And if he left off
dreaming about you...
Through the
Looking-Glass, IV
Κανένας
δεν τον είδε όταν ξεμπάρκαρε μέσα στην
κατασκότεινη νύχτα, κανένας δεν είδε
το κανό από μπαμπού που χωνόταν στην
ιερή λάσπη, μα, λίγες μέρες αργότερα,
όλοι ήξεραν ότι ο σιωπηλός άνθρωπος
ερχόταν από τα νότια κι ότι η πατρίδα
του ήταν ένα από τ' αμέτρητα χωριά που
βρίσκονται προς τις πηγές του ποταμού,
στην απότομη πλαγιά του βουνού, εκεί
όπου η γλώσσα ζενδ δεν έχει διαβρωθεί
από τα ελληνικά και σπανίζει η λέπρα.
Το βέβαιο είναι ότι ο μουντός εκείνος
άνθρωπος φίλησε τη λάσπη, σκαρφάλωσε
στην όχθη χωρίς να παραμερίσει (ίσως
χωρίς να αισθανθεί) τα κοφτερά χαμόδεντρα
που του πλήγωναν τη σάρκα και γλίστρησε,
ζαλισμένος και ματωμένος, ως τον κυκλικό
περίβολο που πάνω του δεσπόζει ένα
πέτρινο άλογο ή τίγρη και που, κάποτε,
είχε το χρώμα της φωτιάς και τώρα το
χρώμα της στάχτης. Αυτός ο κύκλος είναι
κάποιος ναός που κατασπαράχτηκε, παλιά,
από τις πυρκαγιές και τον βεβήλωσε το
βαλτωμένο δάσος, και που το θεό του δεν
τον τιμούνε πια οι άνθρωποι. Ο ξένος
ξάπλωσε κάτω απ' το βάθρο. Τον ξύπνησε
ο ήλιος ψηλά. Σιγουρεύτηκε, χωρίς να
παραξενευτεί, πως οι πληγές του είχαν
γιατρευτεί. Έκλεισε τα ξεθωριασμένα
του μάτια και κοιμήθηκε, όχι γιατί δεν
άντεχε το σώμα του, αλλά γιατί έτσι είχε
αποφασίσει. Ήξερε ότι εκείνος ο ναός
ήταν ο τόπος που ζητούσε ο ακατανίκητος
σκοπός του. Ήξερε ότι τα πυκνά δέντρα
δεν μπορούσαν να στραγγαλίσουν τα
ερείπια ενός άλλου ναού, στην κάτω μεριά
του ποταμού, ενός ναού κάποιων θεών που
κάηκαν και πέθαναν κι εκείνοι. Ήξερε
ότι αυτό που έβιαζε ήταν ο ύπνος. Γύρω
στα μεσάνυχτα τον ξύπνησε η απαρηγόρητη
στριγγιά ενός πουλιού. Χνάρια από
ξυπόλυτα ποδάρια, λίγα σύκα, ένα σταμνί
τον έκαμαν να καταλάβει πως οι άνθρωποι
της περιοχής είχαν παραφυλάξει με
σεβασμό τον ύπνο του και ζητούσαν την
προστασία του ή με σεβασμό τον ύπνο του
και ζητούσαν την προστασία του ή
φοβόντουσαν τα μάγια του. Ένιωσε το
σύγκρυο του φόβου, έψαξε στα γκρεμισμένα
τείχη την κόγχη ενός κενοτάφιου και
σκεπάστηκε με κάτι παράξενα φύλλα.
Ο
σκοπός του, αν και υπερφυσικός, δεν ήταν
κάτι το ανέφικτο. Ήθελε να ονειρευτεί
έναν άνθρωπο: ήθελε να τον ονειρευτεί
ολόκληρο, με κάθε λεπτομέρεια και να
τον μεταφέρει στην πραγματικότητα.
Αυτός ο μαγικός σκοπός είχε γεμίσει
ολόκληρο το χώρο της ψυχής του. Αν κανείς
τον ρωτούσε τ' όνομά του ή κάτι
χαρακτηριστικό από την περασμένη του
ζωή, δε θα κατάφερνε ν' απαντήσει. Ο
εγκαταλειμμένος και γκρεμισμένος ναός
του ταίριαζε, γιατί ήταν κάτι το ελάχιστο
του ορατού κόσμου, κι ακόμη τον βόλευε
το ότι ήταν κοντά οι ξυλοκόποι, γιατί
είχαν αναλάβει να καλύπτουν τις μηδαμινές
ανάγκες του. Το ρύζι και τα φρούτα των
προσφορών τους ήταν αρκετή τροφή για
το κορμί του, που το 'χε τάξει σ' ένα
μοναχά σκοπό. Τον ύπνο και το όνειρο.
Στην
αρχή τα όνειρά του ήταν ασυνάρτητα. Λίγο
μετά έγιναν διαλεκτικής φύσης. Ο ξένος
ονειρευόταν τον εαυτό του στο κέντρο
ενός κυκλικού αμφιθεάτρου που, κατά
κάποιον τρόπο, ήταν ο καμένος ναός.
Σύννεφα σιωπηλοί μαθητές βάραιναν τις
κερκίδες. Τα πρόσωπα των πιο μακρινών
απ' αυτούς κρέμονταν πολλούς αιώνες
μακριά, σε αστρικά ύψη. Τα χαρακτηριστικά
τους όμως ξεχώριζαν ολοκάθαρα. Ο άνθρωπος
τους δίδασκε ανατομία, κοσμογραφία,
μαγεία: εκείνοι άκουγαν αχόρταγα και
προσπαθούσαν να απαντήσουν έξυπνα, σαν
να μάντευαν τη σημασία αυτής της εξέτασης,
που θα ελευθέρωνε κάποιον απ' αυτούς
από τη φύση του φάσματος, παρεμβάλοντάς
τον στον πραγματικό κόσμο. Ο άνθρωπος,
όσο ήταν ξυπνητός αλλά και όταν ήταν
κοιμισμένος, μελετούσε τις απαντήσεις
των φαντασμάτων του, χωρίς ν' αφήνει να
τον ξεγελάσουν με πονηριές και μάντευε
μες στην αμηχανία τους μια διαρκώς
αυξανόμενη νοημοσύνη. Έψαχνε μια ψυχή
που θ' άξιζε να μπει μέσα στον κόσμο.
Εννιά
δέκα νύχτες αργότερα, κατάλαβε με κάποια
πίκρα πως τίποτα δεν μπορούσε να περιμένει
από τους μαθητές του που δέχονταν
παθητικά το μάθημά του, ούτε ακόμα κι
από κείνους που, καμιά φορά, αποτολμούσαν
κάποια λογική αντιλογία. Οι πρώτοι, αν
και αξιαγάπητοι και καλοπροαίρετοι, δε
θα μπορούσαν να θεωρηθούν τέλεια άτομα.
Όσο για τους άλλους, μόλις που προϋπήρχαν
κάπως περισσότερο. Ένα απόγευμα (τώρα
και τ' απογεύματα ήταν στην κυριαρχία
του ύπνου, τώρα δεν έμενε ξύπνιος παρά
για δυο τρεις ώρες τα χαράματα) σχόλασε
για πάντα το μεγάλο φανταστικό σχολείο
του κι έμεινε μ' έναν μόνο μαθητή. Ήταν
ένα σιωπηλό κιτρινιάρικο παιδί, δύστροπο
μερικές φορές, με όψη κοφτερή όπως
εκείνου που τ' ονειρευόταν. Γι' αρκετό
καιρό, δεν το ανησυχούσε η απότομη
εξαφάνιση των συμμαθητών του. Μετά από
λίγα ιδιαίτερα μαθήματα, η πρόοδός του
έκανε το δάσκαλο να εκπλαγεί. Όμως η
καταστροφή δεν άργησε. Ο άνθρωπος,
ξυπνώντας μια μέρα από τον ύπνο του, σαν
μέσα από μια παχύρευστη έρημο, μέσα στο
άδειο φως του απογεύματος που μπερδεύτηκε
ξαφνικά με την αυγή, κατάλαβε ότι δεν
είχε ονειρευτεί. Όλη κείνη τη νύχτα κι
όλη τη μέρα τον περιτύλιγε η ανυπόφορη
λάμψη της αγρύπνιας. Ήθελε να εξερευνήσει
το δάσος, να εξαντληθεί. Μα ίσα ίσα που
πρόλαβε μέσα σε θάμνους κώνειου κάτι
ριπίσματα αδύναμου ύπνου, διανθισμένα
με φευγαλέα, άχρηστα, συνηθισμένα όνειρα.
Του 'ρθε να ξανασυγκεντρώσει την τάξη
του, μα μόλις που πρόλαβε να συλλαβίσει
δυό τρεις υποθήκες και οι μορφές
παραμορφώθηκαν κι έσβησαν. Στην απέραντη
σχεδόν αγρύπνια του, δάκρυα οργής του
πυρπολούσαν τα γερασμένα του μάτια.
Κατάλαβε
πως το ν' αποφασίσει κανείς να μορφοποιήσει
τη συγκεχυμένη και ιλιγγιώδη ύλη του
ονείρου είναι το πιο δύσκολο πράγμα με
το οποίο μπορεί να καταπιαστεί, έστω κι
αν μπορέσει να διεισδύσει σ' όλα τα
αινίγματα της ανώτατης και της κατώτατης
τάξης πραγμάτων: πιο δύσκολο απ' το να
πλέξεις από άμμο ένα σκοινί, ή να
αποτυπώσεις σε νόμισμα τη μορφή του
άμορφου ανέμου. Κατάλαβε πως, στην αρχή,
μια αποτυχία ήταν αναπόφευκτη. Υποσχέθηκε
στον εαυτό του να ξεχάσει την τεράστια
παραίσθηση που τον έκαμε να χάσει στην
αρχή το δρόμο του κι έψαξε άλλη μέθοδο
εργασίας. Πριν να τη δοκιμάσει, αφιερώθηκε
ένα μήνα στην ανανέωση των δυνάμεων που
του 'χε αντλήσει το παραλήρημα. Άφησε
κατά μέρος κάθε λογής προετοιμασία να
ονειρευτεί και, αμέσως σχεδόν, κατάφερε
να κοιμάται ένα λογικό διάστημα κάθε
μέρα. Τις σπάνιες φορές που ονειρεύτηκε
στην περίοδο αυτή, δεν έδωσε προσοχή
στα όνειρά του. Για να ξαναπιάσει δουλειά,
περίμενε να γιομίσει ολότελα ο δίσκος
του φεγγαριού. Το απόγευμα έκανε λουτρό
καθαρμού στα νερά του ποταμού, δεήθηκε
στους αστρικούς θεούς, πρόφερε τις
μυστικές συλλαβές ενός κραταιού ονόματος
και κοιμήθηκε. Σχεδόν αμέσως, ονειρεύτηκε
μια παλλόμενη καρδιά.
Την
ονειρεύτηκε ζωντανή, θερμή, μυστική,
στο μέγεθος γροθιάς, με χρώμα πορφυρό
μες στο μισόφωτο ενός ανθρώπινου σώματος
που ακόμα δεν είχε ούτε φύλο, ούτε
πρόσωπο. Την ονειρεύτηκε δεκτέσσερις
λαμπερές νύχτες, προσέχοντας στοργικά
την κάθε λεπτομέρεια. Και, κάθε νύχτα,
την έβλεπε καθαρότερα. Δεν την άγγιζε,
μονάχα βεβαιωνόταν για την παρουσία
της, τη μελετούσε και τη διόρθωνε με το
βλέμμα. Την ένιωθε, τη ζούσε από
διαφορετικές αποστάσεις, απο διαφορετικές
οπτικές γωνίες. Τη δέκατη τέταρτη νύχτα
ακούμπησε απαλά με το δείχτη του χεριού
την πνευμονική αρτηρία κι ύστερα ολόκληρη
την καρδιά, από έξω και από μέσα. Η εξέταση
τον ικανοποίησε. Μια νύχτα, επιτηδες
δεν ονειρεύτηκε. Μετά, ξαναπήρε την
καρδιά, επικαλέστηκε το όνομα ενός
πλανήτη κι άρχισε να ονειρεύεται άλλα
βασικά μέλη του σώματος. Σε λιγότεο από
ένα χρόνο έφτασε στο σκελετό, στα βλέφαρα.
Τα αναρίθμητα μαλλιά ήταν ίσως η πιο
δύσκολη δουλειά. Ονειρεύτηκε έναν
ολόκληρο άνθρωπο, ένα παλικάρι, που όμως
δε σηκωνόταν, δε μιλούσε, ούτε μπορούσε
ν' ανοίξει τα μάτια του. Νύχτα τη νύχτα
τον ονειρευόταν κοιμισμένο.
Στις
γνωστικές κοσμογονίες, οι δημιουργοί
πλάθουν έναν κοκκινωπό Αδάμ που δεν
μπορεί να σηκωθεί. Τόσο χοντροφτιαγμένος
και πρωτόγονος όπως κι εκείνος ο χωμάτινος
Αδάμ, ήταν και ο Αδάμ του ονείρου που
έφτιαξαν οι νύχτες του μάγου. Ένα
απόγευμα, κατέστρεψε σχεδόν ολόκληρο
το έργο του αλλα μετάνιωσε. (Θα 'ταν
καλύτερα γι' αυτόν να το 'χε καταστρέψει).
Έχοντας εξαντλήσει τις επικλήσεις του
στις θεότητες της γης και του ποταμού,
έπεσε στα πόδια του ειδώλου, που ήταν
πουλάρι ίσως ή τίγρη, και ζήτησε βοήθεια
από την άγνωστη δύναμή του. Τα χαράματα
ονειρεύτηκε το άγαλμα. Το ονειρεύτηκε
ολοζώντανο, να σπαρταρά: δεν ήταν μια
φοβερή διασταύρωση τίγρης και αλόγου
αλλά, ταυτόχρονα, και τα δύο άγρια όντα
μαζί, και μαζί ταύρος, τριαντάφυλλο και
καταιγίδα. Αυτή η πολλαπλή θεότητα του
αποκάλυψε ότι το γήινο όνομά της ήταν
Πυρ κι ότι στον κυκλικό αυτό ναό (και σ'
άλλους ανάλογους) της έκαμαν θυσίες και
τη λάτρεψαν και ότι, με τρόπο μαγικό, θα
έδινε ζωή στο πλάσμα του ονείρου του
έτσι που όλοι (εκτός από αυτόν τον ίδιο
που το ονειρεύτηκε κι εκτός από την ίδια
τη φωτιά) να τον περνούν για άνθρωπο από
σάρκα και οστά. Πρόσταξε να τον στείλει
να μαθητέψει στις τελετές που γίνονταν
στα χαλάσματα του άλλου ναού, εκείνου
που οι πυραμίδες του ορθώνονταν στην
κάτω μεριά του ποταμού, για να υπάρχει
σ' εκείνο το ερειπωμένο κτίριο μια φωνή
να την δοξάζει. Μέσα στο όνειρό του, το
πλάσμα που ονειρευόταν ξύπνησε.
Ο
μάγος εκτέλεσε τις εντολές. Όρισε μια
προθεσμία (που τελικά διάρκεσε δυό
χρόνια) για να αποκαλύψει στο παιδί τα
μυστικά του κόσμου και τη λατρεία της
φωτιάς. Μέσα του τον πονούσε να το
αποχωριστεί. Και με το πρόσχημα της
παιδαγωγικής αναγκαιότητας, παράτεινε
μέρα τη μέρα τις ώρες που αφιέρωνε στον
ύπνο. Ακόμα, ξανάφτιαξε λιγάκι το δεξί
ώμο που του φαινόταν κάπως ατελής.
Μερικές φορές τον ανησυχούσε κάποια
εντύπωση πως όλα αυτά είχαν ξαναγίνει...
Γενικά όμως, οι μέρες του ήταν ευτυχισμένες.
Όταν έκλεινε τα μάτια του, σκεφτόταν:
Τώρα θα βρεθώ με τον γιο μου. Ή, πιο
σπάνια: Ο γιος που γέννησα με περιμένει
και δεν υπάρχει αν δεν βρίσκομαι μαζί
του.
Σιγά
σιγά, άρχιζε να τον συνηθίζει στην
πραγματικότητα. Κάποτε τον διάταξε να
στήσει μια σημαία σε μια μακρινή κορφή.
Την άλλη μέρα, η σημαία ανέμιζε απάνω
στην κορφή. Δοκίμασε κι άλλα ανάλογα
πειράματα, κάθε φορά και πιο παράτολμα.
Με πίκρα πια κατάλαβε ότι ο γιος του
ήταν έτοιμος κι ότι ίσως μάλιστα ν'
αδημονούσε να γεννηθεί. Κείνη τη νύχτα
τον φίλησε για πρώτη φορά και τον έστειλε
στον άλλο ναό, στα ερείπια που ασπρίζαν
στην κάτω μεριά του ποταμού, μετά από
λεύγες βάλτους και δάσος πυκνό.
Προηγουμένως όμως (για να μην καταλάβει
ποτέ πως ήταν πλάσμα ονείρου και να
θεωρεί τον εαυτό του άνθρωπο σαν τους
άλλους) του εμφυσά την απόλυτη λήθη του
χρόνου και της μαθητείας του.
Τη
νίκη και την ηρεμία του κηλίδωνε η ανία.
Τα δειλινά και τα χαράματα, προσκυνούσε
την πέτρινη μορφή και φανταζόταν ότι ο
ονειρικός του γιος τελούσε παρόμοιες
τελετές, σε άλλα κυκλικά ερείπια, στην
κάτω μεριά του ποταμού. Τη νύχτα δεν
ονειρευόταν ή ονειρευόταν όπως όλος ο
κόσμος. Αντιλαμβανόταν τους ήχους και
τις μορφές του σύμπαντος κάπως άτονα:
γιατί ο γιος του, μακριά, τρεφόταν απ'
αυτές τις ελαττώσεις της ψυχής του. Ο
σκοπός της ζωής του είχε ολοκληρωθεί.
Παράμενε σ' ένα είδος έκστασης. Ύστερα
από καιρό, που άλλοι αφηγητές της ιστορίας
του προτιμούν να τον υπολογίζουν σε
χρόνια και άλλοι σε πενταετίες, τον
ξύπνησαν μες στα μεσάνυχτα δυό κωπηλάτες.
Δεν μπόρεσε να δει τα πρόσωπά τους, αλλά
του μίλησαν για κάποιο μάγο, σ' ένα ναό
στα βόρεια, που μπορούσε να περπατάει
στη φωτιά, χωρίς να καίγεται. Ο μάγος
θυμήθηκε ξαφνικά τα λόγια του Θεού.
Θυμήθηκε πως, από όλα τα όντα του
σύμπαντος, μονάχα η φωτιά ήξερε πως ο
γιος του ήταν φάντασμα. Αυτή η ανάμνηση,
που τον ηρεμούσε στην αρχή, τώρα τον
τυραννούσε. Φοβόταν μήπως συλλογιστεί
ο γιος του αυτό του το αφύσιμο προνόμιο
κι ανακαλύψει την πραγματική του φύση:
ένα είδωλο. Να μην είσαι άνθρωπος αλλά
προβολή του ονείρου άλλου ανθρώπου –
ταπείνωση φοβερή, ίλιγγος! Κάθε πατέρας
νοιάζεται για τα παιδιά που γέννησε
(που επέτρεψε να υπάρξουν) μ' ένα απλό
σύμπλεγμα ή σε μια στιγμή ευτυχίας.
Είναι φυσικό λοιπόν να φοβάται ο μάγος
για το μέλλον του γιου του, που τον
μελέτησε έντερο με έντερο, κάθε
χαρακτηριστικό ξεχωριστά, σε χίλιες
και μια μυστικές νύχτες.
Οι
λογισμοί του σταμάτησαν απότομα, αν και
το τέλος τους το είχαν ήδη προμηνύσει
κάποια σημάδια. Και πρώτα (μετά από
μεγάλη ξηρασία), φάνηκε πάνω σ' ένα λόφο
ένα μακρινό σύννεφο, ανάλαφρο σαν πουλί.
Ύστερα, προς τα νότια, ο ουρανός πήρε
ένα χρώμα μενεξελί, όπως τα ούλα της
λεοπάρδαλης. Μετά οι καπνοί, που σκούριασαν
το μέταλλο της νύχτας. Κατόπιν ο πανικός
των θηρίων που φεύγαν. Γιατί έγινε πάλι
εκείνο που 'χει γίνει πολλούς αιώνες
πριν. Τα ερείπια του ιερού της φωτιάς
πυρπολήθηκαν. Και μιαν αυγή χωρίς πουλιά,
ο μάγος είδε να κυλάει, κυκλώνοντας τους
τοίχους, η φωτιά. Για μια στιγμή σκέφτηκε
να καταφύγει στα νερά, ύστερα όμως
κατάλαβε ότι ο θάνατος ερχόταν να
στεφανώσει τα γηρατειά του και να τον
απαλλάξει από τους κόπους του. Περπάτησε
προς τα λεπίδια της φωτιάς. Μα εκείνα
δεν του δάγκωσαν τη σάρκα του. Τον
χάιδεψαν και τον πλημμύρισαν χωρίς να
τον κεντήσουν. Αλαφρωμένος, έντρομος,
ταπεινός, κατάλαβε ότι κι ο ίδιος ήταν
όνειρο που κάποιος άλλος το ονειρευόταν.
(Μετάφραση:
Δημήτρης Καλοκύρης)
ΧΟΡΧΕ
ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ
ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΕΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΥΨΙΛΟΝ / ΒΙΒΛΙΑ 1990