Το πρόβλημα στη σύνταξη ενός κειμένου, που ν' αναλύει ικανοποιητικά από πλευράς επιστημονικής ένα ευαγγελικό εδάφιο, είναι πολλαπλό.
Η πρώτη παράμετρος της πολλαπλότητος αυτής είναι ότι ο αναλυτής καλείται ν' αναλύση ένα κείμενο γραμμένο μεν στην απλή ελληνική της εποχής τη γνωστή μας κοινή, κι αυτό φαίνεται αρχικά σαν κάτι απλό. Ανακύπτουν όμως οι εξής δυσκολίες:
α)επειδή το ευαγγελικό κείμενο (Καινή Διαθήκη) βασίζεται ή παραπέμπει στο αντίστοιχο παλαιοδιαθηκικό (Παλαιά Διαθήκη), ο αναλυτής πρέπει να είναι γνώστης των παραλλήλων χωρίων και των παλαιοδιαθηκικών όρων, που εκφράζονται με λέξεις, που παραμένουν δύσκολες ή και αμετάφραστες στους Ο.
β)επειδή τα 4 Κανονικά Ευαγγέλια στα αναφερόμενα εδάφια δεν συμπίπτουν επακριβως, ο αναλυτής πρέπει να λαμβάνει υπ' όψιν του όχι μόνον και τα μη κανονικά κείμενα (Απόκρυφα Ευαγγέλια), αλλά και τα γραπτά των πρόσφατα ανακαλυφθέντων κεμένων (1948) του Κουμράν στη Νεκρά Θάλασσα και της πεδιάδας του Χηνοβοσκίου (Ναγκ Χαμάντι) στην Αίγυπτο (1947), με ορατό τον κίνδυνο της αποκλίσεως απ' την επίσημη δογματική ή τουλάχιστον ιστορική, θέση της Εκκλησίας και
γ)επειδή το νεοδιαθηκικό κείμενο βασίζεται στη διδασκαλία του Ιησού, που ρητώς ορίζεται πως διατυπώνεται αλληγορικά με την ειδική τεχνική της παραβολής (Ματθ.ΙΓ', 34 Μαρκ. Δ', 2 + Λουκ. Δ'. 23), ο αναλυτής θα πρέπει να γνωρίζη όχι μόνον τα ειδικά δεδομένα (κοινωνικά, οικονομικά, επαγγελματικά κλ.π.) του χρόνου και τόπου της παραβολής, αλλά να είναι σε θέση να ερμηνεύση, κατά περίπτωσιν, το νόημα της παραβολής σε τρία (3) τουλάχιστον επίπεδα έχων κατα νουν ότι αυτο, που λέγεται παραβολή (στους Συνοπτικούς) ή παροιμία (στον Ιωάννη) δηλ. το εβραϊκό maschal, είναι κατά τον Π.Ι. Μπρατσιώτην, “λέξις πολυσήμαντος, δηλούσα και την παροιμίαν και την παραβολήν και τον θείον χρησμόν και τον σίλλον και την γνώμην σοφού και την αλληγορίαν”.
Η δεύτερη παράμετρος της πολλαπλότητος αυτής έγκειται στην παρατήρηση, ότι το κείμενο για κρυπτογραφικούς λόγους (πολιτικής σκοπιμότητας κατά τον John Alegro) ειδικές λέξεις, που αποδίδουν κρίσιμες έννοιες, αποτελούν στην ελληνική μορφή τους παραποιημένους λατινικούς ή αραμαϊκούς τύπους, ώστε μέσα από ειδικά λογοπαίγνια να μεταδίδεται ένα κρυμμένο ή κρυπτικό μήνυμα. Κατά τον Alegrο οι λεκτικοί αυτοί τύποι ανάγονται σε αρχαιότερους σουμεριακούς της σφηνοειδούς γραφής. Κατά την άποψή μου υπάρχει πράγματι μια τριπλή νοηματικότητα σε κάθε ευαγγελική λέξη κάτω από ένα: α)εβραϊκό – αραμαϊκό β)λατινικό γ)ελληνοαιγυπτιακό τύπο, όπως φαίνεται απ' το γεγονός, ότι η επιγραφή επί του σταυρού του Ιησού είναι τρίγλωσση (ελληνικά – λατινικά – εβραϊκά). Αν και σε επίσημα κείμενα δίγλωσσες ή τρίγλωσσες επιγραφές ήσαν σε χρήση και έχουν βρεθή, σε ανασκαφές, στην προκειμένη περίπτωση μπορούμε να διίδουμε μια είδηση σε 3 επίπεδα κατανοήσεως, όπως αναφέρεται απ' τον Ηράκλειτο, που κάνει λόγο για:
1)ομιλούντα – 2)σημαίνοντα – 3)κρύπτοντα
Η τρίτη παράμετρος της πολλαπλότητος αυτής έγκειται στον αριθμοσοφικό και περαιτέρω μαθηματικό μανδύα, τον οποίο έχει περιβληθή η ευαγγελική διήγηση. Ο αριθμός πράγματι είναι ένα από τα 3 εργαλεία, που χρησιμοποίησε ο Θεός για τη Δημιουργία, σύμφωνα με το παλαιοδιαθηκικό Σοφ. Σολομ. ΙΑ, 20:
πάντα μέτρω και αριθμώ και σταθμώ διέταξας
Τα εργαλεία αυτά χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τη λειτουργικότητα του δυαδικού συστήματος, όπως αναφέρεται στο παλαιοδιαθηκικό Σοφ. Σειράχ ΜΒ, 24:
πάντα δισσά εν κατέναντι του ενός εποίησεν
Το δυαδικό σύστημα, βάσει του οποίου λειτουργεί το λογισμικό σύστημα στους Η/Υ (computers) απεδείχθη απ' τον Leibnitz πως είναι ο τρόπος σκέψεως στο κινεζικό I CHING των 64 εξαγράμμων και αντανακλά το αρχικό σχέδιο του Δημιουργού, γνωστό σαν “απαγορευτική αρχή του Pauli”, σύμφωνα με την οποία μόνον 2 ηλεκτρόνια μπορούν να καταλαμβάνουν ένα τροχιακό, και δη “το εν κατέναντι ενός”.
Η τέταρτη παράμετρος της πολλαπλότητος αυτής έγκειται στον κλασματικό χαρακτήρα της, που προκύπτει απ'τη νοηματική σκέδαση της λειτουργικότητος του κειμένου. Έτσι παρατηρούμε όχι μόνον τη συχνή αναγωγή του νεοδιαθηκικού κειμένου σε παλαιοδιαθηκικές αναφορές, ώστε να φαίνεται συνεχώς και συνεπώς το ότι ο Ιησούς “ουκ ήλθε καταλύσαι αλλά πληρώσαι τον Νόμον”, αλλά και την αλληλοσυμπλήρωση μεταξύ τους των ευαγγελικών εδαφίων, ώστε ν' αποδίδονται ιδιαίτερες νοηματικές αποχρώσεις εν είδει φασματικής αναλύσεως κατόπιν ειδικής πρισματικής επεξεργασίας ή φωτεινής προσπτώσεως και αναλύσεως. Κατά συνέπειαν ο αναλυτής ενός τέτοιου κειμένου κατά την πρόοδο της εργασίας του θα πρέπει να λαμβάνη υπ' όψιν του τη νοηματική μετατόπιση από Ευαγγελίου εις Ευαγγέλιον, από Συνοπτικούς προς Τέταρτον, από Καινής Διαθήκης εις Παλαιάν, από Κανονικά Ευαγγέλια σε κουμρανικές και χηνοβοσκικές γραφές και αποκαλυψιακά δεδομένα.
Η πέμπτη παράμετρος της πολλαπλότητος αυτής, που μπορεί να θεωρηθή και ως διεισδύουσα σύνοψη των προηγουμένων, είναι τα δεδομένα του χώρου (locus), όπου διαδραματίζονται τα δρώμενα στο Ιω. ΚΑ'. Ο χώρος αυτός, που είναι η λίμνη της Γαλιλαίας, γνωστή ευρύτερον ως Γεννησαρέτ, είναι μια υδάτινη δεξαμενή, στην οποία εισέρχεται ο ποταμός Ιορδάνης, ορμώμενος απ' τους πρόποδες του όρους Ερμών και διαχωρίζοντας τη Γαλιλαία απ' τη Γαλαάδ, τον τόπο συμφερόντων του Αβραάμ (δυτικά = L) απ' τον τόπο συμφερόντων του Λωτ (ανατολικά = D).
Ο ποταμός Ιορδάνης, στα εβραϊκά Γιαρδεΐν (=εκροή) και στα αραβικά ελ Σεριγιέ ελ κεμπίρ (= Η Μεγάλη Δεξαμενή) πηγάζει απ' τους δυτικούς πρόποδες του όρους Ερμών σε ύψος 520 μ. Το αφιερωμένο στο θεό Πάνα σπήλαιο, που λεγόταν Πάνειον, βρίσκεται πάνω απ' την πηγή του ποταμού, κοντά στην πόλη Πανεάνα, τη γνωστή Καισάρεια του Φιλίππου, που τη λένε Μπανιγιάζ στ' αραβικά.
Ακολούθως ο Ιορδάνης μπαίνει στη λίμνη Μπαχρ Ελούλα ή Χουλέ (Bahr Huleh στ' αραβικά), τη Μερώμ (του Ιησού Ναυή) ή Σαμαχωνίτιδα (του Ιωσήπου) και μετά από 100 στάδια στη λίμνη Γεννησαρέτ. Η Γεννησαρέτ, γνωστή σαν “λίμνη της Γαλιλαίας” ή, επί το μεγαλοπρεπές “θάλασσα της Γαλιλαίας”, αναφέρεται αρχικά σαν Μαχαναρέθ (Δευτ. Γ' 17) και κατοπινά Κενερώθ ή Χενερέθ (Ιη. Ναυή ΙΑ', 2) ή Κενερέθ (Ιη. Ναυή ΙΘ', 35) και Γεννησάρ (Α' Μακκαβ. ΙΑ', 67) ή Γεννησαρέτ τελικά. Η ονομασία Χενερέθ στους Αριθμούς (ΛΔ' 11) συνυπάρχει με την ονομασία Άρβηλα ή Αρβηλά, (είδαμε δε ότι ΑΡΒΙΛΙ = 153). Το μήκος της από Β. προς Ν. Είναι 21 χλμ. (=ΚΑ') και το βάθος της των 50 -70 μ. αυξάνει απότομα στα 250 μ. προς Β.
Η λέξη Κενερέθ απ' τη Χενερέθ, μέσα απ' την εβραϊκή λέξη Kinnor (=κιννύρα, μουσικό όργανο), νομίζω πως πάει χρονολογικά μέχρι τον Κινύραν, βασιλέα της Κύπρου, που εισήγαγε τα θρηνητικά άσματα (πρβλ. γαλλιάμβους και Galla) και γενικώς τα όργια του Ταμούζ από τη Συρία & Παλαιστίνη, εφ' όσον η μέν λέξη “κιννύρα” αναφαίνεται μόλις στο Α' Βασιλ. Ι', 5, η δε ονομασία Χενερέθ τουλάχιστον 500 έτη ενωρίτερον στο Αριθμ. ΛΔ, 11.
Ωστόσο η ύπαρξη κιννυρίδων (=μικρά ορνιθάρια) σε σεση με την εβραϊκή λέξη Kinnim (=φωλιές πουλιών) δεν πρέπει ν' αποκλεισθή σε μια περιοχή πλούσια σε ψάρια, όπως ο Ιορδάνης κι η Χενερέθ, ούτε να παραβλεφθή το ότι η λέξη “χέννιον” σημαίνει 1)είδος ιχθύος και 2)είδος ορτυγίου, που το ταρίχευαν και το τρώγανε οι Αιγύπτιοι (τακτική, που βλέπομε ακριβώς να τηρήται στην Έξοδο).
Η ονομασία “χέννιον” για τ' αποδημητικά αυτά πουλιά οδηγεί σε κρίσιμες ετυμολογικές συσχετίσεις, ιδιαίτερα με το είδος, την εικόνα και το συμβολισμό του πουλιού, που μας είναι γνωστό σαν χήνα και οι αρχαιοι το λέγανε χην ή χαν (στα δωρικά) κατ' αρκτικήν συγκοπήν του η απ' την λέξη ηχήν (διότι το πουλί ηχεί, φωνάζει δυνατά**. Αυτό που φαίνεται σαν πάπια (ή έστω χήνα) στα αιγυπτιακά ιερογλυφικά να κατευθύνεται προς τ' αριστερά του παρατηρητού μ' ένα ήλιο από πάνω της και που μεταφράζεται SHERA (ο Υιός του θεού Ρα), είναι στην πραγματικότητα ένας χηναλώπηξ ένα είδος πάπιας ή χήνας που σημαίνει το παιδί. Έτσι αντιλαμβανόμαστ τη θεία Μητέρα, την Όννα (Ετρούσκοι) να παριστάνεται μ' ένα χηνάριο στα πόδια της, που στην πραγματικότητα είναι χηναλώπηξ.
Όμως η λέξη “χηνίσκος” σημαίνει και τον κυβερνήτην (Αρτεμιδ. Δαλδ. 21 23), προφανώς πλοίου ή ναυτικής μοίρας, εφ' όσον η ίδια λέξη (χηνίσκος0 σημαίνει 1)μέρος του πλοίου και 2)κόσμημα πλοίου. Επομένως ο τίτλος “Επιστάτα” (μάλιστα αιγυπτιακός0 με τον οποίον απευθύνονται οι αλιείς (και μετά μαθηταί Του) προς τον Ιησούν, δείχνει την αναγνώριση εξουσίας Κυβερνήτου (πλοίων) ή Χηνίσκου, εφ' όσον και οι Απόστολοι είναι “στρατηγοί κατά πλουν πεμπόμενοι” (δηλ. στο Στόλο ή Κάλα). Αλλά είδαμε ότι ο Χηνίσκος είναι ο “Υιός του Ανθρώπου”, δηλ. ο Υιός της Παρθένου, ο ενανθρωπήσας Θεός, ο οποίος κατευθύνει τους 7 Αλιείς (ανθρώπων) στη λίμνη Χενερέθ, προφανώς Χεννερέθ κατόπιν των ανωτέρω, με τα αλιευόμενα χέννια (=αιρόμενα χέννια = Κεννερέθ και, κατόπιν της αποβολής του ενός των δύο διπλών συμφώνων, Κενερέθ) και τα διαφεύγοντα χένια ή κιννυρίδας παραμένοντα εντός των Kinnim παρά την πρόσκληση του Χηνίσκου.
Κατά συνέπειαν των ανωτέρω, η φράση του Ιησού στο Λουκ. Θ' 58, Ματθ. Η', 20 “αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις” μεταφράζεται σε “οι χηναλώπεκες φωλεούς έχουσι, ίνα κατασκηνώσουσι”, ο δε Υιός του Ανθρώπου (δηλ. ο Χηνίσκος) ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη”.
Η φράση “γάλακτι χηνός”, που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρισθή ένα σπανιώτατο και πολυδάπανο έδεσμα, (στη σημερινή έκφραση “και του πουλιού το γάλα”) μπορεί να θεωρηθή συνώνυμη της φράσεως “εις γην ρέουσαν γάλα και μέλι”, που χαρακτηρίζει τη Χαναάν, περιοχή διαρρεόμενη απ' τον ποταμό Ιορδάνη, που διαχωρίζει τη Γαλιλαία απ' τη Γαλαάδ, πηγάζοντας απ' το σπήλαιο του Πανός, του θεού των αιγοπροβάτων, που παράγουν το γάλα, που κατακλύζει τις αγορές και τα νοικοκυριά της περιοχής, χαρίζοντάς τους την “ευτυχία” (Γαδ) = αγαλλίαση.
**Ετυμολογικά επιλεγόμενα: Η λατινική λέξη anser που σημαίνει τη χήνα ή goose στ' αγγλικά (πληθ. Geese, gander ο χήνος), έχει να κάνη και με το gooseberry (φραγκοστάφυλο) και με τον ιατρικό αφ' ενός, στρατιωτικό αφ' ετέρου όρο goose step (= βάδισμα της χήνας). Ωστόσο ο όρος Anser cinereus (= χην ο τεφρός), που δείχνει τον αρχικό πρόγονο όλων των ειδών, υπενθυμίζει τη λατινική λέξη cinerarium (=τφροδόχη) και τις συναφείς cinerosus = τεφρώδης, cinereus = τεφρόχρους και cinerarius = τεφροειδής, για να καταλήξη στην ειδική ονομασία Cinerarius = δούλος που βοστρυχίζει την κόμη του κυρίου του, πλοκεύς, κομμωτής, κουρέας. Η αντίστοιχη λέξη κινύρα (= μουσικό όργανο για θρηνωδίες) απ' τον κύπριο βασιλέα Κινύραν, που συνάδει με τη νεκρική σημασία της τεφροδόχου, μπορεί να σημαίνη και τα προσκεφάλαια από πουπουλόχηνα (εν χρήσει και σήμερα) και την προσέγγιση ενός cinerarii ή κομμωτού σε κάποιον μακρυμάλλη η καρηκομόωντα (κατά τον Όμηρο) ή ctrinitum (όπως ο Τραϊανός) ή Ναζωραίο (όπως ο Ιησούς). Ιδιαίτερα οι 7 σειρές των μαλλιών του Σαμψών (= Ηλίου) υποδηλώνουν τις 7 στοιβάδες του ατόμου (K, L, M, N, O, P, Q) και τις τροχιές των 7 πλανητών, όπου 7^2 = 49 οι εναπομείνασες ιερές αγελάδες του Απόλλωνος = Ηλίου (βλ. & Οδύσσεια, α', 1-10) και 49 οι πραγματικές ημέρες μάχης στην Ιλιάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου