Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Είναι μια παραποίηση στις γνωστές απόψεις του Kαντ -I can’t, I can’t-, όχι λεκτική, αλλά ουσιαστική, που καθορίζει την έσχατη στάση μου, κάτι σαν χλευασμό προς τ’ αστέρια, ένας διαρκής υποβιβασμός των ουρανίων σωμάτων κι ένα είδος μπερδέματος με τ’ ανθρώπινα σώματα, ακόμα και με τον κοινωνικό οργανισμό στο σύνολό του.
Ο Kαντ θαύμαζε την αρμονία στον ουρανό κι εγώ για τον ίδιο χώρο σκέφτομαι πράγματα τελείως άλλα: Πόσο είναι στερεό το στερέωμα; Φρίττει όσο κι εγώ τις χειμωνιάτικες νύχτες; Πάσχει από μοναξιά κι από έλλειψη κάποιου νοήματος;
Δυο πράγματα με κάνουν διαρκώς ν’ απορώ: Η σύγχυση μέσα μου και τ’ άσκοπο των αστεριών να συνωθούνται στον ουρανό, τι κάνουν εκεί; Ένα φως ασθενές και μια διασκόμηση τις πιο πολλές φορές περιττή. Όσο για το που δεν τρακέρνουν τον Kαντ, δεν ξέρουμε τι έγινε στο παρελθόν, ούτε και τι μπορεί να γίνει στο μέλλον. Άλλωστε και οι άνθρωποι κατάφεραν να μη συγκρούονται τα κινούμενα σώματα, είναι ζήτημα ρύθμισης της κυκλοφορίας από ηλεκτρονικούς εγκεφάλους και δεν έχει για μένα τουλάχιστον καμιά σημασία, δε μ’ ενθουσιάζει καθόλου.
Στο κάτω κάτω δεν είναι τίποτα το εξαιρετικό να είσαι αστέρι.
Μπορώ να γίνω όλος ένα φως, ρίχνοντας στις φλέβες, στα γάγγλια, ακόμα και κάτω απ’ το δέρμα μια ποσότητα φωσφόρου. Θα είμαι μια διαρκώς φλεγόμενη βάτος κι επιπλέον κινούμενη. Όχι σαν αυτές τις κωλοφωτιές που τις σβήνει το πρώτο συννεφάκι περνώντας μπροστά τους ή ακόμα κι εγώ ο ίδιος κλείνοντας μόνο τα μάτια.
Είμαι πολύ πάνω απ’ τ’ αστέρια. Μπορώ να πω «χαίρετε, κύριε Oυλκέρογλού μου» ή «τι κάνετε, κυρία Mπιτζίδου». Ακόμα μπορώ να πω «τσιλιμπίκ», ενώ όλα μαζί τ’ αστέρια δεν μπορούν να πουν ούτε «τσιλ».
Kαι η αρμονία μέσα μας κι έξω μας ούτε που με νοιάζει. Μπούχτισα πια από αρμονίες, κάτι χέρια-αστέρια και περιστέρια-μαχαίρια με κάνουνε να ξερνάω, ενώ αγάλλομαι στη δυσαρμονία, έστω αστέρια-τσουτσούνες κι ας μην του ταιριάζει, ας δυσαρμονίσουμε και μια φορά, αρκετά μας ταλαιπώρησαν οι εύκολες ρίμες, οι κραυγές των ηλεκτρικών μπουζουκιών, οι μπουάτ κι οι μπουτίκ που δεν έχουνε σχέση καμιά με τα μπούτια. Προτιμώ μια επιστροφή στην πηγή, στη σχισμή, πολυτρίχια δακρύζουν κι οι σάτυροι που τα παραμερίζουνε στάζοντα για να φτάσω στη ρίζα.
Αθήνα, η αρμονία σου είναι να ψωνίζεις και ταυτόχρονα να ψωνίζεσαι. Από «φράγκο ό,τι να πάρετε» μέχρι θάλασσες και νησιά στο σφυρί. Πουλώ κι εγώ τα νιάτα μου όσο όσο από την πόλη των ωνίων να γλιτώσω, δίνω το ένα μου αρχίδι για δυο μαύρα μάτια, οχτώ ώρες από τη ζωή μου για ένα πουκάμισο, τα ποιήματά μου βορά στους άσχετους, την καρδιά μου ασπαίρουσα να σπέρνει φως ανέσπερο.
Κι ο Έσπερος, τι νομίζετε πως κάνει; Τρεμοσβήνει όλο αγωνία, ίσως καταλαβαίνει το τέλος του και ζητιανεύει κάποια βοήθεια, ξέροντας όμως πως δεν πρόκειται να ’ρθει ποτέ. Γιατί παρατείνει την αγωνία του, πρώτος αυτός απ’ όλα τ’ αστέρια να εμφανίζεται μες στην εσπέρα με εκκλήσεις χωρίς ανταπόκριση; Ας συγκρουστούν επιτέλους κι όπου βγάλει αυτή η υπόθεση μεταδίνοντας και σε μένα κάτι από το παγκόσμιο σύγκρυο.
Γιατί, είναι αλήθεια, πάει καιρός που δε συγκινούμαι, σχεδόν είμαι άδειος και μου είναι απαραίτητο να γίνει κάτι σαν κουλουβάχατα μέσα στο σύμπαν, έτσι που να βρίσκεται σε ανταπόκριση με το δικό μου: Κομήτες που ξεφύγαν την τροχιά τους και κινούν εναντίον μας απειλητικά την ουρά τους, αστέρες πρώτου μεγέθους που χάνονται μέσα στο άπειρο κι άλλοι ανύπαρχτοι παίρνουν τη θέση τους, ο Τοξότης επιτέλους να ρίχνει το τόξο του, κι ο Υδροχόος κρουνός κι ασταμάτητη κρήνη να κατρακυλάει ξανθά ξεπλεγμένα μαλλιά, όπως καταρράχτης που χάνεται σε καταβόθρα, να ρίχνεται έξω από το χάος του κόσμου.
Με κούρασαν επιστήμη και κοινωνιολογική ερμηνεία. Επιδιώκω μια κοινωνία που θα γίνουνε τα πάντα μπάχαλα: Αστέρες πρώτου μεγέθους να παίζουνε ρόλο κομπάρσου, διαδηλωτές και τανκς μέσα στους δρόμους, ποιος πρώτος, ποιος δεύτερος, όλοι να παριστάνουν τους έσχατους (εκτελούσα διαταγές, αφεντικό, να σου λένε), ανθρωπάκια που ταξιδεύουν με το λεωφορείο, πρωθυπουργοί που περιμένουν στη στάση σειρά.
Δε μου αρέσουνε οι τέλειες κοινωνίες, οι αισθητικές κι οι αρμονίες.
Όλα να πάσχουνε κάπου, σώματα, σύμπαν κι ομάδες κατά γκρεμού, κι επιπλέον καμιά όρεξη για νέο στήσιμο. Αντίθετα, μανία για περισσότερα χαλάσματα γύρω. Έτσι κι αλλιώς, κι αυτοί που λένε πως σιάχνουνε κυβερνήσεις, παπάδες, μυστήρια, περισσότερο όλεθρο σκορπίζουν τριγύρω τους.
Δε με εκφράζει πια καμιά σκοπιμότητα και καμιά λογική, κυρίως το αναπόφευκτο του θανάτου κάποιων κυττάρων, μερικών οργανισμών που κλείνουν τον κύκλο τους και δε θα ξανάρθουν.
Ακόμα και στον οργανισμό μου τον ίδιο θέλω να μαλώνουν τα κύτταρα, να επιμένουν τα παλιά, να αντιστέκονται, πεθαμένα πια να μην αποβάλλονται, να παραμένουν εκεί προκαλώντας μια γενική αναστάτωση.
ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΚΚΑΣ ΑΠΑΝΤΑ (ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ) ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ 2013
Λέγεται ότι ένα γκολ είναι υπέροχο. Είναι στ’ αλήθεια λογικό; Το υπέροχο μας βγάζει από το καθημερινό ακόμη και αν γεννιέται από αυτό. Σύμφωνα με τον Καντ, μια νύχτα μπορεί να είναι υπέροχη, όχι όμως μια μέρα, ούτε καν όταν είναι ηλιόλουστη. Το υπέροχο εκτοπίζει το καθημερινό, το μεταμορφώνει, το μετασχηματίζει. Αν το ποδόσφαιρο δημιουργεί και αναπαράγει το καθημερινό, μπορούμε, άραγε, να μιλήσουμε γι’ αυτό κατατάσσοντάς το στην κατηγορία του υπέροχου; Με τη μεσολάβηση του ποδοσφαίρου αναδημιουργείται μια καθημερινότητα που μετατρέπει την εξάρτησή μας από το σύστημα των υλικών αναγκών σε μεταφυσική επιθυμία αλήθειας, ομορφιάς, καλοσύνης, ποιητικής. Αυτό είναι το υπέροχο; Και μπορούμε να το βρούμε στο ποδόσφαιρο ή στον παίκτη; Το υπέροχο δεν είναι υπεροπτικό, δεν προσπαθεί να παρασύρει τους ανθρώπους σε απατηλά ύψη. Το υπέροχο βρίσκεται «στον γόνιμο και θεμελιακό σεβασμό που κάνει τον κόσμο ανθρώπινο και τον προφυλάσσει να μην ξεπέσει στην πεζότητα».* Το υπέροχο είναι η προσπάθεια να εκφραστεί το άπειρο. Ωστόσο, το άπειρο δεν μπορεί να εκφραστεί μέσα από το πεπερασμένο. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο πεπερασμένο από το ποδόσφαιρο, το οποίο αποτελεί την ίδια την έκφραση του πεπερασμένου. Αντίθετα, το υπέροχο είναι μια προβολή στις φυσικές δομές ή στα ανθρώπινα δημιουργήματα (όπως τα κτίρια), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι υλοποιημένο ή ενσωματωμένο σ’ αυτά. Υπάρχει υπέροχο στον σύγχρονο κόσμο; Και, όσον αφορά το θέμα μας, το στάδιο αντιπροσωπεύει, άραγε, μια μορφή του υπέροχου; Για το υπέροχο ο χρόνος και ο χώρος δεν υφίστανται, ενώ τόσο το στάδιο και το ματς όσο και οι ίδιοι οι παίκτες αποτελούν την αποθέωση του χώρου και του χρόνου. Το στοιχείο που εμφανίζεται ως υπέροχο στον αθλητισμό -όντας, ωστόσο, διαφορετικό από αυτό- είναι το μεγαλειώδες, το επιβλητικό, το κολοσσιαίο, το μνημειακό. Αυτό ακριβώς ακυρώνει την κριτική σκέψη, αλλά και τη δυνατότητα της απόστασης που χρειάζεται η σκέψη. Συναρπαστικό ή, μάλλον, τρομακτικό, το ποδόσφαιρο είναι το «ωραίο [... ] ως μεταμόρφωση του συμπαθούς και του ευχάριστου, το υπέροχο ως παράλλαξη του επιβλητικού, η εγγύτητα των πραγμάτων ως απόρροια της επιθετικότητας τους».* Σήμερα το υπέροχο το κυκλώνει και το καταπνίγει η πλημμυρίδα του τετριμμένου, του κοινότοπου…
_____________
* Karel Kosik «La ville et I’architectonique du monde·, Le Messager europeen, Gallimard, Παρίσι 1994, o. 288.
Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.
Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα Όταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση Τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων Και τί κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν; Ξέρει να σφίξει γερά εκεί που ο λογισμός μάς ξεγελά Την ώρα που ο χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε Σα μιαν εκζήτηση παράλογη πέρα από κάθε νόημα; (Κι αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα Βρίσκουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους που μεγάλωσαν Πηγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας Διαβάζουνε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας). Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή Ή γιατί έτσι φτύνουμε ένα ένα τα τιποτένια ομοιώματα Και μια στιγμή στο στεγνωμένο νου τους περνά μιαν ηλιαχτίδα Κάτι σα μια θαμπήν ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας. Φτάνουνε μέρες που δεν έχεις πια τί να λογαριάσεις Συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ’ όνομά σου Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη. Μα ποιος θά ’ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει;
Ποιος θα μετρήσει μια μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα Πριν γίνουν ένα με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών; Επαίτες μιας άλλης ζωής της Στιγμής λιποτάχτες Ζητούνε μια νύχτα απρόσιτη τα σάπια τους όνειρα.
Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.
Εγώ είμαι η Λίληθ, η θεά της διπλής νύχτας, που επιστρέφει από την εξορία.
Εγώ είμαι η Λίληθ, η γυναίκα μοίρα. Κανένα αρσενικό δεν διαφεύγει από την τύχη μου και κανένα αρσενικό δεν θέλει να δραπετεύσει.
Εγώ είμαι η Λίληθ, τα δυο φεγγάρια. Το μαύρο συμπληρώνει το άσπρο, γιατί η αγνότητά μου είναι ο σπινθήρας της κραιπάλης, και η εγκράτειά μου, η απαρχή για ότι δυνατό. Είμαι η γυναίκα-παράδεισος, που διώχτηκε από τον παράδεισο, η πτώση-παράδεισος.
............................................................................. Εγώ είμαι η Λίληθ με τα άσπρα στήθη. Ακαταμάχητα είναι τα θέλγητρά μου γιατί τα μαλλιά μου μακριά και μαύρα και βουτηγμένα στο μέλι τα μάτια μου. Ο θρύλος λέει, ότι φτιάχτηκα από το χώμα για να γίνω η πρώτη γυναίκα του Αδάμ, αλλά δεν υποτάχτηκα.
Εγώ είμαι η Λίληθ, που γύρισα από τη φυλακή της άσπρης λησμονιάς, λιονταρίνα του αφέντη και θεά των δυο φεγγαριών. Μαζεύω σ’ ένα κύπελλο – αγγείο, ότι δεν μπορεί να μαζευτεί και το πίνω καθώς είμαι και η ιέρεια και ο ναός. Δεν αφήνω σταγόνα για κανέναν, από φόβο, μη νομίσουν πως χόρτασα. Συνουσιάζομαι και αναπαράγομαι για να φτιαχτεί η γενιά μου, σάρκα από τη σάρκα μου, και τότε σκοτώνω τους εραστές μου, για να ανοίξει ο δρόμος γι’ αυτούς που δεν με γνώρισαν ακόμη.
Εγώ είμαι η Λίληθ, η γυναίκα – δάσος. Δεν γνώρισα την ελπιδοφόρα αναμονή αλλά συνάντησα λιοντάρια και αληθινά κτήνη. Γονιμοποιώ όλα τα εξαρτήματα του σώματός μου για να υφανθεί το παραμύθι. Τρώω το σώμα μου για να αποφύγω την πείνα, πίνω το νερό μου για να μη διψάσω. Οι μπούκλες μου είναι μακριές για το χειμώνα και οι βαλίτσες μου χωρίς πάτο. Τίποτα δεν σβήνει τις επιθυμίες και τίποτα δεν τις ικανοποιεί, και επιστρέφω να γίνω η λιονταρίνα της χαμένης γης.
........................................................................ Εγώ είμαι η Λίληθ, η ξελογιάστρα λεονταρίνα. Το χέρι κάθε ανύπαντρης, το παράθυρο κάθε παρθένας. Ο άγγελος της πτώσης και η συνείδησή του ελαφρού ύπνου. Κόρη της Δαλιδά, της Μαρίας Μαγδαληνής και των επτά νεραϊδών. Από τη λαγνεία μου, βουνά αναδύονται και ποτάμια ξεκινούν. Γυρνάω να πληγώσω με τα νερά μου το πέπλο της αρετής και να τρίψω με την αλοιφή της αμαρτίας τις πληγές της στέρησης.
....................................................... Εγώ είμαι η Λίληθ, το μυστικό των επίμονων χεριών. Ανοίγω το δρόμο, ξεσκεπάζω όνειρα και ξεγυμνώνω τις πόλεις του ανδρισμού για τον κατακλυσμό μου. Δεν συγκεντρώνω στη κιβωτό μου τα δυο δείγματα από κάθε είδος, αλλά γίνομαι και από τα δυο, ώστε το φύλο να καθαρίσει από κάθε αρετή.
Εγώ, ο στίχος του μήλου. Βιβλία γράφτηκαν για μένα, έστω και αν δε με διάβασες. Είμαι ο ασυγκράτητος πόθος, η αποστάτης σύζυγος, η ικανοποίηση της λαγνείας που φέρνει τη μεγάλη καταστροφή. Το πουκάμισο μου, παράθυρο στην τρέλα. Όποιος και αν με ακούει, αξίζει να πεθάνει, όποιος και δεν με ακούει, θα σκοτωθεί από τις ίδιες του τις τύψεις.
Ο Ρεκαμπάρεν, ξαπλωμένος, μισάνοιξε τα μάτια κι είδε το λοξό ψάθινο ταβάνι. Απ' το διπλανό δωμάτιο, έφτανε στ' αυτιά του ένα γρατσούνισμα κιθάρας, σαν ένας πενιχρός λαβύρινθος, που μπλεκόταν και ξεμπερδευόταν ασταμάτητα... Σιγά σιγά ξαναγύρισε στην πραγματικότητα, στα καθημερινά, που τώρα πια δεν θα ξανά άλλαζαν ποτέ. Κοίταξε ασυγκίνητος το μεγάλο, άχρηστο σώμα του, το φτηνό μάλλινο poncho που σκέπαζε τα πόδια του. Έξω, πέρα μακριά απ' τα κάγκελα του παραθυριού, απλώνονταν ο κάμπος και τ' απόγευμα. Τον είχε πάρει ο ύπνος, αλλά ο ουρανός έφεγγε πολύ ακόμα. Ψαχούλεψε με τ' αριστερό του χέρι, ώσπου να βρει ένα μπρούντζινο κυπροκούδουνο που κρεμόταν στο πόδι του κρεβατιού. Το χτύπησε μιά δυό φορές - οι απλοϊκές συγχορδίες από δίπλα δεν σταμάτησαν. Ο κιθαριστής ήταν ένας μαύρος που είχε εμφανιστεί μιά νύχτα και καμωνόταν τον τραγουδιστή κι είχε προκαλέσει έναν άλλο ξένο να παραβγούν στην payada. Έχασε, αλλά δεν έπαψε να συχνάζει στο μαγαζί, σαν να περίμενε κανέναν. Περνούσε τις ώρες του παίζοντας κιθάρα, δεν ξανατραγούδησε όμως ποτέ - μπορεί και να 'χε πικραθεί απ' το χάσιμο. Ο κόσμος τον είχε συνηθίσει πια αυτόν τον άκακο άνθρωπο. Ο Ρεκαμπάρεν, ο μαγαζάτορας, έμελλε να μην ξεχάσει ποτέ εκείνη την αναμέτρηση: την επομένη, καθώς δεμάτιαζε κάτι χόρτα, του ξεράθηκε απότομα η δεξιά πλευρά κι έχασε και τη λαλιά του. Απ' το πολύ να κλαίμε τις κακοτυχιές των ηρώων στα μυθιστορήματα, καταλήξαμε να κλαίμε τις δικές μας υπερβολικά. Όχι όμως κι ο καρτερικός Ρεκαμπάρεν, που συμφιλιώθηκε με την παράλυση, όπως είχε συμφιλιωθεί και παλιά με τη σκληράδα και τις ερημιές της 'Αμερικής. Μαθημένος να ζει στο παρόν, όπως τα ζώα, κοίταζε τώρα τον ουρανό και σκεφτόταν πως το κόκκινο τσέρκι πάνω στο φεγγάρι σήμαινε πως θα βρέξει.
Ένα αγόρι με ινδιάνικα χαρακτηριστικά (μπορεί να 'ταν γιος του) μισάνοιξε την πόρτα. Ο Ρεκαμπάρεν τον ρώτησε με τα μάτια αν είχε έρθει κάνας πελάτης. Το αγόρι, λιγομίλητο, του 'κάνε νόημα πώς όχι ο μαύρος δεν μέτραγε. Ο κατάκοιτος έμεινε πάλι μόνος του - το αριστερό του χέρι έπαιξε για λίγο με την κουδούνα, σαν να 'ταν κάποιο σκήπτρο εξουσίας. Ο κάμπος, στο φως του τελευταίου ήλιου, έμοιαζε ακαθόριστος, θαρρείς και τον έβλεπε στ' όνειρο του. Μιά κουκκίδα σάλεψε στον ορίζοντα και μεγάλωνε ολοένα, ώσπου έγινε ένα καβαλάρης που ερχόταν ή φαινόταν νά 'ρχεται κατά τό σπίτι. Ο Ρεκαμπάρεν έβλεπε τα chambergo του, το φαρδύ σκούρο poncho του, το μαυριτανικό άλογο, όχι όμως και το πρόσωπο του άντρα, πού κάποτε σταμάτησε να καλπάζει και κοντοζύγωνε τροχάζοντας. Γύρω στα εκατόν πενήντα μέτρα έστριψε. Ο Ρεκαμπάρεν δεν τον έβλεπε πια, τον άκουγε όμως που έγρουξε, ξεπέζεψε, έδεσε τ' άλογο στον πάσσαλο και μπήκε με βαριά περπατησιά στο μαγαζί. Χωρίς να σηκώσει τα μάτια απ' την κιθάρα, όπου έδειχνε σαν κάτι να 'ψάχνε, ο μαύρος είπε με γλυκάδα: «Το 'ξέρα, σενιόρ, πως μπορούσα να βασίζομαι σε σας». Ο άλλος, με την τραχιά φωνή του, απάντησε: «Κι εγώ σε σένα, νέγρο. Σ' έκανα να περιμένεις κάμποσο, να όμως πού ήρθα». Έπεσε σιωπή. Κάποια στιγμή, ο μαύρος ξαναμίλησε: «Έχω μάθει να περιμένω. Περίμενα εφτά χρόνια». Ο άλλος εξήγησε χωρίς να βιάζεται: «Εγώ είχα πάνω από εφτά χρόνια να δω τα παιδιά μου. Τ' απάντησα κείνη τη μέρα, μα δεν θέλησα να με δουν σαν μαχαιροβγάλτη». «Το κατάλαβα», είπε ο μαύρος. «Ελπίζω να τ' άφησες καλά στην υγεία τους». Ο ξένος, που είχε καθίσει πάνω στον πάγκο, γέλασε με την καρδιά του. Παράγγειλε ένα ρούμι και το δοκίμασε χωρίς να το πιει όλο. «Τους έδωσα καλές συμβουλές», είπε, «πού δεν πάν ποτέ χαμένες και δεν κοστίζουν τίποτα. Μες στο 'να και στ' άλλο, τους είπα και πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να σκορπάει ανθρώπου αίμα». Ένα αργό ακόρντο ακούστηκε πριν την απάντηση τού μαύρου: «Καλά έκανες. Έτσι δε θα μας μοιάσουν». «Τουλάχιστον δε θα μοιάσουν σε μένα», είπε ο ξένος και συνέχισε σαν να σκεφτόταν μεγαλόφωνα: «Ή μοίρα μου το θέλησε να σκοτώσω, και να που τώρα πάλι μου βάζει τον σουγιά στο χέρι». Ο μαύρος, σαν να μην τον άκουσε, παρατήρησε: «Το φθινόπωρο μικραίνουν οι μέρες». «'Ακόμα και μ' αυτό το φως, την κάνω τη δουλειά μου», αποκρίθηκε ο άλλος και σηκώθηκε όρθιος. Στήθηκε μπροστά στο μαύρο και του 'πε σαν αποσταμένος: «Άσε την κιθάρα στη μπάντα. 'Απόψε σε περιμένει άλλου είδους κοντραπούντο». Οι δυό τους τράβηξαν για την πόρτα. Βγαίνοντας ο μαύρος μουρμούρισε: «Μπορεί κι απόψε να τα πάω άσκημα, όπως και την πρώτη φορά». Ο άλλος του απάντησε με σοβαρότητα: «Την πρώτη φορά, δεν τα πήγες άσκημα. Το μόνο ήταν που ανυπομονούσες για τη δεύτερη». Βαδίζοντας δίπλα δίπλα, ξεμάκρυναν λίγο άπ' τά σπίτια. Όλα τα σημεία του κάμπου ήταν ίδια και το φεγγάρι άστραφτε. Στη στιγμή, κοιτάχτηκαν, σταμάτησαν κι ο ξένος έβγαλε τα σπιρούνια του. Είχαν τυλίξει και τα ponchos γύρω απ' τις πήχες τους, όταν ο μαύρος είπε: «Θέλω να σου ζητήσω ένα πράγμα πριν αρπαχτούμε. Θέλω σε τούτη εδώ την πάλη να βάλεις όλη την αποκοτιά κι όλη σου την καπατσοσύνη, όπως και σ' εκείνη την άλλη πριν εφτά χρόνια, τότε πού σκότωσες τον αδελφό μου». Ίσως ήταν η πρώτη φορά σ' όλη την κουβέντα τους πού ο Μαρτίν Φιέρο άκουσε το μίσος. Το 'νιώσε σαν να του κέντριζαν το αίμα. Ήρθαν στα χέρια - το κοφτερό ατσάλι σημάδεψε το πρόσωπο του μαύρου. Είναι κάποια ώρα εκεί στο σούρουπο, που θαρρείς κι ο κάμπος θέλει να πει κάτι - δεν το λέει ποτέ. Ή, πάλι, μπορεί και να το λέει αδιάκοπα κι εμείς να μην τ' ακούμε, ή τ' ακούμε σαν μια μουσική πού δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε... Απ' το κρεβάτι του, ο Ρεκαμπάρεν είδε το τέλος. Με την πρώτη επίθεση, ο μαύρος τραβήχτηκε, έχασε το βήμα του, προσποιήθηκε πώς πήγαινε για το κεφάλι και τεντώθηκε σε μια βαθιά μαχαιριά, πού τρύπησε την κοιλιά του άλλου. Ύστερα έπεσε άλλη μια, που ο μαγαζάτορας ίσα πού την είδε, κι ο Φιέρο δεν ξανασηκώθηκε. 'Ακίνητος από πάνω του, ο μαύρος έδειχνε σαν ν' αγρυπνούσε την επιθανάτια αγωνία του. Σκούπισε στο χορτάρι το ματωμένο μαχαίρι και γύρισε στα σπίτια αργοπατώντας, χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Τώρα πού είχε πάρει το δίκιο του, τώρα δεν ήταν κανένας. Ή, μάλλον, ήταν ο άλλος: δεν είχε στον ήλιο μοίρα κι είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο.
Πώς του φάνηκε αλήθεια του Χανς Κάστορπ; Μήπως σαν οι επτά εβδομάδες, τις οποίες αποδεδειγμένα και χωρίς καμιά αμφιβολία είχε ήδη περάσει σε αυτούς εδώ επάνω, να ήταν μόνο επτά ημέρες; Ή μήπως αντίθετα του φάνηκε πως ζούσε πολύ-πολύ περισσότερο σε αυτόν τον τόπο από όσο βρισκόταν εδώ στην πραγματικότητα; Αναρωτιόταν και ο ίδιος, τόσο μέσα του, όσο και με ερωτήσεις προς τον Γιοάχιμ, δεν μπορούσε όμως να αποφασίσει. Μάλλον συνέβαιναν και τα δύο: αναδρομικά, ο χρόνος που είχε περάσει εδώ του φαινόταν αφύσικα σύντομος και αφύσικα πολύς μαζί - και μόνο όπως ήταν πραγματικά δεν ήθελε να του φανεί - με την προϋπόθεση πως ο χρόνος είναι στ’ αλήθεια φύση και πως είναι επιτρεπτό να τον συνδέουμε με την έννοια της πραγματικότητας. Πάντως ο Οκτώβριος βρισκόταν στα πρόθυρα, θα έμπαινε από τη μια ημέρα στην άλλη. Για τον Χανς Κάστορπ ήταν εύκολο να το λογαριάσει και εκτός αυτού το πρόσεχε ακούγοντας τις συζητήσεις των άλλων ασθενών. «Ξέρετε πως σε πέντε μέρες θα ’χουμε πάλι πρωτομηνιά;», άκουγε την Χερμίνε Κλέφελντ να λέει στους δυο νεαρούς κυρίους της παρέας της, στο φοιτητή Ρασμούσεν και σε εκείνον με χα χοντρά χείλη που λεγόταν Γκαίνζερ. Στέκονταν μετά το κύριο γεύμα στην άχνα των φαγητών ανάμεσα στα τραπέζια και συζητώντας καθυστερούσαν να πάνε για κατάκλιση, «Πρώτη Οκτωβρίου, το είδα στη διαχείριση, στο ημερολόγιο. Είναι η δεύτερη του είδους που περνώ σε ετούτο τον τόπο των απολαύσεων. Ωραία, το καλοκαίρι πέρασε, όσο ήταν καλοκαίρι, μας το ’κλεψαν, όπως μας κλέβουν τη ζωή, συνολικά και εν γένει.» Κι αναστέναξε με το μισό της πνευμόνι ενώ έστρεφε κουνώντας το κεφάλι τα σκιασμένα από τη βλακεία μάτια της στο ταβάνι. «Ευθυμήστε, Ρασμούσεν!» είπε μετά και χτύπησε το σύντροφό της στο γυρτό του ώμο. «Πείτε μας κανέν’ αστείο!» «Δεν ξέρω και πολλά», απάντησε ο Ρασμούσεν και άφησε τα χέρια του να κρέμονται στο ύψος του στήθους σαν πτερύγια. «Κι όσα ξέρω δεν μου βγαίνουν, είμαι συνέχεια τόσο κουρασμένος.» «Ούτε σκύλος δεν θα ’θελε να ζήσει για πολύ ακόμη έτσι», είπε ο Γκλαίζερ μέσα από τα δόντια. Και γέλασαν σηκώνοντας τους ώμους. Εκεί κοντά στεκόταν και ο Σεττεμπρίνι, με την οδοντογλυφίδα του ανάμεσα στα δόντια, και βγαίνοντας είπε στον Χανς Κάστορπ; «Μην τους πιστεύετε, μηχανικέ, μην τους πιστεύετε ποτέ όταν εξανίστανται! Το κάνουν όλοι ανεξαιρέτως, παρ’ όλο που νιώθουν απολύτως στο σπίτι τους. Ζουν ανέμελα και απαιτούν επιπλέον λύπηση, θεωρούν πως έχουν δικαίωμα στην πικρία, στην ειρωνεία, στον κυνισμό! “Σ ’ ετούτο τον τόπο των απολαύσεων!” Μήπως δεν είναι τόπος των απολαύσεων; Πιστεύω πως είναι, και μάλιστα με μια πιο διφορούμενη σημασία της λέξης! “Μ’ έκλεψαν”, λέει αυτό το θηλυκό. “μου κλέβουν τη ζωή σ’ ετούτο τον τόπο των απολαύσεων”. Αφήστε την να πάει στα πεδινά και η διαγωγή της εκεί δεν θα αφήνει καμιά αμφιβολία πως χάνει τα πάντα για να ξανάρθει το συντομότερο εδώ επάνω. Α, μάλιστα, η ειρωνεία! Μηχανικέ, φυλαχτείτε από την ειρωνεία που ευδοκιμεί εδώ! Γενικά φυλαχτείτε από αυτή την πνευματική στάση! Όπου δεν είναι ένα ευθύ και κλασικό μέσο της ρητορικής, ούτε στιγμή παρεξηγήσιμο για τον υγιή νου, εκεί γίνεται παραλυσία, εμπόδιο για τον πολιτισμό, αμφίβολη ερωτοτροπία με τη στασιμότητα, με το κακό, με το πρόστυχο πάθος. Και επειδή η ατμόσφαιρα στην οποία ζούμε, φαίνεται να ευνοεί την ευδοκίμηση αυτού του σαπρόφυτου, επιτρέψτε μου να ελπίζω ή να φοβάμαι πως με καταλαβαίνετε.» Πράγματι, τα λόγια του Ιταλού ήταν του είδους που μόλις πριν επτά εβδομάδες θα ηχούσαν κενά στα αυτιά του Χανς Κάστορπ, που η παραμονή του όμως εδώ είχε κάνει το πνεύμα του επιδεκτικό για τη σημασία τους: επιδεκτικό με την έννοια της νοητικής κατανόησης, όχι οπωσδήποτε με την έννοια της συμπάθειας, πράγμα ίσως ακόμη σημαντικότερο. Γιατί αν και στα βάθη της ψυχής του χαιρόταν που ο Σεττεμπρίνι ακόμη και τώρα, παρ’ όλα όσα είχαν συμβεί, συνέχιζε να του μιλά όπως του μιλούσε, συνέχιζε να τον συμβουλεύει, να τον προειδοποιεί και να προσπαθεί να τον επηρεάσει, η αντιληπτική του ικανότητα ήταν τόση που έκρινε τα λόγια του και τους αρνιόταν, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, την επίνευση. «Για δες», σκεφτόταν, «μιλάει για την ειρωνεία με παρόμοιο τρόπο όπως και για τη μουσική, το μόνο που λείπει τώρα είναι να την αποκαλέσει “πολιτικά ύποπτη”, και συγκεκριμένα από τη στιγμή που παύει να είναι ένα “ευθύ και κλασικό μέσο διδασκαλίας”. Μια ειρωνεία όμως που “δεν είναι ούτε στιγμή παρεξηγήσιμη” – για όνομα του Θεού, τι λογής ειρωνεία είναι αυτή, αν μου πέφτει λόγος; Ξερή και δασκαλίστικη θα ήταν και τίποτε άλλο!» - τόσο αγνώμων είναι η νεότητα στη διαμόρφωσή της. Δέχεται να της δωρίζουν για να μπορεί μετά να βγάλει τα δώρα σκάρτα. Όσο να ’ναι θα του φαινόταν παράτολμο να εκφράσει με λόγια την αντίθεσή του. Περιόρισε τις αντιρρήσεις του στην κρίση του κυρίου Σεττεμπρίνι για τη Χερμίνε Κλέφελντ που του φαινόταν άδικη ή που για ορισμένους λόγους ήθελε να την εμφανίσει έτσι. «Μα το κορίτσι είναι άρρωστο!» είπε. «Είναι πραγματικά και στ’ αλήθεια βαριά άρρωστη και έχει κάθε λόγο να είναι απελπισμένη! Τι της ζητάτε τώρα;» «Αρρώστια και απελπισία», είπε ο Σεττεμπρίνι, «είναι συχνά και αυτές μορφές της παραλυσίας.» «Κι ο Λεοπάρντι», σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, «ο οποίος αμφέβαλλε κατηγορηματικά για την επιστήμη και την πρόοδο; Κι ο ίδιος ο κύριος σχολάρχης; Είναι και ο ίδιος άρρωστος και έρχεται ολοένα εδώ πάνω και ο Καρντούτσι δεν θα ’ταν καθόλου ευχαριστημένος μαζί του.» Και δυνατά είπε: «Καλός είστε και σεις. Το κορίτσι μπορεί κάθε στιγμή να τα τινάξει και αυτό το λέτε σεις παραλυσία! Θα πρέπει να μου το εξηγήσετε περισσότερο. Αν μου λέγατε: η ασθένεια είναι κάποτε επακόλουθο της παραλυσίας, αυτό θα ήταν κατανοητό...» «Είναι πολύ λογικό», τον διέκοψε ο Σεττεμπρίνι. «Μα την πίστη μου, θα σας αρκούσε να σταματούσα εδώ;» «Ή αν λέγατε: Η αρρώστια αποτελεί κάποτε πρόσχημα για την παραλυσία - κι αυτό θα το δεχόμουν.» «Grazie tanto!» «Αλλά η ασθένεια, μια μ ο ρ φ ή της παραλυσίας; Αυτό σημαίνει: δεν προέρχεται από παραλυσία, αλλά είναι η ίδια παραλυσία. Αυτό δεν είναι παράδοξο;» «Παρακαλώ, μηχανικέ, μη μου καταλογίζετε τέτοια πράγματα! Περιφρονώ την παραδοξολογία, τη μισώ! Θεωρήστε πως όλες μου οι παρατηρήσεις σχετικά με την ειρωνεία ισχύουν και για την παραδοξολογία, και κάτι παραπάνω. Το παράδοξο είναι το φαρμακερό λουλούδι του ησυχασμού, η μαρμαρυγή του σαπρού πνεύματος, η μεγαλύτερη παραλυσία από όλες! Αλλά διαπιστώνω πως υπερασπίζεστε και πάλι την ασθένεια...» «Όχι, μ’ ενδιαφέρουν αυτά που λέτε. Μου θυμίζουν κάτι από εκείνα που εκφέρει ο δρ. Κροκόφσπι τις Δευτέρες του. Κι εκείνος δηλώνει πως η οργανική ασθένεια είναι ένα δευτερογενές φαινόμενο.» «Δεν το λέει από καθαρό ιδεαλισμό.» «Τι έχετε εναντίον του;» «Ακριβώς αυτό.» «Είστε κατά της ψυχανάλυσης;» «Όχι πάντα. Είμαι σφοδρός αντίπαλος και θερμός οπαδός, πότε το ένα και πότε το άλλο, μηχανικέ.» «Τι εννοείτε;» «Η ψυχανάλυση είναι καλή ως όργανο της διαφώτισης και του πολιτισμού, είναι καλή στο μέτρο που κλονίζει ηλίθιες πεποιθήσεις, που διαλύει φυσικές προκαταλήψεις και υπονομεύει την εξουσία, μ’ άλλα λόγια είναι καλή, όταν απελευθερώνει, εκλεπτύνει, εξανθρωπίζει και κάνει τους δούλους ώριμους για την ελευθερία. Είναι κακή, πολύ κακή, όσο εμποδίζει τη δράση, προσβάλλει τη ζωή στη ρίζα, επειδή είναι ανίκανη να τη διαμορφώσει. Η ανάλυση μπορεί να είναι μια πολύ αηδιαστική υπόθεση, αηδιαστική όπως ο θάνατος, όπου μάλλον ανήκει στην πραγματικότητα - συγγενής προς τον τάφο και την δύσοσμη ανατομία του...» «Καλά τους τα ’πες δάσκαλε», ήταν η σκέψη του Χανς Κάστορπ, αναπόφευκτη, όπως συνήθως όταν ο κύριος Σεττεμπρίνι εξέφραζε κάτι παιδευτικό. Το μόνο που είπε όμως ήταν: «Τελευταία επιδοθήκαμε στη φωτοανατομία στο ισοϋπόγειό μας. Έτσι την αποκάλεσε ο Μπέρενς όταν μας ακτινοσκοπούσε.» «Α, ώστε φτάσατε και σ’ αυτό το στάδιο. Και λοιπόν;» «Είδα το σκελετό του χεριού μου», είπε ο Χανς Κάστορπ, προσπαθώντας να ανακαλέσει τα αισθήματα που είχαν φουντώσει μέσα του με αυτό το θέαμα. «Σας έδειξαν καμιά φορά και τον δικό σας;» «Όχι, ο σκελετός μου δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Και η ιατρική διάγνωση;» «Είδε ίνες, ίνες με κόμπους.» «Ε, του διαβόλου ο παραγιός.» «Είναι η δεύτερη φορά που αποκαλείτε έτσι τον αυλικό σύμβουλο Μπέρενς. Τι θέλετε να πείτε;» «Να είστε σίγουρος πως πρόκειται για καλά επιλεγμένο χαρακτηρισμό!» «Α. όχι, είστε άδικος, κύριε Σεττεμπρίνι! Σύμφωνοι, ο άνθρωπος έχει τις αδυναμίες του. Ο τρόπος που μιλάει μου γίνεται και μένα δυσάρεστος με τον καιρό· συχνά έχει η ομιλία του κάτι το βεβιασμένο, ιδίως αν σκεφτεί κανείς πως πέρασε τόσο μεγάλο καημό όταν έχασε τη γυναίκα του εδώ πάνω. Αλλά εν κατακλείδι πόσο αξιέπαινος και αξιοσέβαστος άνθρωπος είναι, ένας ευεργέτης της πάσχουσας ανθρωπότητας! Πρόσφατα τον συνάντησα καθώς ερχόταν από μια εγχείρηση, μια πλευροεκτομή, μια υπόθεση όπου παίζονταν όλα για όλα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση, όπως τον είδα να έρχεται από τη δύσκολη, χρήσιμη εργασία του, που την ξέρει τόσο καλά. Ήταν ακόμη τελείως ξαναμμένος και για αμοιβή είχε ανάψει ένα πούρο. Τον ζήλεψα.» «Τι ευγενικό εκ μέρους σας. Και η ποινή σας;» «Δεν μου καθόρισε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.» «Καλό και αυτό. Ας ξαπλώσουμε λοιπόν, μηχανικέ. Στις θέσεις μας.» Αποχαιρετίστηκαν μπρος στο νούμερο 34. «Εσείς πηγαίνετε τώρα στην ταράτσα σας, κύριε Σεττεμπρίνι. Πρέπει να ’ναι πιο χαρούμενο να ξαπλώνεις έτσι με συντροφιά παρά μόνος. Διασκεδάζετε; Είναι ενδιαφέροντες οι άνθρωποι με τους οποίους κάνετε μαζί την κούρα;» «Αχ, είναι όλο Πάρθοι και Σκύθες!» «Εννοείτε Ρώσοι;» «Και Ρωσίδες», είπε ο κύριος Σεττεμπρίνι και άκρη του στόματός του τραβήχτηκε. «Αντίο, μηχανικέ!» Αυτό είχε λεχθεί με σημασία, ήταν αναμφίβολο. Ο Χανς Κάστορπ μπήκε στο δωμάτιό του ταραγμένος. Γνώριζε ο Σεττεμπρίνι τι του συνέβαινε; Σαν παιδαγωγός θα είχε παρακολουθήσει αυτόν και τους δρόμους που έπαιρναν τα μάτια του. Ο Χανς Κάστορπ ήταν οργισμένος με τον Ιταλό, αλλά και με τον εαυτό του, που είχε εκτεθεί απρόκλητα. Ενώ έψαχνε χαρτί και μελάνι για να τα πάρει μαζί του στην κούρα - τώρα δεν χωρούσαν άλλοι δισταγμοί, ήταν ώρα να να γραφτεί το γράμμα του στο σπίτι, το τρίτο - συνέχισε να εξοργίζεται, μουρμούριζε το ένα και το άλλο γι’ αυτόν το φαφλατά, τον περιαυτολόγο που ανακατευόταν σε πράγματα χωρίς να του πέφτει λόγος, ενώ και ο ίδιος σφύριζε στα κορίτσια στο δρόμο - και δεν είχε πια καμιά όρεξη να γράψει – αυτός ο λατερνατζής του είχε χαλάσει τελείως τη διάθεση. Όπως και να ήταν όμως, χρειαζόταν χειμωνιάτικα ρούχα, χρήματα, εσώρουχα, παπούτσια, με λίγα λόγια όλα όσα θα είχε πάρει μαζί του αν ήξερε πως δεν είχε έρθει για τρεις εβδομάδες στο κατακαλόκαιρο, αλλά... αλλά για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, το οποίο όμως θα επεκτεινόταν οπωσδήποτε και στο χειμώνα, και μάλιστα, όπως ήταν τα πράγματα και τα χρονικά δεδομένα σε μας εδώ επάνω, θα τον περιέκλειε. Αυτή τη φορά έπρεπε να γίνουν όλα στην εντέλεια, να παίξει με ανοιχτά χαρτιά με εκείνους εκεί κάτω και να μην κρύβεται πια ούτε από εκείνους ούτε από τον εαυτό του... Με αυτό το πνεύμα τούς έγραψε λοιπόν, ακολουθώντας την τεχνική που είχε δει να τη χρησιμοποιεί πολλές φορές ο Γιοάχιμ: στη σαιζ-λονγκ, με το στυλό και τον ταξιδιωτικό του χαρτοφύλακα επάνω στα ανασηκωμένα γόνατα. Έγραψε στον Τζαίημς Τείναππελ, σε εκείνον από τους τρεις θείους με τον οποίο ήταν περισσότερο συνδεδεμένος, σε επιστολόχαρτο του ιδρύματος που απόθεμά τους που βρίσκονταν στο συρτάρι του τραπεζιού, και τον παρακάλεσε να ενημερώσει τον πρόξενο. Έγραφε για ένα δυσάρεστο συμβάν, για φόβους που είχαν επαληθευτεί, για την ανάγκη που είχε διαπιστώσει ο γιατρός να περάσει ένα μέρος του χειμώνα, ίσως και ολόκληρο το χειμώνα, εδώ πάνω, γιατί περιπτώσεις σαν τη δική του ήταν συχνά πιο επίμονες από εκείνες που ξεκινούσαν πιο εντυπωσιακά, και γιατί το ζήτημα ήταν να επέμβουν αποφασιστικά και να προλάβουν το κακό εγκαίρως και μια και καλή. Από αυτή την άποψη, έγραφε, ήταν τυχερός που είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, που ανέβηκε τυχαία εδώ πάνω και πείστηκε να εξεταστεί. Αλλιώς θα αγνοούσε για αρκετό καιρό την κατάστασή του και θα τη γνώριζε ίσως αργότερα με πολύ πιο δυσάρεστο τρόπο. Όσο για την προβλεπόμενη διάρκεια της παραμονής του, δεν θα έπρεπε να εκπλαγούν αν έμενε όλο το χειμώνα και αν δεν μπορούσε να επιστρέφει νωρίτερα από τον Γιοάχιμ. Η έννοια του χρόνου είναι, έγραφε, διαφορετική εδώ από εκείνη που ίσχυε συνήθως για ταξίδια σε λουτροπόλεις και αεροθεραπείες. Ο μήνας είναι κάτι σαν τη μικρότερη μονάδα, του χρόνου και ένας μήνας μόνο δεν παίζει κανένα ρόλο,.. Έκανε ψύχρα, έγραφε φορώντας παλτό, τυλιγμένος στην κουβέρτα, με κόκκινα χέρια. Πού και πού σήκωνε το βλέμμα από το χαρτί, που γέμιζε με λογικές και πειστικές φράσεις, και κοιτούσε το γνώριμο τοπίο που σχεδόν πια δεν το έβλεπε, αυτή τη μακρόστενη κοιλάδα με τις σήμερα σαν γυάλινες, χλομές κορυφές που στριμώχνονταν στο άνοιγμα, τον ανοιχτόχρωμο, κατοικημένο βυθό της που άστραφτε πού και πού στον ήλιο, και τις πλαγιές, άλλες αδρά δασωμένες και άλλες με λιβάδια από όπου ερχόταν το κουδούνισμα των αγελάδων. Έγραφε με όλο και μεγαλύτερη άνεση και δεν καταλάβαινε πια το δέος που είχε νιώσει για το γράμμα. Γράφοντας καταλάβαινε ο ίδιος πως τίποτε δεν μπορούσε να είναι πιο λογικό από τις εξηγήσεις του και πως στο σπίτι θα τις κατανοούσαν απόλυτα. Ένας νεαρός της τάξης του και στην κατάστασή του φρόντιζε τον εαυτό του όταν αποδεικνυόταν σωστό, και χρησιμοποιούσε τις ανέσεις που προορίζονταν ειδικά για τους ομοίους του. Έτσι άρμοζε. Αν είχε επιστρέφει και ανέφερε όσα συνέβαιναν, θα τον είχαν στείλει πάλι επάνω. Παρακάλεσε να φροντίσουν να λάβει ό,τι χρειαζόταν. Στο τέλος παρακάλεσε να του αποστέλλονται τακτικά τα αναγκαία χρήματα. Με 800 μάρκα το μήνα θα μπορούσε να καλύψει όλα του τα έξοδα. Υπέγραψε. Πάει και αυτό. Αυτό το τρίτο γράμμα στο σπίτι ήταν πλούσιο, κρατούσε πολύ - όχι κατά την έννοια του χρόνου κάτω, αλλά κατ’ αυτή που κυριαρχούσε εδώ επάνω. Οχύρωνε την ε λ ε υ θ ε ρ ί α του Χανς Κάστορπ. Αυτή ήταν η λέξη που μεταχειρίστηκε, όχι ρητά, όχι σχηματίζοντας, έστω και μέσα του, τις συλλαβές της, ένιωθε όμως το ευρύτατο νόημά της, όπως είχε μάθει να το νιώθει κατά τη διαμονή του εδώ - νόημα που δεν είχε πολλά κοινά με εκείνο που έδινε ο Σεττεμπρίνι σε αυτή τη λέξη - και τον σκέπασε ένα από καιρό γνώριμο κύμα τρόμου και διέγερσης που έκανε το στήθος του να τρέμει καθώς αναστέναζε. Από το γράψιμο του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι, τα μάγουλά του έκαιγαν. Πήρε τη στήλη του υδράργυρου από το τραπεζάκι και μέτρησε τη θερμοκρασία του σαν να έπρεπε να επωφεληθεί της ευκαιρίας. Ο υδράργυρος ανέβηκε στο 37,8. «Βλέπετε;» σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ. Και πρόσθεσε το υστερόγραφο: «Λοιπόν, το γράμμα με κούρασε. Έχω 37,8. Βλέπω πως θα πρέπει προς το παρόν να μείνω ήσυχος. Πρέπει να έχετε κατανόηση αν σας γράφω σπάνια.» Ύστερα έμεινε ξαπλωμένος και σήκωσε το χέρι προς τον ουρανό, την παλάμη προς τα έξω, έτσι, όπως το είχε κρατήσει πίσω από την οθόνη. Αλλά το φως του ουρανού άφησε τη έμβια μορφή ανέπαφη μπρος στη λάμψη του, μάλιστα η ύλη έγινε πιο σκούρα και αδιαφανής και μόνο το εξωτερικό περίγραμμα εμφανίστηκε με μια κοκκινωπή διαφάνεια. Ήταν το έμβιο χέρι που είχε συνηθίσει να βλέπει, να καθαρίζει, να χρησιμοποιεί - όχι εκείνο το ξένο σκελέτωμα που είχε δει στην οθόνη - ο αναλυτικός λάκκος που είχε δει τότε ανοιγμένο, είχε κλείσει πάλι.
Ι Α, λεωφόροι απέραντες τόπου αγίου, εξώστες του ναού! Τι ν’ απέγινε ο βραχμάνος που μου εξήγησε τα Ρητά; Λες κι είμαι ακόμα εκεί, και βλέπω μέχρι και τις γερόντισσες! Στο νου μου έρχονται οι ασημένιες ώρες του ήλιου προς τη μεριά των ποταμών, το χέρι της εξοχής στον ώμο μου, και οι θωπείες μας στα όρθια στους πιπεράτους κάμπους. – Πέταγμα κόκκινων περιστεριών πλαταγίζοντας κυκλώνει τη σκέψη μου. – Εξόριστος εδώ, είχα δική μου μια σκηνή για να παίζω δραματικά μεγαλουργήματα απ’ τη λογοτεχνία όλου του κόσμου. Θα σας έδειχνα πλούτη αμύθητα. Μελετώ την ιστορία των θησαυρών που ανακαλύψατε. Τη συνέχεια τη βλέπω! Η σοφία μου έχει απαξιωθεί όσο και το χάος. Αλλά τι είναι η δική μου εκμηδένιση μπροστά την αποβλάκωση που περιμένει εσάς;
ΙΙ Είμαι ένας εφευρέτης μ’ εντελώς άλλη αξία απ’ όση είχαν οι προκάτοχοί μου. Αλλά και μουσικός, που βρήκα κάτι σαν το κλειδί της αγάπης. Στην παρούσα φάση, ευπατρίδης άγονης εξοχής με ουρανό απέριττο, πασχίζω να συγκινηθώ με την ανάμνηση ενός παιδιού ζητιάνου, ενός μαθητή και ταξιδιώτη που επιστρέφει με ξυλοπάπουτσα, ενός μαχητή, ενός πεντάρφανου των ερώτων, κι ενός επίδοξου νυμφίου που χάρη στο ατσάλινο μυαλό του απέφυγε να κάνει ό,τι και οι συμμαθητές του. Δεν νοσταλγώ τον παλιό μου κλήρο στη θεϊκή χαρά: το απέριττο ύφος αυτής της άγονης εξοχής τροφοδοτεί σθεναρά τον τρομερό σκεπτικισμό μου. Μα καθώς δεν μπορεί πια να λειτουργήσει αυτός ο σκεπτικισμός, κι αφού εξάλλου αφιερώθηκα σε μια καινούρια παραζάλη – μόνο που μου μένει είναι να γίνω ένας πολύ επικίνδυνος τρελός.
ΙΙΙ Σε μια σοφίτα όπου κλείστηκα δωδεκαετής, γνώρισα τον κόσμο, εικονογράφησα την ανθρώπινη κωμωδία. Σε μια αποθήκη έμαθα ιστορία. Σε μια νυχτερινή γιορτή σε πόλη του Βορρά συνάντησα όλες τις γυναίκες των παλαιών ζωγράφων. Σε μια πανάρχαιη σκιά στο Παρίσι διδάχτηκα τις κλασικές επιστήμες. Σε ένα θαυμάσιο σπίτι κυκλωμένο απ’ όλη την Ανατολή ολοκλήρωσα το τεράστιο έργο μου και πέρασα τη λαμπρή μου αποστρατεία. Το αίμα μου το δυνάμωσα. Απ’ το χρέος μου ελευθερώθηκα. Και ούτε πρέπει πια να μ’ απασχολεί. Βρίσκομαι ήδη στον άλλο κόσμο, και τέρμα οι δικαστές.
***
I Ô les énormes avenues du pays saint, les terrasses du temple ! Qu'a-t-on fait du brahmane qui m'expliqua les Proverbes ? D'alors, de là-bas, je vois encore même les vieilles.! Je me souviens des heures d'argent et de soleil vers les fleuves, la main de la campagne sur mon épaule, et de nos caresses debout dans les plaines poivrées. — Un envol de pigeons écarlates tonne autour de ma pensée — Exilé ici, j'ai eu une scène où jouer les chefs-d'œuvre dramatiques de toutes les littératures. Je vous indiquerais les richesses inouïes. J'observe l'histoire des trésors que vous trouvâtes. Je vois la suite ! Ma sagesse est aussi dédaignée que le chaos. Qu'est mon néant, auprès de la stupeur qui vous attend ?
II Je suis un inventeur bien autrement méritant que tous ceux qui m'ont précédé ; un musicien même, qui ai trouvé quelque chose comme la clef de l'amour. À présent, gentilhomme d'une campagne aigre au ciel sobre, j'essaye de m'émouvoir au souvenir de l'enfance mendiante, de l'apprentissage ou de l'arrivée en sabots, des polémiques, des cinq ou six veuvages, et quelques noces où ma forte tête m'empêcha de monter au diapason des camarades. Je ne regrette pas ma vieille part de gaîté divine : l'air sobre de cette aigre campagne alimente fort activement mon atroce scepticisme. Mais comme ce scepticisme ne peut désormais être mis en œuvre, et que d'ailleurs je suis dévoué à un trouble nouveau, — j'attends de devenir un très méchant fou.
III Dans un grenier où je fus enfermé à douze ans j'ai connu le monde, j'ai illustré la comédie humaine. Dans un cellier j'ai appris l'histoire. À quelque fête de nuit dans une cité du Nord, j'ai rencontré toutes les femmes des anciens peintres. Dans un vieux passage à Paris on m'a enseigné les sciences classiques. Dans une magnifique demeure cernée par l'Orient entier j'ai accompli mon immense œuvre et passé mon illustre retraite. J'ai brassé mon sang. Mon devoir m'est remis. Il ne faut même plus songer à cela. Je suis réellement d'outre-tombe, et pas de commissions.
Όταν άρχισε η κατασκευή του πύργου της Βαβέλ, όλα βρίσκονταν σε ικανοποιητική τάξη. Ναι, η τάξη ήταν υπερβολικά μεγάλη, είχαν φροντίσει μα πάρα πολύ πια για κατατοπιστικές πινακίδες, διερμηνείς, εργατικές κατοικίες και συνδετικούς δρόμους, λες και είχαν μπροστά τους τη δυνατότητα να εργαστούν ελεύθερα, απρόσκοπτα επί αιώνες. Και, μάλιστα, γνώμη που επικρατούσε τότε ήταν πως θα στεκόταν αδύνατο να προχωρήσουν οι εργασίες με πολύ αργό ρυθμό. Αυτή τη γνώμη θα έπρεπε κανείς να την υπερβάλλει και πολύ, και μάλιστα έπρεπε να είναι επιφυλακτικός ακόμα και με την κατασκευή των θεμελίων. Το επιχείρημά τους ήταν ακριβώς αυτό. Το ουσιαστικό σημείο ολόκληρου αυτού του εγχειρήματος είναι η σκέψη να χτίσουν έναν πύργο που να φτάνει ως τον ουρανό. Μπροστά σε αυτή τη σκέψη όλα τ’ άλλα είναι δευτερεύοντα. Η σκέψη από τη στιγμή που την έχει συλλάβει ο νους, είναι αδύνατο να σβήσει, να εξαφανιστεί. Όσο υπάρχουν άνθρωποι, θα υπάρχει και η μεγάλη επιθυμία να χτίσουν τον πύργο μέχρι το τέλος. Απ’ αυτή την πλευρά κανείς δεν πρέπει να ανησυχεί για το μέλλον, το αντίθετο, οι γνώσεις της Ανθρωπότητας αυξάνονται, η αρχιτεκτονική έχει κάνει προόδους και θα κάνει ακόμα μεγαλύτερες, μια εργασία για την οποία χρειαζόμαστε ένα χρόνο θα εκτελείται μετά από εκατό χρόνια σε μισό χρόνο και, εκτός αυτού, πιο στέρεα. Γιατί, λοιπόν, να καταβάλλουμε προσπάθειες από σήμερα, φτάνοντας στο ανώτατο όριο των δυνάμεών μας; Αυτό θα είχε νόημα, αν μπορούσε κανείς να ελπίζει ότι θα έχτιζε τον πύργο στη διάρκεια μιας και μόνο γενιάς. Κάτι τέτοιο, όμως, είναι αδύνατο να συμβεί. Προηγουμένως, ας σκεφτεί κανείς ότι το πιθανότερο να συμβεί είναι ότι η ερχόμενη γενιά, με τις αναπτυγμένες γνώσεις, θα βρει τη δουλειά της προηγούμενης γενιάς κακή, θα κατεδαφίσει το κτίριο και θ’ αρχίσει ξανά από την αρχή το χτίσιμο. Τέτοιες σκέψεις παραλύουν τις δυνάμεις και περισσότερο από το χτίσιμο του ίδιου του πύργου φρόντιζαν πιο πολύ για το χτίσιμο της εργατικής πόλης. Η κάθε ομάδα ήθελε να έχει τον ωραιότερο οικισμό. Αυτό έγινε η αιτία να ξεκινήσουν πολλές διαμάχες, που είχαν σαν αποτέλεσμα αιματηρές συμπλοκές. Αυτοί οι αγώνες δεν σταμάτησαν ποτέ. Οι αρχηγοί άδραξαν την ευκαιρία για να προβάλουν ένα καινούριο επιχείρημα, ότι ο πύργος λόγω έλλειψης της απαραίτητης συγκέντρωσης, έπρεπε να χτιστεί πολύ αργά ή, ακόμα καλύτερα, ύστερα από μια γενική συνθήκη ειρήνης. Βέβαια, τον καιρό τους δεν τον σπαταλούσαν μονάχα σε αγώνες, αλλά στα διαλείμματα ομόρφαιναν την πόλη και απ’ αυτό δημιουργιόταν καινούριος φθόνος και νέοι αγώνες. Έτσι κύλησε ο χρόνος της πρώτης γενιάς, αλλά καμιά απ’ αυτές που ακολούθησαν δεν ήταν διαφορετική, μονάχα οι τεχνικές γνώσεις βελτιώνονταν και μαζί μ’ αυτές η μανία του αγώνα. Σ’ αυτό προστέθηκε ότι η δεύτερη ή η τρίτη γενιά αναγνώρισε το παράλογο της κατασκευής ενός πύργου που θα έφτανε ως τον ουρανό, αλλά οι άνθρωποι είχαν ήδη συνδεθεί πάρα πολύ μεταξύ τους για να εγκαταλείψουν την πόλη. Όσα τραγούδια και θρύλοι γεννήθηκαν σε αυτή την πόλη είναι γεμάτα από τη νοσταλγία μιας προφητικής μέρας, κατά την οποία η πόλη θα γίνει συντρίμμια από μια πελώρια γροθιά σε πέντε διαδοχικά χτυπήματα. Γι’ αυτό και η πόλη έχει τη γροθιά στο έμβλημά της.
Franz Kafka Η Σιωπή των Σειρήνων και Άλλα Διηγήματα Μετάφραση Γιώργος Κώνστας Εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος & Σια Ο.Ε. 1989
When I was a King and a Mason - a Master proven and skilled I cleared me ground for a Palace such as a King should build. I decreed and dug down to my levels. Presently under the silt I came on the wreck of a Palace such as a King had built.
There was no worth in the fashion - there was no wit in the plan - Hither and thither, aimless, the ruined footings ran - Masonry, brute, mishandled, but carven on every stone: "After me cometh a Builder. Tell him I too have known.
Swift to my use in the trenches, where my well-planned ground-works grew, I tumbled his quoins and his ashlars, and cut and reset them anew. Lime I milled of his marbles; burned it slacked it, and spread; Taking and leaving at pleasure the gifts of the humble dead.
Yet I despised not nor gloried; yet, as we wrenched them apart, I read in the razed foundations the heart of that builder’s heart. As he had written and pleaded, so did I understand The form of the dream he had followed in the face of the thing he had planned.
When I was a King and a Mason, in the open noon of my pride, They sent me a Word from the Darkness. They whispered and called me aside. They said - "The end is forbidden." They said - "Thy use is fulfilled. "Thy Palace shall stand as that other’s - the spoil of a King who shall build."
I called my men from my trenches, my quarries my wharves and my sheers. All I had wrought I abandoned to the faith of the faithless years. Only I cut on the timber - only I carved on the stone: "After me cometh a Builder. Tell him, I too have known."
***
Βασιλιάς και Τέκτων όταν ήμουν – αναγνωρισμένος και επιδέξιος διδάσκαλος Καθάρισα τη γη μου το Παλάτι μου να χτίσω, όπως κάθε Βασιλιά του πρέπει. Έσκαψα βαθιά, στάθμισα, και να εκεί από τη λάσπη πιο κάτω, τα ερείπια βρήκα Παλατιού που κάποιος άλλος βασιλιάς πριν από μένα είχε χτίσει.
Η κατασκευή δεν ήτανε σπουδαία, από τα σχέδια έλειπε η πνοή. Διεσπαρμένα κείτονταν, χωρίς σκοπό, θεμέλια ερειπωμένα Πλινθοδομή άτεχνη και λαθεμένη, αλλά σε κάθε λίθο βρήκα χαραγμένο: «Μετά από μένα θε να 'ρθει κάποιος άλλος Κτίστης. Πέστε του ότι και εγώ (κάποτε) τη γνώση είχα».
Γοργά άρχισα να σκάβω τις τάφρους, φτιάχνοντας θεμέλια σωστά σχεδιασμένα. Τους γωνιαίους λίθους έριχνα, τις λαξευμένες πέτρες έκοβα και εξ αρχής τοποθετούσα.
Στην φωτιά τα μάρμαρα πετούσα, τον ασβέστη έσβηνα και όπου ήθελα έστρωνα, έπαιρνα έτσι και άφηνα κατά πως ήθελα του ταπεινού νεκρού τα δώρα.
Παρ’ όλα αυτά ούτε απαξία έδειχνα ούτε περηφάνια. Ώσπου, καθώς τους γωνιαίους πλίνθους απομάκρυνα, Στα ρημαγμένα εκεί θεμέλια συνέλαβα την πραγματική τη βούλησή του.
Σα να ‘χε βρεθεί μπρος μου για να δηλώσει την επιθυμία του και τότε κατάλαβα ποιο όνειρο τον είχε οδηγήσει στο σχέδιο του έργου.
Βασιλιάς και Τέκτων όταν ήμουν – στο αποκορύφωμα της περηφάνιας μου, Μήνυμα μου στείλαν από τα Σκότη - Ψιθυριστά με κάλεσαν εκεί στην άκρη Μου είπαν – «Η ολοκλήρωση του έργου δεν είναι επιτρεπτή». Μου είπαν – «Η πράξεις σου το έργο ολοκληρώνουν». «Και το δικό σου το Παλάτι (μια μέρα) θα κείται όπως των άλλων έργο συλημένο για έναν άλλον Βασιλιά που θα έρθει για να κτίσει».
Κάλεσα τους άνδρες μου απ’ τις τάφρους, τα λατομεία, τις αποβάθρες και τις απόκρημνες ακτές. Αυτά που τόσο σωστά ανήγειρα τα άφησα στο έλεος των άπιστων καιρών. Μόνο στο ξύλο χάραξα - μόνο στον λίθο χάραξα: «Μετά από μένα θε να ρθει κάποιος άλλος Κτίστης. Πέστε του ότι και εγώ (κάποτε) τη γνώση είχα».
Ο Δάσκαλος Τούνγκ Κβο είπε στον Τσουάνγκ Τσου: «Δείξε μου πού να βρω το Τάο». Ο Τσουάνγκ Τσου απάντησε: «Δεν υπάρχει πουθενά που να μην υπάρχει». Ο πρώτος επέμενε: «Δείξε μου τουλάχιστο κάποιο συγκεκριμένο σημείο όπου υπάρχει το Τάο». — «Είναι στο μυρμήγκι», είπε ο Τσουάνγκ. — «Μήπως είναι σε κανένα κατώτερο ον;». — «Είναι στα ζιζάνια». — «Μήπως μπορείς να κατέβεις πιο κάτω στην κλίμακα των πραγμάτων;». — «Είναι σ’ αυτό το σπασμένο κεραμίδι». — «Πού αλλού;». — «Είναι σ’ αυτό εδώ το κουράδι». Ο Τούνγκ Κβο, μετά από αυτό, δε βρήκε τίποτ’ άλλο να πει. Αλλά ο Τσουάνγκ συνέχισε, λέγοντας: «Κανένα από τα ερωτήματά σου δεν είναι εύστοχο. Είναι σαν τα ερωτήματα των αγορονόμων που εκτιμούν το πάχος των γουρουνιών με το να τα τσιμπούν στα ισχνά τους σημεία. »Γιατί ψάχνεις το Τάο μέσα από μια κάθοδο στην ‘κλίμακα των πραγμάτων’ — σαν να υποθέτεις πως τα πράγματα που λέμε ‘μικρά’ έχουν λιγότερο Τάο; »Το Τάο είναι το ίδιο Μεγάλο σ’ όλα τα πράγματα. Είναι Πλήρες σ’ όλα, είναι Παγκόσμιο σ’ όλα, είναι Ολόκληρο σ’ όλα. Αυτές οι τρεις υποστάσεις είναι ξεχωριστές, αλλά η Πραγματικότητα είναι Μία. »Έλα λοιπόν μαζί μου, στο παλάτι του Πουθενά όπου όλα τα πράγματα είναι Ένα. Εκεί, τελικά, θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για ό,τι δεν έχει όριο και τέλος. »Έλα μαζί μου στη χώρα του Μη-γίγνεσθαι: Τι θα πούμε εκεί; — πως το Τάο είναι απλότητα, ακινησία, αδιαφορία, αγνότητα, αρμονία και άνεση; »Μα— όλα αυτά τα ονόματα μ’ αφήνουν αδιάφορο, γιατί (για μένα) οι μεταξύ τους διαφορές έχουν πια εξαφανιστεί. »Εκεί, η θέλησή μου δεν επιδιώκει τίποτε. Κι αφού δεν είναι πουθενά —πώς να έχω επίγνωσή της; Κι αν αυτή ξεκινήσει κι επιστρέψει —δεν ξέρω πού ακούμπησε. Κι αν αυτή περιπλανηθεί δώθε-κείθε —δεν ξέρω πού θα καταλήξει. Ο νους μου μένει ακαθόριστος —μέσα στο μεγάλο Κενό. »Εδώ, η ανώτατη γνώση είναι απεριόριστη. Εκείνο που χαρίζει ‘αυτότητα’ στα πράγματα δεν μπορεί να περιοριστεί από τα πράγματα. »Το όριο του απεριόριστου —ονομάζεται ‘πληρότητα’. Το απεριόριστο του περιορισμένου —ονομάζεται ‘κενότητα’. Και τα δυο από το Τάο πηγάζουν, αλλά το Τάο δεν είναι μήτε πληρότητα μήτε κενότητα. »Το Τάο γεννάει και την ανανέωση και τη σήψη, αλλά το ίδιο, δεν είναι μήτε ανανέωση, μήτε σήψη. »Από το Τάο γεννιέται το ‘είναι’ και το ‘μη-είναι’, αλλά το ίδιο, δεν είναι μήτε ‘είναι’, μήτε ‘μη-είναι’. »Το Τάο συγκεντρώνει και καταστρέφει, αλλά το ίδιο, δεν είναι μήτε η Συγκέντρωση, μήτε το Κενό».
ΤΑΟΪΣΜΟΣ Κείμενα από το ΤΣΟΥΑΝΓΚ ΤΣΟΥ του Τσουάνγκ Τσου Μετάφραση Γιάννης Μανέττας Κύκλος Μελέτης της Βεδάντα 1993
I Thy soul shall find itself alone ’Mid dark thoughts of the gray tombstone— Not one, of all the crowd, to pry Into thine hour of secrecy.
II Be silent in that solitude, Which is not loneliness—for then The spirits of the dead who stood In life before thee are again In death around thee—and their will Shall overshadow thee: be still.
III The night, tho’ clear, shall frown— And the stars shall look not down From their high thrones in the heaven, With light like Hope to mortals given— But their red orbs, without beam, To thy weariness shall seem As a burning and a fever Which would cling to thee for ever.
IV Now are thoughts thou shalt not banish, Now are visions ne’er to vanish; From thy spirit shall they pass No more—like dew-drop from the grass.
V The breeze—the breath of God—is still— And the mist upon the hill, Shadowy—shadowy—yet unbroken, Is a symbol and a token— How it hangs upon the trees, A mystery of mysteries!
***
Α’ Θα μείνει μοναχή η ψυχή σου κι εντάφιες σκέψεις θα ’ν’ μαζί σου – δεν βλέπει από το πλήθος τώρα τη μυστική σου ούτε ένας ώρα.
Β’ Σώπασε μες στην ερημιά που όμως δεν είναι μοναξιά: τα πνεύματα των πεθαμένων που γνώρισες μες στη ζωή γύρω σου στέκουν και σε σκιάζουν με τη δική τους προσταγή.
Γ’ Η ανέφελη θα σκοτεινιάσει νύχτα και τ’ άστρα από ψηλούς θρόνους ουράνιους δεν σκορπάνε φως σαν ελπίδα στους θνητούς. Μα μες στην κούραση θα νιώσεις τους κύκλους τους τούς πορφυρούς
Δ’ Σαν πυρετό και σαν φωτιά που θα σε καίει παντοτινά – τα οράματα δεν θα σ’ αφήσουν αυτά και οι σκέψεις δεν θα σβήσουν από τον νου σου, τώρα πια, όπως στη χλόη σβήνει η δροσιά.
Ε’ Σβήνει η αύρα – η ανάσα του Θεού – κι η ομίχλη που κυλά παντού πάνω στους λόφους ησκιερή είναι ένα σύμβολο βαθύ – κοίτα τα δέντρα πως κυκλώνει και τι μυστήριο που τα ζώνει!
Edgar Allan Poe Ποιήματα Τα Νεανικά Μετάφραση Γιώργος Βαρθαλίτης Εκδόσεις Gutenberg 2015
Και τώρα δίχως πέπλο η Τουαλέτα εμπρός στα μάτια μας Βάζα Αργυρά με απόκρυφη τοποθετημένα Τάξη. Πρώτα ντυμένη στα λευκά, η Νύμφη προσηλωμένη λατρεύει, Μ’ ακάλυπτη την κεφαλή, τις Καλλυντικές Δυνάμεις. Ένα είδωλο θεϊκό παρουσιάζεται στον Καθρέφτη, Σ’ εκείνο σκύβει αυτή, σ’ εκείνο τα Μάτια υψώνει. Μια κατώτερη Ιέρεια, στο πλευρό του βωμού της, Ριγώντας αρχίζει της έπαρσης τις ιερές μυσταγωγίες. Αμέτρητοι μονομιάς θησαυροί ανοίγουνε, κι εδώ Τα ποικιλότροπα αναθήματα της Υφηλίου προβάλλουν. Απ’ το καθένα επιλέγει με χάρη και με μόχθο αλλόκοτο, Και στολίζει τη θεά με τ’ αστραφτερά της τρόπαια. Η Κασετίνα αυτή έχει κλειδωμένα λαμπρά Πετράδια της Ινδίας, Κι ολάκερη Αραβία ανασαίνεις από το παρακείμενο Κουτί. Η Χελώνα κι ο Ελέφαντας, ενώνονται εδώ και Μεταμορφώνονται σε Χτένες πιτσιλωτές και λευκές. Σειρές απλώνονται οι Καρφίτσες γυαλίζοντας αραδιαστές, Πούδρες, Πομπόν, ψεύτικες Ελιές, Ευαγγέλια, Ραβασάκια. Και να η τρομερή Ομορφιά που καταφεύγει σε όλα τα Όπλα. Η Ωραία κάθε στιγμή σηκώνεται μέσα στα θέλγητρά της, Σιάζει τα Χαμόγελά της, ξυπνάει κάθε Χάρη, Κι όλα τα Θαύματα επισύρει του Προσώπου της. Βλέπει να ξεπροβάλλει βαθμηδόν κάποιο αγνό Ερύθημα, Κι Αστραπές δυνατές να ζωηρεύουν στα Μάτια της. Οι Συλφίδες πολυάσχολες πολιορκούν την αγαπημένη τους έγνοια. Εκείνες στήνουν την Κόμη, κι αυτές κάνουν χωρίστρα. Άλλες διπλώνουν το Μανίκι, ενώ τη Ρόμπα άλλες πτυχώνουν…
***
And now, unveil'd, the toilet stands display'd, Each silver vase in mystic order laid. First, rob'd in white, the nymph intent adores With head uncover'd, the cosmetic pow'rs. A heav'nly image in the glass appears, To that she bends, to that her eyes she rears; Th' inferior priestess, at her altar's side, Trembling, begins the sacred rites of pride. Unnumber'd treasures ope at once, and here The various off'rings of the world appear; From each she nicely culls with curious toil, And decks the goddess with the glitt'ring spoil. This casket India's glowing gems unlocks, And all Arabia breathes from yonder box. The tortoise here and elephant unite, Transform'd to combs, the speckled and the white. Here files of pins extend their shining rows, Puffs, powders, patches, bibles, billet-doux. Now awful beauty puts on all its arms; The fair each moment rises in her charms, Repairs her smiles, awakens ev'ry grace, And calls forth all the wonders of her face; Sees by degrees a purer blush arise, And keener lightnings quicken in her eyes. The busy Sylphs surround their darling care; These set the head, and those divide the hair, Some fold the sleeve, whilst others plait the gown; And Betty's prais'd for labours not her own.
Μετάφραση Κλείτος Κύρου [από τις σημειώσεις του βιβλίου: T.S. Eliot, Ρημαγμένη Γη (The Waste Land), Εκδόσεις Ύψιλον 1990]
...Η προφητική μανία είναι τουλάχιστον τόσο παλαιά στην Ελλάδα όσο και η θρησκεία του Απόλλωνα. Ίσως ακόμη να είναι και αρχαιότερη. Αν οι Έλληνες είχαν δίκιο να συσχετίζουν τις λέξεις μάντις και μαίνομαι – και πολλοί φιλόλογοι πιστεύουν στο δίκιο τους – τότε η σύνδεση της προφητείας και της μανίας ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή παρακαταθήκη ιδεών. Η σιωπή του Ομήρου δεν παρέχει κανένα ισχυρό επιχείρημα για το αντίθετο. Έχουμε δει προηγουμένως πως ο Όμηρος όταν το προτιμούσε, μπορούσε να κρατά το στόμα του κλειστό. Επιπλέον ας σημειώσουμε πως για το ζήτημα αυτό, όπως και για άλλα, η Οδύσσεια έχει ένα κάπως λιγότερο απαιτητικό πρότυπο κοσμιότητας, δηλ. επικής αξιοπρέπειας, από όσο έχει η Ιλιάδα. Η Ιλιάδα δέχεται μόνο επαγωγική μάντευση από οιωνούς, αλλά ο ποιητής της Οδύσσειας δεν μπορεί να αντισταθεί στο να εισαγάγει κάτι πιο εντυπωσιακό – ένα παράδειγμα αυτού που οι Σκωτσέζοι λένε δεύτερη όραση. Το συμβολικό όραμα του Θεοκλύμενου, κληρονομικού μάντη του Απόλλωνα, στο υ της Οδύσσειας, ανήκει στην ίδια ψυχολογική κατηγορία όπως και τα συμβολικά οράματα της Κασσάνδρας στον Αγαμέμνονα, όπως επίσης και το όραμα εκείνης της Αργείας προφήτισσας του Απόλλωνα που, καθώς μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, όρμησε μια μέρα στους δρόμους κραυγάζοντας πως είδε την πόλη πνιγμένη στα πτώματα και στο αίμα. Αυτός είναι ένας τύπος προφητικής μανίας. Όμως δεν αποτελεί τον συνηθισμένο τύπο μαντείας. Επειδή εμφανίζεται αυθόρμητα και εκεί που κανένας δεν την περιμένει. Στους Δελφούς, και προφανώς στα περισσότερα μαντεία του, ο Απόλλωνας βασιζόταν όχι σε οράματα, όπως εκείνο του Θεοκλύμενου, αλλά στον «ενθουσιασμό» με την πρωταρχική και κυριολεκτική έννοια του όρου. Η Πυθία γινόταν ένθεος, πλήρης θεού: ο θεός έμπαινε μέσα της και χρησιμοποιούσε τα φωνητικά της όργανα σαν να ήταν δικά του, ακριβώς όπως κάνει το λεγόμενο «κοντρόλ» στη σύγχρονη πνευματιστική μεσολάβηση. Αυτός είναι ο λόγος που οι χρησμοδοτήσεις του Απόλλωνα ανακοινώνονταν πάντοτε στο πρώτο πρόσωπο και ουδέποτε στο τρίτο. Υπήρξαν βέβαια σε μεταγενέστερους χρόνους, εκείνοι που υποστήριξαν πως δεν ταίριαζε στην αξιοπρέπεια του θείου όντος να εισέλθει σε ένα θνητό κορμί, και προτιμούσαν να πιστεύουν – όπως πολλοί ψυχολόγοι ερευνητές στις μέρες μας – πως κάθε προφητική μανία οφειλόταν σε έμφυτη ικανότητα της ίδιας της ψυχής, την οποία μπορούσε να ασκήσει κάτω από ορισμένες συνθήκες, όταν δηλ. απελευθερωνόταν, με τη βοήθεια του ύπνου, της καταληψίας ή μιας θρησκευτικής τελετουργίας, και από την παραβολή του κορμιού και από τον έλεγχο του λογικού. Η γνώμη αυτή ανήκει στον Αριστοτέλη, τον Κικέρωνα και τον Πλούταρχο και όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, χρησιμοποιούσαν την άποψη αυτή για να ερμηνεύουν τα προφητικά όνειρα. Όπως συμβαίνει και αλλού, η άποψη αυτή έχει πάρα πολλά αντίστοιχα δείγματα μεταξύ των αγρίων. Μπορούμε να την αποκαλέσουμε «σαμανιστική» άποψη, σε αντίθεση με την αρχή της κατοχής. Πάντως ως εξήγηση των δυνάμεων της Πυθίας, αποτελεί μόνο θεωρία σχολαστική, αποτέλεσμα φιλοσοφικής και θεολογικής σκέψης. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως οι άνθρωποι απέδιδαν τα χαρίσματα της Πυθίας σε δαιμονική κατοχή, και πως η αντίληψη αυτή παρέμεινε η πιο συνηθισμένη στην αρχαιότητα – ακόμη και αυτοί οι ίδιοι οι χριστιανοί Πατέρες, δεν την αμφισβήτησαν ποτέ. Η προφητική κατοχή δεν περιορίστηκε στα επίσημα μαντεία. Όχι μόνο υπήρξαν μυθολογικές μορφές, όπως η Κασσάνδρα, η Βακίδα και η Σίβυλλα, για τις οποίες πίστευαν πως προφήτευαν σε κατάσταση κατοχής, αλλά και ο Πλάτωνας αναφέρει συχνά τους θεόπνευστους προφήτες ως συνηθισμένους τύπους της εποχής του. Συγκεκριμένα, ορισμένα πρόσωπα γνωστά ως «εγγαστρίμυθοι» και αργότερα ως «Πύθωνες» άσκησαν ένα είδος πνευματιστικής μεσολάβησης κατά την κλασική εποχή, και για μεγάλο διάστημα κατόπιν. Θα επιθυμούσα να γνώριζα περισσότερα γι’ αυτούς τους «εγγαστρίμυθους» , ένας από τους οποίους, κάποιος Ευρυκλής, ήταν αρκετά φημισμένος, ώστε να τον αναφέρουν και ο Αριστοφάνης και ο Πλάτωνας. Όμως οι δικές μας άμεσες πληροφορίες συμποσούνται σε αυτό μόνο: πως οι εγγαστρίμυθοι είχαν μέσα τους μια δεύτερη φωνή που έστηνε διάλογο μαζί τους, προέλεγε το μέλλον και ο κόσμος πίστευε πως η φωνή αυτή ανήκε σε κάποιον δαίμονα. Σίγουρα δεν ήσαν εγγαστρίμυθοι με τη σύγχρονη έννοια του όρου, όπως συχνά υποστηρίζεται. Μια αναφορά του Πλούταρχου φαίνεται να υπονοεί πως η φωνή του δαίμονα – πιθανώς μια βραχνή «φωνή κοιλιάς» – ακουγόταν να περνά ανάμεσα στα χείλη τους. Αντίθετα, κάποιος σχολιαστής του Πλάτωνα περιγράφει τη φωνή σαν να ήταν απλώς μια εσωτερική παρόρμηση. Εντούτοις οι φιλόλογοι έχουν παραβλέψει μια μαρτυρία που όχι μόνο αποκλείει τον εγγαστριμυθισμό αλλά δηλώνει έντονα καταληψία: ένα παλαιό Ιπποκράτειο ιατρικό βιβλίο, οι Επιδημίες συγκρίνει το θόρυβο που κάνει η αναπνοή ενός καρδιακού με την αναπνοή «των γυναικών, που λέγονται εγγαστρίμυθοι». Οι εγγαστρίμυθοι δεν έχουν ρογχώδη αναπνοή, τα σημερινά όμως «καταληπτικά μέντιουμς» συχνά αναπνέουν έτσι.
ERIC ROBERTSON DODDS ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ – Α. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ 1996
Τίποτα λοιπόν από την Επιστήμη και τη σοφία των μεγάλων πολιτισμών της Ανατολής, δεν ήταν απρόσιτο για τον Πυθαγόρα. Είχε περάσει κοντά στους μεγάλους δάσκαλους, επιστήμονες και ιερείς όλους τους βαθμούς της Διδασκαλίας, αυτούς που μετουσιώνονται σε πολύπλευρη γνώση, αλλά και σε Μύηση. Μύηση πέρα ακόμη κι από την πιο προχωρημένη επιστήμη, αυτή που ερμηνεύει και αναλύει τα μεγαλύτερα φαινόμενα της φύσης, αλλά στέκει αδύνατη να προσπεράσει την Πύλη της συμβατικής ζωής προς την άλλη αιώνια ζωή, αυτή που οι άνθρωποι αποκαλούν θάνατο. Όπως στέκει ανέτοιμη να συλλάβει την ενιαία σημασία του χρόνου, όπου πάντα και παντού υπάρχουμε, στοιχείο ζωντανό, αιώνιο και ακατάλυτο στο συμπαντικό κόσμο: Στον απέραντο δηλαδή κόσμο που περικλείει το σύνολο και το άτομο, το σύμπαν και την ελάχιστη μονάδα. Έτσι που όλοι και όλα να συνθέτουν τον Ένα και το Ένα να συγκεντρώνει όλους και όλα. Αυτή την απόλυτη συνείδηση της ζωής και του συμβατικού θανάτου, την απόλυτη γνώση του Θεού και την απόλυτη μύηση στους νόμους της εσωτερικής αρμονίας που διέπουν το συμπαντικό κόσμο, είχε κατακτήσει ο Πυθαγόρας. Με την έρευνα, με τη μελέτη και την αδιάκοπη ετοιμασία. Μια ετοιμασία που ξεκινούσε από προηγούμενες βιωματικές εμπειρίες του κι απ’ όσα είχε ο ίδιος ζήσει σε προηγούμενους κύκλους του. Έτσι όταν ύστερα από αυτές τις περιπλανήσεις του γύρισε στη Σάμο ήταν έτοιμος. Οριστικά! Κι αυτή τη σοφία του ήθελε να τη μοιραστεί και με άλλους που σαν κι αυτόν είχαν δεχτεί το μυστικό κάλεσμα για Μύηση. Ή θα μπορούσαν να το δεχτούν έπειτα από μια κατάλληλη προετοιμασία. Γι’ αυτό ιδρύει τη σχολή του. Μια σχολή με συμβολικό ημικυκλικό σχήμα, το Ημικύκλιον του Πυθαγόρου. Εδώ πια σε αυτό το διδασκαλείο θα έμπαιναν οι βάσεις για μια καινούργια γνώση που θα βοηθούσε τον άνθρωπο (και τους ανθρώπους) να ξεπεράσουν τον φόβο της φθοράς και την αγωνία του θανάτου. Κι ακόμη να μάθουν να ζουν ελεύθεροι. Χωρίς δεσμά και συμβάσεις που οι ίδιοι δημιουργούν και χωρίς τη δουλεία στον εκάστοτε δυνατό που παρουσιάζεται σαν αφέντης ή σαν ηγεμόνας. Ήταν μια επανάσταση αυτή που έφερνε ο Πυθαγόρας. Επανάσταση ολοκληρωτική και καταλυτική που καταργούσε την εξωτερική και την εσωτερική δουλεία του ατόμου, διδάσκοντάς τον πως να ζει ουσιαστικά ελεύθερος γύρω του και μέσα του. Μόνο με αυτήν την απόλυτη γνώση της ελευθερίας, μόνον με αυτή θα μπορούσε να πλησιάσει το Θεό, να ξεπεράσει το θάνατο και να ταυτισθεί με τη συμπαντική αρμονία, αυτήν που ο Πυθαγόρας την ταυτίζει με τις μυστικές σχέσεις των αριθμών.
***
Η επανάσταση του Πυθαγόρα που απλωνόταν όλο και περισσότερο κι αποκτούσε όλο και περισσότερους οπαδούς, τρόμαξε τον Τύραννο της Σάμου Πολυκράτη… Φόβισε τους εξουσιαστές που ρύθμιζαν τη ζωή των ανθρώπων με τους δικούς τους νόμους και τις δικές τους εντολές. Οι μαθητές του Πυθαγόρα στο Ημικύκλιο δένονταν όλο και πιο πολύ με το Δάσκαλο. Όχι με το στείρο φανατισμό των οπαδών αλλά με τη συνείδηση των ατόμων που κάθε μέρα και πιο πολύ κατακτούν την ελευθερία τους. Και αυτή η κατάκτηση ήταν η πρώτη βαθμίδα της τελειότητας. Ακολουθούσαν οι άλλες βαθμίδες ως την τέλεια μύηση, δηλαδή την τέλεια απελευθέρωση… Αλλά οι τέλεια ελεύθεροι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι. Ανατρέπουν τη συμβατική ισορροπία της πολιτείας και τη συμβατική ισορροπία της ζωής. Οι τύραννοι, οι όποιοι τύραννοι, αυτοί που φανερά ή μυστικά κρατούν τις άκρες του νήματος και ρυθμίζουν την εξωτερική ζωή των ανθρώπων τους φοβούνται. Και καθώς έχουν (ή νομίζουν πως έχουν) τη δύναμη στα χέρια τους, κάνουν ό,τι μπορούν για να τους βγάλουν από τη μέση. Να μη διασαλευτεί η συμβατική τάξη, αυτή που επιβάλλουν με τη βία της εξουσίας. Το Ημικύκλιο του Πυθαγόρα ήταν επικίνδυνο. Ο δάσκαλος και οι μαθητές του ήταν επικίνδυνοι… Βιβλία και χειρόγραφα που υπήρχαν στη Σχολή ήταν κι αυτά επικίνδυνα. Πυρήνες επανάστασης κι εστίες ανατροπής της εξωτερικής ισορροπίας. Η χρήση της βίας ήταν η μόνη λύση. Η βία αποτελεί το πιο εύκολο μέσο της εξουσιαστικής δύναμης, όταν θέλει γρήγορα και αποτελεσματικά να εξουδετερώσει τους αντιπάλους της. Συχνά η βία ντύνεται το πρόσχημα του τυχαίου. Έτσι που να μη φαίνονται οι υποκινητές της και προκαλέσουν την οργή του λαού. Μια πυρκαγιά είναι μια τέτοια «τυχαία» έκφραση της βίας. Πολλές είναι οι αφορμές που μπορούν να την προκαλέσουν και οι εξηγήσεις που μπορούν να δοθούν. Ακόμη κι αν ξεσπάει την ίδια στιγμή σε πολλά διαφορετικά σημεία έτσι ώστε όλα να καταστραφούν. Μια τέτοια «τυχαία» πυρκαγιά αφάνισε το Ημικύκλιο του Πυθαγόρα στη Σάμο. Ο δάσκαλος όμως ήξερε τις αφορμές. Όπως σίγουρα και ο Τύραννος ο Πολυκράτης. Πουθενά ωστόσο κι από κανένα δεν δόθηκε μια «λογική» εξήγηση ή έστω μια κάποια αιτία της πυρκαγιάς.
Νέστορας Μάτσας
Φάκελλος Πυθαγόρα Πρόπλασμα Μεταφυσικής Βιογραφίας Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1989
Από τα πολύ παλιά τα χρόνια οδηγοί και φύλακες ευγενικοί είμαστε της ουρανόπεμπτης θνητής ζωής. Κι αναπνέουμε χωρίς αηδία την ατμόσφαιρα της ανθρώπινης σκέψης. Κι είναι θολή και υγρή και γκρίζα, σαν μέρα που ξολόθρεψε η καταιγίδα, ταξιδιώτισσα πάνω από αναλαμπές που σβήνουν. Και είναι λαμπρή σαν τους ουρανούς τους ασυννέφιαστους σαν τα ποτάμια τα απάνεμα, σαν το σιωπηρό και γαλήνιο νερό. Σαν τα πουλιά στον άνεμο, σαν τα ψάρια στο κύμα, οι σκέψεις του ανθρώπινου νου αιωρούνται πάνω απ’ τον τάφο. Εκεί φτιάχνουμε την υγρή μας φωλιά. Ταξιδεύοντας σαν σύννεφα αχαλίνωτοι μέσα στο στοιχείο του απείρου.
From unremembered ages we Gentle guides and guardians be Of heaven-oppressed mortality; And we breathe and sicken not The atmosphere of human thought: Be it dim, and dank, and gray, Like a storm-extinguished day, Travelled o’er by dying gleams; Be it bright as all between Cloudless skies and windless streams, Silent liquid and serene; As the birds within the wind, As the fish within the wave, As the thoughts of man’s own mind Float thro’ all above the grave; We make there our liquid lair. Voyaging cloudlike and unpent Thro’ the boundless element.
Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν απόρησα καθόλου, όταν, εδώ και λίγες μέρες, έμαθα το θάνατο του φίλου μου Ν.Δ. Το ήξερα πως αυτός ο άνθρωπος δε μπορούσε παρά να σκοτωθεί μια μέρα. Είχ’ αρχίσει, μάλιστα, ν’ ανησυχώ, για την αργοπορία του σκοτωμού αυτού. Είχα δεχτεί την εξομολόγησή του, κι απορούσα, μ’ όλη την καρδιά μου, πώς τα κατάφερνε ακόμα να υπάρχει, έπειτ’ απ’ την αλλόκοτη αρρώστια που κατατυραννούσε τη ζωή του…Η αλλόκοτη αυτή αρρώστια – μια απ’ τις παράδοξες αρρώστιες, που ’τυχε ν’ ακούσω στη ζωή μου – ήταν μοιραίο να του κλείσει κάθε πόρτα, να του στερέψει κάθε πηγή χαράς! Ένας άλλος, πιθανόν, στη θέση του, θα ’βρισκε τρόπο να οικονομηθεί – ίσως μάλιστα, να προσπαθούσε να ’βγαζε και σχετικά προσωπικά οφέλη, απ’ την εξαιρετική κατάστασή του. Ο Νίκος, όμως, ήταν άνθρωπος ευαίσθητος, και δε μπορούσε να την εκμεταλλευθεί…Και το καταλαβαίνω μια χαρά, το απονενοημένο του διάβημα: Δεν ήταν δυνατόν ν’ ανθέξει ως το τέλος… Είχα δεχτεί την εξομολόγησή του, ένα βράδυ που γυρίζαμε οι δυο μας – μια φθινοπωρινή ζεστή βραδιά, πέρσι, αν καλοθυμάμαι. Είχαμε πάει στον κινηματογράφο, κ’ έπειτα, βγαίνοντας εκείθε, σ’ ένα κέντρο «διανυκτερεύον». Είχαμε πιει κρασί, κι είχαμ’ έρθει ελαφρά στο κέφι. Αυτό το κέφι μου’ δωσε το θάρρος να τον ρωτήσω εμπιστευτικά, για σημαντική μεταβολή, που είχα δει, από καιρό, στο χαρακτήρα του. Δεν ήταν πια ο άνθρωπος που ήξερα. Αυτός ο αγαθός κι ο ανοιχτόκαρδος, ο στοργικός, χαριτωμένος φίλος, είχε δυο χρόνια, τώρα – και πιο συγκεκριμένα μετά την έξοδό του απ’ το νοσοκομείο, που έμεινε δεν ξέρω πόσους μήνες, έπειτ’ απ’ το τραύμα στο κεφάλι, κληρονομιά του φριχτού πολέμου – είχε ριζικά μεταβληθεί. Είχε γίνει σκυθρωπός, φιλύποπτος, απόφευγε τις σχέσεις με τους φίλους του – είχε γίνει ένας τέλειος μισάνθρωπος…Κι’ όμως ήταν εντελώς καλά – οι γιατροί μας το είχαν βεβαιώσει – παρ’ όλο τον κίνδυνο που πέρασε. Το παλιό εκείνο τραύμα του κρανίου του, δεν είχε θίξει κανένα λεπτό όργανο, η πληγή ήταν επουλωμένη. Το μυαλό του λειτουργούσε όπως πάντα. Είχε γίνει εντελώς καλά κι απ’ τη νευρική εκείνη κρίση, που επακολούθησε την περιπέτειά του, και που ήταν φυσικό ν’ αποδοθεί στον κλονισμό που υπέστη απ’ τον πόλεμο, καθώς συνέβη μ’ ένα πλήθος άλλους. Απ’ αυτά όλα, ήταν γιατρεμένος. Κι όμως, απ’ την εποχή εκείνη, εχρονολογείτο κ’ η μεταβολή του. Είχε κλειστεί στο σπίτι του, και δεν ήθελε να δει κανένα. Πολλές φήμες, σχετικές με την κατάστασή του, κυκλοφορούσαν, από τότε, μεταξύ μας. Κι αυτό το βράδυ, θέλησα να τις εξακριβώσω. Ταράχτηκε με την ερώτησή μου. Καθώς βάδιζε με βήματα μικρά, και με το χέρι περασμένο στο δικό μου, κατάλαβα το χέρι του να τρέμει. Μετάνιωσα για την ανάκρισή μου, και προσπάθησα να της αλλάξω τόνο. Εκείνος, όμως δεν έβγαζε μιλιά. Ήξερε καλά πόσο τον αγαπούσα – το ήξερε πάρα πολύ καλά, πιο πολύ κι απ’ όσο φανταζόμουν – και δεν έπρεπε, θαρρώ, να πειραχτεί. Αλλά και κάτι άλλο: πρόσεξα πως προτού να τον ρωτήσω, η μορφή του είχε σκοτεινιάσει σα να περίμενε τα λόγια που θα του ’λεγα… Όλ’ αυτά, τα εξήγησα αργότερα, όταν μου φανέρωσε το μυστικό του πάθος. Πρώτη φορά το εκμυστηρευόταν. Η φωνή του έτρεμε, κι εκείνη. Μου κρατούσε πιο σφιχτά το χέρι, τα μάτια του κοιτούσαν απλανή. Στην αρχή, δε μίλησε καθόλου. Φάνηκε πως δίσταζε να μου το φανερώσει – ή πως έψαχνε να βρει τα λόγια τα κατάλληλα. Αλλά, συγχρόνως, ένιωθα τη φοβερήν ανάγκη, την ανάγκη που τον τυραννούσε, κάπου να τα πει, να ξαλαφρώσει…Ένιωθα πως το μυστικό αυτό που, όταν τ’ άκουσα έμεινα κατάπληκτος, καραδοκούσε κάποιαν ευκαιρία, για να μπορέσει να φανερωθεί…Και πιο μεγάλη, πιο ωραία ευκαιρία, απ’ αυτή που του δινόταν τώρα, δε μπορούσε να παρουσιαστεί. Ήμουν ο πιο αγαπημένος φίλος του. είκοσι χρόνια ανυπόκριτης φιλίας, δεν ήταν προηγούμενο ασήμαντο. Κι εξ άλλου ήξερε πόσο τον αγαπούσα και πόσο, η ερώτηση εκείνη, έκρυβε φιλικό ενδιαφέρον, βαθύ, ειλικρινές κι ανυστερόβουλο… Άρχισε, τότε, να μου εκμυστηρεύεται, με φωνή βαθιά, δισταχτική, λίγο φοβισμένη στην αρχή – φοβόταν τόσο πως δε θα τον πιστέψω, ή πως θα τον πάρω για τρελό – έπειτα, όμως, έντονη, παλλόμενη, πυρετώδη, γιομάτη αγωνία! - Πρώτ’ απ’ όλα υποσχέσου μου, μου λέει, ότι δε θα με πάρεις για τρελό. Είναι το μόνο που δε θ’ ανεχτώ εκ μέρους σου, το μόνο που μπορεί να με πληγώσει! Προτιμώ να πεις πως λέω ψέματα, έχω τρόπο να σε βγάλω απ’ την πλάνη…Έχω την απόδειξη μαζί μου! Τότε κι ο ίδιος θα πεισθείς αμέσως, πως διατηρώ το λογικό μου! Πώς ακόμα το κρατώ, κι εγώ δεν ξέρω…Ίσως απ’ την κακία της ίδιας μου της μοίρας, για να τυραννιέμαι πιο πολύ… …Πριν το τραύμα εκείνο του πολέμου, ποτέ μου δε θα το φανταζόμουν! Ήμουν κι εγώ, σαν όλους τους ανθρώπους! Πίστευα στη στοργή, στην καλοσύνη, έπλαθα όνειρα, ζούσα μέσ’ στην πλάνη…Από τότε, δεν πιστεύω πια σε τίποτε… …Τι μου συνέβη, δεν μπορώ να εξηγήσω: ποιες αλλοιώσεις έγιναν μέσ’ στον εγκέφαλό μου, ποια κύτταρα δυνάμωσαν απρόοπτα, ώστε να αποκτήσω αυτή την ιδιότητα, δεν είμαι σε θέση να σου πω…Είμαι, τώρα, το απίστευτο φαινόμενο – μοναδικό φαινόμενο στον κόσμο – κι αντί να γίνω, απ’ αυτό το γεγονός, ο πιο ευτυχισμένος των ανθρώπων, έχω γίνει ο πιο δυστυχισμένος… …Πρώτη φορά που κατάλαβα το πράμα, ήταν απάνω στην ανάρρωσή μου. Μια μέρα που κουβέντιαζα με κάποια νοσοκόμα, διαπίστωσα αυτό το γεγονός: ότι πριν ακόμα μου μιλήσει, διάβαζα κατακάθαρα τη σκέψη της· πριν ακόμα τα χείλη της σαλέψουν, ήξερα τι θέλει να μου πει! Αυτό μου κίνησε μεγάλη περιέργεια…Έκανα πειράματα και σ’ άλλους. Έκανα πειράματα απάνω στο γιατρό μου, στους φίλους που μου παραστέκανε, στην αδερφή μου που ερχόταν κάθε μέρα και μου κρατούσε λίγες ώρες συντροφιά….Σε σένα τον ίδιο, έκανα το πείραμα, κάθε φορά που ερχόσουν να με δεις! ….Είχα μείνει αποσβολωμένος! Διάβαζα τη σκέψη των ανθρώπων, όπως διαβάζεις μέσα στο βιβλίο! Αυτό το πράμα, στην αρχή μου’ δωσ’ έναν τρόμο, που δεν έχω λόγια, δυστυχώς, να σ’ τον κάνω να τον καταλάβεις…Ένιωθα πως είχα αποκτήσει μια μυστηριώδη ιδιότητα, που ξεπερνούσε κάθε φαντασία! Ήξερα για τη νοομαντεία, για την περίεργη εκείνη ιδιότητα, που κάνει ώστε ορισμένοι άνθρωποι να μαντεύουν, με μια μικρή προσπάθεια, τη σκέψη των άλλων ανθρώπων. Εγώ, όμως, χωρίς καμιά προσπάθεια, έβλεπα τη σκέψη να σαλεύει, σα να ήταν το μέτωπό τους γυάλινο…Έβλεπα την αρχή της, την πορεία της, τις παραμικρότερες κινήσεις της, μ’ έναν τρόπο καταπληκτικό…Δεν υπήρχε τίποτε που να μου διαφεύγει…. …Όταν βγήκα απ’ το νοσοκομείο, αυτό το πράμα εξακολουθούσε. Με κυνηγούσε σαν ένας εφιάλτης. Καταλάβαινα πως θα τρελαθώ…Έφευγα μακρυά απ’ τους ανθρώπους, δεν τολμούσα να μιλήσω σε κανένα! Εύρισκα παρηγοριά στη συντροφικά των ζώων – γιατί, αν και διάβαζα τη σκέψη τους, κι εκείνων, αυτή η σκέψη ήταν τόσο στοιχειώδης, τόσο απονήρευτη και τόσο φυσική, που δεν ήταν ικανή να με πειράξει! Δεν είχαν ούτε τη θηριωδία, ούτε την απίστευτη κρυψίνοια, την τερατώδη υστεροβουλία των κρυμμένων ανθρωπίνων λογισμών… Δεν ανεχόμουν παρά την αδερφή μου, γιατί σ’ εκείνη διάβαζα κάποια στοργή για μένα, και κάποια ίχνη καλοσύνης για τους άλλους. Για να μη διαβάσω τίποτα δυσάρεστο, καμία σκέψη φοβερή, για μένα, είχα ξεκόψει απ’ όλους μου τους φίλους…. …Είχα κλείσει την πόρτα μου στον κόσμο. Η σκέψη του με κατατυραννούσε! Την ένιωθα, γλοιώδη, απερίγραπτη, να κυκλοφορεί μέσ’ στον αέρα, και να μου καταστρέφει τις ελπίδες μου, σαν ένα φίδι πονηρό κι αχόρταγο, που γυρεύει να σε περιτυλίξει…Ήξερα τι σκέπτονται για μένα, ήξερα τι αισθάνονται για μένα, τις κακίες τους και τις υποκρισίες τους, τη φοβερή κι απίστευτη απόσταση που υπάρχει, κάθε δευτερόλεπτο, ανάμεσα στα λόγια και τις σκέψεις τους – κι αυτό το πράμα μου ήταν ανυπόφορο… …Δε μπορούσα ούτε ν’ αγαπήσω, ούτε να συνδεθώ πια με κανένα. Δε μπορούσα ν’ ανεχθώ, κοντά μου, κανέναν άνθρωπο, ούτε καμιά γυναίκα – γιατί κανένας δεν κλείνει καλοσύνη – κι εγώ δεν πίστευα παρά στην καλοσύνη, δε ζητούσα παρά καλοσύνη, δε λαχταρούσα παρά καλοσύνη… ….Το μυστικό μου δεν το είπα σε κανένα. Το ’θαψα βαθιά μέσ’ στην ψυχή μου, κι έζησα μαζί του, τόσα χρόνια…Δεν τολμούσα εξ άλλου, να το πω: γιατί ή θα με περνούσαν για τρελό ή θα με πίστευαν και θ’ απομακρυνόντουσαν, θα ’φευγαν με τρόμο από δίπλα μου, μήπως μάθω τα κρυφά διανοήματά τους, μήπως ανακαλύψω τις κακίες τους, τις οπισθοβουλίες τους, όλα τα μυστικά τους….Κι έτσι, κι αλλιώς, θα ’μενα πάλι μόνος. …Σιγά-σιγά, όμως, συνήθισα να τ’ αντικρίζω κι όλα αυτά. Το θέαμά τους δε μου κάνει πια εντύπωση, ούτε μου δίνει τον αποτροπιασμό, που μου ’δινε τόσο, στην αρχή…Μόνο που τροποποίησα τις σχέσεις μου, ώστε να μην έχω, στο πλευρό μου, παρά μόνον αυτούς που μ’ αγαπούν…Και τα κακά, που διαβάζω και σ’ αυτούς τα’ αβυσσαλέα και κρυμμένα πάθη, όλες τις ηθικές διαστροφές και τις τρομαχτικές επιθυμίες, έμαθα, τώρα, να τα συγχωρώ· μου φτάνει μόνο το να μ’ αγαπούν – πολύ ή λίγο, δε μ’ ενδιαφέρει – και να μη θέλουν, μονάχα, το κακό μου… Σταμάτησε για μια στιγμή κι έφερε το χέρι του μπροστά στο μέτωπό του. Πήγα να του μιλήσω να τον παρηγορήσω. Άπλωσε τ’ άλλο χέρι του, και μ’ έσφιξε στον ώμο: - Σώπα, σώπα, ξέρω τι θα πεις! Σ’ ευχαριστώ…Ξέρω πως μ’ αγαπάς, γι’ αυτό το λόγο, ακριβώς, και σου φανέρωσα το καταπληκτικό μου μυστικό…Ήξερα πως ζητούσες να το μάθεις…Κι αυτή η πράξη, να σ’ το φανερώσω, ήταν, για μένα, ανακούφιση μεγάλη… Κι έπειτα στυλώθηκε μπροστά μου, ξαφνικά, και πιάνοντας σπασμωδικά τα χέρια μου, μ’ έναν τρόπο τρελό κ’ απελπισμένο, μου φώναξε με γοερή φωνή: - Και τώρα, πώς να ζήσω, ΠΩΣ ΝΑ ΖΗΣΩ; Με τι τόλμη ν’ αντικρίσω τους ανθρώπους, με τι καρδιά να συνδεθώ μαζί τους, με τι μάτια να τους πλησιάσω; Κάθε τους σκέψη που δε λένε, με πληγώνει, κάθε ψέμα που λένε, πιο πολύ…Με τρομάζουν ή μ’ αηδιάζουν…Έκοψα κάθε μου κοινωνικό δεσμό, κάθε δοσοληψία μου μ’ αυτούς! Ζω μονάχος, σαν ερημίτης, περικυκλωμένος απ’ τις γάτες μου κι απ’ τις αθώες, τις πρωτόγονές τους σκέψεις, που αυτές, τουλάχιστον, τις έχω συνηθίσει, και δεν τις τρέμω ούτε μ’ ενοχλούν…Δε θα ’ταν καλύτερα, για μένα να πέθαινα μέσ’ στο νοσοκομείο, ή να είχα σκοτωθεί στον πόλεμο, παρά να ζω μ’ αυτή την αγωνία, μ’ αυτό τον τερατώδη εφιάλτη, που μου θανατώνει την ελπίδα και μου απαγορεύει την αγάπη – που με κλείνει μέσ’ στην κάμαρά μου, σαν ένα πλάσμα καταδικασμένο που δεν είναι δυνατόν να λυτρωθεί;… ……………………………… Από τη νύχτα αυτή, δεν ξαναείδα πια. Κι’ όταν έμαθα, προχτές, το σκοτωμό του, για μια στιγμή λυπήθηκα, σα φίλος – αλλά παρηγορήθηκα αμέσως, με την ιδέα πως είχε λυτρωθεί…
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ ΤΑ ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΝΤΟΜΙΝΑ και άλλες ιστορίες ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΑΤΩ 2014