Οι Διδάσκαλοι του παρελθόντος, μας δίδασκαν και μας προέτρεψαν οτι προκειμένου να κατανοήσουμε τον παραδοσιακό κόσμο σε όλες του τις θρησκευτικές εμπλοκές της κατανόησης του Θεού, της ιερότητας, των σχέσεων μεταξύ ανθρώπου και θεότητας, τωντύπων κλπ., είναι αναγκαίο να έχουμε προηγουμένως αποκομίσει την παραδοσιακή νοοτροπία, χωρίς την οποία κάθε νόημα θα είναι αναπόφευκτα διαστρεβλωμένο.
Επαναλαμβάνουμε, ωστόσο, οτι η παραδοσιακή νοοτροπία είναι εκείνη του αρχέγονου ανθρώπου που είχε την γνώση οτι ο Θεός είναι η πηγή όλων των πραγμάτων στα οποία ήταν παντοτινά παρών. Το όλον, λοιπόν, ήταν ιερό: ιερή η πέτρα, ιερό το φυτό, ιερό το ζώο, ιερός ο άνθρωπος.
Για τον αρχαίο άνθρωπο δεν υπήρχε αποκατάσταση συνέχειας μεταξύ του μεταφυσικού και του φυσικού κόσμου. Ο άνθρωπος μιλούσε με τα φυτά, με τα ζώα, με τους ανθρώπους και ακόμη με τον Θεό, κατανοώντας οτι ανάμεσα στις διάφορες δημιουργίες και ανάμεσα σε αυτές και στον Θεό υπήρχε μία διαφορά διαβάθμισης, όπως εκείνη που υπάρχει μεταξύ του μέρους και του όλου, ή καλύτερα, μεταξύ της εικόνας και της αντανάκλασής της.
Ο Παραδοσιακός κόσμος, μνημονεύεται ακόμη μεταξύ των άλλων, από το βασικό χαρακτηριστικό της παρουσίας όντων, ιδιαιτέρως χαρισματικών, κατόχων μιάς πνευματικής ανωτερότητας ως θεία όντα προσκεκλημένα από την Πρόνοια για να ενσαρκώσουν την θεία αρχή στο ιστορικό πεδίο.
Στην εποχή του χρυσού, αυτά τα ιδιαίτερα όντα ήσαν οι Βασιλείς-Ιερείς, οι Ποντίφηκες της παράδοσης, που ήσαν εκείνοι οι οποίοι έκαναν γέφυρα μεταξύ των δύο ακτών της ζωής, δηλαδή μεταξύ της τάξης του θείου πεδίου και της τάξης του υλικού πεδίου. Δια μέσου του τύπου που αυτοί λειτουργούσαν, στον οποίο ο λαός συμμετείχε, ακτινοβολούσαν στους άλλους την θεία ύπαρξη, αναβλύζουσα από την σοφία τους και την ευφυία τους, και οργάνωναν την ατομική και συλλογική ζωή, διατηρώντας ενεργές, σε κάθε μέλος της κοινότητας, τις αιώνιες και αναλλοίωτες αξίες, αναγκαία στηρίγματα για την αφύπνιση της θειότητας σε κάθε άτομο.
Η βασιλική Θειότητα, χαρακτηριστικό του Βασιλέα-Ιερέα, ήταν ένα πραγματικό και ιδιαίτερο καθεστώς ιερής συνείδησης, η οποία, ήταν αναγνωρίσιμη, έτσι απλά, από τα μεμονωμένα άτομα και όλη την κοινωνία. Το αξίωμα της ισχύος, δεν είχε δημιουργηθεί από ένα ευκαιριακό δυναμισμό ή μία επικράτηση, αλλά εξαιτίας φυσικής γέννησης. Ο Βασιλέας-Ιερέας θεωρείτο ως ένα ηλιακό ον το οποίο, όπως ο ήλιος, προέβαλε όλες τις ευεργετικές επιδράσεις του στους ανθρώπους και σε όλη τη γη.
Μπορούμε να θεωρήσουμε τους Βασιλείς-Ιερείς ως εκείνους που έδωσαν εκπόρευση στις βασιλικές κάστες, που μετέδιδαν από πατέρα σε γυιό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους,αυτών που είχαν συνείδηση της θείας καταγωγής τους. Σύμφωνα με την πρωταρχική παράδοση, δεν υπήρχε καμμία διαφοροποίηση μεταξύ της ιερής και Τυπικής (σημ.μετ.: με την έννοια του Τύπου, ρυθμού [rite] ) ισχύος του Ποντίφηκα, και της ισχύος της απαραίτητης για την διακυβέρνηση της κοινωνίας. Ηταν απολύτως φυσικό οτι ο Βασιλέας-Ιερέας περιέκλειε εντός του τις σημασίες των συμβόλων της πολικότητας, της αποφασιστικότητας και της επικεντροποίησης.
Ο Βασιλέας-Ιερέας, λειτουργούσε στην κοινωνία δια μέσου των παραδοσιακών αρετών που κατείχε και ήσαν αναγνωρίσιμες, ως τέτοιες. Με το πέρασμα από την εποχή του χρυσού στην εποχή του αργύρου, και κατόπιν στην εποχή του χαλκού, τέλος δε στην εποχή του σιδήρου, την οποία αυτήν την στιγμή διανύουμε, άνθρωποι με το χάρισμα του Βασιλέα-Ιερέα, εκλίπουν όλο και περισσότερο, μέχρι την ολοκληρωτική απώλειά τους κατά την εποχή του σιδήρου.
Ηρθαν άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι συνέλεξαν την παρακαταθήκη των Βασιλέων-Ιερέων. Αυτοί αναζήτησαν και συνέλεξαν τους αρχαίους Τύπους (σημ.μετ.: με την έννοια του Τύπου, ρυθμού [rite]), διαβιβασμένους παντού σχεδόν προφορικά και, επομένως, λίγο μετασχηματισμένους σε σχέση με τους αυθεντικούς. Τους έφεραν στην επιφάνεια ως αναγκαία μέσα για να αφυπνίσουν και να ανακαλέσουν, σε αυτούς που ήσαν άξιοι και με επίκτητα χαρακτηριστικά στην διαδρομή των γενεών, τα προνόμια και τις ισχείς του πνευματικού μεγαλείου.
Αυτοί οι Τύποι ήσαν αυτοί που λειτούργησαν στην Αίγυπτο με την μέθοδο της μύησης. Με αυτήν την μέθοδο για χιλιετίες, τουλάχιστον μέσρι την ΧVΙΙΙ Αιγυπτιακή Δυναστεία, δηλαδή γύρω στα 1300 π.Χ. ο Φαραώ, ή ένας ιερέας εντεταλμένος από εκείνον, λειτουργούσε τους Τύπους. Μέχρι εκείνη την εποχή, η εξουσία των ιερέων ήταν μόνο η αντανάκλαση της βασιλικής εξουσίας.
Είναι απαραίτητο να διευκρινήσουμε οτι η βασιλική μυητική μέθοδος, πέραν των προσευχών, αποτελείτο από μία πράξη Τυπική, πράξη αναζήτησης της “αλήθειας”, sub specie interioritatis(σημ.μετ.: δια της εσωτερικής αναζήτησης ).
Ενώ στον παραδοσιακό κόσμο της εποχής του χρυσού το πνευματικό μεγαλείο εκδηλωνόταν δια της φυσικής γέννησης, ακολούθως στις άλλες εποχές (αργύρου, χαλκού, σιδήρου), προκειμένου να προσχωρήσει κανείς στο πνευματικό μεγαλείο, απαιτείτο η μύηση που επέτρεπε (και επιτρέπει ακόμη σήμερα) την πραγματοποίησή της με δοκιμασίες, θυσίες και ειδικά Τυπικά.
Στην αρχαία Αίγυπτο, ο Φαραώ επανελάμβανε τον Θυσιαστικό Τύπο του Οσίριδος, που ενδυνάμωνε εντός του την θεία φύση, ή την εγκαθιστούσε όπου δεν είχε συγγενοποιηθεί εξ’αίματος από προηγούμενο Φαραώ. Ακόμη και στην Ελληνική παράδοση, η μύηση εγκαθίστατο μέσω Τύπων που υπηρετούσαν την εγκατάσταση στον μυούμενο του πνευματικού μεγαλείου, αναγνωρίζοντάς σε αυτό την εγκόσμια και πνευματική ισχύ του.
Η μύηση είναι μία πράξη Τυπική, ιερή, η οποία, ενώ υποδηλώνει την αρχή μιάς νέας ζωής, είναι μία πνευματική επίδραση που, ανακαλούμενη μέσω του Τύπου, γονιμοποιεί, μέσω του μυητή, τον μυούμενο και τον τοποθετεί σε μία ατραπό στην οποία, διαμέσου της υπέρβασης των δοκιμασιών και των επακόλουθων κατακτήσεων επιπέδων συνείδησης όλο και πιο υψηλών, τον φέρνει στην γνώση του εαυτού και κατόπιν, στην κατάκτηση των ανωτέρων επιπέδων του πνεύματος και στην καθαρή διανοητικότητα. Προκειμένου να πραγματοποιηθεί αυτό, απαιτείται ένας μυητής νόμιμος και αυθεντικός, ένας Τύπος νόμιμος και αυθεντικός, και ένας μυούμενος εξοπλισμένος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Η νομιμότητα του μυητή προκύπτει από το νόμιμο και κανονικό πέρασμα της μεγαλειώδους ισχύος από τον προκάτοχο, εκτός των εσωτερικών ιδιαιτέρων ικανοτήτων που έχουν αξιοποιηθεί σε μία ζωή αφιερωμένη ολικά στην μυητική τάξη. Η αυθεντικότητά του προκύπτει από την παραδειγματική του ζωή, από την συμπεριφορά του, από το ιδιαίτερο χάρισμα που υπολογίζεται πάνω απ’όλα στην βάση των πράξεών του και, σε κάτι άδηλο που δεν είναι αυτού του κόσμου αλλά προέρχεται από άλλους κόσμους.
Η νομιμότητα και αυθεντικότητα του Τύπου έχουν αποτυπωθεί από την αρχαιότητα και την παραδοσιακή γραμμή του οργανισμού που τον διατηρεί, από τους δεσμούς του με τα επιλεγμένα επίπεδα από τα οποία προέρχεται και δια μέσου των οποίων διευθύνεται, από την καθαρότητα και του οργανισμού και του συγκεκριμένου Τύπου και επιπλέον από την διασύνδεσή του με την παράδοση. Εάν ένα μόνο στοιχείο νομιμότητας και αυθεντικότητας εξέλιπε, θα είμασταν στο βέβηλο επίπεδο με τις επακόλουθες συνέπειες.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μυούμενου αποτυπώνονται από την δύναμη της επιθυμίας του για γνώση, από την επιρρέπειά του να αντιμετωπίσει τις δοκιμασίες, από την κατανόηση της αναγκαιότητας απελευθέρωσης του φωτός της παράδοσης κατόχου αιώνιων και αμετάβλητων αξιών.
ΑΝΔΡΙΚΗ ΜΥΗΣΗ και ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΜΥΗΣΗ
«Και ο Θεός έκανε τον άνθρωπο και τον έκανε άνδρα και γυναίκα». Όλη η παράδοση
βεβαιώνει αυτήν την αλήθεια και εμείς δεν μπορούμε παρά να εκκινήσουμε από αυτήν την ακλόνητη και αδιαφιλονίκητη αλήθεια. Εάν αυτή η διαβεβαίωση είναι αληθής, όπως εμείς πιστεύουμε, δεν μπορούμε να μην θεωρήσουμε πλήν των άλλων, οτι ο άνθρωπος-άνδρας και ο άνθρωπος-γυναίκα δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα, ακόμη και εάν ήσαν πρώτα ενωμένοι και μετά διαχωρισμένοι.
Ωστόσο, μιλώντας για την μύηση, ως οδό για την απελευθέρωση από τις ανθρώπινες
συνθήκες και την επιστροφή στην πηγή, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την διαδρομή των συμβάντων που αφορούν την μία και την άλλη ύπαρξη και ακόμη τις αφορούν. Ιδιαιτέρως οφείλουμε να εξετάσουμε τον μύθο της «πτώσης» που από το καθεστώς του παραδείσου τις έστειλε στο γήϊνο καθεστώς.
Εξιστορείται στην Βίβλο ,το ιερό βιβλίο της δυτικής παράδοσης, που εμβαθύνει τις ρίζες μας της αιγυπτιακής παράδοσης και μετά της εβραϊκής, οτι ο Θεός, αφού έφτιαξε τον Αδάμ-Κάδμον, το Ανδρόγυνο, φύτεψε κήπο στην Ανατολή (Εδέμ) και τον έβαλε να τον φρουρεί, βεβαιώνοντάς τον οτι μπορεί να φάει από όλα τα δένδρα που βρισκόντουσαν εκεί. Του υπέδειξε ένα δένδρο που ίστατο στο κεντρο της Εδέμ, και τον διαβεβαίωσε οτι ήταν το δένδρο της γνώσης και οτι εάν έτρωγε από αυτό θα πέθαινε.
Με αυτήν την πληροφορία έδωσε στον Ανδρόγυνο την εξουσία της επιλογής, την
επονομαζόμενη ελεύθερη βούληση, από την στιγμή που του έβαλε το δίλημα της απόφασης.
Ο Ανδρόγυνος (ο Αδάμ-Εύα), έως ότου παρέμενε με αυτήν την μορφή, καλοκοίταζε την κατανάλωση του καρπού αυτού του δένδρου. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα, όμως, ίσως προκειμένου να ξεκινήσει το σχέδιό Του, ο Θεός χώρισε το Ανδρόγυνο σε δύο όντα που το αποτελούσαν, τον άνδρα και την γυναίκα, Αδάμ και Εύα, δίδοντας στο ένα τα ανδρικά χαρακτηριστικά και στο άλλο τα θηλυκά χαρακτηριστικά.
Φυσικά, παρέμεινε πάντα σε ισχύ η πληροφορία για το δένδρο της γνώσης που είχε δοθεί στον Ανδρόγυνο. Είναι προφανές οτι κατά την στιγμή του διαχωρισμού, η αυθεντική ισορροπία της ενότητας του Αδάμ-Κάδμον κλονίσθηκε, το Ενα έγινε Δύο. Η ενότητα δεν ήταν πλέον ίδια, το καθένα από τα δύο μέρη ένοιωθε την έλλειψη αυτού που ήταν το άλλο, προκαλώντας μία αμοιβαία έλλειψη και μία αμοιβαία έλξη.
Τα δύο όντα, προερχόμενα ωστόσο από το ίδιο υλικό, είναι μεταξύ τους διαφορετικά στην αντίστοιχη συμπληρωματική λειτουργία. Είναι δύο διαφορετικές όψεις (άρρεν και θήλυ) όμως ωστόσο αδελφικές ενός ενιαίου πράγματος (ο άνθρωπος). Όπως ήδη προείπα, το ένα εφοδιασμένο με ανδρικά χαρακτηστικά δραστικότητας, σταθερότητας, αταραξίας κλπ. είναι ο κάτοχος της ενέργειας/δράσης ενώ το άλλο, εφοδιασμένο με θηλυκά χαρακτηριστικά θυσίας, ελέους, ενόρασης, είναι κάτοχος της αφιέρωσης.
Ασφαλώς ο Θεός γνώριζε ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα της εξέλιξης του προβλήματος που είχε βάλει στους δύο και άλλο τόσο ασφαλώς ο Θεός είχε προετοιμάσει για αυτούς το πεδίο για το οποίο εμείς τίποτα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, ούτε τον τρόπο ούτε το αποτέλεσμα.
Μπορούμε, ίσως, να το διαισθανθούμε. Η Εύα, ωθούμενη από την ματαιότητα και την έπαρση, ορμώμενα από την οφειοειδή της ισχύ, έφαγε τον καρπό, αλλά δεν συνέβη απολύτως τίποτα... Και τίποτα δεν θα μπορούσε να συμβεί αφού η Εύα δεν ήταν κάτοχος της ενέργειας/δράσης.
Προκειμένου να ικανοποιήσει τη ματαιότητα και την έπαρσή της, η Εύα έπραξε ένα αδίκημα, διαπράττοντας βεβήλωση με την πραγματοποίηση μιας πράξης χωρίς να έχει την επίγνωση αυτής της πράξης της. Με την συλλογή του καρπού και την κατανάλωσή του, η Εύα υποκαταστέστησε τον εαυτόν της ως Αδάμ που ήταν ο κάτοχος της ενέργειας/δράσης και της απόφασής της, και αυτό το έκανε υποκινούμενη από τον Οφι.
Αφού έφαγε τον καρπό και διαπίστωσε οτι τίποτα δεν συνέβη, η Εύα παρότρυνε τον Αδάμ να φάει με την σειρά του. Ο Αδάμ, που για μεγάλο διάστημα, ήταν σε καθεστώς Ανδρογυνείας, ακόμη και μετά τον διαχωρισμό, δεν αισθάνθηκε σε θέση να αποφασίσει εάν θα έπρεπε να φάει τον καρπό ή όχι διότι βρισκόταν σε απόλυτη άγνοια του τί είναι η Γνώση και του τί είναι ο θάνατος. Ετσι αφέθηκε να αποπλανηθεί από την Εύα και έφαγε με την σειρά του.
Συμπερασματικά, ο μύθος μας δείχνει οτι και η Εύα και ο Αδάμ ήσαν ανεπαρκείς στην χρήση του δικαιώματος επιλογής. Και οι δύο αστόχησαν. Για λογαριασμό της ματαιότητας και της έπαρσης η Εύα, και για λογαριασμό της άγνοιας και της εικασίας ο Αδάμ. Ο Αδάμ, ο οποίος δεν εγνώριζε οτι η Γνώση είναι μία όψη της Παγκόσμιας Ισχύος, του αιώνιου θηλυκού, και που δεν παραχωρείται από μία εσφαλμένη επιλογή αβασάνιστα, και που επιθυμεί να είναι κατακτηθείσα με αγάπη και θάρρος.
Μόλις ο Αδάμ δάγκωσε τον καρπό, συνέβη ένα γεγονός θαυμαστό: και εκείνος και η Εύα «άνοιξαν τα μάτια τους», δηλαδή έλαβαν τη Γνώση της ολόλητάς τους. Ο Θεός, όμως, που τα πάντα είχε προβλέψει, έβαλε σε αυτούς δέρμα (το φυσικό σώμα), το οποίο δέρμα, εκτός του ότι έκανε αδιαφανές εντός τους το ληφθέν φως, τους έκανε και αισθάνθηκαν βαρείς, και σαν τέτοιοι, αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν το καθεστώς του παραδείσου προκειμένου να εισέλθουν στο βαρύ γήϊνο καθεστώς.
Ο Θεός εμπιστεύθηκε σε καθένα από τα δύο όντα μία ιδιαίτερη αποστολή: στον Αδάμ έδωσε την οδό της δράσης, της εργασίας με θυσία, και στην Εύα την οδό της αφοσίωσης και της θυσίας μέσω της τεκνοποίησης. Για να γίνει σαφής η αποστολή που ο Θεός υπέδειξε στα δύο όντα, ο μύθος βεβαιώνει οτι ο Θεός έβαλε τον Αρχάγγελο Μιχαήλ με την πύρινη ρομφαία να φυλάει το δένδρο της αθανασίας για να αποτρέψει τον Αδάμ και την Εύα να πλησιάσουν και να φάνε τους καρπούς.
Αυτό, προμηνύει οτι ο Αδάμ και η Εύα μπορούν να πλησιάσουν στο δένδρο της ζωής, αλλά βεβαίως όχι αμέσως διότι πρώτα πρέπει να ζήσουν την θυσιαστική εμπειρία των γενεών διαμέσου του φυσικού θανάτου και να αποκομίσουν με αγνότητα και τιμή την πλήρη κατάκτηση της Γνώσης, περνώντας από το γήϊνο καθεστώς στο καθεστώς του Παραδείσου.
Με την πτώση από το καθεστώς του παραδείσου στο γήϊνο καθεστώς, Αδάμ και Εύα όχι μόνον έκαναν αδιαφανές το διανοητικό και μνημονικό τους χάρισμα, αλλά ανέμειξαν τα πολύτιμα χαρακτηριστικά τους με το φυσικό σώμα.
Από αυτό προκύπτει η μόλυνση της ανθρώπινης σύνθεσης, ανάμεσα στις παραμένουσες και ποθητές αναμνήσεις του θείου κόσμου και τις δελεαστικές και παραπλανητικές του υλικού κόσμου.
Αποστολή του άνδρα και της γυναίκας στην γη είναι εκείνη της κατάκτησης της Γνώσης δια μέσου μιας ζωής με αγκάθια εμποδίων, με βάσανα, η υπερπήδηση των οποίων θα επιφέρει μία κάθαρση που θα μειώσει όλο και περισσότερο την εμπλοκή του γήϊνου πεδίου προς δόξανμιας επιλογής όλο και πιο εδραιωμένης, στο θείο πεδίο.
Η παράδοση μας υποδεικνύει, οτι τα δύο όντα μαζί «έπεσαν» από την Εδέμ και μαζί οφείλουννα επιστρέψουν. Δεδομένου του οτι η οδός της επιστροφής θα διευκολυνθεί, και θα καταστεί δυνατή διαμέσου του Θυσιαστικού Τύπου της μύησης, αμφότεροι οφείλουν να μυηθούν, το καθένα σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του. Είναι απολύτως διεστραμμένο να σκεφτόμαστε και να βεβαιώνουμε οτι μονάχα το ανδρικό φύλο μπορεί να προσεγγίσει την μύηση και όχι και η θηλυκή δημιουργία.
Στους αρχαίους χρόνους, όταν οι μυημένοι ήσαν συγχρόνως και ιερείς, η μύηση γινόταν και στους άνδρες και στις γυναίκες. Ο Βασιλέας-Ιερέας, κάτοχος της μεταδοτικής ισχύος, έδιδε την μύηση, σε όσους ήσαν προετοιμασμένοι και έτοιμοι να την λάβουν.
Οι άνδρες ήσαν ιερείς ενός Θεού ή μιάς θεάς και λειτουργούσαν τον Τύπο, ενώ οι γυναίκες ήσαν οι ιέρειες με αποστολή να διατηρήσουν να διαφυλάξουν και να προετοιμάσουν όλα τα απαραίτητα του Τύπου.
Όπως ήδη είπαμε, γύρω στα 1300 π.Χ., μετά από προετοιμασία, αργή και προοδευτική, ωρίμασε η εξέγερση της κάστας των ιερέων ενάντια στην βασιλεία με επακόλουθο τον διαχωρισμό των δύο καστών.
Όπως συμβαίνει σε όλα πράγματα αυτού του κόσμου, μπορούμε να αντιληφθούμε οτι σε κάθε απόσχιση οι αιτίες είναι πολλαπλές. Οι αιτίες που παρουσιάζονται άμεσα είναι σχεδόν πάντα ιδεολογικές, όμως εμβαθύνοντας την εξερεύνηση, ανακαλύπτεται οτι υπάρχουν επίσης, και κυρίως, οικονομικές αιτίες, και αιτίες καταχραστικού χαρακτήρα οι οποίες ωριμάζουν με τον καιρό, λίγο λίγο την φορά, μέχρις ότου αποσαφηνισθεί το διασπαστικό γεγονός.
Πράγματι, η κάστα που νίκησε ήταν αυτή των ιερέων που βάσισαν την δράση τους στην εγκατάσταση του αξιώματός τους και βασικά στον σεβασμό που εμπνεόταν από την θεία φύση, η σχέση με την οποία έπρεπε να συντελεσθεί δια μέσου της μεσολάβησης των ιερέων.
Ενώ από την άλλη, η νικημένη κάστα, εκείνη των μυημένων, συνέχισε να βασίζει την
λειτουργία της στην αναζήτηση της αλήθειας, sub specie interioritatis (σημ. μεταφρ.: δια της εσωτερικής αναζήτησης), δια μέσου του Τύπου, ως απαραίτητη δράση για την μεσολάβηση των επικληθέντων δυνάμεων, καθώς επίσης για την απευθείας σύνδεσή με τον Θεό, Πατέρα όλων των δημιουργημάτων.
Το αρνητικό στοιχείο αυτής της μάχης δεν συνίστατο τόσο στον διαχωρισμό των δύο
καστών, όσο στην καταδίωξη που επεφύλαξε η νικηφόρα ομάδα των ιερέων στους χαμένους, οι οποίοι για κάποιες χιλιετίες ήσαν αναγκασμένοι να κρύβουν με κρυπτογραφήματα τα μυστικά των διδασκαλιών τους, καθώς επίσης και να συγκαλύπτουν τις οργανώσεις τους με διαφορετικές ονοματολογίες, μερικές φορές δε και αστείες: η αλχημική γλώσσα καθώς εκείνη του έμπειστου εραστή είναι καθαρά παραδείγματα αυτής της συγκάλυψης όπως τα παράξενα ονόματα που χρησιμοποιήθηκαν επί αιώνες για την συγκάλυψη Πυθαγόρειων Ακαδημιών.
Η ιερατική κάστα για αιώνες έγινε μοχλός για το γυναικείο στοιχείο, (το οποίο έχει
περισσότερη τάση προς την εμπιστοσύνη, τα θαύματα, τις προλήψεις και τον μυστικισμό) προκειμένου να κυβερνήσει την κοινότητα.
Στην δύση δε, με την διαστρεβλωμένη χρήση της εξομολόγησης και με τον φόβο της πιθανής απώλειας της αθωότητας, το ιερατείο, έθεσε για τουλάχιστον 1600 χρόνια την τρομαχτική ισχύ του στις γυναίκες και δια μέσου των γυναικών, και στους άντρες.
Παρ’όλα αυτά, οι γυναίκες εξαιρέθηκαν από το ιερατείο, και ετέθησαν σε ένα είδος ηθικής σκλαβιάς. Ακόμη και η μυητική κάστα έθεσε την γυναίκα σε απόσταση, είτε επειδή η γυναίκα ήταν δεσμευμένη από την ιερατική κάστα, είτε για δική τους σιγουριά. Ο αποκλεισμός της γυναίκας από την μύηση και η τυφλή προσκόλληση της γυναίκας στην θρησκεία, έφεραν στην κοινωνία την μορφοποίηση μιάς νοοτροπίας διατήρησης διεστραμμένων ηθικών κανόνων, αφού βασίζονταν αποκλειστικά στο αφύσικο ταμπού καταπίεσης του σεξ.
Ακόμη και σήμερα, στον ΧΧΙο αιώνα, μετά τους πολεμικούς αναβρασμούς, μετά τον
φεμινισμό και τους αγώνες των γυναικών για την ισότητα με τους άνδρες, το σεξ είναι μόνον θηλυκό και η γυναίκα δεν κατορθώνει να απελευθερωθεί από αυτό. Η γυναικεία μύηση διατηρήθηκε στην Ρώμη με τις Παρθένες Εστιάδες μέχρι τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο ο οποίος κατήργησε το Τάγμα των Εστιάδων και εξαφάνισε οριστικά τους ιερείς της αρχαίας θρησκείας.
Μετά από αυτό, η γυναικεία μύηση χάθηκε. Έμεινε μόνον η ανδρική, συχνά κρυμμένη και πάντα προστατευμένη από μεγάλη εχεμύθεια. Ο αγώνας μεταξύ ιερατείου και βασιλικής μύησης τελείωσε με τον αποδεκατισμό και του ενός και άλλου και με την μετάδοση στην ανθρωπότητα άλλης μιας «πτώσης» στον υλισμό η οποία μέχρι σήμερα είναι όλο και πιο έντονη.
Στην εποχή μας, το πνευματικό μεγαλείο έχει σχεδόν εξαφανισθεί και η θρησκεία δεν είναι πια συνειδητή. Η γυναίκα τέθηκε στην κοινωνία για αιώνες σε ένα απελπιστικό καθεστώς κατωτερότητας. Δεν είχε καμμία πιθανότητα να εξωτερικεύσει ποτέ πλήρως την προσωπικότητά της.
Πράγματι, υπήρξε μια εποχή κατά την οποία η γυναίκα θεωρείτο ένα δημιούργημα χωρίς αθάνατη ψυχή. Στα 585 μ.Χ., στην Νίκαια, το συμβούλιο των Χριστιανών Επισκόπων παραχώρησε κατά πλειοψηφία στις γυναίκες την αθάνατη ψυχή με την ακόλουθη διατύπωση: «διότι η γυναίκα είναι ένας άνθρωπος απόσταγμα του Ιησού Χριστού, γεννημένου από μία Παρθένο, αποκαλούμενου στο Αγιο Ευαγγέλιο ο Υιός του Θεού».
Οι γυναίκες θεωρήθηκαν ως μία κατά μέρος ομάδα. Η διαφορετικότητα του φύλου εξετάσθηκε με το ίδιο πρότυπο που εξετάσθηκαν οι κοινωνικές τάξεις ή οι εθνικές ομάδες.
Όμως τα πράγματα αυτού του κόσμου διαρκούν μέχρις ενός ορισμένου σημείου. Μία δύναμη μπορεί να καταπιεσθεί μέχρι τόσο, ώστε, προσεγγίζοντας το μέγιστο σημείο, να εκραγεί και κάθε έκρηξη να φέρει αναπόφευκτα κακό. Έτσι, έχοντας ο άνδρας χάσει ικανοποιητικό μέρος της πνευματικής του ρώμης και μη ευρισκόμενος πλέον σε συνθήκες κατάλληλες για να την ελέγξει, η γυναίκα επαναστάτησε με μία δυνατή επίθεση σεξουαλικότητας κα ερωτισμού, που θα φέρει στο σύνολο της ανθρωπότητας μόνον βλάβη.
Στην επανάστασή της η γυναίκα, αντί να υπολογίζει την δική της λειτουργία, τον δικό της ρόλο, τοποθετούμενη στα δεξιά του συντρόφου της και αναλαμβάνοντας υπεύθυνα την δική της θέση, θέλησε επιπόλαια να αντεκδικηθεί για την μακρά περίοδο δουλείας που υπέστη, αναζητώντας να σκλαβώσει τον άνδρα δια μέσου του ερωτισμού, ρόλο στον οποίο δυστυχώς την είχε εξορίσει ο άνδρας, όντας αρκετές φορές καταπιεσμένος.
Βεβαιώσαμε ήδη οτι για την γυναίκα είναι απολύτως απαραίτητο, να δεχθεί την μύηση. Αυτή η ανάγκη αναδύεται από το γεγονός οτι η γυναίκα στον μικρόκοσμο έχει χαρακτηριστικά ανάλογα με εκείνα που η παγκόσμια δύναμη εξουσιάζει στον μακρόκοσμο. Πράγματι, έχει δυνατό καταλυτικό δυναμισμό (το διαβρωτικό ύδωρ των αλχημιστών) και δυνατό, άλλες φορές, εποικοδομητικό δυναμισμό.
Η Παράδοση μας διδάσκει για παράδειγμα, με τον μύθο του Γκράαλ, οτι η γυναίκα φυλακισμένη του μαύρου ιππότη, πρέπει να ελευθερωθεί και αμέσως να παντρευθεί τον ιππότη που θα την ελευθερώσει. Αυτό σημαίνει οτι η γυναίκα δεν πρέπει να φυλακισθεί από καμμία δύναμη, αλλά και δεν πρέπει να αφεθεί ελεύθερη στο έλεος του εαυτού της.
Προκειμένου να είναι εποικοδομητική η γυναίκα, οφείλει να ίσταται δίπλα στον άνδρα υποστηρικτικά. Οφείλει να είναι ενσυνείδητη στο οτι είναι αμοιβαία συμπληρωματική προς τον άνδρα με αξιωματική ισότητα.
Όπως τα ύδατα ενός γεμάτου ποταμού, όταν λείπουν τα κατάλληλα αναχώματα, ξεχειλίζουν καταστρέφοντας ό,τι συναντούν, έτσι και η μη μυημένη γυναίκα, και με έλλειψη της κατάλληλης πνευματικής προετοιμασίας, επιθυμεί να επιβεβαιωθεί, επωμιζόμενη αδικαιολόγητα τον ρόλο του άνδρα, και εγκαταλείποντας τον δικό της, διεκδικώντας ισότητα ανάμεσα στις δύο υπάρξεις. Οι δυνάμεις που εκτοξεύθηκαν από αυτήν κατέστρεψαν ήθη και έθιμα ισχύοντα αιώνες, αντικαθιστώντας τα με νέα, που δεν επιβίωσαν πέραν της μιάς εποχής.
Τώρα, και οι άνδρες και οι γυναίκες αναζητούν μια ισορροπία που δεν μπορούν να βρούν. Η ισορροπία δεν μπορεί να βρεθεί όσο οι γυναίκες εντοπίζουν το πρόβλημα, ανοήτως, με όρους ισότητας (με την έννοια της ομοιότητας).
Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν μπορεί να λυθεί από τους άντρες. Θα το επιλύσουν οι γυναίκες, εάν κατορθώσουν να το αντιμετωπίσουν με όρους απελευθέρωσης, απελευθέρωσης πραγματικής και όχι ισότητας η οποία ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει. Η απελευθέρωση δεν είναι ιδιοκτησία ούτε του άνδρα ούτε της γυναίκας, είναι αντίθετα μία ιδιοκτησία του ανθρώπινου όντος. Εξ’άλλου, είναι απαραίτητο να κατευθυνθεί η γυναικεία δύναμη προς την μύηση, ως μοναδικό παραδοσιακό σύστημα το οποίο μπορεί να ανακτήσει την Τάξη, την Αρμονία, και την Ειρήνη στην ανθρωπότητα, επιφέροντας μία βελτίωση προς την αναζήτηση της χαμένης ταυτότητας και της απαραίτητης ισορροπίας.
Στους περασμένους αιώνες, από καιρού εις καιρόν, οι μυημένοι αναζήτησαν να δώσουν διέξοδο στην έλλειψη της θηλυκής πνευματικότητας. Θυμόμαστε με την ευκαιρία την Πυθαγόρεια Σχολή και την αξιολόγηση του αιώνιου θηλυκού από τους περιπλανώμενους Ιππότες και τους ποιητές του έρωτα του Dolce Stil Novo (σημ. μεταφρ.: του γλυκού νέου στύλ).
Στην σύγχρονη εποχή, εξάλλου, ο εκφυλισμός ορισμένων μυητικών οργανώσεων, που έγιναν λέσχες, lobbies, ασχολούμενες με την υλική ισχύ, ενώ άλλες ως κρυφές φατρίες από την μια πλευρά, ενώ από την άλλη το ξεκίνημα του εξτρεμιστικού φεμινισμού του ΧΧου αιώνα, διεκδικώντας το δικαίωμα της ισότητας, επιβάρυνε αργότερα το πρόβλημα.
Έγραφε, αναφερόμενος στην δεκαετία του ’70 του ΧΧου αιώνα ο Μεγάλος μας Διδάσκαλος Aldebaran οτι: «το να ισχυριζόμαστε οτι μία γυναίκα είναι ίση με έναν άνδρα, είναι ανώφελο, ανόητο και έξω από κάθε πραγματικότητα. Όλα αυτά που μπορούν να ακολουθήσουν έναν τέτοιο ισχυρισμό δεν μπορεί παρά να είναι λάθος, και για να ασχοληθούμε με το πρόβλημα των δικαιωμάτων του άνδρα και της γυναίκας και των ανάλογων ικανοτήτων είναι αναγκαίο να εκκινήσουμε από την αδιαφιλονίκητη πραγματικότητα οτι μεταξύ αρσενικού και θηλυκού υπάρχουν βαθειές και υπαρκτές διαφορές που επιδρούν όχι μόνο στο φυσικό αλλά και στο ψυχικό και πνευματικό πεδίο. Εχει, επίσης θεωρηθεί οτι ως αναπλήρωση αυτών των διαφορών, που από λάθος θεωρούνται «ιεραρχικές», υφίσταται ένα πραγματικό και αδιαμφισβήτητο γεγονός: οτι δηλαδή άνδρας και γυναίκα, είναι αμφότεροι αναντικατάστατοι και καταλαμβάνουν, εν λειτουργία των ανάλογων βασικών αξιών, δύο διαφορετικά επίπεδα που είναι αδύνατον να μεταφερθούν σε ιεραρχικά. Δυστυχώς, η αναγκαιότητα της κοινωνικής ζωής, η οργάνωση που προκύπτει στους πολιτικούς και οικονομικούς τομείς, επάνω στους οποίους η ανθρωπότητα εναπόθεσε τους πολιτισμούς της, καθόρισαν ιεραρχίες ίδιου τύπου, οι οποίες από λάθος ανταλλάχθηκαν με ιεραρχίες μυητικές ή απολύτως μεταφυσικές. Έτσι, στις απόκρυφες οργανώσεις τείνεται σήμερα να ανατραπούν, όχι οι ανθρώπινες ιεραρχίες (Μεγάλος Διδάσκαλος, άλλα διοικητικά καθήκοντα κλπ.) αλλά εκείνες που έχουν χαρακτήρα μυητικό. Πράγματι, δεν θα ήταν παράξενο ούτε αντιπαραδοσιακό οτι μία σοφή γυναίκα θα μπορούσε να καθήσει στην θέση μου (Μεγάλος Διδάσκαλος) ή να διοικήσει το Τάγμα από διοικητική θέση. Το παράξενο αντιΤυπικό και αντιπαραδοσιακό θα ήταν εάν θα αξίωνε να το διοικήσει μυητικά, με την έννοια του να δώσει εκείνη τις μυήσεις. Παραδείγματα αυτού του είδους, υπήρξαν: η Βασίλισσα είχε πάντοτε στο πλευρό της έναν σύμβουλο, έναν υπουργό ή ένα συμβούλιο σοφών (πάντοτε άρρενες) που διασφάλιζαν την επανόρθωση της μυητικής ανεπάρκειας μετάδοσης. Πολλοί παρεξηγούν. Έτσι όπως παρεξηγείται η λέξη Αγιο Πνεύμα, το οποίο σύμφωνα με ορισμένους θα έπρεπε να είναι θηλυκής φύσης, ή η λέξη «Σοφία», ή η «Εννοια» και πάει λέγοντας, χωρίς να ληφθεί υπόψη οτι αρσενικό και θηλυκό είναι όροι δανεισμένοι στην γλώσσα επικοινωνίας για να μπορέσουμε να εκφρασθούμε (παράδειγμα: η σελήνη στα ιταλικά είναι θηλυκή, στα γερμανικά είναι αρσενική) και ότι όλα βασίζονται σε ένα βασικό ζήτημα: την γέννηση, γέννηση των ανθρώπων, των πλανητών, των αστερισμών, των ουρανών, των αιώνων, των αγγέλων, των θεών, των μυημένων. Και για να γίνει κατανοητό αυτό το ζήτημα στους ανθρώπους, επιλέχθηκαν δύο σύμβολα. Του φαλλού και του αιδοίου. Ενόσω μπαίνει στο παιχνίδι η παρθενογέννεση (στην αρχή) παρουσιάζεται το ακατανόητο για τη ανθρώπινη φύση με την ένωση των δύο οργάνων του ανδρισμού και της θηλυκότητας σε έναν ενιαίο οργανισμό. Τον Αδρόγυνο. Είναι όμως γεγονός οτι υπάρχει μία μάχη μεταξύ των δύο δυνάμεων της ζωής μεταξύ της θηλυκότητας και του ανδρισμού. Το θηλυκό θέλει να απελευθερώσει από το αρσενικό το σπέρμα του και την δύναμή του, και με αυτό να τον δεσμεύσει προς αυτήν διαμέσου του καρπού που αναβλύζει γι αυτόν τον σκοπό. Απελευθερώνοντας από το αρσενικό το σπέρμα του, το θηλυκό αποκομίζει από αυτόν δύναμη. Όμως, πέραν αυτού, δεν μπορεί να του απελευθερώσει το δικαίωμα να «εκσπερματώνει». Μπορεί μόνον να εξουσιάσει (γιατί στην πραγματικότητα αυτή είναι που εξουσιάζει και όχι το αρσενικό) να διατηρήσει και να συντηρήσει, αλλά δεν μπορεί να «εκσπερματώσει»
Αυτά έγραψε ο Aldebaran. (Εν ζωή ο Aldebaran (σημ. μεταφρ.: Gastone Ventura), ήταν ο Κυρίαρχος Μεγάλος Γενικός Ιεροφάντης του Αρχαίου και Αρχέγονου Ανατολικού Τύπου Μισραήμ και Μέμφις από το 1966 μέχρι το 1981).
Εμείς συμφωνούμε με τον Μεγάλο μας Αδελφό Aldebaran, και έχουμε πεισθεί οτι τα δύο όντα δεν είναι ίσα, αλλά έχουν αξιωματική ισότητα σε διαφορετικές λειτουργίες και οτι η μύηση, λειτουργούσα μέσα στα όρια της αυθεντικότητας των αντίστοιχων θυσιαστικών Τύπων και της νομιμότητας του λειτουργού, διεγείρει, στον άνδρα, όλα τα ανδρικά χαρακτηριστικά, και στην γυναίκα όλα τα γυναικεία χαρκτηριστικά.
Αυτό σημαίνει οτι το αρσενικό πρέπει να επανακατακτήσει την πνευματική ρώμη και το θηλυκό την θηλυκή πνευματικότητα σε αρμονία εγγυημένη από την μυητική οδό. Η παράδοση μας υποδεικνύει οτι ο πρώτος σκοπός της μύησης είναι η «γνώση του εαυτού», κι αυτό ισχύει και για τον άνδρα και για την γυναίκα, εφόσον και ο ένας και η άλλη οφείλουν να εφαρμόσουν τον δικό τους τρόπο ύπαρξης, αναπτύσοντας και εξειδικεύοντας όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά τους.
Καταλήγοντας, στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, και ο άνδρας και η γυναίκα βρίσκονται σε σοβαρή κρίση ταυτότητας, για την οποία κρίση είναι αναγκαίο και τα δύο όντα να εισέλθουν, το καθένα από την δική του πόρτα, στην παράδοση, η οποία μας διδάσκει οτι το ανθρώπινο όν οφείλει να αναλάβει συνείδηση των αξιών εκείνων που ο Θεός τους παρέσχε: τα χαρακτηριστικά της πνευματικής ρώμης για τον άνδρα και τα χαρακτηριστικά της θηλυκής πνευματικότητας για την γυναίκα.
Για να πραγματοποιηθεί αυτό, απαιτείται η κάθαρση στα διαφορετικά επίπεδα, ελαχιστοποιώντας τις σκουριές των στοιχείων, όχι απαραίτητα συσσωρευμένων κατά την διάρκεια των γενεών. Από ό,τι ειπώθηκε μέχρι τώρα, είναι αναγκαίο ο άνδρας και η γυναίκα να βαδίσουν στην ατραπό της μύησης.
Αρκεί αυτή η ατραπός, διαφορετικής αναφοράς στους διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης, να προσεγγίσει το ίδιο σημείο προορισμού που είναι η επιστροφή στο ίδιο σημείο αφετηρίας.
Sebastiano Caracciolo
33ο 90ο 97ο
Κυρίαρχος Μεγάλος Γενικός Ιεροφάντης Α.·.Α.·.Α.·.Τ.·. Μisraim Μemphis
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Sebastiano Caracciolo:
«η Γυναικεία μύηση στον Τεκτονισμό»)