Ο ζάπλουτος
μανδαρίνος κάθησε σταυροπόδι μέσα στη
σάουνα του σπιτιού του και ούρλιαξε.
Είχε μαζέψει ολόκληρο το έργο του Γ. Σ.
Μπαχ, σε δίσκους αλλά αυτό δεν τον
βοηθούσε. Είχε σ' ολόκληρο το σπίτι
βιτρώ, είχε τη φωτογραφία μιας καλόγριας
που σήκωνε το φουστάνι της και κατούραγε
σε ανδρικά ουρητήρια αλλά κι αυτό δεν
βοηθούσε καθόλου.
Κάποτε στην
έρημο της Νεβάδα μια νύχτα με πανσέληνο
είχε βάλει να βασανίσουν μέχρι θανάτου
έναν ταξιτζή ενώ αυτός κοίταζε. Αυτό
κάπως τον ανακούφιζε, αλλά μετά από μισή
ώρα είχε χάσει κι αυτή η ιστορία τη
γοητεία της. Έπιασε σκύλους και αφού
τους έδεσε πάνω σε παλιούς σταυρούς
τάφων τους έκαιγε με τα πούρα του – των
πέντε δολαρίων – τα μάτια. Σούπα
ξαναζεσταμένη. Είχε διακορεύσει τόσες
και τόσες αθώες πιτσιρίκες που κι αυτό
δεν τον ερέθιζε πια. Τώρα ένιωθε
αξιολύπητος και πικραμένος. Ενώ πλενότανε,
έκαιγε ακριβά λιβάνια. Ο βαθύπλουτος
μανδαρίνος ήταν πια ένας άθλιος
σκατόγερος.
Τότε ήρθε και
κάθισε αντίκρυ μου στο τραπέζι που
'γραφα. Τα δάκρυα συνέχιζαν να κυλάνε
στο πρησμένο πρόσωπό του. Άναψα ένα από
τα πανάκριβα πούρα του.
«Κάνε κάτι
επιτέλους, για τ' όνομα του ΘΕΟΥ βοήθα
με!» ούρλιαζε.
Είχε έρθει η
ώρα για την παράστασή μου.
«Μια στιγμή»,
είπα.
Άνοιξα ένα
ειδικό μπαούλο και πήρα από μέσα τη
χοντρή, μαύρη δερμάτινη ζωστήρα. Την
κράτησα με τέτοιο τρόπο που η χοντρή
μεταλλική αγκράφα να κρέμεται προς τα
κάτω. Εκείνος έβγαλε το μπουρνούζι του
μπάνιου που φόραγε και ξάπλωσε πάνω
στο τραπέζι, μ' όλα αυτά τα αρρωστημένα
κρέατά του σαν άσπρο αφρολέξ, ο αηδιαστικός
τρεμουλιαστός και μαλλιαρός κώλος...
Πήρα φόρα και μ' όλη μου τη δύναμη του
κατέβασα με την αγκράφα...
ΦΑΠ! ΦΑΠ!
ΦΑΠ! ΦΑΠ! ΦΑΠ!
Έπεσε κάτω από
το τραπέζι. Σερνότανε με τα τέσσερα πάνω
στο πάτωμα σαν κάβουρας. Εγώ τον
ακολουθούσα με τη ζωστήρα.
ΦΑΠ!
ΦΑΠ!
ΦΑΠ!
Μετά έσκυψα
πάνω του κι ενώ εκείνος ούρλιαζε, έσβησα
κάπου πάνω του το πούρο μου.
Έμεινε ξαπλωμένος
και δεν έβγαζε άχνα. Είχε ένα μακάριο
χαμόγελο στο πρόσωπο. Πήγα μέχρι την
κουζίνα. Ο δικηγόρος του καθότανε κι
έπινε τον καφέ του.
«Τελειώσατε;»
ρώτησε.
«Μάλιστα».
Δίπλα στο
φλυτζάνι του καφέ του ήταν ένα μάτσο
χαρτονομίσματα. Τράβηξε πέντε δεκαδόλαρα
και τα 'σπρωξε πάνω στο τραπέζι προς το
μέρος μου. Μόνο τότε κατάλαβα ότι κρατούσα
ακόμη το σβησμένο πούρο στο χέρι. Το
πέταξα στο νεροχύτη.
«Το μεροκάματο»,
είπα γω. «Σκατά και πάλι σκατά».
«Μάλιστα», είπε
ο δικηγόρος. «Ο προηγούμενος άντεξε
μόνο για ένα μήνα».
Γέμισα ένα
φλυτζάνι με καφέ. Η κουζίνα ήταν πολύ
άνετη.
«Άντε λοιπόν
μέχρι την άλλη Τετάρτη», είπε εκείνος.
«Δεν θέλετε να
το κάνετε εσείς στη θέση μου;»
«ΕΓΩ; Α! όχι,
είμαι πολύ ευαίσθητος...!»
Γελάσαμε και
οι δύο. Κι έριξα δυο κομματάκια ζάχαρη
στον καφέ μου.
ΤΣΑΡΛΣ
ΜΠΟΥΚΟΒΣΚΙ
NOTES
OF A DIRTY OLD MAN
(ΠΕΖΑ
1)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΤΕΟ ΡΟΜΒΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΑΠΟΠΕΙΡΑ 1984
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου