Η υπαγωγή εις μιαν παραδοσιακήν κανονικήν Οργάνωσιν, δεν είναι απλώς εις απαρέγκλιτος όρος δια την μύησιν, είναι μάλλον αυτό που χαρακτηρίζει την μύησιν εν τη κυριολεξία της, ως απαρχής. Ενίοτε αποκαλείται και “δευτέρα γέννησις” ή “αναγέννησις”. Δευτέρα γέννησις διότι διανοίγει εις τον άνθρωπον ένα νέον κόσμον από εκείνον ένθα διαδραματίζεται η σωματική του ύπαρξις, ένα κόσμον ο οποίος θα αποτελέση το πεδίον αναπτύξεως υψηλοτέρων δυνατοτήτων.αναγέννησις, διότι δι' αυτής ο άνθρωπος ανακτά τα δικαιώματα τα οποία φυσικώς και κανονικώς κατείχε κατά την αυγήν της ανθρωπότητος, όταν ακόμη δεν είχεν απομάκρυνση από την πρωταρχικήν πνευματικότητα και δεν είχεν εισχωρήσει επί μάλλον και μάλλον εις την υλικότητα με την παρέλευσιν των αιώνων. Αναγέννησις ακόμη, διότι είναι αυτή το πρώτον σημαντικόν στάδιον δια την αποκατάστασιν του ατόμου εις την “πρωταρχικήν του αξίαν”, ήτις ισοδυναμεί προς την ολοκλήρωσιν και τελείωσιν της ανθρωπίνης ατομικότητος, η οποία αποτελεί το μοναδικόν, κεντρικόν και αμετάβλητον Σημείον, εκ του οποίου πλέον ο άνθρωπος, δύναται να εξυψωθεί προς νέας, υπερανθρωπίνους καταστάσεις.
Εις το σημείον τούτο πρέπει να τονισθή όλως ιδιαιτέρως ότι η υπαγωγή, η σύνδεσις αύτη με μιαν γνησίαν, παραδοσιακήν άλυσσον, πρέπει να γίνη εις την πραγματικότητα και ουσιαστικά. Μια “ιδεατή” σύνδεσις, όπως μερικοί κατά την εποχήν μας την φαντάζονται είναι τελείως άσκοπος και στερείται πάσης αποτελεσματικότητος. Τούτο άλλως τε είναι ευνόητον, δεδομένου ότι πρόκειται περί μεταβιβάσεως μιας πνευματικής επηρείας, η οποία τελείται βάσει καθορισμένων νόμων. Αλλ' οι νομοι ούτοι οι οποίοι φυσικά διαφέρουν των νόμων που ρυθμίζουν τας υλικάς δυνάμεις, δεν είναι ολιγώτερον αυστηροί τούτων. Εν τούτοις παρουσιάζουν με τους τελευταίους κάποιαν αναλογίαν συνεπεία της συνεχείας και συνδέσεως που υφίσταται μεταξύ όλων των βαθμίδων της παγκοσμίου υπάρξεως. Η αναλογία αυτή μας επιτρέπει να ομιλώμεν περί μιας “δονήσεως” ότνα κάμνωμεν λόγον περί του “γεννηθήτω φως”, δια της οποίας το πνευματικόν Χάος των δυνητικοτήτων διαυγάζεται και ταξινομείται, αν και βεβαίως δεν πρόκειται περί δονήσεων αισθητών κατά την φυσικήν έννοιαν, όπως και δεν δυνάμεθα το “Φως” τούτο να ταυτίσωμεν προς το υπό του αισθητηρίου της δράσεως αντιληπτόν φως. Παρά ταύτα εκφράσεις ως “αντίληψις του φωτός” ή “νοερόν φως”, απαντώνται εις όλας τας παραδοθείσας διδασκαλίας, τόσον της Ανατολής όσον και της Δύσεως.
Υπενθυμίζομεν ενταύθα τον συσχετισμόν που υποδηλούται εις την Ισλαμικήν παράδοσιν μεταξύ του πνεύματος (Ερ-Ρου) και του Φωτός (Εν-Νουρ).
Η λογοτροπία αύτη είναι αναγκαίως συμβολική, διότι βασίζεται επί αναλογιών υφισταμένων επί διαφόρων πεδίων. Είναι δικαιολογημένη και νόμιμος, διότι η εν λόγω αναλογία υφίσταται πραγματικά και συμβαδίζει, με την πραγματικότητα από τινος απόψεως πολύ ουσιάστικότερα αφ' όσον νομίζεται. Δια της παρανοήσεως των αναλογιών τούτων και της παρανόμου ταυτίσεως αυτών προς ανάλογα φυσικά φαινόμενα, ήχθησαν τινές εις το να συλλάβουν όλως σφαλεράς ιδέας, πλέον ή έλαττον υλομόρφου όψεως, όχι μόνον δια τας ψυχικάς επιδράσεις, αλλά και δια πνευματικάς επηρείας, θεωρήσαντες ταύτας ως ισοτίμους προς φυσικάς δυνάμεις. Εξ αυτού του τρόπου του σκέπτεσθαι, πηγάζει και η λίαν διαδεδομένη αντίληψις ότι είναι δυνατόν να συνδεθή η παραδοσιακή Γνώσις με την σύγχρονον επιστήμην, πράγμα που είναι αδύνατον, διότι πρόκειται περί πραγμάτων κειμένων επί τελείως διαφόρων επιπέδων. Άλλως τε αύτη καθ' εαυτήν η βέβηλος αντίληψις, στερείται νομιμότητος. Επί των διαφόρων επιπέδων του κόσμου, δρουν νόμοι οι οποίοι πρέπει να τηρώνται, άλλως το επιδιωκόμενον αποτέλεσμα δεν δύναται να επιτευχθή όπως άλλως τε εν φυσικόν αποτέλεσμα δεν δύναται, να παραχθή εάν δεν τηρήσουν αι δια την παραγωγήν του αναγκαίαι προϋποθέσεις.
Εάν λοιπόν πρόκειται περί της πραγματοποιήσεως μιας αληθούς μεταβιβάσεως δυνάμεως, είναι αυτονόητον ότι πρέπει να υπάρχη μια αληθής και πραγματική επαφή, αδιάφορον δυνάμει τίνων παραγόντων θα επιτευχθή αύτη. Οι παράγοντες ούτοι καθορίζονται ευλόγως υπό των νόμων της πνευματικής επηρείας.
Εκ της αναγκαιότητος ταύτης υπάρξεως γνησίας επαφής πηγάζουν πλείσται σημαντικόταται συνέπειαι και δη τόσον δια το άτομον το αποβλέπον εις την μύησιν, όσον και δι' αυτήν την μυητικήν οργάνωσιν. Περί αυτών δε των συνεπειών πρόκειται τώρα να ομιλήσωμεν. Γνωρίζομεν καλώς ότι υπάρχουν άνθρωποι, και δη ουχί ολιγάριθμοι, εις τους οποίους αι εξηγήσεις μας δεν θα φανούν αρεσταί, διότι δια των παρατηρήσεών μας αυτών, αι εις άκρον άκοποι και απλοποιημέναι ιδέαι των περί μυήσεως, τας οποίας διέπλασαν, θα καταρρεύσουν και ωρισμέναι αλαζονείαι και περιαυτολογίαι θα εξουδετερωθούν. Εν τούτοις τα ελατήρια ταύτα ουδόλως μας αφορούν και δεν δύνανται να μας παρεμποδίσουν δια να εκφράσωμεν το αληθές.
Καθ' ότι αφορά το επί μέρους Άτομον, είναι ευνόητον ότι η πρόθεσις να μυηθή επ' ουδενί λόγω αρκεί, δια να εγγυηθή τις, την πραγματοποίησιν του πόθου του, έστω και αν η πρόθεσις αύτη είναι ειλικρινής, το να συνδεθή μετά τινός παραδοσιακού ρεύματος, περί ου ίσως κέκτηται εξωτερικάς τινάς πληροφορίας. (Δια τούτου νοούμεν όχι την πλήρη και ολοκληρωτικήν μύησιν, αλλά και την “δυνάμει” τοιαύτην). Πρέπει επίσης να γίνη νοητόν ότι δι' αυτού δεν αντιλαμβανόμεθα επ' ουδενί λόγω την “πολυμάθειαν” που είναι, όπως κάθε τι βέβηλον, εις την περίπτωσιν ταύτην άνευ αξίας. Καθ' ίσην μοίραν δεν πρόκειται περί ονείρων ή φαντασιώσεων ή άλλης συναφούς αισθηματολογικής ροπής. Εάν ήτο αρκετόν, δια της αναγνώσεως βιβλίων, να μυηθώμεν – έστω και αν ταύτα ήσαν ιερά κείμενα ορθοδόξων παραδόσεων μετά των εσωτερικών των σχολίων – ή να διαλογισθώμεν επάνω στα βαθυστόχαστα διδάγματα μιας Οργανώσεως του παρελθόντος, επί της οποίας απαντώμεν ανακλώμενα τα ατομικά μας ιδανικά, και πάλιν θα ήτο η μύησις κάτι το πολύ απλούν. Εις την περίπτωσιν ταύτην, ο προκαταρκτικός όρος της προδιαθέσεως θα εξέλειπε, διότι ελέγχων και ελεγχόμενος θα εταυτίζετο και ασφαλώς ο μυούμενος θα εξεύρισκεν ακόπως δικαίους λόγους, δια να θεωρήση εαυτόν ως “μεμυημένον”. Και αφού το πράγμα θα ήτο τόσον εύκολον, διατί να παραμείνη ο περί ου ο λόγος δόκιμος εις την μέσην του δρόμου και να μη κατακτήση, μόνος πάντοτε, τους πλέον υπερβατικούς βαθμούς της μυήσεως; Εκείνοι οι οποίοι βαυκαλίζονται με την ιδέαν ότι δύνανται μόνοι των να μυηθούν, δεν εσκέφθησαν προφανώς ουδέποτε, ποίας αποκαρδιωτικάς συνεπείας θα ηδύναντο να έχουν παρόμοιοι πειραματισμοί. Τότε δεν θα υπήρχεν ούτε επιλογή, ούτε έλεγχος, θα κατηργούντο “τα σημεία αναγνωρίσεως”, η ιεραρχία και τελικώς ουδεμία μεταβίβασις δυνάμεως, εν μια λέξει τίποτε από όλα εκείνα που χαρακτηρίζουν την μύησιν, θα ήτο αναγκαίον. Και όμως τούτο ακριβώς αποτολμούν με καταπλήσσουσαν ασυνειδησίαν διάφοροι άνθρωποι, προσφέροντες μιαν “εκσυγχρονισμένην” μορφήν μυήσεως (η οποία άλλως τε συνάδει προς τα δυτικά δημοκρατικά, ισοπεδωτικά “ιδεώδη”) χωρίς να αντιλαμβάνωνται ότι αντί να είναι τουλάχιστον απλώς “δυνάμει” μεμυημένοι – που στα τελευταία, κάτι και αυτό θα ήτο – εκπροσωπούν την πληρεστέραν μορφήν του βεβήλου, με όλην την σημασίαν της λέξεως, και παρανόμως παρουσιάζονται ως μεμυημένοι.
Ας αντιπαρέλθωμεν όμως τους παραλογισμούς τούτους, εάν δε ησχολήθημεν με αυτούς, το επράξαμεν δια τον μοναδικόν λόγον, διότι η έλλειψις λογικού συνειρμού και η πνευματική αταξία είναι οι χαρακτήρες της εποχής μας και η διάδοσις παραδοξοτήτων κερδίζει ολοέν έδαφος. Πρέπει να έχωμεν πάντοτε προ οφθαλμών, ότι κατά την μύησιν πρόκειται περί λίαν σοβαρών πραγμάτων και περί γεγονότων τα οποία θα ηδυνάμεθα να αποκαλέσωμεν “θετικόν” εάν βέβηλοι “επιστημονίζοντες” δεν είχον παραφθείρει τον όρον. Η μύησις ουδεμίαν συγγένειαν έχει με τας γελοίας παρωδίας τας οποίας άνθρωποι βεβηλωταί των οσίων προσήψαν εις αυτήν.
Δια να επανέλθωμεν εις το σημείον εκκινήσεώς μας, θα είπωμεν ότι ο επί μέρους δόκιμος, δεν αρκεί να έχη απλώς την επιθυμίαν να μυηθή, αλλά πρέπει να γίνη προς τούτοις “αποδεκτός” από μίαν παραδοσιακήν, κανονικήν οργάνωσιν, η οποία διαθέτει τας ιδιότητας δια να τον μυήση, δηλαδή να του μεταδώσει την πνευματικήν επήρειαν, άνευ της οποίας θα του ήτο αδύνατον, παρά τας προσπαθείας του, να απελευθερωθή από τους περιορισμούς και τα βάρη του βεβήλου κόσμου. Δυνατόν όμως, παρ' όλα ταύτα, ελλείψει “καταλληλότητος”, η καθ' όλα ειλικρινής προσπάθεια του, να μη συναντήση ανταπόκρισιν. Τούτο θα οφείλεται όχι τυχόν εις “ηθικά χαρίσματα” αλλ' εις “τεχνικούς κανόνας” υπαγορευομένους από μερικούς “θετικούς” νόμους, που έχουν συνάρτησιν και αναλογίαν προς τας φυσικάς και πνευματικάς προδιαθέσεις προς ενάσκησιν ενός επαγγέλματος. Εις την περίπτωσιν ταύτην, ο περί ου ο λόγος, εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να θεωρηθή ως “μύστης”, οσαιδήποτε και αν είναι αι εκ διαφόρων πηγών αντληθείσαι θεωρητικαί του γνώσεις. Αι τελευταίαι αύται παραμένουν απλώς “θεωρητικαί” άνευ της ιδιαζούσης προδιαθέσεως. Εις περίπτωσιν καθ' ην αύτη υπάρχει, τότε αι επί μέρους γνώσεις αύται, χάρις εις την μύησιν, προκαλούν ιδίαν “διαμόρφωσιν” του όντος και τότε μόνον αποκτάται η Γνώσις. Εν τελική αναλύσει μόνον εκείνοι αποκλείονται της μυήσεως, οι οποίοι σχηματίζουν σφαλεράς αντιλήψεις και θέλουν να αποκτήσουν κάτι το οποίον εις την πραγματικότητα είναι ασυμβίβαστον με την ιδιαίτατα ενδόμυχον αυτών φύσιν.
Ας εξετάσωμεν τώρα την ετέραν πλευράν του ζητήματος τ.ε. τας μυητικάς οργανώσεις. Είναι περιττόν να είπωμεν ότι μόνον εκείνο δύναται να μεταδοθή και μεταβιβασθή το οποίον διακατέχεται. Επομένως μια τοιαύτη οργάνωσις πρέπει να διαφυλάσση εν τη πραγματικότητι μιαν πνευματικήν επήρειαν, εάν προτίθεται να την μεταδώση εις τα μέλη της.
Δια του όρου τούτου τίθενται αυτομάτως κατά μέρος όλαι εκείναι αι ψευδομυητικαί μορφαί, από τας οποίας σήμερον έχει γεμίσει ο κόσμος και αι οποίαι ούτε ίχνος μυητικού χαρακτήρος κέκτηνται.
Υπό τας προϋποθέσεις ταύτας, μια μυητική Οργάνωσις ουδέποτε δύναται να είναι το προϊόν της φαντασίας ενός. Δεν δύναται ομοίως να ιδρυθή, όπως κάθε βέβηλος σύλλογος, υπό αριθμού ατόμων, οι οποίοι αποφασίζουν, τηρουμένων, ωρισμένων τύπων, να συνεργαστούν. Και αν ακόμη οι χρησιμοποιούμενοι τύποι δεν είναι ανακάλυψις των ιδρυτών, αλλά πρόκειται περί γνησίων τυπικών τα οποία ούτοι καθ' οιονδήποτε τρόπον ιδιοποιήθησαν, και τότε ακόμη τα πάντα στερούνται αξίας. Ελλείψει κανονικής προελεύσεως και καταγωγής, η πραγματική διαδοχή είναι αδύνατος και η μετάδοσις συνεπώς της πνευμτικής επηρείας ανύπαρκτος. Είναι φυσικόν ότι εις την περίπτωσιν ταύτην η μύησις καταντά απλούς πιθηκισμός και τούτο τοσούτω μάλλον καθ' όσον παρεμβαίνουν υποθετικαί και φανταστικαί ανασυνδέσεις προ πολλού αφανισθεισών παραδοσιακών μορφών. Ακόμη και υπό την προϋπόθεση σοβαράς και ειλικρινούς θελήσεως προς ανασύνδεσιν με την παράδοσιν, θα ήτο άσκοπον, διότι μόνο με κάτι υπάρχον δυνάμεθα να ανασυνδεθώμεν. Εκτός τούτου άλλως τε, είναι αναγκαία και η “αποδοχή” εκ μέρους εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου της παραδόσεως. Μια νεοπαγής οργάνωσις, τότε μονον δύναται να είναι νόμιμος, εάν αποτελεί συνέχειαν ήδη προϋπαρξάσης, ήτοι εάν συνεχίζη το έργον προγενεστέρας, άνευ διακοπής της μυητικής αλύσσου.
Δεν πρέπει εν προκειμένω να εξαπατώμεθα από τα ονόματα και τους τίτλους τους οποίους μερικαί νεοφανείς “μυητικαί Εταιρείαι” φιλαρέσκως επενδύονται. Χωρίς να έχουν το δικαίωμα επιδιώκουν κατ' αυτόν τον τρόπον να προσδώσουν κύρος και γνησιότητα. Δια να δώσωμεν εν μόνον παράδειγμα, θα αναφέρωμεν τας απειραρίθμους ομάδας των “Ροδοσταύρων”, αι οποίαι ούτε έχουν, ούτε είχον ποτέ έστω και την παραμικράν άμεσον ή έμμεσον επαφήν με τους γνησίους Ροδοσταύρους, και ούτε καν γνωρίζουν τι εις την πραγματικότητα ήσαν ούτοι, αφού όλαι αι νεώτεραι αυταί ροδοσταυρικαί ομάδες παραδέχονται ότι εκείνοι είχον ιδρύσει μίαν “Εταιρείαν” πράγμα το οποίον αποτελεί τεραστίαν και τυπικήν, νεωτερίζουσαν πλάνην. Δια τοιούτων τίτλων αποβλέπουν απλώς και μόνον εις το να παραπλανησουν τους αφελείς. Έστω και αν υπό την ευνοϊκωτέραν υπόθεσιν παραδεχθώμεν ότι τοιαύται ομάδες εμψυχούνται από την επιθυμίαν να συνδεθούν “ιδανικώς” με την ροδοσταυρικήν παράδοσιν, δεν παύει η προσπάθειά των αυτη, από μυητικής απόψεως, να είναι άσκοπος και απραγματοποίητος.
Ό,τι ελέχθη δια το τυπικόν τούτο παράδειγμα, ισχύει και δι' όλας τας εφευρεθείσας υπό αποκρυφιστών και “Νεοπνευματοκρατών” οργανώσεις ποικίλης στάθμης και ονομασίας. Πάσαι αύται δύνανται να αποκληθούν “ψευδομυητικαί” διότι ουδέν το αληθές δύνανται να προσφέρουν, αυτό δε που προσφέρουν, υπό τας ευνοϊκωτέρας συνθήκας, δεν είναι παρά μίμησις, συχνά όμως μια παρωδία και γελοιογραφία της Μυήσεως.
Αι έρευναι εις ας προ μακρού επεδόθημεν εν προκειμένω, ωδήγησαν ημάς εις το αναμφίλεκτον και κατηγορηματικόν συμπέρασμα, το οποίον είμεθα εδώ υποχρεωμένοι με όλην την δυνατήν οξύτητα να διατυπώσωμεν. Εάν εξαιρέσωμεν μερικάς ελαχίστας ομάδας Ερμητιστών του Μεσαίωνος αι οποίαι επέζησαν μέχρι σήμερον, αι οποίαι, ως είναι ευνόητον εμφανίζονται εις άκροςν ολιγομελείς, παρμένει ως γεγονός, ότι εξ όλων των Οργανώσεων αι οποίαι, ανατρέχουν εις την Μύησιν και λειτουργούν εμφανώς εις τον δυτικόν κόσμον, δύο μόνον είναι εκείναι αι οποίαι δικαιούνται να ομιλούν περί παραδοσιακής καταγωγής και περί συνδέσεως αυτών με την Μύησιν, αν και αμφότεραι, συνεπεία της αγνοίας και ακατανοησίας των εις άκρον πολυπληθών μελών των, ήδη έχουν υπέρ παν μέτρον εκφυλισθή. Αι δύο αύται οργανώσεις, αι οποίαι αρχικώς ήσαν μια, έστω και υπό διαφόρους κλάδους, είναι η Συντεχνία (COMPAGNONNAGE) και ο Ελευθεροτεκτονισμός. Όλαι αι λοιπαί είναι προϊόν φαντασίας ή τυχοδιωκτισμού ή ακόμη ο μανδύας, ο συγκαλύπτων κάτι χειρότερον.
Εις τας τελευταίας ταύτας Οργανώσεις, καμμία εφεύρεσις δεν παραλείπεται, έστω και αν φέρη σαφή την σφραγίδα του παραλογισμού και της παραδοξότητος, που να μη χρησιμοποιήται δια να προσελκύση την προσοχήν και το ενδιαφέρον των ανθρώπων της σημερινής εποχής, με τελικόν σκοπόν απλώς την αύξησιν των μελών, αρχής γενομένης από τα αποκρυφιστικά ονειροπολήματα “περί μυήσεως εις το αστρικόν” μέχρι του αμερικάνικου συστήματος της “μυήσεως δι' αλληλογραφίας” το οποίον συγκαλύπτει καθαρώς επιχειρηματικόν σκοπόν.
Ως περαιτέρω συνέπεια των ανωτέρω λεχθέντων είναι ότι εις μίαν γνησίαν μυητικήν οργάνωσιν, τα μέλη της δεν δικαιούνται να μεταβάλλουν κατά το δοκούν τους τύπους ή το περιεχόμενον των τυπικών. Τούτο δεν αποκλείει τας περιπτώσεις όπου ποια τις προσαρμογή κρίνεται αναγκαία λόγω ιδιαζουσών συνθηκών, επιβαλλομένων ουχί εκ της ελευθέρας βουλήσεως του καθενός, αλλά λόγω ανωτέρας βίας.
Εν τούτοις αι εξαιρέσεις αυταί δύνανται να επιτραπούν εφ' όσον και μόνον δεν πρόκειται να υποστούν ζημίαν τινά τα μέσα δι' ων εξασφαλίζεται η μεταβίβασις της πνευματικής επηρείας, ης φύλακες και εγγυηταί είναι αι εν λόγω οργανώσεις. Ευθύς ως ο όρος ούτος δεν τηρηθή η πράξις ισοδυναμεί προς αληθινήν διάσπασιν από την Παράδοσιν, η δε Οργάνωσις χάνει αυτομάτως την “κανονικότητά” της.
Εκτός τούτου δεν επιτρέπεται όπως μια μυητική οργάνωσις παρεμβάλη εις τα τυπικά της εννοίας και σύμβολα δανεισμένα εξ άλλων παραδοσιακών μορφών: είναι υποχρεωμένη να διατηρή εκείνα βάσει των οποίων απέκτησε την κανονικότητά της. (Ούτω κατά τα τελευταία έτη μερικοί ηθέλησαν να εισαγάγουν εις τον Ελευθεροτεκτονισμόν, όστις είναι μια τυπική δυτική μορφή παραδόσεως, στοιχεία ειλημμένα εξ ανατολικών διδασκαλιών, περί των οποίων επί πλέον μόνον εξωτερικάς γνώσεις κατείχον). Η παρεμβολή τοιούτων στοιχείων, των οποίων η αποδοχή έχιε καθαρώς τεχνητόν χαρακτήρα, δύναται να κριθή ως φαντασιωσις τελείως περιττή και εστερημένη πάσης μυητικής αξίας. Όχι μόνον δεν προστίθεται τίποτε το χρήσιμον, αλλά και ασυναρτησία θέλει προξενηθή, λόγω του ετερογενούς χαρακτήρος των προσθηκών τούτων. Ο κίνδυνος, ο εκ των τοιούτων αναμίξεων απορρέων, δεν περιορίζεται αλλώς τε επί μόνου του πεδίου της μυήσεως, και δια τούτο το σημείον αυτό δέον να εξετασθή ιδιαιτέρως. Οι νόμοι οι ρυθμίζοντες την πνευματικήν επήρειαν, είναι τόσον πολύπλοκοι και δυσνόητοι, ώστε να αποτελή δείγμα μεγάλης τόλμης και ασυνειδησίας εκ μέρους ανθρώπων μη κατεχόντων πλήρως αυτούς, το να επιδίδωναι ελαφρά τη καρδία, εις κατά το μάλλον ή ήττον ανεξελέγκτους τροποποιήσεις εις τυπολογικάς μορφάς, όπου τα πάντα έχουν συνέπειαν και νομοτέλειαν, την οποίαν εκείνοι αγνοούν.
Συμπέρασμα όλων των ανωτέρω, είναι το άσκοπον της ιδρύσεως μυητικών οργανώσεων υπό μεμονωμένων ατόμων, είτε ένεκα της προελεύσεως, είτε λόγω των μορφών τας οποίας αύται θα υποδηθούν. Αξιοπαρατήρητον είναι ότι όντως δεν υπάρχουν τυπολογικαί μορφαί παραδόσεως, αι οποίαι να συνετάγησαν υπό μεμονωμένων προσώπων. Τούτο καθίσταται ευνόητον εάν αναλογισθώμεν ότι, ο ουσιαστικός και ο τελικός σκοπός της μυήσεως, υπερέχει του ατομικού πεδίου. Απαιτείται λοιπόν κάποιο “υπερανθρώπινο” στοιχείον, τούτο δε είναι, εις την πραγματικότητα ο χαρακτήρ της πνευματικής επηρείας, εις την μεταβίβασιν της οποίας στηρίζεται πάσα πραγματική Μύησις.
RENEE GUENON
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΥΗΣΕΩΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΣΦΙΓΓΟΣ – ΠΕΤΡΟΣ ΓΡΑΒΙΓΓΕΡ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΠΕΤΡΟΣ ΓΡΑΒΙΓΓΕΡ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΜΕΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου