.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Ο ΑΔΕΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ – HARRY WALTON



Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι ακόμη τα ίδια αν δεν είχα συναντήσει τον Τζώρτζ Ντάργουελ στο μπαρ του Σμίθσον. Δεν ήμασταν ακριβώς φίλοι, αλλά του είχα κάνει κάνα δύο εξυπηρετήσεις που μου τις είχε ανταποδώσει κι εκείνος, έτσι υπήρχε μια καλή σχέση μεταξύ μας. Εκείνο που μ' έκανε να του ανοίξω την καρδιά μου, εκτός από τα πέντε Μανχάτταν και τα διάφορα συνοδευτικά σφηνάκια, ήταν το γεγονός ότι είχα να τον δω για πάνω από τρία χρόνια. Πριν από τη μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου.
«Στις αναμνήσεις!» μου είπε, σηκώνοντας ψηλά το ποτήρι του.
Δε γινόταν να πιω σ' αυτές, αλλά πως θα μπορούσε να το ξέρει;
«Στα πράγματα εν γένει», του αντιγύρισα. «Και στο διάολο να πάνε όλα τους».
Με κοίταξε παράξενα, όπως και είχε δικαίωμα να το κάνει, αλλά ακούμπησε κάτω το ποτήρι του. Το ίδιο έκανα κι εγώ.
«Μιλώντας γενικά περί πραγμάτων», είπε, «πως πάνε τα πράγματα για σένα;»
«Υπέροχα. Πολύ υπέροχα. Δε θα μπορούσαν να 'ναι καλύτερα».
Την έπιασε στη φωνή μου, την πικρία που δεν μπορούσα να κρύψω, ή που δεν ήθελα να κρύψω. Μόνο που, βέβαια, την ερμήνευσε στραβά.
«Αποκτήσαμε άλλο ένα παιδάκι τώρα», μου είπε, επιχειρώντας μια άλλη προσέγγιση. «Ένα αγοράκι. Εσύ δεν φαντάζομαι να -»
Μπορούσα να θυμηθώ την κουβέντα μας, πίσω στις παλιές καλές μέρες. Δεν ήταν μυστικό ότι η Κάρεν δεν ήθελε να κάνει παιδί κι ότι ήμασταν στις διαδικασίες του διαζυγίου εξαιτίας αυτού του προβλήματος. Έτσι τον ξάφνιασα.
«Δύο», απάντησα. «Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Η Κάρεν είναι ξετρελαμένη μαζί τους».
Με συνεχάρη και το εννοούσε. Παράγγειλα άλλα δύο ποτά.
«Εγώ δεν έχω τόσο χρόνο ν' ασχοληθώ με τα δικά μου όσο θα το 'θελα. Είναι φορές που μου τη δίνουν στα νεύρα, αλλά σίγουρα σου λείπουν, όταν απουσιάζεις τόσο συχνά όσο εγώ».
«Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους», του είπα, «κι εγώ αγαπώ τα δικά μου. Αγαπώ και την Κάρεν. Είναι θαυμάσια γυναίκα. Και τα παιδιά είναι θαυμάσια. Είναι όλα όσα θα μπορούσα να επιθυμήσω...» Και φυσικά η πικρία χρωμάτισε και πάλι τη φωνή μου, και για μια ακόμη φορά μάντεψε λάθος.
«Πως πάει η υγεία σου, Στηβ; Το ξεπέρασες εκείνο το παλιό σου πρόβλημα; Κάτι με το θυρεοειδή, έτσι δεν είναι;»
Με τον Τζώρτζ δεν ήταν απλώς για την κουβεντούλα του πράγματος. Τον θυμόμουν σαν άνθρωπο που μπορούσε στ' αλήθεια να συμμεριστεί τα προβλήματα κάποιου άλλου. Κάποιες φορές την έκανε τη γκάφα του, αλλά πάντοτε οι προθέσεις του ήταν καλές.
«Ο θυρεοειδής μου δουλεύει ρολόι. Έκανα τρία πλήρη τσεκ-απ την περασμένη χρονιά, και οι τρεις γιατροί μου είπαν ότι είμαι από τους πλέον υγιείς που έχουν δει ποτέ – έχω την κατασκευή σκληραγωγημένου παλικαριού, έτσι μου είπε, μάλιστα ο ένας από δαύτους. Δεν έχω κανένα πρόβλημα υγείας, Τζωρτζ. Εκτός στο πιο σημαντικό μέρος, που εκείνοι δεν μπορούν να δουν».
Ρούφηξε μια γουλιά από το ποτό του, έχοντας μπερδευτεί.
Μετά μουρμούρησε μια απολογία.
«Με συγχωρείς Στηβ. Κάνω πολλές ανόητες ερωτήσεις. Ας κουβεντιάσουμε για κάτι άλλο. Διάλεξε εσύ το θέμα».
Ήταν τότε που το αποφάσισα. Έπρεπε να το πω σε κάποιον, αλλιώς θα τρελαινόμουνα, αν αυτό ήταν δυνατό. Και μάλλον δεν ήταν. Έτσι θα μιλούσα στον Τζωρτζ, αν κι όπως είχαν τα πράγματα θα ήταν το ίδιο σαν να μιλούσα σ' έναν καθρέφτη.
«Θα το διαλέξω», είπα. «Εγώ».
Ασφαλώς δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω κάτι στραβό. Ως ένα σημείο, όλα θα πήγαιναν όπως ακριβώς τα ήθελα να πάνε. Αυτή ήταν η κατάσταση των πραγμάτων. Ούτε κι ο Τζωρτζ Ντάργουελλ θα μπορούσε να κάνει κάτι στραβό αναφορικά με μένα. Ούτε αυτός, ούτε και κανείς άλλος.

Φάνηκε να αιφνιδιάζεται πάλι, αλλά με ακολούθησε σ' ένα τραπέζι. Δεν ήθελα τ' αυτιά του μπάρμαν να τεντώνονται από πάνω μας σε ό,τι είχα να πω. Όχι ότι θα είχε καμιά σημασία, βέβαια.
«Πες μου», τον πρόσταξα, «όλα όσα θυμάσαι για μένα. Ιδίως για τα βάσανά μου».
Δίστασε κάνοντας κάποιες νευρικές κινήσεις, αλλά τελικά είδε ότι το εννοούσα. «Να η υγεία σου δεν ήταν καλή. Έπασχες απο θυρεοειδή, έτσι έλεγαν οι φίλοι σου. Αλλά μερικές άλλες φήμες έλεγαν ότι -»
'Ότι έσκαβα τον τάφο μου με το πιοτό. Αυτό ακριβώς έκανα. Για συνέχισε».
«Το εργοστάσιό σου πήγαινε για φούντο. Είχες πέσει σε κάτι μπουρίνια κακοτυχίας, κάποια μεγάλα συμβόλαια είχαν ακυρωθεί. Δεν ήταν δικό σου το φταίξιμο στ' αλήθεια».
«Δε βοηθούσε και πολύ το να πηγαίνω μεθυσμένος στις τέσσερις το απόγευμα, με τους χρεώστες μου να με περιμένουν. Μόνο που δεν θυμάμαι τι προηγήθηκε, το πιοτό ή το εργοστάσιο που το πήρε η κάτω βόλτα».
Ο Τζωρτζ ανασάλεψε νευρικα. «Αλλά στάθηκες πάλι στα πόδια σου, όπως έμαθα. Έστω κι αν το εργοστάσιο -»
«- πήγε κατά διαόλου. Ναι, χρεοκόπησα. Δε γλίτωσα ούτε ένα ψωροδολάριο από δαύτο. Κι έμεινα στη δίνη του αλκοόλ. Δεν ανέφερες για την Κάρεν, έτσι θα σου πω εγώ τα σχετικά. Η σχέση μας κατέρρεε γοργά. Το μόνο πράγμα που μπορεί να την έσωζε – τα παιδιά – εκείνη ούτε που ήθελε να τ' ακούσει. Ήμουν ένας σκέτος, πέρα για πέρα, εκατό τοις εκατό, αποτυχημένος. Με την επιχείρηση χρεοκοπημένη, με το γάμο μου να έχει πέσει στις ξέρες, με την υγεία μου να καταρρέει, και μ' εμένα να μην μπορώ να δω τίποτα καθαρά έτσι όπως τα κοίταζα μέσα από τον πάτο του ποτηριού μου. Ο Στηβ Σώντερς, ένας ξοφλημένος».
Αμήχανος ο Τζωρτζ άρχισε να κάνει διάφορα παιχνίδια με το ποτήρι του. Για μια στιγμή τον λυπήθηκα, πριν θυμηθώ. Γιατί θα έπρεπε να νιώθω λύπη γι' αυτόν; Ωστόσο, για μια στιγμή, ένιωσα αμφιβολίες κατά πόσο θα έπρεπε να του πω και τα υπόλοιπα.
«Είναι μεγάλη ιστορία», κατέληξα. «Ας πούμε απλώς ότι όλα αυτά έχουν αλλάξει. Τα καταφέρνω θαυμάσια τώρα. Γράφω σενάρια για την τηλεόραση, από τα πιο ακριβοπληρωμένα. Το καθαρό μου εισόδημα είναι σχεδόν στο ύψος που έφταναν οι ακαθάριστες εισπράξεις του εργοστασίου. Έτσι, έχω βολευτεί εντάξει. Εσύ πως τα πας;»
Μπορεί να έφταιγαν τα ποτά, ή και μπορεί να ήταν ο τρόπος που τα είχα βγάλει από μέσα μου. Όπως και να 'χε, ήταν η σειρά του Τζωρτζ να βγάλει τα εσώψυχά του, και αυτό έκανε. Η ιστορία του έμοιαζε σαν μια ηχώ του δικού μου παλιού εφιάλτη. Επαγγελματικές δυσκολίες. Κάποιο χρόνιο πρόβλημα της καρδιάς. Η γυναίκα του είχε μείνει στο πλευρό του, αλλά ο μεγαλύτερος γιος του είχε αρχίσει ν' αναφέρεται ολοένα και πιο συχνά στα τεφτέρια της αστυνομίας. Την όποια στιγμή πλέον μπορεί να έκανε κάτι που δε θα μπορούσε να το περάσει πια με αναστολή. Και όσο περισσότερο μιλούσε ο Τζωρτζ, τόσο περισσότερο αναρωτιόμουν. Κατά μια έννοια, τα προβλήματά του ήτνα δική μου ευθύνη. Ίσως του το χρωστούσα το δικαίωμα μια επιλογής. Αλλά θα αντιλαμβανόταν το αντίτιμο της δραπέτευσης απ' όλα αυτά; Αλλά πάλι, γιατί να νοιάζομαι; Δεν ήταν πραγματικός, όπως δεν ήταν η Κάρεν ούτε τα παιδιά ούτε οι σπόνσορες που πλήρωναν για τα σενάριά μου.
Θα του μιλούσα, έτσι για να δω πως θα ήταν.
«Θέλεις να τ' αλλάξεις όλα αυτά;» τον ρώτησα ξαφνικά.
Αυτό τον έκανε να κοντοσταθεί για μια στιγμή. «Ασφαλώς», μουρμούρησε τελικά, σαν να ντρεπόταν γι' αυτό.
«Τότε άκου με. Θα σου αποκαλύψω το κόλπο, το κρίσιμο σημείο. Μετά δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σου ξαναπάει κάτι στραβά. Το εννοώ στ' αλήθεια αυτό, αλλά μη φανταστείς ότι είναι και τόσο παραδεισένιο όσο ακούγεται. Θα φτάσουμε και στο κόστος αργότερα. Απλώς άκου».

Η χρεοκοπία είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα (είπα στον Τζωρτζ) όταν η Κάρεν με παράτησε. Για πάντα, όπως έδειχναν τα πράγματα. Κι ενώ στεκόμουν εκεί διαβάζοντας το αποχαιρετιστήριο σημείωμα της, προσπαθώντας να σκεφτώ κατά πόσο ήταν το ουίσκι ή το παλιό μου υπηρεσιακό περίστροφο εκείνο που θα ήθελα μετά, δέχτηκα έναν επισκέπτη. Παραλίγο να μην του ανοίξω την πόρτα. Αλλά ακριβώς επειδή του την άνοιξα βρίσκομαι εδώ τώρα, πλούσιος, πετυχημένος και με καθετί στο σύμπαν για να με κάνει ευτυχή. Δεν είμαι, αλλά θα έλθουμε και σ' αυτό...
Έτσι απάντησα στο κουδούνι. Ήταν ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο οποίος μου εξήγησε ότι είχε ήδη κάνει έρευνα για το άτομό μου και ήξερε ότι βρισκόμουν σε δύσκολη κατάσταση. Είπε ακόμη ότι εκπροσωπούσε κάποιον που ενδιαφερόταν να βοηθά τους ανθρώπους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες τους, και ότι αν σκόπευα ν' αυτοκτονήσω, θα ήταν ίσως μια καλή ιδέα αν πήγαινα να τον δω.
Ο ντετέκτιβ ήταν πολύ καλός. Πήγα, μην περιμένοντας τίποτα, αδιαφορώντας κατά πόσο επρόκειτο για κάποια απάτη ή όχι. Δεν είχα πια και τίποτε να χάσω πέρα από τη ζωή μου, και δεν έδινα πεντάρα γι' αυτή. Και ξέρεις ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Ο Άντριου Νίξον.
«Ο παλιός μας καθηγητής των μαθηματικών στο Φόρντχιλλ;» με διέκοψε ο Τζωρτζ. «Μα αυτόν τον είχαν πετάξει από κει, έτσι δεν είναι;»
Τον είχαν διώξει από τη θέση του εξαιτίας των ανορθόδοξων θεωριών του (συνέχισα την αφήγηση). Όχι γι' αυτές καθαυτές αλλά επειδή κάθε φορά ξεκινούσε ατέλειωτους καβγάδες για δαύτες. Θυμάσαι τον Ντάνν*, εκείνον τον Εγγλέζο που ανέπτυξε την θεωρία περί σειρών χρόνου; Ο Νίξον τον ασπάστηκε ως προφήτη του, στήριξε τη δουλειά του στη δική του και επεξέτεινε τις φαντασιώσεις του Ντανν. Κάποια στιγμή το διοικητικό συμβούλιο δεν άντεξε άλλο, και πέταξε τον Νίξον από το πανεπιστήμιο. Ο τύπος ούτε που με είχε απασχολήσει ποτέ, μέχρι τη στιγμή που ο ντετέκτιβ με πήγε να τον δω.
Σ' ένα μέγαρο λίγο έξω από την πόλη, ένας θαλαμηπόλος χολλυγουντιανού στυλ με οδήγησε στη βιβλιοθήκη του Νίξον. Λίγα λεπτά αργότερα ο Νίξον ήταν καθισμένος απέναντί μου, καρφώνοντάς με στην καρέκλα μου μ' εκείνα τα ψυχρά, υπολογιστικά μάτια του. Ήταν γκρίζα, και διαπεραστικά όπως πάντοτε – αλλά και διαφορετικά. Δεν εκτίμησα εκείνη τη διαφορά τους αμέσως.
Ο Νίξον μπήκε κατευθείαν στο θέμα του, χωρίς προλόγους. Μου είπε ότι είχε προσλάβει τον ντετέκτιβ για να του βρει έναν άνθρωπο που τον είχε γονατίσει η κακοτυχία, που βρισκόταν σε απόγνωση – αλλά και που διέθετε κάποια νοημοσύνη. Παραδέχτηκα ότι μου ερχόταν κουτί το πρώτο μέρος της περιγραφής.
«Το ξέρεις ήδη ότι με έδιωξαν από το πανεπιστήμιο», μου είπε ο Νίξον. «Από κάθε πρακτική άποψη, ήμουν κι εγώ μια σκέτη αποτυχία. Είχα πολλούς εχθρούς και κανένα φίλο. Το μόνο που είχα κερδίσει από τη δουλειά μου ήταν η γελοιοποίηση. Όπως ίσως να ξέρεις αν κινείσαι στους ακαδημαϊκούς κύκλους, ή να μαντέψεις κρίνοντας από τούτο το σπίτι, όλα αυτά έχουν πλέον αλλάξει».
Αυτό το δέχτηκα καλή τη πίστη, και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.
«Οι μελέτες για τις οποίες με περιγελούσαν με οδήγησαν σε μια ανακάλυψη. Είναι μια μέθοδος επιτυχίας πέρα κι από τα πιο τρελά σου όνειρα, και συμπεριλαμβάνει την κάθε όψη της ζωής σου. Αν είσαι του θανατά, μπορεί να σε κάνει καλά, αν είσαι φτωχός, να σε κάνει πλούσιο. Αν σου λείπει ο έρωτας, να μην ξέρεις ποια γυναίκα να πρωτοδιαλέξεις. Σ' ενδιαφέρει;»
Του απάντησα πως αν υπήρχε κάτι τέτοιο, θα το ήθελα όποιο και αν ήταν το κόστος του. Εκείνος με σταμάτησε σηκώνοντας ένα καλοφροντισμένο χέρι.
«Υπάρχει ένα αντίτιμο, και μάλιστα υψηλό. Έτσι, ας πούμε ότι θα το δεχτείς ή θα το αρνηθείς αφού πρώτα μάθεις τα πάντα. Δε θέλω χρήματα από σένα. Έχω κυριολεκτικά περισσότερα απ' όσα μπορώ να ξοδέψω, και δεν τα απέκτησα εξαπατώντας κάποιους δυστυχείς και πουλώντας τους φαντασίες. Είμαι μαθηματικός σύμβουλος σε μια ντουζίνα από μεγάλους βιομηχανικούς οίκους. Έτσι έχω και όλο το σεβασμό προς τις ικανότητές μου που πάντοτε αποζητούσα, συν κάποιες πολύ γερές αμοιβές. Έχω μια όμορφη σύζυγο, πολύ πιο νέα από μένα, που μου είναι αφοσιωμένη. Επιπλέον, η υγεία μου είναι εξαιρετική, καλύτερη εκείνης πολλών νεοτέρων αντρών - »
«Συγχαρητήρια», τον διέκοψα. «Τότε τι ζητάς;»
«Θα φτάσουμε και σ' αυτό. Αλλά αν οποιαδήποτε στιγμή νιώσεις να χάνεις το ενδιαφέρον σου, δεν έχεις παρά απλώς να σηκωθείς και να φύγεις». Το έλεγε και το εννοούσε. Παρέμεινα.
«Θα έχεις σίγουρα κάποια ιδέα από τις θεωρίες του Ντανν. Σε απλή γλώσσα, αν ο χρόνος όπως τον ξέρουμε ρέει, θα πρέπει να έχει ένα ρυθμό ροής. Αλλά για να μετρήσεις το ρυθμό αυτό, είναι αναγκαίο να υπάρχει κι ένας δεύτερος χρόνος. Αλλά και αυτού ο ρυθμός ροής απαιτεί την ύπαρξη ενός τρίτου χρόνου, και ούτω καθ' εξής. Πάνω σ' αυτά τα απλά θεμέλια, έχτιζα επί δεκαπέντε χρόνια».

Είχα αρχίσει ν' απογοητεύομαι – και να βαριέμαι. «Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την αληθινή ζωή;» τον ρώτησα. «Και ιδίως με τη δική μου;»
Υπήρχε κάτι στο χαμόγελό του που δε μου άρεσε. Είχε κάτι που υπαινισσόταν ότι είχε αρχίσει να το διασκεδάζει σε βάρος μου. Σήκωσε και πάλι το χέρι του.
«Κατά συνέπεια, θα πρέπει να υπάρχει μια άπειρη σειρά από διαδοχικούς χρόνους. Το πως αυτοί σχετίζονται με τον αληθινό κόσμο έγινε ο βασικός κορμός της μελέτης μου. Ο χρόνος που μετρούν τα ρολόγια μας, τον οποίο ο Ντανν ονόμασε Χρόνο Ένα, μπορεί σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου να βρίσκεται οπουδήποτε στην άπειρη σειρά τους. Αλλά το πρώτο σημαντικό βήμα μου ήταν η ανακάλυψη ότι ο Χρόνος Ένα – ο ωρολογιακός χρόνος – δεν είναι ο ίδιος για όλα τα άτομα. Αν και αυτή τη στιγμή εσύ κι εγώ μπορεί να μετράμε το χρόνο με το ίδιο ρολόι στον τοίχο, ένα κλάσμα δευτερολέπτου αργότερα αυτός που ξέρεις ως ωρολογιακό χρόνο μπορεί να μεταλλάξει, για μένα, στο Χρόνο Δύο ή στο Χρόνο Τρία, αν και το ρολόι θα εξακολουθήσει να φαίνεται το ίδιο. Και τότε οι εμπειρίες μας – ο εξωτερικός κόσμος – θα διαφέρουν για μας αντίστοιχα».
Κάπως ενοχλημένος που έπιανα τον εαυτό μου να ενδιαφέρεται, συνέχισα ν' ακούω.
«Έτσι πολύ χοντρικά, μπορείς να πεις ότι η ανθρώπινη συνείδηση ακολουθεί μια γραμμή τρένου με άπειρα κλειδιά διακλαδώσεων στη διαδρομή της. Έμαθα πως μπορεί να ενεργοποιήσει κανείς αυτά τα κλειδιά. Ενεργοποιούνται διαρκώς, από ασθένειες, από σοκ, από ψυχικά τραύματα, από την ελεύθερη βούληση, ακόμη κι από αυτό που τα διάφορα απόκρυφα δόγματα αποκαλούν «αυτοσυγκέντρωση». Αλλά για την ατομική συνείδηση η γραμμή του τρένου φαίνεται ευθεία. Δεν έχει καν επίγνωση ότι της δόθηκε ποτέ η επιλογή αλλαγής της γραμμής.
»Και μετά ήρθε μαι μεγαλύτερη ανακάλυψη – ότι παρά τα φαινόμενα, παρά την τύχη, παρά τη μοίρα, ή όποια άλλη φαντασίωση μπορεί να έχουν σκαρφιστεί οι θνητοί, είναι αυτοί οι ίδιοι που ενεργοποιούν τα κλειδιά αλλαγής ακολουθώντας άλλη διακλάδωση. Οι ασθένειες, τα ψυχικά τραύματα ή τα σοκ είναι απλώς τα ορόσημα όπου η συνείδηση τείνει να πηδά σε άλλη γραμμή. Είναι φαινόμενα, όχι αιτίες. Εμείς διαλέγουμε τη διαδρομή μας, κατηγορώντας μετά το μηχανικό που δεν ήταν στη θέση του, προσπερνώντας σινιάλα που δε βλέπουμε ποτέ».
Έγειρε πίσω στο κάθισμά του και με κοίταξε έντονα μ' εκείνα τα γκρίζα διαπεραστικά μάτια του. «Χρειάζομαι έναν άνθρωπο που να είναι διατεθειμένος να σκεφτεί. Καταλαβαίνεις που το πάω;»
(«Εγώ φοβάμαι πως δεν το πιάνω – όχι και πολύ καθαρά», είπε ο Τζωρτζ όταν κοντοστάθηκα για να του πετάξω την ερώτηση).
Συνέχισε να το σκέφτεσαι (του είπα). Αυτό έκανα κι εγώ, ενώ ο Νίξον συνέχιζε να μιλά. Και ξαφνικά κάτι έκανε κλικ στο μυαλό μου.
«Για μια στιγμούλα», τον διέκοψα. «Αν ο καθένας μας ενεργοποιεί αυτούς τους διακόπτες αλλαγής γραμμής για λογαριασμό του, τότε εσύ ακολουθείς το δρόμο σου κι εγώ το δικό μου. Υπάρχουν τόσες κοσμο-εμπειρίες όσες και άνθρωποι».
Έγνευσε καταφατικά ευχαριστημένος. «Ή όπως λένε οι Κινέζοι, το Πεπρωμένο είναι σαν μια βεντάλια. Σε ένα από αυτά τα πιθανά σύμπαντα αυτοκτόνησες πριν φτάσει ο ντετέκτιβ μου. Η χήρα σου αγοράζει μαύρα τώρα. Σε ένα άλλο, σηκώθηκες κι έφυγες από δω πριν φτάσουμε σ' αυτό το σημείο της μικρής μου διάλεξης. Σ' ένα τρίτο, στο δικό μου σύμπαν, συνεχίζεις να με ακούς. Σε τούτη τη χρονική γραμμή θα μείνεις και θα δεχτείς αυτό που έχω να σου προσφέρω».
«Τι εννοείς το δικό σου σύμπαν; Αν μείνω, θα είναι και δικό μου».

Ο Νίξον κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Το εσύ που εγώ αντιλαμβάνομαι θα μείνει, αλλά δεν έχω τρόπο να ξέρω κατά πόσο το εσύ που εσύ αντιλαμβάνεσαι θα φύγει ή θα μείνει, αλλά ούτε και με νοιάζει. Αν σηκωνόσουν κι έφευγες αυτή τη στιγμή, απλώς θα είχες επιλέξει μια άλλη γραμμή από τη δική μου. Αλλά η δική μου γραμμή είναι ο δικός μου «καλύτερος απ' όλους τους πιθανούς κόσμους», όπως το έθεσε ο Καντίντ του Βολταίρου, και σ' αυτόν θα μείνεις για να μ' ευχαριστήσεις. Το κατά πόσο θα διαλέξεις την ίδια γραμμή για ένα σύντομο διάστημα εξαρτάται από σένα. Δεν μπορώ και δεν χρειάζεται να σ' εξαναγκάσω».
«Όμως ανεξαρτήτως του τι θα κάνω, δεν μπορώ να σου πάω κόντρα;»
Έγνευσε καταφατικά. «Μπορείς στη δική σου γραμμή, αλλά όχι στη δική μου. Στο δικό μου πλαίσιο των γεγονότων, δεν πρόκειται να το κουνήσεις από αυτή την καρέκλα μέχρι να τελειώσω. Γιατί; Διότι έχω επιλέξει μια χρονική γραμμή στην οποία υπερισχύει η δική μου βούληση, και όπου δεν αποτυγχάνω ποτέ. Τη γραμμή στην οποία με γνώρισες κάποτε ως αποτυχημένο, ως έναν ανυπόληπτο κι απογοητευμένο καθηγητή, την έχω εγκαταλείψει. Το ίδιο κι εσύ μπορείς να εγκαταλείψεις εκείνη στην οποία απέτυχες».
«Και ποιο είναι το αντίτιμο;»
Τα μάτια του έκρυβαν κάτι. «Θα το θεωρήσεις ασήμαντο όταν σου το πω. Δεν είναι, αλλά δεν πρόκειται να με πιστέψεις σ' αυτό. Το ελπίζω, γιατί έτσι και καταλάβεις πλήρως ποιο είναι το αντίτιμο, θ' αρνηθείς». Γέλασε. «Αλλά ξεχάστηκα. Δεν πρόκειται ν' αρνηθείς».
«Το αντίτιμο;» του φώναξα βραχνά.
«Η ανία».
Μόνο που δεν του γέλασα κατάμουτρα. Ωστόσο γέλασα, από μέσα μου, όπως γελά κανείς όταν κάτι που το λαχταρά όσο τίποτα του προσφέρεται μισοτιμής.
«Το βλέπω ότι το θεωρείς ασήμαντο», παρατήρησε εκείνος. «Ωραία. Δέχεσαι;»
«Αν δέχομαι λέει! Ασφαλώς! Τι πρέπει να κάνω;»
«Να κάνεις; Μα το έκανες ήδη».
«Έκανα τι;»
«Επέλεξες την πιο επωφελή για σένα χρονική γραμμή. Άσκησες αυτό που κανένας θνητός προηγουμένως δεν ήξερε πως να χρησιμοποιήσει – την αληθινή ελεύθερη βούληση. Βλέπεις, από τη στιγμή που η συνείδηση αποκτήσει επίγνωση της δύναμης της επιλογής της, δεν μπορεί να ξεστρατίσει από τον ιδανικό δρόμο της περισσότερο απ' ό,τι εμείς να σταματήσουμε την ανάσα μας. Ούτε ακόμη κι αν θελήσει να το κάνει».
Ένας σπασμός είχε περάσει από το πρόσωπό του, μια σκιά πόνου πάνω από εκείνα τα ψυχρά γκρίζα μάτια, αλλά και κάτι άλλο επίσης. Για μια στιγμή, μου φάνηκε σαν να ήταν κάποιο είδος έξαλλου θριάμβου.
«Ναι, αλλά δεν μου είπες τίποτα για τα μαθηματικά της υπόθεσης», διαμαρτυρήθηκα.
Τα γκρίζα μάτια του πήραν έναν τόνο περιφρόνησης. «Δεν υπάρχουν ούτε τέσσερις άνθρωποι στον κόσμο που θα μπορούσαν να καταλάβουν τις εξισώσεις μου. Ευτυχώς για σένα, αυτό είναι περιττό. Μπορεί να ανακάλυψα τα γεγονότα μέσω των μαθηματικών, αλλά δεν χρειάζεται να είσαι μαθηματικός για να είσαι άνθρωπος. Η αλήθεια ενυπάρχει στη συνείδηση, όχι στα μαθηματικά, τα οποία δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα εργαλείο».
Ένιωσα περίεργα απογοητευμένος. «Μα κάτι παραπάνω απ' αυτό θα πρέπει να υπάρχει».
«Πίστεψέ με, δεν υπάρχει. Έπιασες τη βασική αρχή του πράγματος, επέλεξες να την χρησιμοποιήσεις, και συμφώνησες να πληρώσεις το αντίτιμο. Ακούγεται σαν κάποια παλιομοδίτικη συμφωνία με το διάβολο, έτσι;»
Δε το βρήκα και πολύ πετυχημένο αυτό το ευφυολόγημα, αλλά τότε ούτε που φανταζόμουν καν πόσο κοντά ήταν στην αλήθεια.
«Πριν οι γραμμές μας χωριστούν ξανά», μου είπε, «ας κάνουμε μια πρόποση στην ανία».
Ήπιαμε μαζί. Και τότε οι αμφιβολίες με πλημμύρισαν πάλι.
«Ήταν μια ενδιαφέρουσα επίσκεψη», του είπα. «Μου πρόσφερες τον ουρανό με τ' άστρα, κι εγώ δέχτηκα. Ήπιαμε στην υγειά του, και τώρα φεύγω. Ελπίζω κάποια μέρα να μπορώ να γελάσω κι εγώ μ' όλα αυτά».
Με κοίταξε παράξενα. «Α, όχι, δεν πρόκειται να γελάσεις». Ένας μορφασμός πόνου πέρασε από το πρόσωπό του. «Νομίζεις ότι τίποτε δεν άλλαξε, αλλά σε διαβεβαιώνω πως έχει ήδη αλλάξει. Δε νιώθεις τίποτα. Δεν έχω κανένα εργαστήριο με χειρουργικό τραπέζι ή με πολυθρόνες για να σε δέσω με λουριά, ούτε κανένα κράνος με ηλεκτρόδια να σου φορέσω ή κάποιες μυστηριώδεις συσκευές που κάνουν ηλεκτρικές εκκενώσεις. Δεν υπάρχουν εδώ ψευτοεπιστημονικά στολίδια. Γι' αυτό και νομίζεις ότι τίποτα δε συνέβη. Όμως περίμενε και θα δεις. Στο μεταξύ, για να σου φτιάξω λίγο το κέφι...»
Άνοιξε ένα συρτάρι, έβγαλε ένα καρνέ επιταγών και έγραψε κάτι σ' αυτό. Μετά μου έδωσε ένα τσεκ. Ήταν μεταχρονολογημένο κατά μια εβδομάδα, και ανέγραφε το ποσό των δέκα χιλιάδων δολαρίων.
«Αν με θεωρείς ψεύτη, τότε εξαργύρωσέ το. Θα διαπιστώσεις ότι έχει αντίκρυσμα. Από την άλλη μεριά, αν διαπιστώσεις ότι σου είπα την αλήθεια, αν αρχίσεις να συνειδητοποιείς την αναπόφευκτη επιτυχία σου στο καθετί, τότε - »
«Τότε τι;» τον ρώτησα.
«Τότε δεν θα έχεις ανάγκη αυτά τα χρήματα, αλλά ούτε κι εγώ. Γιατί στην περίπτωση αυτή», και πάλι η φευγαλέα λάμψη του θριάμβου πέρασε από τα ψυχρά μάτια του, «θα είμαι ήδη νεκρός».
Ο Τζωρτζ γέλασε μ' ένα ζορισμένο τρόπο. «Ο φουκαράς ο γερο-Νίξον! Μια και το 'φερε η κουβέντα, πέθανε πριν λίγα χρόνια, έτσι δεν είναι;»
«Μια και το 'φερε η κουβέντα», απάντησα εγώ, «πέθανε δύο μέρες μετά τη συνάντησή μας».
Ο Τζωρτζ δεν είπε λέξη, και είδα ότι δεν είχε σκοπό να το κάνει.
«Όταν γύρισα σπίτι μου, η Κάρεν είχε επιστρέψει. Ο αδελφός της είχε έρθει στην πόλη και άκουσε για τα προβλήματά μας. Είναι ανώτερο στέλεχος σ' ένα μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι, και είπε στην Κάρεν ότι υπήρχε μια πολύ καλοπληρωμένη θέση στην οποία θα μπορουσα να χωθώ, με λίγο παραμύθι και με τη δική του βοήθεια. Δέχτηκα, και αποδείχτηκε ότι δε χρειαζόταν κανένα παραμύθι. Εξακολουθώ να κρατώ αυτή τη δουλειά, αλλά επιπρόσθετα ανακάλυψα ότι η τηλεόραση ήταν φτιαγμένη για μένα και για τα σενάρια που πάντοτε ήθελα να κάνω. Η Κάρεν ανακάλυψε ότι ήταν ξετρελαμένη μαζί μου κι ότι λάτρευε κι αυτή τα παιδιά. Οι παλιοί μου χρεώστες μαλώνουν ποιος θα με πρωτοπροσκαλέσει στα πάρτι του. Θα μου επέστρεφαν και το εργοστάσιο, αν το ήθελα, και θα το έκανα μια πολύ πετυχημένη επιχείρηση αν συνέβαινε».
«Και το τσεκ του Νίξον;» ρώτησε ο Τζωρτζ.
«Αυτό ήταν εντάξει. Αλλά όχι και η υγεία του. Όχι στη δική μου χρονική γραμμή, τουλάχιστον. Θα έδινα το καθετί που θα μπορούσε να μου ζητήσει άνθρωπος αρκεί να μάθαινα κατά πόσο έζησε ή όχι στη δική του γραμμή...»
Αν λάβουμε υπόψη το πόσο αλκοόλ είχαμε κατεβάσει, ήμασταν περίεργα νηφάλιοι και οι δύο. Από την αλλαγή και μετά, το ποτό δεν μπορούσε να κάνει καμία ζημιά σ' εμένα.
«Είπες κάτι», μουρμούρησε αμήχανα ο Τζωρτζ «και για μένα – για τις δικές μου υποθέσεις».
Για μια στιγμή ένιωσα μίσος για τον εαυτό μου. Αλλά τι ήμουν, ο κηδεμόνας του; Αλλά μήπως είχε καμιά σημασία και για τον Τζωρτζ; Άραγε βρισκόταν ο Τζωρτζ εδώ στο τραπέζι μαζί μου, ή ήταν απλώς κάτι που το έβλεπα, που το άκουγα και που το αποκαλούσα Τζωρτζ, αλλά που δεν είχε την παραμικρή επίγνωση του εαυτού του στη δική μου – την καλύτερη από όλες τις πιθανές – χρονική γραμμή; Ακόμη κι έτσι, το έπαιξα τίμια.
«Σου προσφέρω ό,τι ακριβώς προσέφερε και σε μένα ο Νίξον. Αλλά μη βιάζεσαι τόσο. Ο Νίξον μου είπε ψέματα αναφορικά με το αντίτιμο. Μου είπε ψέματα σαν το διάβολο. Μπορεί και να 'ταν ο διάβολος. Ίσως εκείνες οι θρυλικές ιστορίες για συμφωνίες με τον Σατανά, ο οποίος πρόσφερε στα θύματά του τον κόσμο ολόκληρο, ήταν ακριβώς σαν αυτή που έκανα με τον Νίξον. Αλλά εγώ δεν είμαι ο διάβολος, έτσι θα σου πω ποιο είναι το αντίτιμο. Αλλά νομίζω ότι θα ήθελα άλλο ένα ποτό πρώτα».
Ο Τζωρτζ μετά βίας κρατιόταν μέχρι να πάει κάτω το ποτό μου.
«Εκείνο που η συμφωνία με τον Νίξον άφησε απέξω, αυτό που την κάνει αδύνατη, είναι κατι το μη απτό. Ψυχική γαλήνη, ευτυχία, πνευματική ικανοποίηση – πεσ' το όπως θέλεις. Ήταν σχετικά με την Κάρεν που ένιωσα την πρώτη έλλειψη. Με λατρεύει. Μου είναι εντελώς αφοσιωμένη και απόλυτα πιστή, και πάντοτε θα είναι έτσι. Πίστεψέ με, είμαι σίγουρος γι' αυτό. Είναι πέρα για πέρα το καθετί που θα μπορούσα να ονειρευτώ ή να επιθυμήσω σε μια γυναίκα.
»Μόνο που η Κάρεν αυτή δεν είναι πραγματική».
Αυτό ταρακούνησε τον Τζωρτζ παρά τα ποτά, την απεγνωσμένη ελπίδα του και όλα τα σχετικά.
«Αυτή – αυτή είναι η Κόλαση. Και ο Νίξον το έκρυψε. Μελέτησα σε βάθος τον Ντανν αργότερα. Υπάρχει μια πολύ όμορφη φράση σ' ένα από τα βιβλία του: «...ένας παράδεισος προσωπικής απόλαυσης, και μια κόλαση απόλυτης μοναξιάς», κάπως έτσι νομίζω ότι το λέει. Αυτό είναι. Θες να συνεχίσω κι άλλο;»

Ο Τζωρτζ έμεινε απλώς καθισμένος εκεί με ανοιχτό το στόμα, έτσι συνέχισα: «Με έναν άπειρο αριθμό από Χρόνους Ένα, ποιος είναι ο πραγματικός; Για μένα, είναι εκείνος που ακολουθώ. Αλλά εσύ μπορεί να είσαι σ' έναν άλλο, όπου με πήγες σπίτι μου πριν από μια ώρα, τύφλα στο μεθύσι. Αυτός θα είναι ο πραγματικός για σένα. Αν έτσι έχει το πράγμα, ποιος είναι ο Τζωρτζ Ντάργουελλ που κάθεται εδώ μαζί μου; Ένα αποκύημα της φαντασίας. Κάτι στη συνείδησή μου, με το οποίο κάθε ομοιότητα με οτιδήποτε το αληθινό είναι καθαρή σύμπτωση. Είσαι καθ' ολοκληρία στο μυαλό μου. Είσαι ωραίος τύπος και θα δεχτείς την προσφορά μου, γιατί αυτό θέλω εγώ, και ο καλός μας Τζωρτζ δεν μπορεί να μου αρνηθεί τίποτα στην καλύτερη χρονική γραμμή μου. Αλλά ο Τζωρτζ δεν είναι αληθινός. Ούτε η Κάρεν, ούτε τα παιδιά, ούτε ο τραπεζικός μου λογαριασμός, και αν υπάρχει για μένα ένας Θεός, που είναι Αυτός;»
«Στηβ παλόφιλε, δεν αναχωρούμε για το σπίτι μας; Είσαι άρρωστος».
«Οι γιατροί μου με διαβεβαιώνουν ότι είμαι γερός σαν μουλάρι. Αλλά πως θα μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς, αφού και αυτοί είναι προσωπική μου ιδιοκτησία; Δε θα μπορούσαν να πουν και τίποτε άλλο».
«Τότε βρες έναν καλό ψυχίατρο, Στηβ».
Γέλασα, προσεκτικά, για να δείξω ότι δεν ήμουν μεθυσμένος. «Έχω αναλώσει δύο από δαύτους. Ο τρίτος συμφωνεί με τους άλλους ότι είμαι ευαίσθητος, αρκετά αγχώδης, αλλά και ότι πιο λογικός δε θα μπορούσα να 'μαι. Ακριβώς όπως θα με ήθελα, βλέπεις. Α όχι, δεν μπορείς να σπάσεις τα μάγια έτσι».
«Έλα, ας πηγαίνουμε». Είχε αρχίσει να ανησυχεί για τα καλά τώρα.
«Ίσως και να μην μπορούν να σπάσουν. Αλλά θα σου πω ένα μυστικό Τζωρτζ. Κάτι που δε θα σου το 'λεγα αν πίστευα ότι είσαι αληθινός».
Περίμενε να με ακούσει. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει;
«Ο Νίξον προσπάθησε να σπάσει τα μάγια. Πιστεύω ότι θεωρούσε πως θα μπορούσε να ξεφύγει αν περνούσε σε άλλον το μυστικό, ακριβώς αυτό που προσπαθώ να κάνω κι εγώ με σένα. Βλέπεις έτσι και μάθεις τι νόημα έχουν όλα, ότι αυτός είναι ένας άδειος κόσμος δίχως τίποτα μέσα του εκτός από σένα – δεν μπορείς να το αντέξεις. Και δεν μπορείς να δραπετεύσεις καταφεύγοντας στην τρέλα. Αλλά ο Νίξον θα πρέπει να το είχε δουλέψει μαθηματικά, και ήλπιζε να ξεφύγει περνώντας σε κάποιον άλλο το φορτίο. Μπορεί ούτε κι αυτό να δουλεύει. Ο Νίξον πέθανε στη χρονική γραμμή μου, αλλά δεν έχω καμία απόδειξη ότι πέθανε και στη δική του, ή ότι αν θα μπορούσε καν να πεθάνει».
Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο, εντελώς νηφάλιοι, ξέροντας ότι αυτή ηταν η μεγάλη στιγμή.
«Τα εννοείς στ' αλήθεια, όλα αυτά, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Τζωρτζ με αχνή φωνή.
Δε χρειαζόταν ν' απαντήσω. Την ήξερε την απάντηση.
«Στο κάτω-κάτω», συνέχισε, «δεν υπάρχει λόγος να πιστεύεις ότι η λάθος γραμμή – εκείνη που ήσουν αποτυχημένος – είναι πιο αληθινή από αυτή που είσαι πετυχημένος».
Πουλούσε τον εαυτό του. Γιατι να του επισημάνω τη διαφορά, ότι εγώ ήξερα πως ο κόσμος μου ήταν άδειος, ενώ εκείνος μπορούσε μόνο να υποψιαστεί πως κι ο δικός του ήταν.
«Υποθέτω ότι είμαι τρελός», γέλασε νευρικά. «Ή εσύ θα με θεωρήσεις τέτοιον. Αλλά νομίζω ότι πήρα την απόφασή μου να δεχτώ την πρόκλησή σου».
«Δική σου είναι η ζωή».
«Δέχομαι», μου είπε με βιάση.
«Εγένετο», απάντησα, και αμέσως ένιωσα διαφορετικά.

* * *
Αυτή η αφήγηση είναι χρονολογημένη και προσαρτημένη στη διαθήκη μου. Μετά την περίοδο ενός μηνός, εάν ζω ως τότε, θα την αποσύρω και θα την καταστρέψω. Αλλά εάν η διαθήκη επικυρωθεί πριν από την παρέλευση αυτού του χρόνου, η συνημμένη πλήρης αφήγηση θα δοθεί προς δημοσίευση. Με τη μορφή φανταστικού διηγήματος αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Αν δημοσιευτεί θα ξέρετε ότι κατάφερα να ξεφύγω από τον άδειο κόσμο μου – στον δικό σας Χρόνο Ένα.
Αλλά κάπου στην όλη απειρία των Χρόνων υπάρχει και κάποιος στον οποίο δεν κατάφερα να ξεφύγω, κι όπου τα μάγια δεν έχουν σπάσει.
Αυτός μπορεί να είναι ακόμη ο δικός μου.
Στήβεν Σώντερς



______________
*Πρόκειται για το μαθηματικό και αεροναυπηγό John William Dunne (1875-1949) -Γ.Μ.


Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
επιλέγει, μεταφράζει και προλογίζει
Εκείνες οι Άλλες Πραγματικότητες
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS-7 2002

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Ο ζάπλουτος μανδαρίνος – ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΒΣΚΙ



Ο ζάπλουτος μανδαρίνος κάθησε σταυροπόδι μέσα στη σάουνα του σπιτιού του και ούρλιαξε. Είχε μαζέψει ολόκληρο το έργο του Γ. Σ. Μπαχ, σε δίσκους αλλά αυτό δεν τον βοηθούσε. Είχε σ' ολόκληρο το σπίτι βιτρώ, είχε τη φωτογραφία μιας καλόγριας που σήκωνε το φουστάνι της και κατούραγε σε ανδρικά ουρητήρια αλλά κι αυτό δεν βοηθούσε καθόλου.
Κάποτε στην έρημο της Νεβάδα μια νύχτα με πανσέληνο είχε βάλει να βασανίσουν μέχρι θανάτου έναν ταξιτζή ενώ αυτός κοίταζε. Αυτό κάπως τον ανακούφιζε, αλλά μετά από μισή ώρα είχε χάσει κι αυτή η ιστορία τη γοητεία της. Έπιασε σκύλους και αφού τους έδεσε πάνω σε παλιούς σταυρούς τάφων τους έκαιγε με τα πούρα του – των πέντε δολαρίων – τα μάτια. Σούπα ξαναζεσταμένη. Είχε διακορεύσει τόσες και τόσες αθώες πιτσιρίκες που κι αυτό δεν τον ερέθιζε πια. Τώρα ένιωθε αξιολύπητος και πικραμένος. Ενώ πλενότανε, έκαιγε ακριβά λιβάνια. Ο βαθύπλουτος μανδαρίνος ήταν πια ένας άθλιος σκατόγερος.
Τότε ήρθε και κάθισε αντίκρυ μου στο τραπέζι που 'γραφα. Τα δάκρυα συνέχιζαν να κυλάνε στο πρησμένο πρόσωπό του. Άναψα ένα από τα πανάκριβα πούρα του.
«Κάνε κάτι επιτέλους, για τ' όνομα του ΘΕΟΥ βοήθα με!» ούρλιαζε.
Είχε έρθει η ώρα για την παράστασή μου.
«Μια στιγμή», είπα.
Άνοιξα ένα ειδικό μπαούλο και πήρα από μέσα τη χοντρή, μαύρη δερμάτινη ζωστήρα. Την κράτησα με τέτοιο τρόπο που η χοντρή μεταλλική αγκράφα να κρέμεται προς τα κάτω. Εκείνος έβγαλε το μπουρνούζι του μπάνιου που φόραγε και ξάπλωσε πάνω στο τραπέζι, μ' όλα αυτά τα αρρωστημένα κρέατά του σαν άσπρο αφρολέξ, ο αηδιαστικός τρεμουλιαστός και μαλλιαρός κώλος... Πήρα φόρα και μ' όλη μου τη δύναμη του κατέβασα με την αγκράφα...
ΦΑΠ! ΦΑΠ!
ΦΑΠ! ΦΑΠ! ΦΑΠ!
Έπεσε κάτω από το τραπέζι. Σερνότανε με τα τέσσερα πάνω στο πάτωμα σαν κάβουρας. Εγώ τον ακολουθούσα με τη ζωστήρα.
ΦΑΠ!
          ΦΑΠ!
                     ΦΑΠ!
Μετά έσκυψα πάνω του κι ενώ εκείνος ούρλιαζε, έσβησα κάπου πάνω του το πούρο μου.
Έμεινε ξαπλωμένος και δεν έβγαζε άχνα. Είχε ένα μακάριο χαμόγελο στο πρόσωπο. Πήγα μέχρι την κουζίνα. Ο δικηγόρος του καθότανε κι έπινε τον καφέ του.
«Τελειώσατε;» ρώτησε.
«Μάλιστα».
Δίπλα στο φλυτζάνι του καφέ του ήταν ένα μάτσο χαρτονομίσματα. Τράβηξε πέντε δεκαδόλαρα και τα 'σπρωξε πάνω στο τραπέζι προς το μέρος μου. Μόνο τότε κατάλαβα ότι κρατούσα ακόμη το σβησμένο πούρο στο χέρι. Το πέταξα στο νεροχύτη.
«Το μεροκάματο», είπα γω. «Σκατά και πάλι σκατά».
«Μάλιστα», είπε ο δικηγόρος. «Ο προηγούμενος άντεξε μόνο για ένα μήνα».
Γέμισα ένα φλυτζάνι με καφέ. Η κουζίνα ήταν πολύ άνετη.
«Άντε λοιπόν μέχρι την άλλη Τετάρτη», είπε εκείνος.
«Δεν θέλετε να το κάνετε εσείς στη θέση μου;»
«ΕΓΩ; Α! όχι, είμαι πολύ ευαίσθητος...!»
Γελάσαμε και οι δύο. Κι έριξα δυο κομματάκια ζάχαρη στον καφέ μου.


ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΒΣΚΙ
NOTES OF A DIRTY OLD MAN
(ΠΕΖΑ 1)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΕΟ ΡΟΜΒΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ 1984

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΙ ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ - SIR JAMES GEORGE FRAZER



Σε μερικά μέρη έχει τροποποιηθεί το παλαιό έθιμο της θανάτωσης του βασιλιά, πράγμα που φαίνεται να επικράτησε στη Βαβυλώνα, και έχει γίνει ακόμη πιο ανώδυνο. Ο βασιλιάς εξακολουθεί να παραιτείται κάθε χρόνο για σύντομο χρονικό διάστημα και τη θέση του παίρνει ένας βασιλιάς μόνο στο όνομα' αλλά με τη λήξη της σύντομης βασιλείας του ο τελευταίος δε θανατώνεται πια, αν και μερικές φορές γίνεται μια ψεύτικη εκτέλεση, σε ανάμνησητου παλαιότερου εθίμου, κατά το οποίο αυτός θανατωνόταν πραγματικά. Ας πάρουμε παραδείγματα. Κατά το μήνα Μέακ (Φεβρουάριο), ο βασιλιάς της Καμπότζης παραιτούνταν για τρεις μέρες κάθε χρόνο, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν εκτελούσε καμία πράξη εξουσίας, δεν άγγιζε τις σφραγίδες του και δε δεχόταν ούτε τα προγραμματισμένα έσοδα. Στη θέση του βασίλευε ένας προσωρινός βασιλιάς, με το όνομα Σντακ Μέακ, δηλαδή Βασιλιάς Φεβρουάριος. Το αξίωμα του προσωρινού βασιλιά ήταν κληρονομικό σε μια οικογένεια που είχε μακρινή συγγένεια με το βασιλικό οίκο' οι γιοι διαδέχονταν τους πατεράδες και οι μικρότεροι αδελφοί τους μεγαλύτερους, όπως ακριβώς και στη διαδοχή για την αληθινή βασιλεία. Μια ευνοϊκή μέρα λοιπόν, καθορισμένη από τους αστρολόγους, ο προσωρινός βασιλιάς οδηγούνταν από τους μανδαρίνους σε θριαμβευτική πορεία. Ανέβαινε σ’ έναν από τους βασιλικούς ελέφαντες και καθόταν στο βασιλικό φορείο,ενώ συνοδευόταν από στρατιώτες ντυμένους με στολές κατάλληλες, που παράσταιναν τους γειτονικούς λαούς Σιαμ, Λννάμ, Λάος κ.τ.λ. Στη θέση του χρυσού στέμματος αυτός φορούσε ένα μυτερό λευκό σκούφο και τα εμβλήματά του αντί να είναι από χρυσό στολισμένο με διαμάντια ήταν από σκληρό ξύλο. Αφού υπέβαλλε τα σεβάσματά του στον αληθινό βασιλιά, από τον οποίο έπαιρνε την εξουσία για τρεις μέρες μαζί με όλα τα έσοδα αυτής της περιόδου (αν και αυτό το τελευταίο έθιμο είχε παραμεληθεί για λίγο καιρό), στη συνέχεια πήγαινε με πομπή γύρω από το παλάτι και μέσα από τους δρόμους της πρωτεύουσας. Την τρίτη μέρα, μετά τη συνηθισμένη πορεία, ο προσωρινός βασιλιάς έδινε διαταγή να καταπατήσουν το «βουνό του ρυζιού», που ήταν μια εξέδρα από μπαμπού γύρω από την οποία υπήρχαν δεμάτια ρυζιού. Ο λαός μάζευε το ρύζι και ο καθένας έπαιρνε λίγο στο σπίτι του, για να εξασφαλίσει μια καλή σοδειά. Μια ποσότητα επίσης ρυζιού έστελναν στο βασιλιά, ο οποίος έπρεπε να το μαγειρέψει και να το προσφέρει στους μοναχούς.
Στο Σιαμ, την έκτη μέρα του φεγγαριού και τον έκτο μήνα (τέλος Απριλίου), διορίζεται ένας προσωρινός βασιλιάς, ο οποίος για τρεις μέρες απολαβαίνει τα βασιλικά προνόμια, ενώ ο πραγματικός βασιλιάς μένει κλεισμένος στο παλάτι του. Αυτός ο προσωρινός βασιλιάς στέλνει τους πολυάριθμους οπαδούς του προς όλες τις κατευθύνσεις, για να κατασχέσουν και να δημεύσουν οτιδήποτε βρουν στο παζάρι και στα ανοιχτά καταστήματα' κατάσχονται επίσης από αυτόν τα πλοία καθώς και τα κινέζικα ιστιοφόρα πλοία που φτάνουν στο λιμάνι κατά τη διάρκεια των τριών ημερών και τα οποία πρέπει ν’ αγοραστούν ξανά. Αυτός ο βασιλιάς πηγαίνει σ’ ένα χωράφι στο κέντρο της πόλης, όπου του φέρνουν ένα χρυσωμένο άροτρο που το σέρνουν βόδια, στολισμένα χαρούμενα. Αφού αλειφτεί το άροτρο και τριφτούν τα βόδια με λιβάνι, ο ψεύτικος βασιλιάς ανοίγει εννέα αυλάκια με το άροτρο, το οποίο ακολουθούν κυρίες του παλατιού, που σκορπίζουν τον πρώτο σπόρο της εποχής. Αμέσως μόλις ανοιχτούν τα εννέα αυλάκια, το πλήθος των θεατών ορμά μέσα στο χωράφι και σέρνεται ψάχνοντας για το σπόρο που μόλις έχουν σπείρει, πιστεύοντας ότι, αν τον ανακατέψουν με το σπόρο του ρυζιού, θα εξασφαλίσουν άφθονη σοδειά. Μετά βγάζουν τα βόδια από το ζυγό και βάζουν μπροστά τους ρύζι, αραβόσιτο, σουσάμι, σάγος, μπανάνες, ζαχαροκάλαμο, πεπόνια κ.τ.λ.' αυτό που θα φάνε πρώτο τα βόδια θεωρείται ότι θα πουληθεί ακριβά τον επόμενο χρόνο, αν και μερικοί άνθρωποι ερμηνεύουν τον οκονό αντίθετα. Όλο αυτό το διάστημα ο προσιορινός βασιλιάς στέκεται ακυυμπώντας σ’ ένα δέντρο με το δεξί του πόδι πάνω στ’ αριστερό γόνατο. Επειδή στέκεται έτσι, στο ένα πόδι, ο λαός τον ονομάζει Βασιλιά Χοπ (που χοροπηδά), αλλά ο επίσημος τίτλος του είναι Φάγια Φολλαθέπ, Κύριος των Ουράνιων Φιλοξενουμένων. Είναι δηλαδή έναείδος υπουργού Γεωργίας' όλα τα θέματα που έχουν σχέση με χωράφια, ρύζι κ.τ.λ. ανήκουν σ’ αυτόν. Υπάρχει ακόμη και μια άλλη τελετή, στην οποία αυτός παρασταίνει το βασιλιά. Αυτή γίνεται το δεύτερο μήνα (που πέφτει στην εποχή του κρύου) και διαρκεί τρεις ημέρες. Ο ψεύτικος βασιλιάς οδηγείται με πομπή σ’ έναν ανοιχτό χώρο απέναντι από το Ναό των Βραχμάνων, όπου υπάρχουν κοντάρια στολισμένα όπως τα Μαγιάτικα, τα οποία οι Βραχμάνες τα χρησιμοποιούν σαν κούνιες. Όση ώρα αυτοί κουνιούνται και χορεύουν, ο Κύριος των Ουράνιων Φιλοξενουμένων πρέπει να στέκεται στο ένα πόδι πάνω σ’ ένα κάθισμα φτιαγμένο από σοβατισμένα τούβλα, σκεπασμένο μ’ ένα άσπρο ύφασμα και έχοντας κρεμασμένο ένα κεντητό παραπέτασμα. Σ’ αυτή τη στάση βρίσκεται μέσα σ’ ένα ξύλινο πλαίσιο με επιχρυσωμένο στέγασμα, ενώ δύο Βραχμάνες στέκονται πλάι του, ένας σε κάθε πλευρά. Οι Βραχμάνες που χορεύουν κρατούν κέρατα βουβαλιών, με τα οποία παίρνουν νερό από ένα μεγάλο χάλκινο καζάνι και ραντίζουν τους θεατές. Αυτό υποτίθεται ότι φέρνει καλή τύχη και κάνει το λαό να ζει με ειρήνη και ησυχία, υγεία και ευημερία. Ο χρόνος που ο Κύριος των Ουράνιων Φιλοξενουμένων πρέπει να στέκεται στο ένα πόδι είναι περίπου τρεις ώρες. Με αυτόν τον τρόπο πιστεύουν ότι «αποδείχνονται οι διαθέσεις των Δέβας και των πνευμάτων». Εάν αυτός κατεβάσει το πόδι του «θα χάσει την περιουσία του και ο βασιλιάς θα υποδουλώσει την οικογένειά του, καθώς πιστεύουν ότι αυτό είναι ένας κακός οιωνός που προαναγγέλλει την αστάθεια στο θρόνο και την καταστροφή της πολιτείας. Αλλά, αν καταφέρει να σταθεί, πιστεύουν ότι έχει κερδίσει μια νίκη πάνω στα κακά πνεύματα και αποκτά το προνόμιο, φαινομενικά τουλάχιστο, να κατάσχει κάθε πλοίο που μπαίνει στο λιμάνι κατά τη διάρκεια αυτών των τριών ημερών, παίρνοντας όλο του το περιεχόμενο' μπορεί επίσης να μπαίνει σε κάθε ανοιχτό κατάστημα στην πόλη και να παίρνει ό,τι θέλει».
Αυτά ήταν τα καθήκοντα και τα προνόμια του Σιαμαίου Βασιλιά Χοπ μέχρι τα μισά περίπου του δέκατου ένατου αιώνα ή και αργότερα. Κάτω από τη βασιλεία του τελευταίου φωτισμένου μονάρχη αυτή η παράξενη προσωπικότητα στερήθηκε κατά κάποιο τρόπο τις δόξες και απαλλάχτηκε από το βάρος του αξιώματός του. Παρακολουθεί και τώρα, όπως παλιά, τους Βραχμάνες που κουνιούνται σε μια αιώρα, κρεμασμένη ανάμεσα σε δυο ψηλά κατάρτια, από τα οποία το καθένα έχει ύψος κάπου ενενήντα πόδια αλλά του επιτρέπεται να κάθεται αντί να στέκεται και, παρόλο που το κοινό περιμένει να έχει το δεξί του πόδι πάνω στο αριστερό του γόνατο κατά τη διάρκεια όλης της τελετής, αυτός δε διατρέχει κίνδυνο τιμωρίας, αν ακουμπήσει το κουρασμένο του πόδι στο έδαφος, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του λαού. Και άλλα σημάδια επίσης μιλούν για την εισβολή των ιδεών και του πολιτισμού της Δύσης στην Ανατολή. Οι δημόσιοι δρόμοι που οδηγούν στη σκηνή της τελετής φράζονται με αμάξια, ενώ φανάρια και τηλεγραφικοί στύλοι, από τους οποίους γαντζώνονται σαν μαϊμούδες οι ένθερμοι θεατές, εξέχουν μέσα από το πυκνό πλήθος' και την ώρα που μια ρακένδυτη μπάντα του παλαιού τύπου, με επιδεικτικά κατακόκκινα και κίτρινα ρούχα, χτυπά τύμπανα και παίζει τρομπέτες αρχαίου τύπου η πομπή των στρατιωτών με τα γυμνά πόδια και τις λαμπρές στολές βαδίζει ζωηρά, κάτω από τους ζωηρούς ήχους μιας μοντέρνας στρατιωτικής μπάντας, που παίζει «Βαδίζοντας διά μέσου της Γεωργίας».
Την πρώτη μέρα του έκτου μήνα, την οποία θεωρούσαν αρχή του χρόνου, ο βασιλιάς και ο λαός της Σαμαρακάνδης φορούσαν καινούρια ρούχα κι έκοβαν τα μαλλιά και το γένι τους. Μετά πήγαιναν σ’ ένα δάσος κοντά στην πρωτεύουσα, όπου για εφτά μέρες έριχναν βέλη έφιπποι. Την τελευταία μέρα ο στόχος ήταν ένα χρυσό νόμισμα και αυτός που θα το χτυπούσε είχε το δικαίωμα να γίνει βασιλιάς για μια μέρα. Στην Άνω Αίγυπτο, την πρώτη μέρα του ηλιακού έτους, σύμφωνα με τον υπολογισμό των Κοπτών, δηλαδή στις δέκα Σεπτεμβρίου, όταν ο Νείλος έχει φτάσει στο υψηλότερο σημείο του, η κανονική κυβέρνηση σταματά τις εργασίες της για τρεις μέρες και κάθε πόλη εκλέγει το δικό της κυβερνήτη. Αυτός ο προσωρινός άρχοντας βάζει ένα είδος ψηλού σκούφου των τρελών και μια μακριά ξανθιά γενειάδα, ενώ ντύνεται μ’ έναν παράξενο μανδύα. Κρατώντας ράβδο εξουσίας και έχοντας γύρω του άντρες μεταμφιεσμένους σε γραφιάδες, δήμιους κ.τ.λ., πηγαίνει στο σπίτι του κυβερνήτη. Ο τελευταίος παραιτείται από το αξίωμα και ο ψεύτικος βασιλιάς ανεβαίνοντας στο θρόνο κάνει ένα δικαστήριο, στις αποφάσεις του οποίου ακόμα και ο κυβερνήτης με τους υπαλλήλους του οφείλουν να υπακούσουν. Μετά από τρεις μέρες ο ψεύτικος βασιλιάς καταδικάζεται σι: θάνατο. Ο παράξενος μανδύας μέσα στον οποίο ήταν κλεισμένος καίγεται, ενώ οι Φελλάχοι κυλιούνται μπροστά στις στάχτες του. Το έθιμο ίσως παραπέμπει σε κάποια παλαιότερη συνήθεια να καίγεται ένας πραγματικός βασιλιάς με μια τραγική προθυμία. Στην Ουγκάντα, οι αδελφοί του βασιλιά καίγονταν, γιατί δεν ήταν θεμιτό να χυθεί το βασιλικό αίμα.
Οι μωαμεθανοί φοιτητές του Φεξ στο Μαρόκο επιτρέπεται να διορίζουν ένα δικό τους σουλτάνο, ο οποίος βασιλεύει για μερικές εβδομάδες και είναι γνωστός ως Sultan Etulba, δηλαδή «ο Σουλτάνος των Γραφιάδων». Αυτή η σύντομη εξουσία βγαίνει σε δημοπρασία και κατακυρώνεται στον τελευταίο πλειοδότη. Αυτό έχει και μερικά ουσιαστικά προνόμια, γιατί ο κάτοχος από εκείνη τη στιγμή απαλλάσσεται από φόρους και έχει το δικαίωμα να ζητήσει μια χάρη από τον αληθινό σουλτάνο. Αυτή η χάρη σπάνια απορρίπτεται και συνήθως είναι η απελευθέρωση κάποιου φυλακισμένου. Επιπλέον οι πράκτορες του φοιτητή-σουλτάνου επιβάλλουν πρόστιμα στους καταστηματάρχες και ιδιοκτήτες κατοικιών, εναντίον των οποίων επινοούν διάφορες χιουμοριστικές επιβαρύνσεις. Ο προσωρινός σουλτάνος περιστοιχίζεται από μια πραγματική αυλή και παρελαύνει στους δρόμους με μεγαλοπρέπεια κάτω από ήχους μουσικής και επευφημίες, ενώ πάνω από το κεφάλι του κρατούν μια βασιλική ομπρέλα. Με αυτά που ονομάζουν πρόστιμα και με τις δωρεές, στις οποίες ο πραγματικός σουλτάνος προσθέτει μια γενναιόδωρη προμήθεια, οι φοιτητές έχουν αρκετά, για να ετοιμάσουν ένα θαυμάσιο συμπόσιο, όπου όλοι μαζί διασκεδάζουν με την ψυχή τους επιτρέποντας όλων των ειδών τα παιχνίδια και τις διασκεδάσεις. Κατά τις πρώτες εφτά μέρες ο ψεύτικος σουλτάνος μένει μέσα στο κολέγιο. Μετά πηγαίνει περίπου ένα μίλι έξω από την πόλη και κατασκηνώνει στην όχθη του ποταμού, ενώ συνοδεύεται από τους φοιτητές και αρκετούς από τους πολίτες. Την έβδομη μέρα της παραμονής του έξω από την πόλη τον επισκέπτεται ο πραγματικός σουλτάνος, ο οποίος ικανοποιεί το αίτημά του και του δίνει εφτά ακόμη μέρες βασιλείας, και έτσι
η βασιλεία «του Σουλτάνου των Γ ραφιάδων» διαρκεί τυπικά τρεις εβδομάδες. Αλλά, όταν περάσουν έξι μέρες της τελευταίας εβδομάδας, ο ψεύτικος σουλτάνος τρέχει πίσω στην πόλη, τη νύχτα. Αυτή η προσωρινή εξουσία του σουλτάνου πέφτει πάντοτε την άνοιξη, περίπου στις αρχές Απριλίου, και λένε ότι η αρχή της έγινε ως εξής: Όταν το 1664 ή 1665 ο Μουλάς Rasheed II πολεμούσε για το θρόνο, κάποιος Εβραίος σφετερίστηκε τη βασιλική εξουσία στην Τάζα. Αλλά η ανταρσία καταπνίγηκε γρήγορα εξαιτίιις της πίστης και της αφοσίωσης των φοιτητών, οι οποίοι κατέφυγαν σ’ ένα «πλοϊκό στρατήγημα, για να πραγματοποιήσουν το σκοπό τους. Σαράντα από αυτούς στριμώχτηκαν μέσα σε μπαούλα, τα οποία στάλθηκαν ως δώρο στο σφετεριστή. Μέσα στη νύχτα και ενώ ο ανυποψίαστος Εβραίος κοιμόταν ήρεμα ανάμεσα στα μπαούλα, τα καπάκια σηκώθηκαν σιγά σιγά και οι σαράντα γενναίοι πετάχτηκαν έξω' και, αφού φόνευσαν το σφετεριστή, κατέλαβαν την πόλη στο όνομα του αληθινού σουλτάνου, ο οποίος δείχνοντας την ευγνωμοσύνη του για τη βοήθεια που του προσφέρθηκε έδωσε το δικαίωμα στους φοιτητές να διορίζουν κάθε χρόνο ένα δικό τους σουλτάνο. Η αφήγηση έχει όλα τα στοιχεία ενός μύθου, που επινοήθηκε για να εξηγήσει ένα παλαιό έθιμο, του οποίου η πραγματική σημασία και προέλευση έχουν ξεχαστεί.
Ένα έθιμο διορισμού ψεύτικου βασιλιά για μια μόνο μέρα κάθε χρόνο τηρήθηκε στο Λοστουίθιελ της Κορνουάλης μέχρι το δέκατο έκτο αιώνα. Τη «μικρή Πασχαλιάτικη Κυριακή» οι γαιοκτήμονες της πόλης και της υπαίθρου συγκεντρώνονταν όλοι μαζί, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω των απεσταλμένων τους, και ένας από αυτούς, σε όποιον κάθε φορά έπεφτε ο κλήρος, ντυμένος χαρούμενα και ιππεύοντας με μεγαλοπρέπεια, μ’ ένα στέμμα στο κεφάλι, ένα σκήπτρο στο χέρι κι ένα ξίφος μπροστά του, διέσχιζε τον κύριο δρόμο που οδηγούσε προς την εκκλησία, ενώ τον ακολουθούσαν πειθαρχικά όλοι οι άλλοι, επίσης έφιπποι. Ο ιερέας φορώντας τα καλύτερό του ρούχα τον υποδεχόταν στην είσοδο της εκκλησίας και τον οδηγούσε, για ν’ ακούσει τη θεία λειτουργία. Φεύγοντας από την εκκλησία ο ψεύτικος βασιλιάς πήγαινε μι: την ίδια πομπή σ’ ένα σπίτι που παραχωρούνταν για τη δεξίωσή του. Εδώ, τον περίμενε, αυτόν και την ακολουθία του, μια γιορτή, κατά την οποία καθισμένος στην κεφαλή του τραπεζιού σερβιριζόταν από ανθρώπους με λυγισμένα γόνατα και με όλους τους τύπους που ταίριαζαν σ’ έναν πρίγκιπα. Η τελετή τελείωνε μι: γεύμα και κάθε άντρας γύριζε σπίτι του.
Μερικές φορές ο προσωρινός βασιλιάς ανεβαίνει στο θρόνο όχι κάθε χρόνο, αλλά μια φορά μόνο στην αρχή κάθε βασιλείας. Έτσι, στο βασίλειο των Τζάμπι της Σουμάτρας υπάρχει συνήθεια μι: την αρχή μιας καινούριας βασιλείας ν’ ανεβαίνει στο θρόνο και να ασκεί τα βασιλικά καθήκοντα για μια μόνο μέρα ένας άνθρωπος του λαού. Η προέλευση του εθίμου ερμηνεύεται από μια παράδοση κατά την οποία κάποτε ήταν πέντε γιοι βασιλικής οικογένειας, από τους οποίους οι τέσσερις μεγαλύτεροι αποκλείστηκαν από το θρόνο εξαιτίας διαφόρων σωματικών ελαττωμάτων, αφήνοντας αυτόν στο νεότερο αδελφό τους. Αλλά ο μεγαλύτερος ανέβηκε στο θρόνο για μια μέρα κι εξασφάλισε για τους διαδόχους του ένα ίδιο προνόμιο με την αρχή κάθε βασιλείας. Έτσι, το αξίωμα του προσωρινού βασιλιά είναι κληρονομικό σε μια οικογένεια συγγενή με το βασιλικό οίκο. Στο Μπιλασπούρ φαίνεται να υπάρχει το εξής έθιμο: Όταν πεθαίνει ένας Ινδός ηγεμόνας, κάποιος Βραχμάνας τρώει ρύζι από το χέρι του νεκρού ηγεμόνα και στη συνέχεια ανεβαίνει στο θρόνο για ένα χρόνο. Στο τέλος του χρόνου ο Βραχμάνας παίρνει δώρα και απομακρύνεται από την περιφέρεια, στην οποία προφανώς του απαγορεύεται να επιστρέψει. «Φαίνεται ότι επικρατεί η αντίληψη, πως το πνεύμα του Ινδού ηγεμόνα μπαίνει μέσα στο Βραχμάνα που τρώει το Khir (ρύζι και γάλα) από το χέρι του νεκρού και αυτόν το Βραχμάνα προφανώς τον παρακολουθούν προσεκτικά όλο το χρόνο και δεν του επιτρέπουν να φύγει μακριά». Το ίδιο ή παρόμοιο έθιμο πιστεύουν ότι επικρατεί στις λοφώδεις πολιτείες της Κάνγκρα. Το έθιμο της εξορίας του Βραχμάνα που αντιπροσωπεύει το βασιλιά μπορεί να είναι υποκατάστατο της θανάτωσής του. Κατά την ενθρόνιση ενός πρίγκιπα στην Καρινθία, ένας χωρικός, στην οικογένεια του οποίου το αξίωμα ήταν κληρονομικό, ανέβαινε σε ένα μαρμάρινο κάθισμα, ανάμεσα στα λιβάδια μιας μεγάλης κοιλάδας' στα δεξιά του στεκόταν μια μαύρη μητέρα-αγελάδα και στ’ αριστερά του μια αδύνατη άσχημη φοράδα, ενώ γύρω του ήταν συγκεντρωμένο ένα πλήθος χωρικών. Μετά ο μελλοντικός πρίγκιπας, ντυμένος χωρικός και κρατώντας ραβδί βοσκού, πήγαινε κοντά του, ενώ συνοδευόταν από αυλικούς και άρχοντες. Όταν ο χωρικός τον διέκρινε, φώναζε: «Ποιός είναι αυτός που βλέπω να έρχεται τόσο περήφανος;» και ο λαός απαντούσε: «Ο πρίγκιπας της χώρας». Τότε ο χωρικός παραχωρούσε, έπειτα από προτροπή, το μαρμάρινο κάθισμα στον πρίγκιπα παίρνοντας ως αντάλλαγμα εξήντα πένες, την αγελάδα, τη φοράδα καθώς και απαλλαγή από τους φόρους. Αλλά, πριν παραχωρήσει τη θέση του, έδινε στον πρίγκιπα ένα ελαφρό χτύπημα στο μάγουλο.
Μερικά σημεία γι’ αυτούς τους προσωρινούς βασιλιάδες αξίζει να τα λάβουμε ιδιαίτερα υπόψη, πριν περάσουμε σε άλλη απόδειξη. Πρώτα πρώτα, τα παραδείγματα της Καμπότζης και του Σιάμ δείχνουν καθαρά ότι οι θεϊκές ή μαγικές λειτουργίες του βασιλιά είναι αυτές που μεταβιβάζονται κυρίως στον προσωρινό του «ντίΜίταστάτη. Λυτό φαίνεται από τη δοξασία ότι, εάν ο προσωρινός βασιλιάς του Σιάμ κρατούσε το πόδι του ψηλά, κέρδιζε μια νίκη πάνω στα κακά πνεύματα' εάν πάλι το άφηνε κάτω, έβαζε σι: κίνδυνο την ύπαρξη της πολιτείας του. Η τελετή επίσης στην Καμπότζη, όπου ποδοπατούν το «βουνό του ρυζιού», και η τελετή του Σιάμ, όπου οργώνουν και σπέρνουν, είναι μαγικές ενέργειες, για να προκαλέσουν μια πλούσια συγκομιδή, όπως φαίνεται από το γεγονός, ότι εκείνοι που φέρνουν στο σπίτι λίγο από το πατημένο ρύζι ή από το σπαρμένο σπόρο πιστεύουν πως θα εξασφαλίσουν μια καλή σοδειά. Επιπλέον, όταν ο Σιαμαίος αντιπρόσωπος του βασιλιά οδηγεί το άροτρο, οι άνθρωποι τον παρακολουθούν ανήσυχα, όχι για να δουν αν ανοίγει ίσιο αυλάκι, αλλά για να επισημάνουν το ακριβές σημείο του ποδιού του όπου φτάνει ο ποδόγυρος του μεταξωτού ενδύματός του' γιατί από αυτό υποτίθεται ότι εξαρτιέται ο καιρός και η σοδειά της εποχής που ακολουθεί. Εάν ο Κύριος των Ουράνιων Φιλοξενουμένων έχει δέσει τα ρούχα του και ο ποδόγυρος είναι πάνω από τα γόνατα, ο καιρός θα είναι υγρός και πολλές βροχές θα καταστρέψουν τη συγκομιδή. Εάν πάλι ο ποδόγυρος φτάνει στον αστράγαλο, θα επακολουθήσει ξηρασία. Αλλά, εάν ο ποδόγυρος κρέμεται ακριβώς στη μέση της γάμπας του, ο καιρός θα είναι καλός και η σοδειά άφθονη. Η πορεία της φύσης και μαζί με αυτήν η ευημερία ή η συμφορά του λαού εξαρτιώνται άμεσα από την παραμικρή κίνηση ή συμπεριφορά του αντιπροσώπου του βασιλιά. Αλλά το έργο της αύξησης της σοδειάς, του οποίου την ευθύνη έχουν οι προσωρινοί βασιλιάδες, είναι μία από εκείνες τις μαγικές λειτουργίες που υποτίθεται ότι ασκούσαν οι βασιλιάδες στην πρωτόγονη κοινωνία. Ο κανονισμός, ότι ο ψεύτικος βασιλιάς έπρεπε να στέκεται με το ένα πόδι πάνω σ’ ένα ψηλό κάθισμα στον ορυζώνα, ίσως αρχικά σήμαινε μια μαγική ενέργεια, που βοηθούσε να ψηλώσουν τα σπαρτά' αυτός τουλάχιστον ήταν ο σκοπός μιας παρόμοιας τελετής που τηρήθηκε από τους παλαιούς Πρώσους. Το πιο ψηλό κορίτσι, στηριγμένο στο ένα πόδι πάνω σ’ ένα κάθισμα, με την ποδιά του γεμάτη πίτες και έχοντας μια κούπα με μπράντι στο δεξί χέρι και ένα κομμάτι από φλοιό φτελιάς ή φλαμουριάς στο αριστερό, προσευχόταν στο θεό Ουεϊζγκάνθος να γίνει το λινάρι τόσο ψηλό, όσο ήταν το δικό του μπόι, όπως στεκόταν πάνω στο κάθισμα. Μετά, αφού έπινε το περιεχόμενο της κούπας, τηνξαναγέμιζε και την άδειαζε στο έδαφος σαν μια προσφορά στον Ουεϊζγκάνθος, ενώ στη συνέχεια έριχνε κάτω τις πίτες για τα πνεύματα που ακολουθούσαν το θεό. Εάν η κόρη κατόρθωνε να μείνει στηριγμένη στο ένα πόδι σε όλη τη διάρκεια της τελετής, αυτό ήταν καλός οιωνός και σήμαινε ότι η συγκομιδή του λιναριού θα ήταν καλή' αλλά, αν άφηνε το πόδι της κάτω, υπήρχε κίνδυνος η συγκομιδή να καταστραφεί. Την ίδια ίσως σημασία έχει και η ταλάντευση εκείνη των Βραχμάνων, την οποία άλλοτε παρακολουθούσε ο Κύριος των Ουράνιων Φιλοξενούμενων, ενώ στεκόταν στο ένα πόδι. Σύμφωνα με τις αρχές της ομοιοπαθητικής ή μιμητικής μαγείας, ίσως να πίστευαν ότι, όσο πιο ψηλά κουνιόνταν οι ιερείς, τόσο πιο ψηλό θα γινόταν το ρύζι. Γιατί η τελετή περιγράφεται ως γιορτή συγκομιδής και οι Λεττονοί της Ρωσίας χρησιμοποιούν την ταλάντευση με τη βεβαιωμένη πρόθεση να επηρεάσουν την ανάπτυξη της σοδειάς. Την άνοιξη και στις αρχές του καλοκαιριού, ανάμεσα στο Πάσχα και στη γιορτή του Αγ. Ιωάννου (θερινό ηλιοστάσιο), κάθε Λεττονός χωρικός λένε ότι αφιερώνει ώρες της αργίας του, για να κουνιέται σε κούνιες' γιατί, όσο πιο πολύ υψώνεται στον αέρα, τόσο πιο ψηλό θα γίνει το λινάρι του αυτή την περίοδο.
Στις προηγούμενες περιπτώσεις ο προσωρινός βασιλιάς διορίζεται, σύμφωνα μ’ ένα έθιμο, κανονικά κάθε χρόνο. Αλλά σε άλλες περιπτώσεις ο διορισμός γίνεται μόνο σε έκτακτη ανάγκη, όπως για ν’ ανακουφίσει τον πραγματικό βασιλιά από κάποιο πραγματικό ή επικείμενο κακό, το οποίο στρέφει σ’ έναν αντικαταστάτη, ο οποίος παίρνει τη θέση του στο θρόνο για κάποιο σύντομο διάστημα. Η ιστορία της Περσίας παρέχει παραδείγματα τέτοιων ευκαιριακών αναπληρωτών του Σάχη. Έτσι, όταν το 1591 ο Σάχης Αμπάς ο Μέγας προειδοποιήθηκε από τους αστρολόγους του ότι τον απειλούσε ένας σοβαρός κίνδυνος, προσπάθησε ν’ αποτρέψει τον οιωνό εγκαταλείποντας το θρόνο και διορίζοντας κάποιον άπιστο με το όνομα Yusoofee, προφανώς χριστιανό, για να βασιλεύσει στη θέση του. Ο αντικαταστάτης στέφθηκε και για τρεις μέρες, αν μπορούμε να βασιστούμε στους Πέρσες ιστορικούς, απόλαυσε όχι μόνο το όνομα και τη θέση αλλά και τη δύναμη του βασιλιά. Στο τέλος της σύντομης βασιλείας του θανατώθηκε. Έτσι, με αυτή τη θυσία εκπληρώθηκε η πρόβλεψη των άστρων' και ο Αμπάς, που ανέβηκε πάλι στο θρόνο του στην πιο ευνοϊκή στιγμή, πήρε υπόσχεση από τους αστρολόγους του για μια μεγάλη και ένδοξη βασιλεία.



SIR JAMES GEORGE FRAZER
Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΛΩΝΟΣ
ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
ΤΟΜΟΣ Β'
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΠΟΝΙΤΑ ΜΠΙΚΑΚΗ
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ – ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΜΑΤΖΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΑΤΗ 1991


SIR JAMES GEORGE FRAZER

Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Υποδείξεις σχετικά με τη μελέτη της Κυριακής Προσευχής – ΠΗΤΕΡ ΟΥΣΠΕΝΣΚΥ



Μου έχουν κάνει πολλές ερωτήσεις, μερικές απ' αυτές πολύ αφελείς, διάφοροι άνθρωποι που προσπάθησαν να καταλάβουν την Κυριακή Προσευχή και που ήρθαν σε μένα να τους εξηγήσω τι σημαίνει η μία φράση ή η άλλη. Για παράδειγμα, με ρώτησαν τι σημαίνει «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς», ποιοι είναι οι «οφειλέται ημών», τι είναι «τα οφειλήματα ημών» κ.ο.κ. - σαν να μπορούσε να ερμηνευτεί η Κυριακή Προσευχή με «σκέτα λόγια». Πρέπει να καταλάβετε πρώτα απ' όλα, ότι οι συνηθισμένες, σκέτες λέξεις δεν είναι δυνατόν να εξηγήσουν τίποτε σε σχέση με την Κυριακή Προσευχή. Είναι απαραίτητη κάποια προπαρασκευαστική κατανόηση. Τότε μπορεί να επέλθει παραπέρα κατανόηση, αλλά μόνο σαν αποτέλεσμα προσπάθειας και σωστής στάσης.
Η Κυριακή Προσευχή μπορεί να θεωρηθεί σαν παράδειγμα άλυτου προβλήματος. Έχει μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες, μαθαίνεται απ' έξω, επαναλαμβάνεται κάθε μέρα, και όμως οι άνθρωποι δεν έχουν την παραμικρή ιδέα του τι σημαίνει, στην πραγματικότητα. Το γεγονός ότι δεν καταλαβαίνουμε το νόημά της συνδέεται με τη γενική μας αδυναμία να καταλάβουμε την Καινή Διαθήκη. Αν θυμάστε, σε μια άλλη συζήτηση, ολόκληρη η Καινή Διαθήκη, δόθηκε σαν ένα παράδειγμα αντικειμένικής τέχνης, δηλαδή, έργο ανώτερου νου. Πως μπορούμε λοιπόν να περιμένουμε να καταλάβουμε με το συνηθισμένο μας νου αυτό που διατυπώθηκε και δόθηκε από ανώτερο νου;
Αυτό που μπορούμε να κάνουμε, είναι να προσπαθήσουμε να ανυψώσουμε το νου μας στο επίπεδο σκέψης ανώτερου νου. Και μολονότι δεν το αντιλαμβανόμαστε, αυτό είναι δυνατόν με πολλούς και διάφορους τρόπους. Στα μαθηματικά, για παράδειγμα, μπορούμε να ασχοληθούμε με την έννοια του απείρου – με απείρως μικρά και απείρως μεγάλα μεγέθη, που δεν σημαίνουν τίποτε για το συνηθισμένο μας νου. Και αυτό που είναι δυνατόν στα μαθηματικά, είναι δυνατόν και για μας, αν ξεκινήσουμε με το σωστό τρόπο και συνεχίσουμε επίσης με το σωστό τρόπο.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να καταλάβουμε και να θυμόμαστε, για να μπορέσουμε να μελετήσουμε την Κυριακή Προσευχή, είναι η διαφορά ανάμεσα στη θρησκευτική γλώσσα και στη γλώσσα του συστήματος.
Τι είναι θρησκεία; Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται πολύ συχνά. Υπάρχουν άνθρωποι που την χρησιμοποιούν κάθε μέρα, αλλά δεν μπορούν να ορίσουν το νόημά της.
Στο σύστημα αυτό ακούσαμε ότι η θρησκεία είναι διαφορετική για διαφορετικούς ανθρώπους, ότι υπάρχει θρησκεία του ανθρώπου Νο 1, θρησκεία του ανθρώπου Νο 2, θρησκεία του ανθρώπου Νο 3 κ.ο.κ. Πως όμως μπορούμε να ορίσουμε τη διαφορά ανάμεσά τους; Πριν φτάσουμε σε ορισμούς, πρέπει να καταλάβουμε πρώτα απ' όλα, ότι το πιο απαραίτητο στοιχείο σε όλες τις γνωστές μας θρησκείες είναι η ιδέα του Θεού – ενός Θεού με τον οποίο μπορούμε να βρισκόμαστε σε προσωπική σχέση, στον οποίο μπορούμε, κατά κάποιο τρόπο, να μιλάμε, που μπορούμε να τον παρακαλέσουμε να μας βοηθήσει, και που μπορούμε να πιστεύουμε στη δυνατότητα ότι θα μας βοηθήσει. Ένα αναπόσπαστο μέρος της θρησκείας είναι η πίστη στο Θεό, δηλαδή, σε ένα Ανώτερο Ον, παντοδύναμο και πανταχού παρόν, που μπορεί να μας βοηθήσει σε ό,τι επιθυμούμε ή θέλουμε να κάνουμε.
Δεν μιλάω από την άποψη του αν αυτό είναι σωστό ή λάθος, δυνατόν ή αδύνατον. Λέω απλώς ότι η πίστη, δηλαδή η πίστη στο Θεό και στη δύναμή Του να μας βοηθήσει, είναι ουσιαστικό μέρος της θρησκείας.
Η προσευχή αποτελεί επίσης αναπόσπαστο μέρος κάθε θρησκείας. Αλλά η προσευχή μπορεί να διαφέρει πολύ. Η προσευχή μπορεί να είναι μια αίτηση βοήθειας σε οτιδήποτε μπορεί να επιχειρήσουμε, και επίσης, μέσω της εργασίας σε σχολή, η προσευχή να αποτελέσει βοήθεια καθαυτή. Μπορεί να γίνει όργανο εργασίας και να χρησιμοποιηθεί για το ξαναζωντάνεμα των ιδεών του συστήματος. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανάμνηση του εαυτού και για να μας θυμίζει τον ύπνο μας και την ανάγκη να ξυπνήσουμε.
Ταυτόχρονα, οι εκφράσεις της θρησκευτικής γλώσσας δεν είναι δυνατόν να μεταφραστούν ακριβώς στη γλώσσα του συστήματος. Πρώτον, επειδή στη θρησκεία υπάρχει το στοιχείο της πίστης και, δεύτερον, επειδή στη θρησκεία και στη θρησκευτική γλώσσα γίνονται δεκτά και υπολογίζονται ορισμένα γεγονότα που στο σύστημα θεωρούνται λογικώς απαράδεκτα ή ασυμβίβαστα. Παρόλα αυτά, θα ήταν λάθος να πούμε ότι η θρησκεία και το σύστημα είναι ασυμβίβαστα ή αντιφατικά. Μόνο που πρέπει να μάθουμε να μην μπερδεύουμε τις δύο γλώσσες. Αν αρχίσουμε να τις μπερδεύουμε, θα καταστρέψουμε κάθε χρήσιμο συμπέρασμα που θα μπορούσε να βγει από τη μια ή την άλλη πλευρά.
Ξαναγυρίζοντας στην ιδέα του Θεού, μια ιδέα που είναι αδιαχώριστη από τη θρησκεία και τη θρησκευτική γλώσσα, πρέπει πρώτα να ρωτήσουμε τον εαυτό μας πως είναι δυνατόν να διαιρεθούν οι θρησκείες με γενικό ή ιστορικό τρόπο. Μπορεί να διαιρεθούν σε θρησκείες με ένα Θεό και σε θρησκείες με πολλούς θεούς. Αλλά ακόμη και στη διαίρεση αυτή, πρέπειν να θυμόμαστε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη συνηθισμένη κατανόηση του συστήματος για τις ίδιες ιδέες. Αν και υπάρχουν ορισμένες διαφορές μεταξύ θεών – όπως, για παράδειγμα στην ελληνική μυθολογία – στη συνηθισμένη κατανόηση του πολυθεϊσμού, όλοι οι θεοί βρίσκονται λίγο-πολύ στο ίδιο επίπεδο. Από την άποψη του συστήματος που περιλαμβάνει την ιδέα των διαφορετικών κλιμάκων και των διαφορετικών νόμων στα διάφορα επίπεδα, έχουμε τελείως διαφορετική κατανόηση της αλληλεξάρτησης των θεών.
Αν πάρουμε το Απόλυτο σαν Θεό, μπορούμε να δούμε ότι δεν έχει σχέση με μας. Το Απόλυτο είναι Θεός των Θεών. Σχετίζεται μόνο με τον επόμενο κόσμο, δηλαδή με τον Κόσμο 3. Ο Κόσμος 3 είναι Θεός του επόμενου κόσμου, του Κόσμου 6, καθώς και όλων των άλλων Κόσμων που ακολουθούν, αλλά σε όλο και πιο μικρό βαθμό. Μετά, ο Γαλαξίας, ο Ήλιος, οι Πλανήτες, η Γη και η Σελήνη είναι όλα θεοί, που το καθένα περιλαμβάνει μέσα του μικρότερους θεούς. Η Ακτίνα της Δημιουργίας σαν σύνολο, αν την πάρουμε σαν μια τριάδα, είναι, επίσης, Θεός: Θεός, ο Άγιος, Θεός ο Ισχυρός, Θεός ο Αθάνατος.
Μπορούμε λοιπόν να διαλέξουμε σε ποιο επίπεδο επιθυμούμε να πάρουμε το Θεό, αν θέλουμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη «Θεός» με τη θρησκευτική του έννοια, δηλαδή, με την έννοια ενός Θεού που έχει άμεση πρόσβαση στη ζωή μας. Από την άποψη του συστήματος, δεν έχουμε τίποτε για να αποδείξουμε ότι οποιοσδήποτε απ' αυτούς του κόσμους είναι δυνατόν να έχει προσωπική σχέση με μας. Αλλά υπάρχει θέση για το Θεό στο σύστημα.
Στην πλάγια οκτάβα που αρχίζει από τον Ήλιο σαν «ντο», υπάρχουν δύο τελείως άγνωστα σημεία, σχετικά με τα οποία δεν έχουμε υλικό για να σκεφτούμε. Η οκτάβα αρχίζει σαν ντο στον Ήλιο, μετά, γίνεται σι στο επίπεδο των Πλανητών. Στη Γη γίνεται λα – σολ – φα, που αποτελεί την οργανική ζωή, η οποία περιλαμβάνει και τον άνθρωπο. Όταν το κάθε μεμονωμένο ον στο ανθρώπινο, στο ζωικό και στο φυτικό βασίλειο πεθαίνει, το σώμα – ή αυτό που απομένει από το σώμα – πηγαίνει στη Γη και γίνεται μέρος της Γης, και η ψυχή πηγαίνει στη Σελήνη και γίνεται μέρος της Σελήνης. Από αυτό μπορούμε να καταλάβουμε το μι και το ρε. Αλλά για το σι και το ντο δεν ξέρουμε τίποτε απολύτως. Οι δύο αυτές νότες μπορεί να γίνουν η αιτία πολλών υποθέσεων για την πιθανή θέση ενός θεού ή θεών που έχουν κάποια σχέση με μας μέσα στην Ακτίνα της Δημιουργίας.
Και τώρα, έχοντας υπόψη μας όλα αυτά, μπορούμε να έρθουμε στη μελέτη της Κυριακής Προσευχής.
Το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι να εξακριβώσουμε γιατί και πότε δόθηκε. Ξέρουμε ότι δόθηκε για να αντικαταστήσει πολλές άσκοπες προσευχές.
Μετά θα πρέπει να προσέξουμε πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία μέσα στην ίδια την Κυριακή Προσευχή και στην πολύ ειδική διάρθρωση που έχει. Και από την κατανόησή μας αυτής της διάρθρωσης, και ιδιαίτερα από τη γνώση μας του Νόμου του Τρία, ίσως μπορέσουμε να αντιληφθούμε ότι, από την άποψη του συστήματος, υπάρχει δυνατότητα ανάπτυξης της κατανόησής μας με την κατανόηση της Κυριακής Προσευχής.
Όπως πολλά μαθηματικά προβλήματα, η μελέτη της Κυριακής Προσευχής πρέπει να αρχίσει με μια σωστή διάταξη των μερών του προβλήματος. Προσέχουμε αμέσως δύο ενδιαφέροντα πράγματα: Πρώτον, ότι η Κυριακή Προσευχή διαιρείτε σε τρία μέρη που αποτελούνται από τρία μέρη το καθένα, και δεύτερον, ότι στην Κυριακή Προσευχή υπάρχουν ορισμένες λέξεις – κλειδιά, δηλαδή, λέξεις που εξηγούν άλλες λέξεις στις οποίες αναφέρονται. Δεν μπορούμε να ονομάσουμε τη διαίρεση δια του τρία τρεις τριάδες, διότι δεν ξέρουμε τη μεταξύ τους σχέση και δεν μπορούμε να δούμε τις δυνάμεις. Μπορούμε μόνο να δούμε ότι υπάρχουν τρία μέρη.
Αν διαβάσετε τα τρία πρώτα αιτήματα μαζί, σαν ένα μέρος, θα δείτε πολλά, που δεν μπορείτε να δείτε να τα διαβάζετε με το συνηθισμένο τρόπο.
1.Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς. Αγιασθήτω το όνομά σου.
2.ελθέτω η βασιλεία σου
3.γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης.
Στο πρώτο αίτημα, «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς. Αγιασθήτω το όνομά σου», το άμεσο ερώτημα είναι, ποιος είναι ο «Πατήρ ημών»; Η λέξη-κλειδί είναι «ουρανοί». Τι σημαίνει «εν τοις ουρανοίς»; Αν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σ' αυτή την ερώτηση από την άποψη της Ακτίνας της Δημιουργίας, ίσως μπορέσουμε να καταλάβουμε κάτι. Ζούμε στη Γη, και «ουρανοί» πρέπει να σημαίνει ανώτερα επίπεδα, δηλαδή, τους Πλανήτες, τον Ήλιο ή το Γαλαξία. Η ιδέα των «ουρανών» προϋποθέτει ορισμένες δυνάμεις, ή κάποιο νου ή πνεύματα σ' αυτά τα ανώτερα επίπεδα, στα οποία, κατά κάποιο τρόπο, η Κυριακή Προσευχή μας συμβουλεύει να κάνουμε έκκληση. Η λέξη «ουρανοί» δεν είναι δυνατόν να αναφέρεται σε οτιδήποτε στο επίπεδο της Γης. Αλλά αν αντιληφθούμε ότι οι κοσμικές δυνάμεις που συνδέονται με το Γαλαξία, τον Ήλιο ή τους Πλανήτες είναι πολύ μεγάλες για να έχουν οποιαδήποτε σχέση με μας, τότε μπορούμε να αναζητήσουμε τη θέση του «Πατρός ημών του εν τοις ουρανοίς» στο ντο ή στο σι της πλάγιας οκτάβας – ή μπορούμε πάλι να την αφήσουμε στις ανώτερες περιοχές.
Στις λέξεις που ακολουθούν δεν υπάρχει τίποτεε προσωπικό. «Αγιασθήτω το όνομά σου», είναι η έκφραση μιας επιθυμίας για την ανάπτυξη της σωστής στάσης προς το Θεό, και για μια καλύτερη κατανόηση της ιδέας του Θεού ή Ανώτερου Νου, και η επιθυμία αυτή για ανάπτυξη προφανώς αναφέρεται σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Το δεύτερο αίτημα, «ελθέτω η βασιλεία σου», είναι η έκφραση μιας επιθυμίας για την ανάπτυξη του εσωτερισμού. Στο βιβλίο μου «Ένα νέο πρότυπο του σύμπαντος», προσπάθησα να εξηγήσω ότι η βασιλεία των ουρανών θα μπορούσε να σημαίνει τον εσωτερισμό, δηλαδή, ένα ορισμένο μέρος της ανθρωπότητας που διέπεται από ιδιαίτερους νόμους.
Το τρίτο αίτημα, «γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης», είναι η έκφραση μιας επιθυμίας για τη μετάβαση της Γης σε ανώτερο επίπεδο, κάτω από την άμεση βούληση του Ανώτερου Νου. «Γενηθήτω το θέλημά σου» αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να συμβεί αλλά δεν έχει συμβεί ακόμη. Αυτά τα τρία αιτήματα αναφέρονται σε συνθήκες που μπορεί να έρθουν αλλά που δεν έχουν ακόμη εκπληρωθεί.
Το πρώτο αίτημα του δεύτερου μέρους της Κυριακής Προσευχής είναι:
«Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον».
Η λέξη «επιούσιος» δεν υπάρχει στο πιο παλιό ελληνικό και λατινικό κείμενο. Η σωστή λέξη, που αργότερα αντικαταστάθηκε από το «επιούσιος», είναι «υπερούσιος». Το σωσο κείμενο θα έπρεπε να είναι: «Τον άρτον ημών των υπερούσιον δος ημίν σήμερον». «Υπερούσιος», ή «πνευματικός» όπως λένε μερικοί, μπορεί να αναφέρεται σε ανώτερη τροφή, σε ανώτερα υδρογόνα, σε ανώτερες επιδράσεις ή σε ανώτερη γνώση.
Τα δύο επόμενα αιτήματα σ' αυτό το δεύτερο μέρος,
«και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», και
«και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού»,
είναι τα πιο δυσκολονόητα ή τα πιο δυσεξήγητα. Είναι ιδιαίτερα δύσκολα, διότι το συνηθισμένο τους νόημα, όπως γενικά γίνεται δεκτό, δεν έχει καμιά σχέση με το πραγματικό νόημα. Όταν οι άνθρωποι σκέφτονται τις λέξεις, «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών»με το συνηθισμένο τρόπο, αρχίζουν αμέσως να κάνουν λογικά και ψυχολογικά λάθη. Πρώτα απ' όλα, παίρνουν σαν δεδομένο ότι μπορούν να συγχωρούν «οφειλήματα» και να τους συγχωρούν δικά τους «οφειλήματα». Αυτό αποτελεί πλάνη και δεν έχει απολύτως καμία βάση. Αν σκεφτούν τον εαυτό τους, αν μελετήσουν τον εαυτό τους, αν παρατηρήσουν τον εαυτό τους, θα δουν πολύ σύντομα ότι δεν μπορούν να συγχωρήσουν οποιαδήποτε οφειλήματα, ακριβώς όπως δεν μπορούν να κάνουν τίποτε.
Για να πράττει και για να συγχωρεί κανείς, πρέπει πρώτα απ' όλα να μπορεί να θυμάται τον εαυτό του, πρέπει να είναι σε εγρήγορση και πρέπει να έχει θέληση. Όπως είμαστε τώρα, έχουμε χιλιάδες διαφορετικές θελήσεις, και ακόμη κι αν μια απ' αυτές τις θελήσεις θέλει να συγχωρήσει, υπάρχουν πάντοτε πολλές άλλες που δεν θέλουν να συγχωρήσουν και που θα νομίζουν ότι η συγχώρηση είναι αδυναμία, ασυνέπεια ή και έγκλημα. Και το πιο παράξενο είναι ότι μερικές φορές είναι πραγματικά έγκλημα να συγχωρεί κανείς. Εδώ φτάνουμε σε ένα ενδιαφέρον σημείο. Δεν ξέρουμε αν είναι καλό να συγχωρούμε ή όχι, αν είναι καλο να συγχωρούμε πάντοτε, ή αν σε μερικές περιπτώσεις είναι καλύτερα να συγχωρούμε και σε άλλες να μη συγχωρούμε. Αν το σκεφτούμε περισσότερο, ίσως καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ακόμη κι αν μπορούσαμε να συγχωρήσουμε, πιθανόν θα ήταν καλύτερα να περιμένουμε ώσπου να μάθουμε περισσότερα, δηλαδή, ώσπου να μάθουμε σε ποιες περιπτώσεις είναι καλύτερα να συγχωρούμε και σε ποιες περιπτώσεις είναι καλύτερα να μη συγχωρούμε.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να θυμηθούμε τα όσα είπαμε σχετικά με τις θετικές και αρνητικές στάσεις και θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι οι θετικές στάσεις δεν είναι πάντοτε σωστές. Οι αρνητικές στάσεις είναι μερικές φορές απαραίτητες για μια σωστή κατανόηση. Επομένως, αν το να «συγχωρούμε» σημαίνει πάντοτε να έχουμε θετική στάση, τότε, το να συγχωρούμε, μπορεί μερικές φορές να αποτελεί μεγάλο σφάλμα.
Πρέπει να καταλάβουμε, ότι το να συγχωρούμε αδιάκριτα, μπορεί να είναι χειρότερο από το να μην συγχωρούμε καθόλου. Και αυτή η αντίληψη μπορεί να μας οδηγήσει στη σωστή άποψη της δικής μας θέσης σε σχέση με τα δικά μας «οφειλήματα». Ας υποθέσουμε για μια στιγμή, ότι υπήρχε στην πραγματικότητα κάποια καλοπροαίρετη και μάλλον ανόητη θεότητα, που θα μπορούσε να συγχωρεί τα «οφειλήματά» μας, και που πραγματικά θα τα συγχωρούσε και θα τα έσβηνε. Αυτό θα ήταν η μεγαλύτερη συμφορά που θα μπορούσαμε να πάθουμε. Δεν θα είχαμε κίνητρο τότε, και δεν θα υπήρχε λόγος για να εργαστούμε. Θα μπορούσαμε να εξακολουθούμε να κάνουμε τα ίδια λάθη και, στο τέλος, να παίρνουμε συγχώρηση. Μια τέτοια δυνατότητα είναι τελείως αντίθετη με οποιαδήποτε ιδέα της εργασίας. Στην εργασία πρέπει να ξέρουμε ότι τίποτε δεν θα συγχωρηθεί. Μόνο αυτή η γνώση θα μας δώσει πραγματικό κίνητρο για να εργαστούμε, και τουλάχιστον θα μας εμποδίσει να επαναλαμβάνουμε τα ίδια πράγματα, που ξέρουμε ήδη ότι είναι λάθος.
Είναι ενδιαφέρον να εξετάσουμε τις σχολές από την άποψη αυτή και να τις συγκρίνουμε με τη συνηθισμένη ζωή. Στη ζωή οι άνθρωποι μπορεί να περιμένουν συγχώρηση, ή να ελπίζουν τουλάχιστον πως θα συγχωρηθούν. Στη σχολή δεν συγχωρείται τίποτε. Αυτό αποτελεί ουσιαστικό μέρος ενός συστήματος σχολής, μεθόδου σχολής και οργάνωσης σχολής. Οι σχολές υπάρχουν ακριβώς για να μη συγχωρούν, και γι αυτό το λόγο μπορεί κανείς να ελπίζει και να περιμένει ότι θα κερδίσει κάτι από μια σχολή. Αν υπήρχε συγχώρηση μέσα στις σχολές, δεν θα υπήρχε λόγος για να υπάρχουν αυτές.
Το εσωτερικό νόημα του «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», αναφέρεται, στην πραγματικότητα, σε επιδράσεις, δηλαδη, σε επιδράσεις από ανώτερα επίπεδα. Μπορούμε να έλκουμε προς τον εαυτό μας ανώτερες επιδράσεις, μόνο αν μεταβιβάζουμε σε άλλους ανθρώπους τις επιδράσεις που δεχόμαστε ή έχουμε δεχτεί. Οι λέξεις αυτές έχουν και πολλά άλλα νοήματα, αλλά αυτή είναι η αρχή του πως να τις καταλαβαίνουμε.
Το τρίτο αίτημα αυτό του δεύτερου μέρους είναι:
«Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού».
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος πειρασμός μας; Πιθανότατα είναι ο ύπνος. Οι πρώτες λοιπόν λέξεις είναι κατανοητές - « βοήθησέ μας να κοιμόμαστε λιγότερο, ή βοήθησέ μας να ξυπνάμε μερικές φορές». Το επόμενο μέρος είναι πιο δύσκολο. Λέει: «Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού». Ενδεχομένως θα έπρεπε να είναι: «και ρύσαι ημάς από του πονηρού». Υπάρχουν πολλές ερμηνείες αυτού του «αλλά», αλλά καμιά απ' αυτές δεν είναι αρκετά ικανοποιητική όπως μεταφράζεται στη συνηθισμένη γλώσσα, γι' αυτό θα το αφήσω προς το παρόν.
Το κύριο ερώτημα είναι, τι σημαίνει «πονηρόν». Μια πιθανή ερμηνεία είναι ότι σε σχέση με το συνηθισμένο πειρασμό, που δεν είναι παρά ο ύπνος, «πονηρόν» σημαίνει να αφήνει κανείς τον εαυτό του να τον πάρει πάλι ο ύπνος όταν έχει ήδη αρχίσει να ξυπνάει. Μπορεί να σημαίνει το να εγκαταλείπει κανείς την εργασία όταν έχει ήδη καταλάβει την αναγκαιότητα να εργάζεται, το να εγκαταλείπει τις προσπάθειες αφού είχε αρχίσει να κάνει προσπάθειες και, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το να αρχίσει να κάνει ανόητα και επιβλαβή πράγματα, όπως το να πηγαίνει κόντρα στους κανόνες της σχολής και να δικαιολογεί τον εαυτό του που το κάνει. Μπορεί κανείς να βρει πολλά παραδείγματα του είδους αυτού στις πράξεις ανθρώπων που εγκαταλείπουν την εργασία και, ιδιαίτερα, στις διάφορες ερμηνείες που δίνουν γι' αυτό.
Τέλος, το τρίτο μέρος της Κυριακής Προσευχής, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι αναφέρεται σε μια μελλοντική τάξη πραγμάτων και όχι στην τωρινή τάξη.
1.Ότι σου εστίν η βασιλεία
2.και η δύναμις
3.και η δόξα εις τους αιώνας. αμήν,
προϋποθέτει ότι η επιθυμία που εκφράζεται στο πρώτο μέρος της Προσευχής έχει ήδη πραγματοποιηθεί, έχει ήδη εκπληρωθεί. Στην πραγματικότητα, οι λέξεις αυτές είναι δυνατόν να αναφέρονται μόνο στο μέλλον.
Τελικά, ολόκληρη η Κυριακή Προσευχή μπορεί να θεωρηθεί μια τριάδα. Όχι με την έννοια ότι ένα μέρος είναι ενεργητική δύναμη, ένα άλλο μέρος παθητική δύναμη και ένα τρίτο μέρος εξουδετερωτική δύναμη, διότι όλες οι σχέσεις πιθανόν να αλλάζουν με την αλλαγή στο κέντρο βάρους της προσοχής. Αυτό σημαίνει ότι, από μόνη της, καθεμιά απ' αυτές τις τρεις διαιρέσεις ή μέρη, μπορεί να ληφθεί σαν μια δύναμη και ότι μαζί μπορεί να αποτελούν τριάδα.

*
Αυτές οι πολύ μεγάλες ιδέες εκφράζονται με τη μορφή προσευχής. Όταν αποκρυπτογραφήσουμε αυτή την ιδέα της προσευχής, η προσευχή με την έννοια της ικεσίας, εξαφανίζονται.
Ερ. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο να συγχωρούμε και να μας συγχωρούν;
Απ. Υποκείμενο και αντικείμενο. Αλλά δεν είναι δυνατόν να μας συγχωρούν. Κάναμε κάτι και, σύμφωνα με το νόμο της αιτίας και του αποτελέσματος, θα προκληθεί κάποιο αποτέλεσμα. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε το νόμο, αλλά μπορούμε να γίνουμε ελεύθεροι – να ξεφύγουμε απ' αυτόν. Μπορούμε να αλλάξουμε το παρόν, μέσω του παρόντος το μέλλον, και μέσω του μέλλοντος το παρελθόν. Πρέπει να πληρώσουμε τα «οφειλήματά» μας. Πληρώνοντάς τα, αλλάζουμε το παρελθόν, αλλά υπάρχουν διάφοροι τρόποι πληρωμής.
Ερ. Ποιοι είναι οι διάφοροι τρόποι για να πληρώνουμε τα χρέη μας;
Απ. Μηχανικά ή συνειδητά. Τα πληρώνουμε όπως και να έχει το πράγμα. Ή περιμένοντας τα αποτελέσματα των αιτιών και πληρώνοντας με άλλο τρόπο. Το σήμερα είναι το αποτέλεσμα κάποιου παρελθόντος. Αν αλλάξουμε το σήμερα, αλλάζουμε το παρελθόν.
Ερ. Η αλλαγή του παρελθόντος είναι η πάλη ενάντια στον τρόπο με τον οποίο πηγαίνουν τα πράγματα;
Απ. Αυτό δεν είναι παρά το ξεκίνημα. Χρειάζονται οπωσδήποτε θετικά συναισθήματα και ανώτερες επιδράσεις. Χωρίς αυτά, δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτε. Υπάρχουν διάφορα στάδια. Αυτό δεν γίνεται αμέσως. Η εργασία είναι απαραίτητη. Έχω δώσει μερικές αρχές. Είναι ανάγκη να δούμε πως μπορούμε να το επιτύχουμε αυτό.
Υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα εδώ. Για παράδειγμα δεν υπάρχει η λέξη «εγώ» ή «εμένα» στην Κυριακή Προσευχή. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν προσωπικά χατήρια – όλοι οι άνθρωποι βρίσκονται στην ίδια σχέση με τις ανώτερες δυνάμεις, όλοι χρειάζονται τα ίδια πράγματα.



ΠΗΤΕΡ ΟΥΣΠΕΝΣΚΥ
Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 1988

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Ένας αναγνώστης - ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ

ΑΛΛΟΙ, ας καυχηθούν για τις σελίδες που έχουν γράψει.
Εγώ, είμαι υπερήφανος για κείνες που έχω διαβάσει.
Μπορεί να μην υπήρξα φιλόλογος
ή να μην έχω ερευνήσει τις πτώσεις, τις εγκλίσεις τις δύσκολες μεταφωνίες των γραμμάτων,
το δέλτα που μετατρέπεται σε ταυ
την ισοδυναμία του χι με το κάππα,
αλλά, χρόνο με το χρόνο, μ' έχει κυριέψει
ένα πάθος για τη γλώσσα.
Τις νύχτες μου γεμίζει ο Βιργίλιος.
έχοντας μάθει κάποτε και έχοντας ξεχάσει τα λατινικά
μένει κάποιο όφελος, γιατί η λησμονιά
είναι μια από τις πλευρές της μνήμης, το αχανές κελάρι της,
η άλλη όψη, η μυστική, του νομίσματος.
Και καθώς έσβηναν από τα μάτια μου
οι πρόσκαιρες αγαπημένες μορφές, 
τα πρόσωπα, οι σελίδες,
αφοσιώθηκα στη μελέτη της δύσκαμπτης γλώσσας
που χρησιμοποιούσανε οι πρόγονοί μου τραγουδώντας
για σπαθιά και μοναξιές,
και τώρα, ύστερα από εφτά αιώνες,
από την Έσχατη Θούλη,
φτάνει ως εμένα η φωνή σου, Σνόρρι Στούρλουσον.
Ο νέος, ανοίγοντας το βιβλίο, σπουδάζει έναν συγκεκριμένο κλάδο
ζητώντας να αποκομίσει μια επακριβή γνώση.
Στην ηλικία τη δική μου, κάθε τέτοιο τόλμημα είναι μια περιπέτεια
που αγγίζει τα όρια της απόγνωσης.
Δεν θα μπορέσω ποτέ ν' αποκρυπτογραφήσω τις πανάρχαιες γλώσσες του Βορρά,
κι ούτε να βυθίσω τα άπληστα χέρια μου στο χρυσάφι του Σιγκουρντ.
Το έργο που αναλαμβάνω είναι ανεξάντλητο
και θα με συντροφέψει ως το τέλος,
πάντα το ίδιο αινιγματικό καθώς το σύμπαν ή και καθώς εγώ, ο αρχάριος.



ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ
ΤΟ ΕΚΓΩΜΙΟ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΨΙΛΟΝ/ΒΙΒΛΙΑ

Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΡΕΑΣ Ή ΚΥΒΕΛΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ – ALEXANDER HISLOP



Σ’ εκείνους που δεν ήταν μυημένοι, στο δόγμα της Ελλάδας και της Ρώμης, οι χαρακτήρες της Κυβέλης, μητέρας των θεών και της Αφροδίτης, θεάς του Έρωτα, γενικά, είναι πολύ ευδιάκριτοι, σε βαθμό που μερικοί άνθρωποι να μην το βρίσκουν καθόλου δύσκολο να ταυτίσουν αυτές τις δύο θεότητες. Η λίγη δυσκολία, όμως, θα εξουδετερωθεί αν ληφθεί υπόψη η θεμελιώδης αρχή των Μυστηρίων – δηλαδή ότι κατά βάθος αναγνώριζαν μόνο τον Άνταντ (Adad) «Το μοναδικό θεό». Εφόσον ο Άνταντ ήταν Τρισυπόστατος, αυτό δημιουργούσε χώρο, όταν πλάστηκε το Βαβυλωνιακό Μυστήριο της Ανομίας, για τρεις διαφορετικές μορφές θεότητας – πατέρα, μητέρα και γιο. Αλλά όλες οι πολύμορφες θεότητες, που αφθονούσαν στον ειδωλολατρικό κόσμο, όσες ανομοιότητες και αν υπήρχαν ανάμεσά τους μεταπλάθονταν τόσο ριζικά σε τόσο πολλές μορφές κάποιας από αυτές τις θεϊκές προσωπικότητες, ή μάλλον σε δυο, διότι το πρώτο πρόσωπο ήταν, γενικά, σαν φόντο στο βάθος. Έχουμε σαφείς ενδείξεις ότι αυτό συνέβαινε. Ο Απουλήιος μας λέει, (τομ. Ι΄, σ. 995, 996), ότι όταν μυήθηκε, η θεά Ίσιδα του φανερώθηκε σαν «το πρώτο από τα επουράνια πλάσματα και σαν ομοιόμορφη εκδήλωση των θεών αρσενικών και θηλυκών... ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΤΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΘΕΟΤΗΤΑ ολόκληρη η υδρόγειος σεβόταν και λάτρευε και με ποικιλόμορφα σχήματα, με διαφορετικά τελετουργικά, και με μια ποικιλία από ονόματα. Αναφέροντας σύντομα πολλές από αυτές τις ονομασίες – προσφωνήσεις διακηρύσσει τον εαυτό της ότι είναι ταυτόχρονα «Πεσσινούντικα», μητέρα των θεών, (δηλ. Κυβέλη) και Παφία Αφροδίτη (Ενταύθα, σ. 991). Επειδή έτσι συνέβαινε, λοιπόν, κατά την όψιμη εκείνη εποχή των Μυστηρίων, το ίδιο πρέπει να έγινε ακριβώς στην αρχή. Τα Μυστήρια ΕΚΑΝΑΝ ΕΝΑΡΞΗ, και μάλιστα αναγκαστικά, και έτσι εγκαινιάστηκαν, με το δόγμα της ΕΝΟΤΗΤΑΣ του κορυφαίου Θεού. Φυσικά, αυτό δε θα προκαλούσε λίγη γελοιότητα και ασυνέπεια στην ίδια τη φύση του θέματος. Τόσο ο Γουϊλκινσον όσο και ο Μπούνσεν, για να απαλλαγούν από τις ασυνέπειες που συνάντησαν στο Αιγυπτιακό σύστημα, θεώρησαν αναγκαίο να καταφύγουν, ουσιαστικά, στην ίδια εξήγηση που έδωσα εγώ. Έτσι βρίσκουμε το Γουϊλκινσον να λέει: «Τόνισα ότι ο Αμούν-ρε κι άλλοι θεοί πήραν τη μορφή διαφόρων θεοτήτων που, μολονότι με πρώτη ματιά φαίνεται να παρουσιάζουν κάποια δυσκολία, μπορούν γρήγορα να ερμηνευτούν, όταν σκεφθούμε ότι καθεμιά από εκείνες που υιοθετήθηκαν οι μορφές τους ή τα εμβλήματά τους, ήταν απλώς μια ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ή θεοποιημένη ιδιότητα του ΙΔΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΟΝΤΟΣ, στο οποίο αποδίδουμε διάφορους χαρακτήρες σύμφωνα με τα διάφορα λειτουργήματα που υποτίθεται πως επιτελούσε» (WILKINSON, τομ. IV, σ. 245). Το κείμενο του Μπούνσεν είναι της ίδιας έννοιας, και έχει ως εξής: «Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις νομίζουμε ότι είμαστε δικαιολογημένοι όταν συμπεράνουμε ότι οι δυο σειρές θεών, αρχικά, ήταν ίδιες, και ότι στο μεγάλο ΖΕΥΓΟΣ των θεών, όλες αυτές οι ιδιότητες ήταν συγκεντρωμένες, από την εξέλιξη των οποίων, σε διάφορες προσωποποιήσεις, ξεπήδησε εκείνο το μυθολογικό σύστημα που μελετάμε ήδη». (BUNSEN, τομ. Ι, σ. 418).
Όλα αυτά μας εξηγούν το θέμα της ταύτισης της Κυβέλης και Αστάρτης ή Αφροδίτης. Στην ουσία, δεν υπήρχε παρά μια μόνο θεά – Το Άγιο Πνεύμα, παριστάμενο σαν θηλυκό, όταν η διάκριση του φύλου με ένα κακό τρόπο αποδινόταν στο Υπέρτατο Ον, με μια διαστροφή της μεγάλης ιδέας της Γραφής, ότι όλα τα παιδιά του Θεού δημιουργήθηκαν από τον Πατέρα και γεννήθηκαν από το Άγιο Πνεύμα του Θεού. Και κάτω από αυτή την ιδέα, το Πνεύμα του Θεού, σαν Μητέρα παριστανόταν με τη μορφή περιστεράς, σε ανάμνηση του γεγονότος ότι το Άγιο Πνεύμα, κατά τη δημιουργία, «φτερούγισε» - διότι, καθώς παρατήρησα, αυτή είναι η ακριβής σημασία του όρου στη Γένεση α΄2 – «επί της επιφανείας των υδάτων». Αυτή η θεά, λοιπόν ονομαζόταν Οπς (Ops), «φτερουγίστρια», ή Ήρα, «Περιστερά», ή Κυβέλη «Εκείνη που δένει με σπάγκους», που ο τελευταίος τίτλος της είχε σχέση με τα «δεσμά του έρωτα, τις χορδές ενός άνδρα» (που ονομάζονται στον Ωσηέ ια΄4, «σχοινιά ανθρώπου», με τα οποία, όχι μόνο ο Θεός συνεχώς, με τη θεϊκή καλοσύνη του, τραβάει τους ανθρώπους κοντά του, αλλά και με τα οποία ο πρώτος πρόγονός μας άνθρωπος Αδάμ μέσω της εμφύτευσης του Αγίου Πνεύματος, μολονότι η Εδεμική Διαθήκη ήταν άθικτη, αυτός δεν αποξενώθηκε τελείως από το Θεό.
Η ειδωλολατρική ιστορία με λεπτομέρειες ασχολείται με αυτό το θέμα, και οι μαρτυρίες γι' αυτό είναι άφθονες. Δεν μπορώ όμως να υπεισέλθω σ' αυτό τώρα. Ας σημειωθεί πάντως, ότι οι Ρωμαίοι ένωσαν τις δύο ονομασίες Ήρα και Κυβέλη. Σε μερικές περιπτώσεις εκλιπαρούσαν την υπέρτατη θεά τους με το όνομα Juno Covella (Βλ. STANLEY, Philosophy (Φιλοσοφία), σ. 1055), δηλαδή «Η περιστερά που δένει με σπάγγους». Στο Στάτιο (βιβλ. V, Sylv. 1, V 222, στον ΒΡΥΑΝΤ, τομ. ΙΙΙ, σ. 325) το όνομα της μεγάλης θεάς απαντά σαν Cybele.
“Italo gemitus Almone Cybele
Ponit, et Idaeos jam non reminiscitur manes”.
Αν ο αναγνώστης κοιτάζει, στο Λαγιάρ, το έμβλημα της τριαδικής υπέρτατης Ασσυριακής θεότητας, θα διαπιστώσει αυτή ακριβώς την ιδέα ενσωματωμένη. Εκεί οι φτερούγες και η ουρά της περιστεράς έχουν δύο ταινίες που παρεμβάλονται αντί για πόδια (LAYARD, Nineveh and its Remains (Η Νινευή και τα Ερείπιά της), τομ. ΙΙ, σ. 216 και ΚΙΤΤΟ βιβλ. Cyclop, τομ. Ι', σ. 425). σχετικά με τα γεγονότα μετά την Πτώση από τον Παράδεισο, προστέθηκε και μια άλλη ιδέα στο όνομα της Κυβέλης. «Κυβέλη» σημαίνει όχι μόνο «δένω με σπάγγους», αλλά, επίσης, «κοιλοπονώ κατά τον τοκετό». Κι επομένως η Κυβέλη εμφανίστηκε σαν «μητέρα των θεών» μέσω της οποίας όλα τα παιδιά του Θεού πρέπει να γεννηθούν ή αναγεννηθούν. Αλλά για το σκοπό αυτό, κρίθηκε απαραίτητο να υπάρχει μια ένωση κατά πρώτον με τη Ρέα, «Την ενατενίστρια», την ανθρώπινη «μητέρα θεών και ανθρώπων», ώστε τα δεινά που είχε προκαλέσει να μπορέσουν να θεραπευθούν. Έτσι και η ταύτιση Κυβέλης και Ρέας, που σε όλα τα Πάνθεα διακηρύσσεται ότι είναι μόνο δύο διαφορετικά ονόματα της ιδίας θεάς (βλ. LEMPRIERE, Κλασσικό Λεξικό, υπό τη λέξη), μολονότι, όπως είδαμε, αυτές οι θεές, στην πραγματικότητα, ήταν ολότελα ξεχωριστές. Αυτή η ίδια αρχή εφαρμόστηκε σε όλες τις άλλες θεοποιημένες μητέρες. Θεοποιήθηκαν μόνο με την υποτιθέμενη θαυματουργική ταύτισή τους με την Ήρα (Juno) ή Κυβέλη – με άλλα λόγια το Άγιο Πνεύμα του Θεού. Καθεμιά από αυτές τις μητέρες είχε τη δική της παράδοση, και γι' αυτό της ταίριαζε μια ξέχωρη λατρεία, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις θεωρήθηκε ότι ήταν η ενσάρκωση του μοναδικού Πνεύματος του Θεού ως της μεγάλης Μητρός πάντων, με την προϋπόθεση ότι πάντα ανήκαν σ' αυτήν, οι ιδιότητες αυτού του μοναδικού Πνεύματος. Αυτά, λοιπόν, συνέβηκαν με τη θεά που αναγνωρίστηκε σαν Αστάρτη, ή Αφροδίτη, όπως και με τη Ρέα. Αν και υπήρχαν σαφή σημεία διαφοράς μεταξύ της Κυβέλης και της Ρέας, και της Αστάρτης, ή Μυλίττας, της Ασσυριακής Αφροδίτης, ο Λαγιάρ δείχνει ότι υπήρχαν, επίσης, σημεία επαφής μεταξύ τους. Η Κυβέλη ή Ρέα ξεχώριζε για το στέμμα της, διακοσμημένο με πύργους, η Μυλίττα ή Αστάρτη, παριστανόταν με παρόμοιο στέμμα (LAYARD, Νινευή, τομ. ΙΙ, σ. 456). Η Κυβέλη ή Ρέα συρόταν από λέοντες. Η Μυλίττα, ή Αστάρτη, παριστανόταν να στέκεται πάνω σ' ένα λιοντάρι (στο ίδιο). Η λατρεία της Μυλίττας, ή Αστάρτης, ήταν μια λειτουργία ηθικής ρύπανσης (ΗΡΟΔΟΤΟΣ, βιβλ. Α', κεφ. 199, σ. 92). Η λατρεία της Κυβέλης, υπό το όνομα Terra (Γη), ήταν το ίδιο (AUGUSTINE, De Civitate, βιβλ. VI, κεφ. 8, τομ. ΙΧ, σ. 203)
Η πρώτη θεοποιημένη γυναίκα, αναμφίβολα, ήταν η Σεμίραμη, και ο πρώτος θεοποιημένος άνδρας ήταν ο σύζυγός της. Είναι φανερό, όμως, ότι αυτή η θεοποίηση πραγματοποιήθηκε αρκετό χρονικό διάστημα μετά την έναρξη των Μυστηρίων. Γιατί, μόνο μετά θάνατο θεοποιήθηκε η Σεμίραμη, και λατρεύτηκε με τη μορφή περιστεράς. Πάντως, όταν, αρχικά, επινοήθηκαν τα Μυστήρια, οι πράξεις της Εύας που λόγω της σχέσης της με το φίδι δημιούργησε το θάνατο, πρέπει, αναγκαστικά, να κατείχαν μια θέση. Διότι το Μυστήριο της Ανομίας και του θανάτου βρίσκεται στα ίδια θεμέλια κάθε θρησκείας, και κατά την εποχή της Σεμίραμης και του Νεβρώδ, του Σημ και Χαμ, όλοι οι άνθρωποι πρέπει να γνώριζαν καλά τα γεγονότα της Αποπομπής από τον Παράδεισο. Στην αρχή, το αμάρτημα της Εύας πρέπει να έγινε αποδεκτό σ' όλη την έκταση της φαυλότητάς του (αλλιώτικα οι άνθρωποι θα είχαν γενικά, καταταραχθεί ειδικά, όταν η συνείδηση του συνόλου, θα είχε κεντριστεί με τη θέρμη του Σημ). Αλλά, όταν επρόκειτο να θεοποιηθεί η γυναίκα, το σχέδιο που η απόκρυφη ιστορία κατέληξε να υιοθετήσει δείχνει ότι είχε ελαχιστοποιηθεί εκείνη η αμαρτία, και μάλιστα, είχε αλλάξει τον ίδιο το χαρακτήρα της, και τούτο με την διαστρέβλωση του ονόματος που δόθηκε στην Εύα, σαν «μητέρας όλων των ζώντων», δηλαδή όλων των αναγεννημένων (Βλ. σημ. Ι'), δοξάστηκε σαν η δημιουργία της πνευματικής ζωής, και με το όνομα Ρέα, αναγνωρίστηκε σαν μητέρα των θεών. Όσοι, όμως, εργάστηκαν για την ανάπτυξη του Μυστηρίου της Ανομίας δεν το βρήκαν και πολύ δύσκολο να δείξουν ότι αυτό το όνομα Ρέα, αρχικά, ταιριαστό στη μητέρα της ανθρωπότητας ήταν πολύ ακατάλληλο για εκείνη που ήταν η πραγματική μητέρα των θεών, δηλαδή όλων των θεοποιημένων θνητών. Ρέα, κατά την ενεργητική φωνή σημαίνει «Η Ενατενείζουσα γυναίκα», αλλά στην Παθητική σημαίνει «Η γυναίκα που την κοιτάζουν», δηλαδή «Η καλλονή»* και έτσι υπό έναν και μοναδικό όρο αναμίχθηκαν η μητέρα της ανθρωπότητας και η μητέρα των ειδωλολατρικών θεών, δηλαδή η Σεμίραμη, σε τέτοιο βαθμό, ώστε τώρα, είναι πασίγνωστο ότι η Ρέα, γενικά, αναγνωρίζεται σαν «μητέρα θεών και ανθρώπων» (ΙΣΙΟΔΟΣ, Θεογονία, Ε' 543). Δεν είναι εκπληκτικό, επομένως, που το όνομα Ρέα απαντά να σχετίζεται με εκείνη που λατρευόταν από τους Ασσυρίους με την ιδιότητα ακριβώς της Αστάρτης ή Αφροδίτης.


_____________
*ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στο βιβλίο της Εσθήρ β', 9 βρίσκουμε τον πληθυντικό του Ρέα εμφανώς να χρησιμοποιείται με την έννοια «όμορφες». Αναφέρεται στα νεαρά κορίτσια, τις ακόλουθες της Εσθήρ, και η Βουλγάτα το αποδίδει «χαριτόβρυτες» και το ίδιο κάνει ο Πάρκχερστ (υπό λήμμα).



Fig. 61: Supreme Divinity of Ancient Persia, with bands of Cybele, "the Binder with Cords" 
From BRYANT, vol. ii. p. 216



ALEXANDER HISLOP
ΟΙ ΔΥΟ ΒΑΒΥΛΩΝΕΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΣΠΑΝΟΥ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ ΧΑΡΗΣ Β. ΜΙΚΟΓΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Β. ΓΙΑΝΝΙΚΟΣ