.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Ένα οκτάχρονο παιδί που σκοπεύει να περιπλανηθεί μόνο στον κόσμο – ΧΕΡΜΑΝ ΜΠΡΟΧ


Περπατάει πάνω στις στενές λουρίδες του γρασιδιού που φυτρώνουν ανάμεσα στα αυλάκια των τροχών και κοιτάει τα μαραμένα αχνοπόρφυρα μπουμπούκια των τριφυλλιών που ξεστράτισαν ως εδώ, κοιτάει τις παλιές ξεραμένες σβουνιές που από τις ρωγμές τους έχουν αρχίσει να ξεμυτίζουν χορταράκια και παρατηρεί τις κολλιτσίδες που πιάνονται από τις κάλτσες του και το αγκιλώνουν. Το παιδί βλέπει κι άλλα τριγύρω: βλέπει τα κολχικά στα λειβάδια, βλέπει δυο γκριζοκίτρινες αγελάδες που βόσκουν στην πλαγιά της κοιλάδας και επειδή δεν μπορεί να κοιτάει διαρκώς το τοπίο, κοιτάει και το φόρεμά του και βλέπει τα αγριοτριαντάφυλλα που είναι σταμπωμένα πάνω του: κάθε τόσο ένα ανοιχτό λουλούδι κι ένα μπουμπούκι και τα δυο πάνω σ' ενα ανοιχτοπράσινο κοτσάνι ανάμεσα σε δυο πράσινα φύλλα και στη μέση του ανοιχτού αγριοτριαντάφυλλου υπάρχει μια κίτρινη κηλίδα. Το παιδί θα ήθελε να είχε και ένα μαύρο καπέλο για να στερεώσει πάνω του ένα ρόδο με μπουμπούκι στο πλάι και δυο φύλλα – θα πήγαινε πολύ με το φόρεμά του. Όμως εκείνο φοράει μόνο ένα γκρίζο μάλλινο πανωφόρι με κουκούλα.
Το παιδί περπατάει τώρα κατά μήκος του ποταμού κι έχει το ένα χέρι ακουμπησμένο στο γοφό του, ενώ με το άλλο κρατάει σφιχτά το ένα μάρκο για τα έξοδα του ταξιδιού. Αυτά τα μέρη τα γνωρίζει καλά. Δεν φοβάται. Σαν νοικοκυρά στο σπίτι της διασχίζει το παιδί το τοπίο και όταν, επειδή αυτό του προξενεί μια ευχάριστη αίσθηση στο μεγάλο δάκτυλο του ποδιού του σπρώχνει καμιά πέτρα έξω από τις λουρίδες του γρασιδιού, είναι λίγο σαν να βάζει τάξη στο νοικοκυριό του. Ολόγυρα όλα είναι καθαρά. Το παιδί βλέπει τώρα τις συστάδες των δέντρων, που διαγράφονται ανάγλυφα στο διάφανο αέρα του φθινοπωρινού απογεύματος και το τοπίο δεν έχει γι' αυτό κανένα μυστικό: πίσω από τη διάφανη ατμόσφαιρα απλώνεται ο αχνογάλανος ουρανός, πίσω από τα διάφαν πράσινα φυλλώματα – σαν κάτι αναγκαίο – διακρίνεται κάθε τόσο κι ένα δέντρο με κιτρινισμένα τα φύλλα του, ανάγλυφο κι αυτό καταντικρύ στον ουρανό και συχνά, παρόλο που δεν φυσάει, από κάπου εμφανίζεται ένα κίτρινο φύλλο που διαγράφοντας αργούς κύκλους στον αέρα έρχεται να ακουμπήσει στη γη.

Όταν το παιδί στρέφει τα μάτια του προς τα δεξιά, εκεί όπου ιτιές και θάμνοι πλαισιώνουν την όχθη του ποταμου, μπορεί και βλέπει τις άσπρες πέτρες στην κοίτη του ρεύματος, βλέπει και το νερό, γιατί τα φύλλα των θάμνων με το φθινόπωρο έχουν αραιώσει αφήνοντας να φαίνονται μισόγυμνα τα σκούρα κλαδιά και από το αδιαπέραστο πράσινο τείχος του καλοκαιριού δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτα. Όταν όμως το παιδί στρέφει τα μάτια του προς τα αριστερά, βλέπει τα βαλτοτόπια: ανησυχητικά και ύπουλα απλώνονται εκεί δίπλα κι αν βάλεις το πόδι σου στο χορτάρι τους, το νερό σε πιτσιλάει και σου μουσκεύει το παπούτσι, αυτούς τους βάλτους δεν πρέπει να τους διασχίζεις, γιατί ποιος ξέρει, μπορεί να σε ρουφήξει η λάσπη τους και τότε τίποτα δεν σε σώζει.

Η αίσθηση της φύσης που έχουν τα παιδιά είναι πιο περιορισμένη και ωστόσο πιο έντονη από αυτήν των μεγάλων. Ποτέ δεν καθυστερούν σε μια όμορφη θέα για να αγκαλιάσουν με το βλέμμα τους το τοπίο, όμως ένα δέντρο σε μακρινό λόφο τα γοητεύει τόσο που θέλουν πολύ να το βάλουν στο στόμα τους και τρέχουν να τ' αγγίξουν. Και το τοπίο της μεγάλης κοιλάδας που απλώνεται μπρος τα πόδια τους δεν θέλουν να το παρατηρήσουν, μα θέλουν να ριχτούν μέσα του, σαν να μπορούσαν μ' αυτόν τον τρόπο να ρίξουν μέσα του και τους φόβους τους: γι' αυτό τα παιδιά κινούνται ασταμάτητα, συχνά άσκοπα, γι' αυτό κυλιούνται στο χορτάρι, σκαρφαλώνουν στα δέντρα, προσπαθούν να φάνε τα φύλλα και τελικά κρύβονται στις κορφές των δέντρων ή στο σκοτεινό ασφαλές καταφύγιο των θάμνων.
Πολλά λοιπόν από αυτά που αποδίδονται στις πέρα ως πέρα ακατανίκητες δυνάμεις της ανάπτυξης των παιδιών και στο σκόπιμα άσκοπο ξεχείλισμα των ορμών τους, δεν είναι τίποτ' άλλο από τον ασυγκάλυπτο φόβο του πλάσματος που άρχισε να πεθαίνει αναγνωρίζοντας τη μοναξιά του κι έτσι το αδιάκοπο πήγαινε-έλα των παιδιών από πολλές απόψεις είναι μια περιπλάνηση στην πηγή της ζωής τους και της πορείας της, κι ακόμα το γέλιο των παιδιών, που οι μεγάλοι θεωρώντας το συχνά αναίτιο το μέμφονται, είναι το γέλιο ενός πλάσματος που το ξαφνιάζει και το καταπιέζει η μοναξιά κι επομένως δεν είναι μόνο κατανοητό ένα οκτάχρονο παιδί να παίρνει την απόφαση να περιπλανηθεί στον κόσμο, ώστε μ' αυτήν την άμετρη, θα μπορούσε να πει κανείς ηρωική και τελική απόπειρα να συγκεντρώσει πάνω του την ίδια του τη μοναξιά και κατανικώντας την να κατανικήσει την άλλη τη μεγάλη, αντιπαραθέτοντας στο άπειρο την ενότητα και την ενότητα στο άπειρο – αυτό λοιπόν δεν είναι μόνο κατανοητό, αλλά είναι και ευνόητο ότι αυτού του είδους τα εγχειρήματα δεν μπορούν να εξηγηθούν με τα συνηθισμένα κίνητρα, με τα συνηθισμένα μέτρα και σταθμά: γιατί η πορεία της περιπέτειάς του μπορεί να επηρεαστεί καθοριστικά από κάτι με αμελητέρο βάρος – μια πεταλούδα – από κάτι που δεν βαραίνει με κανέναν τρόπο στην πλάστιγγα, ναι, κάτι τέτοιο μπορεί και να συμβεί – αν η πεταλούδα, λόγου χάρη, που ως τώρα πετούσε λίγα βήματα πιο μπρος από το παιδί, στρίψει ξαφνικά, βγει απο το μονοπάτι και χαθεί πέρα στα βαλτοτόπια, αυτό για τα μάτια των μεγάλων είναι κάτι ασήμαντο, γιατί οι μεγάλοι δεν βλέπουν ότι αυτή που εγκατέλειψε το παιδί δεν είναι η πεταλούδα, αλλά η ψυχή της, κι όμως η πεταλούδα. Κι έτσι το παιδί στέκεται ακίνητο, κατεβάζει το χέρι του από το γοφό του και με μια εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία αρπακτική κίνηση προσπαθεί να αδράξει την ήδη φευγάτη.
Το παιδί ακολουθεί για ένα διάστημα τον αρχικό του δρόμο. Φτάνει σχεδόν ως εκείνη τη σιδερένια γέφυρα που ενώνει τις όχθες του ποταμού και την οποία πρέπει να διασχίσει όποιος έρχεται από τα ανατολικά και θέλει να πάρει το δημόσιο δρόμο που οδηγεί στην πόλη. Σ' αυτό το σημείο το μονοπάτι του ποταμού σκαρφαλώνει το ανάχωμα του δρόμου και ύστερα ξανακατεβαίνει ως αυτόν. Όμως το παιδί δεν φτάνει ως εκεί. Γιατί μπροστά σ' αυτήν την τόσο γνώριμη γέφυρα, μπροστά στα γκρίζα κάγκελά της που χωρίζουν το σκοτεινό πευκοδάσος, για όποιον κοιτάει προς τα κει, σε πολυάριθμα ολόιδια μαύρα παραλληλόγραμμα, θέαμα που φόβιζε πάντα το παιδί, αλλά και μπροστά σ' αυτό το εκπληκτικό και απέραντο γνώριμο μέρος, το παιδί αποφασίζει ξαφνικά να εγκαταλείψει οριστικά την κοιλάδα. Δεν προφταίνει να το σκεφτεί και το κάνει. Και παρόλο που το παιδί, όταν απομακρύνθηκε από το σπίτι του για να περιπλανηθεί, ίσως να ήλπιζε ότι το γνώριμο και το οικείο θα γλιστρούσαν σιγά-σιγά στο ξένο σχεδόν ανώδυνα, η οδύνη του αιφνίδιου αποχαιρετισμού καταπνίγεται από την πανίσχυρη επιθυμία του να φτάσει στην άλλη πλευρά του βάλτου, εκεί όπου χάθηκε η πεταλούδα.
Η πλαγιά που υψώνεται εκεί κάτω δεν είναι και πολύ ψηλή, είναι όμως αρκετά ψηλή ώστε το παιδί να μην βλέπει από το σπίτι που είναι χτισμένο στην κορυφή παρά μόνο τη σκεπή του και από τα δέντρα που ορθώνονται πάνω της μόνο τις κορφές τους. Ίσως το πιο φρόνιμο θα ήταν να ακολουθήσει το δημόσιο δρόμο και να φτάσει από κει στην ανηφοριά. Όμως η ανυπομονησία του παιδιού είναι πολύ μεγάλη: κάτω από τον αχνογάλανο ουρανό, αυτόν το δροσερό και μαζί ζεστό ουρανό των σχεδόν καλοκαιριάτικων ημερών του φθινοπώρου, κάτω από τις ακτίνες του ήλιου που του ζεσταίνουν την πλάτη, το παιδί αρχίζει να τρέχει. Τρέχει κατά μήκος του βάλτου αναζητώντας ένα πέρασμα ή ένα μονοπάτι – έστω και στενό μονοπάτι – ενώ όμως ψάχνει ακόμα φέρνει γύρο το λειβάδι και φτάνει στους πρόποδες του λόφου και είναι σαν ο λόφος να ήρθε να το προϋπαντήσει: μια καμήλα που γονατίζει μπροστά του για να την καβαλλήσει. Αυτή η διπλή βιασύνη, η δική του και του λόφου, έχει κάτι το ανησυχητικό και το παιδί διστάζει τώρα που πρέπει να βάλει το πόδι του στην ανεπαίσθητη κλίση που σημαδεύει τη μετάβαση από το επίπεδο λειβάδι στην ανηφορική πλαγιά. Όταν το παιδί σηκώνει τώρα το κεφάλι του δεν βλέπει πια την αγροικία, η αγροικία χάθηκε και φαίνονται μόνο οι κορυφές μερικών δέντρων. Όσο όμως πιο ψηλά σκαρφαλώνει, τόσο περισσότερο έρχεται και πάλι η κατοικία να προϋπαντήσει το βλέμμα του, πρώτα τα δέντρα με το βαθύ τους πράσινο, δελεάζοντας το με μια υπόσχεση άνοιξης, ύστερα η στέγη του σπιτιού που πάνω της υψώνεται σαν κερί η καπνοδόχος και τελικά ανάμεσα από τους κορμούς των δέντρων φαίνονται και οι άσπροι τοίχοι: είναι πράγματι ένα αγροτόσπιτο στη μέση ενός καταπράσινου κήπου και το τελευταίο κομμάτι της πλαγιάς είναι τόσο απότομο που το παιδί πέφτει στα τέσσερα για να σκαρφαλώσει και τέλος σέρνεται με την κοιλιά, το πρόσωπο του ακουμπάει στα χορτάρια, ενώ τα γόνατα από πίσω σπρώχνουν σιγά-σιγά.
Τώρα που το παιδί έφτασε πραγματικά στην κορυφή και το σκυλί στην αυλή του σπιτιού γαυγίζει και τραβάει την αλυσίδα του, δεν βρίσκει την άνοιξη που του είχαν υποσχεθεί και την ήλπιζε. Το τοπίο του είναι άγνωστο και ανοίκειο , ακόμα και η κοιλάδα, που το παιδί της ρίχνει τώρα ένα βλέμμα, ακόμα και αυτή δεν είναι η κοιλάδα από όπου ήρθε. Διπλή μεταμόρφωση! Μεταμόρφωση που πάνω της βαραίνει η μελαγχολία, όμως παρολαυτά καθόλου καθοριστική, γιατί αυτή η μεταμόρφωση πρέπει να αποδοθεί μόνο στο φως: με εκείνη τη διαύγεια του φωτός με μιας γίνεται γαλακτερή, ταυτοχρόνως όμως η ασπριδερή ασπίδα του ουρανού δημιουργεί ένα δεύτερο ουρανό και η κοιλάδα ήδη γεμίζει από άσπρη καταχνιά. Είναι ακόμα απόγευμα, αλλά ήδη το βράδυ του ξενιτεμού έχει αρχίσει να πέφτει. Μακριά στο άπερο εκτείνεται ο δρόμος όπου στέκει το σπίτι και οι πεταλούδες πεθαίνουν εξ αιτίας του ξαφνικού κρύου. Κι αυτό είναι το καθοριστικό! Το παιδί καταλαβαίνει με μιας πως δεν υπάρχει κανένας προορισμός, πως η περιπλάνηση και η αναζήτηση για έναν προορισμό ήταν μάταια, πως το πολύ-πολύ μόνος προορισμός είναι το ίδιο το άπειρο. Το παιδί δεν κάνει τέτοιες σκέψεις, όμως απαντάει στο ερώτημα που δεν έθεσε, με τις πράξεις του, ρίχνεται στο άγνωστο, στο ξένο, φεύγει τρέχοντας στο δρόμο, φεύγει τρέχοντας στο δρόμο που εκτείνεται ως το άπειρο, τα χάνει και δεν μπορεί πια ούτε καν να κλάψει καθώς τρέχει λαχανιασμένο, γιατί το τρέξιμο του είναι σαν μια ακινησία ανάμεσα στα αμετακίνητα τείχη της ομίχλης. Και τώρα πέφτει πραγματικά το βράδυ διαποτίζοντας με το σκοτάδι του την καταχνιά, το φεγγάρι είναι ένας φωτεινός λεκές στο τείχος της ομίχλης κι όταν οι ομίχλες απομακρύνονται με μιας σαν να τις σκούπισε αθόρυβο σφουγγάρι κι ο θόλος του στερεώματος λάμπει έναστρος, της νύχτας, το παιδί φτάνει σε ένα άγνωστο χωριό και προχωρεί σκοντάφτοντας στα σιωπηλά σοκάκια όπου, εδώ και κει, στέκουν αμάξια δίχως τα υποζύγιά τους.
Είναι σχεδόν αδιάφορο, ως που θα φτάσει η Μαργκερίτ, αν θα τη γυρίσουν πίσω ή αν θα πέσει στα χέρια κανενός αλήτη – την έχει συνεπάρει η υπνοβασία του απείρου και δεν θα την αφήσει ποτέ ελεύθερη.


ΧΕΡΜΑΝ ΜΠΡΟΧ
ΟΙ ΥΠΝΟΒΑΤΕΣ ΙΙΙ -1918, ΧΟΥΓΚΕΝΑΟΥ
ή Ο ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΔΟΥΣΑ




Δεν υπάρχουν σχόλια: