Ποιές είναι οι βασικές τάσεις της ανθρώπινης φύσης με τις οποίες συνδέονται οι κάστες, λιγότερο ή περισσότερο άμεσα; Θα μπορούσαν να προσδιοριστούν ως διαφορετικοί τρόποι αντιμετώπισης της εμπειρικής πραγματικότητας. Με άλλα λόγια η βασική τάση στον άνθρωπο συνδέεται με τη συναίσθηση ή συνείδηση του τι είναι “πραγματικό”. Για τον βραχμάνο – τον καθαρά διανοητικό, θεωρητικό και ιερατικό τύπο – πραγματικό είναι το αναλλοίωτο, το υπερβατικό. Ενδόμυχα δεν “πιστεύει” ούτε στη “ζωή” ούτε στη “γη”. Κάτι μέσα του παραμένει ξένο στην αλλαγή και στην ύλη. Αυτή είναι η εσωτερική του προδιάθεση – που μπορεί να ονομαστεί και “εξειδανικευμένη ζωή” του – όποιες κι αν είναι οι προσωπικές αδυναμίες που την αμαυρώνουν. Ο ξατρίγια – ο “ιπποτικός” τύπος – κατέχει οξεία ευφυία πουόμως στρέφεται περισσότερο προς τη δράση και την ανάλυση παρά προς τη θεωρία και τη σύνθεση. Η δύναμή του έγκειται ιδιαίτερα στον ισχυρό χαρακτήρα του. Αντισταθμίζει την επιθετικότητα της ενέργειάς του με τη γενναιοδωρία, και την παθιασμένη φύση του με την ευγένεια, τον αυτο-έλεγχο και το μεγαλείο της ψυχής. Γι' αυτόν τον ανθρώπινο τύπο, πραγματική είναι η δράση, γιατί μέσω της δράσης καθορίζονται, μεταβάλλονται και ταξινομούνται τα πράγματα. Χωρίς δράση δεν υπάρχει ούτε αρετή, ούτε τιμή, ούτε δόξα. Ο ξατρίγια πιστεύει μάλλον στην αποτελεσματικότητα της δράσης παρά στο μοιραίο μιας δεδομένης κατάστασης. Περιφρονεί τη σκλαβιά των γεγονότων και ασχολείται μόνο με το να καθορίζει την τάξη τους, να ξεκαθαρίζει το χάος, να κόβει Γόρδιους δεσμούς. Έτσι όπως για τον βραχμάνο όλα είναι μεταβλητά και ψεύτικα εκτός από το Αιώνιο και όσα συνδέονται με Αυτό (αλήθεια, γνώση, θεωρία, τελετουργία, Οδός), το ίδιο για τον ξατρίγια όλα είναι αβέβαια και περιφερειακά εκτός από τις σταθερές του ντάρμα (δράση, τιμή, αρετή, δόξα, ευγένεια) από το οποίο εξαρτώνται γι' αυτόν όλες οι άλλες αξίες. Αυτή η οπτική μπορεί να μεταφερθεί στο θρησκευτικό πεδίο χωρίς καμμία ουσιαστική αλλαγή ως προς την ψυχολογική της ποιότητα.
Για τον βαΐσια – τον έμπορο, τον χωρικό, τον χειροτέχνη, τον άνθρωπο που οι δραστηριότητές του είναι άμεσα συνδεδεμένς με υλικές αξίες όχι απλώς εκ των πραγμάτων και συμπτωματικά, αλλά δυνάμει της εσωτερικής φύσης του – πραγματικά είναι τα πλούτη, η ασφάλεια, η προκοπή και η ευμάρεια. Ενστικτωδώς στη ζωή του οι άλλες αξίες είναι δευτερεύουσες και ενδόμυχα δεν “πιστεύει” σ' αυτές. Τα ιδανικά του περιορίζονται στο πεδίο της οικονομικής σταθερότητας, της υλικής τελειοποίησης της εργασίας και του κέρδους, όταν δε αυτά μεταφέρονται στο θρησκευτικό πεδίο διαμορφώνονται αποκλειστικά σε μια προοπτική συσσώρευσης αξίας εν όωει μιας μετά θάνατον εξασφάλισης. Εξωτερικά αυτή η νοοτροπία είναι ανάλογη με του βραχμάνου εξαιτίας του στατικού και ειρηνικού χαρακτήρα της. Απομακρύνεται όμως πολύ τόσο από τη νοοτροπία του βραχμάνου όσο και του ξατρίγια εξαιτίας μιας ορισμένης μικροπρέπειας του νου και της θέλησης(1). Ο βαΐσια είναι έξυπνος και έχει κοινό νου, αλλά του λείπουν ιδιαίτερα η διανοητική ποιότητα καθώς και οι ιπποτικές αρετές, ο ιδεαλισμός με την ανώτερη έννοια του όρου. Εδώ πρέπει να επαναλάβουμε ότι αναφερόμαστε όχι σε τάξεις, αλλά σε κάστες, ή, για την ακρίβεια, σε “φυσικές κάστες”, καθώς τέτοιοι θεσμοί αν καναπαράγουν τη Φύση δεν είναι ποτέ τελείως ελεύθεροι από τις ατέλειες και τις δυσαρμονίες κάθε εκδήλωσης. Δεν ανήκει κανείς σε μια ορισμένη κάστα επειδή είναι προϊόν ορισμένων γονιών, αλλά, τουλάχιστον κάτω από κανονικές συνθήκες, ακολουθεί κανείς ένα ορισμένο επάγγελμα επειδή ανήκει σε μια ορισμένη κάστ, την οποία, ως επί το πλείστον, - αν και όχι απολύτως – εγγυάται η κληρονομικότητα. Τουλάχιστον αυτή η εγγύηση είναι επαρκής για να είναι δυνατή η λειτουργία του Ινδικού συστήματος. Ποτέ το σύστημα δεν μπόρεσε να αποκλείσει τις εξαιρέσεις, οι οποίες, ως τέτοιες, επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Το γεγονός ότι οι εξαιρέσεις έφτασαν τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό στον τωρινό καιρό του υπερπληθυσμού και της “πραγμάτωσης των απιθανοτήτων”, δεν θα μπορούσε σε καμμιά περίπτωση να αλλοιώσει την αρχή της κληρονομικής ιεραρχίας.
Οι “διπλογεννημένοι” (Ντβιτζα), δηλαδή οι τρεις κάστες για τις οποίες μιλήσαμε, μπορούν να οριστούν σαν πνεύμα προικισμένο με σώμα, ενώ οι σούντρα, που εκπροσωπούν την τέταρτη κάστα, σαν σώμα προικισμένο με ανθρώπινη συνείδηση. Στην πραγματικότητα ο σούντρα είναι ο άνθρωπος που είναι κατάλληλα εφοδιασμένος μόνο για χειρωνακτική εργασία, λίγο-πολύ ποσοτικού είδους, και όχι για εργασία που απαιτεί μεγαλύτερη πρωτοβουλία και πιο σύνθετη αντιμετώπιση. Γι' αυτόν τον ανθρώπινο τύπο (που απέχει πολύ περισσότερο από τους προηγούμενους τύπους απ' όσο απέχει ο βαΐσια από τις ευγενείς κάστες) πραγματική είναι η σωματική σφαίρα. Η βρώση και η πόση σ' αυτήν την περίπτωση συνιστούν, μαζί με τα ψυχολογικά συνακόλουθά τους, τη μόνη ευτυχία(2). Στην εσωτερική οπτική του σούντρα, στην “καρδιά” του, όλα όσα βρίσκονται πέραν του πεδίου της σωματικής ικανοποίησης, αποτελούν πολυτέλεια, για να μην πούμε ψευδαίσθηση, ή, τέλος πάντων, κάτι “περιθωριακό” σε σχέση μ' αυτό που η φαντασία του συλλαμβάνει σαν πραγματικότητα, δηλαδή την ικανοποίηση των άμεσων φυσιολογικών αναγκών. Μπορεί να λεχθεί ότι ο ιπποτικός τύπος επίσης απολαμβάνει, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Εδώ το ζήτημα είναι πάνω απ' όλα η ψυχολογική λειτουργία της απόλαυσης, ο ρόλος της σ' ένα σύνολο συν-δυνατοτήτων. Ο ξατρίγια πρόθυμα γίνεται ποιητής ή εστέτ. Δίνει πολύ μικρή έμφαση στην ύλη ως τέτοια. Η κεντρική και ταυτόχρονα στοιχειώδης θέση που έχει η απόλαυση στην εσωτερική οπτική του σούντρα εξηγεί τον συχνά ανέμελο, άσωτο και “εφήμερο” χαρακτήρα του, με τον οποίο συνδέεται, μέσω μιας περίεργης αντίστροφης αναλογίας, με την πνευματική ανεμελιά του ανθρώπου που είναι υπεράνω κάστας (ατιβαρνάσραμι), του σαννυάσι, που παρόμοια ζει τη στιγμή, δεν σκέπτεται το αύριο και περιπλανιέται χωρίς εμφανή σκοπό. Αλλά ο σούντρα είναι υπερβολικά παθητικός σε σχέση με την ύλη για να μπορεί να κυριαρχήσει τον εαυτό του, κι έτσι μένει εξαρτημένος από μια θέληση ξένη προς τη δική του. Αρετή του η πίστη, ή ένα είδος μαζικού δικαίου, που είναι αναμφίβολα χονδροειδές, αλλά επίσης απλό και κατανοητό και γι' αυτό αξιοσέβαστο, πράγμα που μερικές φορές λησμονείται.
Τα χαρακτηριστικά των βαΐσια συχνά συγχέονται με των βραχμάνων και αντιστρόφως, για τον απλό λόγο ότι και οι δύο αυτές κάστες είναι φιλειρηνικές. Με τον ίδιο τρόπο οι σούντρα τείνουν να συγχέονται με τους ξατρίγια λόγω των βίαιων τάσεων που και οι δύο έχουν. Τέτοια λάθη αποβαίνουν ακόμη πιο επικίνδυνα, όσο ζούμε σ' έναν πολιτισμό που είναι μισός βαΐσια και μισός σούντρα, οι αξίες του οποίου διευκολύνουν τέτοιες συγχυσεις. Σ' έναν τέτοιο κόσμο είναι αδύνατο να επιτευχθεί μια κατανόηση του βραχμάνου χωρίς πρώτα να κατανοηθούν οι αξίες του ξατρίγια. Για να αποφευχθούν οι εύκολες παρερμηνείες και οι αναίτιες προσομοιώσεις, είναι ουσιαστική η οξεία διάκριση, σε κάθε πεδίο, ανάμεσα σε υψηλότερο και χαμηλότερο, συνειδητό και ασυνείδητο, πνευματικό και υλικό, ποιοτικό και ποσοτικό.
Απομένει να εξετάσουμε την περίπτωση του “χωρίς κάστα” ανθρώπου. Και πάλι έχουμε υπ' όψη μας έναν φυσικό τύπο, μια βασική ανθρώπινη τάση και όχι μόνο τις κατηφορίες του Ινδουιστικού συστήματος όπως εμφανίζονται στην πράξη. Είδαμε ότι ο τυπικός σούντρα μπορεί να αντιτεθεί στις τρεις ανώτερες κάστες συνολικά, εξαιτίας της έλλειψης πραγματικού ενδιαφέροντος για ό,τι υπερβαίνει τη σωματική ζωή του, και τη συνεπαγόμενη έλλειψη δημιουργικών ικανοτήτων. Παρόμοια, ο “εξω-καστικός”, εξαιτίας του χαοτικού χαρακτήρα του, αποτελεί τον αντίποδα όλων των ανθρώπων, ομοιογενούς χαρακτήρα. Μπορούμε να πούμε γι' αυτόν, ότι έχει την τάση να πραγματώνει εκείνες τις ψυχολογικές δυνατότητες που αποκλείονται στους άλλους, εξ ού και η ροπή του προς την παράβαση. Βρίσκει την ικανοποίησή του σ' αυτό που οι άλλοι απορρίπτουν. Σύμφωνα με τον Ινδουισμό, ο ακραίος τύπος του χωρίς κάστα ανθρώπου – του σανταλά, όπως αποκαλείται – είναι ο γόνος σούντρα πατέρα και βαχμάνας μητέρας. Η βασική ιδέα εδώ είναι ότι το maximum της μιαρότητας, ή αλλιώς της ψυχολογικής ασυναρτησίας λόγω συγγενούς ασυμβατότητας, προέρχεται από ένα maximum διαφοράς κάστας των γονιών. Το παιδί από σούντρα γονείς είναι “καθαρό”, χάρη στη νοητική τους ομοιογένεια, εκείνο όμως που γεννιέται από το σμίξιμο ενός σούντρα με μια ευγενή γυναίκα είναι τόσο “ακάθαρτο”, όση ακριβώς είναι η ανωτερότητα της κάστας της γυναίκας από την κάστα του συζύγου. Στις Χριστιανικές χώρες, και παντού σχεδόν, το παράνομο παιδί, ο “καρπός της αμαρτίας”, θεωρείται στην πράξη ακάθαρτο. Από την Ινδουιστική άποψη, που επικεντρώνεται σ' ένα είδος οργανικής καθαρότητας, αυτό το αρχικό αμάρτημα κληρονομείται με τον ίδιο τρόπο που κληρονομείται ο τίτλος ευγενείας στην Ευρώπη ή το προπατορικό αμάρτημα στη Χριστιανική οπτική(3). Τελικά ο παρίας, όποια κι αν είναι η εθνική καταγωγή του και το πολιτιστικό περιβάλλον του, αποτελεί έναν καθορισμένο τύπο που, κανονικά, δρα στο περιθώριο της κοινωνίας εξαντλώντας εκείνες τις δυνατότητες που κανείς άλλος δεν είναι πρόθυμος ν' αγγίξει. Όταν έχει ταλέντα – μπορούμε να πούμε πως τότε είναι ικανός “για όλα και για τίποτα” - συχνά παρουσιάζεται αμφίσημος, ανισόρροπος, πιθηκίζων και Προμηθεϊκός. Εμφανίζεται ως καπνοδοχοκαθαριστής, ακροβάτης, κωμικός ή δήμιος, χωρίς να αναφέρουμε τις παράνομες ασχολίες. Με μια λέξη δείχνει την τάση, είτε να ακολουθεί παράξενες και αλλόκοτες δραστηριότητες ή απλά να παραβιάζει τους καθιερωμένους νόμους. Σ' αυτό το σημείο μοιάζει, αντιστρόφως ανάλογα βέβαια, με ορισμένους αγίους. Όσον αφορά τις ακάθαρτες ή αξιοπεριφρόνητες συναλλαγές, ίσως θεωρήσει κανείς υποκριτικό να αφήνει σε κάποιους όσα δεν θέλει να κάνει, παρότι τα έχει ανάγκη, δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι η κοινωνία έχει το δικαίωμα της αυτοπροστασίας απέναντι σε τάσεις που θα μπορούσαν να τη βλάψουν, καθώς και το δικαίωμα να τις εξουδετερώνει, εξασκώντας τες μέσω εκείνων των ανθρώπων που, ως ένα βαθμό, τις ενσαρκώνουν. Ως ολότητα η κοινωνία έχει “θεϊκά δικαιώματα” που το άτομο από μόνο του δεν κατέχει, εφόσον αποτελεί ένα μέρος. Σε ορισμένες περιπτώσεις το αντίθετο είναι επίσης αληθινό. Το άτομο μπορεί ίσως να απέχει της καταδίκης, η κοινωνία είναι υποχρεωμένη να καταδικάζει.
_________________
1.Κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, οι αστοί λαϊκοί της Ευρώπης αναγκάστηκαν με τη σειρά τους να κατανοήσουν, για λόγους ισορροπίας, τις αρετές των καστών που είχαν καταργηθεί. Δεν εννοούμ εδώ το να ανήκει κανείς στην αστική τάξη, που δεν έχει σημασία καθαυτό, αλλά αναφερόμαστε στο αστικό πνεύμα, που είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Η ενασχόληση με την επιστήμη κατά τον δέκατο ένατο και εικοστό αιώνα, αποδεικνύει, στην πραγματικότητα, όχι την “πρόοδο” της ανθρωπότητας, αλλά την ανικανότητα του νου των εμπόρων για ανύψωση πάνω από το επίπεδο των απλών γεγονότων. Η τρέχουσα ψευδαίσθηση ότι ο άνθρωπος μπορεί να συνδεθεί με τις μεταφυσικές πραγματικότητες χάρη σε επιστημονικές ανακαλύψεις, είναι πολύ χαρακτηριστική αυτής της πνευματικής δυσκαμψίας και αποδεικνύει μόνο, όπως είπε ο Guenon, ότι “η άνοδος των βαΐσια προαναγγέλει τη διανοητική νύχτα”. Επιπλέον η λέξη “πολιτισμός”, χωρίς κανένα προσδιοριστικό επίθετο, ως Πολιτισμός, είναι μια τυπική αντίληψη βαΐσια, και αυτό εξηγεί τόσο το μίσος που σήμερα προξενεί οποιοσδήποτε δήθεν “φανατισμός”, όσο και το στοιχείο προσποιητής καλωσύνης ως αναπόφευκτου χαρακτηριστικού της συστηματικής καταπίεσης που ασκεί ο εν λόγω πολιτισμός.
2.Η σημασία που έχουν αποκτήσει οι λέξεις “πραγματικότητα” και “ρεαλισμός” για πολλούς από τους σύγχρονους μας είναι ιδιαίτερα ενδεικτική. Η “πραγματικότητα” έχει γίνει συνώνυμο της πεζότητας και του τετριμμένου, και ακόμη, της ασχήμιας και της κτηνωδίας. Σ' έναν τέτοιο “ρεαλισμό”, δεν υπάρχει πια χώρος για αλήθεια, ευγένεια ή ομορφιά, δηλαδή για αξίες που καταργούν τα ποσοτικά μέτρα.
3.”Οι αθέμιτες καστικές επιμιξίες, οι γάμοι ενάντια στους κανόνες και η παράλειψη των καθιερωμένων τυπικών, αποτελούν την αφετηρία των ακάθαρτων καστών”, λέει η Μανάβα Ντάρμα Σαστρα (Χ, 24). Σύμφωνα με τον Σρι Ραμακρίσνα, “οι κανόνες της κάστας εξαλείφονται αυτόματα για τον άνθρωπο που φτάνει στην τελειοποίηση και συνειδητοποιεί την ενότητα όλων των πραγμάτων, αλλά όσο αυτή η ύψιστη εμπειρία δεν έχει επιτευχθεί, κανείς δεν μπορεί να αποφύγει να νοιώθει ανωτερότητα ως προς κάποιους και κατωτερότητα ως προς άλλους, όλοι δε, οφείλουν να τηρούν τις διακρίσεις της κάστας. Αυτός που μέσα από την άγνοια προσποιείται την τελειότητα, ποδοπατώντας τις καστικές διακρίσεις και ζώντας χωρίς περιορισμούς, είναι σίγουρα σαν άγουρο φρούτο που έχει ωριμάσει τεχνητά... Εκείνοι που επικαλούνται το Όνομα του Θεού γίνονται άγιοι. Ο Κρισνα Κισόρε ήταν ένας άγιος άνθρωπος στην Αριαντάχα. Κάποτε πήγε για προσκύνημα στη Βρινταβαν. Στο ταξίδι δίψασε και βλέποντας κάποιον δίπλα σ' ένα πηγάδι τον παρακάλεσε να ανεβάσει λίγο νερό. Ο άνθρωπος ζητώντας συγχώρεση του είπε πως δεν ήταν άξιος να προσφέρει νερό σ' έναν βραχμάνο, καθώς ήταν μπαλωματής και συνεπώςπολύ χαμηλής κάστας. Ο Κρίσνα Κινόρε τότε του είπε: “Πρόφερε το όνομα του Θεού για να εξαγνισθείς! Πες: Σίβα! Σίβα!” κι εκείνος υπάκουσε και έπειτα του πρόσφερε νερό κι αυτός ο ορθόδοξος βραχμάνος το ήπιε! Πόσο μεγάλη πίστη είχε! Ο Καϊτανία και ο Νιτιανάντα συνήθιζαν να δίνουν το Όνομα του Χαρι – τη μύηση στην τελτουργική επίκληση (τζάπα γιόγκα) – σε όλους, ακόμα και στους παρίες, και όλους τους αγκάλιαζαν. Ο βραχμάνος χωρίς αυτή την αγάπη δεν είναι βραχμάνος, και ο παρίας μ' αυτήν την αγάπη δεν είναι πια παρίας. Μέσω της μπάκτι ο ακάθαρτος γίνεται αγνός και ανυψώνεται” (L' Enseignement de Ramakrisna, έκδοση του J. Herbert). Φαίνεται ανάγλυφη εδώ η ιδιαίτερη αξία της μπάκτι με την οποία ασχοληθήκαμε στο Transcendant Unity of Religions (Faber and Faber). Αν ληφθεί υπ' όψη η αναπόφευκτη διαφορά μεταξύ της καστικής αρχής και της κοινωνικής και ιστορικής της παγίωσης, εύκολα μπορεί να κατανοηθεί πως κάποιος βραχμάνος μπορεί να είναι ενδόμυχα αιρετικός (όπως ήταν ο Νταγιανάντα Σαρασβάτι και ο Ραμ Μοχάν ρόυ) και πως ένας βαΐσια μπορεί να είναι άγιος μέσω της Γνώσης, όπως ήταν ο Τιρουβαλουνάρ, και να τιμάται ως τέτοιος από βραχμάνους. Η κατωτερότητα μπορεί να προκύψει στα πλάσια της ανωτερότητας και αντιστρόφως.
FRITHJOF SCHUON
ΚΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΦΥΛΕΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΑΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ – ΝΑΣΙΑ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου