.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Ετυμολογική και γραμματαριθμική ανάλυση των επωνυμιών του δελφικου χώρου υπό το πρίσμα των αστρονομικών δεδομένων του Θερινου Ηλιοστασίου – Παύλος Σπ. Κυράγγελος




Χαίρετε...
με την ευκαιρία του σημερινού γεγονότος, του Θερινού Ηλιοστασίου και της εισόδου του Ηλίου στον αστερισμό του Καρκίνου (3.14 π.μ., ώρα Gr.), συγκεντρωθήκαμε σ' αυτό το χώρο που θεωρείται ο Ομφαλός του Κόσμου, προκειμένου να συζητήσουμε πάνω σε κείνα τα σημεία της αρχαίας θρησκείας, που μέσα απ' τα επιστημονικά , δηλ. αστρονομικά, στοιχεία της αποδεικνύεται η συνέχεια του Ελληνικού Ιερατείου και το αδιάσπαστο της Μιας Θρησκείας των Πανελλήνων, της Ελληνορθοδοξίας, που κεντρικό της σημείου ισχύος ήταν πάντα το Τίμιο Ξύλο, δηλ. ο Σταυρός.
Ο χώρος αυτός λέγεται Δελφοί απ' την ελληνική λέξη δελφύς ή δελφύα = μήτρα, και γραμματαριθμικώς είναι ισόψηφη με την λέξη Ασκληπιός, το θεραπευτή – γιο του θεραπευτή θεού Απόλλωνα, που επίσης, στο ιερό της Ελευσίνας, παριστάνεται ν' ακουμπάη πάνω σ' ένα ομφαλό, πανομοιότυπο εν σμικρύνσει μ' αυτόν εδώ. Η μήτρα βέβαι ανατομικώς βρίσκεται κάτω απ' τον ομφαλό, που η σωστή του εκφορά είναι αφαλός.
Παρατηρωντας τις δύο λέξεις, βλέπουμε πως η μεν αφαλός προέρχεται απ' το στερητικό α και τη λέξη φαλός, που σημαίνει διόγκωμα, εξόγκωμα, όπως π.χ. ο ομφαλός των ασπίδων, ενώ η λέξη ομφαλός, απ
τον τύπο ανά+φαλός και βέβαια και το άνω μέρος της κοιλιάς, το υπεράνω της μήτρας, είναι βαθουλωμένο και όχι διογκωμένο, πρόκειται δηλαδή περί αφαλού και όχι ομφαλού. Επομένως η φράση “ομφαλός γης” σημαίνει ένα εξόγκωμα γης, ένα λόφο, και πιο συγκεκριμένα, υπολογίζοντας στην λέξη ομφή = θεία φωνή, καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι ομφαλός σημαίνει αιρομένη ομφή, δηλαδή θεία φωνή, που βγαίνει μέσα απ' τα σπλάχνα της γης, (σηκώνεται προς τα επάνω).
Στην περιοχή αυτή υπήρχε ο πύθων, το τεράστιο φίδι. Η λέξη πύθων έχει δύο σημασίες: κατά την μεν πρώτην, όπως πρώτος έδειξε ο Ιωάννης Φουράκης στο βιβλίο του “Τα προμηνύματα των Δελφών”, βγαίνει από το ρήμα πύθω = σήπομαι, κι αυτό θα αναλυθή αμέσως στη συνέχεια. Η δεύτερη ερμηνεία είναι απ' τον αόριστο β' επυθόμην του ρήματος πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω, πληροφορούμαι, εφ' όσον οι προσερχόμενοι στο χρηστήριον (μαντείον) των Δελφών ζητούσαν να μάθουν απ' την Πυθία περί του πρακτέου. Άλλωστε ο όφις αρχαιόθεν εθεωρείτο σύμβολο της σοφίας (του πυνθάνεσθαι) και γι' αυτό αναφέρεται σαφώς στην Π.Δ. (Γεν. Γ', 1) σαν το “φρονιμότερον των θηρίων των επί της γης”, ο δε Ιησούς Χριστός παραγγέλει στου μαθητές Του να είναι “φρόνιμοι ως οι όφεις” (Ματθ. Ι' 16).
Κατά την πρώτη έννοια, του ρήματος πύθω = σήπομαι, παρατηρείται ότι ο χώρος αυτός, προφανώς μετά τους κατακλυσμούς, που είχαν πλημμυρίσει τα κοιλώματα και γενικώς τα χαμηλά της γης με ύδατα, είχε γίνει εστία μολύνσεως από τα λιμνάζοντα ύδατα και τα προφανώς, κατά τόπους υπάρχοντα, τέλματα.
Έτσι ο Απόλλων, εμφανιζόμενος ως προσωποποίησις του Ηλίου, ενεργοποιεί την κυρίαν ιδιότητά του, του αποξηραντού, που αποξηραίνει τα ελώδη μέρη, τον πύθωνα, και γι' αυτό καλείται σείριος, δηλ. αποξηραντής, από το ρήμα σειρώ, που σημαίνει: 1) δένω ή σύρω δια σχοινίου και 2) διϋλίζω, διηθώ, στραγγίζω, κατά συνέπειαν ξηραίνω, κι έτσι προέρχεται το ρήμα σειρεώ = καταξηραίνω και σειριώ = είμαι θερμός, καυστικός, επί ηλίου. Δημιουργούνται έτσι τα ουσιαστικά σειρίασις = βαρυτάτη ηλίαση (ασθένεια) και σειρ = ήλιος, και σείριος = ήλιος, αστήρ, λαμπερός αστήρ, και suryah στα σανσκριτικά, τα δωρικά ελληνικά της Ινδίας, τα “ως αν κρητικά”, όπως προσφυώς τα έχει χαρακτηρίσει ο Κ. Γεωργανάς (το ορθόν: san krita = τέλεια γλώσσα).
Ειδικότερα σείριος καλείται ο α Κυνός (Dog's star) ή Σώθις, το πιο φωτεινό αστέρι, ο Φαιός ή Φοίβος Λαμπρός = Ήλιος, ο κατ' εξοχήν δηλαδή ξηραντής ήλιος, αφού η εώα επιτολή του, στην περίοδο 12/8 – 12/9 συμπίπτει, αστρολογικά, με το ζώδιο του Λέοντος (21/7 – 21/8), που ως γνωστόν, έχει κυβερνήτη τον Ήλιο. Αναλυτικότερα έχουμε την λεγομένη “θερμή περίοδο” (dog's days) δηλαδή χρονικό διάστημα 40 ημερών, από 4/7 μέχρι 11/8 ή, κατ' άλλους, από 20/7 – 27/8. Ωστόσο οι αρχαίοι το υπολόγιζαν σε 50 ημέρες, αρχίζοντας απ' τη σύγχρονη ανατολή Ηλίου και Σειρίου, κι αυτός ο αριθμός, ο 50, αναφέρεται στη διάρκεια της περιστροφής του Σείριου Β γύρω απ' τον Α, όπως αναλύεται και στο βιβλίο “Ο άγνωστος Σείριος” του Ρ. Τεμπλ. Η λέξη Σείριος αριθμογραμματικώς ψηφίζει 595, είναι δηλαδή ισόψηφη της λέξης Καμηλοπάρδαλις, βορειοτάτου αστερισμού, που μας θυμίζει την ετήσια αποδημία του Απόλλωνος στους Υπερβόρειους, αλλά και, ειδωλικά, βρίσκεται τόσο κοντά στον Κύκνο: πράγματι τα δύο ζώα τα συνδέει το περίεργο και ιδιάζον μήκος του λαιμού τους. Ο Κύκνος αναφέρεται ήδη στην αρχήν του ύμνου στον Απόλλωνα, ο δε Αιγιώτης ερευνητής Γ. Γιαννόπουλος διαβεβαιοί πως η περιοχή των Δελφών είναι προβολή του αστερισμού του Κύκνου, που όμως, ως γνωστόν, καλείται και Σταυρός. Η λέξη Σειρ γραμματαριθμικώς ψηφίζει 315, όσο και η λέξη Ζήλος (που σημαίνει το εσωτερικό πυρ, πρβλ. Ψαλμός ΞΗ' 19: ο ζήλος του οίκου Σου καταφάγεταί με).
Έτσι, απ' τον όρο Σταυρός ή Κύκνος, πηγαίνουμε στην αστρονομική έννοια του Σταυρού σαν αστρονομικού δεδομένου, δηλαδή των δύο καθέτων αξόνων, που δημιουργούνται απ' τους άξονες των δύο Ισημεριών και των δύο Ηλιοστασίων.
Το Ηλιοστάσιο δείχνει μια ημερομηνία, που ο Ήλιος, στην φαινομενική εποχική κίνησή του, παίρνει την πιο μακρινή θέση, βόρεια και νότια απ' τον Ισημερινό, και έτσι η ημερήσια απόκλισή του είναι σχεδόν απαρατήρητη. Η βόρεια θέση του συμβαίνει στην αρχή του θέρους, για το βόρειο ημισφαίριο και γίνεται γύρω στην 21η Ιουνίου, δηλαδή σήμερα, και συμπίπτει, χρηστικά ή χρηστηριακά, με τη γέννηση του Ιωάννου του Προδρόμου (25/6), ενώ το Χειμερινό Ηλιοστάσιο, γύρω στις 21/12, συμπίπτει με τη γέννηση του Ερχομένου ή Χριστού (25/12). Η λέξη θερινός σημαίνει τον αναφερόμενο στο θέρος, λέξη που γραμματαριθμικώς μας δίνει 384, δηλαδή ισόψηφη του επιθέτου άγριος, βασικού επιθέτου του Απόλλωνος, που σημαίνει τον εκ του αγρού προερχόμενον, και αναφέρεται στον ίουλο, το χνούδι στο μάγουλο του παιδιού. Αυτό το χνούδι ακριβώς λέγεται και θέρος και γι' αυτό αναφέρεται, στο ύμνο του Απόλλωνα: “ούποτε Φοίβου θηλείαις, ουδ' όσσον, επί χνοός ήλθε παρειαίς” δηλαδή “ποτέ δε φάνηκε χνούδι στα κοριτσίστικα μάγουλά του”, κι αυτό, κατά την άποψή μου, λέγεται Θερινό Ηλιοστάσιο, δηλαδή σταμάτημα του θέρους. Ωστόσο ο Απόλλων , όπως είδαμε και στον Ύμνο, λέγεται άγριος, δηλαδή του Αγρού, κι αυτό που βγαίνει στον Αγρό είν' ο Αιθέρας, το Στάχυ, δηλαδή ο ίουλος ή θέρος. Έτσι πάμε στο μήνα Ιούλιο, το μήνα των Ιούλων, και της εώας επιτολής του Σειρίου.
Έτσι μπορούμε να ονομάσουμε τον Απόλλωνα θερινό ή θεριό, κι αυτή η υποθετική λέξη, με τροπή του ε σε ο, αφού είναι και τα δύο βραχέα, μας δίνει τη λέξη θόριος, που είναι πράγματι μια απ' τις βασικές επικλήσεις του Απόλλωνος, αν και λείπει απ' το κείμενο του Ύμνου. Τι σημαίνει, λοιπόν θόριος; Απλά, κατά την άποψή μου, ο αναφερόμενος στο ανδρικό σπέρμα, αφού αυτό λέγεται θόρος.
Ας δούμε βαθύτερα τη σχέση του Απόλλωνος με το σπέρμα ή θόρον, και γενικώτερα τη βιολογική επίδραση του Ηλίου πάνω στο ανθρώπινο σώμα, μέσα από τις αστρονομικές συσχετίσεις. Είδαμε ως δελφύς ή δελφύα σημαίνει μήτρα, κι αυτή η λέξη αριθμογραμματικά ψηφίζει 449, όσο κι η λέξη θόρος. Άρα ο Απόλλων είναι θόριος, λέξη που ψηφίζει 459, όσο κι η λέξη Σπείρειν, άρα είναι ο Απόλλων, η ενέργεια του Σπορέως, δηλαδή πρότυπον του Σωτήρος Χριστού, αφού κι η λατινική απόδοση της λέξης Σπορεύς είναι sator, δηλαδή Σπορεύς και Γεννήτωρ.
Επιπλέον η λέξη θόριος ή 459 είναι ισόψηφη με την λέξη Αν(α)τολή, λέξη που σαφώς αναφέρεται στην έγερση ή ανάσταση του Ηλίου – Απόλλωνος, αλλά και που κυκλοφορεί – τουλάχιστον στο κείμενο των Ο' στο Ζαχαρία – με την ειδική σημασία του Τέκνου.
Ο Απόλλων, ως αντίστοιχος θεός του Ηλίου, εφορεύει συμβολικώς στο ζώδιο του Λέοντος, λέξη που διώρθωσα σε Λέγων, απ' το ρήμα λέγω, οπότε προκύπτει ο αριθμός 888 = ΛΕΓΩΝ = ΙΗΣΟΥΣ. Η μετοχή “λέγων” προέρχεται βέβαια απ' το ρήμα “λέγω”, που η παλαιά του σημασία, που πάντοτε μας την απέκρυπταν, είναι “συνουσιάζομαι προς τεκνοποιίαν”, κι από κει προέρχονται τα παράγωγα λεχώνα, λαγόνες, λαγός, λεκάνη, λίκνον κ.λπ. και η λέξη ληκώ, που στα σανσκριτικά πέρασε σαν lingam, δηλαδή φαλλός.
Η συμβολική προτύπωση του Υιού και του Λόγου του Θεού, του Ιησού, απ' τον Απόλλωνα φαίνεται κι απ' το ότι η λέξη ΑΠΟΛΛΩΝ γραμματαριθμικώς αθροίζει 1061, όσο δηλαδή κι η λέξη ΙΑΣΩΝ, ο επικρατήσας δωρικός τύπος της λέξης Ιήσων ή Ιησούς απ' τη φράση “ιή, ιή φθέγγεσθε”, μέσα απ' το κείμενο του Υμνου στον Απόλλωνα. Έτσι είναι σαφές, ότι ο Λέγων ή Θόριος κατοικεί εντός της Μήτρας ή Δελφύος, δηλαδή στους Δελφούς, όπου είναι ανηρτημένον το μυστηριώδες Ε, περί του οποίου πολλά εγράφησαν από τον Πλούταρχον (περί του ΕΙ του εν Δελφοίς) και υπό του ιατρού Καραθεοδωρή Στεφάνου (περί του εν Δελφοίς Ε') και ήδη επέστη η στιγμή να προσθέσω και την δική μου μαρτυρία στην όλη συζήτηση περί του Ε, υποδεικνύοντας αρχικά ότι το γράμμα Ε, χρησιμοποιούμενο απ' τους Έλληνες και σαν αριθμητικό, σημαίνει τον αριθμό 5, και 5ο ζώδιο ακριβώς είναι ο Λέων, του οποίου κυβερνήτης είναι ο Ήλιος – Απόλλων, ενώ ο 5ος οίκος, που αντιστοιχεί στο 5ο ζώδιο, είναι ο οίκος των τέκνων. Πέραν τούτου η γονιμοποίηση της μήτρας, ιδιαίτερα η μετά την κρίσιμον 8ην ημέραν ικανότητα εμφωλεύσεως, προέρχεται απ' την σημαντική βιταμίνη Ε, την καλουμένην δια τούτο και τοκοφερόλην, εφ' όσον μας δίδεται απ' το άμυλον του σίτου, η δε μήτρα καλείται επιπλέον και άμυλα, απ' όπου και η θεά Μύλιττα της ιεράς πορνείας εν Βαβυλώνι, και οι τούρκικες λέξεις μιλιέτ = έθνος και Μιλάτ = Χριστούγεννα, που τις πήραν βέβαια απ' τις αντίστοιχες εκφράσεις της ιωνικής, δηλαδή παλαιάς ελληνικής γλώσσας. Μιλώντας βέβαια για το σπέρμα, καλούμενο θόρος απ' τους αρχαίους, απ' όπου και η ονομασία Θόριος του Απόλλωνος, δεν μας διαφεύγει πως το πολύτιμο υγρό της ζωής φυλάσσεται εντός του σάκκου του οσχέου, όπου είναι οι δύο όρχεις, και αυτοί οι δίδυμοι καλούντια ακριβώς Κώρυκος, απ' όπου και η ονομασία του Κωρυκίου άντρου, δηλαδή του άντρου ή σπηλαίου, μέσα στο οποίο φυλάσσεται ο Κώρυκος, δηλαδή οι όρχεις. Βέβαια η λέξη κώρυκος είχε αρχικές σημασίες τις έννοιες ταγάρι, δερμάτινη φαρέτρα, πυγμαχικός σάκος, και απ' τη γενική έννοια του σάκου, μέσα στον οποίο φυλάσσεται κάτι σημαντικό για τη ζωή, προήλθε και η ονομασία του οσχέου, του σάκου των όρχεων, σαν Κωρύκου. Το ότι οι δύο όρχεις βρίσκονται πάντα μαζί εντός του οσχέου έδωσε την ονομασία Δίδυμοι, κι έτσι έχουμε την λέξη δίδυμοι για τους όρχεις, ειδικά στο κείμενο των 'Ο στην Π.Δ. (Δευτ., ΚΕ' 11), και η ονομασία των δύο, του όρους Δίδυμοι, εδώ στην Πελοπόννησο (κατά πλάτος της Ερμιονίδος) και της πόλεως των Διδύμων στην Μικρά Ασία, 18 χιλ. νοτίως της Μιλήτου, αντιστοίχου προς την κρητικήν Μίλατον, πόλεων που η ιωταικική ορθογραφία της ονομασίας τους οδηγεί άμεσα στην λέξη άμυλα = μήτρα, όπως προαναφέρθηκε.
Η όλη αναφορά στους διδύμους οδηγεί στην αντομική λεπτομέρεια της επιδιδυμίδος και στην αστρολογική συσχέτιση του Ερμού με το ζώδιο των Διδύμων ή Διοσκούρων, αφού και Κωρυκιώτης αποκαλείται ο Ερμής και τη σταδιοδρομία του, σα θεός, την αρχίζει, κλέβοντας τα 50 βόδια του Απόλλωνος.
Η περαιτέρω έννοια των διδύμων, που στην ουσία είναι τρίδυμοι, μας οδηγεί στον Ώτο και Εφιάλτη, και στην αδελφή τους την Ελάτη, στον Κάστορα και Πολυδεύκη, με την αδελφή τους την Ελένη, και την τροποποιημένη χριστιανική θέση του Σταυρού ή Τίμιου Ξύλου, με τον Κωνσταντίνο και την Ελένη ένθεν και ένθεν.
Επειδή 1) και ο λατινικός βαρβαρισμός “κωνσταντίνος” με την παραπλανητική έννοια “σταθερός” αποδίδει απλώς τη λέξη κώστας, που είναι απλή αντιστροφή της λέξης κόσα ή κόσσα – και επειδή 2) και η ελληνική – παλαιστινιακή – λέξη κόσσα αποδίδει την αρχαία ηπειρωτική (των Αθαμάνων) λέξη καστόν = ξύλον, και επειδή η λέξη κάστωρ αποδίδει, κατ' εμέ, τον ξυλουργό, όπως φαίνεται και από την απόδοση αυτού του ονόματος στο ομώνυμο ζώο, που πραγματικά είναι ο ξυλουργός των ποταμών, προκύπτει σαφώς ότι η λέξη Κασταλία δείχνει την πηγή, που βγαίνει απ' το ξύλο ή από την κουφάλα ενός δένδρου, κι επιπλέον την αποξηραντικη, όπως είδαμε, ενέργεια του Απόλλωνος μέσω ενός επιγείου ήρωος – ή ιερατείου – που προφανώς χρησιμοποίησε ξύλινα φράγματα, για να αποτρέψη πλημμύρες ή υπερχειλίσεις, ακριβώς όπως κάνει κι ο κάστορας στα ποτάμια της Αμερικής.
Η ύπαρξη ενός αρχικού ιερατείου προκυπτει κι απ' την αναφορά, στον Ύμνο εις Απόλλωνα, στου Βαττιάδες, τη βασιλική γενιά της Κυρήνης απ' τον οικιστή της, το Βάττη το Θηραίο, αν και θα είχα ν' αντιτάξωτον παλαιότερο τύπο “βασσάρες”, που ήσαν οι βάκχες της Θράκης, επείδη έφεραν βασσάρα, ειδικό επενδύτη από δέρμα αλεπούς, αφού αυτή ήταν ακριβώς η ονομασία (βασσάρα) της αλεπούς στην λυδική γλώσσα. Περαιτέρω θάπρεπε, κατά την άποψη μου, να συνδέσουμε τους Βαττιάδες με το Βατικανό, λόφο που πήρε την ονομασία του απ' τη λατινική λέξη vates = μάντις, και ακόμα πιο πέρα να συνδέσουμε τους μάντεις, που κατοικούσαν μοναχικά και σ' απόμερα μέρη, δηλαδή σ' ελώδεις περιοχές, όπως οι Δελφοί πριν τον Απόλλωνα και το Βατικανό πριν τον Νέρωνα, με τις λέξεις βαττολογία = μωρολογία και βατταρισμός (πάθηση) = άναρθρη κουβέντα, με την Πυθία, που χρησμοδοτούσε – μιλούσε άναρθρα και ακατάληπτα.
Προκύπτει έτσι η αντιστοιχία με τον άλλο μεγάλο προφήτη, τον “μείζονα εν γεννητοίς γυναικών” (Ματθ. ΙΑ' 11 & Λουκ. Ζ',28), τον Ιωάννη, που η γιορτή των γενεθλίων του συμπίπτει με το Θερινό Ηλιοστάσιο, εορταζόμενη με τις περίφημες φωτιές τ' Άϊ Γιαννιού: αυτές ακριβώς οι φωτιές δείχνουν τον ηλιακό χαρακτήρα του Ιωάννη, προδρόμου του Χριστού, που συμβολικό πρότυπό του υπήρξε ο Απόλλων, το δε όνομα Ιωάννης είναι η προσφώνηση “Ιώ, άνα” ή “Ιή, άνα”, δηλαδή Χαίρε, Βασιλεύ = Ωσαννά*.
Φτάνουμε έτσι στην άμεση ανάλυση του ονόματος του Απόλλωνος, αναφερόμενοι κατ' αρχάςστην έννοια από+λούω, που σημαίνει αποκαθαίρω, καθαρίζω ψυχικά, κι έχουμε το απολλώνειο πρότυπο του Ιησού, για τον Οποίο αναφέρεται: Τω λούσαντι ημάς... τω αίματι αυτού (Αποκαλ. Α', 5). Κάρνειος λοιπόν, Κάρα = Κριός = Aman = Άμμων.
Στο έργο “Κρατύλος” του Πλάτωνος αποδίδονται 4 ιδιότητες στον Απόλλωνα: η μαντική, η ιατρική, η μουσική και η τοξευτική. Η μαντική ιδιότητα του Απόλλωνος προκύπτει απ' την ετυμολόγηση του ονόματός του απ' το επίθετο απλούν. (πρβλ. “απλούς ο μύθος της αληθείας έφυ”). Η ιατρική ιδιότης, απ' το επίθετο απολούων. Η μουσική ιδιότης, απ' το αθροιστικό α και το ουσιαστικό πόλοι. - Και η τοξευτική ιδιότης απ' το ρήμα αεί+βάλλω.
Κατά τον Hofmann η λέξη Απόλλων προέρχεται απ' την αρχαία σκανδιναυική και ισλανδική λέξη afl, που σημαίνει “η ισχύς ως δυνατός θεός”.
Κατά την προσωπική μου άποψη, σαν λογικό επακόλουθο και της 4ης ιδιότητός του, της τοξευτικής, το όνομα προέρχεται απ' το ρήμα απόλλυμι = εξοντώνω, φονεύω, σε αντιπαραβολή με το όνομα του Θηρίου Αββαδών = Απολλύων στην Αποκάλυψη του Ιωάννου.
Επομένως η επίκληση Σμινθεύς (= ποντικός) του Απόλλωνος απ' τον ιερέα του Χρύσην στον Όμηρο (Α') δείχνει το θανατικό από πανώλη (πανούκλα), κατόπιν (κατ' εμέ) ολικής εκλείψεως ηλίου (“νυκτί εοικώς”).
Τέλος ο Πλούταρχος θεωρεί, ότι η λέξη δείχνει τη Μονάδα, απ' όπου το α στερητικό και των πολλών, ερμηνεία που κατ' αυτόν υπονοεί, μυστηριακά, τη μονοθεϊα, τον Ένα Θεόν.
Ωστόσο και ο τύπος Ωπόλλων, που θεωρείται απ' τους φιλολόγους σαν δωρική και ιωνική κράση του “Ο Απόλλων”, θα μπορούσε να μας πάη πιο μακρυά: πράγματι η μουσική και η τοξευτική ιδιότης του Απόλλωνος προϋποθέτει κρούσιν, δηλαδή κτύπημα, δια της χειρός, και αυτό το κτύπημα, δια της χειρός, κι αυτό το κτύπημα λέγεται ωπλή. Αλλά κι η ιδιότης του Απόλλωνος σαν αδελφού της Αρτέμιδος, φαίνεται από δω, αφού Ώπις είναι το επιθετο της Αρτέμιδος, που προηγήθηκε κατά τον τοκετόν, κι έτσι ο Απόλλων βγήκε λουσμένος στο αίμα του τοκετού της Αρτέμιδος, υπήρξε δηλαδή όλος = αίμα της Ώπιδος. Ωπήεις, άλλωστε σημαίνει κρυμμένος κι ας μην ξεχνάμε πως και τα δύο αδέλφια υπήρξαν τέκνα της Λητούς ή Λατόνας, της Κρυπτομένης. Τέλος ο Απόλλων, σαν θεός του φωτός, αναφέρεται στην Ωπή = όψη, πρόσοψη, θέα, κατά συνέπειαν μπορεί να χαρακτηρίζεται Ωπόλλων.
Ολοκληρώνοντας αυτή τη μικρή μελέτη πάνω στις γραμματαριθμικές και ετυμολογικές αναλύσεις του ονόματος του Απόλλωνος και του χώρου του, των Δελφών, βλέπουμε πως καταδείχθηκε, απ' την παρουσία του μέσα στην Αρχαιοελληνική Γραμματεία, η συμβολική προτύπωση, απ' αυτόν, της ελεύσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, του Εμμανουήλ Ιησού Χριστού, όχι μόνον μέσα απ' τις σιβυλλικές απαντήσεις και τον χρησμό του ιδίου του μαντείου, αλλά κι απ' την ονομασία του ιδίου του γιου, του Αρισταίου, προστάτου των ποιμένων, αναληφθέντος επί του όρους του ΑΙΜΟΥ, που το όνομά του σημαίνει ο Υιός του Στάχεως.
ΛΟΙΠΟΝ, ΑΠΙΘΙ ΣΙΓΩΝ ΕΚ ΒΩΜΩΝ ΗΜΕΤΕΡΩΝ.
Σας ευχαριστώ που με ακούσατε.

Σύμφωνα με το “Γραμματαριθμικόν Αριθμογραμματικόν κλπ. Λεξικόν” μου η λέξη ΔΕΛΦΟΙ = 619 δίδει τα εξής ισόψηφα: ΑΙΓΕΥΣ (= Ο Ποσειδών) = ΑΛΟΙΦΗ = ΑΝΤΙΚΛΗΣ = ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ (βλ. Ομφαλόν) = ΔΕΛΦΟΙ (ήτοι δελφύς ή δελφύα ή δόλφος = μήτρα) = ΗΛΙΟΣ + ΣΕΛΗΝΗ = ΙΑΧΗ (πρβλ. ίακχον Διονύσου, αντικαθιστώντα τον Απόλλλωνα, όταν τρέπεται προς τους Υπερβορείους) = ΙΔΕΥΣ = ΚΑΚΟΤΗΣ = ΛΑΟΣ + ΟΡΜΗ + ΛΑΓΝΕΙΑ = ΛΙΘΟΣ + ΟΡΙΟΝ (βλ. ξανά Ομφαλόν) =ΠΕΔΙΟΝ + ΚΟΚΚΟΣ (βλ. σελ. 12, 13: κοκκύαι = οι πρόγονοι ήτοι κόκκοι = όρχεις προς Κωρύκειον άντρον ήτοι κόκκος = ίλιον) = ΠΥΡΚΑΙΗ = ΤΟΜΗ + ΠΙΝΑΞ
(Τα ισόψηφα ελήφθησαν επιλεκτικώς απ' το κείμενο της τελικής εξισώσεως)


_________
Η εξωτερική σημασία του είναι Ιωάννης ήτοι Ιβάνης (πρβλ. σλάβικη λέξη Ιβάν = Ιωάννης) απ' την παλαιοελληνική λέξη ιβάνη = αντλητήριον, κάδος, και κατα συγκοπήν του αρκτικού ι γίνεται βάνα = κάνουλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: