Αλλάχ, αδερφούλη
μου, είσαι, να ξέρης, θεός ντερβισάκι
και πολύ-πολύ εν τάξει εφόσον και δεν
κάνεις τρίτσα-κάτσα. Το κρασί μπορεί να
τ' απαγορεύης, μια και τα γουρούνια
ξεθάψανε κάτι ασκιά που τάχε κρύψει ο
Μωάμεθ το προφητάκι σου στην άμμο να
κάνη θαύμα και να χαζέψη σεργιανιστικά
και μ' ανοιχτό το στόμα πάσα ο ντουνιάς,
με την ευκαιρία μάλιστα αφώρισες και
το χοιρινό, που λόγω κλιμα είναι ανθυγιεινό
για τους πιστούς σου. Μπορεί τη μέθη να
την κατακρίνης, κατά πως ο μακαρίτης ο
προφητάναξ, πούπε εκείνο το «μέθη κακόν»
κι ύστερα σήκωσε το ποτήρι του και ξανάπε
«οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου», κι
έγινε σαν Αμερικανάκι του Έκτου Στόλου
από σούρα, μπορεί τα πάντα σου, αλλά
έχεις αφήσει κάρτα μπιάνκα τα γυναικάκια
και βολεύεται ο πάσα λάτρης σου κατά τη
βολή του, και ακόμα άφησες και το μαυράκι,
το χασίσι, το «χόρτο», να στα πω μόρτικα,
να το φουμάρη κατά πως γουστάρει ο
καθένας στην υγεά σου και να στρώνη
κεφάλα, μέχρι που να βλέπη τις ακρίδες
φοντάν και την πεθερά του κουκλάκι!
Και λοιπόν, επί
βασιλιά Βαλδουίνου του Δεύτερου – Θεός
σχωρέστον – πολύ ήτανε της μόδας το
χασίσι στις Ανατολικές χώρες. Γίνανε
κείνοι οι πόλεμοι στην κοιλάδα του
Σοφάρ, κοντά στη Δαμασκό, που φάγανε το
κεφάλι του λεβέντη του Τουχετκίν, ησύχασε
το βασίλειο, φώναξε και την κυρά του την
Σκυλαρμένισσα ο βασιλέψ και της είπε
τα όσα σκέφτεται.
-Τρεις μοναχοκόρες
έχουμε ρε συ γυναίκα. Τι θα τις κάνουμε;
Θα τις βαστήξουμε στο σπίτι να μαζεύουνε
άλμπουμ με ηθοποιούς;
-Νο μονσενιέρ.
Η μοίρα και ο προορισμός της κοπέλας
είναι να παντρεύεται.
-Και ποιος θα
τις πάρει αυτές τις φακλάνες;
-Τι λέτε μονσενιέρ!
Παιδάκια του βασιλέως, ο οποιοσδήποτε
θα τις θέλη για τιμή και για δόξα του.
Πρώτον, είναι ο Βοημούνδος ο Δεύτερος,
ένα παιδί κούκλος! Νέος, βέβαια, αλλά
παλληκάρι, ξανθός, μεγαλοπρεπής,
ανοιχτόκαρδος, κουβαρντάς! Τι λέτε; Να
του πασάρουμε τη δεύτερη, την Αλίκη μας;
-Δώστου την
γιατί είναι και τζαναμπέτω η δεύτερη.
-Έγινε. Θα του
την κάνω πάσα εγώ. Ένα ταξιδάκι στη Συρία
και θα τον φέρω γαμπρό και τιμημένο να
σας φιλήση το χέρι. Μόνο φροντίστε να
το έχετε πλύνει.
-Έννοια σου.
-Με τη μεγάλη,
τη Μελισσάνθη, τι γίνεται;
-Κύριε και
αυθέντα μου, για την Μελισσάνθη πρέπει
να πάρουμε βόλτα τις αυλές. Εμείς γυιό
δεν έχουμε και όποιος κουκουλωθή τη
μεγάλη θα πάρη μια μέρα και το βασίλειό
μας σα διάδοχος. Ε, να μην πέση σε τίποτα
χέρια τσουρούτικα και μας το κάνουνε
μαντάρα το μαγαζί. Εδώ είναι «Οίκος
ιδρυθείς το 1101».
-Ωραία. Να
γράψουμε να μας στείλουνε γαμπρό από
τη Γαλλία.
Έφυγε η γραφή
με βασιλικές βούλες, πήγανε μαζί της
και δυό «ανώτεροι» με μπάκα να δούνε τι
παιδί θα μπάζανε στο σπίτι, στο τέλος
βρέθηκε ο κύριος Φουλκ, κόμητας του
Ανζού, που είχε κάνει κάτι κουτσικέλες
και δεν στεκότανε καλά στον τόπο του
και δέχτηκε το γάμο. Στις 2 Ιουνίου 1129
χορεύανε στους δρόμους οι πιστοί υπήκοοι
για τους γάμους της πριγκηποπούλας τους
και δήθεν δάκρυζε από μητρικό φίλτρο η
μαμά στο παλάτι. Έλεγε και στις άλλες
καμαρωτή σαν κεντητό μαξιλαράκι του
καναπέ: «Παντρεύτηκε η Μελισσάνθη μου.
Πολύ καλό παιδί. Κουβαλητής, λεβέντης
και βαρβάτος. Πολύ καλά θα περάση το
κοριτσάκι μας».
Πάνε λοιπόν τα
δύο τρίτα από τα βερεσέδια του
μεγαλειότατου, άνοιξε το πουγκί του
στις προίκες και στα δώρα, φάγανε μέχρι
πρήξιμο οι μουζικάντες και οι θαυματοποιοί,
πήρανε δάνεια για καινούργιες στολές
οι αξιωματικοί και για καινούργια λοφία
οι ιππότες του, πέσανε στο ψητό οι
Ιωαννίτες κι οι Ναΐτες, τα τάγματα, να
πούμε, της σωματοφυλακής του, σάμπως
άρχισε να πατώνη ο μπεζαχτάς. Φώναξε
την κυρά του ο βασιλιάς, «φέρε χαρτί και
μολύβι», σάλιωσε το μολύβι κι άρχισε
τους λογαριασμούς.
«Σαράντα χιλιάδες
υπέρπυρα στολές. Τριάντα χιλιάδες
δηνάρια μισθούς. Εννέα χιλιάδες υπέρπυρα
φαγιά...», τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι,
του βγήκε ένδεκα το λαδόξυδο και τράβαγε
το μούσι του.
-Τώρα τι κάνουμε
από λεφτά;
-Να σας πω, κύριε
και αυθέντα μου, έκανε διστακτική η
μαντάμ, η βασίλισσα. Ο Τουχετκίν, ο
βασιλιάς της Δαμασκού πέθανε. Και λένε
ότι η Δαμασκός έχει του κόσμου τα πλούτια.
Εφ' όσον η ράτσα σας, ράτσα των ευγενών,
έχει την αρπαγή και την κλοπή σαν κύρια
πηγή εισοδήματος, με συγχωρείτε δηλαδή,
αλλά δεν κάνετε ένα μικρό ντου στην
Δαμασκό; Θα ξαναγεμίσουμε τα κεμέρια
μας, χώρια η δόξα και η νίκη που θα
λαμπρύνουν τα πεπραγμένα της βασιλείας
σας.
-Μπράβο γυναίκα!
Τη φίλησε μ' όλη
τη συζυγική σιχασιά ο μεγαλειότατος,
φώναξε τους ανθρώπους του και εξήγησε
το πλάνο.
-Να μασήσουμε
την Δαμασκό.
Ο κύριος αρχηγός
των Ιωαννιτών και ο κύριος μάγιστρος
των Ναϊτών γελάσανε μέχρι τ' αυτιά.
-Βεβαίως, και
αργήσαμε να το σκεφτούμε.
Όπως γίνεται
πριν αρχίση το φάγωμα, μπήκανε κάτου τα
επιτελικά σχέδια. Σηκώθηκε λοιπόν απάνου
ο μάγιστρος των Ναϊτών, ο Ούγος ντε
Παγιάν, με την πεντάλφα του Σολομώντα
χρυσοκεντημένη πάνω στην κάπα του,
ανέμισε περήφανα και πολεμόχαρα την
κασιδιάρικη κόμη του και είπε τα κάτωθι:
-Οι Χασσασίνοι
είναι μαζί μας.
-Τι σόι πράμα
είν' αυτοί οι Χασσασίνοι; απόρησε ο
μεγαλειότατος.
Κι ο μεσσίρ
Ούγος ντε Παγιάν άρχισε το μικρό του
εγκυκλοπαιδικό μάθημα:
-Κατά που ξέρει
η μεγαλειότης σου και σεις ευγενικοί
μου άρχοντες, κάθε θρησκεία είναι μια
μεγάλη φιλοσοφική αλήθεια, που ξεκινάει
από κάποιον εμπνευσμένο, θεϊκά ή
ανθρώπινα, φιλόσοφο, για να κατακτήση,
με τις θεωρίες της έναν κόσμο πιστών. Ο
Ζαρατούστρας στους Πέρσες, ο Βούδδας
στους Ινδούς, το Δωδεκάθεο για τους
Έλληνες, ο Χριστός για μας, ο Μωάμεθ για
τους μουσουλμάνους. Ξεκινάει πάντα
αγνά, τίμια, με τις καλύτερες προθέσεις
για μιαν εξιδανίκευση της ανθρωπότητας
και για μια τέλεια συμβίωση ανάμεσά
τους. Αλλά στο δρόμο, από τον παραγωγό
μέχρι τον καταναλωτή, γίνεται ό,τι
γινότανε μια φορά με το συσσίτιο του
φαντάρου. Ένα δηνάριο την ημέρα πλήρωνε
ο άρχοντας στην επιμελητεία, τρία τέταρτα
δηναρίου έδινε η επιμελητεία στον
χιλίαρχο, μισό δηνάριο έδινε ο χιλίαρχος
στον λοχαγό, ένα τέταρτο δηναρίου έδινε
ο λοχαγός στον σιτιστή και ενάμισυ
χάλκινο πλήρωνε ο σιτιστής στους
μαγείρους, που κλέβανε το μισό, για να
φάει ένα χάλκινο ο φαντάρος και να κλέβη
τις κουβέρτες να τις πουλάη στο Γιουσουρούμ
για να κονομηθή. Έτσι και με τις θρησκείες,
την πήρε γενική αντιπροσωπεία ο δικός
μας, να πούμε, ο πάπας, την πασάρισε στους
καρδιναλίους λειψή, την ξύσανε οι
καρδινάλιοι πριν την περάσουνε στους
παπάδες, πήρανε και κείνοι την πρέζα
τους, στο τέλος οι πιστοί μαθαίνουνε,
ό,τι ήτανε να μάθουνε από αβιταμινωμένες
θεωρίες και πληρώσανε το κερί τους πέντε
φορές απάνω. Κι οι μεγάλοι, που κρατάγανε
το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας
στα χέρια τους, περνάγανε έκτακτα, μόνο
που μαλώνανε μεταξύ τους, δήθεν περί
δοξασιών, αλλά στην ουσία ο καυγάς ήτανε
για το πάπλωμα, ποιος θα μασήση τη μεγάλη
κομμάτα.
-Άσε τις θεωρίες
και προχώρει στους Χασσισένιους,
μάγιστρε!
-Σιγά και με το
μαλακό! Από τον κανόνα αυτόν, ποιος θα
φάη καλά, δεν μπορούσε να κάνη εξαίρεση
η μουσουλμανική θρησκεία. Αιρέσεις
εμείς – Νεστοριανοί, Ανατολικοί, τέτοια
– αιρέσεις και τούτοι δω. Εδώ και διακόσια
χρόνια, πριν έρθουμε εμείς οι ένδοξοι
Σταυροφόροι στα μέρη τους, οι μουσουλμάνοι
αρχίσανε να τρώγωνται με έναν κάποιον
Ισμαήλ, που σήκωσε μπαϊράκι ότι αυτός
είναι ο κατ' ευθείαν απόγονος του
Προφήτη. Έβγαλε κιτάπια, έβγαλε αποδείξεις,
«Ιδού, εγώ, κύριοι γερουσιασταί», τέτοια.
Οι άλλοι όμως είχανε το ψαχνό και
μπουζουριάζανε και δεν είναι εύκολη
δουλειά να πάρης το κόκκαλο από του
θεριού το στόμα. Ο Ισμαήλ λοιπόν έκανε
κόμμα δικό του. «Εμείς αντιπροσωπεύουμε
τον αγνό Θεό, πάντα τα άλλα προϊόντα
είναι κακοήθεις απομιμήσεις». Θυμώσανε
οι άλλοι «τι λέτε κύριε; Εμείς έχουμε
την πατέντα» άναψε ο καυγάς.
-Σχίσμα, δηλαδή;
-Μπράβο,
μεγαλειότατε, παρ' ότι και βασιλέας από
τύχη, κόβει το νιονιό σας! Όλοι οι
δυσαρεστημένοι τραβήξανε με το μέρος
του Ισμαήλ και σχηματίσανε ένα λαό, πάνω
από διακόσιες χιλιάδες ψυχές. Όμως μέσα
στα έξη-εφτά εκατομμύρια των άλλων, οι
διακόσιες χιλιάδες δεν μπορούσανε να
επιβάλλουνε το δικό τους. Τότε θυμηθήκανε
κείνο που λέει ο Μωάμεθ στο Κοράνι του:
«Ο σίδηρος του ξίφους μου έστω η ισχύς
μου», κι επειδή τις μάχες θα τις χάνανε
λόγω αριθμού, σκεφτήκανε να ξεκάνουνε
τους αντιπάλους τους με άλλο τρόπο, τη
δολοφονία. Κάθε δυνατός αρχηγός, αντίπαλος
υπολογίσημος, καθαριζότανε, τον έτρωγε
το σκοτάδι και τον ξεφορτωνόντανε πολύ
αξιοπρεπώς, του κάναν και κηδεία δημοσία
δαπάνη!
-Έξυπνο!
-Πολύ. Ακούστε
τώρα και μερικά πράγματα γιατί στις
Λατινικές μας γλώσσες περνάει η λέξη
«χασσασίν» και θα μείνη «ασσασέν» στους
Γάλλους, «ασσασίνο» στους Ιταλούς να
σημαίνη τον δολοφόνο. Γλωσσολογικά
λοιπόν, μεγαλειότατε, το χασσασίν
παράγεται από το χασίσι.
-Τ' είν' αυτό;
-Περιμένετε και
θα δείτε. Πέρα στις Ινδίες έχει την
πατρίδα του ένα φυτό, που το λένε
κανναβούρι και που τα σποράκια του
βγάζουν ένα είδος λάδι. Αυτό το λάδι το
ξεχωρίζουνε οι Ασσασίνοι, το ξεραίνουνε
σε μικρές πλάκες και το λένε «χασίς».
Ένα μικρό κομμάτι πλακίτσας, το κόβουνε
με το μαχαίρι και το βάζουνε μέσα σε μια
πίπα με ξερά φύλλα από κανναβούρι.
Ανάβουνε τα φύλλα (σημ. ο καπνός δεν
υπήρχε ακόμα) και καπνίζουνε το λάδι.
Και τότε γίνονται σαν τρελλοί, βλέπουν
οράματα, αποκτούν θάρρος, κοντολογής
τα χάνουνε οι άνθρωποι, μαστουρώνουνε
όπως λένε, και δεν ξέρουνε τι τους
γίνεται.
-Καλά, και τι
σχέση έχει αυτό;
-Με τις δολοφονίες;
μεγάλη! Λίγο πιο κει από την Δαμασκό,
έτσι όπως βαδίζουμε κατά τα ψηλώματα
του Κασμίρ, βρίσκεται η επικράτεια του
αρχηγού των Ισμαηλιτών, των Χασσισένιων
να πούμε, που έχει το όνομα «ο γέρος του
βουνού». Κανένας δεν τον ξέρει, κανένας
δεν τον βλέπει, εκτός από το επιτελείο
του, είναι ο γενικός αντιπρόσωπος του
Αλλάχ επί της Γης, για τους πιστούς του,
ύστερα από κάμποσους αιώνες θα τον λένε
Αγά Χαν και τα πάμπλουτα παιδιά του θα
σκανταλίζουνε την Ευρώπη μας. Αυτός ο
«γέρος» έχει ένα θαυμάσιο περιβόλι,
τειχισμένο, κανείς δεν μπορεί να μπη
εκεί μέσα και τόχει σκαρώσει στο πρότυπο
του Μωαμεθανικού Παράδεισου. Ωραίες
κοπέλλες παίζουνε τον ρόλο των ουρί,
ποταμάκια με μέλι και με γάλα τρέχουνε
ασταμάτητα, μουσικές παίζουνε αμανέδες
και βουναλάκια από πιλάφι σπυρωτό
υπάρχουνε παντού. Άσε τα γιαούρτια, τα
κοτόπουλα, τα πάντα. Όταν λοιπόν θέλουνε
να κάνουνε μια δολοφονία, διαλέγουνε
τους εκτελεστές από το λαό τους και τους
φροντίζουνε με την διάδοση ότι είναι
οι εκλεκτοί του Αλλάχ, που καλούντια να
εκπληρώσουνε τη θέλησή του. Ύστερα, έξω
από το περιβόλι, τους ποτίζουνε με χασίς
μέχρι που να χάσουνε τις αισθήσεις τους
κι έτσι αναίσθητους τους κουβαλάνε
μέσα. Οι μέλλοντες δήμιοι ξυπνάνε μέσα
στον Παράδεισο σαν χαμένοι και ζούνε
δυό-τρεις μέρες μπέικα, όταν ρωτάνε τους
λένε ότι ήδη βρίσκονται μέσα στον
Παράδεισο του Αλλάχ. Ύστερα τους
ξαναχασισώνουνε και τους πετάνε έξω,
εκεί που τους βρήκανε. Ο φουκαράς ξυπνάει
μέσα στην μιζέρια κι έχει την εντύπωση
ότι αληθινά πήγε στον Παράδεισο. Τότε
τον διατάζουνε να πάη να δολοφονήση εν
ονόματι του μόνου και μεγάλου Θεού. Αν
πετύχη, έχει σίγουρη την θέση του στον
Παράδεισο, μετά θάνατον. Αν σκοτωθή,
πάει αμέσως, αφού ενεργεί κατ' εντολήν
του Αλλάχ. Ο άνθρωπος, που ξέρει πια τι
χαρές τον περιμένουνε στον Παράδεισο,
αφού τις έζησε, φανατίζεται και γίνεται
αποφασιστικός σε τέτοιο σημείο, που
σπάνια αποτυχαίνει. Έτσι, εν ονόματι
του Θεού, της θρησκείας και των
παραγγελμάτων της ηθικής, κάνουνε τη
δουλίτσα τους οι μεγάλοι και πιάνονται
κορόιδα τα κορόιδα με λίγο χασισάκι.
Μεγάλη μηχανή, έξυπνη και μεις οι
Ευρωπαίοι είμαστε πολύ κορόιδα που πάμε
να τη βολέψουμε με κεριά, συγχωροχάρτια
και μνημόσυνα. Νομίζω;
-Ε, πως διάλο
μας ξέφυγε εμάς τέτοια έμπνευση; στέναξε
ο Βαλδουίνος. Μπράβο στους Ανατολίτες.
Μας βάλανε τα γυαλιά.
-Οι Χασσισένιοι,
μεγαλειότατε, μισούνε τόσο πολύ τους
άλλους μουσουλμάνους, που θα μας
βοηθήσουνε να πάρουμε την Δαμασκό. Τι
λέτε; Να την οργανώσω την υπόθεση;
-Και ρωτάς, βρε
χαϊβάνι;
-Έγινε.
Έγινε στ' αλήθεια,
αλλά στη Δαμασκό τους μυριστήκανε τους
αρχηγούς των Χασσισίν ότι τα ψήνουνε
με τον Βαλδουίνο και τους κόψανε το
κεφάλι. Μόνο το οχυρό Μπανιγιάς πρόλαβε
να πάρη ο Χριστιανός και ξαναγύρισε να
πολιορκήση την Δαμασκό, αλλά έφαγε τα
μούτρα του. Κι από την άλλη μεριά, ο
Τούρκος αταμέργκ Ζεγγί, χτύπησε τους
Σταυροφόρους και σκότωσε τον μικρό τον
Βοημούνδο τον Δεύτερο, τον γαμπρό του
Βαλδουίνου, το καλό παλληκαράκι. Ο
Βαλδουίνος πήγε να ξαναπάρη την
αντιβασιλεία της Αντιόχειας, αλλά η
κορούλα του η Αλίκη δεν ήθελε να ξαναβάλη
το καπίστρι της πατρικής εξουσίας απάνω
της. Ήθελε να κρατήση για λογαριασμό
της την βασιλεία τώρα που σκοτώθηκε ο
άντρας της ο Βοημούνδος και μάλιστα
άρχισε να κάνη τα γλυκά μάτια στον Ζεγγί,
που τούστειλε πεσκέσι ένα άλογο άσπρο
σαν το χιόνι και στολισμένο μ' ασήμι.
Σκύλιασε ο βασιλιάς, πολιόρκησε την
Αντίοχεια, έπεσε αυτή γονατιστή στα
πόδια του, της πήρε την αντιβασιλεία να
την δώση στην εγγονή του την Κωστάνς
και την εξώρισε στην Λαοδικεία και την
Τζεμπελέ, που της έδωσε να τις έχη
φέουδο.
Κι ύστερα
αρρώστησε και πέθανε, φορώντας ρούχο
καλογερίστικο ο Βαλδουίνος ο Δεύτερος,
τον Αύγουστο του 1131, αφού έκανε διάδοχό
του τον Φουλκ ντ' Ανζού, την πρωτότοκή
του την Μελισσάνθη και τον εγγονό του
τον Βαλδουίνο τον Τρίτο.
Μόνο που οι
Ναΐτες κι οι Ιωαννίτες, με την επαφή
τους με τους Χασσισένιους, μάθανε δυό
ωφέλιμα πράγματα: Να σκοτώνουνε χωρίς
οίκτο στα σκοτεινά και να τραβάνε
πότε-πότε κανένα ναργιλεδάκι με χασίσι
για να πηγαίνουνε τα ντέρτια κάτου. Στην
υγεία βεβαίως του Αλλάχ, που το ανακάλυψε
και που το φανέρωσε μαζί με τους άλλους
ηθικούς κανόνες στους πιστούς του, για
να κάνουνε τη δουλίτσα τους, όπως να
πούμε οι σημερινοί λαθρέμποροι ναρκωτικών.
ΝΙΚΟΣ
ΤΣΙΦΟΡΟΣ
ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ
ΕΡΜΗΣ Ε.Π.Ε. 1971
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου