.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Οι Ασσασίνοι στις αφηγήσεις του Μάρκο Πόλο – ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΛΙΟΥΙΣ


Ο Μάρκο Πόλο πέρασε από την Περσία στα 1273 και περιγράφει το φρούριο και την κοιλάδα του Αλαμούτ, που υπήρξαν για μεγάλο διάστημα η έδρα της αίρεσης.

“Ο Γέρος ονομαζόταν στη γλώσσα τους Αλοαντίν. Αυτός είχε βάλει να κλείσουν μια κοιλάδα ανάμεσα σε δύο βουνά, μεταμορφώνοντάς της σε κήπο, τον πιο όμορφο και πιο μεγάλο που είδε ποτέ μάτι, και τον είχε γεμίσει με κάθε λογής φρούτα. Είχε χτίσει επίσης εκεί μέσα τα ομορφότερα παλάτια και τις πιο λαμπρές επαύλεις που μπορεί κανείς να φανταστεί, καλυμμένα όλα με χρυσάφι και πλουμιστές ζωγραφιές. Υπήρχαν ακόμη ρυάκια όπου κύλαγε άφθονο κρασί και γάλα και μέλι και νερό. Και πολλές γυναίκες και από τις πιο όμορφες κοπέλες του κόσμου, που έπαιζαν όλων των ειδών τα όργανα και τις μουσικές, χόρευαν και τραγουδούσαν τόσο γλυκά κι ωραία, που ήταν χάρμα να τις βλέπεις. Γιατί σκοπός του Γέροντα ήταν να κάνει τους πιστούς του να παραδεχτούν πως τούτος εδώ ήταν ο αληθινός Παράδεισος. Τον είχε φτιάξει λοιπόν σύμφωνα με την περιγραφή που έδωσε ο Μωάμεθ για τον Παράδεισο του, δηλαδή σαν έναν όμορφο κήπο με αυλάκια από όπου τρέχει άφθονο κρασί, γάλα, μέλι και νερό, και γεμάτο πανέμορφες γυναίκες για την απόλαυση όλων των κατοίκων του. Γι' αυτό και οι Σαρακηνοί σ' αυτά τα μέρη πίστευαν πως αυτός ήταν ο αληθινός Παράδεισος!
“Κανέναν δεν άφηνε να μπει στον Κήπο του εξόν από εκείνους που τους προόριζε για Ασσισίν του. Στην είσοδο του Κήπου υπήρχε ένα κάστρο αρκετά ισχυρό να αντισταθεί στις επιδρομές όλου του κόσμου και δεν υπήρχε άλλος δρόμος για να μπεις μέσα. Στην αυλή του κρατούσε κάμποσους από τους νέους της χώρας, από δώδεκα μέχρι είκοσι χρονών, απ' αυτούς που έδειχναν πως θα γίνουν καλοί στρατιώτες. Τους αφηγιόταν ιστορίες για τον Παράδεισο, όπως έκανε κι ο Μωάμεθ, κι αυτοί τον πίστευαν όπως οι Σαρακηνοί πιστεύουν τον Μωάμεθ. Κατόπιν τους έμπαζε στον κήπο του, πότε τέσσερις μαζί, πότε έξι, αλλά και δέκα καμιά φορά, αφού πρώτα τους έβαζε και τους σήκωναν και τους κουβαλούσαν μέσα. Έτσι μόλις ξυπνούσαν βρήσκονταν στον Κήπο.
“Όταν λοιπόν ξυπνούσαν και βρίσκονταν σε ένα μέρος τόσο θεσπέσιο, πίστευαν πως ήταν ο αληθινός Παράδεισος. Κι οι γυναίκες και τα κοριτσόπουλα ερωτοτροπούσαν ελεύθερα μαζί τους κι ευφραίνονταν οι καρδιές τους. Είχαν ό,τι ψάχνει να βρει ένας νέος και δεν θα έφευγαν ποτέ με τη θέλησή τους από εκείνο το μέρος.
“Στο μεταξύ ο άρχοντας αυτός που λέμε Γέροντα έδινε στην Αυλή του μεγαλοπρέπεια, κάνοντας εκείνους τους απλούς βουνίσιους που τον περιστοίχιζαν να πιστεύουν ακράδαντα πως αυτός ήταν μεγάλος προφήτης. Κι όταν ήθελε να στείλει κάποιον Ασσισίν του για μια αποστολή, έβαζε να δώσουν από κείνο το ποτό για το οποίο μίλησα πρωτύτερα σε ένα από τα παλικάρια και μετά το κουβαλούσαν μέσα στο παλάτι του. Όταν λοιπόν ο νέος ξυπνούσε, έβλεπε ότι βρισκόταν όχι πια στον παράδεισο αλλά μέσα στο κάστρο και μάλλον δεν χαιρόταν γι'αυτό. Κατόπιν τον οδηγούσαν μπροστά στο Γέροντα και το παληκάρι γονάτιζε και τον επροσκυνούσε με μεγάλο σεβασμό, αφού πίστευε πως βρισκόταν μπροστά σ' έναν αληθινό προφήτη. Τότε ο άρχοντας τον ρωτούσε από που ερχόταν κι αυτός φυσικά αποκρινόταν πως ερχόταν από τον παράδεισο! Και πως ήταν όπως ακριβώς τον περιγράφει ο Μωάμεθ στις Γραφές. Οι άλλοι που βρίσκονταν εκεί και δεν είχαν γίνει ακόμη δεκτοί, ακούγοντάς τον, επιθυμούσαν πολύ να πάνε εκεί πέρα.
“Σαν ήθελε λοιπόν ο Γέρος να σκοτώσει κάποιον άρχοντα, έλεγε σ' έναν τέτοιο νέο: “Πήγαινε να σκοτώσεις τον τάδε κι όταν γυρίσεις θα σε πάρουν οι άγγελοί μου και θα σε βάλουν στον παράδεισο. Κι αν τύχει και πεθάνεις, εγώ θα στείλω πάλι τους αγγέλους μου να σε φέρουν ξανά στον παράδεισο”. Κι εκείνοι τον πίστευαν και δεν υπήρχε διαταγή που θα τους έδινε και δε θα την εκτελούσαν αψηφώντας κάθε κίνδυνο – τόσο μεγάλος ήταν ο πόθος τους να ξαναγυρίσουν στον παράδεισό του. Με τον τρόπο αυτό ο Γέροντας έβαζε τους ανθρώπους του να δολοφονούν όποιον ήθελε να βγάλει από τη μέση. Ήταν δε τέτοιος ο φόβος που ενέπνεε, που όλοι οι άρχοντες ήθελαν να τα 'χουν καλά μαζί του κι έτσι κατάντησαν υποτελείς του.
“Θα πρέπει ακόμα να σας ειπώ ότι ο Γέρος αυτός είχε και κάποιους άλλους κοντά του, που αντέγραφαν τις ταχτικές του κι ενεργούσαν κατόπιν ίδιο μ' αυτόν. Έναν από αυτούς τον έστειλε αργότερα στην περιοχή της Δαμασκού κι έναν άλλο στο Κουρδιστάν”.


ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΛΙΟΥΙΣ
ΟΙ ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΟΥΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΡΟΧΑΛΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: