διαδικασίας προς τον υλισμό όλο και πιο έντονης, γιατί η ύλη είναι ουσιαστικά πολλαπλότητα και διαίρεση, και γι' αυτό, ας το πούμε επί τροχάδην, όλα όσα προέρχονται από αυτήν δεν μπορούν να γεννήσουν παρά συμπλοκές και συγκρούσεις κάθε λογής, ανάμεσα στους λαούς όπως και ανάμεσα στα άτομα. Όσο βυθιζόμαστε μέσα στην ύλη, τόσο εντείνονται και διευρύνονται τα στοιχεία της διαίρεσης και της αντίθεσης. Αντίστροφα, όσο υψωνόμαστε προς την καθαρή πνευματικότητα, τόσο πλησιάζουμε στην ενότητα, που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πλήρως παρά με την απόκτηση συνείδησης των οικουμενικών αρχών.
Ακόμη πιο παράδοξο, είναι ότι η κίνηση και η αλλαγή επιδιώκονται αυτές καθαυτές, και όχι εν όψει κάποιου στόχου προς τον οποίο να οδηγούν. Και αυτό το γεγονός απορρέει άμεσα από την απορρόφηση όλων των ανθρωπίνων ικανοτήτων μέσα στην εξωτερική δράση, της οποίας σημειώσαμε μόλις πριν τον στιγμιαίο χαρακτήρα. Είναι ακόμη η διασπορά ιδωμένη από άλλη πλευρά, και σε ένα πιο προχωρημένο στάδιο: είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, σε μια τάση για το στιγμιαίο, που έχει ως όριο μια κατάσταση καθαρής ανισορροπίας, η οποία, αν ήταν δυνατό να το φτάσει, θα συνέπιπτε με την τελική διάλυση αυτού του κόσμου. Και είναι ακόμη ένα από τα πιο φανερά σημάδια της τελευταίας περιόδου της Kali – Yuga.
Αντίστοιχα, το ίδιο πράγμα συμβαίνει στην περιοχή της επιστήμης: είναι η έρευνα για την έρευνα, πολύ περισσότερο παρ' όσο για τα μερικά και αποσπασματικά αποτελέσματα στα οποία καταλήγει. Είναι η όλο και πιο γοργή διαδοχή θεωριών και υποθέσεων χωρίς θεμελίωση, που μόλις οικοδομηθούν, καταρρέουν για να αντικατασταθούν από άλλες που θα διαρκέσουν ακόμη λιγότερο, αληθινό χάος εν μέσω του οποίου θα ήταν μάταιο να αναζητήσουμε κάποια στοιχεία που αποκτήθηκαν οριστικά, για ναμην πούμε μια τερατώδης συσσώρευση γεγονότων και λεπτομερειών που δεν μπορούν τίποτε να αποδείξουν ούτε τίποτε να σημαίνουν. Μιλούμε εδώ, εννοείται, για ό,τι αφορά την θεωρητική (speculatif) άποψη, στο ποσοστό που επιβιώνει ακόμη. Όσον αφορά τις πρακτικές εφαρμογές, υπάρχουν αντίθετα αποτελέσματα αναμφισβήτητα, και τούτο κατανοείται χωρίς κόπο, επειδή αυτές οι εφαρμογές αναφέρονται άμεσα στο χώρο της ύλης, και επειδή αυτός ο χώρος είναι ακριβώς ο μόνος όπου ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να καυχηθεί για μια πραγματική ανωτερότητα. Δεν μένει λοιπόν παρά να περιμένουμε οι ανακαλύψεις ή μάλλον οι μηχανικές και βιομηχανικές εφευρέσεις να συνεχίσουν να αναπτύσσονται και να πολλαπλασιάζονται κι αυτές με όλο και πιο γοργό ρυθμό, μέχρι το τέλος του σημερινού αιώνα. Και ποιος ξέρει αν, με τους κινδύνους καταστροφής που εγκυμονούν, δεν θα είναι ένας από τους κυριότερους παράγοντες της ύστατης καταστροφής, αν τα πράγματα φτάσουν σε τέτοιο σημείο που να μη μπορεί να αποφευχθεί;
Όπως και νάναι, έχουμε γενικά την εντύπωση, πως δεν υπάρχει πια, στη σημερινή κατάσταση, καμμιά σταθερότητα. Αλλά ενώ μερικοί αισθάνονται τον κίνδυνο και προσπαθούν να αντιδράσουν, οι περισσότεροι από τους συγχρόνους μας αρέσκονται σε αυτή την αταξία μέσα στην οποία βλέπουν κάτι σαν μια εξωτερικευμένη εικόνα της ίδιας τους της νοοτροπίας. Υπάρχει πραγματικά μια ακριβής αντιστοιχία ανάμεσα σε έναν κόσμο όπου όλα μοιάζουν να βρίσκονται σε καθαρό «γίγνεσθαι», όπου δεν υπάρχει καμμιά θέση για το αμετάβλητο και το διαρκές, και στο πνεύμα των ανθρώπων που συντελούν ώστε κάθε πραγματικότητα να συνίσταται μέσα σε αυτό το ίδιο «γίγνεσθαι», πράγμα που συνεπάγεται την άρνηση της αληθινής γνώσης, όσο και του αντικειμένου αυτής της γνώσης, δηλαδή, τις μεταφυσικές και οικουμενικές αρχές. Μπορούμε μάλιστα να πάμε και πιο μακρυά: πρόκειται για την άρνηση κάθε πραγματικής γνώσης, όποιας τάξης και αν είναι, ακόμη και μέσα στο σχετικό, επειδή, όπως υποδειξαμε πιο πάνω, το σχετικό είναι ακατάληπτο και αδύνατο χωρίς το απόλυτο, το τυχαίο χωρίς το αναγκαίο, η αλλαγή χωρίς το αμετάβλητο, η πολλαπλότητα χωρίς την ενότητα. Ο «σχετικισμός» («relativisme») εμπεριέχει μια αντίφαση, και όταν θέλουμε όλα να τα υποβιβάσουμε στην αλλαγή, οφείλουμε να καταλήξουμε λογικά στην άρνηση της ίδιας της ύπαρξης της αλλαγής. Στο βάθος, τα περίφημα επιχειρήματα («παράδοξα») του Ζήνωνα του Ελεάτη δεν είχαν άλλη έννοια. Πρέπει να πούμε, πραγματικά, ότι οι θεωρίες του είδους για το οποίο μιλάμε δεν είναι αποκλειστικά των σύγχρονων καιρών, γιατί δεν πρέπει να μεγαλοποιούμε τίποτα. Μπορούμε να βρούμε μερικά παραδείγματα στην ελληνική φιλοσοφία, και η περίπτωση του Ηράκλειτου με τη ρήση του «τα πάντα ρει», είναι το πιο γνωστό από αυτή την αποψη. Είναι μάλιστα αυτό που ώθησε τους Ελεάτες να πολεμήσουν τις αντιλήψεις αυτές, καθώς και εκείνες των ατομιστών, δια μιας εις άτοπον απαγωγής. Στην Ινδία μάλιστα απαντάται κάτι παρόμοιο, αλλά, εννοείται από μια άλλη άποψη μη φιλοσοφική. Ορισμένες βουδδιστικές σχολές, πραγματικά, παρουσίασαν κι αυτές τον ίδιο χαρακτήρα, γιατί μια από τις κυριότερες θέσεις τους (theses) ήταν αυτή της «διαλυτότητας όλων των πραγμάτων»(5). Μόνο που αυτές οι θεωρίες, δεν αποτελούσαν τότε παρά εξαιρέσεις και τέτοιες εξαιρέσεις ενάντια στο παραδοσιακό πνεύμα, που μπόρεσαν να γίνουν καθ' όλη τη διάρκεια της Kali – Yuga, δεν είχαν τελικά παρά αρκετά περιορισμένη έκταση. Αυτό που είναι καινούργιο, είναι η γενίκευση παρόμοιων αντιλήψεων, όπως το διαπιστώνουμε στη σημερινή Δύση.
Πρέπει να σημειώσουμε ακόμη ότι οι «φιλοσοφίες του γίγνεσθαι», υπό την επίδραση της πολύ πρόσφατης ιδέας της «προόδου», πήραν στους σύγχρονους μια ειδική μορφή, που οι παρόμοιες θεωρίες δεν είχαν ποτέ στους αρχαίους: αυτή η μορφή, που άλλωστε απαντάται σε πολλές ποικιλίες, είναι αυτή που μπορούμε, γενικά, να ονομάσουμε «εξελικτισμό» («evolutionnisme»). Δεν θα επανέλθουμε σε αυτά που έχουμε ήδη πει αλλού σχετικά με αυτό το θέμα. Θα υπενθυμίσουμε μόνο ότι κάθε αντίληψη που δεν παραδέχεται τίποτε άλλο από το «γίγνεσθαι» είναι αναγκαία, από αυτό και μόνο, μια αντίληψη «φυσιοκρατική», που ως τέτοια συνεπάγεται μαι κατηγορηματική άρνηση αυτού που βρίσκεται πέρα από τη φύση, δηλαδή του μεταφυσικού χώρου, που είναι ο χώρος των αμετάβλητων και αιωνίων αρχών. Θα σημειώσουμε ακόμη, αναφορικά με αυτές τις αντιμεταφυσικές θεωρίες, ότι η μπερξονική ιδέα της «καθαρής διάρκειας» αντιστοιχεί ακριβώς σε αυτή τη διασπορά μέσα στο στιγμιαίο για την οποία μιλήσαμε παραπάνω. Η υποτιθέμενη ενόραση που συμμορφώνεται στην αδιάκοπη ροή των αισθητών πραγμάτων, όχι μόνο δεν μπορεί να είναι το μέσο για μια αληθινή γνώση, αλλά στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει τη διάλυση κάθε δυνατής γνώσης.
Αυτό μας κάνει να επαναλάβουμε ακόμη μια φορά, επειδή αυτό είναι ένα πολύ ουσιαστικό σημείο για το οποίο είναι απαραίτητο να μην αφήσουμε να απομείνει καμμιά αμφιβολία, ότι η διανοητική ενόραση, δια της οποίας και μόνο αποκτάται η αληθινή μεταφυσική γνώση, δεν έχει απολύτως τίποτε το κοινό με αυτή την άλλη ενόραση περί της οποίας μιλούν ορισμένοι σύγχρονοι φιλόσοφοι: αυτή εδώ είναι της τάξεως των αισθητών, είναι καθαυτό υπο – λογική, ενώ η άλλη, που είναι η καθαρή διάνοια, είναι αντίθετα υπερ – λογική. Μα οι σύγχρονοι, που δεν γνωρίζουν τίποτε ανώτερο από τη λογική μέσα στην τάξη της διάνοιας, ούτε καν συλλαμβάνουν τι μπορεί να είναι η διανοητική ενόραση, ενώ οι διδασκαλίες της αρχαιότητας και του μεσαίωνα, ακόμη και όταν δεν είχαν παρά έναν απλά φιλοσοφικό χαρακτήρα και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσαν πραγματικά να επικαλεστούν αυτή την ενόραση, δεν αναγνώριζαν λιγότερο ρητά την ύπαρξή της και την υπεροχή της απέναντι σε όλες τις άλλες ικανότητες. Γι' αυτό δεν υπήρξε «ορθολογισμός» πριν από τον Descartes. Είναι και αυτό ένα πράγμα κατ' εξοχήν σύγχρονο, άλλωστε στενά αλληλέγγυο με τον «ατομικισμό», επειδή δεν είναι τίποτε άλλο από την άρνηση κάθε ικανότητας υπερ – ατομικής τάξης. Όσο οι Δυτικοί θα επιμένουν (πεισματικά) να παραγνωρίζουν ή να αρνούνται τη διανοητική ενόραση, δεν θα μπορέσουν να έχουν καμμιά παράδοση με την πραγματική έννοια αυτής της λέξης, και ούτε θα μπορέσουν να συνεννοηθούν με τους αυθεντικούς εκπροσώπους των ανατολικών πολιτισμών, στους οποίους όλα μοιάζουν να κρέμονται από αυτή την ενόραση, την αμετάβλητη και αλάνθαστη καθαυτήν, μοναδικό σημείο αφετηρίας κάθε εξέλιξης προσαρμοσμένης στους παραδοσιακούς τύπους.



_________________
1.Ο στοχασμός και η πράξη, πραγματικά είναι αντίστοιχα τα ιδιαίτερα λειτουργήματα στις δύο πρώτες κάστες, των Brahmanes και των Kshatriyas ακόμη οι σχέσεις τους είναι ταυτόχρονα οι σχέσεις της πνευματικής αρχής και της κοσμικής εξουσίας. Αλλά δεν σκοπεύουμε να ασχοληθούμε εδώ ειδικά με αυτή την πλευρά του ζητήματος, που θα άξιζε ξεχωριστή διαπραγμάτευση.
2.Αυτοί που θα αμφέβαλλαν για τούτη την τόσο πραγματική σημασία, αν και σχετική, που οι παραδοσιακές διδασκαλίες της Ανατολής και κυρίως αυτή της Ινδίας, δίνουν στην πράξη, τους παραπέμπουμε για να πειστούν, στην Bhagavad – Gita που είναι άλλωστε, δεν πρέπει να το ξεχνούμε, αν θέλουμε να κατανοήσουμεκαλά το νόημα της, ένα βιβλίο που απευθύνεται ειδικά στους Kshatriyas.
3.Λόγω της έτσι καθιερωμένης σχέσης λέγεται ότι ο Brahmane είναι το πρότυπο των αμετάβλητων όντων, και ότι ο Kshatriya είναι το πρότυπο των κινητών και μεταβαλλόμενων όντων. Έτσι όλα τα όντα αυτού του κόσμου, σύμφωνα με τη φύση τους, βρίσκονται πρωτίστως σε σχεση με το ένα ή το άλλο, γιατί υπάρχει μια άριστη αντιστοιχία ανάμεσα στην κοσμική και την ανθρώπινη τάξη (Σ.τ.μ. Οι δύο τύποι αποτελούν αρχέτυπα που απορρέουν από τον υπερβατικό χώρο.)
4.Πρέπει να σημειώσουμε, πραγματικά, ως συνέπεια του ουσιαστικά στιγμιαίου χαρακτήρα της πράξης, ότι, στην περιοχή της, τα αποτελέσματα είναι πάντα αποκομμένα από αυτό που τα προξενεί, ενώ αντίθετα, η γνώση φέρει τους καρπούς της μέσα της.
5.Λίγο καιρό μετά τη γέννησή του, ο Βούδδισμός στην Ινδία συνδέθηκε με μια από τις κύριες εκδηλώσεις της εξέγερσης των Kshatriyas ενάντια στην εξουσία των Brahmanes και όπως είναι εύκολο να καταλάβουμε σύμφωνα με τις υποδείξεις που προηγήθηκαν υπάρχει, γενικά, ένας πολύ άμεσος δεσμός ανάμεσα στην άρνηση κάθε αμετάβλητης αρχής και στην άρνηση της πνευματικής αρχής, ανάμεσα στον υποβιβασμό κάθε πραγματικότητας στο «γίγνεσθαι» και στην κατάφαση για την υπεροχή της κοσμικής εξουσίας, της οποίας το πεδίο είναι ο κόσμος της δράσης. Και θα μπορουσαμε να διαπιστώσουμε ότι η εμφάνιση διδασκαλιών «φυσιοκρατικών» ή αντιμεταφυσικών προκαλείται πάντοτε όταν το στοιχείο που αντιπροσωπεύει την κοσμική εξουσία μέσα σε ένα πολιτισμό, επικρατεί του στοιχείου που αντιπροσωπεύει την πνευματική εξουσία.




RENEE GUENON
Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (1927)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΩΤΗΡΗΣ Π. ΓΟΥΝΕΛΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ 1980

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Από ό,τι φαίνεται το μεγάλο μειονέκτημα του monsier Renee είναι ότι έγραψε όσα έγραψε έναν αιώνα πριν περίπου. Αναρωτιέμαι τι θα έγραφε σήμερα περί Αμετάβλητου με την εξέλιξη της κβαντοφυσικής και κοσμολογίας. Θεωρία υπερχορδών, σκοτεινή ενέργεια, παράλληλα σύμπαντα, σύμπαντα-φυσαλίδες μέσα σε κοσμικούς ωκεανούς και συνεχής διαστολή αυτών, κβαντικό κενό και πάει λέγοντας.

Διασκεδαστική είναι και η θέση του περί υποτακτικής σχέσης δράσης και πράξης. Μου κάνει λίγο για σχέση άρρενος και θήλεως, ενεργητικού και παθητικού αντίστοιχα όπως μας μάθανε. Ωστόσο, στην ταντρική φιλοσοφία αλλάζουν οι ρόλοι! Μήπως λοιπόν η ενεργητικότητα και η παθητικότητα ενυπάρχουν μέσα και στα δύο ταυτοχρόνως; Αλλά άλλα τα μάτια του λαγού και άλλα της κουκουβάγιας.

Φρονώ επίσης ότι οι απόψεις του περί ανατολισμού και καστών υστερούν ελαφρώς. Οι ανατολιστές λαμβάνουν ιδιαίτερα υπόψιν τους το νόμο της δράσης-αντίδρασης (κάρμα) και γι αυτό είναι προσεχτικοί στον τρόπο που δρουν. Ωστόσο, η εμμονή στην "παράδοση" των καστών, είναι υπεύθυνη για πολλά δεινά τους. Καμιά φορά η αποδοχή των όποιων παραδόσεων δηλαδή μπορεί να είναι επιζήμια.

Όσο περί γίγνεσθαι και είναι, εεε αλίμονο! Και γιατί όχι αέναο "αποκαλύπτειν του είναι" δηλαδή; Γιατί πρέπει το ένα να είναι διαχωρισμένο από το άλλο και μάλιστα το πρώτο να θεωρείται και κατώτερο του δεύτερου; Γιατί να μην εκλάβουμε την Υπαρξη ως ένα κρόμμυον που η πορεία του στον χωρόχρονο να είναι το αποκαλυπτικό ξεφλούδισμα του ως αδρανής δράση, που όταν φτάσει στο Κέντρο του, στο τελείωμα του, να απαντάται το Κενό;

Και ποια άραγε να ήταν η άποψη του monsier Renee περί βουδιστικού Κενού; Αλλά ας μην το ζορίσουμε παραπάνω γιατί σα να ακούω τα κόκαλά του τελευταίου εκ των δυτικών εσωτεριστών να τρίζουνε.

Παρείσακτος είπε...

χαχα! να είστε καλά! με κάνατε και γέλασα με το σχόλιό σας!

Ανώνυμος είπε...

Ναι, έχουμε ταλέντο στα laughing sessions, κάτι που λείπει από τις αυθεντίες του εσωτερισμού. Παίρνει μπόνους και το κάρμα μας συν τοις άλλοις. Βέβαια, ο monsier Renee δεν ξέρουμε κατά πόσο θα γελάει άμα μας ακούει αλλά τώρα μάλλον αυτός θα είναι απασχολημένος με την κατάρρευση της σιγουριάς του περί Αμετάβλητου. Να στε και σεις καλά και πάντα τέτοια να ποστάρετε, ώστε να μας δίνετε το έναυσμα να κάνουμε τον κόσμο να γελάει.