...Στις
αρχές του Φλεβάρη μια ξένη έφτασε μέσα στην καρδιά της νύχτας, ξύπνησε το
φύλακα και του ζήτησε ένα δωμάτιο σε μια διάλεκτο τόσο ακατανόητη που ο
ανθρωπάκος ήρθε και με παρακάλεσε να τον βοηθήσω. Φόρεσα τη βουνίσια γούνινη
κάπα μου που με κάνει να μοιάζω με μογγόλο των Ιμαλαϊων και βγήκα. Σε μια
σεζλόγκ της βεράντας ήταν σωριασμένη μια γυναίκα. Έμοιαζε εξαντλημένη. Δεν
έβλεπα παρά τα ξανθά μαλλιά της και τα κάπως μεγάλα χέρια της που έσφιγγαν πάνω
στο κορμί της τις άκρες μιας λεπτής καμπαρντίνας. Δεν ήξερε παρά μερικές λέξεις
στα ινδουστανικά και το πρόσωπό της φωτίστηκε όταν με είδε. Η ανάσα της ήταν
λαχανιαστή. Μου είπε ότι είχε αφήσει στην αυλή ένα μπόυ με τις αποσκευές της. Είχαν
έρθει με τα πόδια από το Ρανικέτ, είχαν χάσει πολλές φορές το δρόμο τους και
τελικά αναγκάστηκαν να διασχίσουν το χείμαρρο για να φτάσουν ως το μπαγκαλόου.
Όλα αυτά μου τα έλεγε ανατριχιάζοντας κάθε λίγο και λιγάκι. Νόμισα πως κατάλαβα
ότι μια δυσάρεστη περιπέτεια την είχε αναγκάσει να εγκαταλείψει τη Ρανικέτ μετά
το τέλος της μέρας. Την έλεγαν Τζένυ Άιζακ, ερχόταν από το Κέηπτάουν της Νότιας
Αφρικής και βρισκόταν εδώ και μερικούς μήνες στις Ινδίες. Διέσχιζε τα Ιμαλάια
ψάχνοντας να βρει ένα μοναστήρι που θα τη δεχόταν. Από την αρχή μου έδωσε την
εντύπωση ενός ανθρώπου με διανοητική μόνον έξαψη που είχε φτάσει σ’ αυτή την
κατάσταση από απογοήτευση μάλλον και όχι από δίψα για την αλήθεια. Ο φύλακας
άναψε το μεγάλο φανάρι του μπαγκαλόου
και μπόρεσα να τη δω πιο προσεχτικά: ήταν αρκετά νέα, είχε μάτια γαλάζια σ’ ένα
πρόσωπο στογγυλό και ανέκφραστο και η λεπτή, παιδιάστικη φωνή της ερχόταν σε
αντίθεση με το γεροδεμένο, γεμάτο σώμα της, το ψηλό ανάστημά της, τα δυνατά
μπράτσα της και το μεγάλο στήθος της. Ήταν περίεργα ντυμένη με ένα αποικιακό
ταξιδιωτικό κουστούμι προσαρμοσμένο στην ορειβασία. Είχε μουσκέψει ολόκληρη κι
ο φύλακας της ετοίμασε άφθονο τσάι που το ήπιε λαίμαργα, μιλώντας ασταμάτητα,
κάνοντάς μου χίλιες δυό ερωτήσεις σαν να την ανησυχούσε η παρουσία μου. Αυτή η
επίσκεψη μου φάνηκε ενοχλητική. Η γυναίκα με καθησύχασε αναγγέλοντάς μου ότι σε
δυο μέρες θα έφευγε. Ήθελε να φτάσει στο Μπαντρινάτ που απείχε τουλάχιστον
τριάντα μέρες με τα πόδια, περνώντας από το Μαϊχαλί. Χαμογέλασα ακούγοντας το
σχέδιό της αυτό: οι βουνοκορφές ήταν εντελώς παγωμένες, τα μονοπάτια σκεπασμένα
με χιόνι και σαν να μην έφταναν όλα αυτά έπαιρνε λάθος κατεύθυνση: έπρεπε να
περάσει από το Χαρντβέρ. Της έδωσα όλες τις απαραίτητες εξηγήσεις
συμβουλεύοντας την να πάει στην Κοντβάρα απ’ όπου θα μπορούσε να πάρει κάποιο
τρένο ως το Χαρντβέρ. Με ρώτησε αν ήμουνα κι εγώ περιαστικός για κάπου ή αν
σκόπευα να μείνω καιρό στο μπαγκαλόου. Η αδιακρισία της με σοκάρισε. Της
απάντησα ξερά ότι δεν είχα ιδέα, ότι προς το παρόν είχα σκοπό να μείνω γιατί το
μέρος ήταν ερημικό και ότι μου άρεσε ο αέρας του πευκοδάσους...
Την
άλλη μέρα το πρωί βγήκα το ξημέρωμα όπως το συνήθιζα. Περιπλανήθηκα στο βουνό,
έκανα μπάνιο κάτω από ένα βράχο, έφαγα παξιμάδια με μέλι και γύρισα αργά το
βράδυ. Ο φύλακας με ειδοποίησε ότι η κυρία, η μεμσαχίμπι ήταν άρρωστη και ζητούσε να με δει. Πως διάβολο το
κατάλαβε με τα ελάχιστα ινδουστανικά της Τζένυ Άιζακ; Χτύπησα την πόρτα της.
Μια φωνή αλλοιωμένη από τον πυρετό μου απάντησε. Η όλη υπόθεση με εκνεύρισε
λίγο: θα ‘πρεπε τώρα να κάθομαι στο προσκεφάλι μιας άρρωστης, μιας λευκής
άρρωστης! Την βρήκα στο κρεβάτι με πυρετό και ρίγη, αλλά αρκετά θαρραλέα. Με
παρακάλεσε να της γράψω στα ινδουστανικά μια σειρά από καθημερινές λέξεις και
να της ετοιμάσω ένα φλιτζάνι κακάο, γιατί ο φύλακας δεν τα κατάφερνε...
Δεν
έδειξε να τη φοβίζει καθόλου το γεγονός ότι βρισκόταν άρρωστη στην καρδιά του
βουνού, μόνη, αγνοώντας τη γλώσσα των ντόπιων και μην έχοντας κανένα να τη
βοηθήσει. Με πληροφόρησε ότι είχε πυρετό εδώ και δυο-τρεις εβδομάδες, ότι είχε
μείνει κατάκοιτη, μισοπεθαμένη στο σπίτι ενός Μπουτανί, κοντά στην Αλμόρα, αλλά
ότι δεν είχε φοβηθεί ποτέ. Την ρώτησα τι την έσπρωξε να έρθει στην Ινδία.
Κοκκίνησε λίγο και μου απάντησε απότομα:
-Ζητάω
το απόλυτο!
Με
δυσκολία κρατήθηκα να μη βάλω τα γέλια. Βρήκα ξαφνικά το χιούμορ μου κι αυτό με
λύπησε και με ηρέμησε ταυτόχρονα. Είχα νομίσει πως ούτε η συγκίνηση, ούτε το
αίσθημα του γελοίου δεν με άγγιζαν πια, ότι είχα γίνει αδιάφορος στις λεπτές
διακρίσεις και αποχρώσεις και να που ξαφνικά η σοβαρότητα αυτής της γυναίκας
καθώς πρόφερε τη λέξη «απόλυτο» είχε ξυπνήσει μέσα μου έναν ολόκληρο κόσμο
φάρσας και ανοησίας, απάτης και τραγικότητας – τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούσα
παλιά...
Κατάφερα
με μεγάλη δυσκολία να αλλάξω θέμα. Τη ρώτησα για τον Γκάντι και το εθνικιστικό
κίνημα – ερωτήσεις σκόπιμες που τις κάνω πάντα όταν θέλω να κρατήσω κάποιον σε
απόσταση. Με πληροφόρησε ότι ήταν Βρετανή υπήκοος αλλά ότι ανήκε σε μια
οικογένεια Φινλανδών Εβραίων εγκατεστημένων από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα
στη Νότια Αφρική, ότι δεν μπορούσε να υποφέρει την υποκρισία των λευκών κι ότι
είχε έρθει εδώ αποφασισμένη να ξεχάσει τα πάντα, να μπει σ’ ένα ασράμ για να αναζητήσει την αλήθεια, τη
ζωή, την αθανασία. Ατάραχος την άκουγα να επαναλαμβάνει όλες τις διαδεδομένες
μυθοπλασίες πάνω στην Ινδία των φακίρηδων και των μυστικιστών, όλες τις αηδίες
των βιβλίων του Ρουματσαράκα, όλες τις απλοϊκότητες της ψευτοϊνδικής κουλτούρας
που ήταν της μόδας στις αγγλοσαξωνικές χώρες. Έβλεπε κανείς ότι είχε μείνει
πολύ καιρό μόνη και φλεγόταν από επιθυμία να μου πει «τα πάντα», ευτυχισμένη
που είχε βρει έναν άνθρωπο να την ακούσει και να την «καταλάβει». Τίποτε δεν
την σταματούσε στις εκμυστηρεύσεις της: έμαθα ότι είχε τέσσερις αδελφές, ότι
ήταν βιολοντσελίστρια στη δημοτική ορχήστρα του Κέηπτάουν, κι ότι είχε δώσει
κονσέρτα στο Γιοχάνεσμπουργκ. Κέρδιζε εκεί σαράντα λίρες το μήνα. Δεν τα
πήγαινε καθόλου καλά με την οικογένειά της – μικροαστοί που δεν σκέφτονταν παρά
το γάμο! Είχε αποτραβηχτεί σ’ ένα μικρό αγρόχτημα στα περίχωρα στο οποίο γύριζε
κάθε βράδυ, μετά το κονσέρτο, μ’ ένα μικρό αυτοκίνητο που είχε αγοράσει με τις
οικονομίες της...
Είχε
διάθεση να συνεχίσει για πολλή ώρα τον απατηλό χαραχτήρα αυτού του απόλυτου που
αναζητούσε η φτωχή βιολοντσελίστρια. Ένιωθα τεράστιο οίκτο γι’ αυτήν καθώς
σκεφτόμουνα ότι είχε εγκαταλείψει το σπίτι της και την ελευθερία της
πολιτισμένης ζωής – απλώς και μόνο γιατί διάβασε τα βιβλία αυτού του Άγγλου
τσαρλατάνου με το ψευδώνυμο Ραματσαράκα. Αργότερα με πληροφόρησε ότι ακόμη και
η ανακάλυψη αυτών των βιβλίων «που της αποκάλυπταν έναν άλλο κόσμο, πέρα από
τις αισθήσεις» περιβαλλόταν με μυστήριο: ένα βράδυ είχε δει στ’ όνειρό της το
όνομα ενός βιβλιοπωλείου που δεν το γνώριζε. Την άλλη μέρα το αυτοκίνητό της
έπαθε ένα ατύχημα σ’ ένα λιγοσύχναστο δρόμο του Κέηπτάουν κι όταν σήκωσε τα
μάτια της είδε ότι βρισκόταν μπροστά στο βιβλιοπωλείο του ονείρου της! Μπήκε
μέσα και πλησίασε ένα ράφι γεμάτο με βιβλία πάνω στη θεοσοφία, τον αποκρυφισμό
και τη γιόγκα. Αγόρασε μόνο τα βιβλία του Ραματσαράκα που της χάρισαν την «αποκάλυψη
της Ινδίας».
Για
δυο μέρες αναγκάστηκα να παραιτηθώ από τους μακρινούς μου περιπάτους και δεν
μπόρεσα ούτε να συλλογιστώ ούτε να ονειρευτώ όπως έκανα τόσους μήνες τώρα... Η
Τζένυ εξακολουθούσε να είναι άρρωστη και η παρουσία μου ήταν αναγκαία σχεδόν
συνεχώς. Είχε καταλάβει ότι με κούραζε αλλά ένιωθε τόσο μόνη και δυστυχισμένη
που, βάζοντας κατά μέρος τον εγωισμό της έστελνε κάθε λίγο και λιγάκι το φύλακα
να με φωνάξει βρίσκοντας μια καινούργια πρόφαση. Συνέχισε να μου εξομολογείται
για ώρες σαν να ένιωθε την ανάγκη να μου γνωρίσει ολόκληρη τη ζωή της πριν να
επικοινωνήσει πνευματικά μαζί μου. Έπρεπε πρώτα να μου δείξει όλες τις γωνιές
της ψυχής της. Νόμιζε τον εαυτό της διαφορετικό από τις άλλες γυναίκες παρά το
γεγονός ότι ζούσε, όπως και τόσες άλλες μέσα σ’ ένα διαρκή μποβαρισμό,
συντηρώντας ιδέες απελπιστικά υψηλές και αλήθειες με κεφαλαίο α. Έτσι μου
εκμυστηρεύτηκε την αποστροφή της για τον κόσμο, την κοινωνία, την οικογένεια
και τον έρωτα. Μου μίλησε για τις τρομερές δοκιμασίες που χρειάστηκε να περάσει
για να βρει την ελευθερία της απαρνούμενη τα πάντα. Η παραίτησή της από τη
μουσική, την τέχνη, ήταν η πιο οδυνηρή. Όσο για τον έρωτα οι γνώσεις της ήταν
πολύ λίγες για να μπορεί να μιλάει γι’ αυτόν... ποτέ δεν είχε ερωτευτεί
κανέναν: ο άντρας που νόμιζε ότι αγαπούσε είχε αρραβωνιαστεί με μιαν άλλη.
Κατάλαβε τότε ότι ο έρωτάς της γι’ αυτόν ήταν μια αυταπάτη. Είχε θελήσει να
γνωρίσει την εμπειρία του σωματικού έρωτα πριν να παραιτηθεί απ’ αυτή την
εφήμερη ζωή, και να ξεκινήσει προς αναζήτηση του απόλυτου. Έτσι δύο εβδομάδες
πριν να εγκαταλείψει την Αφρική είχε δοθεί σε ένα Γερμανό φίλο της, ένα παιδί
συμπαθητικό και εξαιρετο χορευτή που την είχε φλερτάρει κάπως. Δεν θέλησε να
την πιστέψει όταν του είπε πως ήταν παρθένα και η αδέξια βαρβαρότητά του την αηδίασε
οριστικά για κάθε σαρκική επαφή. Ένα πράγμα τη χαροποιούσε στη ζωή που
ετοιμαζόταν να ζήσει. Ήταν ότι δεν θα μπορούσε πια ούτε ν’ αγαπήσει, ούτε ν’
αγαπηθεί. Είχε καταλήξει να πιστεύει ότι οι άντρες είναι κτήνη, γουρούνια ή
ηλίθιοι, και πως οι μόνοι αρσενικοί που αξίζουν κάτι είναι αυτοί που
παραιτούνται από τις «ηδονές» του κόσμου, δηλαδή οι αναχωρητές, οι φιλόσοφοι,
οι μυστικιστές. Μέσα στο κεφάλι της Τζένυ κυκλοφορούσαν ένα σωρό ασυνάρτητες
ιδέες που ανακατεύονταν με τις αισθηματικές απογοητεύσεις και τις τρέχουσες
προκαταλήψεις των γυναικών, όπως είναι ο φετιχισμός του «ανώτερου ανθρώπου» του
«μοναχικού ανθρώπου», και η λατρεία της μοναξιάς, της περιπέτειας, της
παραίτησης...
Τα
λόγια της μ’ έκαναν σχεδόν έξω φρενών. Από τότε που είχα αποσυρθεί στα βουνά
είχα ασκηθεί να προχωρώ ως την άκρη τη σκέψη μου πάνω σ’ ένα θέμα, να ξεψαχνίζω
μια ιδέα διεισδύοντας σε όλες τις συνέπειές της. Αυτή η νέα κοπέλα που
αναζητούσε αορίστως το απόλυτο, μ’ έκανε πραγματικά να υποφέρω με την
ασυναρτησία των λόγων της και τον συρφετό των θολών ιδεών που γέμιζαν το κεφάλι
της.
Κάθε
φορά που γύριζα στο δωμάτιό μου σημείωνα στο ημερολόγιό μου τις κρίσεις και τις
εντυπώσεις μου. Μου φαινόταν ότι η παρουσία της Τζένυ δεν είχε για μένα την
κοινή σημασία ενός τυχαίου γεγονότος. Αυτή η παρουσία αποτελούσε την
επανασύνδεση της επαφής μου με ένα κόσμο κι ένα τρόπο σκέψης την επίδραση του
οποίου είχα θεληματικά αποφύγει.
Μέσα
σε μια εβδομάδα είχε γίνει καλά και είχε ανακτήσει τις δυνάμεις της. Δεν
αποφάσιζε ακόμη να φύγει. Στο μεταξύ η στάση μου απέναντί της είχε αλλάξει
ολοκληρωτικά. Στην αρχή με κούραζε και με νευρίαζε. Τώρα με ενδιέφερε σαν
θέαμα, και με βοηθούσε να αξιολογήσω σωστά ορισμένα πράγματα – και κατ’ αρχήν
να εξετάσω μέσα απ’ αυτήν τον ευρωπαϊκό κόσμο που είχα εγκαταλείψει και στον
οποίο έπρεπε γρήγορα ή αργά να επιστρέψω – κυρίως όμως, κι αυτό το μέτρημα ήταν
το πιο σοβαρό, να ζυγίσω σωστά τη ζωή μου και τη νεότητά μου.
Πρέπει
να πω ότι σχεδόν τρομοκρατήθηκα την ημέρα που, πετυχαίνοντας την Τζένυ
μισόγυμνη στην κάμαρά της, συνειδητοποίησα ότι δεν ένιωθα την παραμικρή
συγκίνηση. Ήταν για μένα σαν ένα οποιοδήποτε αντικείμενο...
Εκείνη
τη νύχτα σκέφτηκα πολλά πράγματα. Αναρωτήθηκα μήπως ο παράφορος μου έρωτας με τη
Μαϊτρέγι και το σκληρό σοκ του χωρισμού μας, καθώς και η τωρινή μοναξιά μου,
είχαν σβήσει μέσα μου κάθε αντρική ορμή, μήπως με είχαν μετατρέψει σ’ ένα είδος
συναισθηματικού και ψυχικού ευνούχου. Αναρωτήθηκα μήπως η επιλογή μου να ζήσω
μακριά από τον κόσμο ξεκινούσε απλώς από την ανικανότητά μου να τον αντιμετωπίσω.
Είχα αποφασίσει να απαρνηθώ τον έρωτα και τις γυναίκες. Μήπως όμως το είχα
αποφασίσει για τον απλό λόγο ότι ούτε ο έρωτας, ούτε οι γυναίκες δεν με
τραβούσαν πια; Πέρασα τη νύχτα αυτή ώρες τρομερής αγωνίας. Φοβόμουνα μήπως έχω
γίνει πια ένα ναυάγιο με αυτοματικές αντιδράσεις, μήπως θα έφερνα σ’ όλη τη ζωή
μου τη σφραγίδα αυτής της πρώτης καταστροφής. Ήταν αλήθεια ότι οι γυναίκες, ο
κόσμος με τους αγώνες, τις αυταπάτες και τις πραγματικότητές του, δεν με
ενδιέφεραν πια. Είχα όμως ανάγκη να μάθω, σπρωγμένος από μια ακατανίκητη
περιέργεια αν ο κόσμος και οι γυναίκες μπορούσαν ακόμη να κεντρίσουν το
ενδιαφέρον μου. Μήπως η επιθυμία της απόσυρσης και η αποστροφή μου προέρχονταν
από την κατάστασή μου; Μήπως ήμουνα αναγκασμένος, παρά τη θέλησή μου να παραιτηθώ
από τα πάντα και να χαθώ; Ή ήμουνα ακόμη ελεύθερος να αποφασίσω.
Θέλησα
να ξαναδώ τη Τζένυ με καινούργιο μάτι, μα δεν αισθάνθηκα μπροστά της καμιά
συγκίνηση, τίποτε που να μοιάζει με μια αρχή πάθους. Δεν είχα ξαναβρει την
ελευθερία μου.
Άρχισα
τότε να της στήνω παγίδες, να την σπρώχνω να φανεί πιο θηλυκιά, όπως ήταν,
χωρίς αμφιβολία πριν να φύγει από το Κέηπτάουν. Ίσως να κατάφερνε να με
τραβήξει... Αν έπαιρνα μαζί της, χάρη σ’ αυτήν, την απόδειξη πως ο άντρας μέσα
μου δεν είχε πεθάνει, πως είχα μείνει ο ίδιος με τα λάθη μου, τις μικρότητες,
τα πάθη μου – τότε θα μπορούσα να αποσυρθώ από τον κόσμο, θα ήμουνα ελεύθερος
να κάνω οτιδήποτε, αφού θα είχα τη δυνατότητα να κάνω και το αντίθετο.
Οφείλω να ομολογήσω ότι η παρουσία μου έκανε πολλές
φορές τη Τζένυ να φέρεται γυναικεία. Της άρεσε να μου μιλάει για τη θεοσοφία
και τα «μυστικά του Θιβέτ» - ένα σωρό μύθους που τους πίστευε με αφέλεια.
Μισόκλεινε τα μάτια και η φωνή της έπαιρνε μια απόχρωση πιο ζεστή και
μυστηριακή. Άλλες φορές αντίθετα ξεσπούσε στα γέλια, μου πρόσφερε τρυφερά ένα
φλυτζάνι σοκολάτα – και παρά το γεγονός ότι είχε απαρνηθεί το βάψιμο απ’ όταν
έφθασε στη χώρα των βουνών, άρχισε πάλι να πουδράρει το πρόσωπό της και να
μακιγιάρεται ελαφρά. Προσπαθούσε συνεχώς να με κάνει να της πω πως βρέθηκα εγώ
σ’ αυτή τη μοναξιά και ποιο ήταν το κρυφό νόημα του δαχτυλιδιού μου με τη μαύρη
πέτρα.
Το
περίεργο είναι ότι σκεφτόμουνα πολύ τη Μαϊτρέγι κοιτάζοντας τη Τζένυ και
μιλώντας μαζί της. Διατηρούσα συνεχώς στο μυαλό μου την παρουσία της Μαϊτρέγι,
μόνον εκείνης. Καμιά φορά φανταζόμουνα ότι αγκάλιαζα μια γυναίκα, αυτή τη Τζένυ
για παράδειγμα, και ξαφνιαζόμουνα από την ίδια μου τη βεβαιότητα ότι κάτι
τέτοιο ήταν αδύνατο. Η ιδέα μιας ερωτικής περιπέτειας μου φαινόταν κάτι το
εντελώς αδιανόητο. Ήταν φανερό ότι αγαπούσα τόσο παράφορα τη Μαϊτρέγι, η
ανάμνησή της έσβηνε σε τέτοιο βαθμό κάθε ξένη παρουσία μέσα μου που η ζωή μου,
βυθισμένη αμετάκλητα σ’ ένα βασανιστικό παρελθόν, έμοιαζε να έχει χάσει κάθε
αξία, σαν να έχει πάθει έναν οριστικό εκφυλισμό. Τι θα γινόμουνα; Θα
επαναλάμβανα την περιπέτεια του Αβελάρδου και της Ελοϊζας; Ήθελα να
ξανααισθανθώ ελεύθερος, να επαληθεύσω μια και καλή την ελευθερία μου για να
συνεχίσω μετά να αγαπώ την Μαϊτρέγι χωρίς να φοβάμαι ότι ο έρωτάς μου θα με
βγάλει στο περιθώριο της ζωής. Είναι πολύ δύσκολο να ξεμπερδέψω σήμερα το
μπερδεμένο κουβάρι των σκοτεινών συναισθημάτων που με έσπρωχναν να
διακινδυνεύσω μια νέα εμπειρία προκειμένου να σπάσω τα δεσμά μου. Υπάρχει κάτι
που να το καταλαβαίνω;...
Η
Τζένυ είχε ορίσει την αναχώρησή της για την επόμενη Δευτέρα. Είχε γράψει στο
Ρανιχέτ να της στείλουν ένα βαστάζο. Τις τελευταίες μέρες πολλαπλασίασε τους
υπαινιγμούς, παίρνοντας την ευκαιρία από την παραμικρή κουβέντα μου για να μου
χαμογελάσει συνωμοτικά, παραπονούμενη ότι εγκατέλειπε μια ζωή που γνώριζε
ελάχιστα, υποστηρίζοντας ότι δεν ζητούσε παρά μια μοναδική εμπειρία γιατί
τίποτε δεν αξίζει να επαναλαμβάνεται στον έρωτα. Αυτη η επιστροφή της
θηλυκότητας με διασκέδαζε. Το βράδυ του Σαββάτου είχε ένα θαυμάσιο φεγγαρόφωτο
κι ένιωσα την επιθυμία να μιλήσω, για να καταλάβω καλύτερα τι συνέβαινε μέσα
μου, να καταλάβω γιατί έκρυβα τόσα πράγματα και σιωπούσα τόσο επίμονα. Πήρα την
απόφαση να μείνω μαζί της κάτω από τη βεράντα και να της διηγηθώ ολόκληρη την
ιστορία της Μαϊτρέγι.
Γύρω
στα μεσάνυχτα μας έπιασε το κρύο και μπήκαμε στο δωμάτιό της να πιούμε ένα
φλιτζάνι τσάι. Τέλειωσα τη διήγησή μου μιλώντας για το γράμμα του Χόχα και την
απόφασή μου να ξεχάσω την Μαϊτρέγι για να μην την κάνω να υποφέρει. Ούτε κι εγώ
καταλάβαινα τι ακριβώς σήμαινε αυτη η απόφαση, η πρόταση όμως ηχούσε ωραία και
την πρόφερα... Εγώ που συνήθως φτάνω την ειλικρίνεια ως την ηλιθιότητα, εκείνο
το βράδυ έπαιξα λίγο κωμωδία. Η Τζένυ έμεινε σιωπηλή και θλιμμένη μ’ ένα δάκρυ
στη γωνία του ματιού. Την ρώτησα γιατί δάκρυζε. Δεν μου απάντησε. Την πλησίασα,
έπιασα τα χέρια της στα δικά μου, της έσφιξα τα μπράτσα και την ξαναρώτησα. Δεν
μιλούσε. Το πρόσωπό μου ήταν κοντά στο δικό της, οι ανάσες μας ζέσταιναν η μια
την άλλη και με μια φωνή όλο και πιο χαμηλή και χαϊδευτική επανέλαβα την ερώτησή
μου. Έβγαλε ξαφνικά ένα βαθύ αναστεναγμό, έκλεισε τα μάτια, με αγκάλιασε από
τους ώμους και με φίλησε στο στόμα με άγριο πάθος.
Ένιωσα
μια περίεργη χαρά καθώς τραβούσα το σύρτη του δωματίου.
Οι
προηγούμενες σελίδες μοιάζουν άσχετες με την ιστορία της Μαϊτρέγι κι ωστόσο την
συνεχίζουν. Μόνο τη Μαϊτρέγι σκεφτόμουνα σφίγγοντας στην αγκαλιά μου το ξανθό
και γεροδεμένο κορμί της Φινλανδέζας Εβραίας. Τη Μαϊτρέγι αναζητούσα σε καθένα
από τα φιλιά της και ταυτόχρονα ήθελα να απαλλαγώ από την ανάμνησή της και να
τη σβήσω από μέσα μου. Πάνω σ’ αυτό το λευκό σαν το γάλα σώμα που το
επισκέφτηκε κάποτε ο έρωτας και το εγκατέλειψε, αναζητούσα έστω και μια
λεπτομέρεια που να μου θυμίζει τη Μαϊτρέγι, ξέροντας πολύ καλά ότι αν την
έβρισκα θα πέθαινα από φρίκη και δέος.
Ήθελα
να ξεχάσω τη Μαϊτρέγι ή να αποδείξω απλώς στον εαυτό μου ότι μόνον εκείνην
αγαπούσα κι ότι κάθε άλλος έρωτας ήταν πια αδύνατος; Δεν ήξερα αν ήταν μια
πραγματική επαλήθευση ή η πρώτη διαφυγή, το πρώτο κύλισμα στη λάσπη... Δεν
μπορούσα να πιστέψω ότι μνήμες σαν τις δικές μου κινδύνευαν να σβήσουν. Δεν
μπορούσα να παραδεχτώ ότι ήμουνα ίδιος μ’ αυτές τις χιλιάδες των δυστυχισμένων
ανθρώπων που αγαπούν και ξεχνούν και που πεθαίνουν χωρίς να έχουν ζήσει ποτέ
κάτι οριστικό και αιώνιο. Πριν από μερικές εβδομάδες ένιωθα τόσο αλυσσοδεμένος
από το πάθος μου τόσο σίγουρος για την παντοδυναμία του!... Μήπως όμως ολόκληρη
η ζωή δεν είαν παρά μια μεγάλη φάρσα, ανάλογη με το πάθος μου;...
Έβαλα
όλα αυτά τα ερωτήματα γιατί ακριβώς φοβόμουνα να παραδεχτώ την ακατάλυτη δύναμη
του έρωτά μου για τη Μαϊτρέγι. Χωρίς καμιά αμφιβολία το αγκάλιασμα της Τζένυ με
είχε αηδιάσει βαθιά. Ήξερα πως θα χρειαζόταν να περάσει πολύς καιρός για να βρω
ξανά το κουράγιο να πλησιάσω μια άλλη γυναίκα! Χρειάζονταν συνθήκες
διαφορετικές. Τη Μαϊτρέγι αγαπούσα! Τη Μαϊτρέγι και μόνο! Έσφιγγα τα δόντια
επινοώντας ένα σωρό χάδια που λίγωναν την απλοϊκή Τζένυ αλλά που με μεγάλωναν
τη λύσσα μου γιατί δεν κατάφερναν να με παρασύρουν όσο θα ήθελα, ούτε να
σβήσουν μέσα από τη ζωντανή μνήμη των αισθήσεων τη θύμηση της άλλης, της
μοναδικής της Μαϊτρέγι.
-Γιατί
πέσατε έτσι στην αγκαλιά μου πριν από λίγο; ρώτησα τη νεαρή κοπέλα.
-Ήθελα
να αγαπηθώ κι εγώ σαν τη Μαϊτρέγι, μου είπε κοιτάζοντάς με με τα γαλάζια,
ανέκφραστα μάτια της.
Δεν
είπα τίποτε. Ήταν λοιπόν δυνατή μια τέτοια δίψα για αυταπάτη; Μια τέτοια
επιθυμία για έρωτα;
-Μου
διηγόσαστε πόσο την αγαπούσατε κι εγώ αισθάνθηκα μόνη και δυστυχισμένη. Ήθελα
να κλάψω.
Κατάλαβε,
νομίζω, πως δεν θα μπορούσα ποτέ να την αγαπήσω, ούτε καν μ’ έναν έρωτα
σαρκικό. Βγήκα από το δωμάτιό της την αυγή με μια φοβερή διαύγεια. Εκείνη
έμεινε ξαπλωμένη στο αναστατωμένο κρεβάτι που η απερίγραπτη αταξία του
μαρτυρούσε τη λυσσασμένη μου προσπάθεια να ξεχάσω τη Μαϊτρέγι...
Την
συνόδευσα τη Δευτέρα, ως το χείμαρρο που διασχίζει το πευκοδάσος. Γιατί την
έστειλε στο δρόμο μου ο Θεός; Τζένυ Άιζακ, θα σας ξαναδώ άραγε, μια μέρα;
Έμεινα
και πάλι μόνος, αηδιασμένος από τον εαυτό μου, χαμένος, προσπαθώντας να βρω τι
θ’ απογίνω, προσπαθώντας να ξαναπιάσω το νήμα του ονείρου μου με την Μαϊτρέγι.
Από όλη αυτή την περίοδο έχω κρατήσει μαι ανάμνηση πολύ θολή... Αϋπνίες και
άδειες μέρες...
Και
ξαφνικά πέρασαν όλα. Μια μέρα ξύπνησα πιο νωρίς από το συνηθισμένο. Έκπληκτος
κοίταξα τον ήλιο κατάματα, το φως, την πρασινάδα. Είχα σωθεί. Είχε φύγει από πάνω
μου ένα βάρος ασήκωτο, μια απειλή θανάτου. Ένιωθα την ανάγκη να τραγουδήσω, να
τρέξω. Δεν ξέρω πως έγινε αυτό το θαύμα. Κάτι είχε μπει μέσα μου και με είχε
κατακλύσει ολόκληρο.
Τότε
έφυγα από το βουνο.
MIRCEA ELIADE
Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΒΕΓΓΑΛΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΑΡΙΝΑ ΛΩΜΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΣΕΝΙΔΗΣ 1988
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου