Και στάθηκαν κάτω από τους κρυστάλλινους πύργους, κάτω από τ’
απαστράπτοντα ύψη τους που, σαν λαμπεροί καθρέφτες, αιχμαλώτιζαν το ρόδινο
ηλιοβασίλεμα στις επιφάνειές τους μέχρι που η πόλη ολόκληρη φάνταζε σαν λαμπερή
σπινθηροβόλα θάλασσα από κοκκινωπό φως.
Ο Ρας γλίστρησε ένα μπράτστο του γύρω από τη μέση της αγαπημένης του.
«Είσαι ευτυχισμένη;» τη ρώτησε με τρυφερή φωνή.
«Ω, ναι», ψιθύρισε εκείνη. «Εδώ στην πανέμορφη πόλη μας όπου υπάρχει
ειρήνη κι ευτυχία για όλους, πως θα μπορούσα να είμαι οτιδήποτε άλλο εκτός από
ευτυχισμένη;»
Το ηλιοβασίλεμα έριχνε τις ροδόχρωμες ευλογίες του στο απαλό τους
αγκάλιασμα.
ΤΕΛΟΣ
Το κροτάλισμα των πλήκτρων
σταμάτησε. Τα δάχτυλά του μαζεύτηκαν προς τα μέσα σαν λουλούδια και τα μάτια
του έκλεισαν. Τα λόγια του κειμένου ήταν σαν κρασί. Έρρεαν στάλα-στάλα πάνω
στους γευστικούς κάλυκες του νου του, σαν ένα μεθυστικό ποτό. Τα κατάφερα και
πάλι, συνειδητοποίησε θριαμβευτικά, μα τους θεούς, τα κατάφερα και πάλι.
Η ικανοποίηση τον έκανε να
σαλπάρει σε μια νοερή θάλασσα. Βούτηξε για τρίτη φορά στα βάθη της, σπρωγμένος
από την έλξη της ευδαιμονίας της. Μετά αναδύθηκε πάλι, αναγεννημένος, υπολόγισε
το σύνολο των λέξεων, έγραψε την διεύθυνση στο φάκελλο, γλίστρησε μέσα το
χειρόγραφο, ζύγισε το σύνολο, κόλλησε τα γραμματόσημα και τον σφράγισε. Ύστερα
από μια ακόμη σύντομη βουτιά στα νερά της ικανοποίησης, σηκώθηκε βιαστικά και
ξεκίνησε για το ταχυδρομικό κουτί.
Ήταν σχεδόν δώδεκα όταν ο
Ρίτσαρντ Άλλεν Σάγκλυ κατηφόρησε κουτσαίνοντας τον ήσυχο δρόμο τυλιγμένος στο
φθαρμένο παλτό του. Έπρεπε να βιαστεί αλλιώς μπορεί και να έχανε το μεσημεριανό
μάζεμα της αλληλογραφίας και δεν έπρεπε να συμβεί αυτό. Ο Ρας και η Κρυστάλλινη Πόλη ήταν πολύ υπέροχη δουλειά για να
περιμένει άλλη μια μέρα. Ήθελε το έργο του να φτάσει αμέσως στον εκδότη. Ήταν
μια σίγουρη πώληση.
Κάνοντας το γύρο της τεράστιας
σπαρμένης με σωλήνες τρύπας (πότε, στην ευχή, θα τέλειωναν με την επιδιόρθωση
αυτού του αναθεματισμένου υπονόμου;) συνέχισε με βιαστικό κούτσα-κούτσα το
δρόμο του, με το φάκελο σφιγμένο σε άκαμπτα δάχτυλα και με την καρδιά του σ’
ένα στρόβιλο συναισθημάτων.
Μεσημέρι. Έφτασε στο ταχυδρομικό
κουτί κι έριξε μια ανήσυχη ματιά ολόγυρα μήπως και είχε περάσει ο ταχυδρόμος.
Δεν φαινόταν πουθενά. Ένας στεναγμός ευχαρίστησης και ανακούφισης ξέφυγε από τα
σκασμένα χείλη του. Με το πρόσωπό του να λάμπει, ο Ρίτσαρντ Άλλεν Σάγκλυ άκουσε
το σιγανό ήχο του φακέλου που έπεφτε μέσα στο κουτί.
Ο ευτυχής συγγραφέας
απομακρύνθηκε αργά, βήχοντας.
Τα πόδια του Αλ τον τριβέλιζαν
πάλι. Ανηφόριζε κουτσαίνοντας τον ήσυχο δρόμο, με τα δόντια του σφιγμένα
ελαφρά, με τον πέτσινο ταχυδρομικό σάκο να βαραίνει στον κουρασμένο ώμο του.
Γέρασα πια, σκεφτόταν, δεν έχω πια την παλιά μου ζωντάνια. Ρευματισμοί στα
πόδια. Κακό αυτό, θα είναι δύσκολο να κάνω τη γύρα μου.
Στις δώδεκα και τέταρτο έφτασε
στο σκουροπράσινο ταχυδρομικό κουτί κι έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του.
Σκύβοντας μ’ ένα βογκητό, άνοιξε το κουτί και έβγαλε από μέσα το περιεχόμενό
του.
Ένα χαμόγελο απάλυνε το σφιγμένο
από τον πόνο πρόσωπό του. Έκανε μια καταφατική κίνηση με το κεφάλι του. Άλλη
μια νουβέλα από τον Σάγκλυ. Μάλλον θα γινόταν ανάρπαστη. Αυτός ο άνθρωπος ήξερε
στ’ αλήθεια να γράφει.
Ορθώνοντας το κορμί του μ’ άλλο
ένα βογκητό, ο Αλ έριξε το φάκελο στο σάκο του, κλείδωσε πάλι το ταχυδρομικό
κουτί, και απομακρύνθηκε, εξακολουθώντας να χαμογελά μόνος του. Δεν μπορεί να
μη νιώθει κανείς περήφανος, σκεφτόταν, μεταφέροντας ένα από τα κείμενά του,
έστω κι αν τα πόδια μου πονούν.
Ο Αλ ήταν από τους φανατικούς
θαυμαστές του Σάγκλυ.
Όταν ο Ρικ επέστρεψε από το
μεσημεριανό του λίγο μετά τις τρεις εκείνο το απόγευμα, πάνω στο γραφείο του
τον περίμενε ένα σημείωμα από τη γραμματέα του.
Μόλις έφτασε νέο χειρόγραφο από Σάγκλυ, έγραφε. Πολύ όμορφη δουλειά.
Μην ξεχάσεις ότι ο Ρ.Α. θα θέλει να το δει αμέσως μόλις το διαβάσεις. Σ.
Η ευχαρίστηση που ένιωσε έκανε να
φωτιστεί το βλοσυρό πρόσωπο του επιμελητή. Μα τους θεούς, αυτό ήταν σαν δώρο εξ
ουρανού για ένα απόγευμα που όλα ως τότε έδειχναν ότι θα ήταν μερικές χαμένες
ώρες. Με τα χείλη τραβηγμένα πίσω σε μια γκριμάτσα που, γι’ αυτόν, ήταν
χαμόγελο, κάθισε στη δερμάτινη πολυθρόνα του, συγκρατώντας μια ενστικτώδη
σύσπαση των δαχτύλων του προς το μπλε μαρκαδοράκι του διορθωτή (δε χρειαζόταν
κάτι τέτοιο στις ιστορίες του Σάγκλυ) και σήκωσε ανυπόμονα το φάκελο από το
σπασμένο κρύσταλλο του γραφείου του. Μα τους θεούς, μια νουβέλα του Σάγκλυ – τι
φοβερή τύχη! Ο Ρ.Α. θα πετούσε απο τη χαρά του.
Βούλιαξε στο μαξιλάρι του, αμέσως
απορροφημένος από τις πρώτες κιόλας αράδες της ιστορίας. Ένα τρέμουλο έκστασης
παρέλυσε τις εξωτερικές αισθήσεις του. Με κομμένη την ανάσα, βούτηξε στα
ενδότερα βάθη της ιστορίας. Τι ισορροπία πλοκής, τι παραστατικότητα! Αυτός ο
άνθρωπος ήξερε στ’ αλήθεια να γράφει. Αφηρημένα, τίναξε κάτι σκόνες σοβάδων από
το μανίκι του ριγέ κοστουμιού του.
Ενώ διάβαζε, ο άνεμος δυνάμωσε
πάλι, ανασαλεύοντας τα αχυρόχρωμα μαλλιά του, χαϊδεύοντας σαν ανάλαφρα φτερά το
μέτωπό του. Ασυναίσθητα, σήκωσε το χέρι του κι έσυρε απαλά ένα δάχτυλο κατά
μήκος της ουλής που διέτρεχε σαν μαυριδερό νήμα το μάγουλο ως το κάτω μέρος του
κροτάφου του.
Ο άνεμος δυνάμωσε. Βογκούσε μέσα
από τσακισμένα δοκάρια και σκόρπιζε κιτρινισμένα χαρτιά πάνω στο λασπωμένο
χαλί. Ο Ρικ ανασάλεψε νευρικά και έριξε μια φευγαλαία ματιά προς τη μεγάλη
ρωγμή που έχασεκ στον τοίχο (πότε, στην ευχή, θα τέλειωναν μ’ αυτές τις
επισκευές;), μετά επέστρεψε, με ανανεωμένη απόλαυση, στο χειρόγραφο του Σάγκλυ.
Τελειώνοντάς το τελικά, σκούπισε
ένα πικρόγλυκο δάκρυ και πάτησε το πλήκτρο στη συσκευή ενδοεπικοινωνίας.
«Ετοίμασε άλλη μια επιταγή για
τον Σάγκλυ», παράγγειλε, και μετά πέταξε το ξεχαρβαλωμένο πλήκτρο πάνω από τον
ώμο του.
Στις τρεις και μισή, μετέφερε το
χειρόγραφο στο γραφείο του Ρ.Α. και το άφησε εκεί.
Στις τέσσερις, ο εκδότης γελούσε
κι έκλαιγε διαβάζοντάς το, με τα ροζιασμένα του δάχτυλα να τρίβουν τη
γρομπιασμένη φαλακρή περιοχή στο κεφάλι του.
Ο γερο-καμπούρης Ντικ Άλλεν
στοιχειοθέτησε τη νουβέλα του Σάγκλυ το ίδιο εκείνο απόγευμα, με τα μάτια του
θολωμένα από δάκρυα ευτυχίας κάτω από σκιάδιο στο μέτωπό του, με τον ρογχώδη
βήχα του να μην ακούγεται πάνω από το γοργό κροτάλισμα της λινοτυπικής μηχανής
του.
Η νουβέλα έφτασε στο κιόσκι λίγο
μετά τις έξι. Ο γεμάτος ουλές περιπτεράς άλλαζε διαρκώς θέση στα κουρασμένα
πόδια του καθώς τη διάβαζε πάνω από έξι φορές πριν την τοποθετήσει, απρόθυμα,
προς πώληση.
Στην έξι και μισή, ο
μικροκαμωμένος άντρας με τη φαλακρίτσα κατηφόριζε κουτσαίνοντας το δρόμο.
Ύστερα από μια μέρα σκληρής δουλειάς, του άξιζε μια κάποια στιγμή χαλάρωσης,
σκεφτόταν, καθώς σταματούσε στο κιόσκι ψάχνοντας να βρει κάτι να διαβάσει.
Μια πνιχτή ανάσα ξέφυγε απότομα
από τα χείλη του. Μα τους θεούς, μια καινούρια νουβέλα του Σάγκλυ!
Και το μοναδικό αντίτυπο μάλιστα.
Άφησε τα κέρματα για τον περιπτερά, που έτυχε ν’ απουσιάζει εκείνη τη στιγμή.
Πήρε τη νουβέλα σπίτι του, περνώντας
αργά μπροστά από σκελετικά ερείπια (παράξενο που δεν είχαν κατεδαφίσει ακόμη
αυτά τα καμένα κτίρια) διαβάζοντάς την καθώς περπατούσε.
Τελείωσε τη νουβέλα πριν καν
φτάσει σπίτι του. Ενώ έτρωγε το βραδυνό του τη διάβασε για μια ακόμη φορά,
κουνώντας το γρομπιασμένο κεφάλι του, έκθαμβος από τον αντίκτυπο που είχε μέσα
του, την ακλόνητη μαγεία της γραφής της. Σε εξυψώνει ψυχικά, σκέφτηκε.
Αλλά όχι απόψε. Τώρα ήταν η ώρα
για να τακτοποιήσει τα πράγματά του: το κάλυμμα της γραφομηχανής, το φθαρμένο
παλτό, το σχεδόν λιωμένο ριγέ κοστούμι, το πηλίκιο του ταχυδρομικού και τον
πέτσινο σάκο του – όλα στη σωστή τους θέση.
Ώσπου να πάει η ώρα δέκα κοιμόταν
ήδη, και ονειρευόταν μανιτάρια. Και το πρωί αναρωτήθηκε για μια ακόμη φορά πως
εκείνοι οι πρώτοι παρατηρητές δεν είχαν τονίσει το πόσο φαρμακερό φάνταζε
εκείνο το μανιτάρι.
Στις έξι το πρωί ο Σάγκλυ,
έχοντας ήδη φάει το πρωινό του, καθόταν κιόλας μπροστά στη γραφομηχανή του.
Αυτή, άρχισε να γράφει, είναι η ιστορία του πως ο Ρας συνάντησε την
πανέμορφη πριγκίπισσα της χώρας του Σαγκλύ και πως τον αγάπησε κι εκείνη.
Ο Γιώργος Μπαλάνος μεταφράζει:
Παράξενες Πόλεις
Εκδόσεις Locus 7
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου