Η καλλιέργεια της γης σαν ανθρώπινη τεχνική και σα μορφή λατρείας, συναντάει τον κόσμο των νεκρών σε δύο ξεχωριστά πλάνα. Το πρώτο είναι η αλληλεγγύη με τη γη. Οι νεκροί όπως και οι σπόροι ενταφιάζονται, εισχωρούν στη χθόνια διάσταση που μόνο σ' αυτούς είναι προσιτή. Εξάλλου η γεωργία είναι κατεξοχή μια τεχνική της γονιμότητας, της ζωής που αναπαράγεται πολλαπλασιαζόμενη. Και οι νεκροί έλκονται ιδιαίτερα από το μυστήριο της αναγέννησης, της αναδημιουργίας και της αδιάκοπης ευφορίας. Όμοια με τους θαμμένους μέσα στη γήινη μήτρα σπόρους, οι νεκροί περιμένουν την επιστροφή τους στη ζωή κάτω από μια νέα μορφή. Γι' αυτό πλησιάζουν τους ζωντανούς, ιδιαίτερα τις στιγμές όπου η ζωτική ένταση της μάζας βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο της, δηλ. στις λεγόμενες γιορτές της γονιμότητας. Όταν οι γενετικές ορμές της φύσης και της ανθρώπινης ομάδας έχουν επικληθεί, αποχαλινωθεί, παροξυνθεί από τα τυπικά, από την αφθονία και την κραιπάλη. Οι ψυχές των νεκρών διψάνε για κάθε βιολογικό πλεόνασμα, για κάθε οργανικό περίσσευμα γιατί το ξεχύλισμα αυτο της ζωτικότητας αντισταθμίζει την ένδεια της ύπαρξης τους και τις ωθεί σ' ένα ορμητικό ρεύμα αυτενέργειας και σπέρματος. Το ομαδικό συμπόσιο αντιπροσωπεύει ακριβώς αυτή τη συγκέντρωση ζωτικής ενέργειας. Ένα συμπόσιο λοιπόν, με όλες τις ασωτίες που προϋποθέτει, είναι απαραίτητο τόσο στις γιορτές της καλλιέργειας όσο και στη μνημόνευση των νεκρών. Άλλοτε οι ευωχίες γίνονταν κοντά σους τάφους, ώστε ο νεκρός να μπορεί να επωφεληθεί από το ζωτικό περίσσευμα που ελευθερωνόταν δίπλα του. Στις Ινδίες τα φασόλια ήταν κατεξοχή προσφορά που έφερναν στους νεκρούς, συγχρόνως όμως τα θεωρούσαν και για αφροδισιακό (Meyer, Trilogie, I, 123). Στην Κίνα η νυφική παστάδα βρισκόταν στην πιο σκοτεινή γωνιά του σπιτιού, εκεί που φυλάγονται οι σπόροι, πάνω ακριβώς από το σημείο όπου ήταν θαμμένοι οι νεκροί (Granet, La Religion des Chinois, 27). Η σχέση μεταξύ προγόνων, συγκομιδής και ερωτιμού είναι τόσο στενή που οι λατρείες- νεκρικές, αγροτικές και γενετικές – αλληλοσυγχέονται μερικές φορές ως την πλήρη συγχώνευση τους. Στους βόρειους λαούς, τα Χριστούγεννα (“Jul”) ήταν η γιορτή των νεκρών και συγχρόνως μια έξαρση της γονιμότητας, της ζωής. Τα Χριστούγεννα γίνονται πλουσιοπάροχα συμπόσια και είναι συνήθως η εποχή που παντρεύονται και περιποιούνται τους τάφους. (H. Rydh, Seasonal fetility rites, 81).
Οι νεκροί επιστρέφουν αυτές τις μέρες για να πάρουν μέρος στις τελετές γονιμότητας των ζωντανών. Στη Σουηδία, η γυναίκα φυλάει στη νυφική κασέλα ένα κομμάτι από το γαμήλιο γλυκό για να το πάρει μαζί της στον τάφο της. Τόσο στις βόρειες χώρες όσο και στην Κίνα, οι γυναίκες ενταφιάζονται με το νυφικό τους. (Rydh, ομ., 92). Η “τιμητική αψίδα” που υψώνεται στο διάβα του νεαρού ζευγαριού είναι απαράλλαχτη με αυτή που υψώνουν στο κοιμητήρι για να υποδεχτούν το νεκρό. Τα Χριστουγεννιάτικο δέντρο (αρχικά στο Βορρά, ένα δέντρο όπου δεν άφηναν παρά τα φύλλα της κορυφής, “maj”) χρησιμοποιείται και στους γάμους και στους ενταφιασμούς (ομ., 82). Είναι περιττό να αναφέρουμε ακόμη τους μεταθανάτιους γάμους, πραγματικούς ή συμβολικούς, όπου θα επανέλθουμε αργότερα και που το νόημά τους πρέπει ν' αναζητήσουμε στην επιθυμία να εξασφαλιστεί στο νεκρό η καλύτερη ζωτική συνθήκη και γενετική πληρότητα.
Αν οι νεκροί επιζητούν τις σπερματικές και βλαστικές μορφές, δεν είναι λιγότερο αληθινό ότι και οι ζωντανοί χρειάζονται τους νεκρούς για να υπερασπίζονται τη σπορά και να προστατεύουν τη συγκομιδή. Όσο οι σπόροι μένουν θαμμένοι στη γη, βρίσκονται κάτω από τη δικαιοδοσία των νεκρών. Η “Μητέρα-γη” ή η Μεγάλη Θεά της γονιμότητας ελέγχει εξίσου την τύχη της σποράς και αυτή των νεκρών. Οι τελευταίοι όμως βρίσκονται πιο κοντά στον άνθρωπο κι ο γεωργός απευθύνεται προς αυτούς για να ευλογήσουν και να υποστηρίξουν το μόχθο του (το μαύρο είναι το χρώμα της γης και των νεκρών). Ο Ιπποκράτης είπε ότι τα πνεύματα των νεκρών κάνουν τους σπόρους να φυτρώνουν και να μεγαλώνουν και ο συγγραφέας της Γεωπονικής γνωρίζει ότι οι άνεμοι (δηλ. οι ψυχές των νεκρών) δίνουν ζωή στα φυτά και σε όλα τα πράγματα (Harrison, Prolegomena, 180). Στην Αραβία, το τελευταίο δεμάτι, “ο γέρος” θερίζεται από τον αφέντη του αγρού, τοποθετείται σ' έναν τάφο και θάβεται με προσευχές που ζητούν στο σιτάρι να ξαναγεννηθεί από το θάνατο στη ζωή” (Liungman, I, 249). Στους Μπαμπάρας, όταν ρίχνουν νερό πάνω στο κεφάλι του πτώματος μέσα στο λάκκο που ετοιμάζονται να σκεπάσουν, ικετεύουν: “Οι άνεμοι, άσχετα αν φυσάνε από το Βοριά ή το Νοτιά, από τη Δύση ή την Ανατολή, ας είναι ευνοϊκοί για μας. Δος μας βροχή! Δώσε μας μια πλούσια σοδειά! (T.R. Henry, Le culte des esprits chez les Bambaras, “Anthropos”, III, 1908, σελ. 702-717, 711). Κατά τη διάρκεια της σποράς οι Φιλανδοί θάβουν μέσα στη γη κόκκαλα νεκρών (που παίρνουν από το νεκροταφείο και επιστρέφουν μετά τη συγκομιδή) ή αντικείμενα που ανήκαν στους νεκρούς. Αν δεν έχουν ούτε από το ένα ούτε από το άλλο, οι αγρότες αρκούνται σε χώμα από το νεκροταφείο ή από ένα σταυροδρόμι από όπου πέρασαν οι νεκροί. (Rantasalo, III, 8). Οι γερμανοί συνηθίζουν να σκορπίζουν πάνω στον αγρό, μαζί με τους σπόρους, χώμα που πήραν από φρέσκο τάφο ή άχυρα πάνω στα οποία ξεψύχησε κάποιος (ομ., 14). Το φίδι, κατ' εξοχή νεκρικό ζώο, προστατεύει τη σοδειά. Την άνοιξη, στην αρχή της σποράς, πρόσφεραν θυσίες στους νεκρούς, για να υπερασπίσουν τη συγκομιδή και να την φροντίσουν (ομ., 114).
MIRCEA ELIADE
ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΛΣΗ ΤΣΟΥΤΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου