Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Εκείνο
τ' απόγευμα ξύπνησα με μιαν έντονη
επιθυμία να κατέβω στον Πειραιά να
επισκεφτώ την οικογένεια Κ. Με την
οικογένεια αυτή, τα παλιά χρόνια, είχαμε
πολλές φιλίες. Όμως, όπως συμβαίνει
συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, σιγά σιγά
αραίωσαν οι συναντήσεις μας, ώσπου
κατάντησε στο τέλος να μη βλεπόμαστε
καθόλου. Θα 'χαν περάσει πέντε έξι χρόνια
από την τελευταία συνάντησή μας.
Αυτά
σκεφτόμουν καθώς ξύπνησα εκείνο τ'
απόγεμα με την τυραννική, την έντονη κι
επίμονη επιθυμία να κατέβω αυτό το ίδιο
απόγεμα να επισκεφτώ τους Κ.
Όταν
βγήκα στο δρόμο κατάλαβα πως κάτι
ασυνήθιστο μου συνέβαινε. Μι' αφάνταστη
γαλήνη, μι' αλλόκοτη χαρά με είχε
πλημμυρίσει. Μ' αυτή τη διάθεση μπήκα
στο πρώτο ταξί που βρήκα μπροστά μου
και είπα:
«Στον
Πειραιά!».
Ήταν
ένα συννεφιασμένο απόγεμα, ήτανε Μάρτης.
Απ' τα παράθυρα τ' αυτοκινήτου, καθώς
προχωρούσαμε, κοίταζα τα σύννεφα που
κι αυτά είχαν πάρει κάτι από τη Χάρη,
κάτι από την ελαφράδα που ένιωθα μέσα
μου.
Σαν
φτάσαμε στον Πειραιά, τ' αυτοκίνητο
κατευθύνθηκε στην προκυμαία.
Εκεί
κατέβηκα μπροστά σ' ένα πελώριο άσπρο
πλοίο που σφύριζε κιόλας, έβγαζε καπνούς
κι ήταν πλημμυρισμένο με κόσμο.
Ανέβηκα
πάνω και ζήτησα τον καπετάνιο.
«Εντάξει»,
μου είπε χαμογελώντας, «φεύγετε επιτέλους,
τα έξοδά σας είναι κανονισμένα για
πάντα και για όποιο
μέρος κάθε φορά βρισκόσαστε».
«Φεύγετε
επιτέλους», επανέλαβε. Και πραγματικά
καθώς έριξα μια ματιά απ' το παράθυρο
της καμπίνας, είχαμε βγει κιόλας έξω
από το λιμάνι του Πειραιά.
Η
Βικτωριανή επιστήμη, γεμάτη έξαψη από
τη νίκη της επάνω στη Μεταφυσική, δήλωνε
δικαιολογημένα ότι αυτό που βρίσκεται
«Πέρα από τα Όρια» δεν μπορεί να μετρηθεί.
Από τεχνικής άποψης κάτι τέτοιο αποτελούσε
στρατηγική επίθεση κατά των αντιπάλων
της αλλά ουσιαστικά την οδήγησε σε
αυτοπεριορισμό γιατί έμεινε ανοιχτή
στις θανατηφόρες επιθέσεις της Φιλοσοφίας.
Τότε όμως οι ίδιοι της οι στρατηγοί,
ιδιαίτερα οι φυσικομαθηματικοί, πρόδωσαν
το δογματισμό της. Η ουσία της σημερινής
Επιστήμης είναι πολύ πιο μυστηριώδης
ακόμη και από τις πλέον ομιχλώδεις
θεωρίες του Λάιμπνιτζ (Leibnitz), του Σπινόζα
(Spinoza) ή του Χέγκελ (Hegel). Ο σύγχρονος
καθορισμός της Ύλης μας υπενθυμίζει
αναπόφευκτα τον καθορισμό του Πνεύματος
από μυστικιστές όπως οι Ράισμπρεκ
(Ruysbroek), ο Μπέμε (Boehme) και ο Μολινός
(Molinos).
Η
ιδέα που έχουν οι σύγχρονοι μαθηματικοί
για το Σύμπαν μας υπενθυμίζει με
ασυνήθιστο τρόπο τα παραληρήματα του
Ουίλιαμ Μπλέικ (William Blake).
Και
οι μυστικιστές βέβαια με τη σειρά τους
ήταν εντελώς λαθεμένοι λόγω της άποψής
τους πως τα μυστήρια αποτελούσαν κάτι
το πολύ ιερό για να μπορέσεις να τα
αναλύσεις. Όφειλαν να υιοθετήσουν την
ιδέα της Μέτρησης, δηλαδή αυτό που έκαναν
οι μάγοι και οι Καββαλιστές. Η δυσκολία
τους έγκειτο στο γεγονός ότι οι μονάδες
μέτρησής τους ήταν κάπως ελαστικές και
επιπλέον έτειναν να αποκτήσουν ακαδημαϊκή
μορφή. Οι προσδιορισμοί τους ήταν
κυκλικοί αν και το ίδιο φευγαλαίοι όπως
αυτοί των σύγχρονων φυσικών. Οι μέθοδοί
τους ήταν εμπειρικές, παρόλο που
προσπάθησαν να τις κάνουν ακριβείς,
εξαιτίας της απουσίας ενός μηχανισμού
ακριβούς μέτρησης μια και δεν είχε
σχηματιστεί ακόμη κάποια επιστημονική
θεωρία.
Παρόλα
αυτά η επιτυχία τους υπήρξε μεγάλη. Το
καθετί εξαρτάτο από την προσωπική
ικανότητα. Αν είμαστε άρρωστοι θα
εμπιστευόμαστε περισσότερο το γεννημένο
γιατρό παρά τους ειδικούς των εργαστηρίων
του.
Μια
από τις κυριότερες διαφορές μεταξύ των
αρχαίων και των σύγχρονων Χημικών είναι
η ιδέα των Αλχημιστών ότι η ουσία, η ύλη
στη φυσική της κατάσταση, είναι κάτι
ζωντανό. Οι σύγχρονοι επιστήμονες
επιμένουν σε ό,τι μπορεί να μετρηθεί.
Μπορούμε να πάμε σε ένα μουσείο και να
δούμε ολόκληρες σειρές από κρυστάλλινους
σωλήνες και φιάλες, οι οποίες περιέχουν
τις χημικές ουσίες που συνθέτουν το
ανθρώπινο σώμα. Όμως μια τέτοια συλλογή
απέχει πολύ από το να είναι άνθρωπος.
Και ακόμη περισσότερο δεν μπορεί να
εξηγήσει την ποιοτική διαφορά μεταξύ
των ανθρώπων – τη διαφορά μεταξύ του
Λόρδου Τόμνοντι και του Μπιλ Σάικς.
Τα
αναφέρω όλα αυτά εδώ για να υπερασπιστώ
το σύστημα εκείνων που δημιούργησαν
και εκείνων που χρησιμοποιούν τα Ταρώ,
για τις μεθόδους που συμφωνούν με τη
Φύση και για τον τρόπο που πειραματίζονται,
δίχως την άσκοπη προσήλωση στην επιθυμία
να δουν τα πράγματα να γίνονται γρήγορα.
Θα άφηναν ένα μίγμα στις ηλιακές ή
σεληνιακές ακτίνες για ολόκληρες
εβδομάδες ή μήνες, με τη σκέψη πως θα
κατέστρεφαν τα πάντα αν έβραζαν το μίγμα
σε δυνατή φωτιά. Οι λειτουργίες της
Φύσης είναι αργές και ήπιες. Ας τις
μιμηθούμε λοιπόν!
Θα
μπορούσαν να υπάρξουν γόνιμα εδάφη για
παρόμοιες απόψεις. Η εμπειρία οδηγεί
σε αυτό το συμπέρασμα.
Όλα
όσα είπαμε αποτελούν Εισαγωγή σε ένα
θέμα εντελώς απαραίτητο για την κατανόηση
των Ταρώ. Κάθε κάρτα αποτελεί μια ζώσα
ύπαρξη και οι σχέσεις που έχει με τους
γείτονές της είναι τέτοιες που θα
μπορούσαμε να τις αποκαλέσουμε
διπλωματικές. Επαφίεται στον σπουδαστή
να χτίσει αυτούς τους ζωντανούς λίθους
στο ζωντανό του Ναό.
...Ύστερα από την προσευχή
αυτή κι άλλους παρόμοιους θρήνους, με
τις αισθήσεις μου κουρασμένες και
νικημένος πια κι εξαντλημένος,
αποκοιμήθηκα. Και μόλις είχα κλείσει
τα μάτια, βλέπω να προβάλλει μέσ' από τη
θάλασσα και ν' αναδύεται μια θεϊκιά
μορφή, που τη λατρεύουνε ακόμη κι οι
θεοί. Σιγά-σιγά φανερωνόταν το κορμί
της, ώσπου στο τέλος η πανώρια εικόνα
ήρθε και στάθηκε μπροστά μου, ταράζοντας
το κύμα τ' αρμυρό.
Θα προσπαθήσω να σας περιγράψω
την εξαίσια μορφή της, αν εννοείται η
φτώχεια των εκφράσεών μου το κατορθώσει,
ή αν η ίδια η Θεά μου δώσει την ικανότητα
και τη δύναμη.
Τα πυκνά μαλλιά της, τελειώνοντας
σε μπούκλες, έπεφταν με αφέλεια στους
θείους ώμους της. Ένα στέμμα πολύσχημο
με διάφορα λουλούδια στόλιζε το κεφάλι
της, και κάτι σαν καθρέφτης, ή μάλλον
για να φαίνεται πως ήταν η σελήνη, έλαμπε
στο μέσο του μετώπου της μ' ένα ασημένιο
κυκλικό φως.
Δεξιά κι αριστερά της δυό
φίδια περστραμμένα κρύβονταν κάτω από
στάχυα σταριού. Το φόρεμά της, από
λεπτότατο λινό, ήταν χιλιόχρωμο, και
άλλοτε είχε μιαν εκτυφλωτική λευκότητα,
άλλοτε την κιτρινάδα του κρόκου, άλλοτε
μια κοκκινάδα φωτιάς. Κι ο μανδύας, με
χρώμα βαθύμαυρο σοβαρό, που έλαμπε μπρος
στα μάτια μου και μου τα θάμπωνε, τη
σκέπαζεν ολάκερη και περνούσε σα σάλι
από τον αριστερό ώμο στο δεξιό, κατέβαινε
με πολλές πτυχές και κυμάτιζε ελαφρά
και σκανταλιάρικα.
Το άκρο και το βάθος ακόμη
του υφάσματος αυτού ήταν σπαρμένα με
λαμπερά αστέρια, και από το κέντρο τους
μια πανσέληνος έριχνε το λαμπρό φως
της. Και στο μήκος των πτυχών του θαυμάσιου
εκείνου μανδύα έτρεχε μια μόνη γιρλάντα
κεντημένη με καρπούς και άνθη λογής-λογής.
Η Θεά βαστούσε πράγματα πολύ
ετερογενή. Στο δεξί της χέρι ένα χάλκινο
σείστρο που η στενή και γυριστή λάμα
του, σαν μικρή ζώνη, διαπερνόταν από
τρεις χαλύβδινες βεργίτσες. Αυτές
δεμένες μαζί έβγαζαν ένα διαυγή ήχο.
Στο αριστερό της χέρι κρατούσε ένα χρυσό
βάζο σα βάρκα, που η λαβή του στο πάνω
μέρος σηκωνόταν σαν φίδι με το κεφάλι
όρθιο, με φαρδύ και φουσκωμένο το λαιμό,
ενώ στα αθάνατα πόδια της φορούσε
σανδάλια πλεγμένα από φύλλα φοινικιάς,
του δέντρου της νίκης. Μ' αυτή τη μορφή,
σκορπίζοντας τις ωραιότερες μυρωδιές
της ευδαίμονος Αραβίας μου παρουσιάστηκε
και καταδέχτηκε να μου απευθύνει αυτά
τα θεία λόγια:
«Έρχομαι σε σένα, Λούκιε. Οι
προσευχές σου με συγκίνησαν, εμένα, τη
μητέρα όλης της φύσης, την κυρία όλων
των στοιχείων, την πρώτη πηγή των αιώνων,
τη μεγαλύτερη των θεοτήτων, την βασίλισσα
των ψυχών, την πρώτη στον ουρανό. Εγώ
που συγχωνεύω στον εαυτό μου και τους
θεούς και τις θεές, που προστάζω όπως
θέλω το λαμπερό θόλο τ' ουρανού, τους
ευνοϊκούς ανέμους του Ωκεανού, την
πένθιμη σιωπή του Ερέβους.
Η οικουμένη με λατρεύει με
χίλιες μορφές, χίλια ονόματα και με
διάφορες τελετές και προσευχές. Οι
Φρύγες, η πρωτόγονη φυλή, με ονομάζουν
Κυβέλη. Οι Κυπριώτες Παφία Αφροδίτη, οι
ντόπιοι Αθηναίοι Κεκρόπεια Αθηνά. Οι
Κρήτες Άρτεμη Δικτύνη. Οι Σικελοί, που
μιλούν τρεις γλώσσες, Περσεφόνη Στυγία.
Οι κάτοικοι της Ελευσίνας, αρχαία
Δήμητρα, άλλοι Ήρα Μπέλλόνα, Εκάτη,
μερικοί Ραμνούσια Νέμεση. Μα οι Αιθίοπες,
που ο ήλιος τους φωτίζει στην ανατολή
του, οι Αριανοί και οι Αιγύπτιοι, που
στις επιστήμες προηγήθηκαν από όλους
τους λαούς, μου αποδίδουν την λατρεία
που μου πρέπει με το αληθινό όνομα, της
Θεάς Ίσιδος. Έρχομαι σε σένα συγκινημένη
απ' τη συμφορά σου, έρχομαι πρόθυμη κι
ευμενής. Σταμάτησε τα δάκρυα. Πάψε να
κλαις και διώξε από πάνω σου τη λύπη.
Γρήγορα αποφάσισα να σε λευθερώσω.
Πρόσεχε λοιπόν τις διαταγές μου: η
αυριανή μέρα μου είναι αφιερωμένη. Στην
εποχήν αυτή που παύουν οι χειμερινές
καταιγίδες, που τα κύματα της θάλασσας
ησυχάζουν και μπορούνε πια οι άνθρωποι
να ταξιδεύουν, τότε μου γιορτάζουν τα
εγκαίνεια του ταξιδιού και μου αφιερώνουν
ένα καινούριο καράβι. Είναι ανάγκη,
λοιπόν, χωρίς ν' ανησυχείς, να περιμένεις
μ' ευλάβεια αυτή την τελετή.
Σ' αυτήν ο αρχιερέας ειδοποιημένος
από μένα, θα βαστά στο χέρι ένα στεφάνι
από τριαντάφυλλα δεμένο στο σείστρο
του. Με θάρρος λοιπόν διάσχισε αμέσως
το πλήθος, πλησίασε σιγά-σιγά τον
αρχιερέα, και ζητώντας να του φιλήσεις
το χέρι φάγε τα τριαντάφυλλα. Το δέρμα
του άσχημου αυτού ζώου που από χρόνια
το μισώ* θα πέσει αμέσως. Μη φοβάσαι
κανένα εμπόδιο στην απόφασή μου. Την
ίδια αυτή στιγμή που είμαι κοντά σου,
βρίσκομαι σαν σε όνειρο και κοντά στον
αρχιερέα μου και του εξηγώ όλα τα σχετικά
που έχει να κάνει. Κατά διαταγή μου, το
τεράστιο πλήθος θα παραμερίσει από
μπρος σου. Κανένας μέσα στην μεγαλόπρεπη
και σεμνή εκείνη τελετή δε θ' αηδιάσει
από τη βδελυρή σου μορφή, κανείς στη θέα
της γρήγορης αυτής μεταμόρφωσης δε θα
την εξηγήσει δυσάρεστα, κι ούτε θα σε
κατακρίνει γι' αυτήν.
Μα να θυμάσαι καλά, να χαράξεις
στη μνήμη σου βαθιά, ότι οφείλεις να μου
αφιερώσεις το υπόλοιπο της ζωής σου ως
την τελευταία σου πνοή. Γιατί είναι
δίκαιο ν' αναγνωρίσεις ότι χρωστάς
αποκλειστικά τη ζωή σου και περάσεις
στο σκοτεινό Άδη, εκεί στο υπόγειο
ημισφαίριο, κι εκεί θα είσαι ευτυχής.
Εμέ που σε ευννοώ, θα με ιδείς να λάμπω
μέσα στο σκοτάδι του Αχέροντα και να
βασιλεύω στις στύγιες κατοικίες, να με
λατρεύουν στα Ηλύσια πεδία. Αν χάρη σ'
ένα επιμελή σεβασμό, σε μια απέραντη
θρησκευτική προσήλωση στη λατρεία μου
και σε μιαν απαραβίαστη αγνότητα, αξίζεις
την υποστήριξή μου, θα μάθεις ότι μόνη
εγώ μπορώ να μακρύνω τη ζωή σου πέρα από
τα όρια που ορίζει η ειμαρμένη».
Αφού μου είπε τα θεία αυτά
λόγια η αόρατη θεά έφυγε στο άπειρο. Στη
στιγμή λοιπόν ξυπνώ, σηκώνομαι κάπως
τρομαγμένος, μα εύθυμος και βουτηγμένος
στον ιδρώτα. Ενθουσιασμένος από την
οπτασία της παντοδύναμης θεάς, γεμάτος
έγνοια για τις σοβαρές διαταγές της,
προσέχοντας να καθαριστώ μέσα στη
θάλασσα, στριφογύριζα τις συμβουλές
της στο μυαλό μου...
________________________
*Από τον Πλούταρχο μαθαίνουμε
πως η Ίσις μισούσε τους γαϊδάρους, γιατί
το χρώμα τους της θύμιζε τον εχθρό της
Τυφώνα.
Lucius Apuleius
Ο χρυσός γάιδαρος
ή οι μεταμορφώσεις
Μετάφραση από
την Έκδοση «Γραμμάτων» Αλεξάνδρειας,
1927 Αριστείδης Αϊβαλιώτης
Η
ιδέα της εξέλιξης στη ζωή και του ατομικού
ανθρώπου και των ανθρώπινων κοινοτήτων,
η ιδέα του εσωτερισμού, η γέννηση και
το ξεδίπλωμα των κουλτούρων και των
πολιτισμών, οι δυνατότητες του ατομικού
ανθρώπου που συνδέονται με περιόδους
ανόδου και πτώσης – όλ' αυτά και πολλά
άλλα πράγματα εκφράζονται σε τρεις
Βιβλικούς μύθους.
Οι
τρεις αυτοί μύθοι δε συνδέονται μέσα
στη Βίβλο και στέκονται ξέχωρα, αλλά
στην πράξη εκφράζουν μια και μόνη ιδέα
και συμπληρώνουν αμοιβαία ο ένας τον
άλλο.
Ο
πρώτος μύθος είναι η ιστορία του Μεγάλου
Κατακλυσμού και της Κιβωτού του Νώε. Ο
δεύτερος είναι η ιστορία του Πύργου της
Βαβέλ, και ο τρίτος, της καταστροφής των
Σοδόμων και των Γομόρρων, του οράματος
του Αβραάμ και των δέκα δικαίων ανθρώπων,
που για χάρη τους ο Θεός συμφώνησε να
σώσει τα Σοδομα και Γόμορρα, αλλά που
δεν μπορούσαν να βρεθούν εκεί.
Ο
Μεγάλος Κατακλυσμός
είναι μια αλληγορία της πτώσης του
πολιτισμού, της καταστροφής της
κουλτούρας. Μια τέτοια πτώση θα πρέπει
να συνοδεύεται από την εκμηδένιση του
μεγαλύτερου μέρους της ανθρώπινης φυλής
σαν συνέπεια γαιολογικών αναστατώσεων,
ή πολέμων, της μετανάστευσης ανθρώπινοων
μαζών, επιδημιών, επαναστάσεων, και
παρόμοιων αιτιών. Πολύ συχνά όλες αυτές
οι αιτίες συμπέφτουν. Η ιδέα της αλληγορίας
είναι ότι, τη στιγμή της ολοφάνερης
καταστροφής των πάντων, αυτό που είναι
πραγματικά πολύτιμο διασώζεται, σύμφων
μ' ένα σχέδιο που προετοιμάστηκε και
επεξεργάστηκε από πριν. Μια μικρή ομάδα
ανθρώπων ξεφεύγει από το γενικό νόμο
και διασώζει όλες τις πιο σημαντικές
ιδέες και επιτεύξεις της δοσμένης
κουλτούρας.
Ο
θρύλος της Κιβωτού του Νώε είναι ένας
μύθος που αναφέρεται στον εσωτερισμό.
Το χτίσιμο της «Κιβωτού» είναι η «Σχολή»,
η προετοιμασία ανθρώπων για τη μύηση,
για μετάβαση σε μια νέα ζωή, για νέα
γέννηση. Η «Κιβωτός του Νώε», που
διασώζεται από τον Κατακλυσμό, είανι ο
εσωτερικός κύκλος της ανθρωπότητας.
Η
δεύτερη σημασία της αλληγορίας αναφέρεται
στον ατομικό άνθρωπο. Ο κατακλυσμός
είναι ο θάνατος, αναπόφευκτος, αμετάκλητος,
αδυσώπητος. Αλλά ο άνθρωπος μπορεί να
χτίσει μέσα του μια «Κιβωτό» και να
μαζέψει μα σ' αυτή δείγματα
από καθετί που είναι πολύτιμο γι' αυτόν.
Σε μια τέτοια περίπτωση αυτά τα δείγματα
δε θα χαθούν. Θα επιβιωσουν από το θάνατο
και θα ξαναγεννηθούν. Ακριβώς όπως η
ανθρωπότητα μπορεί να σωθεί μόνο μέσα
από τη σύνδεσή της με τον εσωτερικό
κύκλο, έτσι ο ατομικός άνθρωπος μπορεί
να πετύχει προσωπική «σωτηρία» μόνο
μέσω ενός δεσμού με τον εσωτερικό κύκλο
μέσα του, δηλαδή, με το να συνδεθεί με
ανώτερες μορφές συνειδητότητας. Και
αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς εξωτερική
βοήθεια, δηλαδή, χωρίς τη βοήθεια του
εσωτερικού κύκλου.
Ο
δεύτερο μύθος, ο μύθος του Πύργου
της Βαβέλ, είναι
μια άλλη παραλλαγή του πρώτου. Αλλά ο
πρώτος μιλάει για τη σωτηρία, για εκείνους
δηλαδή που σώζονται, ενώ ο δεύτερος
μιλάει μόνο για την καταστροφή, για
εκείνους δηλαδή, που θα χαθούν.
Ο
Πύργος της Βαβέλ αντιπροσωπεύει τον
πολιτισμό. Οι άνθρωποι ονειρεύονται να
χτίσουν ένα πύργου από πέτρα «που η
κορυφή του να μπορεί να φτάνει στον
ουρανό», να δημιουργήσουν μια ιδανική
ζωή πάνω στη γη. Πιστεύουν σε διανοητικές
μεθόδους, σε τεχνικά μέσα, σε τυπικούς
θεσμούς. Για πολύ καιρό ο πύργος υψώνεται
όλο και πιο ψηλά πάνω από τη γη. Αλλά
φτάνει οπωσδήποτε η στιγμή όπου οι
άνθρωποι παύουν να κατανοούν ο ένας τον
άλλο, ή μάλλον, αντιλαμβάνονται ότι ποτέ
δεν είχαν κατανοήσει ο ένας τον άλλο. Ο
καθένας τους κατανοεί με το δικό του
τρόπο την ιδανική ζωή πάνω στη γη. Ο
καθένας θέλει να πραγματώσει τις δικές
του ιδέες. Ο καθένας θέλει να εκπληρωθεί
το δικό του ιδανικό. Αυτή είναι η στιγμή
όπου αρχίζει η σύγχιση των γλωσσών. Οι
άνθρωποι παύουν να κατανοούν ο ένας τον
άλλον ακόμα και στα πιο απλά πράγματα.
Η έλλειψη κατανόησης προκαλεί διαφωνία,
εχθρότητα, πάλη. Οι άνθρωποι που έχτισαν
τον πύργο αρχίζουν να σκοτώνουν ο ένας
τον άλλο και να καταστρέφουν αυτό που
είχαν χτίσει. Ο πύργος πέφτει σε ερείπια.
Ακριβώς
το ίδιο πράγμα συμβαίνει στη ζωή ολόκληρης
της ανθρωπότητας, στη ζωή των λαών και
των εθνών, και στη ζωή των ατομικών
ανθρώπων. Κάθε άνθρωπος χτίζει έναν
Πύργο της Βαβέλ στη δική του ζωή. Οι
προσπάθειές του, οι σκοποί του μέσα στη
ζωή, οι επιτεύξεις του, όλα αυτά είναι
ο δικός του Πύργος της Βαβέλ.
Αλλά
θα 'ρθει αναπόφευκτα η στιγμή όπου ο
πύργος θα πέσει. Ένα ελαφρό πλήγμα, ένα
δυστύχημα, μια αρρώστια, ένας μικρός
κακός υπολογισμός, και από τον πύργο
του δε μένει τίποτα. Ο άνθρωπος το βλέπει
αυτό, αλλά είναι κιόλας πάρα πολύ αργά
για να το διορθώσει ή να το αλλάξει.
Ή
μπορεί να έρθει κάποια στιγμή στη
διάρκεια της δόμησης του πύργου, όπου
τα διαφορετικά «Εγώ» της προσωπικότητας
ενός ανθρώπου χάνουν την εμπιστοσύνη
το ένα στο άλλο, αντιλαμβάνονται όλες
τις αντιφάσεις των σκοπών και επιθυμιών
τους, αντιλαμβάνονται ότι δεν έχουν
κοινό σκοπό, παύουν να κατανοούν το ένα
το άλλο, ή ακριβέστερα, παύουν να πιστεύουν
ότι κατανοούν. Τότε ο πύργος θα πρέπει
να πέσει, ο απατηλός σκοπός αναγκαστικά
εξαφανίζεται, και ο άνθρωπος αναγκαστικά
θα νιώσει ότι όλα όσα έχει κάνει ήταν
άκαρπα, και δεν οδήγησαν πουθενά και
δεν μπορούσαν να οδηγήσουν πουθενά, και
ότι μπροστά του υπάρχει μόνο ένα
πραγματικό γεγονός – ο θάνατος.
Η
όλη ζωή του ανθρώπου, η συσσώρευση
πλούτου, ή δύναμης, ή μάθησης, είναι το
χτίσιμο ενός Πύργου της Βαβέλ, διότι
αναγκαστικά θα καταλήξει στην καταστροφή,
δηλαδή, στο θάνατο, που είναι η μοίρα
κάθε πράγματος που δεν μπορεί να περάσει
σ' ένα νέο επίπεδο του είναι.
Ο
τρίτος μύθος – ο μύθος της
καταστροφής των Σοδόμων και Γομόρρων
– δείχνει ακόμα πιο ξεκάθαρα από τους
άλλους δύο τη στιγμή της επέμβασης των
ανώτερων δυνάμεων και τις αιτίες αυτής
της επέμβασης. Ο Θεός συμφώνησε να σώσει
τα Σόδομα και Γόμορρα για χάρη πενήντα
δίκαιων ανθρώπων, για χάρη σαραντα-πέντε,
για χάρη τριάντα, για χάρη είκοσι, τελικά
για χάρη δέκα. Αλλά οι δέκα δίκαιοι
άνθρωποι δεν μπόρεσαν να βρεθούν και
οι δύο πόλεις καταστράφηκαν. Η δυνατότητα
εξέλιξης χάθηκε. Το «Μεγάλο Εργαστήρι»
έβαλε τέλος στο αποτύχημένο πείραμα.
Σώθηκαν όμως ο Λωτ και η οικογένειά
του. Η ιδέα είναι
η ίδια όπως και στους άλλους δύο μύθους,
αλλά τονίζει ιδιαίτερα την προθυμία
της καθοδηγητικής θέλησης να κάνει κάθε
δυνατή παραχώρηση εφόσον υπάρχει κάποια
ελπίδα για την πραγμάτωση του σκοπού
που έχει οριστεί για τ' ανθρώπινα
πλάσματα. Όταν αυτή η ελπίδα εξαφανίζεται,
η καθοδηγητική θέληση θα επέμβει
αναπόφευκτα, θα σώσει ό,τι αξίζει σωτηρία
και θα καταστρέψει τα υπόλοιπα.
Peter
Uspensky
Εσωτερισμός
και Σύγχρονη Σκέψη - Η Τέταρτη Διάσταση
- Σεξ και Εξέλιξη
Το
πυρ δεν είναι μόνον εν ον δικαιούμενον
του σεβασμού μας. Ομιλών περί των
καθαρτικών ιδιοτήτων του πυρός, ο
Πλούταρχος μας αποκαλύπτει μιαν άλλην
μυητικήν πλευράν αυτού. Εκ φύσεως το
πυρ κέκτηται μιαν κατ' εξοχήν καθαρτικήν
ιδιότητα, πολλοί δε τύποι το χρησιμοποιούν
προς τούτο.
Κατά
την παραμονήν του εις Ρώμην, ο Πλούταρχος
επηρεάσθη ασφαλώς από τας πολλάς
θρησκευτικάς τελετάς καθ' αςτο πυρ
έπαιζε καθαρτικόν ρόλον. Ας αναμνησθώμεν
μόνον δύο παραδείγματα: Κατά την 15ην
Οκτωβρίου, κατά την εορτήν των
Armi-Lustrium, εράντιζον δέματα αχύρου με αίμα
και έθετον εις αυτά πυρ. Οι νέοι Ρωμαίοι
έπρεπε να πηδήξουν δια να καθαρθούν και
να αποκτήσουν την εις αυτό έμπερικλειομένην
δύναμιν. Ομοίως κατά τας θρησκευτικάς
εορτάς του φρυγικού θεού Άττυος, του
οποίου η λατρεία εκομίσθη εις Ρώμην δια
των καρχηδονιακών πολέμων, οι ιερείς
εκράτουν λαμπάδας, γύρω από τους προς
κάθαρσιν μύστας και εσχημάτιζον έναν
μαγικόν κύκλον δια να δημιουργήσουν
άτρωτον θώρακα κατά των εχθρικών
επιρροών. Ο κύκολος αυτός οριοθέτει
έναν αγνόν χώρον από τον οποίον κάθε τι
το ακάθαρτον είχεν αποβληθή.
Το
βάπτισμα του πυρός συνεπλήρωνε και
ωλοκλήρωνε την πράξιν του καθαρμού δια
του προηγουμένου βαπτίσματος δια του
ύδατος. Ως ιερά τελετή, καθ' ην το πυρ
παίζει τον πρωτεύοντα ρόλον, είναι
επίσης η παράδοσις του κηρίου ενός
διδασκάλου εις έναν μαθητήν, ενός αρχηγού
εις τον διάδοχόν του, ενός αθλητούς εις
τον νικητήν του.
Εις
την δύναμιν του πυρός ανήκεν, επίσης, η
αρχαία τελετή της λιτανείας καθ' ην όλοι
οι μετέχοντες εκράτουν είτε μίαν λυχνίαν,
ή μίαν δάδαν ανημμένην. Πρόκειται περί
αρχαίας παραδόσεως.
Δεν
εξαντλείται, όμως, εδώ η ισχύς του πυρός,
διότι επί πλέον θεωρείται ικανόν να λύη
κάθε μαγικήν επιρροήν, να εξουδετερώνη
όλας τας αρνητικάς δυνάμεις, κάθε
συσκοτιμόν των καρδιών και του πνεύματος.
Δια τούτο η παρουσία του, αδιάφορον εις
ποίον σημείον, είναι η καλλιτέρα
υπεράσπισις κατά των επιβλαβών επιδράσεων.
Τέλος
το πυρ αποτελεί υποχρεωτικόν τμήμα κάθε
θεουργικής πρακτικής, καθ' ότι πρέπει
να ευρίσκεται πάντοτε κηρίον ανημμένον
επί του βωμού. Συμπληρώνει και ευνοεί
την πνευματικήν ακτινοβολίαν της
προσευχής και η ευσεβής συνήθεια να
αναπτώνται κηρία προς τιμήν του ενός ή
του άλλου αγίου, αποβλέπει εις επικουρικήν
ενέργειαν προς επίνευσιν της θείας
χάριτος. Μια λειτουργία χωρίς κηρία
είναι ακατανόητος, ένας ναός χωρίς φώτα,
ένας βωμός χωρίς το αείζωον φως, μια
αψίς χωρίς τελετουργικόν φωτισμόν είναι
πράγμα αδύνατον, διότι τούτο θα απέσπα
από την τελετήν κάθε λειτουργικήν αξίαν
και θα παρήλλασσε και αυτήν την ύλην,
διότι θα επεστερείτο αύτη του σπουδαιοτέρου
της στοιχείου. Είναι λυπηρόν ότι μερικοί
ιερείς δεν κατενόησαν τούτο, και
παραγνωρίζοντες τους εκκλησιαστικούς
κανόνας, εθέσπισαν την χρησιμοποίησιν
ηλεκτρικών λαμπτήρων, αντί κηρίων τα
οποία χορηγούν ζων πυρ, όπως διατάσσουν
αι τελετουργίαι. Τοιουτοτρόπως γίνεται
χρήσις νεκρού πυρός ή μάλλον μια
απομίμησις πυρός.
Από
αυτάς τας εκ παραδόσεως συνηθείας και
τους οικουμενικούς τύπους, ημπορούμεν
να αχθώμεν εις το γενικόν συμπέρασμα,
το οποίον μας αποδεικνύει την έκτασιν
των εσωτερικών μυστικών του πυρός, όπως
μας τα παρέδωσεν ο Πλούταρχος. Ο ανώτερος
ούτος αξιωματούχος του Ναού των Δελφών,
με σέβας και λατρείαν καθημερινώς κατά
τας εκδηλώσεις προς τιμήν του Απόλλωνος,
εχειρίζετο, εγίγνωσκε και μετεχειρίζετο
το ζων πυρ εις όλας τας τελετουργίας.
Εάν αφαιρέση τις το πυρ από τον βωμόν ή
το αντικαταστήση με τεχνητόν φως
αμαρτάνει κατά της φύσεως η οποία έχει
το ζων πυρ εις την διάθεσιν όλων των
ιεροφαντών, οι οποίοι αποσκοπούν εις
το να έλθουν εις στενήν επαφήν μετά του
Πατρός του Φωτός και πλαστουργού της
Ζωής.
Το
πυρ δεν είναι απλούν βοηθητικόν μέσον,
ή κενόδοξον δείγμα τιμής ούτε μια
ανάμνησις του πνευματικού φωτός! Είναι
ο διαβιβαστής της χάριτος εις όλας τας
αρχαίας θρησκείας, αι οποίαι αντελήφθησαν
πολύ καλά το γεγονός τούτο, καθότι
επρόσεχον να διατηρούν άσβεστον το πυρ
εκ φόβου μήπως διακοπή η μαγική γέφυρα
μεταξύ ουρανού και γης, ή ένωσις της
θεότητος μετά της χώρας.
Αν
αναχθούμε στη ρίζα του όρου, βλέπουμε
ότι με τη λέξη σύμβολο
οι αρχαίοι Έλληνες εννοούσαν τις λέξεις
και τα σημεία αναγνωρίσεως των μεμυημένων
στα μυστήρια της Δήμητρας, της Κυβέλης
και του Μίθρα. Με το ίδιο πνεύμα και ο
Χριστιανισμός εφάρμοσε την έννοια του
Συμβόλου στο
Σύμβολο της Πίστεως
και στις τρεις παραλλαγές του στο Σύμβολο
των Αποστόλων (Β'
αιών), στο Σύμβολο της Νίκαιας
(325), που εγκαθιστά το ομοούσιον της
φύσεως του Πατρός και του Υιού και στο
συμπληρωματικό σύμβολο του 380, που
καθόρισε τη φύση του Αγίου Πνεύματος.
Από
τον περασμένο αιώνα, η λέξη σύμβολο
τείνει να πάρει όλο και πλατύτερη σημασία
και χάνει προοδευτικά την πρωταρχική
ελληνική ή χριστιανική της έννοια. Έτσι
στη νεώτερη φιλολογία, ο Συμβολισμός
εμφανίζεται σαν αντίδραση στην καθαρά
αναπαραστατική τέχνη της Σχολής
του Παρνασσού. Το
σύμβολο εκεί έχει συλληφθή σαν έκφραση
της εσωτερικής σχέσεως μεταξύ δύο
αντικειμένων. Εκείνο που ανήκει στο
φυσικό κόσμο θεωρείται, ότι υπενθυμίζει
εκείνο που έχει εκφραστή στον ηθικό
κόσμο και ότι φθάνει τις βαθύτερες
πτυχές της ανθρώπινης ψυχής. Γι' αυτό
και παρέλαβαν την ποίηση των συμβολιστών
με τη μουσική που ο ρυθμός και οι ήχοι
της προκαλούν συναισθήματα και συγκινήσεις
μη αναλυόμενα.
Είναι
ωστόσο σαφές ότι με αυτή την αντίληψη,
το σύμβολο
νοείται σαν σημείο δημιουργημένο από
τον άνθρωπο με σκοπό να διευκολύνει την
επικοινωνία των ιδεών, των εννοιών, των
εναντιώσεων, των μηνυμάτων του, όλων
εκείνων δηλαδή που τοποθετούνται στο
ανθρώπινο πεδίο,
όσο εκλεπτυσμένα κι αν είναι. Η αντίληψη
αυτή αφήνει απεριόριστη ελευθερία στο
θέμα της δημιουργίας και της ερμηνείας
ατομικών συμβόλων.
Άρα,
μια τέτοια δημιουργία δεν είναι παρά
το γεγονός της ανθρώπινης υποανάπτυκτης
και μη ισορροπημένης ανθρώπινης
Προσωπικότητας, και τα σύμβολα αυτού
του τύπου, καθώς και το είδος του
συμβολισμού που γεννούν, δεν έχουν παρά
πολύ σχετική αξία. Η παραδοχή τους από
στενώτερους ή ευρύτερους κύκλους
ανθρώπων του ίδιου πολιτισμού, οφείλεται
σε κάποια ομοιομορφία κατά την παραμόρφωση
της προσωπικότητάς του, που αποτελεί
αντανάκλαση της αντίστοιχης ομοιομορφίας
που παράγεται από την αγωγή και την
παιδεία. Το ίδιο συχνά συμβαίνει με την
υπνωτική επίδραση της Μόδας.
Είναι μια παραμόρφωση ηθελημένη από
τις αδύναμες φύσεις που θέλουν να
περάσουν για ισχυρές – και πηγάζει από
το φόβο τους μήπως θεωρηθούν ξεπερασμένες.
Ο φόβος αυτός γίνεται έμμονη ιδέα και
δημιουργεί κάθε είδους «πρωτοπορειακότητα»
στην τέχνη όπως και αλλού.
Από
εσωτερική όμως σκοπιά, τα Σύμβολα
είναι πάντοτε εξ Αποκαλύψεως,
και η βαθύτερη έννοιά τους, επειδή είναι
ακριβής δεν μπορεί να υποστεί καμμία
ελεύθερη ερμηνεία, αφού τα Σύμβολα
εκφράζουν με ανθρώπινα λόγια, με σχήματα
ή με έργα τέχνης, αντικειμενικές
αλήθειες που έχουν
συλληφθή μέσα σε υψηλότερη κατάσταση
συνειδήσεως. Κάποιο λοιπόν εσωτερικά
αναγνωρισμένο σύμβολο, μπορεί να γίνει
μερικά ή ολικά κατανοητό, ανάλογα με το
συνειδησιακό επίπεδο εκείνου που
προσπαθεί να εισδύσει στο νόημά του.
Αλλά με οποιοδήποτε βαθμό συνειδήσεως
και αν συλληφθή το γενικό νόημά του δεν
θα αλλάξει αλλά θα παραμείνει το ίδιο
όποιος κι αν είναι ο βαθμός κατανοήσεως
και δεν θα εκτεθή σε καμμία ελεύθερη
ερμηνεία. Δεν θα μπορούσε να είναι
αλλοιώς, διότι τα αποκαλυμμένα σύμβολα
εισάγουν σε έναν κόσμο τοποθετημένο
πέρα από τον απλό υποκειμενισμό διεπόμενο
από τις αντικειμενικά έγκυρες ιδέες
και τις έννοιες, τις οποίες εκφράζουν
τα σύμβολα.
Με
άλλα λόγια, τα σύμβολα είναι μηνύματα
μεταβιβαζόμενα όχι από άνθρωπο σε
άνθρωπο, όπως συνέβαινε στην περίπτωση
των σχολών των συμβολιστών του 19ου και
του 20ου αιώνα, αλλά από τον ανώτερο κόσμο
προς τον δικό μας κόσμο για να
χρησιμοποιηθούν από τους αναζητητές
της Αλήθειας. Κάθε εσωτερικά έγκυρο
σύμβολο περικλείει συνεπώς ένα σύνολο
πραγματικών πληροφοριών – Γνώσεως
– που αναφέρονται σε ορισμένες όψεις,
γεγονότα ή νόμους του νοούμενου κόσμου
έξω από τις αισθήσεις μας, ενώ ταυτόχρονα,
προσφέρει μια κλείδα
ώστε να μπορέσει ο ερευνητής να φθάσει
στο βαθύτερο, το ολοκληρωμένο του νόημα.
Στην
εσωτερική διδασκαλία η πρακτική αξία
των συμβόλων προχωρεί ακόμη μακρύτερα,
γιατί επιτρέπουν στον ερευνητή, που με
συνειδητές προσπάθειες αναπτύσσει μέσα
του νέες ικανότητες, να ελέγξει την
πρόοδό του στον τομέα της όλο και πιο
εκτεταμένης κατανοήσεως των γεγονότων
που εμφανίζονται στο νοούμενο κόσμο,
τον ερμηνευόμενο από τα σύμβολα. Είναι
η περίπτωση της Αποκαλύψεως
που έγινε στον Άγιο Ιωαννη στο νησί της
Πάτμου καθώς αυτός «εγένετο εν Πνεύματι».
Ένα τέτοιο σύμβολο, μολονότι ο απόστολος
το μετέφρασε σε λόγια ανθρώπινα, δεν
μπορεί να συλληφθή ολοκληρωτικά παρά
μόνον από όσους έχουν φθάσει στο
συνειδησιακό εκείνο επίπεδο του ανώτερου
συγκινησιακού κέντρου, από όπου ο ίδιος
ο Ιωάννης έλαβε την αποκάλυψη.
Η
ανθρώπινη διάνοια, δηλαδή η αναφερόμενη
στην προσωπικότητα – ακόμη και η πιο
εκλεπτυσμένη – δεν θα μπορούσε, στη
συνηθισμένη της κατάσταση, να κατανοήσει
την Αποκάλυψη. Γιατί αυτή η διάνοια του
ανθρώπου μόνο με τις δικές της δυνάμεις
και χωρίς τη συνδρομή κάποιας μεθοδικής
εσωτερικής διαμορφώσεως, σταματάει
εμπρός στο αδιαπέραστο τείχος του
Αγνώστου:
είναι το Ignorabimus
του Virchou.
Β)ΔΙΑΚΡΙΣΗ
ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ
ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ
Εφιστούμε
και πάλι την προσοχή στην ουσιαστική
διάκριση που πρέπει να γίνεται ανάμεσα
στο συνηθισμένο και στο εσωτερικό νόημα
της έννοιας του συμβόλου.
Γενικά
μπορεί να λεχθή ότι στην πρώτη περίπτωση
τα σύμβολα είναι συμβατικά σημεία
κατανοητά από οποιονδήποτε έχει μυηθή
στη σημασία τους: τα σύμβολα αυτά
δημιουργούνται με διανοητικά μέσα, και
μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν με τα
ίδια μέσα, από οποιονδήποτε διαθέτει
τονα κατάλληλο κώδικα. Η σημασία των
συμβόλων αυτού του τύπου μπορεί να
καλύπτεται – και καλύπτεται συχνά –
πίσω από ένα μυστικό
όπως κρατούνται μυστικοί οι κωδικοί
αριθμοί που χρησιμοποιούνται στις
διπλωματικές και στρατιωτικές διαβιβάσεις.
Έτσι ο σπουδαστής, καθώς το νόημα αυτών
των συμβόλων, ακόμη και το πιο λεπτό και
το πιο ευαίσθητο, δεν ξεπερνά το διανοητικό
επίπεδο, μπορεί να το αντιληφθή χωρίς
να είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθή
μια βαθειά μεταβολή στο ον του. Εξάλλου
το ότι μυήθηκε σ' αυτό το είδος δεν
συνεπάγεται μια τέτοια μεταβολή.
Είναι
όπως εκείνος που επιδίδεται σε
επιστημονικές μελέτες. Όσο μακρυά και
αν τον οδηγήσει η πρόοδός του, αυτός ο
ίδιος δεν θα έχει αλλάξει σε τίποτε:
καλός ή κακός, έντιμος ή όχι, γενναιόδωρος
ή φιλάργυρος, θα μείνει όπως ήταν, παρά
τη σημασία των τυχόν ανακαλύψεων ή
εφευρέσεών του στον τομέα του.
Αντίθετα
η κατανόηση των εσωτερικών συμβόλων,
αποτέλεσμα αποκαλύψεων,
δωρεών της Θείας Χάριτος, απαιτεί μια
προοδευτική ανάπτυξη, σε ποιότητα και
δύναμη, των κατάλληλων ικανοτήτων που
βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση
μέσα στο σπουδαστή. Φθάνει εκεί κανείς
με ένταση της θελήσεώς του προς τον
επιδιωκόμενο σκοπό. Αυτή η ένταση
καταλήγει, όταν είναι αρκετή και κατάλληλα
προσανατολισμένη, σε μια σειρά από
κεκτημένες
μερικές αποκαλύψεις που υπερβαίνουν
σταδιακά τις παραχωρούμενες.
Οι μερικές αυτές αποκαλύψεις δεν μπορούν
να αποκτηθούν παρά με διπλή
εργασία, που απαιτεί, από τη μια μεριά
ισχυρή συγκέντρωση της επιθυμίας να
ανακαλύψει κανείς με τη μέγιστη αυτή
ένταση της θελήσεως, την έννοια του
εξεταζόμενου συμβόλου και από την άλλη
μεριά, ταυτόχρονη και ισοδύναμη
συγκέντρωση του πνεύματος του ερευνητή
προς το Εγώ
μέσα στα βάθητου εαυτού του. Για την
τελευταία αυτή μορφή της εργασίας, ο
σπουδαστής που ξέρει πως να προσεύχεται,
θα ζητήσει θερμά το Φως του ΧΡΙΣΤΟΥ.
Για
να καρποφορήσουν οι προσπάθειες αυτές
πρέπει να στηρίζονται στην πίστη
και να συνεχίζονται με μια τοποθέτηση
προσμονής στηριγμένης στην εμπιστοσύνη
που χαρακτηρίζει την παρεμβολή ενός
ρεύματος της αληθινής θελήσεως.
Το στήριγμα της πίστεως είναι απαραίτητο
για να έχουν οι προσπάθειες καλή έκβαση:
μια σκεπτικιστική τοποθέτηση ή ακόμη
και αυτό το καρτεσιανό πνεύμα κλείνουν
στο σπουδαστή τη μισανοιγμένη από
προσφερόμενη αποκάλυψη
θύρα.
Τα
παραπάνω εξηγούν ένα ρητό παράδοξο με
την πρώτη ματιά, το οποίο, κατά τους
πρώτους αιώνες, οι Πιστοί χρησιμοποιούσαν
συχνά στις συζητήσεις τους με τους
εθνικούς: «εάν δεν πιστεύετε δεν
θα καταλάβετε!».
Είναι
αυτονόητο λοιπόν ότι κάθε προσφερόμενη
αποκάλυψη όσο μερική και αν είναι,
σημειώνει την πραγμάτωση κάποιας προόδου
του σπουδαστή στις έρευνές του και με
αυτό τον τρόπο μεταμορφώνει το είναι
του κατάλληλα.
Τώρα
είναι ευνόητο ότι αν στην πρώτη περίπτωση
πρόκειται για μύηση
στο μυστικό συμβατικών σημείων που
μπορούν οπωσδήποτε να σχηματίσουν μια
κλίμακα με πολλές βαθμίδες, στη δεύτερη
περίπτωση δεν πρόκειται πια για μυστικό
μεταβιβαζόμενο από άνθρωπο σε άνθρωπο
με καθαρά διανοητικό τρόπο – και που
μπορεί να διαφυλαχτή ή να προδοθή –
αλλά για μύηση στο μυστήριο,
μυστήριο από τη φύση του ανοιχτό σε
όλους, αλλά προσιτό μόνο σε εκείνους οι
οποίοι με αποτελεσματική εσωτερική
εργασία, συνήθως επίπονη, φθάνουν να
ανυψώσουν το επίπεδο του όντος τους ή,
με άλλα λόγια, να αυξήσουν την ικανότητα
του «περιέχοντός» τους.
Αυτό,
μεταξύ άλλων, θα πρέπει να εννοείται με
το λόγο του Ιησού: «Ου πάντες
χωρούσι τον Λόγον τούτον αλλ' οις δέδοται»
και ακόμη «ο δυνάμενος χωρείν,
χωρείτω».
...Ξαφνικά
η βροχή άρχισε να πέφτει πιο πυκνή. Ένας
άνεμος, σαν εξπρές, χίμηξε μέσα στο
δάσος. Κάπου μπροστά ένας κεραυνός
σπάθισε τα εντρα μ' ένα άγριο και
διαπεραστικό μπουμπουνητό που συγκλόνισε
το έδαφος...
Υπάρχει
μερικές φορές, στην καταιγίδα ένας άλλος
άνθρωπος που σκέφτεται αντί για σένα,
που μπάζει μέσα στα καθίσματα της
νοητικής σου βεράντας, κλείνει και
μανταλώνει τα παράθυρα του νου ενάντια
σ' αυτό που μοιάζει φοβερό όχι τόσο σαν
απειλή, όσο σαν κάποια παραβίαση της
ουράνιας ισορροπίας, μια καταστροφική
παραφροσύνη του ουρανού, μια μορφή
ανόσιου που απαγορεύεται στους θνητούς
να τη βλέπουν από πολύ κοντά. Μένει όμως
πάντα μια πόρτα ανοιχτή στο μυαλό –
όπως λέγεται πως μερικοί άνθρωποι άφησαν
σε μεγάλες καταιγίδες ανοιχτές τις
πραγματικές τους πόρτες για να μπει
μέσα ο Χριστός – για την είσοδο και την
αποδοχή του ανεπανάληπτου, τη φοβισμένη
αποδοχή του κεραυνού, που ποτέ δεν πέφτει
πάνω σου, για το αστροπελέκι που χτυπάει
πάντα το διπλανό δρόμο, για την καταστροφή
που τόσο σπάνια έρχεται στην καταστροφική
ώρα. Κι ήταν μέσα απ' αυτή την πόρτα της
ψυχής της που η Υβόν, ισορροπώντας πάντα
στην κορφή του κορμού, συνειδητοποίησε
τώρα την απειλή πως κάτι δεν πήγαινε
καλά. Μέσα στον ήχο του κεραυνού που
έσβηνε τώρα, ένιωσε κάτι να πλησιάζει
μ' ένα θόρυβο που δεν ήταν της βροχής.
Ήταν ένα ζώο, τρομοκρατημένο από τη
θύελλα και σ' όποιο είδος κι αν ανήκε –
ελάφι, άλογο, σίγουρα όμως είχε οπλές –
πλησίαζε τρέχοντας ξέφρενα, αφηνιασμένο,
μέσα απ' τα χαμόκλαδα του δάσους: και
τώρα καθώς ο κεραυνός άστραψε πάλι και
η βροντή υποχώρησε ξανά, άκουσε ένα
παρατεταμένο χλιμίντρισμα να γίνεται
κραυγή σχεδόν ανθρώπινη μέσα στον πανικό
της. Η Υβόν κατάλαβε πως τα γόνατά της
τρέμανε. Φωνάζοντας τον Χιου, προσπάθησε
να γυρίσει για να κατεβεί τη σκάλα, μα
ένιωσε το πόδι της να γλιστράει πάνω
στον κορμό: προσπάθησε να ξαναβρει την
ισορροπία της, γλίστρησε ξανά και έπεσε
μπροστά. Το ένα πόδι της διπλώθηκε από
κάτω, μ' ένα
δυνατό πόνο, καθώς έπεφτε. Την άλλη
στιγμή προσπαθώντας να σηκωθεί είδε,
φωτισμένο από τη λάμψη της αστραπής, το
χωρίς αναβάτη άλογο. Ορμούσε στο πλάι,
όχι καταπάνω της, και είδε κάθε του
λεπτομέρεια, τη σέλα που κουδούνιζε και
γλιστρούσε απ' τη ράχη του, ακόμα και
τον αριθμό εφτά, χαραγμένο στα καπούλια
του. Κάνοντας πάλι μια προσπάθεια να
σηκωθεί άκουσε τον εαυτό της να ουρλιάζει
καθώς το ζώο στράφηκε προς το μέρος της
και καταπάνω της. Ο ουρανός ήταν μια
οθόνη λευκής φλόγας που πάνω της
χαράχτηκαν για μια στιγμή τα δέντρα και
το άλογο σηκωμένο, ζυγισμένο στα πισινά
του πόδια.
Ήταν
οι κούκλες του πανηγυριού που γύριζαν
γύρω της. Όχι ήταν οι πλανήτες, ενώ στο
κέντρο ο ήλιος στροβιλιζόταν φλεγόμενος
κι αστραφτερος. Να τώρα γύριζαν ξανά, ο
Ερμής, η Αφροδίτη, η Γη, ο Άρης, ο Δίας, ο
Κρόνος, ο Ουρανός, ο Ποσειδώνας, ο
Πλούτωνας. Μα δεν ήταν πλανήτες γιατί
εδώ δεν ήταν οι κούνιες μα ο Μεγάλος
Τροχός, ήταν οι αστερισμοί που στο κέντρο
τους, σαν τεράστιο ψυχρό μάτι, έκαιγε ο
Πολικός Αστέρας και γύρω του στριφογύριζαν
ξανά και ξανά: η Κασσιόπη, ο Κηφέας, ο
Λυγξ, η Μεγάλη Άρκτος, η Μικρή Άρκτος
και ο Δράκων. Κι ωστόσο δεν ήταν αστερισμοί
αλλά μυριάδες όμορφες πεταλούδες,
έμπαινε στο λιμάνι του Ακαπούλκο μέσα
σ' ένα στρόβιλο από πανέμορφες πεταλούδες
που τρελοπετούσαν πάνω απ' το κεφάλι
της και χάνονταν από την πρύμνη, στη
θάλασσα, την άγρια και καθαρή, με τα
μακριά κύματα της αυγής να προχωρούν,
ν' ανεβαίνουν και να σπάζουν γλιστρώντας
σε διάφανες ελλείψεις πάνω στην άμμο,
βουλιάζοντας, κάποιος μακριά φώναζε το
όνομά της και θυμήθηκε, ήταν σ' ένα
σκοτεινό δάσος, άκουσε τον άνεμο και τη
βροχή να ορμάνε μέσα στο δάσος και είδε
την κυματιστή γραμμή της αστραπής να
πάλλεται στον ουρανό και το άλογο, Κύριε
των Δυνάμεων, το άλογο, – θα επαναλαμβανόταν
έτσι η σκηνή αυτή, ατέλειωτα, για πάντα;
– το άλογο, ορθωμένο στα πισινά του
πόδια, ζυγισμένο πάνω της μαρμαρωμένο
στον αέρα, ένα άγαλμα, κάποιος καθόταν
πάνω στό άγαλμα, η Υβόν Γκριφατόν, όχι
ήταν το άγαλμα του Χουέρτα του μεθύστακα,
του φονιά, όχι ήταν ο Πρόξενος, ή μήπως
ήταν το μηχανικό άλογο με την κούνια,
τ' αλογάκια, τ' αλογάκια όμως είχαν
σταματήσει κι εκείνη βρισκόταν στον
πάτο ενός φαραγγιού όπου χιλιάδες άλογα
έτρεχαν αφηνιασμένα προς το μέρος της
κι εκείνη έπρεπε να ξεφύγει, μέσα από
το φιλικό δάσος, για το σπίτι τους, το
σπίτι τους δίπλα στη θάλασσα. Μα το σπίτι
τους καιγόταν, το έβλεπε τώρα από το
δάσος, από τα σκαλιά επάνω, άκουγε το
τρίξιμο, είχε πιάσει φωτιά και όλα
καίγονταν, το όνειρο καιγόταν, το σπίτι
καιγόταν, κι όμως στέκονταν εκεί για
μια στιγμή, ο Τζόφρεϋ κι εκείνη, μέσα,
μέσα στο σπίτι τους, σφίγγοντας τα χέρια,
κι όλα φαίνονταν εντάξει, στη σωστή τους
θέση, το σπίτι ήταν πάντα εκεί, κι όλα
αγαπημένα και φυσικά και οικεία, μόνο
που η στέγη είχε πάρει φωτιά και ακουγόταν
αυτός ο θόρυβος, σαν ξερά φύλλα που τα
έσερνε ο άνεμος πάνω στη στέγη, αυτό το
μηχανικό τρίξιμο και τώρα η φωτιά
απλωνόταν ολοένα καθώς κοιτούσαν, το
ντουλάπι, οι κατσαρόλες, η παλιά τσαγέρα,
η καινούρια τσαγέρα, ο φύλακας άγγελος
του βαθιού, δροσερού πηγαδιού, η
τσουγκράνα, η ξύλινη ξυλαποθήκη με την
πλαγιαστή στέγη που πάνω της έπεφταν,
μα δε θα πέφτουν πια, τα λευκά άνθη της
κρανιάς, γιατί το δέντρο καιγόταν, κι η
φωτιά απλωνόταν ολοένα και πιο γρήγορα,
οι τοίχοι με τις ριγωτές ανταύγειες του
ήλιου πάνω στο νερό καίγονταν, τα
λουλούδια του κήπου μαύριζαν και
καίγονταν, σφάδαζαν, συστρέφονταν κι
έπεφταν, ο κήπος καιγόταν, η κόκκινη
πόρτα, τα τζαμωτά παράθυρα, οι κουρτίνες
που είχε ράψει μόνη της καίγονταν, η
παλιά πολυθρόνα του Τζόφρεϋ καιγόταν,
οι σελίδες καίγονταν, καίγονταν,
καίγονταν, στροβιλίζονταν ανεβαίνοντας
ψηλά πάνω απ' τη φωτιά, σκορπίζονταν,
φλεγόμενες στην παραλία και τώρα
σκοτείνιαζε και τα νερά ανέβαιναν, η
θάλασσα ανέβαινε στα συντρίμμια του
γκρεμισμένου σπιτιού, και τα κρουαζερόπλοια
που έφερναν άλλοτε τραγούδια, γύριζαν
στο λιμάνι πλέοντας σιωπηλά στα σκοτεινά
νερά του Ηριδανού. Το σπίτι τους πέθαινε,
μόνο μια επιθανάτια αγωνία έμενε πια
εκεί.
Κι
αφήνοντας το φλεγόμενο όνειρό της η
Υβόν ένιωσε ξαφνικά να τινάζεται ψηλά
και να ορμάει προς τα άστρα, μέσα σε
δίνες αστεριών που σκόρπιζαν, ανοίγοντας
σε όλο και πλατύτερες τροχιές, σαν κύκλοι
μέσα στο νερό, κια ανάμεσά τους πρόβαλλαν
τώρα, σαν ένα σμάρι διαμαντένια πουλιά
που πετούσαν απαλά και σταθερά προς τον
Ωρίωνα, οι Πλειάδες...
Mια φορά κι έναν καιρό (κάπου
μεταξύ 1.800.000.000 με 3.000.000.000 χρόνια πριν)
όταν η Γη είχε ήδη μερικώς ρευστοποιηθεί
μέσω απώλειας θερμότητας δι' ακτινoβολίας
από το εξωτερικό της και μερικώς δι'
αδιαβατικής διαστολής, η μαμά της είπε
gaey schluffen, της έδωσε μπισκοτάκι, η Γη
αποχωρίστηκε και πήγε για ύπνο.
Κοιμήθηκε βαθιά (αν αφαιρέσουμε
μια στιγμή στα 1755 όταν ένας Γερμαναράς
που λεγότανε Καντ έκανε του κόσμου την
φασαρία παλεύοντας να βρει πώς
δημιουργήθηκε ο ήλιος) και δεν ξύπνησε
μέχρι μια Παρασκευή, το 1963, οπότε - κατά
τις τέσσερις το πρωί, μια σκατένια ώρα
που κάνει μόνο για αυτοκτονίες -
συνειδητοποίησε ότι δυσκολευόταν ν'
ανασάνει.
"Καφ, καφ" είπε, σαρώνοντας
τα μισά νησιά Τρομπριάν κι ότι άλλο
βρισκόταν ανατολικά της Ιάβας.
Γύρισε να κοιτάξει τι την
ξύπνησε και είδε πως ήταν η Ολονύκτια
Ταινιοθήκη του Καναλιού 11, σκηνές από
ένα φιλμ με την Μαρία Μοντέζ (Η Γυναίκα
Κόμπρα, 1944) να τα βάζει μ' ένα γερασμένο
αρχιπεριπολικό καβάλα σε κάτι Μέρκιουρυ
του 55 με καταπονημένες φάτσες που καίγανε
νευροτονωτικά χάπια.
Η Γη περίμενε να ξημερώσει
κι έπιασε να παρατηρεί ένα γύρω. Οπου
κοίταγε τα ποτάμια μύριζαν σαν τα
πεταμένα λίπη στις Στρατιωτικές κουζίνες,
οι λόφοι είχαν απογυμνωθεί γιατί
χρειαζόταν ο χώρος για να στριμωχτούν
τα Αμερικάνικα Ξύλινα Κλουβιά με την
υδραυλική εγκατάσταση, τα νερά τά 'χανε
στραγγίσει, τις κοιλάδες τις είχανε
τσιμεντοστρώσει, φέρνοντας στη Γη ένα
πολύ ενοχλητικό συναίσθημα ασφυξίας,
τα πουλιά κελαηδούσαν φάλτσα και τα
χοντροβατράχια ακούγονταν σαν τον Εντυ
Κάντορ, για τον οποίο, πάντως, η Γη δεν
νιαζόταν ιδιαίτερα. Κι αποπάνω, το φώς
έκανε τα μάτια της Γης να πονάνε.
Ολα μοιάζαν γκρίζα κι άραχνα.
"Δικέ μου," είπε η Γη με
βουκολική απλότητα "τούτα δε μου
αρέσουνε πάρα πολύ", κι έτσι άρχισε
να αντιδρά.
Πρώτος πήγε ένας μαλλιαρός
δευτεροετής του Πανεπιστημίου της
Πολιτείας του Μίτσιγκαν ο οποίος, την
ώρα που διαδήλωνε μπροστά σ' ένα
βενζινάδικο της Τέξακο μ' ένα πλακάτ
που έλεγε ΟΧΙ ΣΤΗ ΜΟΛΥΝΣΗ, έφαγε μια
σοκολάτα Πάουερ Χάουζ και πέταξε το
περιτύλιγμα στον υπόνομο.
Η Γη άνοιξε και τον κατάπιε.
Η επόμενη κίνηση ήταν ενάντια
σε πενήντα έξι χιλιάδες οπαδούς των
Γκρην Μπέυ Πάκερς που σέρνονταν σα
σκουλήκι με χίλιους τροχούς προς το
Στάδιο Λαμπώ, όπου τα Κρο - Μανιόν είδωλά
τους θα τους έδιναν την ευχαρίστηση να
απολαύσουν ένα καλό σακάτεμα σε χέρια
και πόδια των Αγίων της Νέας Ορλεάνης.
Bήχοντας από τις εξατμίσεις των
αυτοκινήτων, η Γη έστειλε ένα κύμα λάβας
να ξεχυθεί από τον διπλανό λόφο και να
κατρακυλήσει κοχλακίζοντας πάνω στις
γραμμές των αυτοκινήτων, όπου στερεοποιήθηκε
στη στιγμή σε θαυμάσιο ελεύθερο γλυπτό
με τριάντα χιλιάδες αυτοκίνητα στολισμένα
με πενηνταέξι χιλιάδες τηγανισμένους
οπαδούς, σε δέσιμο από ζεστή πέτρα.
Η επόμενη κίνηση έγινε ενάντια
στην Χορωδία της Εκκλησίας των Μορμόνων,
που είχε συγκεντρωθεί στο Χόλλυγουντ
Μπόουλ, μπροστά σ' ένα κοπάδι με μια φωνή
από Ανθρώπους του Χριστού. Τραγουδούσαν
το "Σώστε τα Παιδιά" της Λώρα Νάιρο
όταν η Γη προκάλεσε εκτροπή επτά υπογείων
ποταμών και μετέτρεψε το αμφιθέατρο
στην δέκατη τρίτη σε μέγεθος φυσική
λίμνη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ακολούθησαν με αυξανόμενο
ρυθμό επιθέσεις εναντίον διακεκριμένων
προσωπικοτήτων. Εβδομήντα χιλιάδες
τόννοι μισοκαμμένα σκουπίδια από
χωματερές που σκέπαζαν γραφικά τοπία
καταπλάκωσαν τον δήμαρχο του Σικάγου,
Ρίτσαρντ Ντέιλυ. Κεραυνοί χτύπαγαν για
είκοσι λεπτά το γραφείο του Ραλφ Νέιντορ
στην Ουάσινγκτον. Το σπίτι της Μπάρμπαρα
Στρέιζαντ στο Μανχάτταν χάθηκε ξαφνικά
σ' ένα απύθμενο πηγάδι που χασμουριόταν
καταμεσίς στη γειτονιά με τα κτίρια της
μόδας του πενήντα. Το Ντο της πάνω από
το ψηλό Ντο ακουγόταν για ώρες.
Απομακρυνόμενο.
Ηφαίστεια καταστρέψανε τα
διϋλιστήρια, τις δεξαμενές, τα κτίρια
διοίκησης και τα γραφεία της Στάνταρ
Όιλ στο Μανχάτταν, στο Οχάιο, στο Νιου
Τζέρσεϋ, στην Νέα Υόρκη, στην Πενσυλβανία,
στην Καλιφόρνια, στο Τέχας και στο Ροντ
Αιλαντ. Το Ροντ Αιλαντ μάλλον της μπήκε
στη μύτη, γιατί το αφάνισε ολοκληρωτικά.
Τελικά, όταν το mene mene tekel
γράφτηκε με τεράστια γράμματα από φλόγες
στο Μεγάλο Τευτονικό Δάσος, ο κόσμος
άρχισε να πιάνει το νόημα.
Τα αυτοκίνητα καταργήθηκαν.
Ολες οι γραμμές παραγωγής κόπηκαν. Τα
συντηρητικά εξαφανίστηκαν από τα φαγητά.
Οι φώκιες αφέθηκαν στην ησυχία τους.
Στην Νέα Ζηλανδία εντοπίσθηκε μια
οικογένεια από άλκες, και μάλλον τα
πηγαίνανε μια χαρά, ευχαριστώ. Και στο
Λοχ Νες, το ερπετό βγήκε επιτέλους στην
επιφάνεια και πήρε βαθειά ανάσα.
Κι από κείνη τη μέρα ως τούτη,
ποτέ δεν ξαναφάνηκε μολυσματική πανάδα
στον ουρανό, η Γη ησύχασε, σίγουρη πως
ο Ανθρωπος έμαθε το μάθημά του και δε
θα ξανάκανε κακά στη ίδια του τη φωλιά,
και γι αυτό σήμερα η Εθνική Εταιρεία
Εμφυσήματος κήρυξε διάλυση.
Τώρα δεν είναι ωραία ιστορία
ετούτη.
Και, να γαμηθείς εσύ.
_______________________________________
gaey schluffen: Γοτθική καληνύχτα
mene, mene, tekel Upharsin (Δανιήλ,ε' 25):
μανή, θεκέλ, φάρες. Τούτο το σύγκριμα
του ρήματος. μανή, εμέτρησεν ο Θεός την
βασιλεία σου και επλήρωσεν αυτήν. Θεκέλ,
εστάθη εν ζυγώ και ευρέθη υστερούσα.
Φάρες, διήρηται η βασιλεία σου και εδόθη
Μήδοις και Πέρσαις.