Υπάρχει πόλις τις εις τας Βορείους Ινδίας, ονομαζομένη Ληλαβατή. Εις ταύτην έζη Βασιλεύς, ονομαζόμενος Μουκούνδας. Επιστρέφων δε από περίπατον, είδεν εις το μέσον της πόλεως κυφόν τινα βωμολόχον, περικυκλούμενον από πλήθος ανθρώπων, και εμπαιζόμενον. Ο Βασιλεύς παρέλαβε τον κυφόν αυτόν μαζί του, ως γελωτοποιόν, και ουδέποτε τον απεχωρίζετο. Ιδών ο Πρωθυπουργός τον κυφόν αυτόν να παρακάθηται παρά τον Βασιλέα, καθ' ην στιγμήν ούτος επρόκειτο να ανακοινώση εις τον Βασιλέα σημαντικά μυστικά, είπεν: “Οι σοφοί έχουν ειπεί: [Λόγος ακουόμενος από εξ αυτιά, γίνεται γνωστός σ' όλον τον Κόσμον]”. Ο Βασιλεύς απήντησε τότε: “Παρόντος κυφού, δεν γίνεται πασίδηλος”.
Ύστερον από μερικάς ημέρας, ενεφανίσθη ένας γυμονοσοφιστής, ή φακίρης. Εισελθών δε εις τα ανάκτορα, εκάθισε παρά τον Βασιλέα. Κατανοήσας δ' ο Βασιλεύς, ότι ο γυμνοσοφιστής αυτός ήτο πάνσοφος, τον παρέλαβεν ιδιαιτέρως και τον παρεκάλεσεν, όπως τον προσλάβη ως μαθητήν του. Ο γυμνοσοφιστής εδίδαξε τον Βασιλέα πως να εισδύει εις νεκρόν σώμα και μετά ταύτα εξηφανίσθη. Μελετών δε ο Βασιλεύς την επωδήν, δια της οποίας επετελείτο αυτό το θαύμα και η εκ νεκρών ανάστασις, έμαθεν αυτήν και ο κυφός.
Κάποτε ο Βασιλεύς, εξελθών εις κυνήγιον, συνοδευόμενος από τον κυφόν, είδε πλησίον ενός δάσους έναν Βραχμάνα, που έκειτο άπνους, από δίψαν. Θέλων δε να δοκιμάση την δύναμιν της διδαχής ή επωδής του Γυμνοσοφιστού, ηρώτησεν: “Ειπέ μου, κυφέ, θυμάσαι απ' έξω την επωδήν, δια της οποίας δύναται κανείς ν' αναστήση αυτό το πτώμα του Βραχμάνος;”. Αυτός, κρύπτων εις την ψυχήν του κακάς διαθέσεις, απήντησεν: “Ούτε λέξιν δεν ενθυμούμαι, ω Βασιλεύ”. Τότε ο Βασιλεύς παρέδωσεν εις τον κυφόν τον ίππον του, ανεβίβασε τον νουν του εις θεωρίαν, επανέλαβεν νοερώς την επωδήν της νεκραναστάσεως, εγκατέλειψε το σώμα του και εισήλθεν εις το σώμα του Βραχμάνος με την ψυχήν του.
Κατά τον ίδιον χρόνον και ο κυφός, ανυψώσας εις θεωρίαν τον νουν του, και επαναλαβών νοερώς την επωδήν της νεκραναστάσεως εισέδυσε την ψυχήν του εις το σώμα του Βασιλέως, το οποίον έκειτο άπνουν. Και αναβάς ευθύς επί του ίππου, είπε εις τον Βασιλέα: “Εγώ τώρα επιστρέφω εις τα ανάκτορα δια να λάβω εις χείρας μου την βασιλείαν. Συ δε να πορευθής, εις οιονδήποτε μέρος της Γης θελήσης!”. Και ευθύς ως είπε τους λόγους αυτούς, εβύθισε τους πτερνηστήρας εις τα πλευρά του ίπποου και καλπάζων κατηυθύνθη προς την πόλιν. Και ελθών εις τα ανάκτορα, έλαβες εις τας χείρας του τας τύχας του Κράτους και της Βασιλείας την εξουσίαν. Ο δε Βασιλεύς, ο κατέχων το σώμα του Βραχμάνος, ενθυμούμενος τον λόγον του γέροντος Πρωθυπουργού του ή Βεζύρου, εκάκιζε τον εαυτόν του, ταύτα διανοούμενος: “Πόσον υπήρξα ανόητος! Καλά άραγε θα πράξω επιστρέφων εις τα ανάκτορα και διηγούμενος εις τον γέροντα Βεζύρην μου και εις την Βασίλισσαν τα συμβάντα και το πάθημά μου; ή μήπως τούτο εις ουδέν θα βοηθήση; Διότι ούτε καν θα δώσουν προσοχήν εις τους λόγους μου, βλέποντάς με εις άλλο σώμα!”.
Επειδή όμως ο κυφός έλεγεν εις την Βασίλισσαν άλλους λόγους και ασυναρτησίας, φέρων το σώμα του Βασιλέως, η Βασίλισσα προσκαλέσασα τον Βεζύρην, είπεν εις αυτόν: “Εξ άπαντος, ω πάτερ, αυτός δεν είναι ο Βασιλεύς. Διότι απαντά πράγματα διάφορα, ασύμφωνα και ανάρμοστα. Ο Βεζύρης, όστις και αυτός είχε παρατηρήσει το αυτό, απεδέχθη τας υποψίας της Βασιλίσσης, και την διαβεβαίωσεν, ότι θα εξεύρη τρόπον ώστε να εμφανισθή ο Βασιλεύς. Λαβών λοιπόν άδειαν από τον ψευδοβασιλέα, (δηλαδή τον πρώην κυφόν), ήρχισε να μοιράζη τροφήν εις τους πτωχούς ξένους. Νίπτων δε τους πόδας αυτών έλεγεν: “Ο εν εξ ωσίν μυστικός λόγος γίνεται πασίδηλος. Κυφού παρόντος, ου γίνεται πασίδηλος”. Και εζήτει από κάθε άνθρωπον, που τον επεσκέπτετο, να συμπληρώση το ημιστίχιον αυτό.
Η φήμη αύτη διεχύθη ανά την χώραν. Έτσι την ήκουσε και ο Βασιλεύς, ο φέρων το σώμα του Βραχμάνος, και αφού καλώς εσκέφθη, ανεχώρησεν από εκεί, όπου έμενε και ήρχισεν επιστρέφων εις την πρωτεύουσαν του. Καθ' οδόν ανυπομόνει, ταύτα διανοούμενος: “Χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν αυτό έγινεν από την γυναίκα μου, δια να με ανεύρη”. Και μετά μερικάς ημέρας κατά το δειλινόν ενεφανίσθη εις την πόλιν και μετέβη εις την οικίαν, όπου ο Βεζύρης διένειμε τα τρόφιμα. Και τότε είπεν εις αυτόν: “Φίλτατέ μου, εγώ είμαι Βραχμάν, και έρχομαι από μακρυνήν χώραν. Αν και είναι βράδυ, επειδή πεινώ, ελπίζω ότι θα διατάξης να μου δώσουν ό,τι εγκρίνεις δια να δειπνήσω”.
Ο Βεζύρης αν και ήτο ακατάλληλος η ώρα, εν τούτοις βλέπων Βραχμάνα πεινώντα, ένιψε τους πόδας του και, τούτο πράττων, εξεφώνησε το ημιστίχιον εκείνο, το οποίον εσυνήθιζε να εκφωνή. Ο δε Βασιλεύς ο φέρων το σώμα του Βραχμάνος, απεκρίθη, συμπληρώσας αυτό: “Ο μεν κυφός, γίνεται Βασιλεύς, ο δε Βασιλεύς επαίτης και αλήτης”.
Ερωτήσας τότε λεπτομερώς ο Βεζύρης τον Βασιλέα υπό το σώμα του Βραχμάνος και μαθών τα πάντα, τον επήρε μαζύ του, και επέστεψαν και οι δύο ταχέως εις τα ανάκτορα, και αφού τον ετίμησεν, όπως έπρεπε, είπεν, εις αυτόν: “Παρατηρήσατε, μεγαλειότατε, την δύναμιν του νοός μου: εγώ και πάλιν θα σε αποκαταστήσω εις τον Βασιλικόν Θρόνον”. Και ειπών ταύτα, μετέβη αμέσως εις την Βασίλισσαν. Την εύρεν έχουσαν εις τους κόλπους της έναν παπαγάλον, που είχε ψωφίσει και έκλαιε δια την απώλειαν του αγαπητού της πτηνού. Και τότε ο Βεζύρης είπεν: “Καλός οιωνός είναι αυτός ο ψιττακος. Διότι ούτος θα συντελέση δια την επίτευξιν του ποθουμένου. Προσκάλεσε τον Ψευδοβασιλέα εκείνον, και ειπέ του:
“Μήπως υπάρχη κανείς μάγος εις αυτήν την πόλιν, που θα μπορέση να κάμη αυτόν τον ψιττακόν, να ψιθυρίση έστω και έναν μόνον λόγον; Όταν λοιπόν Συ, Μεγαλειοτάτη, θα είπης αυτά, εκείνος, φουσκωμένος καθώς είναι με την γνώσιν της Νεκραναστάσεως, και θέλων να σου επιδείξη την τέχνην του, θα εγκαταλείψη το Βασιλικόν σώμα, και θα καταλάβη το σώμα του ψιττακού. Εν τω μεταξύ ο Βασιλεύς, ο οποίος θα ευρίσκεται όπισθέν μου, θα εισδύση ή θα καταλάβη το ιδικόν του, οικείον σώμα του, και θα επανακτήση την Βασιλείαν”.
Αυτό πράγματι και εγένετο. Μόλις δε ο Βασιλεύς εγκαταλείψας δια της θεωρίας και επωδής, το σώμα του Βραχμάνος, ανεκατέλαβε το ιδικόν του, ο Βεζύρης εφόνευσε τον ψιττακόν, που είχεν εμψυχώσει ο κυφός”.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ Φ. ΧΑΛΑΣ
ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ – ΘΕΟΣΟΦΙΑ
ΤΑ ΕΠΤΑ ΓΕΝΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ
ΑΘΗΝΑΙ 1977
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου