Ο πάταγος του κεραυνού στη σκυθρωπή δύση ανάγγελλε ότι η νύχτα και η θύελλα πλησίαζαν μαζί, και ο ουρανός σκοτείνιασε με μια δαιμονική μαυρίλα. Η βροχή έπεφτε, ο άνεμος βούιζε λυπητερά και το μονοπάτι του δάσους που διέσχιζα με το άλογο έγινε ένας λασπερός, ύπουλος βούρκος, που από στιγμή σε στιγμή απειλούσε να παγιδέψει το ζώο μου και μένα στην ανεπιθύμητη αγκαλία του. Είναι πολύ δυσοίωνο ένα ταξίδι κάτω από τέτοιες συνθήκες, και συνεπώς πήρα πολύ κουράγιο όταν, μέσ' από τα κλαδιά που μαστίγωνε η θύελλα, διέκρινα σε λίγο το τρεμόσβημα από ένα φιλόξενο φως που λαμπύριζε μέσα από τη θολούρα της βροχής.
Πέντε λεπτά αργότερα τράβηξα τα χαλινάρια μπροστά στις βαριές πόρτες ενός αρκετά μεγάλου γέρικου κτίσματος από γκρίζες, σκεπασμένες με βρύα πέτρες και από το εξαιρετικό του μέγεθος και τη θρησκευτική όψη του πίστεψα δικαιολογημένα πως θα ήταν κάποιο μοναστήρι. Ακόμη και από την επιπόλαιη ματιά που το έριξα μπόρεσα να δω ότι ήταν κάποιο σημαντικό μέρος, γιατί ορθωνόταν επιβλητικά πάνω από τα ερειπωμένα θεμέλια πολλών μικρότερων κτισμάτων που ήταν φανερό πως το περιέβαλλαν κάποτε.
Η ορμή των στοιχείων της φύσης, όμως, ήταν τέτοια που εμπόδιζε άλλη εξέταση ή σκέψηκαι χάρηκα ιδιαίτερα όταν, σ' απάντηση στα συνεχή μου χτυπήματα, η μεγάλη δρύινη πόρτα άνοιξε και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο μ' έναν άντρα με κουκούλα μοναχού, ο οποίος με οδήγησε ευγενικά μέσα από τη βροχοδαρμένη είσοδο σ' έναν καλοφωτισμένο και ευρύχωρο προθάλαμο.
Ο ευεργέτης μου ήταν κοντός και παχύς, ντυμένος μ' ένα φαρδύ ράσο και από το κόκκινο, χαρούμενο πρόσωπό του φαινόταν να είναι ένας πολύ ευχάριστος και φιλικός οικοδεσπότης. Συστήθηκε ως ηγούμενος, επικεφαλής της μοναστικής αδελφότητας στην έδρα της οποίας είχα βρεθεί, και με παρακάλεσε να δεχτώ τη φιλοξενία των αδελφών ώσπου να καταλαγιάσει κάπως η οργή του καιρού.
Ως απάντηση του ανέφερα το όνομα και τη θέση μου, και του είπα ότι ταξίδευα για να συναντηθώ με τον αδελφό μου στη Βιρόν, πέρα από το δάσος, αλλά το ταξίδι μου είχε παρεμποδιστεί εξαιτίας της θύελλας.
Αφού τελειώσαμε αυτές τις τυπικότητες, με πέρασε από τον ξυλεπένδυτο προθάλαμο στη βάση μιας μεγάλης σκάλας μέσα στο βράχο, λαξεμένης στον ίδιο τον τοίχο. Εκεί φώναξε κάτι δυνατά σε μιαν άγνωστη γλώσσα, και μια στιγμή αργότερα με τρόμαξε η ξαφνική εμφάνιση δύο νέγρων, που λες και είχαν υλοποιηθεί από το τίποτα, τόσο αθόρυβα γοργός ήταν ο ερχομός τους. Τα βλοσυρά εβένινα πρόσωπά τους με τα πολύ σγουρά μαλλιά και τ' αεικίνητα μάτια, τονισμένα από το πιο εξωτικό ντύσιμο – μεγάλες φουσκωτές βράκες από κόκκινο βελούδο και ζωνάρια από χρυσοΰφαντο ύφασμα σε ανατολίτικο στυλ – μου κέντρισαν έντονα το ενδιαφέρον, αν και φαίνονταν εντελώς αταίριαστοι για ένα χριστιανικό μοναστήρι.
Ο ηγούμενος Ενρίκος τους μίλησε τώρα σε άνετα λατινικά, λέγοντας στον ένα να πάει έξω να φροντίσει το άλογό μου, και δίνοντας εντολή στον άλλο να με οδηγήσει σ' ένα δωμάτιο πάνω. Εκεί, με πληροφόρησε, θα μπορούσα να αλλάξω τα μουσκεμένα ρούχα μου με κάτι πιο κατάλληλο, καθώς θα περίμενα για το βραδυνό φαγητό.
Ευχαρίστησα τον ευγενικό οικοδεσπότη μου και ακολούθησα το σιωπηλό μαύρο ανδρείκελο στη μεγάλη πέτρινη σκάλα. Το τρεμοφέγγισμα του δαυλού του γιγάντιου υπηρέτη έριχνε σκιές σαν αραβουργήματα πάνω στους αρχαίους, γυμνούς πέτρινους τοίχους με την προχωρημένη αποσάρθρωση. Ήταν φανερό ότι το οίκημα ήταν πολύ παλιό. Πράγματι, οι ογκώδεις τοίχοι που υψώνονταν εξωτερικά θα πρέπει να είχαν στηθεί σε κάποια περασμένη εποχή, γιατί τ' άλλα κτίρια που ενδεχομένως είχαν χτιστεί ταυτόχρονα δίπλα τους είχαν προ πολλού καταρρεύσει σε ανεπανόρθωτα, μη αναγνωρίσιμα ερείπια.
Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο ο οδηγός μου με πέρασε από ένα μωσαϊκό δάπεδο με πλούσια χαλιά, ανάμεσα σε ψηλούς τοίχους επενδυμένους με τάπητες και διακοσμημένους με μαύρες κουρτίνες. Τέτοια πλούσια στολίδια ήταν πολύ ανάρμοστα για έναν τόπο λατρείας, κατά τη γνώμη μου.
Ούτε και άλλαξα γνώμη βλέποντας το δωμάτιο που μου παραχώρησαν για δικό μου. Ήταν τόσο μεγάλο όσο και το γραφείο του πατέρα μου στη Νιμ – στους τοίχους κρέμονταν ισπανικά βελούδα σε μαρόν χρώμα, με μια κομψότητα που την ξεπερνούσε μόνο το κακό γούστο του ότι βρίσκονταν σ' έναν τέτοιο χώρο. Υπήρχε ένα κρεβάτι που θα τιμούσε και το παλάτι ενός βασιλιά. Τα έπιπλα και τ' άλλα συμπληρωματικά είχαν μια αληθινά βασιλική μεγαλοπρέπεια. Ο νέγρος άναψε μαι δωδεκάδια τεράστια κεριά στο ασημένιο κηροπήγιο που στεκόταν κάπου στο δωμάτιο, και μετά έκανε μια υπόκλιση κι έφυγε.
Εξετάζοντας το κρεβάτι βρήκα πάνω του τα ρούχα που μου ειχε υποδείξει ο ηγούμενος να χρησιμοποιήσω για το βραδινό δείπνο. Αποτελούνταν από μια φορεσιά από μαύρο βελούδο με μεταξωτό παντελόνι, ψηλές, εφαρμοστές κάλτσες στην ίδια απόχρωση, κι ένα μαύρο στιχάριο. Όταν έβγαλα τα ταλαιπωρημένα από το ταξίδι ρούχα μου ανακάλυψα ότι μου ταίριαζαν τέλεια, αν και πολύ πένθιμα.
Όλη αυτή την ώρα περιεργαζόμουν το δωμάτιο πιο προσεκτικά. Απόρησα πολύ με τη χλιδή, τη φιγούρα και την επίδειξη πλούτου, και ακόμη πιο πολύ γιατην πλήρη απουσία κάθε θρησκευτικού αντικειμένου – πουθενά δε φαινόταν ούτε ένας απλός σταυρός καν. Το θρησκευτικό αυτό τάγμα θα πρέπει σίγουρα να ήταν πλούσιο και ισχυρό, αν και κάπως κοσμικό. Παρόμοιο ίσως μ' εκείνες τις οργανώσεις της Μάλτας και της Κύπρου (1), που οι ακολασίες και οι εξωφρενικές τους πολυτέλειες είανι το σκάνδαλο της οικουμένης.
Καθώς τα συλλογιζόμουν αυτά, στ' αυτιά μου έφτασε ο ήχος από δυνατές ψαλμωδίες που ανέβαιναν συμφωνικά από κάπου πολύ χαμηλά. Οι αρμονικές διακυμάνσεις τους ανέβαιναν κι έπεφταν επιβλητικά σαν να έφταναν από μια απίστευτη απόσταση για τ' ανθρώπινα αυτιά. Ήταν ανεπαίσθητα ανησυχητικές. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ούτε λέξεις ούτε φράσεις που να μου είναι γνωστές αλλά ο γεμάτος δύναμη ρυθμός τους με κατέπληξε. Ξεχυνόταν σαν μια κακόβουλη μαγική ωδή, κατάφορτη με ύπουλα, παράξενα υπονοούμενα. Διακόπηκε απότομα, και ασυναίσθητα αναστέναξα με ανακούφιση. Αλλά ούτε για μια στιγμή στο υπόλοιπο της παραμονής μου δεν έσβησε από μέσα μου εκείνη η σπίθα της ανησυχίας που είχε γεννηθεί από τον απόμακρο ήχο της ακατανόμαστης ρυθμικής μελωδίας από χαμηλά.
Ποτέ δεν έχω φάει πιο παράξενο γεύμα από εκείνο που συμμετείχα στο μοναστήρι του ηγούμενου Ενρίκου. Η αίθουσα συμποσίων ήταν ένας θρίαμβος επιδεικτικών διακοσμήσεων. Το τραπέζι έγινε σε ένα αχανές δωμάτιο, οι ψηλοί τοίχοι του οποίου ανέβαιναν σ' όλο το ύψος του κτιρίου μέχρι την αψιδωτή και θολωτή οροφή. Οι τοίχοι ήταν ντυμένοι με πορφυρούς και βασιλικά κόκκινους τάπητες διακοσμημένους με οικόσημα και θυρεούς, άγνωστης για μένα σημασίας. Το ίδιο το τραπέζι των συμποσίων έπιανε όλο το μήκος της αίθουσας – στη μια άκρη μέχρι τις δίφυλλες πόρτες απ' όπου είχα μπει από τις σκάλες και στην άλλη άκρη μέχρι κάτω από τον κρέμαστό εξώστη, όπου βρισκόταν η είσοδος της κουζίνας.
Γύρω από το τεράστιο αυτό γιορταστικό τραπέζι ήταν καθισμένοι κάπου σαράντα άνθρωποι της εκκλησίας με μαύρες κουκούλες και ράσα, που ήδη ορμούσαν μ' ενθουσιασμό στην πολυάριθμη παράταξη των φαγητών που γέμιζαν το τραπέζι. Μόλις και μπήκαν στον κόπο να σταματήσουν το περιδρόμιασμα για να γνέψουν σε χαιρετισμό όταν ο ηγούμενος κι εγώ μπήκαμε για να πάρουμε τις θέσεις μας στο κεφάλι του τραπεζιού και συνέχισαν να καταβροχθίζουν άπληστα τη θαυμαστή ποικιλία των φαγητών μπροστά τους, κάνοντάς το με τον πιο απρεπή τρόπο. Ο ηγούμενος δεν κοντοστάθηκε, ούτε για να μου πει να καθήσω, ούτε για να κάνει κάποια προσευχή, αλλ' ακολούθησε αμέσως το παράδειγμα του ποιμνίου του κι άρχισε κατευθείαν να γεμίζει την κοιλιά του με διαλεχτούς μεζέδες μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Ήταν σίγουρο ότι αυτοί οι Φλαμανδοί βάρβαροι ήταν κάθε άλλο παρά ευαίσθητοι στη συμπεριφορά τους στο τραπέζι. Το φαγητό συνοδευόταν από αγροίκους θορύβους που έβγαζαν τα στόματα των συνδαιτυμόνων. Το φαγητό το έπαιρναν με τα δάχτηλα, και τ' ανέγγιχτα περισσεύματα τα πέταγαν στο πάτωμα. Οι συνηθισμένοι καλοί τρόποι αγνοούνταν συχνά. Για μια στιγμή έμεινα σαν αποβλακωμένος, αλλά η φυσική μου ευγένεια μ' έσωσε, και άρχισα να τρώω χωρίς πολλά-πολλά.
Γύρω από το τραπέζι κυκλοφορούσε σιωπηλά μισή δωδεκάδα από μαύρους υπηρέτες, ξαναγεμίζοντας τα πιάτα ή κουβαλώντας δίσκους με καινούρια κι ακόμη πιο εξωτικά φαγητά. Τα μάτια μου έβλεπαν μαγειρικά θαύματα πάνω σε χρυσούς δίσκους – στ' αλήθεια ήταν σαν να έριχνες μαργαριτάρια σε γουρούνια! Γιατί αυτοί οι ρασοφόροι και κουκουλοφόροι αδελφοί, αν και ήταν μοναχοί, συμπεριφέρονταν σαν απαίσιοι αγροίκοι. Καταβρόχθιζαν κάθε λογής φρούτα – μεγάλα χυμώδη κεράσια, μελωμένα πεπόνια, ρόδια και σταφύλια, τεράστια δαμάσκηνα, εξωτικά βερίκοκα, σπάνια σύκα και χουρμάδες. Υπήρχαν τεράστια τυριά, αρωματικά και γινωμένα. Ορεκτικές σούπες. Σταφίδες, ξηροί καρποί, λαχανικά, και μεγάλες αχνιστές πιατέλες με ψάρια, σερβιρισμένα όλα με μπίρες και κρασιά, που ήταν τόσο δυνατά όσο και το νέκταρ του νηπενθούς.
Κατά τη διάρκεια του φαγητού μας διασκέδαζαν αθέατα λαγούτα, που η μουσική τους φτερούγιζε από τους εξώστες ψηλά. μια μουσική που δυνάμωσε σ' ένα τελικό κρεσέντο καθώς μπήκαν επιβλητικά έξι υπηρέτες, κουβαλώντας έναν τεράστιο δίσκο από συμπαγές, σφυρήλατο χρυσάφι. Πάνω του υπήρχε ένα μοναδικό κομμάτι από κάποιο αχνιστό κρέας γαρνιρισμένο με μυρωδάτα, αρωματικά μπαχαρικά. Μέσα σε βαθιά σιγή προχώρησαν και ακούμπησαν το φορτίο τους στο κέντρο του τραπεζιού, κάνοντας πέρα τα γιγάντια κηροπήγια και τα μικρότερα πιάτα. Μετά ο ηγούμενος σηκώθηκε, με το μαχαίρι στο χέρι, και έκοψε το ψητό, μουρμουρίζοντας ταυτόχρονα μια ρητορική επίκληση σε κάποια ξενική γλώσσα. Στους μοναχούς της παρέας μοιράστηκαν φέτες κρέατος σε ασημένια πιάτα. Ένα έντονο και σαφές ενδιαφέρον ήταν ολοφάνερο σ' αυτή την τελετή. Η ευγένεια και μόνο μ' εμπόδισε να ρωτήσω τον ηγούμενο για τη σημασία της συμπεριφοράς των παρευρισκομένων. Έφαγα ένα μέρος από το κρέας μου και δεν είπα τίποτε.
Ήταν πραγματικά περίεργο να βρω τέτοια βαρβαρικά γλέντια και βασιλική μεγαλοπρέπεια σ' ένα μοναστικό τάγμα, αλλά δυστυχώς η περιέργειά μου ατόνησε από το άφθονο πότισμα με δυνατα κρασιά που έμπαιναν μπροστά μου στο τραπέζι, σε κούπες, κανάτες, φλασκιά, καράφες και διαμαντοστόλιστα ποτήρια. Υπήρχαν ποτά κάθε ηλικίας και απόσταξης. Περίεργα αρωματικά ποτά με μαγική μεθυστικότητα και ζαλιστική γλύκα μ' επηρέασαν παράξενα.
Το κρέας ήταν περίεργα γευστικό και γλυκό. Το κατέβασα συνοδεύοντάς το με μεγάλες ρουφηξιές από κρασί, που τώρα κυκλοφορούσε άφθονο στο τραπέζι. Η μουσική σταμάτησε, και η λάμψη των κεριών λιγόστεψε ανεπαίσθητα σε μια πιο απαλή ανταύγεια. Η θύελλα έξω λυσσομανούσε ακόμη πάνω στους τοίχους. Το ποτό πλημμύρισε με φωτιάτις φλέβες μου, και παράξενες φαντασίες οργίαζαν στο ζαλισμένο μου μυαλό.
Καθόμουν σχεδόν αποχαυνωμένος όταν, έχοντας τελικά ικανοποιηθεί η θηριώδης όρεξη της συντροφιάς, άρχισαν κάτω από την επίδραση του κρασιού να σπάζουν τη σιωπή που επικρατούσε κατά τη διάρκεια του φαγητού, ξεσπώντας σε ομαδικά πρόστυχα τραγούδια. Το κέφι τους μεγάλωνε, και άρχισαν να διηγούνται αθυρόστομα ανέκδοτα και ιστορίες, αυξάνοντας το κέφι. Λιπόσαρκα πρόσωπα παραμορφώνονταν από χυδαία γέλια. Χοντρές κοιλιές τρεμούλιαζαν από διασκέδαση. Μερικοί άρχισαν να βγάζουν απρεπείς θορύβους και να κάνουν χοντρές χειρονομίες, και μερικοί σωριάστηκαν κάτω από το τραπέζι, για να μεταφερθούν έξω από τους σιωπηλούς μαύρους. Δεν μπορούσα να μη συγκρίνω τη σκηνή αυτή μ' εκείνη που θα έβλεπα να είχα φτάσει στη Βιρόν κι έτρωγα στο τραπέζι του αδελφού μου, του καλού ιερέα. Δε θ' ακούγονταν εκεί τέτοιες βρόμικες προστυχιές. Αναρωτήθηκα αόριστα αν εκείνος είχε υπόψη του αυτό το μοναστικό τάγμα, τόσο κοντά στην ήσυχη ενορία του.
Απότομα τότε οι σκέψεις μου ξαναγύρισαν στη συντροφιά μπροστά μου. Τα γέλια και τα τραγούδια είχαν δώσει τη θέση τους σε λιγότερο ευχάριστα πράγματα καθώς σκοτείνιαζαν τα κεριά, και οι σκιές, που μεγάλωναν, άρχισαν να γνέθουν τους σκοτεινούς ιστούς τους στις γωνιές. Η κουβέντα γύρισε σ' απροσδιόριστα ανησυχητικά θέματα,και τα κουκουλωμένα πρόσωπα απόκτησαν μια κακόβουλη όψη στο αμυδρό και τρεμουλιαστό φως. Καθώς κοιτούσα σαστισμένα ολόγυρα στο τραπέζι, μου έκανε εντύπωση η περίεργη χλομάδα των συγκεντρωμένων προσώπων. Γυάλιζαν ασπριδερά στο φως που λιγόστευε, σαν σε μια διεστραμμένη παρωδία του θανάτου. Ακόμη και η ατμόσφαιρα της αίθουσας φαινόταν να έχει αλλάξει. Οι κουρτίνες φαίνονταν να κουνιούνται από αόρατα χέρια. Οι σκιές απλώνονταν στους τοίχους. Δαιμονικές μορφές χοροπηδούσαν σε μια αλλόκοτη πομπή πάνω από τις ενωμένες αψίδες της οροφής. Το γιορταστικό τραπέζι έδειχνε άδειο και απογυμνωμένο – υπολείμματα από το κρασί λέρωναν τις πετσέτες, μισοφαγωμένα φαγητά γέμιζαν την επιφάνεια του τραπεζιού, και τα ροκανισμένα κόκαλα στις πιατέλες φαίνονταν να υπενθυμίζουν βλοσυρά ότι η ζωή είναι θνητή.
Η συζήτηση ήταν ακατάλληλη για να βοηθήσει στην ψυχική μου γαλήνη – απείχε πολύ από τις ευσεβείς παραινέσεις που θα περίμενε κανείς από μαι τέτοια συντροφιά. Η κουβέντα γύρισε στα φαντάσματα και τις μαγείες. Παλιές ιστορίες λέγονταν, ενισχυμένες με πρόσθετη φρίκη. Θρύλοι επαναλαμβάνονταν με διακεκομμένους ψιθύρους. Υπονοούμενα με διαβολική σημασία έβγαιναν από λερωμένα με κρασί χείλη σε νεκρικά χαμηλούς τόνους.
Δε νύσταζα πια. Ένιωθα νευρικότητα μ' έναν αυξανόμενο φόβο μεγαλύτερα από κάθε άλλον που είχα νιώσει ποτέ. Ήταν σαν να ήξερα σχεδόν τι θα συνέβαινε, ότνα τελικά, μ' ένα περίεργο χαμόγελο, ο ηγούμενος άρχισε τη δική του ιστορία, και το ακροατήριο των μοναχών σταμάτησε τους ψιθύρους του, και όλοι στράφηκαν στις καρέκλες τους να τον ακούσουν.
Ένας μαύρος μπήκε ταυτόχρονα και ακούμπησε ένα μικρό σκεπασμένο δίσκο μπροστά στον αφέντη του, ο οποίος τον περιεργάστηκε για μια στιγμή πριν συνεχίσει τα προεισαγωγικά λόγια του.
Ήταν ευτύχημα (άρχισε μιλώντας προς εμένα) που είχα έρθει εδώ για να περάσω τη βραδιά, γιατί υπήρχαν κι άλλοι ταξιδιώτες που οι νυχτερινές περιπλανήσεις τους σ' αυτά τα δάση δεν είχαν φτάσει σε τόσο ευτυχές τέλος. Υπήρχε για παράδειγμα, το θρυλικό “Μοναστήρι του Διαβόλου”. ( Εδώ κοντοστάθηκε κι έβηξε αφηρημένα πριν συνεχίσει).
Σύμφωναμε τις γενικά παραδεκτές παραδόσεις της περιοχής, η περίεργη αυτή τοποθεσία για την οποία μιλούσε ήταν ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι βαθιά στην καρδιά του δάσους, όπου κατοικούσε μια παράξενη συντροφιά από Νεκροζώντανους, αφοσιωμένους στην υπηρεσία του Ασμοδαίου (2). Συχνά, με το πέσιμο του σκοταδιού, τα παλιά ερείπια έπαιρναν μια υπερφυσικη, εικονική ομοιότητα με αυτό που ήταν κατά την εποχή του χαμένου μεγαλείου τους, και οι παλιοί τοίχοι ξαναστήνονταν με δαιμονική τέχνη για να παραπλανήσουν τον περαστικό ταξιδιώτη. Ήταν πραγματικά ευτύχημα που ο αδελφός μου δεν είχε βγει να με αναζητήσει στο δάσος μια νύχτα σαν κι αυτή, γιατί μπορεί και να έπεφτε πάνω σ' αυτό το καταραμένο μέρος, και να μαγευόταν αρκετά ώστε να μπει. Τότε, σύμφωνα με τ' αρχαία χρονικά, θα τον άρπαζαν, και το σώμα του θα το καταβρόχθιζαν θριαμβευτικά οι νεκροφάγοι πιστοί, έτσι ώστε να συντηρήσουν την αφύσικη ζωή τους με θνητή τροφή.
Όλα αυτά αναφέρθηκαν μ' έναν ψίθυρο ανείπωτου φόβου, σαν κατά κάποιον τρόπο να προσπαθούσαν να μεταδώσουν κάποιο μήνυμα στις ζαλισμένες μου αισθήσεις. Το πέτυχαν. Καθώς κοίταζα τα πρόστυχα πρόσωπα όλων γύρω μου κατάλαβα τη σημασία όλων αυτών των κοροϊδευτικών λέξεων, την απαίσια παρωδία που κρυβόταν πίσω από το πράο και κρύφιο χαμόγελο του ηγούμενου.
Το Μοναστήρι του Διαβόλου... υπόγειες ψαλμωδίες των τελετών για τον Εωσφόρο... βλάσφημη μεγαλοπρέπεια, αλλά ποτέ το σημείο του σταυρού... ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι στα πυκνά δάση... λυκόμορφα πρόσωπα που αγριοκοίταζαν το δικό μου...
Τότε τρία πράγματα συνέβησαν ταυτόχρονα. Ο ηγούμενος σήκωσε αργά το σκέπασμα του μικρού δίσκου μπροστά του. (“Ας τελειώσουμε με το κρέας”, νομίζω πως είπε). Μετά έβγαλα ένα ουρλιαχτό. Τελικά ακούστηκε το σπλαχνικό μπουμπουνητό του κεραυτνού που γκρέμισε εμένα, τους μοναχούς που γελούσαν, τον ηγούμενο, το δίσκο, και το μοναστήρι σε μια χαώδη λήθη.
Όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου ήμουν ξαπλωμένος και μουσκεμένος σ' ένα χαντάκι δίπλα στο λασπερό μονοπάτι, με μαύρα βρεγμένα ρούχα. Το άλογό μου έβοσκε στο δάσος εκεί κοντά, αλλά από το αββαείο δεν έβλεπα ούτε ίχνος.
Μπήκα τρικλίζοντας στη Βιρόν μισή μέρα αργότερα, και ήδη βρισκόμουν σε πλήρες παραλήρημα, και όταν έφτασα στο σπίτι του αδελφού μου βλαστημούσα δυνατά κάτω από τα παράθυρα. Αλλά το παραλήρημά μου μεταβλήθηκε σε μανιακή τρέλα όταν εκείνος που με βρήκε εκεί μου είπε που είχε πάει ο αδελφός μου, και την πιθανή του μοίρα, κι εγώ έπεσα στη στιγμή λιπόθυμος στο χώμα.
Ποτέ δεν θα μπορέσω να ξεχάσω εκείνο το μέρος, ούτε τις ψαλμωδίες, ούτε τους τρομερούς αδελφούς, αλλά προσεύχομαι στο Θεό να μπορέσω να ξεχάσω ένα πράγμα πριν πεθάνω. Ήταν εκείνο που είδα πριν από το αστροπελέκι, το πράγμα που με τρελαίνει και με βασανίζει ακόμη περισσότερο μετά από όσα έμαθα στη Βιρόν. Ξέρω ότι όλα είναι αλήθεια τώρα, και μπορώ να την αντέξω την γνώση αυτή, αλλά ποτέ θα μπορέσω να αντέξω την απειλή ή την ανάμνηση αυτού που είδα, όταν ο ηγούμενος Ενρίκος σήκωσε το σκέπασμα του μικρού ασημένου δίσκου για να παρουσιάσει το υπόλοιπο του κρέατος...
Ήταν το κεφάλι του αδελφού μου.
___________
1.Πρόκειται για τους Ιωαννίτες και Ναΐτες ιππότες, θρησκευτικό-στρατιωτικά τάγματα. Οι Ναΐτες ιδιαίτερα κατηγορήθηκαν και διώχτηκαν άγρια τον 14ο αιώνα για ανάμειξη στη μαγεία και σε άλλες παράνομες δραστηριότητες.
2.Ασμοδαίος: Δαίμονας της ακολασίας, του ερωτικού πάθους
ΡΟΜΠΕΡΤ ΜΠΛΑΚ
ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΦΙΛΙ και Άλλες Ιστορίες
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS 7