.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

[Ο τωρινός χρόνος κι ο περασμένος χρόνος] - T. S. ELIOT


Ο τωρινός χρόνος κι ο περασμένος χρόνος
Είναι ίσως και οι δυό παρόντες στο μελλούμενο χρόνο,
Κι ο μελλούμενος χρόνος περιέχεται στον περασμένο χρόνο.
Αν όλος ο χρόνος είναι αιώνια παρών
Όλος ο χρόνος δεν μπορεί να εξαγοραστεί.
Αυτό που θα μπορούσε να ‘ταν είναι μια αφαίρεση
Που παραμένει μια μόνιμη δυνατότητα
Μόνο σ’ έναν κόσμο ρεμβασμού.
Αυτό που θα μπορούσε να ‘ταν κι αυτό που ήταν
Σημαδεύουν σ’ ένα τέρμα, που είναι πάντα τωρινό.
Πατημασιές αντηχούν μες στο μνημονικό
Κάτω στο δρομάκι που δεν ακολουθήσαμε
Κατά την πόρτα που ποτέ δεν ανοίξαμε
Προς τη μεριά του ροδόκηπου. Τα λόγια μου έτσι
Αντηχούν μες στο μυαλό σου
                                                                  Όμως για ποιο λόγο
Ταράζοντας τη σκόνη σε μια κούπα ροδόφυλλα
Δεν ξέρω.
                 Άλλοι αντίλαλοι
Κατοικούν στον κήπο. Θ’ ακολουθήσουμε;
Γρήγορα, είπε το πουλί, βρέστε τους, βρέστε τους,
Πίσω απ’ τη γωνία. Μέσα από την πρώτη πύλη,
Στον πρώτο μας κόσμο, θ’ ακολουθήσουμε
Το ξεγέλασμα της τσίχλας; Στον πρώτο μας κόσμο.
Βρίσκονταν εκεί, αξιοπρεπείς, αθέατοι,
Κινούνταν αβίαστα, πάνω από τα πεθαμένα φύλλα,
Στη ζέστη του φθινοπώρου, στον παλλόμενο αέρα,
Και λάλησε το πουλί, δίνοντας απόκριση
Στην ανήκουστη μουσική την κρυμένη στους θάμνους,
Και διάβηκε η αθώρητη αχτίδα του ματιού, γιατί τα ρόδα
Είχαν την όψη λουλουδιών που τα κοιτάζουν.
Βρίσκονταν εκεί σαν καλεσμένοι μας, δεκτοί και δεχόμενοι.
Έτσι κινήσαμε, κι αυτοί μαζί, μ’ ένα σχέδιο τυπικό,
Μες απ’ την έρημη δεντροστοιχία, στων πυξαριών τον κύκλο,
Για να ρίξουμε το βλέμμα μες στη στραγγισμένη στέρνα.
Η στέρνα στεγνή, τσιμέντο στεγνό, με άκρες καφετιές,
Κι η στέρνα γέμισε νερό απ’ το λιόφωτο,
Κι ορθώθηκε ο λωτός, ήσυχα, ήσυχα,
Άστραψε η επιφάνεια απ’ ακρη σ’ άκρη απ’ την καρδιά του φωτός.
Κι αυτοί ήταν πίσω μας ως καθρεφτίζονταν στη στέρνα.
Τότε διάβηκε ένα σύννεφο κι άδειασε η στέρνα.
Φύγετε, λάλησε το πουλί, γιατί στις φυλλωσιές παιδιά φωλιάζαν,
Κρυμένα μ’ έξαψη, συγκρατώντας τα γέλια.
Φύγετε, φύγετε, φύγετε, λάλησε το πουλί: οι άνθρωποι
Δεν μπορούν ν’ αντέξουν πολλή πραγματικότητα.
Ο χρόνος ο περασμένος κι ο μελλούμενος χρόνος
Αυτός που θα μπορούσε να ‘ταν κι αυτός που ήταν
Σημαδεύουν σ’ ένα τέρμα που είναι πάντα τωρινό.
(Burt Norton – I – στ. 1-48)


ΤΟΜΑΣ ΣΤΕΡΝ ΕΛΙΟΤ
ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΨΙΛΟΝ/ΒΙΒΛΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: